«Εισάκουσέ
με θεά, που δίνεις το φως στους ανθρώπους, ω Ηώ, ακτινοβολούσα με το
κόκκινο λαμπρό φως κι αγγελιοφόρε του ενδόξου θεού, του λαμπρού Τιτάνα.
Εσύ είσαι που τη σκοτεινή διαδρομή της νύχτας απομακρύνεις με την
εμφάνισή σου στέλνοντάς την στα έγκατα της γης...
Εσύ προηγείσαι των ανθρωπίνων έργων, αφού διευκολύνεις τη ζωή των ανθρώπων. Με την εμφάνισή σου ζωογονείται η γενεά των ανθρώπων, διότι κανείς δεν αποστρέφει το πρόσωπό του από εσένα, που είσαι η μεγαλύτερη θεά όλων, απομακρύνοντας το γαλήνιο ύπνο απ’ τα ανθρώπινα βλέφαρα κάνοντας κάθε άνθρωπο να τέρπεται αντικρίζοντας σε, όπως αυτό συμβαίνει σε κάθε ερπετό, σ’ όλες τις οικογένειες των ζώων, των πτηνών και πολλών γενών των θαλασσινών ζώων. Εσύ που οδηγείς συνεχώς τους ανθρώπους δίδοντάς τους την εργασία στη ζωή για να επιβιώσουν. Μακάρι, ω, αγνή και ευτυχή θεά, να καλύψεις με το ιερό φως σου τους μυημένους».
Κλῦθι, θεά, θνητοῖς φαεσίμβροτον ἦμαρ ἄγουσα, Ἠὼς λαμπροφαής, ἐρυθαινομένη κατὰ κόσμον, ἀγγέλτειρα θεοῦ μεγάλου Τιτᾶνος ἀγαυοῦ, ἣ νυκτὸς ζοφερήν τε καὶ αἰολόχρωτα πορείην ἀντολίαις ταῖς σαῖς πέμπεις ὑπὸ νέρτερα γαίης· ἔργων ἡγήτειρα, βίου πρόπολε θνητοῖσιν· ἧι χαίρει θνητῶν μερόπων γένος· οὐδέ τίς ἐστιν, ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν, ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις, πᾶς δὲ βροτὸς γήθει, πᾶν ἑρπετὸν ἄλλα τε φῦλα τετραπόδων πτηνῶν τε καὶ εἰναλίων πολυεθνῶν· πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις. ἀλλά, μάκαιρ᾽, ἁγνή, μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις.
Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ
την τρομερή, που με τον Άρη έργα πολεμικά σχεδιάζει...
και λεηλασίες πόλεων, πολέμους κι αλαλάγματα,
και προστατεύει το στρατό κι όταν υποχωρεί κι όταν ορμάει.
Χαίρε θεά, δος μου καλοτυχία κι ευδαιμονία.`
Παλλάδ’ Ἀθηναίην ἐρυσίπτολιν ἄρχομ’ ἀείδειν,
δεινήν, ᾗ σὺν Ἄρηι μέλει πολεμήια ἔργα
περθόμεναί τε πόληες ἀϋτή τε πτόλεμοί τε,
καί τ’ ἐῤῥύσατο λαὸν ἰόντα τε νισσόμενόν τε.
χαῖρε, θεά, δὸς δ’ ἄμμι τύχην εὐδαιμονίην τε.
Την Άρτεμη την αδερφή του Εκάτου ύμνησε Μούσα
την τοξότρια παρθένα, ομογάλακτη του Απόλλωνα,
αυτή που τ’ άλογα του βουρλοσκεπασμένου Μέλητος ποτίζει..
και γρήγορα το άρμα τ’ ολόχρυσο απ’ τη Σμύρνη το πηγαίνει
στην αμπελόφυτη την Κλάρο, εκεί που ο αργυρότοξος Απόλλων
κάθεται την τηλεύστοχη τοξότρια περιμένοντας.
Έτσι κι εσύ κι όλες οι θεές μαζί σου ας χαίρεσαι με το άσμα μου,
όμως εγώ εσένα πρώτα κι από σένα αρχίζω να υμνώ,
κι αφού από σένα αρχίσω θα περάσω σ’ άλλον ύμνο.
Ἄρτεμιν ὕμνει, Μοῦσα, κασιγνήτην Ἑκάτοιο.
παρθένον ἰοχέαιραν, ὁμότροφον Ἀπόλλωνος,
ἥθ’ ἵππους ἄρσασα βαθυσχοίνοιο Μέλητος
ῥίμφα διὰ Σμύρνης παγχρύσεον ἅρμα διώκει
ἐς Κλάρον ἀμπελόεσσαν, ὅθ’ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν.
καὶ σὺ μὲν οὕτω χαῖρε θεαί θ’ ἅμα πᾶσαι ἀοιδῇ:
αὐτὰρ ἐγώ σε πρῶτα καὶ ἐκ σέθεν ἄρχομ’ ἀείδειν,
σεῦ δ’ ἐγὼ ἀρξάμενος μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον.
Ώ Περσεφόνη, θυγατέρα του μεγάλου Διός.
έλα ώ μακαριά, συ η μονογενής θεά, και δέξου την θυσίαν την ευάρεστη πολύτιμε σύζυγε του Πλούτωνος, ένδοξε, πού δίδεις ζωήν...
πού κατέχεις τάς πύλας του Άδου εις τα υποχθόνια της γης.
Πραξιδίκη με τα επέραστα πλοκάμια, της Δηούς αγνό βλαστάρι (τέκνον). μητέρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των καταχθόνιων (των νεκρών), την κόρην πού εγέννησεν ό Ζευς με ανέκφραστον τοκετό ώ μητέρα του πολύβροντου και πολύμορφου Ευβουλέως πού παίζεις μαζί με τις εποχές και φέρεις το φως εσύ με την ωραίαν μορφήν σεμνή, παντοδύναμος κόρη που είσαι γεμάτη από καρπούς, και φέγγεις λαμπρά έχεις κέρατα, και εσύ μόνον είσαι περιπόθητη εις τους ανθρώπους διότι είσαι εαρινή και χαίρεσαι με τις πνοές των λιβαδιών, και φανερώνεις το ιερόν σώμα σου τους βλαστούς, που παράγουν χλωρούς καρπούς ενυμφεύθης το φθινόπωρον κατόπιν αρπαγής μόνη εσύ είσαι η ζωή και ο θάνατος εις τους ανθρώπους τους πολυβασανισμένους, διότι συ ή Φερσεφόνη (η Περσεφόνη) φέρεις πάντοτε την ζωήν (την άνοιξιν) και τα πάντα φονεύεις (τον χειμώνα). Άκουσε με μακαρία θεά και φέρε καρπούς εις την γην, δίδε ειρήνη και εύχάριστον υγείαν και βίον ευτυχή, πού οδηγεί ώ βασίλισσα, τα ήσυχα γηρατειά κάτω προς τον ιδικόν σου χώρον και προς τον δυνατόν Πλούτωνα.
Φερσεφόνη, θύγατερ μεγάλου Διός, ἐλθέ, μάκαιρα, μουνογένεια θεά, κεχαρισμένα δ᾽ ἱερὰ δέξαι, Πλούτωνος πολύτιμε δάμαρ, κεδνή, βιοδῶτι, ἣ κατέχεις Ἀίδαο πύλας ὑπὸ κεύθεα γαίης, Πραξιδίκη, ἐρατοπλόκαμε, Δηοῦς θάλος ἁγνόν, Εὐμενίδων γενέτειρα, ὑποχθονίων βασίλεια, ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην, μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος, Ὡρῶν συμπαίκτειρα, φαεσφόρε, ἀγλαόμορφε, σεμνή, παντοκράτειρα, κόρη καρποῖσι βρύουσα, εὐφεγγής, κερόεσσα, μόνη θνητοῖσι ποθεινή, εἰαρινή, λειμωνιάσιν χαίρουσα πνοῆισιν, ἱερὸν ἐκφαίνουσα δέμας βλαστοῖς χλοοκάρποις, ἁρπαγιμαῖα λέχη μετοπωρινὰ νυμφευθεῖσα, ζωὴ καὶ θάνατος μούνη θνητοῖς πολυμόχθοις, Φερσεφόνη· φέρβεις γὰρ ἀεὶ καὶ πάντα φονεύεις. κλῦθι, μάκαιρα θεά, καρποὺς δ᾽ ἀνάπεμπ᾽ ἀπὸ γαίης εἰρήνηι θάλλουσα καὶ ἠπιοχείρωι ὑγείαι καὶ βίωι εὐόλβωι λιπαρὸν γῆρας κατάγοντι πρὸς σὸν χῶρον, ἄνασσα, καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα.
Εσύ προηγείσαι των ανθρωπίνων έργων, αφού διευκολύνεις τη ζωή των ανθρώπων. Με την εμφάνισή σου ζωογονείται η γενεά των ανθρώπων, διότι κανείς δεν αποστρέφει το πρόσωπό του από εσένα, που είσαι η μεγαλύτερη θεά όλων, απομακρύνοντας το γαλήνιο ύπνο απ’ τα ανθρώπινα βλέφαρα κάνοντας κάθε άνθρωπο να τέρπεται αντικρίζοντας σε, όπως αυτό συμβαίνει σε κάθε ερπετό, σ’ όλες τις οικογένειες των ζώων, των πτηνών και πολλών γενών των θαλασσινών ζώων. Εσύ που οδηγείς συνεχώς τους ανθρώπους δίδοντάς τους την εργασία στη ζωή για να επιβιώσουν. Μακάρι, ω, αγνή και ευτυχή θεά, να καλύψεις με το ιερό φως σου τους μυημένους».
Κλῦθι, θεά, θνητοῖς φαεσίμβροτον ἦμαρ ἄγουσα, Ἠὼς λαμπροφαής, ἐρυθαινομένη κατὰ κόσμον, ἀγγέλτειρα θεοῦ μεγάλου Τιτᾶνος ἀγαυοῦ, ἣ νυκτὸς ζοφερήν τε καὶ αἰολόχρωτα πορείην ἀντολίαις ταῖς σαῖς πέμπεις ὑπὸ νέρτερα γαίης· ἔργων ἡγήτειρα, βίου πρόπολε θνητοῖσιν· ἧι χαίρει θνητῶν μερόπων γένος· οὐδέ τίς ἐστιν, ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν, ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις, πᾶς δὲ βροτὸς γήθει, πᾶν ἑρπετὸν ἄλλα τε φῦλα τετραπόδων πτηνῶν τε καὶ εἰναλίων πολυεθνῶν· πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις. ἀλλά, μάκαιρ᾽, ἁγνή, μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις.
Ομηρικός ύμνος στην Αφροδίτη
δίνει μειλίχια δώρα, και το ερωτοπόθητό της πρόσωπο
πάντα χαμογελάει και λάμψη ερωτική το τριγυρίζει...
Χαίρε βασίλισσα της ομορφοχτισμένης Σαλαμίνος
και της θάλασσας Κύπρου, δος μου το περιπόθητο άσμα.
Όμως εγώ και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.
κυπρογενῆ Κυθέρειαν ἀείσομαι, ἥτε βροτοῖσι
μείλιχα δῶρα δίδωσιν, ἐφ’ ἱμερτῷ δὲ προσώπῳ
αἰεὶ μειδιάει καὶ ἐφ’ ἱμερτὸν θέει ἄνθος.
χαῖρε, θεά, Σαλαμῖνος ἐυκτιμένης μεδέουσα
εἰναλίης τε Κύπρου: δὸς δ’ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν.
αὐτὰρ ἐγὼ καὶ σεῖο καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς.
πάντα χαμογελάει και λάμψη ερωτική το τριγυρίζει...
Χαίρε βασίλισσα της ομορφοχτισμένης Σαλαμίνος
και της θάλασσας Κύπρου, δος μου το περιπόθητο άσμα.
Όμως εγώ και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.
κυπρογενῆ Κυθέρειαν ἀείσομαι, ἥτε βροτοῖσι
μείλιχα δῶρα δίδωσιν, ἐφ’ ἱμερτῷ δὲ προσώπῳ
αἰεὶ μειδιάει καὶ ἐφ’ ἱμερτὸν θέει ἄνθος.
χαῖρε, θεά, Σαλαμῖνος ἐυκτιμένης μεδέουσα
εἰναλίης τε Κύπρου: δὸς δ’ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν.
αὐτὰρ ἐγὼ καὶ σεῖο καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς.
Ομηρικός ύμνος Αθηνάς
Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ
την τρομερή, που με τον Άρη έργα πολεμικά σχεδιάζει...
και λεηλασίες πόλεων, πολέμους κι αλαλάγματα,
και προστατεύει το στρατό κι όταν υποχωρεί κι όταν ορμάει.
Χαίρε θεά, δος μου καλοτυχία κι ευδαιμονία.`
δεινήν, ᾗ σὺν Ἄρηι μέλει πολεμήια ἔργα
περθόμεναί τε πόληες ἀϋτή τε πτόλεμοί τε,
καί τ’ ἐῤῥύσατο λαὸν ἰόντα τε νισσόμενόν τε.
χαῖρε, θεά, δὸς δ’ ἄμμι τύχην εὐδαιμονίην τε.
Ομηρικός ύμνος στην Άρτεμη
Την Άρτεμη την αδερφή του Εκάτου ύμνησε Μούσα
την τοξότρια παρθένα, ομογάλακτη του Απόλλωνα,
αυτή που τ’ άλογα του βουρλοσκεπασμένου Μέλητος ποτίζει..
και γρήγορα το άρμα τ’ ολόχρυσο απ’ τη Σμύρνη το πηγαίνει
στην αμπελόφυτη την Κλάρο, εκεί που ο αργυρότοξος Απόλλων
κάθεται την τηλεύστοχη τοξότρια περιμένοντας.
Έτσι κι εσύ κι όλες οι θεές μαζί σου ας χαίρεσαι με το άσμα μου,
όμως εγώ εσένα πρώτα κι από σένα αρχίζω να υμνώ,
κι αφού από σένα αρχίσω θα περάσω σ’ άλλον ύμνο.
Ἄρτεμιν ὕμνει, Μοῦσα, κασιγνήτην Ἑκάτοιο.
παρθένον ἰοχέαιραν, ὁμότροφον Ἀπόλλωνος,
ἥθ’ ἵππους ἄρσασα βαθυσχοίνοιο Μέλητος
ῥίμφα διὰ Σμύρνης παγχρύσεον ἅρμα διώκει
ἐς Κλάρον ἀμπελόεσσαν, ὅθ’ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν.
καὶ σὺ μὲν οὕτω χαῖρε θεαί θ’ ἅμα πᾶσαι ἀοιδῇ:
αὐτὰρ ἐγώ σε πρῶτα καὶ ἐκ σέθεν ἄρχομ’ ἀείδειν,
σεῦ δ’ ἐγὼ ἀρξάμενος μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον.
Ορφικός Ύμνος Περσεφόνης
έλα ώ μακαριά, συ η μονογενής θεά, και δέξου την θυσίαν την ευάρεστη πολύτιμε σύζυγε του Πλούτωνος, ένδοξε, πού δίδεις ζωήν...
πού κατέχεις τάς πύλας του Άδου εις τα υποχθόνια της γης.
Πραξιδίκη με τα επέραστα πλοκάμια, της Δηούς αγνό βλαστάρι (τέκνον). μητέρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των καταχθόνιων (των νεκρών), την κόρην πού εγέννησεν ό Ζευς με ανέκφραστον τοκετό ώ μητέρα του πολύβροντου και πολύμορφου Ευβουλέως πού παίζεις μαζί με τις εποχές και φέρεις το φως εσύ με την ωραίαν μορφήν σεμνή, παντοδύναμος κόρη που είσαι γεμάτη από καρπούς, και φέγγεις λαμπρά έχεις κέρατα, και εσύ μόνον είσαι περιπόθητη εις τους ανθρώπους διότι είσαι εαρινή και χαίρεσαι με τις πνοές των λιβαδιών, και φανερώνεις το ιερόν σώμα σου τους βλαστούς, που παράγουν χλωρούς καρπούς ενυμφεύθης το φθινόπωρον κατόπιν αρπαγής μόνη εσύ είσαι η ζωή και ο θάνατος εις τους ανθρώπους τους πολυβασανισμένους, διότι συ ή Φερσεφόνη (η Περσεφόνη) φέρεις πάντοτε την ζωήν (την άνοιξιν) και τα πάντα φονεύεις (τον χειμώνα). Άκουσε με μακαρία θεά και φέρε καρπούς εις την γην, δίδε ειρήνη και εύχάριστον υγείαν και βίον ευτυχή, πού οδηγεί ώ βασίλισσα, τα ήσυχα γηρατειά κάτω προς τον ιδικόν σου χώρον και προς τον δυνατόν Πλούτωνα.
Φερσεφόνη, θύγατερ μεγάλου Διός, ἐλθέ, μάκαιρα, μουνογένεια θεά, κεχαρισμένα δ᾽ ἱερὰ δέξαι, Πλούτωνος πολύτιμε δάμαρ, κεδνή, βιοδῶτι, ἣ κατέχεις Ἀίδαο πύλας ὑπὸ κεύθεα γαίης, Πραξιδίκη, ἐρατοπλόκαμε, Δηοῦς θάλος ἁγνόν, Εὐμενίδων γενέτειρα, ὑποχθονίων βασίλεια, ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην, μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος, Ὡρῶν συμπαίκτειρα, φαεσφόρε, ἀγλαόμορφε, σεμνή, παντοκράτειρα, κόρη καρποῖσι βρύουσα, εὐφεγγής, κερόεσσα, μόνη θνητοῖσι ποθεινή, εἰαρινή, λειμωνιάσιν χαίρουσα πνοῆισιν, ἱερὸν ἐκφαίνουσα δέμας βλαστοῖς χλοοκάρποις, ἁρπαγιμαῖα λέχη μετοπωρινὰ νυμφευθεῖσα, ζωὴ καὶ θάνατος μούνη θνητοῖς πολυμόχθοις, Φερσεφόνη· φέρβεις γὰρ ἀεὶ καὶ πάντα φονεύεις. κλῦθι, μάκαιρα θεά, καρποὺς δ᾽ ἀνάπεμπ᾽ ἀπὸ γαίης εἰρήνηι θάλλουσα καὶ ἠπιοχείρωι ὑγείαι καὶ βίωι εὐόλβωι λιπαρὸν γῆρας κατάγοντι πρὸς σὸν χῶρον, ἄνασσα, καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα.
ΠΗΓΗ: http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr
ANIXNEYTHS ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
ANIXNEYTHS ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ