Κύριε Ιωαννίδη, ζείτε και εργάζεστε πολλά χρόνια στην
Αμερική. Η ιατρική ως επιστήμη σάς κέρδισε, ενώ παράλληλα η αγάπη και η
αφοσίωσή σας στην ποίηση μας έδωσε τα τελευταία χρόνια δύο σημαντικά όσο
και «ιδιαίτερα», ως προς το περιεχόμενό τους, βιβλία: την Τοκάτα για την κόρη με το καμένο πρόσωπο (Κέδρος, 2012) και τις Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής και ένα απονενοημένο ριτσερκάρ (Κέδρος, 2014). Πιστεύετε ότι η επιστήμη μπορεί να μετουσιωθεί σε τέχνη; Ποια είναι τα όρια ανάμεσά τους;
Βλέπω την επιστήμη και την τέχνη σαν δυο συμπληρωματικές μεθόδους. Προσωπικά θα ένιωθα πολύ φτωχός αν έπρεπε να στερηθώ κάποια από τις δύο. Η επιστήμη στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και λογική τεκμηρίωση, ενώ η τέχνη αναδύει υποκειμενισμό και αισθητική τεκμηρίωση. Έχουν λοιπόν διαχωριστικά όρια, αλλά δεν αντιμάχονται. Μάλιστα, τόσο η καλή επιστήμη όσο και η καλή τέχνη έχουν τον κοινό παρονομαστή ότι ενδιαφέρονται για την υψηλή ποιότητα και δεν συμβιβάζονται διόλου ως προς αυτό το αίτημα. Και οι δύο αποτελούν ένα κυνήγι δυνάμει απόλυτης αλήθειας που γίνεται με περιορισμένα, ανθρώπινα μέσα. Τα έργα μου δεν είναι αυτοβιογραφικά memoirs, αλλά όλοι αναπόφευκτα χρησιμοποιούμε προσωπικές εμπειρίες στο εργαστήρι μας. Κινούμενος στον χώρο της έρευνας, της ιατρικής και της επιστήμης, θα ήταν αδύνατο να απαρνηθώ αυτά τα βιώματα. Για παράδειγμα, μεταλλαγμένες ιατρικές εμπειρίες επανέρχονται συχνά στα κείμενά μου, είτε πρόκειται για τον εφημερεύοντα αφηγητή στο Ξένο Ημερολόγιο (Παραλλαγή 5), είτε πρόκειται για τον αφηγητή σε πολλά αποσπάσματα της Τοκάτας, που γίνεται μάρτυρας της αδυναμίας της ιατρικής μπροστά στην αρρώστια και τον θάνατο. Τόσο ο ιατρός όσο και ο ερευνητής όσο και ο ποιητής προσπαθούν τελικά να διασώσουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου – κάτι διόλου εύκολο ομολογουμένως. Στις Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής και ένα απονενοημένο ριτσερκάρ, οι (εξ)ερευνητές παντός είδους βρίσκονται διαρκώς στο κέντρο της σκηνής. Για παράδειγμα, το ριτσερκάρ είναι ως γνωστόν μουσική σύνθεση, συμπληρωματική της φυγής (φούγκας). Οι Παραλλαγές μιλούν για τη φυγή και την (εξ)ερεύνηση που ίσως οδηγήσει στην επιστροφή, αλλά μπορεί να οδηγήσει και στην καταστροφή. Η ρίζα του ricercar είναι η λέξη ricerca, η ίδια λέξη που σημαίνει έρευνα. Το βιβλίο λοιπόν απευθύνεται σε ανθρώπους που αναζητούν –είτε στον φυσικό κόσμο είτε στον εαυτό τους– και δεν μένουν ικανοποιημένοι μέχρι να βρουν αυτό που αναζητούν, «οπότε χάνονται για τα καλά», όπως παραδέχεται η Παραλλαγή 164. Αυτοί οι εξερευνητές συνήθως βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς φυγής, εξορίας, αυτοεξορίας. Ίσως λοιπόν δεν είναι παράξενο που η Παραλλαγή 38Α περιέχει επίσης συστηματικά στατιστικά δεδομένα για τους 336 Έλληνες επιστήμονες με τη μεγαλύτερη απήχηση στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, στη μεγάλη πλειοψηφία τους αυτοεξόριστοι από την Ελλάδα. Ο κατάλογος (10 σελίδες ενός πυκνού αρχείου Excel με δεδομένα από τη βάση Google Scholar και ηλεκτρονικές διευθύνσεις από το Διαδίκτυο) είναι αντίστοιχος θεματικά με τον κατάλογο των νηών στην Ιλιάδα, όπου εμφανίζονται όλοι οι Αχαιοί ήρωες μαζί με πόσα πλοία φέρνει ο καθένας στην Τροία ή με τον κατάλογο των βασιλόπουλων που συμμετέχουν στην γκιόστρα στον Ερωτόκριτο. Τον 21ο αιώνα θα ήταν ετεροχρονισμένο να μιλάει κανείς για Αχαιούς ήρωες με φάσγανα και βασιλόπουλα με κοντάρια. Οι σύγχρονοι ήρωες ίσως είναι εξόριστοι διωγμένοι (εξ)ερευνητές του κόσμου (επιστήμονες) και του εαυτού τους (διανοητές, συγγραφείς, απλοί άνθρωποι).
Τόσο ο ιατρός όσο και ο ερευνητής όσο και ο ποιητής προσπαθούν τελικά να διασώσουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου – κάτι διόλου εύκολο ομολογουμένως.Μπαίνω στον πειρασμό να αναφερθώ στα προηγούμενα ποιητικά σας βιβλία, τα οποία με απασχολούν εδώ και καιρό. Το πρώτο, Ιφίνοος Ανύμενος, εκδόθηκε το 1989, το δεύτερο, Επάρνητος Φωτοθύτης την επόμενη χρονιά και Η κοίμηση της Ταξιδένιας το 1991. Το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την Τοκάτα, ως χρόνος αντικειμενικός και υποκειμενικός, η επαγγελματική σας ενασχόληση, η απουσία σας από την πατρίδα, επέδρασαν καταλυτικά σε μια αισθητική αλλαγή πορείας. Έχω δίκιο;
Νομίζω ότι υπάρχει συνέχεια σε αυτά τα βιβλία, ακόμα και αν η ζωή μάς επιφέρει αναπόφευκτα ασυνέχειες που μας (εκ)παιδεύουν. Άρχισα να γράφω «ποίηση» όταν ήμουν οχτώ χρονών και είχα «έτοιμο» το πρώτο βιβλίο μου πολύ γρήγορα – ευτυχώς δεν το δημοσίευσα! Μετά ταλαιπώρησα πολύ τον εαυτό μου στην ποιητική γραφή στην εφηβεία μου για πάνω από μια δεκαετία διερχόμενος πολλαπλών μιμήσεων, μεταφράσεων και άλλων χαριεντισμών με πολλούς διάσημους ποιητές. Ευτυχώς και αυτές οι προπονήσεις παραμείνανε σε βαθιά συρτάρια. Όμως ο Ιφίνοος, ο Επάρνητος και η Κοίμηση της Ταξιδένιας που ακολούθησαν θεωρώ ότι είχαν πλέον λόγο υπάρξης έξω από το γυμναστήριο της ποιητικής και χαίρομαι που δημοσιεύτηκαν, ειδικά μάλιστα με τις υπέροχες λιθογραφίες του αείμνηστου δασκάλου μου, Βασίλη Χάρου, έστω και σε μικρό κύκλο. Αν και εμφανίστηκαν με αποστάσεις ετήσιες, στην πραγματικότητα με απασχόλησαν εντατικά έξι χρόνια, από το 1984 έως το 1990. Αποτελούν μια ενιαία τριλογία που την ονομάζω «Τριλογία της Αφαίας Ιφινόης» και δεν αποκλείω κάποια στιγμή να τα ξαναδημοσιεύσω ως ένα βιβλίο. Το 1990 είχα πλέον φύγει από την Ελλάδα, είχα αποφασίσει ότι θα συνεχίσω να γράφω με τις υψηλότερες δυνατές ποιοτικές απαιτήσεις από τον εαυτό μου. Το αυστηρό μνημόνιο που αυτοεπέβαλα ήταν ότι στην τέχνη θα έπρεπε να καταδυθώ και να μην επιτρέψω στο υποβρύχιο να αναδυθεί σε δημόσια θέα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Λατίνος ποιητής συμβουλεύει δέκα χρόνια, αλλά θεώρησα ότι έπρεπε να διπλασιάσω αυτό το προτεινόμενο διάστημα κατάδυσης και αναμονής. Με απωθούσε η μετριότητα, η επιδειξιομανία, ο συρφετός αλληλοχειροκροτητών. Αποφάσισα να ξανα-αναδυθώ στην τέχνη δημόσια, όταν πλέον όχι μόνο είχα ταξιδέψει αυτοεξόριστος επί δέκα χρόνια, αλλά και είχα επιστρέψει στην Ελλάδα και είχα ήδη ξεκάνει τους μνηστήρες (ή έστω με είχαν ξεκάνει εκείνοι) ζώντας άλλα δέκα χρόνια σε κατάσταση εσωτερικής εξορίας, και είχα ξαναφύγει (πάλι!) για το εξωτερικό. Όλα αυτά τα χρόνια δούλευα. Η Τοκάτα, οι Παραλλαγές και το Tractatusγια την έκτη φήμη(που έπεται στο μέλλον) αποτελούν συνέχεια της «Τριλογίας της Αφαίας Ιφινόης», ακόμα και αν μεσολαβούν ως ρήξεις αυτές οι αυτοεξορίες. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρακολουθήσει για παράδειγμα ότι η αφιέρωση της Κοίμησης («Στην Εύα, δεκαεννιά ετών νεκρή – και σε όσους φεύγουν μόνοι») επανέρχεται στο Απόσπασμα 11.35 της Τοκάτας. Ή θα παρατηρήσει ότι ο Αποχαιρετισμός με τον οποίο τελειώνει η Κοίμηση («Ο χαλκός της αυγής μου μέσα στα μεσάνυχτα του New Haven») συνδέεται με την Επιστροφή στο New Haven, με την οποία τελειώνουν εναγωνίως οι Παραλλαγές. Επίσης, θα παρατηρήσει ότι ήδη από τον Ιφίνοο με ενδιαφέρει η ολική αρχιτεκτονική της σύνθεσης – όχι μόνο ο ένας σημαδιακός στίχος ή το μικρό ποίημα (που φυσικά είναι πολύ σημαντικά εργαλεία), αλλά και η μεγαλύτερη, συνολική εικόνα και η γεωμετρία της κατασκευής της. Ή πάλι, η εναλλαγή μεικτών τεχνικών και διαφορετικών εκφραστικών μέσων ήδη εμφανίζεται στον Ιφίνοο με τις παρεμβολές των Αμειψιρρυσμιών και των Ημερολογίων. Η Ελεγεία για ένα χειμώνα σε ένα ανύπαρκτο νησί (το δεύτερο μέρος της Τοκάτας) γράφτηκε χρονικά αμέσως μετά την Κοίμηση και φαίνεται η αισθητική γειτνίαση των κειμένων, ακόμα και αν μεσολάβησε η επεξεργασία μιας εικοσαετίας. Φυσικά όμως και υπάρχει εξέλιξη και ενσωμάτωση νέων πειραματισμών. Για παράδειγμα, ο Κανόνας πάνω στο ύφος του Henry Purcell της Τοκάτας γράφτηκε αρχικά την ίδια περίπου εποχή με την Κοίμηση, αλλά υπέστη πολλαπλές ζηλωτικές αναδιαρθρώσεις μέσα στην επόμενη εικοσαετία, ώστε να αποτελέσει μια ολική σύνοψη αναφοράς (και την καρκινική αναστροφή της στο τέλος του βιβλίου) για ολόκληρη την Τοκάτα. Τα Αποσπάσματα (το τρίτο μέρος της Τοκάτας) ήταν αυτά που συνετρίβησαν περισσότερο ίσως από όλα μέσα σε αυτή την εικοσαετία, ελπίζω η συντριβή τους (αν όχι κονιορτοποίηση) να ήταν καλή. Η αρίθμησή τους σε κεφάλαια από 1 έως 27 δείχνει ότι αποτελούν τα απομεινάρια από 27 μικρά βιβλία, μερικά των οποίων εξαφανίστηκαν τελείως αφήνοντας πίσω μόνο κενές σελίδες, ενώ άλλα έχουν απομείνει σαν κορυφές-νησίδες σε ένα καταποντισμένο αρχιπέλαγος. Οι Παραλλαγές έχουν το πλεονέκτημα ότι έχουν γραφεί (και ξαναγραφεί), όταν πλέον είχα υποστεί ακόμα περισσότερα ποιητικά κατάγματα, έχοντας πλέον την εμπειρία χρήσης όλων των προηγούμενων τεχνικών και, ευτυχώς, είχα ακόμα τη διάθεση να πάθω ηλεκτροπληξίες και με καινούργιες τεχνικές.
Τα ποιήματά σας δεν είναι εύκολη δουλειά για τον αναγνώστη. Υπάρχουν κείμενα απλά και πηγαία, άλλα είναι όμως δυσνόητα, όχι για την ερμητικότητά τους –αυτό συμβαίνει συχνά στην ποίηση και της προσδίδει ιδιαίτερη γοητεία–, αλλά εξαιτίας του πλήθους των ονομάτων, τοποθεσιών, συχνά τεχνικής ορολογίας, και ίσως (όχι μόνο προσωπικών) κωδίκων. Ποια είναι η αντίληψή σας για το ποιητικό κείμενο (text) γενικότερα και πώς νομίζετε ότι μπορεί να λειτουργήσει; Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαινόμενο μεταμοντέρνας καθαρής ποίησης;
Νομίζω πως η έννοια της καθαρής ποίησης έχει διανύσει πολύ μεγάλο δρόμο από τις αφετηρίες της στον Mallarmé και στον Valery, ώστε είναι δύσκολο κάποιος να χρησιμοποιήσει πλέον τον όρο με υψηλή ειδικότητα σήμερα. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να πετύχω ό,τι είναι αισθητικά πιο άρτιο, χωρίς κανέναν απολύτως συμβιβασμό. Όλα τα μέσα προς επίτευξη αυτού του σκοπού είναι θεμιτά, είτε από τεχνικής απόψεως (ποίηση, πρόζα, ποιητική πρόζα, διήγημα, στατιστικά δεδομένα, και όχι μόνο), είτε από την πλευρά της σχέσης του λόγου με το νόημα (άμεση ή υπονοούμενη ή ντετερμινιστικά χαοτική, και όχι μόνο). Τα ονόματα, οι τοποθεσίες, οι αναφορές σε έργα μουσικής, ζωγραφικής ή αρχιτεκτονικής, ο βομβαρδισμός της σελίδας με ιστορικές αναφορές, αριθμούς, αναζητήσεις Google, στατιστικά σύννεφα, δειγματοληψίες και πίνακες, η τεχνική ορολογία και οι πολυσχιδείς κωδικοί λειτουργούν σαν μηχανές αναφορικότητας μέσα στο κείμενο. Με ενδιαφέρει ένα έργο να έχει μέγιστη συνεκτικότητα σε πολλαπλά επίπεδα. Ορισμένα κείμενα ίσως μοιάζουν με δωμάτια στα οποία υπάρχουν πολλαπλές καταπακτές, συνειδητά τοποθετημένες και διαθέσιμες για όποιον θέλει να πέσει μέσα τους. Αυτό δίνει και τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων, που όμως δεν είναι τυχαίες, αλλά μαθηματικά καταστρωμένες παγίδες για τον αναγνώστη. Πρόθεσή μου είναι αν ένας αναγνώστης αποφασίσει να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στο κέιμενο, το κείμενο να συνεχίσει να τον ανταμείβει με περισσότερα ευρήματα και να μην εξαντλείται στην πρώτη επιφανειακή ή δεύτερη ή έστω τρίτη ανάγνωση. Πολλές από τις παγίδες και τις καταπακτές είναι δύσκολο να ανιχνευτούν και προορίζονται ως bonus για τους πραγματικά επίμονους και απαιτητικούς. Άλλες όμως είναι τοποθετημένες κατάμεσα στο κέντρο του κειμένου, οπότε ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να ασχοληθεί μαζί τους. Όταν εμφανίζονται έτσι, ίσως να μοιάζει σαν να έχει γίνει κατολίσθηση βράχων και έχει κοπεί ο δρόμος. Κάποιοι ίσως εγκαταλείψουν. Με ενδιαφέρουν πάντως οι αναγνώστες που δεν θέλουν να επαναπαυθούν στα εύκολα, αλλά ζητούν περισσότερα. Αυτούς ελπίζω να μην τους απογοητεύσω.
Θα ήθελα να παρέμβω με μια επιπλέον ερώτηση, σχετικά με την εξωστρέφεια που υπάρχει και απαιτείται στην επιστήμη και το κλείσιμο, την εσωστρέφεια που είναι απαραίτητη στην τέχνη, εννοώ βέβαια την ποίηση. Μήπως αυτές οι δύο καταστάσεις έρχονται σε σύγκρουση, και αν ναι, ποια λύση δίνουμε;
Νομίζω ότι αυτή η σύγκρουση δεν είναι αναπόφευκτη, δεν βλέπω αναγκαία κάποια αντίφαση. Σέβομαι την ανάγκη κάποιας εσωτερικότητας στην ποιητική τεχνική, την ανάγκη να σέβεσαι τον εαυτό σου και την τέχνη σου. Αυτό είναι προϋπόθεση για να σεβαστείς και τους άλλους που θα εκτεθούν στο έργο σου. Όμως η έννοια της απόλυτα εσώκλειστης, πλήρως ιδιωτικής ποίησης δεν με γοητεύει, μάλιστα πιθανόν είναι κάτι που δεν μπορεί καν να υπάρξει. Όσο για την επιστήμη, όντως η εξωστρέφεια ή καλύτερα ο «κοινοτισμός» (communalism κατά τον Merton) είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της: τη γνώση τη μοιράζεσαι με την ευρύτερη (επιστημονική) κοινότητα, ανήκει σε όλους. Όμως κι εδώ, αντιστρόφως, υπάρχει συχνά εσωστρέφεια. Μερικές φορές η εσωστρέφεια είναι απόλυτα χρήσιμη, όταν αναζητείς κάποιες νέες λύσεις ή πας να θέσεις νέα ερωτήματα. Η αφετηρία της επιστημονικής ανακάλυψης ίσως έχει ρίζες αντίστοιχες με αυτές της δημιουργικής ποίησης και χρειάζεται κάποια μορφή εσωστρέφειας ή τουλάχιστον ησυχίας. Αυτή η ησυχία δεν είναι, βέβαια, ζήτημα έλλειψης ντεσιμπέλ ή μηδενικής πυκνότητας συνανθρώπων στο περιβάλλον. Τόσο στην επιστήμη όσο και στην ποίηση, νέες ιδέες μού έχουν έρθει τόσο σε έρημες τοποθεσίες, όπως στη Σίκινο ή στους Αντίπαξους, αλλά και σε πυκνά συγχρωτισμένους χώρους, όπως σε στενά καθίσματα αεροπλάνων με τριακόσιους επιβάτες τριγύρω. Το πόθεν έσχες των ιδεών, τόσο στην επιστήμη όσο και στην τέχνη, παραμένει μυστήριο. Θέλω απλώς να πω, τελικά πρέπει να είμαστε έτοιμοι και διαθέσιμοι. Άλλοτε πάλι η επιστημονική εσωστρέφεια είναι κακώς εννοούμενη, π.χ. όταν επιστημονικά ευρήματα αποκρύπτονται, επειδή δεν συμφέρουν τους χρηματικούς χορηγούς ή τους υποστηρικτές κάποιας θεωρίας. Ένα μέρος της επιστημονικής μου δουλειάς αναφέρεται ακριβώς στο πώς μπορούμε να διορθώσουμε την κακώς εννοούμενη εσωστρέφεια στην επιστήμη και να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη διαφάνεια, ακρίβεια και συνεκτικότητα. Οι ίδιοι στόχοι (διαφάνεια, ακρίβεια και συνεκτικότητα) αποτελούν στόχους και της ποιοτικής λογοτεχνίας.
Πηγή Βερονίκη Δαλακούρα.
Ανιχνεύτρια η Μελισσάνθη του Πεπέ.