Ο Καβάφης, λοιπόν, εκφράζει τις προσωπικές του ανησυχίες, χρησιμοποιώντας το προσωπείο του Ευμένη, και παράλληλα ο ίδιος ο ποιητής με το προσωπείο του Θεόκριτου, φροντίζει να δημιουργήσει έναν υπέροχο έπαινο για την τέχνη του, καθησυχάζοντας τόσο τον εαυτό του όσο και τους ομοτέχνους του, για την επιλογή τους να αφοσιωθούν στην εξαίσια αυτή τέχνη.
Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Β΄
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική·
τό σπίτι φτωχικό στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.
Ἐκεῖ σπάροι καί πέρκες
ἀνεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μές στά γαλάζια
ὅσα εἶδα στά σπλάχνα μου ν’ ἀνάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
μέ τά πρῶτα λόγια τῶν Σειρήνων
ὄστρακα ρόδινα μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη.
Ἐκεῖ ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θεῖοι κι ἐξάδελφοι
τό λάδι ἀδειάζοντας μές στά πελώρια κιούπια·
καί πνοές ἀπό τη ρεματιά εὐωδιάζοντας
λυγαριά καί σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
μέ τά πρῶτα πιπίσματα τῶν σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι!
Ἐκεῖ δάφνες και βάγια
θυμιατό καί λιβάνισμα
τίς πάλες εὐλογώντας καί τά καριοφίλια.
Στό χῶμα τό στρωμένο μέ τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
καί Χριστός Ανέστη
μέ τά πρῶτα σμπάρα τῶν Ἑλλήνων.
Ἀγάπες μυστικές μέ τά πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου!
Ο δεύτερος Ψαλμός του Άξιον Εστί αποτελεί έναν εξαίσιο ύμνο για τον ελληνισμό και την ελληνική ταυτότητα. Με το μοναδικό τρόπο του Ελύτη η ελληνική γλώσσα, η ελληνική φύση, η θρησκεία, η ιστορία κι οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες συνδυάζονται σε μια σειρά συνειρμών και αποκτούν την απαιτούμενη συνοχή με την επαναφορά της κυρίαρχης θεματικής του ποιήματος που είναι η ελληνική γλώσσα (Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου).
Από τον Όμηρο μέχρι το Διονύσιο Σολωμό η ελληνική γλώσσα ονοματίζει το φυσικό περιβάλλον του ελληνικού χώρου και συνάμα εκφράζει συναισθήματα κι ανάγκες της ελληνικής ψυχής, με σημαντικότερη όλων την ανάγκη για ελευθερία.
Αναλυτικότερα:
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική·
τό σπίτι φτωχικό στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.
Ο πρώτος κιόλας στίχος αναδεικνύει την ιδιαίτερη αξία που έχει για τον ποιητή το γεγονός ότι η μητρική του γλώσσα είναι η ελληνική. Ένα ιδιαίτερο προνόμιο, αλλά και συνάμα μια σημαντική ευθύνη για τον ποιητή, ο οποίος αναλογίζεται τη μοναδική πορεία της ελληνικής γλώσσας από τα χρόνια ήδη του Ομήρου μέχρι και σήμερα. Μια γλώσσα που επέτρεψε τη διατύπωση ιδεών που άλλαξαν τον τρόπο σκέψης όλης της ανθρωπότητας, μια γλώσσα που αποτύπωσε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα, μια γλώσσα που αποτελεί το συνεκτικό δεσμό ενός έθνους δοκιμασμένου στο πέρασμα χιλιάδων χρόνων.
Στον ποιητή δίνεται η γλώσσα ελληνική, μ’ όλο τον πλούτο που τη συνοδεύει, αλλά το σπίτι φτωχικό. Η αντίφαση αυτή είναι χαρακτηριστική για το ελληνικό έθνος που παρά την πολύτιμη ιστορία του, που έχει συνδεθεί με τη γλώσσα του, δεν απέκτησε έναν ανάλογο υλικό πλούτο. Έτσι, το σπίτι φτωχικό, μα τοποθετημένο στις αμμουδιές του Ομήρου, μιας και ο ελληνικός τόπος, έστω κι αν δεν έχει υλικό πλούτο, διαθέτει πλούσια και πανταχού παρούσα την πνευματική παράδοση των ανθρώπων της.
Το πνευματικό ανάστημα κι η κληρονομιά του Ομήρου δεσπόζουν στο ελληνικό τοπίο, που αποτυπώθηκε όλο στο έργο του κι ανυψώθηκε ως ο χώρος εκείνος που γέννησε κι ανέθρεψε ανθρώπους μοναδικής πνευματικής δύναμης. Το βάρος αυτής της κληρονομιάς είναι επομένως η μόνη έγνοια του ποιητή, καθώς ζει και κινείται στης αμμουδιές του Ομήρου.
Η ελληνική γλώσσα που έφτασε σε πρωτόφαντη αρτιότητα στα χέρια του Ομήρου είναι για τον ποιητή συνάμα κληρονομιά κι ευθύνη, καθώς αισθάνεται πως η γλώσσα αυτή δεν πρέπει να προδοθεί και δεν πρέπει να ξεπέσει. Η γλώσσα που υπηρέτησε τη διάνοια του Ομήρου και τόσο σημαντικών φιλοσόφων και ποιητών, δεν πρέπει να παραμεληθεί. Η γλώσσα αυτή, έχοντας εκφράσει κι έχοντας δώσει ζωή σε ιδέες καινοφανείς και πολύτιμες, είναι για τον Ελύτη -και για κάθε Έλληνα- η μοναδική του έγνοια, καθώς παραμένει ζωντανή και ικανή να δώσει και πάλι νέα ώθηση στην ανθρώπινη σκέψη.
Ἐκεῖ σπάροι καί πέρκες
ἀνεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μές στά γαλάζια
ὅσα εἶδα στά σπλάχνα μου ν’ ἀνάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
μέ τά πρῶτα λόγια τῶν Σειρήνων
ὄστρακα ρόδινα μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη.
Η σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με το φυσικό τοπίο, με το χώρο που τη γέννησε, είναι για τον ποιητή μια σχέση πρόδηλη και γίνεται αντιληπτή άλλωστε κι απ’ τον τρόπο που ο ίδιος αισθάνεται μέσα του την επαφή του με τη γλώσσα. Γλώσσα και φυσικό τοπίο -δύο ισότιμα στοιχεία της ιδιαίτερης υπόστασης του ποιητή- συμβαδίζουν μαζί σε μια πορεία αιώνων.
Οι σπάροι κι οι πέρκες, δηλωτικά του φυσικού τοπίου, συνδέονται στο κάλεσμα μιας παρήχησης (ρ) με τα ανεμόδαρτα ρήματα, τα ρήματα που δοκιμάστηκαν απ’ τη μανία της φύσης κι απέκτησαν μερίδιο της ομορφιάς της, ρήματα όμορφα και δυνατά, σαν τα πράσινα ρεύματα μες στο γαλάζιο της θάλασσας.
Συνειρμικά και παρηχητικά ο ποιητής δένει αξεδιάλυτα τη γλώσσα με τη φύση, αποδίδοντας την εύλογη σύνδεση των δύο στοιχείων, καθώς οι λέξεις της ελληνικής δεν κατέχουν μόνο την αξία του σημαίνοντος, αλλά και μιαν αυτόνομη ομορφιά, ανάλογη αυτής του σημαινόμενου.
Η ομορφιά της ελληνικής γλώσσας στην αξεδιάλυτη σύνδεσή της με την ελληνική φύση, όπως αποδόθηκε όχι μόνο στα χρόνια της γένεσής της, αλλά και όπως τη βίωσε ο ίδιος ο ποιητής, καθώς αισθάνθηκε για πρώτη φορά τη μαγεία που ασκεί το άκουσμά της. Όσα είδε ν’ ανάβουνε στα σπλάχνα του, μαγεμένος απ’ την ακατάλυτη γοητεία της, ήταν εικόνες της ελληνικής φύσης, που αναδύθηκαν μέσα του αυτόκλητες κι οργανικά συνδεδεμένες με τους ήχους μιας γλώσσας που έλκει σαν το ερωτικό τραγούδι των Σειρήνων.
Οι λέξεις που θα δομήσουν το λόγο και την ποίησή του, είναι λέξεις μιας γλώσσας σφυρηλατημένης στις αντιθέσεις και δοκιμασμένης απ’ την πρώτη της αρχή. Τα ρόδινα όστρακα, που παραπέμπουν στη γένεση της γλώσσας, συνδέονται συγχρονικά με τα πρώτα μαύρα ρίγη, με τα δυσοίωνα ρίγη που προμηνύουν κινδύνους, για ένα έθνος που γνώρισε από νωρίς τις δοκιμασίες του πολέμου. Η ελληνική γλώσσα ακολουθεί τη μοίρα του ελληνικού έθνους, σε κινδύνους και δοκιμασίες, κι είναι στις δοκιμασίες αυτές που ο ποιητής διατηρεί ως μόνη του έγνοια τη γλώσσα· μέλημα διαρκές για έναν θεράποντα του ελληνικού λόγου.
Ἐκεῖ ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θεῖοι κι ἐξάδελφοι
τό λάδι ἀδειάζοντας μές στά πελώρια κιούπια·
καί πνοές ἀπό τη ρεματιά εὐωδιάζοντας
λυγαριά καί σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
μέ τά πρῶτα πιπίσματα τῶν σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι!
Μετά τις εικόνες της θάλασσας και την επαφή της γλώσσας με το σημαντικό αυτό κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας, ο ποιητής περνά στο στεριανό τοπίο και στις μνήμες της παιδικής ηλικίας. Η γλώσσα παρούσα κι εκεί να ονοματίσει καθετί γύρω του «ρόδια, κυδώνια», να εκφράσει το θαυμασμό των πρώτων προτύπων του ποιητή «θεοί μελαχρινοί», που δεν είναι άλλοι απ’ τους θείους και τα ξαδέλφια. Τα παρηχητικά παιχνιδίσματα δίνουν μελωδικότητα στους στίχους και αναδεικνύουν κρυφά μονοπάτια ανάμεσα στις λέξεις (θεοί – θείοι).
Πράξεις της καθημερινότητας -το άδειασμα του λαδιού στα πελώρια πιθάρια- που χαρακτηρίζουν τη ζωή στην Κρήτη απ’ τη μινωική εποχή αδιάκοπα μέχρι τα χρόνια του ποιητή. Πρώτες εικόνες της παιδικής ηλικίας που πλουτίζονται με την ευλογία των γεμάτων ευωδία πνοών απ’ τη ρεματιά, που φέρνουν στο χώρο μεθυστικά αρώματα από τις λυγαριές, τα σπάρτα και τις πιπερόριζες. Ευωδιές που χαράζονται στη μνήμη, αποτελώντας το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο που χρωματίζει τα παιδικά χρόνια του ποιητή.
Οι ευωδιές, μάλιστα, συνδυάζονται με τα πιπίσματα των νεογνών σπίνων, χτίζοντας έναν ολόκληρο κόσμο ήχων και μυρωδιών, που θα μείνει για πάντα ο ευδαιμονικός χώρος των παιδικών χρόνων και της ξεγνοιασιάς. Εμφανής η παρήχηση του «π», στο πέρασμα από τις ευωδιές της πιπερόριζας στα πιπίσματα των σπίνων.
Οι ήχοι της φύσης κατόπιν θα δεθούν αρμονικά και με τις πρώτες γλυκές ψαλμωδίες απ’ τους εκκλησιαστικούς ύμνους. Οι λειτουργίες στην εκκλησία, με τους βυζαντινούς ύμνους που αποτελούν έναν μικρό γρίφο για κάθε ελληνόπουλο, είναι τα πρώτα ακούσματα του ποιητή, που ενισχύουν την αγάπη του για την πολύπτυχη αυτή γλώσσα. Έτσι, και στο άκουσμα των πρώτων Δόξα Σοι, σε μικρή μάλιστα ηλικία, μονάχη έγνοια του ποιητή η ελληνική γλώσσα, πάντοτε πολύπλευρη, αινιγματική, μαγευτική.
Ἐκεῖ δάφνες και βάγια
θυμιατό καί λιβάνισμα
τίς πάλες εὐλογώντας καί τά καριοφίλια.
Στό χῶμα τό στρωμένο μέ τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
καί Χριστός Ανέστη
μέ τά πρῶτα σμπάρα τῶν Ἑλλήνων.
Ἀγάπες μυστικές μέ τά πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου!
Την ελληνική φύση και τις μνήμες των παιδικών χρόνων, διαδέχονται εικόνες που έχουν συνδυαστεί με την ελληνική επανάσταση του 1821. Οι δάφνες και τα βάγια την Κυριακή των Βαΐων, την Κυριακή πριν απ’ το Πάσχα, όπου οι εκκλησίες ευλόγησαν τις σπάθες και τα όπλα των ελλήνων επαναστατών. Κι ύστερα η τσίκνα απ’ το ψήσιμο των αρνιών, τα τσουγκρίσματα των αυγών και η ανταλλαγή ευχών, με τους πρώτους πυροβολισμούς των Ελλήνων να δονούν τον αέρα.
Η παράλληλη πορεία του ελληνισμού με τη χριστιανική θρησκεία είναι κάτι που τιμάται απ’ τον ποιητή, ο οποίος αναγνωρίζει την πολύτιμη προσφορά της εκκλησίας στους αγώνες των Ελλήνων. Η εκκλησία στάθηκε πάντοτε ακλόνητο στήριγμα για τους Έλληνες, που στρέφονται πάντοτε σ’ αυτή για ηθική, πνευματική, αλλά και υλική ενίσχυση, στις δύσκολες περιόδους της ιστορίας τους.
Η πίστη των Ελλήνων στο Θεό και η ανάδειξη της εκκλησίας σε αναμφισβήτητο πνευματικό ηγέτη τους, είναι στοιχεία που διέσωσαν τον ελληνισμό ακόμη και στις πιο σκληρές δοκιμασίες του. Είτε επρόκειτο για την περίοδο της τουρκοκρατίας είτε για τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, η εκκλησία αποτέλεσε πάντοτε το ιερό καταφύγιο των Ελλήνων. Η εκκλησία στάθηκε αυστηρός θεματοφύλακας των παραδόσεων και της γλώσσας, του ήθους και της ελληνικότητας, του δοκιμαζόμενου λαού.
Παραμένοντας στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ο Ελύτης τιμά τον εθνικό μας ποιητή, που έδωσε με τους συλλογισμούς και το έργο του το παράδειγμα στους πνευματικούς απογόνους του. «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στό νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καί γλώσσα;» έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός, κατευθύνοντας όχι μόνο τη δική του πορεία, αλλά και θέτοντας ένα σημαντικό πρότυπο για τους μεταγενέστερους ποιητές. «Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου», γράφει ο Ελύτης, τιμώντας το Σολωμό και τονίζοντας την αγάπη και το διαρκές ενδιαφέρον του για την πολύτιμη αυτή γλώσσα.
Η ελληνική γλώσσα βέβαια, δεν είναι η μόνη έγνοια του Ελύτη, που ακολουθώντας κι εδώ το παράδειγμα του Σολωμού -στο έργο του οποίου έχει θητεύσει- διατηρεί την αγάπη για την πατρίδα και για την ελευθερία της ως τιμαλφές μέλημά του.
Οι μυστικές αγάπες με τα πρώτα λόγια του Ύμνου, αποκαλύπτουν την επίδραση που άσκησε ο Σολωμός, όχι μόνο στον ποιητή, αλλά και σε κάθε Έλληνα που με συγκίνηση ακούει και μελετά τον εθνικό μας ύμνο. «Σε γνωρίζω από την κόψη / Του σπαθιού την τρομερή...». Η βαθιά ανάγκη των Ελλήνων για τη διασφάλιση της ελευθερίας τους θα τους ωθήσει στην ηρωική επανάσταση του 1821, στα χρόνια του Σολωμού, και θα τους οπλίσει με δύναμη και στα χρόνια του Ελύτη κατά την επώδυνη περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Η συνάντηση του Ελύτη με το Σολωμό δεν είναι τυχαία, τόσο γιατί ιστορικά ζουν και οι δύο ποιητές σε δύσκολα χρόνια για το ελληνικό έθνος, όσο και γιατί θέτουν κι οι δύο την ελληνική γλώσσα ως βασική τους προτεραιότητα. Αγώνες για την ελευθερία και συνεχείς προσπάθειες για την ελληνική γλώσσα είναι το κοινό πεδίο των δύο μεγάλων ποιητών μας.
Tα κεριά. Κωνσταντίνου Καβάφη.
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων•
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω• με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Το ποίημα «Κεριά» είναι ένα από τα απλούστερα ως προς τη σύλληψή τους ποιήματα, παράλληλα όμως κι ένα από τα πλέον αποτελεσματικά ως προς τη μετάδοση των συναισθημάτων του ποιητή. Η εικόνα με τα σβησμένα κεριά του παρελθόντος αιχμαλωτίζει τη φαντασία του αναγνώστη και μεταδίδει την απελπισία του ποιητή, ο οποίος παρακολουθεί τις μέρες της ζωής του να περνούν με γοργούς ρυθμούς.
Η αισιόδοξη άποψη του ποιήματος είναι τα ζεστά και ζωηρά κεριά που συμβολίζουν τις μέρες του μέλλοντος. Η αισιόδοξη οπτική όμως καλύπτει μόλις την πρώτη στροφή του ποιήματος, καθώς εκείνο που πραγματικά απασχολεί τον ποιητή είναι οι μέρες που πέρασαν, τα κεριά που έσβησαν. Μια θλιβερή γραμμή από σβησμένα κεριά είναι το παρελθόν μας, όπως παρουσιάζεται σ’ αυτό το ποίημα, μια γραμμή που διαρκώς μεγαλώνει. Είναι αξιοσημείωτο πως ο Καβάφης δίνει εδώ την πιο απογοητευτική εικόνα του παρελθόντος, υπό την έννοια πως ο ποιητής συνήθως στρέφεται στις αναμνήσεις και στο παρελθόν του με νοσταλγία, καθώς από αυτό αντλεί τις πιο ευχάριστες στιγμές της ζωής του. Βέβαια, εδώ ο Καβάφης κοιτά τις μέρες που πέρασαν μόνο ως στοιχείο που δηλώνει ότι η ζωή μας περνά με γοργούς ρυθμούς, γι’ αυτό και οι μέρες του παρελθόντος δίνονται ως μια θλιβερή γραμμή.
Ο ποιητής δηλώνει πως δε θέλει να κοιτάζει τα σβησμένα κεριά, τις μέρες που πέρασαν, γιατί στεναχωριέται όταν θυμάται το φως που είχαν πρώτα, όταν θυμάται δηλαδή πως κάποτε οι περασμένες αυτές ημέρες αποτελούσαν το παρόν και το μέλλον του. Ό,τι κάποτε αποτελούσε το ποθητό μέλλον, έχει πια περάσει και βρίσκεται στο παρελθόν. Κάθε κερί δε διαρκεί παρά ελάχιστα και σύντομα έχει κι αυτό σβήσει, κάθε μέρα προσφέρει για λίγο το φως της κι αμέσως περνά και γίνεται μέρος της θλιβερής γραμμής των σβησμένων κεριών.
Ο ποιητής κοιτά εμπρός, τα αναμμένα του κεριά, τις μέρες που πρόκειται να έρθουν και προσπαθεί να επικεντρωθεί στο μέλλον του. Οι μέρες βέβαια του μέλλοντος δεν είναι δεδομένες, ούτε αν θα έρθουν ούτε πόσες θα είναι, το μόνο δεδομένο είναι αυτό που έχουμε ήδη ζήσει, αυτό που έχει πια τελειώσει, κι αυτό δυστυχώς δεν μπορεί πια να επανέλθει.
Δε θέλει, δηλώνει ο ποιητής, να γυρίσει πίσω το βλέμμα του, για να μη δει πόσο γρήγορα η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, πόσο γρήγορα πληθαίνουν τα σβησμένα κεριά. Ο ποιητής απελπίζεται όταν σκέφτεται πόσο γρήγορα περνά η ζωή του κι αυτή τη διαπίστωση επιχειρεί να μοιραστεί μαζί μας, ίσως σαν μια υπενθύμιση πως η ζωή δε διαρκεί για πάντα, ίσως μάλιστα να μη διαρκέσει και πολύ, γι’ αυτό θα πρέπει να απολαμβάνουμε τα χρυσά και ζωηρά κεράκια, όσο είναι ακόμη αναμμένα.
Πηγήlatistor.blogspot.com/
EΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ