Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

19.3.16

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ὁ ἔρωτας τῶν χρωμάτων καὶ τῆς προσωπικῆς δημιουργίας

Ἀξιότιμε κύριε,

Ἀπὸ ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι (καὶ μένω ἀπὸ πολλοὺς καιροὺς σ᾿ αὐτὸ τὸ μακρινὸ ἀστέρι), κάπου κάπου ἔχω τὴν περιέργεια καὶ παρακολουθῶ τὰ δικά σας, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ δῶ ἂν θὰ γράψουν κάτι γιὰ μένα, ὅσο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω παλιὲς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Ἡ τύχη τό ῾φερε νὰ κατοικῶ στὸν Παράδεισο περίπου δεκαπέντε χρόνια. Ζῶ ἐντελῶς φανταστικὰ (αὐτὴ τὴ λέξη δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὴν ἐξηγήσω πρόχειρα) καὶ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖ περίπλοκα προβλήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι πὼς δὲν ἔχω κανέναν γνωστό μου γιὰ παρέα. Εἶναι περίεργο καὶ ἐξωφρενικὸ μέσα σὲ τόσες χιλιάδες νὰ μὴν μπορῶ νὰ διακρίνω ἕναν ἄνθρωπο τῆς γειτονιᾶς μου. Ὅσο γιὰ κείνους ποὺ γνώριζα ἀπ᾿ τὶς ἐφημερίδες (ἐπιστήμονες, ἀθλητές, καλλιτέχνες), αὐτοὶ ζοῦν ὅπως τὰ ξέρετε καὶ στὴ Γῆ. Κῆποι, μέγαρα, αὐτοκίνητα καὶ βέβαια μαζί μας καμιὰ ἐπαφή. Νομίζω ὅμως πὼς αὐτὲς οἱ δυσκολίες δημιουργοῦνται καμιὰ φορὰ κι ἀπ᾿ τὶς ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, καθὼς βλέπω νύχτα μέρα νὰ μεταφέρονται σὲ πολὺ μακρινὲς ἀποστάσεις ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε γνωριστήκαμε. Χῶρος φυσικὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ μέχρι νὰ τακτοποιηθοῦν ὅπως πρέπει, τὰ προβλήματα ποὺ ἐμφανίζονται κάποια στιγμὴ δημιουργοῦν ἐξωφρενικὲς δυσχέρειες. Σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς τελευταίους πολέμους μαζεύτηκαν ξαφνικὰ τόσοι πολλοί, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὰ παιδιά τους, ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ τοὺς βάλουν νὰ κοιμοῦνται σὲ ράντζα στοὺς διαδρόμους τῶν κτιρίων μέχρι ν᾿ ἀποφασιστεῖ σὲ ποιὰ κτίρια θὰ τοποθετηθοῦν ὁριστικά. Γιὰ παράδειγμα ἔχω νὰ σᾶς ἀναφέρω, γιὰ τὸ γοῦστο τοῦ πράγματος, τὸ ἑξῆς.
Πρὶν ἀπὸ μένα, στὸ ἴδιο δωμάτιο ποὺ μένω τώρα, ἔμενε κάποιος ποιητής. Μὲ τὴν ποίηση πάντα μὲ ἔδενε μία μυστικὴ σχέση. Ἔχω περάσει πολλὲς νύχτες ἀγρυπνώντας, διαβάζοντας ποιήματα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σαραβαλιασμένο σπίτι τῆς ὁδοῦ Εὐβοίας. Συχνὰ τύχαινε νὰ παρακολουθῶ καὶ ποιητικὰ βραδινὰ ποὺ ἦταν τόσο τῆς μόδας σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἠλίθια χρόνια.
Εἶχα γνωρίσει κάμποσους ποιητὲς καὶ μεταξὺ ἐκείνων κι ἐτοῦτον καὶ χάρηκα ποὺ τὸν συνάντησα καὶ δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα νὰ τοῦ τὸ πῶ καὶ ἴσως νὰ μὲ θυμόταν καὶ νὰ κάναμε παρέα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅταν ἔφτασα, μοῦ λέει ὁ ἄγγελος ἐσὺ θὰ μείνεις ἐδῶ καὶ ὁ ποιητὴς θὰ περάσει ἀπέναντι.
Ὁ ποιητὴς ποὺ ἦταν μονόχνωτος ἄνθρωπος, βασανισμένος εἶναι ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, τὶς φυλακὲς καὶ τὴ γυναίκα του, σηκώθηκε καὶ πῆγε ἀπέναντι μὲ μισὴ καρδιά, ἀλλὰ στὴν ἀπέναντι πολυκατοικία δὲν εἶχε, λέει, ἀρκετὴ θέρμανση κι αὐτὸ τὸν στενοχώρησε.

Ἔρχεται πίσω ἀμέσως καὶ σὰν μαινόμενος ταῦρος μοῦ λέει:

-Ἐσεῖς, κύριε, γράψατε ποτὲ στὴ ζωή σας;

-Ὄχι, λέω ἐγὼ καὶ κοκκινίζω καὶ νὰ τώρα ἐγώ, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχα πεῖ στὴ ζωή μου ψέματα, ἀναγκάζομαι νὰ τοῦ λέω μέσα στὸν Παράδεισο.

-Τότε, μοῦ λέει, ἢ εἶστε μουσικὸς ἢ ζωγράφος.

-Ναί, λέω ἐγὼ καὶ ἀνασαίνω κανονικά, ποὺ ἐπιτέλους λέω καθαρὰ αὐτὸ ποὺ μὲ βασάνισε τόσα χρόνια καὶ ποὺ δὲν τόλμησα ποτὲ νὰ τὸ πῶ καὶ ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν μοῦ ῾χε ἀναγνωρίσει. Εἶμαι ζωγράφος, κύριε.

-Νὰ πᾶτε μὲ τοὺς ζωγράφους, λέει μοχθηρά. Ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση σας.

Ὁ ἄγγελος, ποὺ ὅλη ἐκείνη τὴν ὥρα ἄκουγε σιωπηλός, τοῦ εἶπε πὼς μποροῦσε νὰ κάνει ὑπομονὴ λίγες ὧρες μέχρι νά ῾ρθει ἀπὸ τὴ Γῆ κάποιος ὑδραυλικὸς νὰ διορθώσει τὸ καλοριφέρ. Ὁ ποιητὴς ἦταν ἀνένδοτος. Τὸν παρεκάλεσα κι ἐγώ, ἀλλὰ μάταια. Μ᾿ ἔβαλαν μὲ τοὺς ζωγράφους, λοιπὸν (τοὺς ὁποίους, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, δὲν εἶδα ἀκόμη) καὶ ἡσύχασα, ὥσπου μία μέρα μὲ εἰδοποίησαν ὅτι μποροῦσα νὰ ἐγκατασταθῶ στὸ δωμάτιο τοῦ ποιητῆ. (Φαίνεται ὅτι σκοτεινοὶ κύκλοι μεσολάβησαν καὶ ἤθελαν νὰ μὲ διώξουν ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν ζωγράφων, δεδομένου ὅτι δὲν εἶχα κανενὸς τὴν ἀναγνώριση ὅσο ζοῦσα καὶ δυστυχῶς αὐτὴ ἡ ἄδικη τύχη μὲ ἀκολουθοῦσε καὶ στοὺς οὐρανούς...). Ρώτησα τί συμβαίνει καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ποιητὴς μεταφερόταν ἀλλοῦ, δίπλα στοὺς μεγάλους ποιητὲς τοῦ ταλαιπωρημένου γένους μας, ὅτι στὴ Γῆ εἶχε ἀνακηρυχτεῖ ἀθάνατος κι ὅτι ὑπαίτιος γι᾿ αὐτὸ ἦταν ὁ ποιητὴς Τάκης Σινόπουλος, ποὺ μεσολάβησε καὶ γράφτηκε κάτι γι᾿ αὐτὸν σ᾿ ἕνα περιοδικὸ τῆς συμφορᾶς, μὲ τὴ σκέψη νά ῾χει κάποιον νὰ μιλάει, ὅταν θὰ ῾ρχόταν κι αὐτὸς κάποτε στὰς αἰωνίους μονάς.
Πέρασαν ὅμως τόσα χρόνια καὶ κανένας ἀληθινὸς ποιητὴς δὲν ἔρχεται, δεδομένου ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα μαθαίνονται ἀμέσως. Ἕνας στιχουργὸς ἦρθε μόνο, ταλαιπωρημένος καὶ δυστυχῆς, καὶ μοῦ ῾φερε τὸ ἀπόκομμα τῆς ἐφημερίδας ποὺ γράψατε γιὰ μένα, αὐτὸ ποὺ λέτε ὅτι ἀνακαλύψατε τὰ ἔργα μου σὲ μιὰ ἀποθήκη καὶ ἦταν ἕτοιμα νὰ τὰ πετάξουν στὰ σκουπίδια καὶ τὰ σώσατε - τί εὐγένεια! - καὶ λέτε ἀκόμη ὅτι ἀρχίσατε κιόλας ἔρευνες γιὰ τὴ ζωή μου νὰ μάθετε τὰ τί καὶ τὰ πῶς, τί τὰ θέλετε ἀλήθεια; - καὶ δὲν βρίσκετε, λέτε, κανένα ποὺ νὰ εἶχε ὑποψιαστεῖ ὅτι ζωγράφιζα καὶ δὲν ἔχω δυστυχῶς τὰ ὑπόλοιπα ἄρθρα σας, μοῦ λείπουν, δὲν ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ τὰ βρῶ καὶ πῶς ἄλλωστε νὰ μοῦ τὰ στείλετε, τέλος πάντων.
Συνεχίζω χωρὶς νὰ κρατῶ καμία σειρὰ καὶ ἀπαντώντας ὅσο μπορῶ στὰ πιὸ κύρια σημεῖα τοῦ ἄρθρου σας γιὰ τὴν ἀθέατη ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μου. Κατ᾿ ἀρχὴν ἐδῶ εἶμαι ὑπεύθυνος, κάτι σὰν ἐπιστάτης, σ᾿ ἕνα μεγάλο περιβόλι καὶ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχει πέσει πολλὴ δουλειά. (Συνεχίζω τὸ γράμμα μου ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄρχισα κι αὐτὸ γιατὶ δὲν προλαβαίνω μήτε νὰ τὸ ξαναδιαβάσω μήτε νὰ θυμηθῶ ἂν ἐκεῖνα ποὺ σᾶς ἔγραψα πιὸ πάνω τὰ ξαναγράφω).
Καὶ κάποτε στὴ ζωή μου, λοιπόν, ἦρθαν τὰ πιὸ θλιβερά. Ἔβλεπα νὰ πεθαίνουν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο καὶ τὸ σπίτι μία ἐποχὴ μοῦ φαινόταν πολὺ μικρὸ κι ἄλλοτε ἀπέραντο. Τὸ ἐπάνω πάτωμα εἶχε ἀχρηστευτεῖ σχεδὸν οὔτε ἀνέβαινα πιά, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἄκουγα κάποιους θορύβους καὶ κάτι σὰν λαχανιασμένα τρεχαλητά. Ἤξερα βέβαια πὼς θὰ ἦταν ἀνόητο νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχουν φαντάσματα, ἀλλὰ ὅσο οἱ θόρυβοι μεγάλωναν κάθε νύχτα τόσο καὶ πίστευα πραγματικὰ στὴ μοναξιά μου. Ἔτσι καὶ κάπως ἔτσι ἔμαθα νὰ ζῶ στὴ μοναξιά.
Ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀκολούθησαν, ὄχι πὼς εἶναι δύσκολο νὰ τὰ πῶ, ἀλλὰ ὅση προσοχὴ καὶ νὰ δώσετε δὲν θὰ τὰ καταλάβετε ποτέ. Θέλω νὰ πῶ, ἦταν τὰ δικά μου πράγματα ποὺ δὲν τὰ μοιράστηκα μὲ κανένα. Ὁ φόνος ποὺ ἔγινε ξαφνικὰ ἔφερε μπροστὰ στὰ μάτια μου ἄλλες ἐποχές, ὅταν ξανάβλεπα τὴ θεία μου Ἀννεζούλα νὰ βγαίνει στοὺς δρόμους μὲ τὰ νυχτικά, ξεχτένιστη, σκέτη κόκαλα, τότε ποὺ θά ῾τανε γύρω στὰ ἐνενῆντα καὶ νὰ φωνάζει τὸν αἴτιο γιὰ τὴ ζωή της. Ποιὸν αἴτιο ποτὲ δὲν ἔμαθα. Δικά της πράγματα, σκοτωμένα, χαμένα. Δὲν θυμᾶμαι τὴ σειρὰ ποὺ πέθαναν ὅλοι τους, γιατὶ τὸ ἡμερολόγιο ποὺ κρατοῦσα ἐκεῖνα τὰ χρόνια μία στιγμὴ τό ῾καψα. Ἦρθαν δύσκολες ἐποχὲς κι ἐγὼ ποὺ τότε ζωγράφιζα μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, κολλοῦσα μὲ ἀλευρόκολλα στὸ πίσω μέρος τοῦ πίνακα ἐφημερίδες γιὰ νὰ συγκρατηθεῖ τὸ ἄθλιο χαρτόνι. Τότε ἀναγκάστηκα νὰ νοικιάσω τὸ ἐπάνω πάτωμα.
Στὴν ἀρχὴ ἦρθαν δυὸ φοιτητὲς τῆς φιλολογίας κι ὅταν ἔφυγαν, ἦρθαν κι ἄλλοι κι ἄλλοι, ὥσπου ἔγινε τὸ κακὸ ποὺ σᾶς εἶπα γιὰ δικά τους πράγματα. Εἶναι ἀνόητο αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ συνέβαινε τὸν φόνο νὰ τὸν ἀκούω πολὺν καιρὸ πρὶν γίνει. Μ᾿ αὐτὴ τὴν περιπέτεια πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ἦρθα σ᾿ ἐπαφὴ μὲ δικηγόρους, ἀστυνομίες καὶ δικαστήρια.
Θ᾿ ἀναρωτιέστε ἀκόμη μὲ τί νὰ μοιάζω. Ἔτσι ποὺ γράψατε τὸ ἄρθρο σας ὁ κόσμος νομίζω ὅτι δὲν κατάλαβε τίποτα. Τὰ μάτια μου, ἔτσι ὅπως τὰ περιγράφετε, τὰ τοποθετήσατε στὸ πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ μου, εἶμαι χωρὶς χέρια, μ᾿ ἕνα πόδι ἀνάπηρο, ρημαγμένο ἀπὸ τοὺς ρευματισμοὺς κι ὁ ὑπόλοιπος σακατεμένος ἀπὸ τὴ μυωπία καὶ τὸ ἕλκος.
Τώρα ποὺ σᾶς γράφω γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, αἰσθάνομαι κάτι ἄδειο. Σὰ νά ῾χουν ξεκολλήσει τὰ σπλάγχνα μου. Δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τίποτα. Ἂν βρισκόμαστε κάποτε μαζί, θὰ σᾶς μιλοῦσα ἀλλιῶς καὶ θά ῾τανε καλύτερα. Ἀλλὰ ὅπως μοῦ ἐξήγησαν, ἐδῶ θ᾿ ἀργήσουμε πάρα πολὺ νὰ συναντηθοῦμε. Ἴσως ἂν προσέξετε τ᾿ αὐτοκίνητα, πάρα πάρα πολύ. Ὡς ἐκείνη τὴν ὥρα λοιπὸν θὰ μπορεῖτε νὰ διακρίνετε καλύτερα τὸ μήνυμά μου. Ἀφήνω στὰ χέρια σας πολλὲς λαχτάρες καὶ πολλοὺς φόβους. Ἂν ψάξετε, θὰ τὰ βρεῖτε. Συμβουλὲς δὲν ἔχω νὰ δώσω σὲ κανένα. Ἔχω ἀπαλλαγεῖ ἐδῶ πάνω ἀπὸ πολλὲς ἀδυναμίες. Κάποτε, ξαφνικά, αἰσθάνομαι κάτι νὰ μὲ βασανίζει, ἀλλὰ μπορῶ καὶ ξέρω τί εἶναι. Λέω: αὐτὸ εἶναι ἐπιθυμία γιὰ νερό, γιὰ φαγητό, γιὰ ὕπνο. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ, νὰ συναντήσω καὶ νὰ κοιμηθῶ μὲ μία γυναίκα καὶ τὸ ἄλλο ποὺ ἔνιωσα πρὶν ἀπὸ λίγο, νὰ πάω στὴν τουαλέτα.
Στὴ Γῆ μὲ βασάνισαν πολὺ αὐτὰ τὰ καθημερινὰ καὶ τὰ πρακτικά. Ἰδίως, αὐτὰ τὰ τελευταῖα, μὲ ἀρρώσταιναν. Τύχαινε νὰ μὴν μπορῶ μήτε τὰ ἐλάχιστα. Τὸ χειρότερο: δὲν ἤξερα τί μοῦ συμβαίνει. Τώρα μπορῶ καὶ ἡσυχάζω. Δὲν κοιμᾶμαι καθόλου κι ὅμως, ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκη νὰ κοιμηθῶ ἢ νὰ φάω. Χτυπάω τὰ χέρια μου στ᾿ ἀγκάθια ἢ σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι ἀγκάθια, ἀλλὰ δὲν βγαίνει οὔτε μία σταγόνα αἷμα. Πρῶτα μποροῦσα νὰ πανικοβληθῶ. Ἔχω δέρμα, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι. Καὶ τὰ χέρια μου παρ᾿ ὅλο ποὺ τὰ βλέπω κανονικὰ ἐντούτοις μποροῦν νὰ φτάσουν ὁπουδήποτε.
Ἐδῶ ὑπάρχουν λίμνες καὶ ποτάμια, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχουν μέσα δὲν εἶναι νερό. Οἱ παλιοὶ θρύλοι στὴ Γῆ μιλοῦσαν γιὰ δάκρυα. Μὴν πιστεύετε τίποτα. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ἡ ἄγνοια τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ ἐπινοοῦν τέτοιες ἱστορίες. Δὲν εἶναι λοιπὸν νερὸ μήτε δάκρυα. Καὶ τὰ καράβια ποὺ βλέπω στὶς θάλασσες μὲ ναυάρχους καὶ ναῦτες παρατεταγμένους σὰν λαϊκὲς ζωγραφιὲς ἀπὸ τὸν ἀγώνα τοῦ Εἰκοσιένα, δὲν εἶναι καράβια. Μᾶλλον (δὲν τόλμησα, βλέπετε, ἀκόμα νὰ κάνω πολλὲς ἐρωτήσεις) εἶναι κι αὐτὸ οἱ παλιὲς ἐπιθυμίες ἢ τὰ ὁράματα γιὰ πράγματα ποὺ γνωρίσαμε πολὺ λίγο ἢ ποὺ θέλαμε νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντά.
Καὶ κάποτε, γιὰ νὰ συνεχίσω αὐτὲς τὶς σκόρπιες γραμμὲς (ποὺ φαντάζομαι νὰ μὴ σᾶς ζαλίζουν), σταμάτησα νὰ ζωγραφίζω. Μέσα μου ἡ ἴδια φωνὴ ποὺ ἄλλοτε μὲ ἀνάγκαζε, τώρα μοῦ ῾λεγε πὼς ἔπρεπε νὰ σταματήσω. Ὅσο κι ἂν λένε ὅτι ὁ τάδε πέθανε πάνω στὰ γραφτά του ἢ ὁ τάδε ἠθοποιὸς πάνω στὴ σκηνή, αὐτὴ ἡ διάθεση μὲ χτυπάει στὸ κεφάλι. Σταμάτησα λοιπὸν καὶ προσπάθησα ν᾿ ἀσχοληθῶ μὲ κάτι ἄλλο, τί ἄλλο;
Γονάτιζα καὶ παρακαλοῦσα τοὺς ἁγίους. Τὴ νύχτα ἔβλεπα ἀγγέλους στὸν ὕπνο μου καὶ τὸ πρωὶ τοὺς ζωγράφιζα. Ὅταν μ᾿ ἔπιασαν οἱ ρευματισμοί, τότε ζωγράφιζα πραγματικὰ μέσα στὸν ὕπνο μου. Τὸ περίεργο καὶ τὸ ἐξωφρενικὸ εἶναι πὼς ὅταν δὲν τέλειωνε ἕνας πίνακας στὸ πρῶτο ὄνειρο, τὸν συνέχιζα τὴν ἄλλη νύχτα. Τότε ἦταν ποὺ προσπάθησα νὰ συνθέσω εἰκόνες ἀπὸ πράγματα ποὺ γνώρισα πολὺ λίγο ἢ ἐκεῖνα ποὺ δὲν τὰ γνώρισα ποτέ. Καὶ ἀναφέρομαι σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ἀνέφερα παραπάνω, τὰ σχετικὰ μὲ τὰ δικαστήρια. Ἔλεγα: «Πῶς μπορεῖ νά ῾ναι τὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς φυλακῆς;». Μετὰ ὅμως δὲν σκεφτόμουν τὴ φυλακή. Τὸ μυαλό μου πήγαινε στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν κλεισμένοι ἐκεῖ μέσα καὶ σ᾿ ἐκείνους τοὺς δικούς τους ποὺ ἔμεναν ἔξω, ἀλλὰ ἡ καρδιά τους ἦταν δοσμένη σ᾿ ἐκείνους καὶ ἦταν κι ἐκείνη φυλακισμένη. Στὸ δικαστήριο εἶδα πολλὲς τέτοιες σκηνὲς καὶ μία στιγμὴ δὲν καταλάβαινα ποιὸς εἶναι ὁ κατηγορούμενος καὶ ποιὸς ὁ ἀθῶος πατέρας του, ποὺ ἦρθε νὰ τὸν συνδράμει καὶ νὰ τὸν ἐμψυχώσει κι ἔβλεπα μάρτυρες χωριάτες μὲ κουμπωμένο ὡς ἀπάνω τὸ πουκάμισο, χωρὶς γραβάτα, φτωχοὺς καὶ στραβογηρασμένους μὲ κόκκινο σταφιδιασμένο πρόσωπο καὶ πολλὲς ψιλὲς ρυτίδες γύρω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὴ μύτη.
Ντρέπομαι ποὺ γράφω γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ στὴν ἀπομόνωσή μου συναρμολογοῦσα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μὲ περίεργα ὑλικὰ καὶ μὲ μίαν ἀντίληψη ποὺ θὰ ταίριαζε περισσότερο σ᾿ ἕναν φιλόσοφο. Ἔτσι κι ἀπὸ τότε καὶ κάπως ἔτσι ἄρχισα νὰ σκέφτομαι. Καὶ ἔμαθα νὰ σκέφτομαι σὰν ν᾿ ἄρχιζα νὰ μαθαίνω μία ξένη γλώσσα. Κι ὅταν ἔμαθα νὰ σκέφτομαι, τότε πραγματικὰ σταμάτησα νὰ ζωγραφίζω.
Θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστο τὸ σημεῖο ποὺ λέτε γιὰ τὶς μικρὲς πινελιές μου. Τὸ ἀναλύετε σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν τεχνοτροπία ἑνὸς μεγάλου καὶ δύσκολου ζωγράφου, ποὺ ἔμεινε δάσκαλος ἐσαεί. Μέχρι σ᾿ ἕνα σημεῖο κάτι ἀνακαλύψατε. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸ ποὺ μὲ ἀνάγκαζε νὰ τὸ κάνω. Ζωγραφικὴ δὲν σπούδασα ποτὲ κι αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα τότε μεγάλη περηφάνια. Σιχάθηκα καὶ σχολὲς καὶ ζωγράφους. Εἶδα πολλὲς ἐκθέσεις. Τὸ κέρδος μου ἦταν νὰ παίρνω ἀπ᾿ ὅλους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἄφηναν χωρὶς συνείδηση νὰ μισοφαίνονται, μὲ δυὸ λόγια νὰ ἐκμεταλλεύομαι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔδειχναν μία κρυμμένη ἀνακάλυψη. Τὰ πρῶτα μου χρώματα θύμιζαν ἐρειπωμένα σπίτια. Σπίτια ποὺ κατεδαφίζονται καὶ χρόνια πρὶν τά ῾βλεπες κι ἔλεγες ἀμήχανος ποιοὶ ἄραγε τὰ κατοικοῦν καὶ πῶς τρῶνε καὶ πῶς κοιμοῦνται σ᾿ αὐτὰ τὰ μέγαρα καὶ βλέπεις ξαφνικὰ στὸ βάθος, ἀχνὰ ρὸζ καὶ κίτρινα καὶ γλυκὰ βυσσινὶ μὲς στὰ ξεχαρβαλωμένα ντουλάπια.
Ἐπειδὴ ἦρθαν δύσκολοι καιροί, ἀναγκαζόμουν νὰ διπλασιάζω τὰ χρώματα μὲ τὴν ἁπλὴ μέθοδο τῆς διάλυσης. Μάλιστα! Ἔριχνα λίγο νέφτι παραπάνω καὶ τὸ χρῶμα γινόταν διπλό. Ἰδοὺ λοιπὸν ὁ λόγος, ποὺ χρησιμοποιοῦσα τὰ ἀχνὰ χρώματα. Μερικὲς φορές, μόλις φαινόταν ἡ τελευταία στρώση καὶ βέβαια τὰ ἔργα ἦταν ἄχρηστα, ἀλλὰ ἄρχιζα καὶ ζωγράφιζα κάτι ἄλλο ἐπάνω τους καὶ τὸ πρῶτο θέμα μόλις καὶ μισοφαινόταν κι αὐτὸ ἐσεῖς βρήκατε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ ὀνομάσετε συνταρακτικὸ εὕρημα. Ἔτσι, ὅμως, μὲ τέτοιες συνθῆκες δὲν θὰ βρεῖτε ποτὲ τὸ ὅραμά μου. Γιατὶ ξέρω πιά, πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐξηγήσω τίποτα, μήτε νὰ ξαναζουλήξω τὸ σωληνάριο ποὺ εἶχε τελειώσει.
Ὅσο γιὰ τὶς μικρὲς πινελιὲς ποὺ ἀνακαλύψατε καὶ μείνατε ἐκστατικὸς εἶναι κι αὐτὸ ἀπὸ τὴ στέρηση ποὺ μ᾿ ἔδερνε. Ὅταν χαλοῦσε ἕνα πινέλο τό ῾κοβα σιγὰ - σιγὰ μὲ τὸ ψαλίδι καὶ ἀργότερα, σ᾿ ἕνα - δυὸ μῆνες, τὸ ἴδιο. Στὸ τέλος ἔμεναν τέσσερις τρίχες ἢ πολλὲς μαζί, ἀλλὰ πολὺ κοντές. Νομίζω, ἐξηγήθηκα μὲ ὅση εἰλικρίνεια μποροῦσα.
Ἐδῶ, ὅπως σᾶς εἶπα, δὲν ἔχω μήτε ἡλικία μήτε ὄνομα. Τραυλίζω ἄσχετες χρονολογίες καὶ γεγονότα, σὰν ἐκείνους ποὺ χάσανε τὰ λογικά τους κι ἄλλοτε μὲ τοὺς τρόμους (ἀκόμη) ποὺ αἰσθανόμουν σὰν μαθητὴς μπροστὰ στὴν κόλλα τοῦ διαγωνίσματος τῶν Μαθηματικῶν. Εἶμαι πιασμένος γιὰ πάντα μέσα στὴ φαρμακερὴ ἀράχνη ὀνομάτων καὶ ἀναμνήσεων. Ἀκούω καμιὰ φορὰ κάποιο θόρυβο, ὅπως ὅταν ὁ δαιμονισμένος ἀέρας παρασέρνει κονσερβοκούτια καὶ ξέρω πὼς κάτι ἔγινε, κάπου, μέσα σὲ ψιθυρίσματα, τρεχαλητά, χτυπήματα φτερῶν καὶ μικροὺς ἀναστεναγμούς, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐντοπίσω τί ἀκριβῶς γίνεται, παρ᾿ ὅλο ποὺ νιώθω πὼς ἕνας δικός μου ἄνθρωπος στέκεται δίπλα μου ἀόρατος καὶ σκεφτικὸς καὶ προσπαθεῖ μάταια νὰ μὲ βοηθήσει. Νιώθω ἀκόμη νὰ χύνεται στὰ σπλάγχνα μου ἕνα γλυκὸ μαῦρο χρῶμα καὶ πάντα λογαριάζω νὰ τὸ χρησιμοποιήσω γιὰ μία λεπτομέρεια στοὺς πίνακές μου, ἀλλὰ μόλις ἁπλώνω τὸ χέρι μου στὸ ὑποτιθέμενο πινέλο, τὸ χέρι μου ἀγγίζει μόνο τὸ περίγραμμά του. Ἐκτὸς αὐτοῦ, δὲν νιώθω πιὰ τὸν ἔρωτα γιὰ τὰ χρώματα, ποὺ ἔνιωθα κάποτε, δεδομένου ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν ζωγραφίσω ὅπως ποτὲ δὲν ἀξιώθηκα ἢ κι ἂν ξεπεράσω ὅλους τοὺς ζωγράφους ποὺ θαύμασα (ἐγὼ μόνο ξέρω πόσο ἔκλαψα κοιτάζοντας τὶς νεκρὲς φύσεις τῶν μεγάλων δασκάλων), τὸ νιώθω πὼς δὲν ἔχει κανένα νόημα. Ὁ ἔρωτας τῆς δημιουργίας, ἔτσι τὸ λέγανε κάποτε, ἔχει χαθεῖ.
Πῶς θά ῾θελα νὰ τὰ συζητήσουμε ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ μᾶς χωρίζουν μόνο δυὸ κοῦπες σκέτος καφές. Τώρα ποὺ κάνουν ἐξώφυλλα βιβλίων τοὺς πίνακές μου, ποὺ μὲ ταχυδρομοῦν σὲ κὰρτ ποστὰλ τὶς γιορτές, ποὺ κάνουν διαλέξεις γιὰ τὸ ἔργο μου καὶ τὴ ζωή μου, ἄσχετο ἂν κανεὶς δὲν μὲ εἶδε, γιατὶ ἁπλούστατα ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν μὲ γνώρισε κι οὔτε ἐνδιαφέρθηκε κι οὔτε ἔβγαλα κι ἐγὼ μία φωτογραφία γιὰ νὰ δοῦνε τέλος πάντως, πὼς ἤμουνα... ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ κυνήγησαν μὲ περιφρόνηση σὰν ἐκεῖνο τὸν ἐπηρμένο ἐκδότη ἑνὸς λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ, ποὺ ἀποφάσισα καὶ χτύπησα τὴν πόρτα του καὶ τοῦ ζήτησα πολὺ ταπεινὰ ἂν ἤθελε νὰ βάλει ἕνα σχεδιάκι μου σὲ κάποιο ἀφιέρωμα ἑνὸς ποιητῆ καὶ μοῦ εἶπε, μάλιστα, κύριε, θαυμάσια, θαυμάσια καὶ νὰ τὸν πάρω τηλέφωνο τὴν Τρίτη καὶ μετὰ χάθηκε. Χάθηκε.
Τώρα, φαντάζομαι ὅτι θά ῾γινε κιόλας ἀκαδημαϊκός, γιατὶ ὁλοένα ἔτρεχε μαζί τους κι ὁλοένα ἔπαιρνε συνεντεύξεις ἀπὸ γέρους καὶ ἑτοιμόρροπους καλλιτέχνες καὶ βρέθηκε μὲ τοῦ κόσμου τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ ἔργα τέχνης καὶ ξενυχτοῦσε μαζί τους σὲ πρεμιέρες καὶ συναυλίες, τί νὰ τὰ λέω τώρα.
Κάπου κάπου βλέπω κάποιες σκιὲς ἀνθρώπων καὶ νιώθω ὅτι μὲ κοιτάζουν μὲ περιέργεια καὶ ἴσως μὲ φόβο καὶ ἀποστροφὴ καὶ πολλοὶ εἶναι, θαρρεῖς, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ σύννεφα μὲ ὁλόχρυσα φυλλώματα καὶ πουλιὰ (καὶ ἡ σκιά τους ἀκόμη εἶναι ὁλόχρυση) μὲ κοιτοῦν ἐξεταστικὰ καὶ σὰν νὰ μὲ κατασκοπεύουν καὶ κάτι ψιθυρίζουν γιὰ μένα. Μήπως ἄραγε, εἶστε ἐσεῖς; Καὶ γιατί διστάζετε; Ντρέπεστε; Καὶ εἶστε ἀπὸ καιρὸ ἐδῶ; Τότε δὲν θὰ λάβετε ποτὲ τὸ γράμμα μου. Τί κρίμα. Ποτὲ δὲν ἔμαθα αὐτὴ τὴ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ πολὺ περισσότερο τὴ γυναίκα μου, μιὰ γυναίκα ἀμίλητη σὰν εἴδωλο, ποὺ τὴν παντρεύτηκα χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ ξέρω - ὅλα ἔγιναν μέσα σὲ ἀπελπισμένες καταστάσεις - ἀλλὰ ποὺ μόνο ἐκείνη ἤξερε νὰ μὲ ταξιδεύει ἐκεῖ ποὺ ἤθελα. Μεγάλα λόγια, θὰ πεῖτε, κι αἰσθάνομαι κιόλας τὴ μαχαιριὰ τῆς περιφρόνησής σας, ἀλλὰ πῶς ἀλλιῶς νὰ γίνει καὶ πῶς ἀλλιῶς νὰ περπατήσει ὁ κόσμος καὶ ἀλλιῶς νὰ μιλήσω.

from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3727 

Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Μέρος πρώτο από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο Ποιητής

Δεν είσαι συ το αίμα της φωτιάς
εσύ που ανοίγεις τη πληγή
με το μαχαίρι την αυγή


Ο ποιητής είναι παράθυρο ανοιχτό
στην εξουσία των καιρών
κι έχει τη μνήμη των νεκρών… 

Μαλαματένια λόγια

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές

Τ' αηδόνια σεχτηκιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά

Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του ʼδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή[Παρασκευή]
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

Ένα μικρό αφιέρωμα για την ήμερα της ποίησης 21 Μαρτίου ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί επισκέπτες αυτού του ιστολογίου σας χαιρετώ, το μενού σήμερα έχει ξανά Ποίηση και Ποιητές, το τιμώμενο πρόσωπο σήμερα είναι ο ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, απολαύστε τον. 
Με σεβασμό και ποιητική διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.

Πιστεύω

Πιστεύω σε μια χημική ένωση Πατέρα Παντοκράτορα
Πιστεύω σε μια ηλεκτρική εκκένωση Άγιο Πνεύμα
Πιστεύω σ' έναν Γιο Μονογενή που βγήκε από το σπέρμα
Πιστεύω σε μια φυσική εξέλιξη Μητέρα Αειπαρθένα
Πιστεύω σε μιαν Εκκλησία διακόπτρια του φωτός
Και σε δώδεκα Απόστολους του Έρωτα
Πιστεύω σ' ένα Εσταυρωμένο Δέντρο
και σε μιαν αρχική ουσία Π
Πιστεύω σ' έναν άγνωστο παράγοντα
Που γεννάει την περιέργεια
πιστεύω σ' ένα πονηρό και σ' ένα αθώο πνεύμα
Πιστεύω σε μιαν ωραία γυναίκα
Που θα με κάνει ευτυχισμένο
Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας
Που μπορεί στην κόλαση να δει έναν παράδεισο
Στο καθετί που βλέπω που ακούω που μαντεύω που αγαπώ
Πιστεύω
Πιστεύω σ' έναν άνθρωπο αποφυλακισμένο
Απ' τα δεσμά της σκέψης του του φόβου του το αυγό
Άγιος ελεύθερος στον Αιώνα τον Άπαντα.

Κατάσταση πολιορκίας

Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον
Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική
Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς
Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους βάναυσους
Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.

Νάνος Βαλαωρίτης (βιογραφία)

Γεννήθηκε στην Λωζάννη της Ελβετίας και είναι γιος του διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη, γιου του Ιωάννη Βαλαωρίτη. Γράφει από νέος — πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε, επίσης, αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.
Θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί σε Παρίσι, Σπολέτο, Άαρους, και Αθήνα. Έχει συνεργαστεί με τα λογοτεχνικά περιοδικά Τετράδιο, Σήμα, Horizon, New Writing και Daylight. Πηγή:http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
 Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Ποίηση και Ποιητές ένα αφιέρωμα για την 21 Μαρτίου ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Άψινθο

Μιχάλης Γκανάς

Πού πας εσύ με τα λεπτά σφυρά η ραδινή
εσύ με τα πλατιά λαγόνια.
Θα βρέξη κυμοθόη
εσύ με τ’ αμάλαγο στήθος.
Ας βρέξει σιταρένια
ας βρέχει όλη μέρα κι αύριο και μεθαύριο.
Ας φυσήξει μετά πλατυτέρα
να φέρει το τραγούδι μου σ’ εσένα.
Εκεί στο τρίκλωνο ποτάμι -ποταμέ βρε ποταμέ μου-
δίπλα στην πέτρα που πλένεις το μαντήλι σου.
Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
όλο δεν και δεν και δέν-τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ’ Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το άοσμο άνθος του θανάτου
δεν είδαν -κατάργησαν τα μάτια τους-
μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν δεν αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν
περισσότεραπερισσότεραπερισσότερα περί…
που έτσι γράφεται το μέλλον μας.

Στο Σου-Μιτζού
Στο Σου-Μιτζού κάποια βραδιά
έχασα όλα τα κλειδιά
και γύρευα λιμάνι
Δυο γιαπωνέζοι θυρωροί,
αμφιβολία δε χωρεί
με πήραν για χαρμάνη
Και πες, πες, πες
και ψου, ψου, ψου
κάποια βραδιά στου Σου-Μιτζού,
σε πέντε κι έξι γλώσσες
Α, είδαν πως ήμουν πονηρός,
και πριν να γίνουνε καπνός
μου κάνανε τις κλώσες
Δεν είχα όρεξη που λες,
να μάθουν όλες οι φυλές
πως ήμουν λυπημένος
Βρήκα στο μπαρ ένα Ρωμιό,
πήγα να ξομολογηθώ
μα ήτανε πιωμένος.

Σκιες και χρώματα
Είναι κάτι αγάπες μου
που σηκώνω στις πλάτες μου,
είναι χέρια που κράτησα
- κράτα με -
σαν πουλάκια τ'άφησα.
Είναι κάτι στον άνθρωπο
τρυφερό κι απάνθρωπο
και ο κόσμος παράξενος
- γυάλινος -
σκοτεινός και διάφανος.
Είν' ο κόσμος δύσκολη γραφή
όλο σβήνεται
κι αν δεν διαβαστεί με την αφή
τίποτα δεν γίνεται.
Είναι λύπες που ξέχασα
και χαρές που δεν έζησα,
είναι χρόνια που φύγανε
- μίλα μου -
πες μου που πήγανε.
Είναι φίλοι που χάθηκαν
και φωνές που μου στάθηκαν,
είναι μάτια που φίλησα
- μάτια μου -
κι από φως ξεχείλισα.
Είναι σπίτια που έχασα
και ποτέ δεν τα ξέχασα,
ένα σχήμα που μπόρεσα
- σώμα μου -
κι άλλα που δεν χώρεσα.
Είναι κάτι στον άνεμο
μυστικό και παράνομο
που τρελαίνει τα σώματα
- πόνα τα -
με σκιές και χρώματα.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε
τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους
παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε
ονόματα και βλέμματα και δρόμους
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε
Κι αν άλλάξαν οι φίλοι μας λιγάκι
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε 

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

18.3.16

Ποίηση και Ποιητές ένα αφιέρωμα για την 21 Μαρτίου ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ Από τον ανιχνευθτή Επικούρειο Πέπο.

Ο ποιητής τραγουδιών : Νικόλαος Γκάτσος

Εικοσιτέσσερα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Νίκου Γκάτσου, του ποιητή που σφράγισε με τους στίχους του το έντεχνο ελληνικό τραγούδι από τη δεκαετία του 1950 ως εκείνη του 1980, κομίζοντας σε αυτό τον υπερρεαλιστικό λόγο αλλά και συνδυάζοντάς τον με τη δημοτική παράδοση. 

«Το Βήμα» αναζητεί σήμερα την ουσία της προσφοράς του στο τραγούδι με την απόσταση που δημιουργεί η πάροδος μιας δεκαετίας βιολογικής απουσίας του και, παράλληλα, επιχειρεί να φωτίσει το θέμα της «τυχαίας» ενασχόλησής του με το τραγούδι, αφού ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ποιητής ο οποίος εγκατέλειψε την τέχνη του για να ακολουθήσει μια άλλη συγγενή προς εκείνη, αυτή του τραγουδιού.
Ο Νίκος Γκάτσος (γεννημένος το 1911 στην Ασέα Αρκαδίας) ήταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '30 γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών, συμμετέχοντας στα λογοτεχνικά καφενεία της εποχής. Εκεί έγινε κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού και μέλος της συντροφιάς των κυριοτέρων εν Ελλάδι εκπροσώπων του. Η συναναστροφή αυτή θα οδηγήσει στο κορυφαίο ποιητικό του έργο, την «Αμοργό», το οποίο - σύμφωνα με μαρτυρίες - γράφτηκε «τυχαία εν μια νυκτί». Η συγγραφή άρχισε ένα βράδυ στο σπίτι του Γκάτσου, παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη, σαν ένα «παιχνίδι υπερρεαλιστικής μίμησης» για να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του σύγχρονου ελληνικού υπερρεαλισμού.

Η ποιητική αυτή σύνθεση κυκλοφόρησε το 1943 σε 308 αντίτυπα, ως σήμερα όμως έχει ξεπεράσει τις 40.000 αντίτυπα σε πωλήσεις. Η «Αμοργός» γνώρισε αρχικά την επιφύλαξη - ακόμη και τη χλεύη - των κριτικών. Ο κριτικός Μ. Ροδάς τη χαρακτήρισε «Αρλουμπολογία». «Εάν ο κ. Γκάτσος είναι φαρσέρ, τότε ασφαλώς η "Αμοργός" τού προσφέρει μίαν απόλαυση με τα ρουθούνια των αγελάδων» έγραφε σε κριτική του, παραφράζοντας στίχο της «Αμοργού». Ο Α. Σπυρής, στα «Φιλολογικά Χρονικά», χαρακτήρισε το ποίημα «προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σα να ήθελε ο ποιητής να εκθέσει τον εαυτό του στη χλεύη του κόσμου».
Το λάθος των περισσοτέρων από τους κριτικούς εκείνης της περιόδου είναι ότι προσπάθησαν να εξηγήσουν λογικά την «Αμοργό», να ερμηνεύσουν λέξη προς λέξη ένα γνήσιο υπερρεαλιστικό κείμενο, να αναγνώσουν μία νέα γλώσσα με τρόπο παλαιό.
Τη δεκαετία που ακολούθησε, η «Αμοργός» πήρε τη θέση που της έπρεπε στη συνείδηση των κριτικών αλλά και του αναγνωστικού κοινού, έτσι ώστε ο Ν. Γκάτσος να θεωρείται ήδη καταξιωμένος ποιητής, αν και είχε ένα μόνο ποιητικό έργο στο ενεργητικό του.
Το γεγονός ότι ο Γκάτσος έγραψε την «Αμοργό» σε ηλικία μόλις 32 ετών δημιουργούσε την αίσθηση ότι δεν επρόκειτο παρά για την αφετηρία ενός μακρού ποιητικού δρόμου. Εν τούτοις εκείνος σιώπησε, δεν εξέδωσε ξανά ποιητική συλλογή και στράφηκε - από τις αρχές του '50 και μετά - στο τραγούδι. Αυτή η αλλαγή πλεύσης συνιστά ως σήμερα τη λεγόμενη «μυθολογία ή μυστήριο του Ν. Γκάτσου», όπως την αποκαλούν οι μελετητές του έργου του. Ο ίδιος δεν απάντησε ποτέ στο ερώτημα «γιατί εγκατέλειψε την ποίηση», όπως δεν εμφανίστηκε ποτέ και στην τηλεόραση για να πει έστω και μία κουβέντα.

Στο αρχείο της ΕΡΤ υπάρχει η μία και μοναδική του τηλεοπτική εμφάνιση, όπου ένας μουσικός παίζει πιάνο και ο Ν. Γκάτσος διακρίνεται σοβαρός και αμίλητος μέσα από έναν καθρέφτη. Αφού ο ίδιος ο ποιητής δεν μίλησε ποτέ για τη μετάβασή του στο τραγούδι, προσπάθησαν οι μελετητές του έργου του να βρουν μια άκρη στο ζήτημα αυτό. Η πιο ώριμη όμως θέση εκφράστηκε από τον φιλόλογο Τάσο Λιγνάδη, ο οποίος θεώρησε την «Αμοργό» ως «πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο, το οποίο επετέλεσε κατά τρόπο ραγδαίο τον προορισμό του αμέσως από τη χρονιά που βγήκε». Αφού ο σκοπός είχε εκπληρωθεί, μια νέα ποιητική συλλογή θα αποτελούσε πιθανόν επανάληψη.
«Εμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί»
Ηεκτίμηση του Μάνου Χατζιδάκι στον Νίκο Γκάτσο αντηχεί στα λόγια όσων σήμερα καλούνται να τοποθετηθούν για το καλλιτεχνικό του μέγεθος. Ανάμεσά τους ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος επί σειρά ετών εθεωρείτο για το ευρύ κοινό (που αρέσκεται στον διπολισμό) το «αντίπαλον δέος» του Νίκου Γκάτσου στην ελληνική στιχουργία. Σήμερα ο Λ. Παπαδόπουλος ονομάζει τον Νίκο Γκάτσο «δάσκαλο», τον θεωρεί «τον μεγαλύτερο από τους δασκάλους» του και προσδιορίζει την ουσία της διαφοράς τους στη δομή των θεμάτων τους. «Εγώ αφηγούμαι μια ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Ο Γκάτσος πολλές φορές ξεκινάει μια ιστορία και οδηγείται σε μια άλλη. Αυτό απαιτεί τόλμη και ποιητική σοφία» τονίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και εστιάζει στην ουσία της προσφοράς του Ν. Γκάτσου στο ελληνικό τραγούδι: «Εμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή τόλμη στην εικονοποιία, στη ρίμα και στην εξέλιξη των θεμάτων του σε κάθε τραγούδι».

Συγγενής προς αυτή την εκτίμηση εκείνη του στιχουργού Μάνου Ελευθερίου: «Η προσφορά του Γκάτσου στο τραγούδι ήταν το Μεγάλο Απρόοπτο. Εφερε τον υπερρεαλισμό. Οχι μόνο τον εισήγαγε αλλά τον επέβαλε κιόλας. Δείτε τους στίχους του στους "Δροσουλίτες", πώς συνδυάζουν τον υπερρεαλισμό με την παράδοση. Τέτοια πράγματα δεν ξαναγίνονται». Στο αίτημα να υποδείξει ένα τραγούδι το οποίο κατά τη γνώμη του συγκεντρώνει τις βασικές ποιητικές αρετές του λόγου του Νίκου Γκάτσου ο Μ. Ελευθερίου επιλέγει τον «Γιάννη τον φονιά». «Θεωρώ ότι είναι το αριστούργημά του» δηλώνει και θέτει το ερώτημα: «Ποιος συνθέτης όμως θα μελοποιούσε τον "Γιάννη τον φονιά" σήμερα; Εχει στραφεί αλλού το ελληνικό τραγούδι. Λείπει σαφώς ο Ν. Γκάτσος απ' αυτό, αλλά ακόμη και αν ζούσε δεν θα μπορούσε να το παρακολουθήσει. Ηδη τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε το παράπονο ότι δεν του ζητούσαν πια στίχους. Αυτό συνέβαινε γιατί το τραγούδι είχε ήδη φύγει γι' αλλού...».
Ενας από τους βασικούς ερμηνευτές στίχων του Ν. Γκάτσου, ο Μανώλης Μητσιάς (ερμηνευτής σε τέσσερις κύκλους τραγουδιών του και σε τραγούδια που δισκογραφήθηκαν σε 45άρια), αναφέρει τα σημεία στα οποία επικεντρώνει το εδώ και μία δεκαετία απλήρωτο κενό του Ν. Γκάτσου: «Λείπουν σήμερα από το τραγούδι οι πρωτογενείς λέξεις που χρησιμοποιούσε καθώς και η ικανότητα που είχε να περικλείει μεγάλα νοήματα σε ένα τετράστιχο». Εντοπίζει δε τη συμβολή του στο γεγονός ότι προσέδωσε στο λαϊκό τραγούδι ποιητικότητα: «Πριν από εκείνον η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έγραφε λαϊκά τραγούδια, ο Γκάτσος όμως έκανε καθημερινό τραγούδι την ποιητική τέχνη. Επέβαλε μάλιστα στο τραγούδι τη δημοτική ποίηση. Ηταν βαθύς γνώστης της. Ηξερε κάθε γωνιά της χώρας, ήξερε εκατοντάδες δημοτικά ποιήματα απέξω. Δείτε πώς μιλάει στα τραγούδια του για την Παναγιά, αναφέροντάς την με τις ιδιαίτερες ονομασίες που της αποδίδονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας».

Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, πρωταγωνιστεί στο τραγούδι μια ολόκληρη γενιά συνθετών που δεν συνέπεσαν χρονικά με τον Ν. Γκάτσο ως δημιουργοί, επηρεάστηκαν όμως βαθιά από το έργο του. Ανάμεσά τους ο Γιώργος Ανδρέου αποτιμά το έργο του Νίκου Γκάτσου. «Ο Γκάτσος αποτελεί στιχουργική περίπτωση που δεν άφησε συνέχεια σε ευθεία αναγωγή. Σήμερα έχει επικρατήσει πιο πολύ ένα είδος εξπρεσιονιστικής γραφής παρά η δική του άποψη. Ο Γκάτσος ήταν το μείγμα του Ομήρου, του Σολωμού, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, των δημοτικών παραλογών και του Ρεμπό. Αυτές τις παραμέτρους δεν τις είχε άλλος στιχουργός» σημειώνει ο συνθέτης, ο οποίος έχει αφιερώσει και ένα τραγούδι του στον Νίκο Γκάτσο («Ολα, κύριε Νίκο, είναι εδώ...») όπου χρησιμοποιεί στοιχεία της φρασεολογίας του.
Νάνα Μούσχουρη «Ο Νίκος με έμαθε τι είναι ελευθερία»
Η Νάνα Μούσχουρη ήταν επιστήθια φίλη του Νίκου Γκάτσου, θεωρώντας τον πρόσωπο που καθόρισε την πορεία της στη ζωή και στο τραγούδι. Συνεργάστηκε μαζί του κατά την πρώτη («Χάρτινο το φεγγαράκι», «Ελα πάρε μου τη λύπη» κτλ.) και κατά την τελευταία του στιχουργική περίοδο («Η ενδεκάτη εντολή», 1985, «Οι μύθοι μιας γυναίκας», 1988, «Αγάπη είν' η ζωή», 1994). Παρ' ότι δεν συμμετέχει σε «αφιερωματικού χαρακτήρα κείμενα», όπως τονίζει η ίδια, κινητοποιήθηκε από την επέτειο του θανάτου του και έγραψε για «Το Βήμα» τα παρακάτω λόγια, επιχειρώντας περισσότερο μια συναισθηματική προσέγγιση παρά έναν καλλιτεχνικό απολογισμό.
«Για μένα ήταν φίλος, πατέρας κι αδερφός. Μου έδωσε εμπιστοσύνη για τη ζωή. Με άφησε να καταλάβω ότι δεν έχει τόση σημασία το τι κάνεις αλλά το πώς και γιατί το κάνεις. Ολοι έχουμε βάλει στη ζωή έναν ήλιο σαν σύνορο, το πιο σημαντικό όμως είναι όχι να το φτάσεις αλλά ο δρόμος που χαράζεις. Από εκείνον έμαθα τι είναι ελευθερία, έμαθα να σέβομαι τα σύνορα του ανθρώπου, να υποστηρίζω τα παιδιά και τη δικαιοσύνη. Ο Νίκος αντιπροσωπεύει πάντοτε για μένα το μεγάλο ελληνικό πνεύμα, γεμάτο γνώση, γενναιοδωρία και ελευθερία, με σπάνια καλαισθησία, υπερηφάνεια αλλά και αυστηρότητα, αυτήν που απορρέει από την ευγενή απλότητα του στίχου του. Ηταν γεμάτος σοφία και ανθρώπινη κατανόηση, ευφυΐα, περιέργεια, δίψα να αναλύει τη σκέψη της νέας γενιάς και να εκφράζει τις ανησυχίες και τα όνειρά της. 

Ηταν ο άνθρωπος του μέλλοντος και της αισιοδοξίας και παρ' όλο που συχνά υπεδείκνυε τις πικρές αλήθειες της πραγματικότητας, δεν καταδίκαζε ποτέ. Πίστευε στον άνθρωπο που μια μέρα θα μπορούσε να κρίνει μόνος του τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Τα χαρακτηριστικά του στίχου του ήταν η αρμονία των ιδεών και των λέξεων που διάλεγε για την έκφρασή τους. Δημιουργούσε συγκινητικές αόρατες μουσικές εικόνες γεμάτες ευγένεια και ποίηση.
Δεν αισθάνομαι την απουσία του γιατί συνεχίζει να με εμπνέει. Μια όμως διαφορετική αίσθηση απουσίας είναι το ότι δεν μπορώ να του μιλήσω. Στα σαράντα χρόνια που έζησα ταξιδεύοντας έξω από τη χώρα μας με βοήθησε με την καθημερινή τηλεφωνική επαφή μας να διατηρήσω την ελληνικότητά μου, την ταυτότητά μου, τη γλώσσα και τις πολιτιστικές αξίες. Προσπαθώ μέχρι σήμερα με τα τραγούδια του να μεταδώσω τις μεγάλες ηθικές αξίες με τις οποίες η φιλία του με πλούτισε. Η ταπεινή προσφορά μου είναι ότι πάρα πολλοί νέοι στο εξωτερικό έμαθαν να τραγουδούν στα ελληνικά "Χάρτινο το φεγγαράκι" ή "Ασπρη μέρα". Και μαθαίνουν τη γλώσσα μας για να εμβαθύνουν απόλυτα στο νόημα και στο μήνυμα του Γκάτσου το οποίο μου εμπιστεύθηκε (μια φορά κι έναν καιρό, όπως λένε τα παραμύθια)...».
Η είσοδος στη δισκογραφία
Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ως τα τέλη του '80 ο Νίκος Γκάτσος δημοσιοποίησε περίπου 340 στίχους του σε τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, Δήμου Μούτση, Χριστόδουλου Χάλαρη, Γιώργου Χατζηνάσιου, Λουκιανού Κηλαηδόνη. «Τα περισσότερα από τα τραγούδια του Ν. Γκάτσου που δισκογραφήθηκαν γράφτηκαν πάνω σε ήδη δοσμένες μουσικές» τονίζει η πνευματική του κληρονόμος κυρία Αγαθή Δημητρούκα, αποκαλύπτοντας κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό στο ευρύ κοινό και έχει ξεχωριστή αξία, αφού ο Ν. Γκάτσος κατάφερε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο ποιητικό σύμπαν πάνω σε καθορισμένα εκ των προτέρων από τους συνθέτες μουσικά μέτρα. Ανάμεσα στα ποιητικής αισθητικής τραγούδια του Ν. Γκάτσου είναι τα «Αθανασία», «Η μικρή Ραλλού», «Αύριο πάλι», «Σ' έβλεπα στα μάτια», «Μάτια βουρκωμένα», «Παλικάρι στα Σφακιά», «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Κοίτα με στα μάτια», «Μπουρνοβαλιά», «Η ενδεκάτη εντολή», «Κεμάλ» και «Περιμπανού». Τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα τραγούδια είναι καρπός της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι γνωστή η καλλιτεχνική τους συμπόρευση - ο Χατζιδάκις βρήκε στον Γκάτσο τον Λόγο των τραγουδιών του -, κατάθεση όμως του συνθέτη στον δημοσιογράφο κ. Ν. Γκροσδάνη αποκαλύπτει τον βαθύ ρόλο που έπαιξε η προσωπικότητα του Ν. Γκάτσου στον νεαρό τότε (τους χώριζαν 14 χρόνια διαφοράς) Μάνο Χατζιδάκι: «Η σχέση μου με τον Γκάτσο μού διαμόρφωσε τον χαρακτήρα. Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου. Ο Γκάτσος μ' έφτιαξε πνευματικά». 

Πηγή: Το αφιέρωμα αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ

Ποίηση και Ποιητές ένα αφιέρωμα για την 21 Μαρτίου ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι συνεχίζουμε τις αναρτήσεις για την Ποίηση και τους Ποιητές και σήμερα θα σας παρουσιάσουμε ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρούκ, σας εύχομαι καλή ανάγνωση, με σεβασμό ο Επικούρειος Πέπος.

(Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου)
Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου 'χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να 'ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.
 


Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να 'ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζο
ντα του μέλλοντός μου. 


Αν σ' έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ' την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν' αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ' τις προδομένες προσδοκίες σου
τ' αναπάντητα όνειρά σου.


Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ' όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.
Πηγή:  http://dimitriosgogas.blogspot.gr
Aνιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Ποίηση και Ποιητές ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Πάντα γυρίζω

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Πάντα γυρίζω ἐκεῖ πρὸς τὰ χαράματα
τῆς ὄμορφης ἀγάπης μας. Μὴν τύχη,
φοβᾶμαι, τὸ μοιραῖο νὰ συντύχη
καὶ φύγουν γιὰ τ᾿ ἀγύριστα περάματα.
Θαρρῶ ζωὴ τῆς δίνω ἀνακαλώντας
τὰ πρωτινὰ φεγγοβολήματά της,
τὸ ἀνόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τὰ δῶρα της περίσσια σπαταλώντας.
Κι᾿ ἀναζητῶ τὸ βλέμμα σου γεμάτο
μίαν ἀφοσίωση ἀστέρευτη, σὰν ἔννοια,
σὰν ἕλξη νἄταν ὅλο μαγνητένια,
τόσο ὄμορφο ἦταν, τόσο ἦταν γεμάτο.
Ἄχ! ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ μοῦ κρατάει
τὴ σκέψη σκλαβωμένη στὸ πρωτάνθι,
ἐνῶ γύρα μας περισσεύουν τἄνθη
ποὺ ἀμέριμνα ἡ ἀγάπη μας σκορπάει.


Γιατί μ΄αγάπησες
Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.
Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καὶ σὲ βροχή, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες.
Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου
μία νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ᾿ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.
Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν
μὲ τὴν ψυχὴ στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.
Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες
καὶ στὴ ματιά σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιά μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.
Γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες
καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ᾿ εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
- μία ἀγάπη πλέρια,
γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε
γι᾿ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνοῦσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωὴ τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.
Γιὰ νὰ φωτίσω μία στιγμὴ τὸ δρόμο σου
μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου.
Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες
ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ᾿ ἔτσι γλυκὰ πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες.


Σεμνότης
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς δὲν θέλω νὰ τὴ νοιώσῃ.
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σίμωνε
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ πληγώσῃ.
Ἔχω ἕνα κρίνο, κρίνο ὁλάνοιχτο
χωρὶς καμμιὰ σκιὰ στὴν ὄψη.
Καμμιὰ ἡδονὴ δὲν ἐπεθύμησε
νὰ τὸ φιλήση, νὰ τὸ κόψη.
Ἔχω ἕνα ρόδο ποὺ ζυγιάζεται
πάνω στὴν ἴδια του τὴ φλόγα
κ᾿ εἶναι σὰ νἄγινε ὁλοκαύτωμα
καὶ νὰ σιωποῦσε καὶ νὰ εὐλόγα.
Μία μαργαρίτα ποὖνε ἀμφίβολη
μ᾿ ὅλο τὸ ναὶ ποὺ λέει ἡ καρδιά της.
Μόνον ἀφήνει νὰ λικνίζεται
παθητικὰ τὴν ὀμορφιά της.
Κι᾿ ἄλλα λουλούδια ποὖνε σύμβολα
κι᾿ ἄλλα μονάχα ποὺ μεθοῦνε,
μὰ τόσο εἶνε ὅλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικὰ μόνον ἀνθοῦνε.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση.
Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος
κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.


«Σωτηρία»

Ἂς περάσει πιὰ ἡ μέρα μὲ τὸ φῶς της.
Ἡ νύχτα γιατί τόσο ἀργοπορεῖ;
Στῶν πεύκων τὶς σκιὲς μία πολυθρόνα
μὲ καρτερεῖ.
Τῶν θαλάμων θὰ σβήσουνε τὰ φῶτα
κι᾿ ὁ ὕπνος θἄρθη σὰ λιγοθυμιά.
Ἕνα ἀδειανὸ κρεββάτι, ἐδῶ δίνει
ἐντύπωση καμμιά.
Θὰ μὲ διπλώση τὸ σκοτάδι κι᾿ ὅπως
μεσ᾿ στὶς βαθιὲς σκιὲς θὰ μπερδεφτῶ,
πὼς εἶμαι θὰ πιστέψω πάλι κάτι
ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό.
Μέσα στὸ φόβο θὰ βαθαίνη ἡ νύχτα
ὅταν ὁ ἄνεμος θἄρθη ξαφνικά.
Ὁ εὐκάλυπτος τὰ μαλλιά του θὰ τινάξη
καὶ τῶν ὀνείρων μαζὶ τὰ μυστικά.
Τὸ μυστικὸν ἀγώνα θὰ γροικάω
τοῦ φθινοπώρου, ἀνίκητος ἐχθρός.
Θὰ μὲ λικνίζη χαρωπὸ τραγούδι
ὁ ἀπελπισμένος θρός.
Κι᾿ ἂν δὲν τὴν καρτερῶ, ξέρω πὼς θἄρθη
ἡ γάτα αὐτὴ ποὺ νυχτοπερπατεῖ,
μία γάτα ποὺ δὲν ξέρει τί εἶνε χάδι
καὶ δὲν τὸ δίνει καὶ δὲν τὸ ζητεῖ.
Στὰ πόδια μου κοντὰ κάθεται μόνο,
ἀδιάφορη στὸ κρύο τὸ παγερό,
διακριτικὰ τὸ βλέμμα μου ἀποφεύγει
κ᾿ εἶνε σὰ νὰ μὲ ξέρη ἀπὸ καιρό.

 Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr

Aνιχνευτής Επικούρειος Πέπος.
 

Ποίηση και Ποιητές ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι συνεχίζουμε τις αναρτήσεις στους Ποιητές και σήμερα θα αναφερθούμε στον ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ξεκινώντας μ' ενα απόσπασμα από το ''ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ'' σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλή Επικούρεια διάθεση, με σεβασμό ο Επικούρειος Πέπος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω 
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος 
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια 
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη 
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω 
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές 
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε 
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα 
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς 
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" 
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο 
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά 
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο 
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά 
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά 
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες 
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει 
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει 
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ 
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ 
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει: 
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο 
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά 
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική 
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα 
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή 
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο 
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα 
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου 
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι 
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο 
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς 
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου 
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα. 
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς 
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς 
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς 
Μαχαίρι 
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς 
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς 
Είμ’εγώ,μ’ακούς 
Σ’αγαπώ,μ’ακούς 
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ 
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς 
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς 
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς 
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες 
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς 
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι 
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς 
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς 
Τών ανθρώπων 
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει 
Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς 
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς 
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς 
Όπου κάποτε οί φιγούρες 
Τών Αγίων 
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς 
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς 
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω 
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς 
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους 
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς 
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς 
Τής αγάπης 
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε 
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς 
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς 
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας 
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς 
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς 
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς 
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς 
Μές στή μέση τής θάλασσας 
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς 
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς 
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς 
Άκου,άκου 
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; 
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς 
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς. 


ΕΛΥΤΗΣ ΞΑΝΑ
ΤΗ γλωσσα μού δωσαν ελληνικη·
το σπιτι φτωχικο στις αμμουδιες του Ομηρου.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου στις αμμουδιες του Ομηρου.
Εκει σπαροι και περκες
ανεμοδαρτα ρηματα20
ρευματα πρασινα μες τα γαλαζια
οσα ειδα στα σπλαχνα μου ν' αναβουνε
σφουγγαρια, μεδουσες
με τα πρωτα λογια των Σειρηνων
οστρακα ροδινα με τα πρωτα μαυρα ριγη.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου με τα πρωτα μαυρα ριγη.
Εκει ρόδια, κυδωνια
θεοι μελαχρινοι, θειοι και εξάδελφοι
το λαδι αδειαζοντας μες στα πελωρια κιουπια·
και πνοες απο τη ρεματια ευωδιαζοντας
λυγαρια και σχινο
σπαρτο και πιπεροριζα
με τα πρωτα πιπισματα των σπινων,
ψαλμωδιες γλυκες με τα πρωτα-πρωτα Δοξα Σοι !
Εκει δαφνες και βαγια
θυμιατο και λιβανισμα
τις πάλες ευλογωντας και τα καριοφιλια.
Στο χωμα το στρωμενο με τ' αμπελομαντιλα
κνισες21, τσουγκρισματα
και Χριστος Ανεστη
με τα πρωτα σμπαρα των Ελληνων.
Αγαπες μυστικες με τα πρωτα λογια του ΥΜΝΟΥ22.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου, με τα πρωτα λογια του Υμνου !


ΕΛΥΤΗΣ ΞΑΝΑ
ΕΝΑ το χελιδονι * κι η Ανοιξη ακριβη
Για να γυρισει ο ηλιος * θελει δουλεια πολλη
Θελει νεκρους χιλιαδες * να 'ναι στους Τροχους
Θελει κι οι ζωντανοι * να δινουν το αιμα τους.
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εχτισες μεσα στα βουνα
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εκλεισες μες στη θαλασσα!
Παρθηκεν απο Μαγους * το σωμα του Μαγιου
Το 'χουνε θαψει σ' ενα * μνημα του πελαγου
Σ' ενα βαθυ πηγαδι * το 'χουνε κλειστο
Μυρισε το σκοτα * δι κι ολη η Αβυσσο.
Θε μου Πρωτομαστορα * μεσα στις πασχαλιες και Συ
Θε μου Πρωτομαστορα * μυρισες την Ανασταση!
Σαλεψε σαν το σπερμα * σε μητρα σκοτεινη
Το φοβερο της μνημης * εντομο μες στη γη
Κι οπως δαγκωνει αραχνη * δαγκωσε το φως
Ελαμψαν οι γιαλοι * κι ολο το πελαγος.
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εζωσες τις ακρογιαλιες
Θε μου Πρωτομαστορα * στα βουνα με θεμελιωσες!

ΕΛΥΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ηλιε νοητε * και μυρσινη συ δοξαστικη
μη παρακαλω σας μη * λησμοναται τη χωρα μου!
Αετομορφα εχει τα ψηλα βουνα * στα ηφαιστεια κληματα σειρα
και τα σπιτια πιο λευκα * στου γλαυκου το γειτονεμα!
Της Ασιας αν αγγιζει απο τη μια * της Ευρωπης λιγο αν ακουμπα
στον αιθερα στεκει να * και στη θαλασσα μονη της!
Και δεν ειναι μητε ξενου λογισμος * και δικου της μητε αγαπη μια
μονο πενθος αχ παντου * και το φως ανελεητο!
Τα πικρα μου χερια με τον Κεραυνο * τα γυριζω πισω απ' τον Καιρο
τους παλιους φιλους καλω * με φοβερες και μ' αιματα!
Μα 'χουν ολα τα αιματα ξαντιμεθει * κι οι φοβερες αχ λατομηθει
και στον εναν ο αλλος μπαι * νουν εναντιον οι ανεμοι!
Της Δικαιοσυνης ηλιε νοητε * και μυρσινη συ δοξαστικη
μη παρακαλω σας μη * λησμονατε τη χωρα μου ! 

ΕΛΥΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αιματα * με πορφυρωσαν
Και χαρες ανειδωτες * με σκιασανε
Οξειδωθηκα μες στην * νιοτια
των ανθρωπων
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο

Στ' ανοιχτα του πελαγου * με καρτερεσαν
Με μπομπαρδες τρικαταρτες * και μου ριξανε
Αμαρτια μου νά 'χα * κι εγω
μιαν αγαπη
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο

Τον Ιουλιο καποτε * μισανοιξανε
Τα μεγαλα ματια της * μες στα σπλαχνα μου
Την παρθενα ζωη μια * στιγμη
να φωτισουν
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο

Κι απο τοτε γυρισαν * καταπανω μου
Των αιωνων οργητες * ξεφωνιζοντας
"Ο πού σ' ειδε, στο αιμα * ζει
και στην πετρα"
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο

Της πατριδας μου παλι * ομοιωθηκα
Μες στις πετρες ανθισα * και μεγαλωσα
Των φονιαδων το αιμα * με φως
ξεπληρωνω
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο 


ΕΛΥΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρωτη
χαραγμενη στην πετρα ευχη του ανθρωπου
η αλκη32 μες στο ζωο που οδηγει τον ηλιο
το φυτο που κελαηδησε και βγηκε η μερα

Η στερια που βουτα και υψωνει αυχενα
ενα λιθινο αλογο που ιππευει ο ποντος
οι μικρες κυανες φωνες μυριαδες
η μεγαλη λευκη κεφαλη Ποσειδωνος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι της Γοργονας
που κρατα το τρικαταρτο σα να το σωζει
σα να το κανει ταμα στους ανεμους
σα να λεει να τ' αφησει και παλι οχι

Ο μικρος ερωδιος33 της εκκλησιας
η εννια το πρωι σαν περγαμοντο
ενα βοτσαλο απεφθο μεσα στο βαθος
τ' ουρανου του γλαυκου φυτειες και στεγες

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργουνε
που σηκωνουν το πελαγος σα Θεοτοκο
που φυσουν και αναβουνε τα πορτοκαλια
που σφυριζουν στα ορη κι ερχονται
Οι αγενειοι δοκιμοι της τρικυμιας
οι δρομεις που διανυσαν τα ουρανια μιλια
οι Ερμηδες με το μυτερο σκιαδι
και του μαυρου καπνου το κηρυκειο

Ο Μαϊστρος, ο Λεβαντες, ο Γαρμπης
ο Πουνεντες, ο Γραιγος, ο Σιροκος
η Τραμουντανα, η Οστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξυλινο τραπεζι
το κρασι το ξανθο με την κηλιδα του ηλιου
του νερου τα παιχνιδια στο ταβανι
στη γωνια το φυλλοδεντρο που εφημερευει

Οι λιθιες και τα κυματα χερι με χερι
μια πατουσα που συναξε σοφια στην αμμο
ενας τζιτζικας που επεισε χιλιαδες αλλους
η συνειδηση παμφωτη σαν καλοκαιρι.

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το καμα που κλωτσαει
στο γιοφυρι απο κατω τα ωραια κοτρονια
τα σκατα των παιδιων με την πρασινη μυγα
ενα πελαγος βραζοντας και διχως τελος
Οι δεκαεξι νοματοι που τραβουν την τρατα
ο ακαθιστος γλαρος ο αργοπλευστης
οι φωνες οι αδεσποτες της ερημιας
ενος ισκιου μεσα στον τειχο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μινιο και με το φουμο
τα νησια με το σπονδυλο καποιανου Δια
τα νησια με τους ερημους ταρσαναδες
τα νησια με τα ποσιμα γαλαζια ηφαιστεια

Στο μελτεμι τα ορτσαροντας με κοντρα-φλοκο
Στο γαρμπη τ' αρμενιζοντας ποντζα-λαμπαντα
εως ολο το μακρος τους τ' αφρισμενα
με λιτριδια μαβια και με ηλιοτροπια

Η Σιφνος, η Αμοργος, η Αλοννησος
η Θασος, η Ιθακη, η Σαντορινη
η Κως, η Ιος, η Σικινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πετρινο πεζουλι
αντικρυ του πελαγους η Μυρτω να στεκει
σαν ωραιο οκτω ή σαν κανατι
με την ψαθα του ηλιου στο ενα χερι
Το πορωδες και ασπρο μεσημερι
ενα πουπουλο υπνου που ανεβαινει
το σβησμενο χρυσαφι μες στους πυλωνες
και το κοκκινο αλογο που δραπετευει

Του κορμου του αρχαιου του δεντρου η Ηρα
ο δαφνωνας ο απεραντος ο φωτοφαγος
ενα σπιτι σαν αγκυρα κατω στο βαθος
η Κυρα-Πηνελοπη με την ηλακατη

Της αντιπερα οχθης των πουλιων ο βοσπορος
ενα κτιριο απ' οπου ο ουρανος εχυθηκε
η γλαυκη ακοη μιση κατω απ' το πελαγος
μακροσυσκιοι ψιθυροι νυμφών και σφένταμων

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορταζοντας τη μνημη
των αγιων Κηρυκου και Ιουλιτης
ενα θαυμα να καιει στους ουρανους τ' αλωνια
ιερεις και πουλια να τραγουδουν το χαιρε :

ΧΑΙΡΕ η Καιομενη και χαιρε η Χλωρη
Χαιρε η Αμεταμελητη με το πρωραιο σπαθι

Χαιρε η που πατεις και τα σημαδια σβηνονται
Χαιρε η που ξυπνας και τα θαυματα γινονται

Χαιρε του παραδεισου των βυθων η Αγρια
Χαιρε της ερημίας των νησων η Αγια

Χαιρε η Ονειροτοκος χαιρε η Πελαγινη
Χαιρε η Αγκυροφορος και η Πενταστέρινη

Χαιρε με τα λυτα μαλλια η χρυσιζοντας τον ανεμο
Χαιρε με την ωραια λαλια η δαμαζοντας τον δαιμονα

Χαιρε που καταρτιζεις τα Μηναια των κηπων
Χαιρε που αρμοζεις τη ζωνη του Οφιουχου

Χαιρε η ακριβοσπαθιστη και σεμνη
Χαιρε η προφητικια και δαιδαλικη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χωμα που ανεβαζει
μιαν οσμη κεραυνου σαν θειαφι
του βουνου ο πυθμενας οπου θαλλουν
οι νεκροι ανθη της αυριον

Ο χωρις δισταγμους ενστικτος νομος
ο σφυγμος ο ταχυς παικτης του βιου
ο αιματινος θρομβος ο σωσιας του ηλιου
κι ο κισσος ο αλτης των χειμωνων

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο ροπτρο-σκαραβαιος34
το παρατολμο δοντι μες στο ψυχος του ηλιου
ο Απριλης που ενιωσε ν' αλλαζει φυλο
της πηγης το μπουμπουκι ο,τι που ανοιγει

Το χειραμαξο γερνοντας με τό 'να πλάι
μια χρυσομυγα που αναψε φωτια στο μελλον
του νερου η αορατη αορτη που παλλει
και γι ' αυτο ζωντανη κρατα η γαρδενια

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τα οικοσιτα της Νοσταλγιας
τα λουλουδια τα νηπια της βροχης που τρεμουν
τα μικρα και τετραποδα στο μονοπατι
Τ' αψηλα στους ηλιους και τα ρεμβοκινητα
Τα σεμνα με την κοκκινη αρρεβωνα
τα κομπαζοντας εφιππα μες στους λειμωνες
τα σε καθαρο ουρανο εργασμενα
τα στοχαστικα και τα χιμαιροποικιλτα
Το κρινο, το Τριανταφυλλο, το Γιασεμι
ο Μενεξες, η Πασχαλια, ο Υακινθος
το Γιουλι, το Ζαμπακι, το Αστρολουλουδο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το συννεφο στη χλοη
στο βρεμενο αστραγαλο το "φρτ" της σαυρας
το βαθυ της Μνησαρετης βλεμμα
που δεν ειναι αρνιου και αφεση δινει
Της καμπανας ο ανεμος ο χρυσεγερτης
ο ιππεας που παει ν' αναληφτει στη δυση
και ο αλλος ιππεας ο νοητος που παει
της φθορας τον καιρο ν' ανασκολισει
Μιας νυχτος Ιουνιου η νηνεμια
γιασεμια και φουστανια στοπεριβολι
το ζωακι των αστρων που ανεβαινει
της χαρας η στιγμη λιγο πριν κλαψει
Ενας κομπος ψυχης κι ουτε πια λεξη
σαν παραθυρο αδειο η Αρετουσα
και ο ερωτας ελθοντ' εξ' οράνω
πορφυριαν παρθεμενον χλαμυν35
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπιας
τα κοριτσια οι παραπλανημενες Πλειαδες
τα κοριτσια τ' Αγγεια των Μυστηριων
τα γεματα ωσ πανω και τ' απυθμενα
Τα στυφα στο σκοταδι και ομως θαυμα
τα γραμμενα στο φως και ομως μαυριλα
τα στραμμενα επανω τους οπως οι φαροι
τα ηλιοβορα και τα σεληνοβαμονα
Η Ερση, η Μυρτω, η Μαρινα
η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη
η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια
Των ψιθυρων η επωαση μες στα κοχυλια
μια χαμενη σαν ονειρο : η Αριγνώτα36
ενα φως μακρινο που λεει : κοιμησου
σαστισμενα φιλια σαν πληθος δεντρα
Το λιγακι πουκαμισο που τρωει ο αερας
το χνουδακι το χλόινο πανω στην κνημη
του αιδοιου το μενεξεδενιο αλατι
και το κρυο νερο της Πανσεληνου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινο τραγουδι
ο μυχός της Ελενης με το κυματακι
τα φραγκοσυκα φεγγοντας μες στη μασχαλη
ερειπιωνες37 του μελλοντος και της αραχνης
Τα νυχτερια τ' ατελειωτα μεσα στα σπλαχνα
το ρολόι το άυπνο που δεν φελαει
ενα μαυρο κρεβατι που ολο πλεει
στα τραχια τα παραλια του Γαλαξια
ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα ορθια με το μαυρο ποδι
τα καραβια οι αιγες των Υπερβορειων38
τα βια οι πεσσοι39 του Πολικου και του Υπνου
τα καραβια οι Νικοθοες κι οι Ευαδνες
Τα γεματα βοριαδες και φουντουκι του Ορους
τα μυριζοντας μουργα και χαρουπι αρχαιο
τα γραμμενα στη μασκα τους καθως οι Αγιοι
τα την ιδια στιγμη λοξα και ακινητα
Η Αγγελικα, ο Πολικος, οι Τρεις Ιεραρχαι
Ο Ατρομητος, η Αλκυων, η Ναυκρατουσα
το Μαρακι, το Εχει ο Θεος, η Ευαγγελιστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κυμα που αγριευει
και σηκωνεται πεντα οργιες επανω
τα χυμενα μαλλια στο ορνεο που γυριζει
και χτυπιεται στα τζαμια με την καταιγιδα
Η Μαρινα καθως προτου να υπαρξει
με του σκυλου το καυκαλο και τα δαιμονια
η Μαρινα το κερας της Σεληνης
η Μαρινα ο χαλασμος του κοσμου
Τα μουραγια ξεσκεπαστα στη σοροκαδα
ο παπας των νεφων που αλλαζει γνωμη
τα καημενα τα σπιτια που το ενα στο αλλο
ακουμπουνε γλυκα και αποκοιμιουνται
Της μικρης βροχης το λυπημενο προσωπο
η παρθενα ελια το λοφο ανηφοριζοντας
ουτε μια φωνη στα κουρασμενα συννεφα
της πολιχνης το σαλιγγαρακι που εσπασε
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρος και μονος
ο απο πριν χαμενος εσυ νά 'σαι
Ποιητης που δουλευει το μαχαιρι
στο ανεξιτηλο τριτο του χερι:
ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θανατος και αυτος η Ζωη
Αυτος το Απροβλεπτο και αυτος οι Θεσμοι
Αυτος η ευθεια του φυτου η το σωμα τεμνοντας
Αυτος η εστια του φακου η το πνευμα καιγοντας
Αυτος η διψα η μετα την κρηνη
Αυτος ο πολεμος ο μετα την ειρηνη
Αυτος ο θεωρος των κυματων ο Ιων
Αυτος ο Πυγμαλιων40 πυρος και τερατων
Αυτος η θρυαλλιδα41 που απο τα χειλη αναβει
Αυτος η αορατη σηραγγα που υπερκερα42 τον Αδη
Αυτος ο Ληστης της ηδονης που δε σταυρωνεται
Αυτος ο Οφις που με το Σταχυ ενωνεται
Αυτος το σκοτος και αυτος η ομορφη αφροσυνη
Αυτος των ομβρων του φωτος η εαροσυνη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γυρισμα του Λυκου
στο ρυγχος του ανθρωπου και αυτο στου αγγελου
τα εννεα σκαλια που ανεβηκε ο Πλωτινος43
το χασμα του σεισμου που εγιομισε ανθη
Το λιγακι που αγγιζοντας αφηνει ο γλαρος
και φωτιζει τα βοτσαλα σαν αθωοτης
η γραμμη που χαραζεται μες στην ψυχη σου
και το πενθος μηνα του Παραδεισου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασιας
αχερουσιο σαλπισμα και πυρινη ωχρα
το καιουμενο ποιημα και ηχειο θανατου
οι δορυαιχμες λεξεις και αυτοκτονες
Το ενδομυχο φως που ασπρογαλιαζει
κατ' εικονα και ομοιωση του απειρου
τα χωρις εκμαγειο44 βουνα που βγαζουν
απαραλλαχτες οψεις οψεις του αιωνιου
ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οιηση45 των ερειπιων
τα βουνα τα βαρυθυμα, τα μαστοφορα
τα βουνα τα σαν υφαλα μιας οπτασιας
τα κλεισμενα ολουθε και τα σαρανταπορα
Τα γεματα ψιλοβροχο σαν μοναστηρια
τα χωμενα στο πουσι46 των προβατων
τα ηρεμα πηγαινοντας καθως βουκολοι
με το μαυρο ζιμπουνι και με το πανωμαντιλο
Η Πινδος, η Ροδοπη, ο Παρνασσος
ο Ολυμπος, η Τυμφρηστος, ο Ταϋγετος
η Διρφυς, ο Αθως, ο Αινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διασελο που ανοιγει
αιωνιου γαλαζιο οδο στα νεφη
μια φωνη που παραπεσε μες στην κοιλαδα
μια ηχω που σαν βαλσαμο την ηπιε η μερα
Των βοδιων η προσπαθεια που σερνουν
τους ελαιωνες προς τη δυση
ο καπνος ο αταραχος που παει
των ανθρωπων τα εργα να διαλυσει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το περασμα του λυχνου
το γεματο χαλασματα και μαυρους ισκιους
η σελιδα που γραφτηκε κατω απ' το χωμα
το τραγουδι που ειπε η Λυγερη στον Αδη
Τα ξυλογλυπτα τερατα πανω σρο τεμπλο
οι αρχαιες οι λευκες οι ιχθυοφορες
οι ερασμιες Κορες με το πετρινο χερι
ο λαιμος της Ελενης ωσαν παραλια
Τ' ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δεντρα με την ευδοκια
η παρασηματικη ενος αλλου κοσμου
η παλια δοξασια οτι υπαρχει παντα
το πολυ σιμα και ομως αορατο
Η σκια που τα γερνει με το πλάι στο χωμα
ενα κατι του κιτρινου στη θυμηση τους
η αρχαια τους ορχηση πανω απο τους ταφους
η σοφια τους η αδιατιμητη
Η Ελια, η Ροδια, η Ροδακινια
το Πευκο, η Λευκα, ο Πλατανος
ο Δρυς, η Οξυα, το Κυπαρισσι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναιτιο δακρυ
ανατελλοντας αργα στα ωραια ματια
των παιδιων που κρατιουνται χερι-χερι
των παιδιων που κοιταζουνται και δε μιλιουνται
Των ερωτων το τραυλισμα πανω στα βραχια
ενας φαρος που εκτονωσεν αιωνων θλιψη
το τριζονι το επιμονο καθως η τυψη
και το μαλλινο ερημο μεσα στ' αγιαζι
Ο στυφος μες στα δοντια επιορκος δυοσμος
δυο χειλη που αδυνατο να στερξουν - και ομως
το "αντιο" στα τσινορα που λιγο λαμπει
και μετα ο για παντοτε θολος κοσμος
Το αργο και βαρυ των καταιγιδων οργανο
στην καταστραμμενη του φωνη ο Ηρακλειτος
των φονιαδων η αλλη πλευρα η αθεατη
το μικρο "γιατι" που εμεινε αναπαντητο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι που επιστρεφει
απο φονο φριχτον και τωρα ξερει
ποιος αληθεια ο κοσμος που υπερεχει
ποιο το "νυν" και ποιο το "αιεν" του κοσμου :
ΝΥΝ το αγριμι της μυρτιας Νυν η κραυγη του Μαη
ΑΙΕΝ η ακρα συνειδηση Αιεν η πλησιφαη
Νυν νυν η παραισθηση και του υπνου η μιμική
Αιεν αιεν ο λογος και Τροπις η αστρικη
Νυν των λεπιδοπτερων το νεφος το κινουμενο
Αιεν των μυστηριων το φως το περιιπταμενο
Νυν το περιβλημα της Γης και η Εξουσια
Αιεν η βρωση της Ψυχης και η Πεμπτουσια
Νυν της Σεληνης το μελαγχρωμα το ανιατο
Αιεν το χρυσοκυανο του Γαλαξια σελαγισμα47
Νυν των λαων το αμαλγαμα και ο μαυρος Αριθμος
Αιεν της Δικης το αγαλμα και ο μεγας Οφθαλμος
Νυν η ταπεινωση των Θεων η σποδος του Ανθρωπου
Νυν Νυν το μηδεν
και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !

Ποίηση και Ποιητές ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι καλησπέρα από σήμερα και έως την Ημέρα Παγκόσμιας Ποίησης δηλαδή και την 21/03/2016 οι αναρτήσεις θα είναι όλες σχετικές με την Ποίηση και τους Ποιητές. Όλες οι αναρτήσεις θα είναι αφιερωμένες στα μέλη της Λογοτεχνικής Ομάδας Γοργογυρίου που έλαβαν μέρος στις βραδιές Ποίησης στην Αυλή των Θαυμάτων-Επικούρειο Κήπο. Θα ξεκινήσουμε σήμερα με τον Κώστα Βάρναλη. Σας ευχομαι καλή ανάγνωση, με σεβασμό ο Επικούρειος Πέπος.


Η Μάνα του Χριστού
Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο αυξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

 
ΞΑΝΑ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου

Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ' αφήναν νηστικό
και μ' αφήναν νηστικό
Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ
για τ' αφέντη το φαί
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ' άλλη θάλασσα άλλη γη
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

 
ΞΑΝΑ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Να σ' αγναντεύω, θάλασσα

Να σ' αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ' το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ' άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ' τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,
οι κάβοι, τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι
ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα,
τα χρυσόπευκα, κι' ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι' αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα-
κι' αυτά μες στ' όνειρό τους να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι' αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι' από τους μαύρους κολασμένους

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.