Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

10.2.17

Οι 99 Νικημένοι Που Προηγήθηκαν Του Ενός. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

«Εμένα πάντως μου φαίνεται», λέει βραχνά, «πως παρ’ όλα αυτά δεν ξέρεις παρά μια και μοναδική ιστορία, παιδί μου, την ιστορία του εκατοστού πρίγκιπα, που καταφέρνει να λύσει το αίνιγμα. Δεν ξέρεις όμως τίποτα για τις ιστορίες των προηγούμενων ενενήντα εννέα που χάθηκαν, επειδή δεν τα κατάφεραν».
Όλοι γνωρίζουν την ιστορία του Οιδίποδα. Επειδή εκείνος έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας. Αν δεν τα είχε καταφέρει θα ήταν ένας απ’ τους προηγούμενους 99 που χάθηκαν, και ποτέ δεν μάθαμε το όνομα τους.
Ο πρίγκιπας έγινε βασιλιάς επειδή έλυσε το αίνιγμα. Όμως ποιοι ήταν εκείνοι που προηγήθηκαν; Είναι ανώνυμοι, αλλά είναι ασήμαντοι;
Θα μπορούσε να γραφτεί μια ιστορία για κάποιον που έφτασε ως τη Σφίγγα και ηττήθηκε. Ποιοι ήταν οι γονείς του, πώς μεγάλωσε, πώς του δημιουργήθηκε η ανάγκη να αναμετρηθεί με το τέρας; Ήταν ματαιοδοξία ή μήπως αλτρουισμός; Ή μπορεί να ήταν η οργή ενός ανθρώπου που βαρέθηκε το τέρας και αποφάσισε να το αντιμετωπίσει, ακόμα κι αν ήξερε πως θα χάσει.
Πώς τον έλεγαν αυτόν τον άνθρωπο, τον αριθμό 73 απ’ τα θύματα της Σφίγγας;
Τι του είπε η μητέρα του όταν ξεκινούσε για τη Θήβα; Μήπως είχε γυναίκα και παιδιά;
~~
Μπορεί να γύρισε στα παιδιά του και να τους είπε: «Έχω κουραστεί να ζω με τον φόβο. Ο φόβος δεν πρέπει στους ανθρώπους. Θα παλέψω μαζί της. Θα το κάνω για μένα -και για σας».
Η γυναίκα του τον παρακαλούσε, τα παιδιά έκλαιγαν, αλλά ο αριθμός 73 ξεκίνησε για τη Θήβα. Στο δρόμο συνάντησε πολύ κόσμο. Όταν τους έλεγε πού πήγαινε, τι πήγαινε να κάνει, του δίναν την ευχή τους, για να τα καταφέρει και να τους λυτρώσει όλους.
Μια χήρα τον έβαλε στο σπίτι της κάποιο βράδυ.
«Ο άντρας μου χάθηκε», του είπε. «Πήγε κι αυτός να προσπαθήσει να λύσει το αίνιγμα. Ήταν ο αριθμός 42. Ποτέ δεν γύρισε. Μείνε εσύ, γίνε εσύ ο άντρας μου».
Ο αριθμός 73 έγινε άντρας της για μια νύχτα. Μα το επόμενο πρωί συνέχισε.
~~
Κάποια στιγμή συνάντησε μια γριά, που δύσκολα έβλεπε.
«Είσαι ο γιος μου;» τον ρώτησε. Όταν άκουσε τη φωνή του δεν απογοητεύτηκε. Σαν να ήξερε.
«Ο γιος μου πήγε να λύσει το αίνιγμα», του είπε. «Ήταν ο αριθμός 25. Ποτέ δεν γύρισε. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Απ’ όλους τους δρόμους του κόσμου, απ’ όλες τις πόλεις του κόσμου, γιατί διάλεξε να πάει εκεί;»
«Για να λύσει το αίνιγμα», της απάντησε ο 73.
«Και γιατί έπρεπε να το λύσει;»
«Γιατί υπάρχει».
Ο 73 συνέχισε, μέχρι που βρέθηκε στη σπηλιά ενός σοφού -κι ενός σκύλου.
«Εσύ, που είσαι σοφός», του είπε, «γιατί δεν πηγαίνεις να λύσεις το αίνιγμα της Σφίγγας;»
«Δεν είμαι σοφός», είπε εκείνος. «Ανόητος είμαι και τίποτα δεν ξέρω».
«Τότε γιατί όλοι σε λένε σοφό;»
«Επειδή γνωρίζω πως δεν ξέρω. Εκείνοι νομίζουν ότι ξέρουν. Έχουν μια απάντηση για όλα. Εγώ έχω μόνο ερωτήσεις».
«Άρα δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Εγώ ψάχνω για την απάντηση».
«Σε ποια ερώτηση;»
«Δεν την ξέρω ακόμα».
«Δεν γνωρίζεις την ερώτηση και θες να σου πω την απάντηση;»
Ο σοφός γέλασε με το φαφούτικο στόμα του. Ο σκύλος του γάβγισε κι εκείνος.
~~{}~~
«Ο σκύλος μου ξέρει περισσότερα από μένα», είπε ο σοφός. «Αλλά εσύ είσαι χειρότερος κι απ’ τους άλλους που περάσαν. Ήρθε από δω ο αριθμός 19, καθώς κι ο 12. Εκείνοι είχαν προετοιμαστεί, χρόνια πολλά με τους σοφιστές. Ήξεραν να απαντάνε σε αινίγματα που δεν έχουν λύση. Ήταν σίγουροι πως θα τα καταφέρουν».
«Και δεν τα κατάφεραν;»
«Αν τα είχαν καταφέρει δεν θα ήταν μόνο αριθμοί. Θα ήξερες το όνομα τους κι ίσως να έγραφαν έργα γι’ αυτούς».
Ο αριθμός 73 σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη απ’ τα ρούχα του.
«Οπότε δεν μπορείς να με βοηθήσεις».
«Το έκανα ήδη».
«Πώς;»
«Γαβ!» έκανε ο σοφός
«Η απάντηση είναι… ο σκύλος;»
«Γαβ!»
Ο σκύλος τους κοιτούσε παραξενεμένος. Μετά χασμουρήθηκε και ξάπλωσε.~~
Ο αριθμός 73 περπάτησε κι άλλο, μέχρι που έπεσε σε καταιγίδα. Για να κρυφτεί μπήκε σε μια στάνη. Εκεί ήταν το πρόβατα, ένας βοσκός κι ένα παιδί με πρησμένα πόδια. Σαν του είπε πού πήγαινε, ο βοσκός κούνησε το κεφάλι.
«Δεν είσαι ο πρώτος», του είπε.
«Το ξέρω», απάντησε ο αριθμός 73.
«Θα είσαι ο τελευταίος;»
«Δεν ξέρω».
«Και δεν φοβάσαι;»
«Κουράστηκα να φοβάμαι».
Το παιδί με τα πρησμένα πόδια τον πλησίασε.
«Χθες είδα έναν πεθαμένο», του είπε.
«Συμβαίνει. Θα δεις κι άλλους.»
«Μου είπε ότι θα έρθεις».
«Ο πεθαμένος στο είπε;»
«Ναι».
«Πού τον είδες;»
«Στον ύπνο μου».
«Και πού με ήξερε;»
«Νομίζω ότι ήσουν εσύ», είπε το παιδί.
«Εγώ δεν έχω πεθάνει».
«Όχι ακόμα».
Ο βοσκός έβαλε στο αριθμό 73 τυρί και ψωμί να φάει.
«Παράξενο είναι το παιδί σου», του είπε σαν έφαγε.
«Δεν είναι δικό μου».~~
Το πρωί ο αριθμός 73 ξεκίνησε για να πηγαίνει. Το παιδί τον περίμενε στην πόρτα.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.
«Τι σημασία έχει; Μπορείς να με λες αριθμό 73».
«Δεν μ’ αρέσει. Οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί. Και τ’ αρνιά μας, όλα τα λέω με τ’ όνομα τους».
«Αλλά τα σφάζεις».
«Πρέπει να φάμε».
«Θα έσφαζες κι εμένα; Αν πεινούσες;»
«Δεν είσαι αρνί. Ούτε πρόβατο».
«Ναι, είμαι άνθρωπος».
Αυτό ο αριθμός 73 το είπε σαρκαστικά: «Ναι, είμαι άνθρωπος».
«Είσαι. Άνθρωπος», του είπε το παιδί.
«Να προσέχεις τον πατέρα σου», του είπε ο αριθμός 73 κι έφυγε.
«Δεν είναι. Πατέρας μου».
Έτσι είπε το αγόρι.~~
Λίγες ώρες μετά ο αριθμός 73 έφτασε στα τείχη της Θήβας. Εκεί καθόταν η Σφίγγα και ρωτούσε. Κι όποιος δεν ήξερε να απαντήσει έπεφτε στα νύχια της.
«Τι είναι…» ξεκίνησε να λέει το τέρας.
«Δεν ξέρω», την έκοψε ο αριθμός 73, πριν ν’ ακούσει το αίνιγμα.
«Τότε θα πεθάνεις», του είπε η Σφίγγα, και τέντωσε τα φτερά της για να πετάξει.
«Θα πεθάνω εγώ, κι άλλοι 26. Μπορεί περισσότεροι. Αλλά χωρίς εμάς δεν θα μπορούσε να έρθει ο εκατοστός».
«Ο πρώτος που ήρθε, ο αριθμός 1, μου είπε τα ίδια λόγια. Αλλά εσείς συνεχίζετε να ‘ρχεστε».
«Και θα συνεχίσουμε. Μέχρι που κάποιος θα λύσει το αίνιγμα. Κι αυτό θα γίνει. Όποιο κι αν είναι. Γιατί δεν υπάρχουν ερωτήσεις χωρίς απάντηση.»
«Άλλο σου είπε ο σοφός».
«Πού τον ξέρεις τον σοφό και τι λέει;»
«Αυτός σκέφτηκε το αίνιγμα», του είπε η Σφίγγα και του όρμηξε.
~~{}~~
Έτσι πέθανε ο αριθμός 73. Και πέρασαν πολλα χρόνια, μέχρι να μεγαλώσει το παιδί που όλοι ξέρουν και το λένε Οιδίποδα.
Πηγή: Αντικλείδι. 
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

Έμαθα Νο 2 από τον William Shakespeare. η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Έμαθα:
Πως να μεγαλώνεις
δεν σημαίνει μονάχα να «κλείνεις» χρόνια.

Πως η σιωπή
είναι η καλύτερη απάντηση όταν ακούς ανοησίες.

Πως να δουλεύεις
δεν σημαίνει μονάχα να κερδίζεις χρήματα.

Πως οι φίλοι
«αποκτούνται» δείχνοντας το πραγματικό μας πρόσωπο.

Πως οι αληθινοί και πραγματικοί φίλοι βρίσκονται πάντα 
κοντά μας στις καλές και στις κακές στιγμές.

Πως τα χειρότερα πράγματα
«κρύβονται» μέσα σε μια καλή εμφάνιση.

Πως η φύση
είναι το πιο όμορφο δημιούργημα σε αυτή την ζωή.

Πως όταν σκέφτομαι πως γνωρίζω τα πάντα
ακόμη δεν γνωρίζω τίποτα.

Πως μια μοναδική ημέρα
μπορεί να είναι πολύ σπουδαιότερη από πολλά χρόνια.

Πως μπορείς να «συνομιλήσεις» με τα αστέρια αρκεί να το πιστέψεις.
Πως μπορείς να «εξομολογηθείς» στο φεγγάρι.
Πως μπορείς να ταξιδέψεις στο άπειρο.
Πως είναι υγιές να ακούς όμορφα και καλά λόγια.
Πως το να είσαι ευγενικός κάνει καλό στην υγεία.
Πως είναι αναγκαίο να ονειρεύεσαι.
Πως μπορείς να είσαι «παιδί» για όλη την ζωή.
Πως η ύπαρξή μας είναι ελεύθερη.
Πως ο Θεός δεν απαγορεύει τίποτα στο όνομα της αγάπης.
Πως το να κρίνεις και να κατακρίνεις τον εαυτό σου δεν έχει σημασία όταν αυτό που
πραγματικά έχει σημασία είναι η εσωτερική γαλήνη.

Και τέλος έμαθα πως δεν μπορείς να πεθάνεις για να μάθεις να ζεις.
William Shakespeare
Πηγή: Εναλακτική Δράση. 
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος που εδώ και χρόνια προσπαθεί να Μάθει, και όλο του ξεφεύγει η ουσία των πραγμάτων.

Mαρία Κάλλας: Η κορυφαία όλων των εποχών. Δεν είμαι ούτε άγγελος, αλλά ούτε διάβολος. Είμαι μια γυναίκα. η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Αφιέρωμα στη ζωή και στην τέχνη της απόλυτης ντίβας, Μαρίας Κάλλας, που γεννήθηκε σαν σήμερα στις 2 Δεκεμβρίου του 1923.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Κορυφαία προσωπικότητα, ελληνικός μύθος, η σημαντικότερη - ίσως- λυρική τραγουδίστρια του περασμένου αιώνα, που εξακολουθεί να λατρεύεται από εκατομμύρια φανατικών τριανταεννέα χρόνια από το θάνατό της. Ερωτευμένη με τον διασημότερο Έλληνα, τον Αριστοτέλη Ωνάση, μια εξίσου κορυφαία προσωπικότητα που συνεχίζει να γοητεύει , παρά το τραγικό του τέλος. Η καλύτερη όπερά της είναι η ίδια της η ζωή. Παραμυθένια, μελοδραματική και τραγική, μέσα από μια εντυπωσιακή διαδρομή από την άνοδο προς την πτώση.
Δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη θρυλική ντίβα της ‘Οπερας, Μαρία Κάλλας.


Είναι αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η Μαρία Κάλλας βρίσκεται στο απόγειο της δόξας της και παρακολουθεί μια παράσταση σε ένα καμπαρέ στο Μόντε Κάρλο. Το θέαμα κυλά κανονικά. Έρχεται όμως η  στιγμή που ο κομπέρ αναγγέλει μια καλλιτέχνιδα ως τη “Μαρία Κάλλας του στριπτίζ.” Εκείνη τη στιγμή, η αληθινή Μαρία Κάλλας σηκώνεται από τη θέση της και εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες γράφουν ότι έφυγε ιδιαίτερα εξοργισμένη. Εκείνη σχολιάζει ότι έφυγε γιατί βρήκε το θέαμα πληκτικό. Αργότερα, σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Times, λέει για το επεισόδιο στο Μόντε Κάρλο:”οι εφημερίδες όλου του κόσμου θεώρησαν το γεγονός αυτό πιο σημαντικό από την πρεμιέρα του ‘Πολύευκτου’. Τόσο πολύ έχουμε χάσει την αίσθηση των αξιών.”
Αυτή η χαμένη αίσθηση των αξιών ήταν και η χαμένη αίσθηση του μέτρου για τη Μαρία Κάλλας. Αυτό το μέτρο που έλειπε από τις εκδηλώσεις των θαυμαστών της, των δημοσιογράφων, των παπαράτσι, γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε κάθε της εμφάνιση στη σκηνή αλλά και έξω από αυτή.


Ποιά ήταν η Μαρία Κάλλας;
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 ή στις 4 Δεκεμβρίου- δεν είναι βέβαιη η ημερομηνία- στο νοσοκομείο Flower της Νέας Υόρκης, εν μέσω μιας φοβερής χιονοθύελλας. Ίσως αυτός ήταν ένας οιωνός για τη θυελλώδη ζωή που θα ζούσε. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Οι γονείς της - Γιώργος και Ευαγγελία Καλογεροπούλου- μετανάστες στην Αμερική από το Μελιγαλά της Πελοποννήσου, έχουν αποκτήσει ακόμα δύο παιδιά. Την Τζάκι και ένα αγόρι που χάνουν στα τρία του χρόνια.
Ο πατέρας της εργάζεται ως υπάλληλος και κατότπιν ανοίγει δικό του φαρμακείο, φέρνοντας έτσι στην οικογένεια αρκετή οικονομική άνεση. Δυστυχώς αυτή μετριάστηκε μετά από το κραχ του 1929.
Στα χρόνια της Αμερικής, η οικογένεια μετακομίζει γύρω στις επτά φορές στο Hells Kitchen του Μανχάταν, στο Riverside Drive. Καταλήγουν τελικά σε ένα άνετο διαμέρισμα του Walsington Heigts στο Μανχάταν. H μητέρα της είναι μια γυναίκα με ιδιαίτερα δυναμικό χαρακτήρα και είναι εκείνη που ανακαλύπτει το θείο δώρο της φωνής της κόρης της σε αρκετά τρυφερή ηλικία.
“Δεν θυμάμαι, πια, καθόλου σε ποιά στιγμή υποπτεύθηκα, για πρώτη φορά, ότι η κόρη μου, Μαρία, είχε μια φωνή ονειρεμένη. Σε ηλικία τεσσάρων ετών με εξέπληξε. Είχαμε μία πιανόλα, την οποία η Μαρία λάτρευε να ακούει. Εκείνη την ημέρα, η Τζάκι ήταν σχολείο και εγώ ήμουν στην κουζίνα, φτιάχνοντας ψωμί, όταν άκουσα την πιανόλα και έτρεξα στο σαλόνι, για να δω ποιός μπορεί να την έκανε να παίζει. Ήταν η Μαρία, η οποία είχε κουλουριαστεί κάτω από την πιανόλα και πατούσε τα πεντάλ με τα χέρια της, γιατί ήταν ακόμα πολύ μικρή για να κάθεται στο σκαμνί και να τα φτάνει με τα πόδια της. Άκουγε τη μουσική που έβγαζε, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μαύρα μάτια της έλαμπαν...” γράφει η μητέρα της στο βιβλίο της “Κάλλας, η κόρη μου” που κυκλοφορεί το 1960.

Ο πατέρας της διηγείται πως η κόρη του τραγουδούσε από τότε που ήταν στην κούνια, “εξαπολύοντας φωνητικές ασκήσεις και ψηλές νότες, τόσο ασυνήθιστες για ένα νήπιο, που ως και οι γείτονες έμεναν άναυδοι.”
Η μητέρα της Μαρίας είναι λάτρης του λυρικού τραγουδιού και μπορεί εύκολα να αντιληφθεί το θησαυρό που κρύβει η κόρη της. Αποφασίζει λοιπόν, χωρίς να την πιέσει να καλλιεργήσει το μοναδικό της ταλέντο.
“Μόλις συνειδητοποίησε τα φωνητικά μου προσόντα, αποφάσισε να με κάνει παιδί θαύμα”, λέει η Μαρία.
Στη ζωή του ταλαντούχου κοριτσιού μπαίνουν αμέσως οι δάσκαλοι φωνητικής και τα ωδεία, εκτοπίζοντας κάθε άλλη δραστηριότητα της ηλικίας.Η φωνή της χαρακτηρίζεται μοναδική. Είναι ο τύπος της σοπράνο sfogato, δηλαδή της υψιφώνου που εκμεταλλεύεται όλο το δυναμικό φάσμα των τριών οκτάβων.
Η αγάπη της Μαρίας για τη μουσική είναι έμφυτη. Όπερες που ξεχωρίζει η “Αίντα” και η “Τόσκα”.
Οι εντυπώσεις για το χάρισμα της μικρής Ελληνοπούλας δεν αργεί να εκδηλωθεί. Ο δάσκαλός της στη Wadsworth Avenue της Νέας Υόρκης, λέει για τη μαθήτρια του :Έχεις ένα αηδόνι στο λαιμό σου”,ενώ οι συμμαθήτριές της υπογράφουν στο λεύκωμα τις ευχές “στη μέλλουσα μεγάλη τραγουδίστρια”.
Η Κάλλας δηλώνει πως μόνο όταν τραγουδά νιώθει ότι την αγαπούν.
“Η αδελφή μου ήταν λεπτή, όμορφη και φιλική και η μητέρα μου την προτιμούσε πάντα. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο. Η μητέρα μου δεν μου έδινε σημασία και δεν μου έλεγε ποτέ μια καλή κουβέντα. Για να την κάνω να με προσέξει έπρεπε να τραγουδώ. Ήξερα πως είχα ωραία φωνή και μου έκανε καλό να προκαλώ θαυμασμό όταν τραγουδούσα. Έτσι, το τραγούδι έγινε προοδευτικά το φάρμακο κατά των συμπλεγμάτων μειονεξίας που ένιωθα” λέει σε συνέντευξή της στο περιοδικό “Time”το 1956.
Η Μαρία είναι μελαχρινή, παχουλή και όχι ιδιαίτερα όμορφη και αυτό το γεγονός την κάνει να νιώθει ανταγωνιστικά για την μεγαλύτερη και  όμορφη Τζάκι.
Ωστόσο, οι σχέσεις μητέρας και κόρης γίνονται περίπλοκες από νωρίς με αποτέλεσμα η ενήλικη Κάλλας να διακόψει κάθε δεσμό με τη μητέρα της. “Ποτέ δεν θα τη συγχωρέσω που μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Όλα εκείνα τα χρόνια που θα έπρεπε να μεγάλωνα παίζοντας, είτε τραγουδούσα, είτε κέρδιζα χρήματα. Όλα όσα έκαναν εκείνοι για εμένα ήταν βασικά κακά.” δηλώνει στο “Time”.
Με τον πατέρα της είχε καλή σχέση. “Πάντα έπαιρνα το μέρος του. Ήμουν η προτίμησή του, όταν ήμουν παιδί. Ίσως και πάντοτε. Θυμάμαι που, ο πατέρας μου διηγιόταν ότι, όταν περνούσαμε από ένα περίπτερο με παγωτά, σταματούσα ξαφνικά και τραβούσα το σακάκι του, χωρίς να πω λέξη. Κοιτούσα εκείνον και τα παγωτά. Σε λίγο καταλάβαινε, αλλά εξακολουθούσε να παίζει το παιχνίδι και να με ρωτάει :”Tί θέλεις; Δεν θα μου πεις; Και δεν του έλεγα τίποτα. Μόνο τον κοιτούσα τρομερά επίμονα.” λέει για εκείνον.
Όταν το 1937 η Ευαγγελία Καλογεροπούλου εγκαταλείπει τον Γιώργο Καλογερόπουλο κι επιστρέφει στην Ελλάδα, παίρνοντας μαζί τις κόρες της, ανάμεσα στη Μαρία και τη μητέρα της επέρχεται μια ρήξη που δεν θα γεφυρωθεί ποτέ.
Στην Αθήνα που εγκαταστέκονται, ξεκινά μαθήματα τραγουδιού στο  Εθνικό Θέατρο με δασκάλα τη Μαρία Τριβελλά και γρήγορα κερδίζει  την προσοχή της διάσημης Ισπανίδα σοπράνο του μεσοπολέμου, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία ζει στην Αθήνα. Εκείνη μυεί τη νεαρή Κάλλας στα μυστικά της μεγάλης τέχνης του τραγουδιού, διαμορφώνοντας το μουσικό της γούστοα. Τραγουδά για πρώτη φορά άριες, όπως τη “Νόρμα” και την “Υπνοβάτιδα” του Μπελίνι. Όπερες που θα την κάνουν διάσημη αργότερα.
Η μητέρα της γράφει στο βιβλίο της : Ο βαθύτονος Νίκος Μοσχονάς, ο οποίος είχε τραγουδήσει στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης και είχε ακούσει την “Αίντα” μου είχε πει:’Kυρία Κάλλας, σε δεκατέσσερα χρόνια, η κόρη σας θα είναι διάσημη και θα κολυμπάτε στο χρυσάφι.”
Την ίδια χρονιά με τη βοήθεια της Ιντάλγκο, προσλαμβάνεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή και το 1941 τραγουδά για πρώτη φορά επαγγελματικά στην οπερέτα “Βοκκάκιος” του Σουπέ. Ένα χρόνο μετά, ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην “Τόσκα” του Πουτσίνι.
“Το καλοκαίρι του 1941 προσλαμβάνεται ως πρωταγωνίστρια του θιάσου του Βασιλικού θεάτρου. Ήταν μόλις 17 ετών! Τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη του θιάσου, κυρίως οι γυναίκες, ήταν έξαλλοι από θυμό και θα τη σκότωναν ευχαρίστως. Η Μαρία δεν έκανε καμία προσπάθεια να τους κατευνάσει, αφού τσακωνόταν συνεχώς μαζί τους.” διηγείται η μητέρα της.
Η Μαρία πρωταγωνιστεί στο “Φιντέλιο” του Μπετόβεν και η επιτυχία της είναι μεγάλη. Ωστόσο, η αντιζηλία, ο πόλεμος των συναδέλφων της και η μετριότητα των παραστάσεων της Λυρικής την οδηγούν στην απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ξανασυναντήσει τον πατέρα της στην Αμερική.

Η Κάλλας βρίσκεται επιτέλους στη γη της αφθονιάς μετά την πείνα της Κατοχής.
“Από την Ελλάδα έφυγα πικραμένη. Οι υπεύθυνοι δεν θέλησαν να αναγνωρίσουν το ταλέντο μου, όσο πραγματικά άξιζε. Ξενυχτούσα για να μελετώ, αλλά έμενα στο περιθώριο. Δεν κρατώ, ωστόσο, σε κανέναν κακία...” δηλώνει η Κάλλας.
Λέγεται, μάλιστα, πως λέει στο διευθυντή της Metropolitan Opera. “Εγώ είμαι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου και, μια μέρα, θα έρθετε στα γόνατα να με παρακαλέσετε να τραγουδήσω, αλλά εγώ πάλι θα σας πω όχι!”
Εκείνη την περίοδο είναι που η Μαίρη Καλογεροπούλου γίνεται Μαρία Κάλλας.
Η ακρόασή της από τον Έντουαρντ Τζόνσον, διευθυντή της Όπερας, φέρνει την προσφορά δύο ρόλων στα έργα "Φιντέλιο" του Μπετόβεν και “Μαντάμ Μπατερφλάιτου Πουτσίντι. Η Κάλλας απορρίπτει τους ρόλους. Δε θέλει να τραγουδήσει τον "Φιντέλιο" στα αγγλικά, ενώ αισθάνεται πολύ εύσωμη ώστε να ερμηνεύσει την αιθέρια "Μπάτερφλάι".
Η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα, Τζοβάννι Τζενατέλλο την οδηγεί στην Ιταλία. Εκεί στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη "Τζοκόντα" του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν. Την ίδια χρονιά τη ζητούν για ακρόαση για το ρόλο της “Τζοκόντα” στο ομώνυμο έργο του Πονκιέλι, που είναι να ανέβει το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στη μεγάλη ρωμαική αρένα της Βερόνας.
Ο βετεράνος Τούλιο Σέραφιν είναι ο διευθυντής της ορχήστρας τον οποίο η Κάλλας θαυμάζει από παιδί. Γίνεται ο μέντοράς της και τη βοηθά να τελειοποιήσει τη φωνή της.
Εκείνη η πρώτη της εμφάνιση στη Βερόνα σηματοδοτεί και την είσοδο στη ζωή της του μουσικόφιλου Ιταλού βιομήχανου Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι. Δηλώνει πως την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, αψηφώντας τα εικοσιοχτώ χρόνια που τους χωρίζουν. Την Κάλλας την ελκύουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες που είναι προστατευτικοί απέναντί της.
Λίγο πριν το τέλος της ζωής της λέει: “Αγάπησα τον Μενεγκίνι ,περισσότερο όμως όπως η κόρη που αγαπάει τον πατέρα της”.
Παντρεύονται στις 21 Απριλίου 1949. Εκείνος γενναιόδωρος και γοητευτικός, γίνεται ο προσωπικός της ιμπρεσάριος κι ασκεί καταλυτική επιρροή στην καριέρα της.Μέσα σε λίγα χρόνια, η Μαρία Κάλλας είναι η πιο διάσημη σοπράνο με εκατομμύρια θαυμαστές σε ολόκληρο τον κόσμο.
 Ο Μενεγκίνι την υποβάλλει σε εξαντλητική δίαιτα με σκοπό να αποβάλλει τα κιλά που βαραίνουν τη σιλουέτα της  και την αποτρέπει από κάθε βιοτική ενασχόληση με την οικονομική κάλυψη, που της παρέχει. Η Κάλλας μεταμορφώνεται σε μια σαγηνευτική ντίβα.
Εκείνη διηγείται: Ένας Ιταλός κριτικός, έγραψε , μετά από μία παράσταση της “Αΐντα” που έδωσα στη Βερόνα, πως του ήταν αδύνατο να βρει τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων, που ήταν πάνω στη σκηνή, και στα πόδια της “Αΐντα”, την οποία έπαιζα εγώ.

 Έκλαιγα με πικρά δάκρυα, για πολλές μέρες όταν διάβασα αυτό το άρθρο. Ήταν πολύ σκληρό. Απαίσιο. Θυμάμαι ότι την ίδια εποχή, είχα υπογράψει συμβόλαιο να τραγουδήσω τη “Λουτσία ντι Λαμερμούρ” και οι φίλοι μου γελούσαν συχνά και έλεγαν: ‘Eσύ Λουτσία;’ Mα αυτό είναι αδύνατη. Είσαι πολύ παχιά. Έτσι, κατέφυγα σε ένα γνωστό ειδικό γιατρό, στο Παρίσι, ο οποίος μου έκανε μία σειρά από ενέσεις και ηλεκτρικά μασάζ. Ήταν μία επίπονη διαδικασία που χρειάστηκε θυσίες, αλλά είχα αποφασίσει να αδυνατίσω και το πέτυχα.”

Η δραματική αλλαγή στην εμφάνισή της, σε συνδυασμό με την προσωπικότητα και το εξαιρετικό της ταλέντο, την κάνουν προσφιλή στις τάξεις του διεθνούς τζετ σετ.
Τον ίδιο χρόνο η Κάλλας κάνει καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με τους "Σικελικούς Εσπερινούς". Πρόκειται για εμφάνιση που της προσφέρει μεγάλη αναγνώριση. Για τα επόμενα επτά χρόνια, η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Το 1955 ανεβάζει την ιστορική παράσταση της "Τραβιάτα" του Βέρντι σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.
Εμφανίζεται στοCovent Garden, τη Metropolitan Opera και τη Σκάλα, ηχογραφεί για την EMI. Φήμες θέλουν την πριμαντόνα ιδιαίτερα απαιτητική.
Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι. Μέσα από διάφορες κοσμικές διασυνδέσεις που φροντίζει ο Μενεγκίνι - και πιο συγκεκριμένα μέσω της δημοσιογράφου και κοσμικής, Έλσα Μάξγουελ- συναντά τον άνδρα που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή της και η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε μία από τις πιο συζητημένες σχέσεις στην ιστορία. Τον Αριστοτέλη Ωνάση.

 Ένα χρόνο αργότερα,  επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών
“Στις φλέβες μου κυλά ελληνικό αίμα”δηλώνει η Κάλλας...
Τον Ιούνιο του 1960, εκδίδεται στην Αλαμπάμα το διαζύγιο του Αριστοτέλη Ωνάση και της Τίνας Λιβανού. Το ίδιο καλοκαίρι, ο μεγιστάνας και η ντίβα της Όπερας, κυκλοφορούν αχώριστοι στο Μόντε Κάρλο και συμπεριφέρονται σαν νιόπαντροι.
Κάποιοι βιογράφοι του Ωνάση ισχυρίζονται ότι ο δεσμός τους ξεκίνησε ουσιαστικά στο Λονδίνο. Ο Πίτερ Έβανς στο βιβλίο του “Ωνάσης” αναφέρει: η Μαρία και ο Ωνάσης τα είχαν κανονίσει (για την κρουαζιέρα) μερικές εβδομάδες πριν, σε μυστικά ραντεβού στο Λονδίνο, όπου και είχαν γίνει εραστές” .
Αρκετά χρόνια αργότερα, κάποιος δημοσιογράφος περιγράφει την κρουαζιέρα αυτή ως ένα “καταραμένο ταξίδι”. Ο Μενεγκίνι θυμάται την αρχή αυτού του ταξιδιού λέγοντας : Έτσι ξεκίνησε μια τραγική περιπέτεια.”
Στις 24 Αυγούστου του 1960, η Μαρία Κάλλας ερμηνεύει στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Νόρμα του Βιντσέντζο Μπελίνι. Τη στιγμή που τραγουδά την άρια "Κάστα ντίβα"αφήνονται στην ορχήστρα δύο λευκά περιστέρια, προκαλώντας θύελλα χειροκροτημάτων. Ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν τόσο μεγάλος που καλούν την Κάλλας δέκα φορές στη σκηνή. Τα σκηνικά, στην ιστορική αυτή παράσταση, υπογράφει ο Γιάννης Τσαρούχης, τα κοστούμια φιλοτεχνεί ο Αντώνης Φωκάς και η σκηνοθεσία ήταν του Αλέξη Μινωτή. Τη σύμπραξη της Μαρίας Κάλλας με την Εθνική Λυρική Σκηνή διευθύνει από το πόντιουμ ο Τούλιο Σεραφίν.

Στις 6 Αυγούστου του 1961, η Μαρία Κάλλας ερμηνεύει στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι με την Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου συμμετέχουν περισσότερα από 200 πρόσωπα. Για ακόμα μια φορά η μεγάλη καλλιτέχνιδααποθεώνεται από τους 17.000 θεατές της βραδιάς. Ανάμεσα στους οποίους είναι ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, ο πρίγκιπας Πέτρος του Μονακό και άλλοι.  Κι έρχεται η σειρά της Σκάλας του Μιλάνου, τον Δεκέμβριο.
Ο Αλέξης Μινωτής στο βιβλίο του “Μακρινές Φιλίες”γράφει: "Πολλές αναποδιές και δυσκολίες τεχνικές και ψυχολογικές στην αρχή των δοκιμών, αλλά όταν η Κάλλας ήρθε στην πρόβα, όλα πήγαν μέλι-γάλα", σημειώνει "Στο τέλος όλοι αναγνώρισαν πως η παράσταση αυτή ήταν ίσως η καλύτερη που έγινε ποτέ στη Σκάλα του Μιλάνου"
Τον Ιανουάριο του 1964, ο Φράνκο Τζεφιρέλι πείθει τη Μαρία Κάλλας  συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της "Τόσκα"στη σκηνή του Covent Garden. Μια παράσταση που εκθειάζεται από τους κριτικούς. Την ίδια χρονιά ακολουθεί  νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη "Νόρμα". Αν και υπάρχουν κάποια φωνητικά προβλήματα, το παρισινό κοινό την υποδέχεται θερμά. Ήταν, ίσως, ο αγαπημένος ρόλος της θρυλικής λυρικής τραγουδίστριας...
Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την "Τόσκα" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτό τον τρόπο λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι.

Σύμφωνα με αρκετούς βιογράφους της Κάλλας και του Ωνάση, η κρίσιμη στιγμή για τη σχέση τους έρχεται το 1966. Τότε, φημολογείται πως η μεγάλη ντίβα μένει έγκυος και ο εφοπλιστής της ζητά να κάνει τεχνητή άμβλωση, απειλώντας την πως διαφορετικά θα διέκοπτε τη σχέση τους. Η Κάλλας υπακούει αλλά δεν τον συγχωρεί ποτέ. Ήθελε τόσο πολύ να αποκτήσει ένα παιδί- το παιδί του Αριστοτέλη.
Σύμφωνα, όμως, με την έρευνα του Νίκου Γκατζογιάννη, η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική.
Η φίλη της Νάντια Στάνσιοφ αναφέρει στο βιβλίο της “Callas remembered” Στην αρχή δεν ήθελα να πιστέψω πως σοβαρολογούσε ο Αριστοτέλης. Μου είπε ‘δεν θέλω να κάνεις παιδί! Τί να το κάνω άλλο ένα παιδί; Έχω ήδη δύο!’ Η απόφαση ήταν βασανιστική. Όπως ξέρεις, Νάντια, δεν πιστεύω στην έκτρωση. Μου πήρε σχεδόν τέσσερις μήνες για να αποφασίσω. Πόσο πιο γεμάτη θα ήταν η ζωή μου αν του είχα αρνηθεί.”
Σύμφωνα με τον Γκατζογιάννη, η Κάλλας έμεινε έγκυος όχι το 1966 αλλά το 1969 και όχι μόνο δεν κάνει έκτρωση αλλά στις 30 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, φέρνει στον κόσμο το γιο του Αριστοτέλη. Δυστυχώς τον χάνει από φυσικά αίτια την ίδια μέρα.
Η Κάλλας είναι πεπεισμένη ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Σταδιακά ο δεσμός τους αρχίζει να γίνεται προβληματικός και οι συναντήσεις τους αραιώνουν. Ο μεγιστάνας έχει ήδη εντοπίσει τον επόμενο στόχο του, που είναι πολύ υψηλός.  Θέλει να “κατακτήσει” την Αμερική την οποία εκπροσωπεί σε απόλυτο βαθμό η χήρα του Αμερικανού Προέδρου. Στις 20 Οκτωβρίου 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κέννεντυ, Τζάκι.Εκείνο το απόγευμα, η Μαρία Κάλλας - η γυναίκα που ερωτεύτηκε και αγάπησε ίσως όσο καμία άλλη τον Ωνάση - ανοίγοντας την τηλεόραση, ακούει από τον εκφωνητή ειδήσεων να μιλά για το γάμο του Αριστοτέλη και της Τζάκι. Δεν θέλει να πιστέψει αυτά που ακούει, είναι όμως πέραγια πέρα αληθινά... Η κορυφαία υψίφωνος βυθίζεται σε κατάθλιψη...

Το 1969 εγκαταλελειμένη από τη φωνή της, στρέφεται στον κινηματογράφο. γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία, δυστυχώς, δεν έχει τύχη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στις 25 Μαΐου 1970 μεταφέρεται στο νοσοκομείο και φημολογείται ότι επιχειρεί να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών.
Το 1973 σκηνοθετεί στο Τορίνο μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί" (I Vespri Siciliani) και την ίδια χρονιά ξεκινά μαζί του μια παγκόσμια καλλιτεχνική περιοδεία.
Στις 8 Δεκεμβρίου η Κάλλας τραγουδά στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
“Έζησα για την τέχνη, έζησα για τον έρωτα” ήταν το μότο της Κάλλας, από την αγαπημένη της άρια. Όταν την εγκατέλειψαν και τα δύο, για ποιό λόγο ζούσε πια;
Η Μαρία Κάλλας περνά στην αιωνιότητα στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο Παρίσι. Η κηδεία της γίνεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο,  η θρυλική ντίβα της Όπερας, υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Αυτό ίσως εξηγεί και τη συνεχή παρακμή του μεγαλείου της φωνής της, που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Σύμφωνα με την επίσημη ιατρική έκθεση, ο θάνατος της  οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή. Οι δύο Ιταλοί επιστήμονες εξηγούν ότι η θεραπεία για τη δερματομυοσίτιδα βασίζεται σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά σκευάσματα, τα οποία είναι πιθανό να επιφέρουν σταδιακά καρδιακή ανεπάρκεια.
Επιθυμία της ήταν το σώμα της να αποτεφρωθεί. Χρειάζεται να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι η τέφρα της θρυλικής ντίβας, να βρει την τελευταία της κατοικία.  Και σκορπιζεται στο Αιγαίο... Εκεί.. Στη θάλασσα που αποτέλεσε σκηνικό του μεγάλου έρωτά της με τον Ωνάση.
Ελάχιστοι έχουν δώσει τόσα στην τέχνη τους όσα η πρώτη ντίβα του λυρικού τραγουδιού. Μια γυναίκα με ολύμπιο ταλέντο, γοητευτική, με προσωπική ζωή που αντικατοπτρίζει την τραγική πορεία των ηρωίδων που ενσαρκώνει. Ένας μύθος που έκανε όλους τους Έλληνες υπερήφανους.
Σπουδαίες ρήσεις της Μαρίας Κάλλας...

Ή είσαι γεννημένος καλλιτέχνης ή δεν είσαι. Και παραμένεις καλλιτέχνης, αγαπητέ, ακόμα κι αν η φωνή σου είναι χαμηλότερη από πυροτεχνήματα. Ο καλλιτέχνης είναι πάντοτε εκεί.”
"Όταν μουσική αποτυγχάνει να συμφωνήσει με το αυτί, ώστε να απαλύνει το αυτί και την καρδιά και τις αισθήσεις, τότε έχει χάσει το στόχο."
“Μη μου μιλάς για κανόνες. Όπου πάω, εγώ φτιάχνω τους κανόνες.”
"Δεν είμαι άγγελος και δεν προσποιούμαι ότι είμαι. Αυτός δεν είναι ένας από τους ρόλους μου. Αλλά δεν είμαι ούτε διάβολος. Είμαι μια γυναίκα και μια σοβαρή καλλιτέχνης, και θα ήθελα έτσι να κριθώ."
"Ήμουν πάντα πολύ ώριμη για την ηλικία μου - και όχι πολύ ευτυχισμένη. Δεν είχα παιδικές φίλες. Θα ήθελα να μπορούσα να επανέλθω σ᾽ εκείνες τις ημέρες. Αν μπορούσα μόνο να τα ξαναζήσω όλα πάλι, πόσο θα ήθελα να παίξω και να χαρώ με άλλες κοπέλες! Πόσο ανόητη ήμουνα..."

"Ή είσαι γεννημένος καλλιτέχνης ή δεν είσαι. Και παραμένεις καλλιτέχνης, αγαπητέ, ακόμα κι αν η φωνή σου είναι χαμηλότερη από πυροτεχνήματα. Ο καλλιτέχνης είναι πάντοτε εκεί. "
"Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει επί σκηνής. Κάτι άλλο φαίνεται να με καταλαμβάνει."
"Μια όπερα ξεκινά πολύ πριν σηκωθεί η κουρτίνα και τελειώνει πολύ αργότερα αφότου έχει κατέβει. Ξεκινάει στη φαντασία μου, γίνεται η ζωή μου, και παραμένει μέρος της ζωής μου για πολύ καιρό αφότου έχω εγκαταλείψει το κτίριο της όπερας."
"Θα ήθελα να είμαι η Μαρία, αλλά υπάρχει η Κάλλας που απαιτεί να κρατώ την αξιοπρέπειά της."
"Δεν χρειάζομαι τα χρήματα, αγαπητέ. Εργάζομαι για την τέχνη." 

Πηγή: http://www.klik.gr
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Σόλων, ο σοφός που πολέμησε την υπερβολή. ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Η αρπαγή της γης ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην Αθήνα του έβδομου π.Χ. αιώνα. Στα δικαστήρια, κέρδιζε όποιος είχε χρήματα να δωροδοκήσει τους δικαστές. Η προμήθεια έδινε κι έπαιρνε κι είχε ημιεπίσημα οριστεί στο 10%. Γι’ αυτό και τους δικαστές που δε δέχονταν να δωροδοκηθούν, τους έλεγαν αδέκαστους: Χωρίς το ένα δέκατο, χωρίς το 10%. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, οι ξεσηκωμοί των αδικημένων διαδέχονταν ο ένας τον άλλο και ουσιαστικά βασίλευε η αναρχία και τι δίκιο του πιο δυνατού.

Η αυστηρή νομοθεσία του Δράκοντα (621 π.Χ.) δεν καλυτέρευσε τα πράγματα, καθώς η αριστοκρατία την χρησιμοποίησε για το δικό της συμφέρον. Μια ακόμα εξέγερση (616 ή 612 π.Χ.) ενός Κύλωνα πνίγηκε στο αίμα. Οι οπαδοί του σφάχτηκαν, αν και είχαν καταφύγει ικέτες σε ναό. Ένας λοιμός, που έπεσε στην πόλη, ερμηνεύτηκε ως θεία δίκη για το «Κυλώνειον άγος», όπως ονομάστηκε.
Ο επώνυμος άρχοντας Μεγακλής, της οικογένειας των Αλκμεωνιδών, θεωρήθηκε υπεύθυνος της σφαγής κι εξορίστηκε με όλη την οικογένειά του, ενώ ο σοφός Επιμενίδης ο Κρης κλήθηκε να εξαγνίσει την πόλη. Ο Επιμενίδης έκανε τον καθαρμό αλλά και πρότεινε στους Αθηναίους να αναθέσουν στον φίλο του, σοφό έμπορο Σόλωνα, να φτιάξει νέους νόμους. Ήταν το 594 π.Χ.
Όταν ο Σόλων προτάθηκε να γίνει νομοθέτης με δικτατορικές εξουσίες, ανήκε ήδη στη γενιά των σαραντάρηδων που πολλά υπόσχονταν στον πολιτικό στίβο της εποχής. Γεννήθηκε το 639 π.Χ. από πατέρα κατευθείαν απόγονο του θρυλικού τελευταίου βασιλιά Κόδρου (και μακρινού απόγονου του θεού Ποσειδώνα). Γεννήθηκε αριστοκράτης, γλέντησε στα νιάτα του για τα καλά, έγραψε ποιήματα, που υμνούσαν τη φιλία, κι ένα εμβατήριο, που ξεσήκωσε τους Αθηναίους να πάρουν τη Σαλαμίνα. Νωρίς, μπήκε δυναμικά στο εμπόριο και κατάφερε ν’ αποκτήσει τεράστια περιουσία, που του επέτρεπε να διαθέτει χρόνο για να φιλοσοφεί τη ματαιότητα της ζωής. Πριν να τον κατατάξουν στους Επτά Σοφούς της Αρχαιότητας, είχε κιόλας αναγνωριστεί, ως σοφός και μετρημένος άνθρωπος.
Έμβλημά του είχε το γνωμικό «μηδέν άγαν» (τίποτα υπερβολικό), που ο ίδιος πρωτοείπε και που τήρησε με ευλάβεια σε όλη του τη ζωή αλλά και στους νόμους του. Αυτή του, άλλωστε, η προσήλωση στη μετριοπάθεια αποτέλεσε και την κρυφή ελπίδα εκείνων που εισηγήθηκαν να του ανατεθούν οι τύχες της πόλης. Τους δικαίωσε πετυχαίνοντας το ακατόρθωτο: Να συμβιβάσει πλούσιους και φτωχούς για πρώτη και τελευταία φορά στην Παγκόσμια Ιστορία!
Όταν τον ερώτησαν, αν έχει τη γνώμη πως έδωσε στους Αθηναίους τους καλύτερους νόμους που μπορούσαν να θεσπιστούν, απάντησε θαρραλέα:
«Όχι! Τους έδωσα, όμως, τους καλύτερους, που μπορούσαν να δεχτούν»!
Με τους νόμους του, ο Σόλων επέβαλε τη λαϊκή συμμετοχή, άφησε μεγάλες αρμοδιότητες στους αριστοκράτες αλλά πέρασε την ως τότε ανεξέλεγκτη δράση τους μέσα από τους μηχανισμούς της έγκρισης από την πλειοψηφία. Καθιέρωσε, δηλαδή, την ισορροπία του ελέγχου, κάνοντας πράξη την περί ευνομούμενης πολιτείας φιλοσοφία του. Όταν τον ερώτησαν πώς αντιλαμβάνεται μια τέτοια πολιτεία, απάντησε:
«Είναι αυτή, της οποίας οι πολίτες υπακούουν στους κυβερνήτες τους και οι κυβερνήτες υπακούουν στους νόμους».
Του ζήτησαν να προχωρήσει στην ανακατανομή της γης, που οι αριστοκράτες είχαν ουσιαστικά αρπάξει. Αρνήθηκε τονίζοντας πως κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αιτία εμφύλιου πολέμου. Θέσπισε, όμως, τη σεισάχθεια (την άρση βαρών, όπως θα τη λέγαμε σήμερα) και με μια μονοκονδυλιά έσβησε όλα τα χρέη, εκτός από τα εμπορικά, κι απαγόρευσε στο εξής, τον δανεισμό με ενέχυρο το σώμα του δανειζόμενου. Μια και κανένας δε χρωστούσε πια τίποτα σε κανέναν, όλοι όσοι είχαν γίνει δούλοι για χρέη ελευθερώθηκαν. Με χρήματα του κράτους ελευθερώθηκαν και όσοι είχαν πουληθεί έξω από την Αττική. Οι πλούσιοι τον κατηγόρησα ότι η νομοθεσία του ισοδυναμούσε με κατάσχεση αλλά δεν μπόρεσαν να τον διαβάλουν, επειδή γρήγορα γνωστοποιήθηκε ότι ο ίδιος ήταν μεγάλος πιστωτής και άρα μεγάλος χαμένος από τον ίδιο του τον νόμο. Δέκα χρόνια αργότερα, όλοι αναγνώριζαν ότι το μέτρο αυτό έσωσε την Αθήνα από την περιπέτεια μιας επανάστασης.
Η μεγάλη επιτυχία των νόμων του Σόλωνα εντοπίζεται στην επέκτασή τους σε πλούσιους και φτωχούς και στην καθιέρωση της συμμετοχής στα κοινά βάρη ανάλογα με τη δυνατότητα του καθένα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τη διαφθορά, δείχνει πως είχε μυαλό «περπατημένου» και οξυδερκούς ανθρώπου, ο οποίος κατανοεί ότι «το χρήμα δεν είναι το παν, πετυχαίνει όμως το παν». Με ένα πολυσυζητημένο νόμο, μείωσε το ύψος της προίκας, ώστε, στους γάμους, να πρυτανεύει η αγάπη και η θέληση για τη δημιουργία οικογένειας κι όχι το συμφέρον. Όταν, όμως, του ζήτησαν να νομοθετήσει εναντίον των αγάμων, αρνήθηκε:
«Μια γυναίκα είναι βαρύ φορτίο», είπε.
Το μεγάλο επίτευγμά του, πάντως, ονομάζεται Ηλιαία. Ήταν ένα δικαστήριο ενόρκων, το οποίο δίκαζε τα πάντα εκτός από τους φόνους και τις ιεροσυλίες, που παρέμειναν στη δικαιοδοσία του Αρείου Πάγου. Την αποτελούσαν 6.000 δικαστές, που κληρώνονταν μεταξύ όλων των ελεύθερων πολιτών. Σε κάθε δίκη, δίκαζαν πεντακόσιοι που ορίζονταν με κλήρο το πρωί κι ήταν υποχρεωμένοι να εκδώσουν απόφαση ως τη δύση του ηλίου.
«Διότι», όπως γράφει σκωπτικά ο Διογένης ο Λαέρτιος,
«ακόμα και για έναν Αθηναίο ήταν πολύ δύσκολο, σε μια μόνο μέρα, να δωροδοκήσει 500 δικαστές».
Κάποια άλλα από τα μέτρα που πήρε στον κοινωνικό τομέα, φανερώνουν σε ποιο σημείο κατάπτωσης είχε φτάσει η πόλη, που έμελλε, έναν αιώνα αργότερα, να σώσει την Ελλάδα από την περσική απειλή και να δημιουργήσει τον χρυσό αιώνα του πνεύματος και της τέχνης:
Οι γυναίκες απαγορευόταν να έχουν πάνω από τρεις φορεσιές, οι πομπώδεις τελετές τιμωρούνταν με βαριά πρόστιμα, οι πολυδάπανες θυσίες καταργήθηκαν, ενώ έτρωγε βαρύ πρόστιμο, όποιος το παράκανε με τα μοιρολόγια στις κηδείες. Έτσι, η επίδειξη χτυπήθηκε καίρια κι οι Αθηναίοι, θέλοντας και μη, οδηγήθηκαν στη σοφία του γνωμικού «παν μέτρον άριστον» (όλα με μέτρο).
Στα 572 π.Χ. σε ηλικία 67 χρόνων ο Σόλων αποσύρθηκε. Του πρότειναν να γίνει ισόβιος δικτάτορας. Αρνήθηκε:
«Η δικτατορία είναι ωραία τοποθεσία για να μένει κάποιος αλλά δεν προσφέρει τρόπο επιστροφής», είπε.
Ζήτησε από τους Αθηναίους να του ορκιστούν ότι θα εφαρμόζουν τους νόμους για τα δέκα επόμενα χρόνια κι έφυγε να γνωρίσει τον κόσμο.
Σόλων και Κροίσος – Gerard van Honthorst 1624
Πήγε στην Αίγυπτο, πέρασε από την Κύπρο, όπου τον παρακάλεσαν να τους φτιάξει νόμους, κι από εκεί πήγε στις Σάρδεις, στην αυλή του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου, που θέλησε να του κάνει επίδειξη. Ο Λυδός τον περιέφερε στο παλάτι δείχνοντάς του τα συσσωρευμένα πλούτη κι έπειτα τον ρώτησε, ποιον θεωρούσε πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Ο σοφός του απαρίθμησε περιπτώσεις ανθρώπων, που όλοι τους ήταν πια νεκροί. Ο Κροίσος διαμαρτυρήθηκε κι ο Αθηναίος του είπε το περίφημο:
«Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» (μην καλοτυχίζεις κανέναν, πριν να δεις πώς πέθανε).
Επέστρεψε στην πατρίδα του πολύ γέρος και πανέτοιμος να δεχτεί τον θάνατο. Πικράθηκε, όταν είδε τον μακρινό του ξάδερφο, Πεισίστρατο, να εξαπατά συμμάχους και αντιπάλους και να γίνεται τύραννος. Τότε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, έβγαλε έξω από την πόρτα τα όπλα του και την ασπίδα, σημάδι ότι εγκαταλείπει την πολιτική, κι αναστέναξε:
«Κάθε Αθηναίος μόνος του έχει το βήμα της αλεπούς. Όλοι μαζί, όμως, περπατούν σα χήνες».
Πέθανε το 559 π.Χ. σε ηλικία 80 χρόνων.
Απόσπασμα από το Έθνος, 27/05/1997

Η τέχνη του πολέμου από τον Σουν Τζου (Sun Tzu) η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Η Τέχνη του Πολέμου είναι ένα από τα αρχαιότερα βιβλία στρατιωτικής στρατηγικής στον κόσμο. Είναι το πρώτο κι ένα από τα πιο επίτυχημένα έργα για τη στρατηγική και άσκησε τεράστια επιρροή στην Ανατολική και Δυτική στρατιωτική σκέψη, επιχειρηματικές τακτικές αλλά ακόμα και σε άλλους τομείς.
Είναι μια κινεζική στρατιωτική πραγματεία που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. από τον Σουν Τζου. Αποτελείται από 13 κεφάλαια, καθένα από τα οποία καταπιάνεται με μια πτυχή του πολέμου, έχει χαρακτηριστεί ως καθοριστικό έργο για τις στρατιωτικές στρατηγικές και τακτικές της εποχής του.
Ο Sun Tzu δεν είναι ένας ακόμα αιμοδιψής στρατηγός της Ιστορίας. Από την πρώτη σελίδα της πραγματείας του, άλλωστε ορίζει τον πόλεμο ως την έσχατη λύση. Και δηλώνει σαφώς ότι θα πρέπει να φροντίζουμε να είναι όσο γίνεται πιο σύντομος για να επιφέρει το ελάχιστο δυνατό κόστος σε ζωές και υλικά αγαθά στους δύο αντιπάλους.___
Κάποια από τα σημαντικότερα σημεία του βιβλίου είναι τα παρακάτω :

Στην πρακτική τέχνη του πολέμου, το καλύτερο απ’ όλα είναι να καταλάβεις τη χώρα του εχθρού σε καλή κατάσταση και τάξη. Το να τη συντρίψεις και να την καταστρέψεις δεν είναι καλό. […]
Από αυτό βγαίνει, ότι το να πολεμάς και να νικάς σε όλες τις μάχες, δεν είναι το καλύτερο. Η άριστη ενέργεια στον πόλεμο είναι να υποταχτεί ο εχθρός χωρίς μάχη.
Έτσι η ανώτερη μορφή στρατηγικής είναι το να ματαιώνεις τα σχέδια του εχθρού. Το δεύτερο καλύτερο πράγμα είναι να αποτρέπεις τη συνένωση των εχθρικών δυνάμεων απομονώνοντας τον εχθρό από τους συμμάχους του. […]
Η χειρότερη επιλογή απ’ όλες, είναι να πολιορκείς τειχισμένες πόλεις. […]
Γι’ αυτό λοιπόν ο επιδέξιος ηγέτης υποτάσσει τα τμήματα το εχθρού χωρίς να δώσει καμμιά μάχη. Κυριεύει τις πόλεις του χωρίς να τις πολιορκεί. Ανατρέπει το βασίλειό του χωρίς μακροχρόνιες επιχειρήσεις στο πεδίο μάχης. […]
Πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν πέντε βασικές απόψεις για τη νίκη:
  • Θα νικήσει εκείνος που ξέρει πότε να πολεμήσει και πότε ν’ αποφύγει τον πόλεμο.
  • Θα νικήσει εκείνος που ξέρει να χειρίζεται τόσο τις περισσότερες όσο και τις λιγότερες δυνάμεις.
  • Θα νικήσει εκείνος, του οποίου το στράτευμα διακατέχεται από το ίδιο πνεύμα σε όλα του τα επίπεδα.
  • Θα νικήσει εκείνος που, ενώ ο ίδιος είναι προετοιμασμένος, περιμένει για να πιάσει τον εχθρό απροετοίμαστο.
  • Θα νικήσει εκείνος που έχει εξουσία στο στράτευμα και δεν δέχεται παρεμβάσεις από τον ηγεμόνα.
Εάν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι για το αποτέλεσμα ακόμα κι εκατό μαχών. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά δεν γνωρίζεις τον εχθρό, για κάθε νίκη που θα κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα. Εάν δεν γνωρίζεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε το εχθρό, θα νικηθείς σε κάθε μάχη.
Κάθε πόλεμος βασίζεται στην παραπλάνηση.
Όταν, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, ο εχθρός ζητάει ανακωχή, συνωμοτεί.
Εάν κάποιος με ρωτήσει «Είναι δυνατόν να έχει ένα στράτευμα μια τέτοια ακαριαία αντίδραση;» θα απαντήσω: «Είναι». Γιατί, μολονότι οι άντρες του Βου και του Γιούε αλληλομισούνται, εάν βρεθούν μαζί σ’ ένα πλοίο που θαλασσοδέρνεται, θα συνεργαστούν, όπως το δεξί χέρι με το αριστερό.
Ο στρατηγός θα πρέπει, επίσης, να αλλάζει τις μεθόδους του και να τροποποιεί τα σχέδια του, ώστε οι άλλοι να μην καταλαβαίνουν τι κάνει.
Όταν περικυκλώνεις έναν εχθρό, άφηνέ του μια διέξοδο φυγής.
Το να είσαι ανίκητος εξαρτάται από την άμυνα. Η πιθανότητα να νικήσεις εξαρτάται από την επίθεση.
Ο πολεμιστής είναι δυνατός, όταν αναγκάζει τον εχθρό να του απαντήσει. Είναι αδύνατος, όταν αυτός απαντά στον εχθρό.
Προσποιήσου ότι είσαι κατώτερος και ενθάρρυνε την αλαζονεία του εχθρού.
Οι αρχές της στρατηγικής είναι να ξέρεις το πεδίο μάχης, να ξέρεις τις δυνάμεις του αντιπάλου σου και να κάνεις κάτι που ο αντίπαλος σου δεν περιμένει.
Οι ευκαιρίες πολλαπλασιάζονται καθώς τις αρπάζουμε.
Να φαίνεσαι αδύναμος όταν είσαι δυνατός και δυνατός όταν είσαι αδύναμος.
Φτιάξε μια χρυσή γέφυρα για να μπορέσει να περάσει ο εχθρός σου υποχωρώντας.
Πέντε ελαττώματα επικίνδυνα για ένα στρατηγό: Αν είναι παράτολμος, οι άντρες του θα σκοτωθούν. Αν είναι δειλός, ο στρατός του θα αιχμαλωτισθεί. Αν είναι οξύθυμος, θα αντιδρά από θυμό. Αν είναι υπερόπτης, μπορεί να εξαπατηθεί. Αν είναι δεμένος με τους άντρες του, θα διστάσει την κρίσιμη στιγμή.
Θα νικήσει αυτός που ξέρει πότε να πολεμήσει και πότε να μην πολεμήσει.
Σουν Τζου, Η Τέχνη του Πολέμου (5ος αι. π.Χ.)
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

9.2.17

Ένα μικρό αφιέρωμα στους Άξιους Δασκάλους που με τον δικό τους τρόπο χτίζουν Παρθενώνες στις ψυχές των παιδιών.ν

Ζέη: Ένας δάσκαλος αρκεί «Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι' αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά.
ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ που γυρίζαμε από την εξοχή περίμενα με ανυπομονησία ν' αρχίσει το σχολείο. Το αγαπούσα πολύ. Η μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων, η διαδικασία του ντυσίματος με μπλε κόλλα και η άσπρη ετικέτα που κολλούσαμε για να γράψουμε όσο πιο καλλιγραφικά μπορούσαμε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομά μας. Θυμάμαι με τι καμάρι έγραφα... Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου Ανάβασις, της μαθητρίας Α΄γυμνασίου 'Αλκης Ζέη. Δεν το πίστευα πως θα πήγαινα στο γυμνάσιο. 'Ασε που νόμιζα πως ο Κοσμάς και Δαμιανός είχανε γράψει την Κύρου Ανάβαση! ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ! ΕΝΙΩΘΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΙΑ. 
Η αδελφή μου που ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο, μου έλεγε με πολλή περηφάνεια πως είχανε πολλούς καθηγητές, έναν για κάθε μάθημα κι όχι μια δασκάλα για όλα όπως στο δημοτικό. Εκεί, στην πρώτη γυμνασίου εκτός από τα τόσα θαυμαστά που συνέβαιναν γνώρισα και τη Ζώρζ Σαρή που γίναμε φίλες για μια ολόκληρη ζωή. ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΑ ΔΕΝ ΤΟ ΑΓΑΠΟΥΣΑ. Η διευθύντρια ήτανε θαυμάστρια του Μεταξά και σε όλες τις τάξεις πλάι στον Χριστό κρεμόταν μια μεγάλη φωτογραφία του, που μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μέσα από τα τεράστια γυαλιά του. Όμως, μαζί με τη Ζωρζ κι άλλα τρία κορίτσια είχαμε κάνει μια τόσο στενή παρέα που τίποτε δεν μπορούσε να τη διαλύσει. Ούτε καν ότι η Ζωρζ αγαπούσε τον Μεταξά γιατί της άρεσε η στολή νεολαίας και τα χρυσά αστέρια που της είχανε κολλήσει στους ώμους. Ήτανε πολύ όμορφη η Ζωρζ, είχε μια δυνατή φωνή και πολύ θάρρος. Έπαιρνε μέρος σε όλες τις γιορτές του σχολείου και πότε παρίστανε τον Ρήγα Φερραίο και πότε τον Ερμή. Με προστάτευε από τα μαλώματα της διευθύντριας επειδή στις εκθέσεις έγραφα τα δικά μου κι όχι τις τυποποιημένες φράσεις που μας έλεγε εκείνη σχετικά με την αποταμίευση και την αστυφιλία και άλλα τέτοια συγκλονιστικά. Μια μικρή παρένθεση. Στην κατοχή η Ζωρζ ξέχασε τα χρυσά αστέρια, τον Μεταξά και τους βασιλιάδες και είμασταν μαζί στην Αντίσταση. ΕΙΧΑΜΕ ΔΥΟ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΕΣ, ΜΙΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, που τις λατρεύαμε κι εύρισκαν τον μπελά τους από τη διευθύντρια γιατί μας φέρονταν φιλικά και δεν μας κρατούσαν σε απόσταση. Ώσπου τη μια, την πιο νέα, την έδιωξε γιατί μας υπερασπίστηκε όταν εκείνη μας κατσάδιασε άδικα. Παρ' όλα αυτά το αγαπούσαμε το σχολείο επειδή η φιλία μας ήταν τόσο δυνατή που δεν την αλλάζαμε με τίποτα. Όταν οι γονείς μας, που ήταν πολύ δημοκρατικοί, θέλησαν να μας αλλάξουν σχολείο. Και σε μια διαφωνία με τη διευθύντρια μάς πήραν στη μέση της χρονιάς για να πάμε στη σχολή Αηδονοπούλου που για κείνα τα χρόνια ήταν -μα ακόμα και για σήμερα μπορούσε να είναι - ένα προοδευτικό, ελεύθερο σχολείο. Η απελπισία μου δεν περιγράφεται. Είπα πως άρχιζε η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου.' Αφηνα τις φίλες μου που για μένα, ακόμα και τώρα, η φιλία είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου. ΠΗΓΑ ΜΕ ΚΑΤΕΒΑΣΜΕΝΑ ΜΟΥΤΡΑ, το σχολείο όμως εκείνο δεν ήθελε κανένα παιδί που να μην χαμογελάει. Σ' έσπρωχναν να κάνεις κάτι που αγαπούσες, να ζωγραφίσεις, να παίξεις θέατρο, κουκλοθέατρο να γράψεις. Εκεί έμαθα πως μ' αρέσει να γράφω. Την πρώτη έκθεση που έγραψα χωρίς τον φόβο της διευθύντριας του άλλου σχολείου την δημοσίευσαν στο περιοδικό του σχολείου. Κι ύστερα, μια επιτροπή από τις μεγάλες μαθήτριες που έβγαζαν μια φορά τη βδομάδα την εφημερίδα του τοίχου- την κολλούσαν στον τοίχο στους διαδρόμους του σχολείου-, μου ανέθεσαν να γράψω το χρονογράφημα γιατί βρήκαν από την πρώτη εκείνη έκθεση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό πως είχα χιούμορ. Έγραψα το πρώτο χρονοράφημα κι από τότε το έγραφα σχεδόν κάθε βδομάδα ώσπου τελείωσα το σχολείο. Δεν ξέρω αν θα γινόμουν συγγραφέας, αν δεν είχα αλλάξει σχολείο. ΈΚΑΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΦΙΛΕΣ χωρίς όμως να ξεχάσω τις παλιές που κάθε μεσημέρι όταν σχολούσαμε με περίμεναν στη γωνιά ενός δρόμου ν'αγκαλιαστούμε και να πούμε τα νέα μας. ΉΡΘΕ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ και η πιο μεγάλη μου λύπη ήτανε ότι έκλεισε το σχολείο. Κι αργότερα, στην κατοχή, το σχολείο ήτανε σαν ένας φωτεινός φάρος μέσα στη μαυρίλα. Ας συναντούσαμε στο δρόμο ανθρώπους σωριασμένους κάτω από την πείνα, ας βλέπαμε άλλους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, κι ας είχαμε δεί ένα πρωί δυο κρεμασμένους από ένα φανάρι της πλατείας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του σχολείου τα ξεχνούσαμε όλα, κι οι δάσκαλοί μας αδυνατισμένοι από την πείνα, με το κολάρο του πουκαμίσου τους να χάσκει στον λαιμό, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχνάμε τη φρίκη και να έχουμε ενδιαφέρον για τη ζωή. ΠΑΡ’ ΟΛΟ ΠΟΥ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ ΤΟ ΕΙΧΑΝ ΕΠΙΤΑΞΕΙ οι Γερμανοί και στριμωχτήκαμε σε ένα άλλο κτήριο τρείς τρείς στα θρανία, τότε κάναμε τις παραστάσεις του κουκλοθέατρου που εγώ έγραφα τα έργα, άλλες έπαιζαν τους ρόλους κι άλλες έφτιαχναν σκηνικά και κοστούμια. Δουλεύαμε με πάθος, τα ξεχνούσαμε όλα. Κι αυτό, το οφείλαμε στην καθηγήτρια των τεχνικών, την Ελένη Περράκη, που κράτησε μετά την κατοχή για ολόκληρα τριάντα χρόνια το κουκλοθέατρο με το όνομα «Μπάρμπα Μητούσης». Τότε που ήταν σχεδόν το μοναδικό θέαμα για παιδιά. Και δεν ήτανε μόνο αυτή. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών ο Μιχάλης Αναστασίου-ξαδελφος του Καζαντζάκη- δεν μας άφηνε μόνο με τα εις μι ρήματα και δυο σελίδες από την Αντιγόνη να μάθουμε απ' έξω. Μας διάβαζε από μετάφραση όλη την τραγωδία και ξέκλεβε λίγη ώρα πριν χτυπήσει το κουδούνι για να μας διαβάσει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέρ Γκυντ του Ίψεν. ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ, ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Τώρα περιμένω με ανυπομονησία να χτυπήσει το πρώτο κουδούνι για ν' αρχίσω να επισκέπτομαι τα σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, να κουβεντιάσω με τα παιδιά. Kι όλα αυτά τα χρόνια που πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο. Είτε το σχολείο βρίσκεται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή ή και σε χωριό ακόμα, εντυπωσιάζομαι από τα παιδιά που κάνουν τόσα δημιουργικά πράγματα, που ξέρουν να συνομιλούν κι έχουν διαβάσει τόσα βιβλία που απορείς πώς βρίσκουν τον χρόνο. Κι όλα αυτά γιατί υπάρχει ένας δάσκαλος που κλέβει ώρες από μαθήματα και από τη ζωή του για να κάνει τα παιδιά -δύσκολο πράγμα σήμερα -να αγαπήσουν το βιβλίο και να ξεφύγουν από το βαρετό πρόγραμμα του σχολείου. ΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΖΩ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ. Μέσα στις δύσκολες και άχαρες μέρες που ζούμε, αυτοί είναι μια αχτίδα ελπίδας. Σ΄ένα νησί, είχα επισκεφτεί ένα σχολείο, την έκτη τάξη Δημοτικού. Και τι δεν έκαναν αυτά τα παιδιά. Έπαιζαν σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου, είχαν γράψει δικές τους σκέψεις, ως και τραγούδια είχαν γράψει σχετικά με τα βιβλία, τα τραγουδούσε μια μικρή χορωδία που μαέστρος ήταν ο δάσκαλος. Ένας πολύ χαρούμενος δάσκαλος με ολοφάνερη την αγάπη του για τα παιδιά. ΠΡΙΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ τα συγχάρηκα για τη δουλειά που είχανε κάνει μα είπα ακόμα πως τους συγχαίρω και για τον εξαίσιο δάσκαλό τους. Τότε σηκώθηκε ένα αγόρι και μου λέει: Μας άξιζε όμως. Όταν βγήκαμε από την τάξη ρώτησα το παιδί. Γιατί είπες πως σας άξιζε ένας τέτοιος δάσκαλος; Και τότε εκείνο, μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία. Από την αρχή του χρόνου ως τις γιορτές, είχαν έναν δάσκαλο που φοβόταν τα μικρόβια, δεν άγγιζε την κιμωλία να γράψει στο πίνακα, ούτε τα τετράδιά τους, κι έβαζε τα ίδια τα παιδιά να γυρίζουν τα φύλλα κι αν κάποιο τον άγγιζε κατά λάθος, έβαζε τις φωνές κι έφευγε από την τάξη. Τα παιδιά είχαν πέσει όλα σε κατάθλιψη κι όταν ήρθε ο καινούργιος δάσκαλος, έκανε μέσα σ' ένα μήνα όλη την τάξη χαρούμενη και τα παιδιά με χαρά έκαναν χίλια δυο πράγματα μαζί του. ΑΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ας αλλάζουν κάθε τόσο τους νόμους. Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι' αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά. Είτε σε καινούριο σχολείο βρίσκονται είτε σε λυόμενο ή σε τάξεις με ξεχαρβαλωμένα θρανία. Βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν. Δεν θ' άξιζε λοιπόν ένα φωτοστέφανο για τον δάσκαλο; 'Αραγε θα βρεθεί ποτέ χέρι να του το φορέσει; H Άλκη (Αγγελική) Ζέη (Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 192]) είναι Ελληνίδα συγγραφέας και πεζογράφος. Μαζί με τη Ζωρζ Σαρή, με την οποία γνωρίζονταν από τα σχολικά τους χρόνια, καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος. Έχει βραβευθεί για το έργο της από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες [Πηγή: www.doctv.gr]
Ζέη: Ένας δάσκαλος αρκεί «Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι' αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά» DOCTV.GR 13.09.2016 ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ που γυρίζαμε από την εξοχή περίμενα με ανυπομονησία ν' αρχίσει το σχολείο. Το αγαπούσα πολύ. Η μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων, η διαδικασία του ντυσίματος με μπλε κόλλα και η άσπρη ετικέτα που κολλούσαμε για να γράψουμε όσο πιο καλλιγραφικά μπορούσαμε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομά μας. Θυμάμαι με τι καμάρι έγραφα... Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου Ανάβασις, της μαθητρίας Α΄γυμνασίου 'Αλκης Ζέη. Δεν το πίστευα πως θα πήγαινα στο γυμνάσιο. 'Ασε που νόμιζα πως ο Κοσμάς και Δαμιανός είχανε γράψει την Κύρου Ανάβαση! ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ! ΕΝΙΩΘΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΙΑ. Η αδελφή μου που ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο, μου έλεγε με πολλή περηφάνεια πως είχανε πολλούς καθηγητές, έναν για κάθε μάθημα κι όχι μια δασκάλα για όλα όπως στο δημοτικό. Εκεί, στην πρώτη γυμνασίου εκτός από τα τόσα θαυμαστά που συνέβαιναν γνώρισα και τη Ζώρζ Σαρή που γίναμε φίλες για μια ολόκληρη ζωή. ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΑ ΔΕΝ ΤΟ ΑΓΑΠΟΥΣΑ. Η διευθύντρια ήτανε θαυμάστρια του Μεταξά και σε όλες τις τάξεις πλάι στον Χριστό κρεμόταν μια μεγάλη φωτογραφία του, που μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μέσα από τα τεράστια γυαλιά του. Όμως, μαζί με τη Ζωρζ κι άλλα τρία κορίτσια είχαμε κάνει μια τόσο στενή παρέα που τίποτε δεν μπορούσε να τη διαλύσει. Ούτε καν ότι η Ζωρζ αγαπούσε τον Μεταξά γιατί της άρεσε η στολή νεολαίας και τα χρυσά αστέρια που της είχανε κολλήσει στους ώμους. Ήτανε πολύ όμορφη η Ζωρζ, είχε μια δυνατή φωνή και πολύ θάρρος. Έπαιρνε μέρος σε όλες τις γιορτές του σχολείου και πότε παρίστανε τον Ρήγα Φερραίο και πότε τον Ερμή. Με προστάτευε από τα μαλώματα της διευθύντριας επειδή στις εκθέσεις έγραφα τα δικά μου κι όχι τις τυποποιημένες φράσεις που μας έλεγε εκείνη σχετικά με την αποταμίευση και την αστυφιλία και άλλα τέτοια συγκλονιστικά. Μια μικρή παρένθεση. Στην κατοχή η Ζωρζ ξέχασε τα χρυσά αστέρια, τον Μεταξά και τους βασιλιάδες και είμασταν μαζί στην Αντίσταση. ΕΙΧΑΜΕ ΔΥΟ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΕΣ, ΜΙΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, που τις λατρεύαμε κι εύρισκαν τον μπελά τους από τη διευθύντρια γιατί μας φέρονταν φιλικά και δεν μας κρατούσαν σε απόσταση. Ώσπου τη μια, την πιο νέα, την έδιωξε γιατί μας υπερασπίστηκε όταν εκείνη μας κατσάδιασε άδικα. Παρ' όλα αυτά το αγαπούσαμε το σχολείο επειδή η φιλία μας ήταν τόσο δυνατή που δεν την αλλάζαμε με τίποτα. Όταν οι γονείς μας, που ήταν πολύ δημοκρατικοί, θέλησαν να μας αλλάξουν σχολείο. Και σε μια διαφωνία με τη διευθύντρια μάς πήραν στη μέση της χρονιάς για να πάμε στη σχολή Αηδονοπούλου που για κείνα τα χρόνια ήταν -μα ακόμα και για σήμερα μπορούσε να είναι - ένα προοδευτικό, ελεύθερο σχολείο. Η απελπισία μου δεν περιγράφεται. Είπα πως άρχιζε η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου.' Αφηνα τις φίλες μου που για μένα, ακόμα και τώρα, η φιλία είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου. ΠΗΓΑ ΜΕ ΚΑΤΕΒΑΣΜΕΝΑ ΜΟΥΤΡΑ, το σχολείο όμως εκείνο δεν ήθελε κανένα παιδί που να μην χαμογελάει. Σ' έσπρωχναν να κάνεις κάτι που αγαπούσες, να ζωγραφίσεις, να παίξεις θέατρο, κουκλοθέατρο να γράψεις. Εκεί έμαθα πως μ' αρέσει να γράφω. Την πρώτη έκθεση που έγραψα χωρίς τον φόβο της διευθύντριας του άλλου σχολείου την δημοσίευσαν στο περιοδικό του σχολείου. Κι ύστερα, μια επιτροπή από τις μεγάλες μαθήτριες που έβγαζαν μια φορά τη βδομάδα την εφημερίδα του τοίχου- την κολλούσαν στον τοίχο στους διαδρόμους του σχολείου-, μου ανέθεσαν να γράψω το χρονογράφημα γιατί βρήκαν από την πρώτη εκείνη έκθεση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό πως είχα χιούμορ. Έγραψα το πρώτο χρονοράφημα κι από τότε το έγραφα σχεδόν κάθε βδομάδα ώσπου τελείωσα το σχολείο. Δεν ξέρω αν θα γινόμουν συγγραφέας, αν δεν είχα αλλάξει σχολείο. ΈΚΑΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΦΙΛΕΣ χωρίς όμως να ξεχάσω τις παλιές που κάθε μεσημέρι όταν σχολούσαμε με περίμεναν στη γωνιά ενός δρόμου ν'αγκαλιαστούμε και να πούμε τα νέα μας. ΉΡΘΕ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ και η πιο μεγάλη μου λύπη ήτανε ότι έκλεισε το σχολείο. Κι αργότερα, στην κατοχή, το σχολείο ήτανε σαν ένας φωτεινός φάρος μέσα στη μαυρίλα. Ας συναντούσαμε στο δρόμο ανθρώπους σωριασμένους κάτω από την πείνα, ας βλέπαμε άλλους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, κι ας είχαμε δεί ένα πρωί δυο κρεμασμένους από ένα φανάρι της πλατείας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του σχολείου τα ξεχνούσαμε όλα, κι οι δάσκαλοί μας αδυνατισμένοι από την πείνα, με το κολάρο του πουκαμίσου τους να χάσκει στον λαιμό, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχνάμε τη φρίκη και να έχουμε ενδιαφέρον για τη ζωή. ΠΑΡ’ ΟΛΟ ΠΟΥ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ ΤΟ ΕΙΧΑΝ ΕΠΙΤΑΞΕΙ οι Γερμανοί και στριμωχτήκαμε σε ένα άλλο κτήριο τρείς τρείς στα θρανία, τότε κάναμε τις παραστάσεις του κουκλοθέατρου που εγώ έγραφα τα έργα, άλλες έπαιζαν τους ρόλους κι άλλες έφτιαχναν σκηνικά και κοστούμια. Δουλεύαμε με πάθος, τα ξεχνούσαμε όλα. Κι αυτό, το οφείλαμε στην καθηγήτρια των τεχνικών, την Ελένη Περράκη, που κράτησε μετά την κατοχή για ολόκληρα τριάντα χρόνια το κουκλοθέατρο με το όνομα «Μπάρμπα Μητούσης». Τότε που ήταν σχεδόν το μοναδικό θέαμα για παιδιά. Και δεν ήτανε μόνο αυτή. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών ο Μιχάλης Αναστασίου-ξαδελφος του Καζαντζάκη- δεν μας άφηνε μόνο με τα εις μι ρήματα και δυο σελίδες από την Αντιγόνη να μάθουμε απ' έξω. Μας διάβαζε από μετάφραση όλη την τραγωδία και ξέκλεβε λίγη ώρα πριν χτυπήσει το κουδούνι για να μας διαβάσει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέρ Γκυντ του Ίψεν. ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ, ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Τώρα περιμένω με ανυπομονησία να χτυπήσει το πρώτο κουδούνι για ν' αρχίσω να επισκέπτομαι τα σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, να κουβεντιάσω με τα παιδιά. Kι όλα αυτά τα χρόνια που πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο. Είτε το σχολείο βρίσκεται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή ή και σε χωριό ακόμα, εντυπωσιάζομαι από τα παιδιά που κάνουν τόσα δημιουργικά πράγματα, που ξέρουν να συνομιλούν κι έχουν διαβάσει τόσα βιβλία που απορείς πώς βρίσκουν τον χρόνο. Κι όλα αυτά γιατί υπάρχει ένας δάσκαλος που κλέβει ώρες από μαθήματα και από τη ζωή του για να κάνει τα παιδιά -δύσκολο πράγμα σήμερα -να αγαπήσουν το βιβλίο και να ξεφύγουν από το βαρετό πρόγραμμα του σχολείου. ΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΖΩ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ. Μέσα στις δύσκολες και άχαρες μέρες που ζούμε, αυτοί είναι μια αχτίδα ελπίδας. Σ΄ένα νησί, είχα επισκεφτεί ένα σχολείο, την έκτη τάξη Δημοτικού. Και τι δεν έκαναν αυτά τα παιδιά. Έπαιζαν σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου, είχαν γράψει δικές τους σκέψεις, ως και τραγούδια είχαν γράψει σχετικά με τα βιβλία, τα τραγουδούσε μια μικρή χορωδία που μαέστρος ήταν ο δάσκαλος. Ένας πολύ χαρούμενος δάσκαλος με ολοφάνερη την αγάπη του για τα παιδιά. ΠΡΙΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ τα συγχάρηκα για τη δουλειά που είχανε κάνει μα είπα ακόμα πως τους συγχαίρω και για τον εξαίσιο δάσκαλό τους. Τότε σηκώθηκε ένα αγόρι και μου λέει: Μας άξιζε όμως. Όταν βγήκαμε από την τάξη ρώτησα το παιδί. Γιατί είπες πως σας άξιζε ένας τέτοιος δάσκαλος; Και τότε εκείνο, μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία. Από την αρχή του χρόνου ως τις γιορτές, είχαν έναν δάσκαλο που φοβόταν τα μικρόβια, δεν άγγιζε την κιμωλία να γράψει στο πίνακα, ούτε τα τετράδιά τους, κι έβαζε τα ίδια τα παιδιά να γυρίζουν τα φύλλα κι αν κάποιο τον άγγιζε κατά λάθος, έβαζε τις φωνές κι έφευγε από την τάξη. Τα παιδιά είχαν πέσει όλα σε κατάθλιψη κι όταν ήρθε ο καινούργιος δάσκαλος, έκανε μέσα σ' ένα μήνα όλη την τάξη χαρούμενη και τα παιδιά με χαρά έκαναν χίλια δυο πράγματα μαζί του. ΑΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ας αλλάζουν κάθε τόσο τους νόμους. Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι' αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά. Είτε σε καινούριο σχολείο βρίσκονται είτε σε λυόμενο ή σε τάξεις με ξεχαρβαλωμένα θρανία. Βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν. Δεν θ' άξιζε λοιπόν ένα φωτοστέφανο για τον δάσκαλο; 'Αραγε θα βρεθεί ποτέ χέρι να του το φορέσει; H Άλκη (Αγγελική) Ζέη (Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 192]) είναι Ελληνίδα συγγραφέας και πεζογράφος. Μαζί με τη Ζωρζ Σαρή, με την οποία γνωρίζονταν από τα σχολικά τους χρόνια, καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος. Έχει βραβευθεί για το έργο της από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. [Πηγή: www.doctv.gr]
Ζέη: Ένας δάσκαλος αρκεί «Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι' αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά» DOCTV.GR 13.09.2016 ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ που γυρίζαμε από την εξοχή περίμενα με ανυπομονησία ν' αρχίσει το σχολείο. Το αγαπούσα πολύ. Η μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων, η διαδικασία του ντυσίματος με μπλε κόλλα και η άσπρη ετικέτα που κολλούσαμε για να γράψουμε όσο πιο καλλιγραφικά μπορούσαμε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομά μας. Θυμάμαι με τι καμάρι έγραφα... Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου Ανάβασις, της μαθητρίας Α΄γυμνασίου 'Αλκης Ζέη. Δεν το πίστευα πως θα πήγαινα στο γυμνάσιο. 'Ασε που νόμιζα πως ο Κοσμάς και Δαμιανός είχανε γράψει την Κύρου Ανάβαση! ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ! ΕΝΙΩΘΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΙΑ. Η αδελφή μου που ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο, μου έλεγε με πολλή περηφάνεια πως είχανε πολλούς καθηγητές, έναν για κάθε μάθημα κι όχι μια δασκάλα για όλα όπως στο δημοτικό. Εκεί, στην πρώτη γυμνασίου εκτός από τα τόσα θαυμαστά που συνέβαιναν γνώρισα και τη Ζώρζ Σαρή που γίναμε φίλες για μια ολόκληρη ζωή. ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΑ ΔΕΝ ΤΟ ΑΓΑΠΟΥΣΑ. Η διευθύντρια ήτανε θαυμάστρια του Μεταξά και σε όλες τις τάξεις πλάι στον Χριστό κρεμόταν μια μεγάλη φωτογραφία του, που μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μέσα από τα τεράστια γυαλιά του. Όμως, μαζί με τη Ζωρζ κι άλλα τρία κορίτσια είχαμε κάνει μια τόσο στενή παρέα που τίποτε δεν μπορούσε να τη διαλύσει. Ούτε καν ότι η Ζωρζ αγαπούσε τον Μεταξά γιατί της άρεσε η στολή νεολαίας και τα χρυσά αστέρια που της είχανε κολλήσει στους ώμους. Ήτανε πολύ όμορφη η Ζωρζ, είχε μια δυνατή φωνή και πολύ θάρρος. Έπαιρνε μέρος σε όλες τις γιορτές του σχολείου και πότε παρίστανε τον Ρήγα Φερραίο και πότε τον Ερμή. Με προστάτευε από τα μαλώματα της διευθύντριας επειδή στις εκθέσεις έγραφα τα δικά μου κι όχι τις τυποποιημένες φράσεις που μας έλεγε εκείνη σχετικά με την αποταμίευση και την αστυφιλία και άλλα τέτοια συγκλονιστικά. Μια μικρή παρένθεση. Στην κατοχή η Ζωρζ ξέχασε τα χρυσά αστέρια, τον Μεταξά και τους βασιλιάδες και είμασταν μαζί στην Αντίσταση. ΕΙΧΑΜΕ ΔΥΟ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΕΣ, ΜΙΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, που τις λατρεύαμε κι εύρισκαν τον μπελά τους από τη διευθύντρια γιατί μας φέρονταν φιλικά και δεν μας κρατούσαν σε απόσταση. Ώσπου τη μια, την πιο νέα, την έδιωξε γιατί μας υπερασπίστηκε όταν εκείνη μας κατσάδιασε άδικα. Παρ' όλα αυτά το αγαπούσαμε το σχολείο επειδή η φιλία μας ήταν τόσο δυνατή που δεν την αλλάζαμε με τίποτα. Όταν οι γονείς μας, που ήταν πολύ δημοκρατικοί, θέλησαν να μας αλλάξουν σχολείο. Και σε μια διαφωνία με τη διευθύντρια μάς πήραν στη μέση της χρονιάς για να πάμε στη σχολή Αηδονοπούλου που για κείνα τα χρόνια ήταν -μα ακόμα και για σήμερα μπορούσε να είναι - ένα προοδευτικό, ελεύθερο σχολείο. Η απελπισία μου δεν περιγράφεται. Είπα πως άρχιζε η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου.' Αφηνα τις φίλες μου που για μένα, ακόμα και τώρα, η φιλία είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου. ΠΗΓΑ ΜΕ ΚΑΤΕΒΑΣΜΕΝΑ ΜΟΥΤΡΑ, το σχολείο όμως εκείνο δεν ήθελε κανένα παιδί που να μην χαμογελάει. Σ' έσπρωχναν να κάνεις κάτι που αγαπούσες, να ζωγραφίσεις, να παίξεις θέατρο, κουκλοθέατρο να γράψεις. Εκεί έμαθα πως μ' αρέσει να γράφω. Την πρώτη έκθεση που έγραψα χωρίς τον φόβο της διευθύντριας του άλλου σχολείου την δημοσίευσαν στο περιοδικό του σχολείου. Κι ύστερα, μια επιτροπή από τις μεγάλες μαθήτριες που έβγαζαν μια φορά τη βδομάδα την εφημερίδα του τοίχου- την κολλούσαν στον τοίχο στους διαδρόμους του σχολείου-, μου ανέθεσαν να γράψω το χρονογράφημα γιατί βρήκαν από την πρώτη εκείνη έκθεση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό πως είχα χιούμορ. Έγραψα το πρώτο χρονοράφημα κι από τότε το έγραφα σχεδόν κάθε βδομάδα ώσπου τελείωσα το σχολείο. Δεν ξέρω αν θα γινόμουν συγγραφέας, αν δεν είχα αλλάξει σχολείο. ΈΚΑΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΦΙΛΕΣ χωρίς όμως να ξεχάσω τις παλιές που κάθε μεσημέρι όταν σχολούσαμε με περίμεναν στη γωνιά ενός δρόμου ν'αγκαλιαστούμε και να πούμε τα νέα μας. ΉΡΘΕ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ και η πιο μεγάλη μου λύπη ήτανε ότι έκλεισε το σχολείο. Κι αργότερα, στην κατοχή, το σχολείο ήτανε σαν ένας φωτεινός φάρος μέσα στη μαυρίλα. Ας συναντούσαμε στο δρόμο ανθρώπους σωριασμένους κάτω από την πείνα, ας βλέπαμε άλλους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, κι ας είχαμε δεί ένα πρωί δυο κρεμασμένους από ένα φανάρι της πλατείας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του σχολείου τα ξεχνούσαμε όλα, κι οι δάσκαλοί μας αδυνατισμένοι από την πείνα, με το κολάρο του πουκαμίσου τους να χάσκει στον λαιμό, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχνάμε τη φρίκη και να έχουμε ενδιαφέρον για τη ζωή. ΠΑΡ’ ΟΛΟ ΠΟΥ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ ΤΟ ΕΙΧΑΝ ΕΠΙΤΑΞΕΙ οι Γερμανοί και στριμωχτήκαμε σε ένα άλλο κτήριο τρείς τρείς στα θρανία, τότε κάναμε τις παραστάσεις του κουκλοθέατρου που εγώ έγραφα τα έργα, άλλες έπαιζαν τους ρόλους κι άλλες έφτιαχναν σκηνικά και κοστούμια. Δουλεύαμε με πάθος, τα ξεχνούσαμε όλα. Κι αυτό, το οφείλαμε στην καθηγήτρια των τεχνικών, την Ελένη Περράκη, που κράτησε μετά την κατοχή για ολόκληρα τριάντα χρόνια το κουκλοθέατρο με το όνομα «Μπάρμπα Μητούσης». Τότε που ήταν σχεδόν το μοναδικό θέαμα για παιδιά. Και δεν ήτανε μόνο αυτή. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών ο Μιχάλης Αναστασίου-ξαδελφος του Καζαντζάκη- δεν μας άφηνε μόνο με τα εις μι ρήματα και δυο σελίδες από την Αντιγόνη να μάθουμε απ' έξω. Μας διάβαζε από μετάφραση όλη την τραγωδία και ξέκλεβε λίγη ώρα πριν χτυπήσει το κουδούνι για να μας διαβάσει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέρ Γκυντ του Ίψεν. ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ, ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Τώρα περιμένω με ανυπομονησία να χτυπήσει το πρώτο κουδούνι για ν' αρχίσω να επισκέπτομαι τα σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, να κουβεντιάσω με τα παιδιά. Kι όλα αυτά τα χρόνια που πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο. Είτε το σχολείο βρίσκεται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή ή και σε χωριό ακόμα, εντυπωσιάζομαι από τα παιδιά που κάνουν τόσα δημιουργικά πράγματα, που ξέρουν να συνομιλούν κι έχουν διαβάσει τόσα βιβλία που απορείς πώς βρίσκουν τον χρόνο. Κι όλα αυτά γιατί υπάρχει ένας δάσκαλος που κλέβει ώρες από μαθήματα και από τη ζωή του για να κάνει τα παιδιά -δύσκολο πράγμα σήμερα -να αγαπήσουν το βιβλίο και να ξεφύγουν από το βαρετό πρόγραμμα του σχολείου. ΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΖΩ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ. Μέσα στις δύσκολες και άχαρες μέρες που ζούμε, αυτοί είναι μια αχτίδα ελπίδας. Σ΄ένα νησί, είχα επισκεφτεί ένα σχολείο, την έκτη τάξη Δημοτικού. Και τι δεν έκαναν αυτά τα παιδιά. Έπαιζαν σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου, είχαν γράψει δικές τους σκέψεις, ως και τραγούδια είχαν γράψει σχετικά με τα βιβλία, τα τραγουδούσε μια μικρή χορωδία που μαέστρος ήταν ο δάσκαλος. Ένας πολύ χαρούμενος δάσκαλος με ολοφάνερη την αγάπη του για τα παιδιά. ΠΡΙΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ τα συγχάρηκα για τη δουλειά που είχανε κάνει μα είπα ακόμα πως τους συγχαίρω και για τον εξαίσιο δάσκαλό τους. Τότε σηκώθηκε ένα αγόρι και μου λέει: Μας άξιζε όμως. Όταν βγήκαμε από την τάξη ρώτησα το παιδί. Γιατί είπες πως σας άξιζε ένας τέτοιος δάσκαλος; Και τότε εκείνο, μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία. Από την αρχή του χρόνου ως τις γιορτές, είχαν έναν δάσκαλο που φοβόταν τα μικρόβια, δεν άγγιζε την κιμωλία να γράψει στο πίνακα, ούτε τα τετράδιά τους, κι έβαζε τα ίδια τα παιδιά να γυρίζουν τα φύλλα κι αν κάποιο τον άγγιζε κατά λάθος, έβαζε τις φωνές κι έφευγε από την τάξη. Τα παιδιά είχαν πέσει όλα σε κατάθλιψη κι όταν ήρθε ο καινούργιος δάσκαλος, έκανε μέσα σ' ένα μήνα όλη την τάξη χαρούμενη και τα παιδιά με χαρά έκαναν χίλια δυο πράγματα μαζί του. ΑΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ας αλλάζουν κάθε τόσο τους νόμους. Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι' αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά. Είτε σε καινούριο σχολείο βρίσκονται είτε σε λυόμενο ή σε τάξεις με ξεχαρβαλωμένα θρανία. Βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν. Δεν θ' άξιζε λοιπόν ένα φωτοστέφανο για τον δάσκαλο; 'Αραγε θα βρεθεί ποτέ χέρι να του το φορέσει; H Άλκη (Αγγελική) Ζέη (Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 192]) είναι Ελληνίδα συγγραφέας και πεζογράφος. Μαζί με τη Ζωρζ Σαρή, με την οποία γνωρίζονταν από τα σχολικά τους χρόνια, καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος. Έχει βραβευθεί για το έργο της από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. [Πηγή: www.doctv.gr]