Τα αρχαία ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι Έλληνες. Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι, τα αρχαία ελληνικά δεν θέλουν ούτε να τ’ ακούσουν. Και το χειρότερο είναι, πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.
Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα αρχαία ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του. Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο. Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου. Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης.
«Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους Έλληνες και όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.
Βέβαια, για τα φορτία όλου αυτού του κακού, ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι Έλληνες και τα κείμενά τους. Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: Οι δάσκαλοι φταίνε· οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει, που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ. Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν. Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το «Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!
Η ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας, όπως είναι φυσικό. Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο επώδυνη και η πιο κολασπκή, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές. Το αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της πανάρχαιας ελληνικής θάλασσας. Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε «das uralte griechische Meer» (η αρχαία ελληνική θάλασσα), και έσκυβε την κεφαλή με κατάνυξη.
Γιατί τάχα. Και οι Ιταλοί στη γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο πεδίο. Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης;
Βέβαια το φαινόμενο είναι σύνθετο και έχει πολλές αιτίες. Ωστόσο ο θεμελιώδης λόγος εντοπίζεται στον εγκληματικό τρόπο, που μέσα από την παιδεία μεταβιβάζεται στις νέες γενεές η κλασική παράδοση.
Να μη μας το ειπούν, γιατί το γνωρίζουμε, πως εμείς δεν έχουμε Μ.Α.Ν. και A.E.G και Bosch. Δεν έχουμε Ι.Β.Μ. και Gross, και FIAT και General Motors Corporation και Scotch Whisky. Έχουμε όμως μια παράδοση μεγάλη σαν τον Ειρηνικό και σαν τη Σιβηρία. Έχουμε τέτοιο τον ήλιο και τη θάλασσα, που αν γνωρίζαμε να τα βοσκήσουμε και να τα αρμέγουμε, η μικρή μας χώρα, τούτο το πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που έλεγε ο Σεφέρης, θα ήταν εφτά φορές Ελβετία. Και μάλιστα μια Ελβετία χωρίς τα οικονομικά λύματα και όλα τα κλοπιμαία του αιώνα που συσσωρεύουνται εκεί από κλέφτες τύπου Σάχη, και Μάρκος, και Τσαουσέσκου. Όμως άλλα…
Η προειδοποίηση του παλαιού Οδυσσέα να μη σφάξουν οι ναύτες τα γελάδια του Ήλιου, ούτε από τους συντρόφους του καιρού του, ούτε από μας σήμερα λογαριάζεται. Όχι μόνο τον ήλιο μας σφάζουμε, αλλά και τη θάλασσα μαστιγώνουμε, και τον αέρα τον φτύνουμε στο πρόσωπο. Έγινε καυσαέριο πια.
Θέλω να ειπώ πως ο ταξιτζής που κλέβει με το δεκαπλάσιο τον τουρίστα από το Ελληνικό ως το Σύνταγμα, διαφημίζει την ελληνική παιδεία του. Και πως οι χώροι καθαριότητας στα εστιατόρια που ζωντανεύουν τους σταύλους του παλιού Αυγεία, ζωγραφίζουν την παιδεία των Ελλήνων.
Ρωτάς, τι σχέση έχει ο τουρισμός με τα αρχαία ελληνικά. Μα την ίδια ακριβώς που είχε το θέατρο του Διονύσου στην αρχαία Αθήνα με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Για μας το κλίμα, η θάλασσα, και ο ήλιος είναι πρώτες ύλες πρώτης αξίας. Πολύ πιο πολύτιμες από το πετρέλαιο της Νιγηρίας με τα πλούσια οκτάνια, και από το ουράνιο του Καναδά με την πυκνή σχάση.”
…
“…Κοντολογής, την παράσταση της διδασκαλίας την έκλεψε ο ξυλότυπος της οικοδομής. Η προσοχή του μαθητή εγκλωβίστηκε στην εξωτερική μορφή, στην ορατή εικόνα, στο δείγμα επιφάνειας του κλασικού κόσμου. Και αμελήθηκε το ένυλο σάρκωμα.
Σα νά ‘χουμε απέναντι μας τον Αϊνστάιν και τον Αλ Καπόνε, που δεν αποκλείεται μια μέρα του Σικάγου να ταξίδεψαν άγνωστοι με το ίδιο τραίνο. Τους κοιτάμε και βρίσκουμε: Ετούτος τι ατημέλητος γεροντάκος. Κουρασμένος, τριμμένο σακάκι, ματάκια που λησμονήθηκαν, η γραβάτα του κρέμεται στον λαιμό, σφεντόνα του Δαβίδ. Και λησμόνησε να φορέσει την κάλτσα στο αριστερό του ποδάρι. Αλλά ο άλλος; Τι τζέντλεμαν. Κουστούμι παραγγελιά στα Παρίσια, γυαλισμένο υπόδημα, δαχτυλίδι με περικεφαλαία στην πέτρα, και το μαλλί του λάδι στον μουσαμά. Άρχοντας με αγωγή κι από καταγωγή. Ενώ ο πρώτος, όσο τον παρατηρείς, τόσο τον παρομοιάζεις με τον ζητιάνο του Αντρέα Συγγρού, που πήγε κάποτε να τον ελεήσει στην οδό Σταδίου, και τον προφτάξανε την τελευταία στιγμή: «Τι κάνεις, άνθρωπε; Είναι ο Παπαδιαμάντης!».
Τώρα το ποιος είναι από μέσα ο Αλ Καπόνε, και ποιος ο Αϊνστάιν, τα φαινόμενα το κρύβουν. Όμως πρέπει να υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνον που ζούσε στο λαγούμι με τις αράχνες και τη νυχτερίδα, και σ’ εκείνον που συζητά στο τηλέφωνο με τον Θεό, και σε μια στιγμή τον ακούμε να ρωτάει: «Για πες μου μάστορα, για να το μάθω. Μπορούσες να φτιάξεις τον κόσμο αλλιώτικο; Ή αναγκάστηκες να τον φτιάξεις, όπως τον έφτιαξες;».
Γραμματική, λοιπόν, συντακτικό, ετυμολογία, τυπικό, φθογγολογικό, σχήματα λόγου, προσωδία και μέτρα, κανόνες, εξαιρέσεις κανόνων, σημείωση, υποσημείωση, παράγραφος, υπνολαλία, υπνοπαιδεία. Και το ροχαλητό αστραπόβροντο στις σπηλιές.
Εδώ είναι η έρημος και ο άνυδρος τόπος που μας καλεί να λογαριάζουμε, ότι θα μένουν θρυλικά τα λόγια του Μαβίλη: «Με γενικές απόλυτες και ισόκωλα αντί να πάμε ομπρός πάμε πισόκωλα».
Μ’ έναν λόγο, ο μαθητής προακτέος, μόριο αποφατικό, γενική επισκόπηση. Και παραλίγο ο πρωκτοφαντασματοσκόπος του Φάουστ.”
…
“…Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των αρχαίων ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τριπλές» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου τον λόγο: Οι Έλληνες δεν γράψανε· οι Έλληνες ζήσανε. Το ξέρουμε αυτό;
«Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκηση -ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του»·. Αχ! Ο Καβάφης… Πάντα μπροστά μας βγαίνει ο πονηρός ο γέρος.
Σήμερα μία μυλόπετρα πλακώνει την παιδεία των παιδιών μας. Ένας βραχνάς γράφει το παρόν μίζερο, και διαγράφει απαίσιο το μέλλον της χώρας. Γιατί, η αγωγή των νέων είναι κακή. Και η αγωγή των νέων είναι το θεμέλιο της πολιτείας. Και κρίνει τη σωτηρία και την ικμάδα της από το Α ως το Ω. Αφήνω σκόπιμα έξω τα «Έκτορος λύτρα», γιατί εκεί ο χαλασμός και ο θρήνος είναι μέγας. Η παιδεία των νέων είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών. Επένδυση πιο ασφαλή για προοπτική μακρόπνοη δεν πρόκειται να βρεις. Την αλήθεια αυτή τη λαλούν και την κράζουν, από τους νόμους του Λυκούργου μέχρι τους χάρτες του ΟΗΕ. Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας.
Χρειάζεται να στηθούν οδοφράγματα στους δρόμους. Να στηθούν δικαστήρια στις αίθουσες, και ίσως ίσως γκιλοτίνες στις πλατέες. Για να σταυρωθεί το κακό, και να πάψει η βασκανία. Από τον καιρό του Σχινά και του Μαυροκορδάτου, μας βαραίνει ο σοφολογιότατος και ο Φαναριώτης. Το δίκαιο του μέλλοντος όμως, χρειάζεται πολλούς δικαστές, σαν τον Τερτσέτη, τίμιους. Και σαν τον Πολυζωίδη. Για να εξαλειφθούν κάποτε οι αιτίες της δίκης του Κολοκοτρώνη.
Τονίζοντας το δράμα στους ιδικούς μου τόνους, έχω να το κλείσω σε μία πρόταση που δεν δυσωπείται. Είναι πικρή, όσο το παλαιό εκείνο «εάλω η Πόλις», που ακούστηκε κάποτε σε όλη τη Ρωμανία, και κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Η πρόταση λέει: Εμείς, οι Νεοέλληνες, αγνοούμε παντάπασι την κλασική Ελλάδα. Λέγοντας «παντάπασι», φωνάζω μία πράξη. Εννοώ δηλαδή, τις λέξεις με την ακρίβεια του δύο και δύο ίσον τέσσερα.
Είναι χρεία να επισημάνω, κάτι που είναι ομόλογο σε μιζέρια με την πλάνη μέσα στην οποία οι δάσκαλοι μας μάθανε να ζούμε για τους Έλληνες. Το στοιχείο αυτό είναι, πως δεν αγνοούμε μόνο την αλήθεια για την κλασική Ελλάδα, αλλά η εικόνα που αποχτήσαμε γι’ αυτήν, είναι παράμορφη και αντίστροφη. Η παράσταση που έχουμε για τους Έλληνες, έχει μεταξιώσει το σύνταγμα των αξιών, τη φυσικότητα, και την τάξη. Αναποδογύρισε τα πράγματα, και το άσπρο τό ‘καμε μαύρο.”
Πηγή: Αντικλείδι.
Ιχνηλάτης ο Πεπέ της Ουτοπίας.