Ο Μάνος Χατζιδάκις (Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925 – Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994) ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση[1]. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη[2]. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκείται στο βιολί και στο ακορντεόν.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη[2]. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκείται στο βιολί και στο ακορντεόν.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα του το 1932 έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργάζεται για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο[εκκρεμεί παραπομπή].
Παράλληλα επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο την περίοδο 1940 - 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον επίσης κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία[3][4][5].
Τα πρώτα έργαΗ πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο "Τελευταίος Ασπροκόρακας" του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι.
Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος[2] που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης τη διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι[6].
Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, "Μαρσύας" (1950), "Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές" (1951), "Το Καταραμένο Φίδι" (1951) και "Ερημιά" (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις "Χοηφόρους" (1950) από την "Ορέστεια" του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η "Μήδεια" (1956), ο "Κύκλωπας" (1959), οι "Βάκχες" (1962), οι "Εκκλησιάζουσες" (1956), η "Λυσιστράτη" (1957) και οι "Όρνιθες" (1959). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή "Ο Θάνατος του Διγενή".
Την ίδια περίοδο γράφει σημαντικά μουσικά έργα, όπως τα πιανιστικά έργα "Ιονική σουίτα" (1952) και "Για μια μικρή λευκή αχιβάδα" (1947, το πρώτο από 51 έργα που ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση ανάμεσα στο σύνολο της δημιουργίας του ως opus 1) καθώς και τον κύκλο τραγουδιών "Ο Κύκλος του C.N.S." (1954, αφιερωμένο στον Carlos Novi Sanchez για το θάνατο του κοινού τους φίλου Ετιέν Ρέρυ).
Η μεγάλη δημοσιότηταΤο 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.
Το 1960 ήταν μία χρονιά με διακρίσεις και βραβεία. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Β' Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το "Κυπαρισσάκι" και την "Τιμωρία" με την Νάνα Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο "Ποτάμι" του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα "Τα Παιδιά του Πειραιά" για το "Ποτέ την Κυριακή" του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου "αποδίδοντας" στον συνθέτη και το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά, και επίσης συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα "Ευρυδίκη" του Ζαν Ανούιγ, "Το γλυκό πουλί της νιότης" του Τένεσι Ουίλιαμς, "Ο θάνατος του Διγενή" του Άγγελου Σικελιανού, "Η τύχη της Μαρούλας" του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: "Μανταλένα", "Η Αλίκη στο ναυτικό", "Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος", "Η κυρία δήμαρχος", "Το κλωτσοσκούφι", "Ραντεβού στην Κέρκυρα", κ.α.[7]
Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι "Τα παιδιά του Πειραιά". Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. "Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα", ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. "Τα παιδιά του Πειραιά" έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι για το Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον Έλληνα δημιουργό μία διεθνή διάκριση. Ήταν μια βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του. "Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό...", έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β' βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του "Κουρασμένο παλληκάρι". Το Α' δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την "Απαγωγή"[8].
Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το "Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις" στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν από τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.
Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για την "Μήδεια" του Ευριπίδη (1958), το "Παραμύθι χωρίς όνομα" του Ι. Καμπανέλλη (1959), "Ο κύκλος με την κιμωλία" του Μπρεχτ, η "Οδός ονείρων" (1962), αλλά και "Το χαμόγελο της Τζοκόντας" - δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).
Πηγή: Βικιπαίδεια. Με αγάπη στην κόρη μου που έχει τα γενέθλια της. Ο Πεπέ της Ουτοπίας.