Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

13.5.17

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ αγαπημένοι Έλληνες συνθέτες. Ημέρα Μνήμης για τον κορυφαίο Έλληνα συνθέτη.

Ο Μάνος Χατζιδάκις (Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994) ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση[1]. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη[2]. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκείται στο βιολί και στο ακορντεόν.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ο Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα του το 1932 έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργάζεται για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο[εκκρεμεί παραπομπή].
Παράλληλα επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο την περίοδο 1940 - 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον επίσης κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία[3][4][5].
Τα πρώτα έργαΗ πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο "Τελευταίος Ασπροκόρακας" του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι.
Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος[2] που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης τη διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι[6].
Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, "Μαρσύας" (1950), "Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές" (1951), "Το Καταραμένο Φίδι" (1951) και "Ερημιά" (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις "Χοηφόρους" (1950) από την "Ορέστεια" του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η "Μήδεια" (1956), ο "Κύκλωπας" (1959), οι "Βάκχες" (1962), οι "Εκκλησιάζουσες" (1956), η "Λυσιστράτη" (1957) και οι "Όρνιθες" (1959). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή "Ο Θάνατος του Διγενή".
Την ίδια περίοδο γράφει σημαντικά μουσικά έργα, όπως τα πιανιστικά έργα "Ιονική σουίτα" (1952) και "Για μια μικρή λευκή αχιβάδα" (1947, το πρώτο από 51 έργα που ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση ανάμεσα στο σύνολο της δημιουργίας του ως opus 1) καθώς και τον κύκλο τραγουδιών "Ο Κύκλος του C.N.S." (1954, αφιερωμένο στον Carlos Novi Sanchez για το θάνατο του κοινού τους φίλου Ετιέν Ρέρυ).
Η μεγάλη δημοσιότηταΤο 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.
Το 1960 ήταν μία χρονιά με διακρίσεις και βραβεία. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Β' Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το "Κυπαρισσάκι" και την "Τιμωρία" με την Νάνα Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο "Ποτάμι" του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα "Τα Παιδιά του Πειραιά" για το "Ποτέ την Κυριακή" του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου "αποδίδοντας" στον συνθέτη και το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά, και επίσης συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα "Ευρυδίκη" του Ζαν Ανούιγ, "Το γλυκό πουλί της νιότης" του Τένεσι Ουίλιαμς, "Ο θάνατος του Διγενή" του Άγγελου Σικελιανού, "Η τύχη της Μαρούλας" του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: "Μανταλένα", "Η Αλίκη στο ναυτικό", "Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος", "Η κυρία δήμαρχος", "Το κλωτσοσκούφι", "Ραντεβού στην Κέρκυρα", κ.α.[7]
Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι "Τα παιδιά του Πειραιά". Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. "Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα", ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. "Τα παιδιά του Πειραιά" έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι για το Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον Έλληνα δημιουργό μία διεθνή διάκριση. Ήταν μια βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του. "Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό...", έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β' βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του "Κουρασμένο παλληκάρι". Το Α' δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την "Απαγωγή"[8].
Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το "Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις" στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν από τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.
Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για την "Μήδεια" του Ευριπίδη (1958), το "Παραμύθι χωρίς όνομα" του Ι. Καμπανέλλη (1959), "Ο κύκλος με την κιμωλία" του Μπρεχτ, η "Οδός ονείρων" (1962), αλλά και "Το χαμόγελο της Τζοκόντας" - δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).

 Πηγή: Βικιπαίδεια. Με αγάπη στην κόρη μου που έχει τα γενέθλια της. Ο Πεπέ της Ουτοπίας.

14.4.17

Ο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΤΑΣΙΟΣ ΣΕ ΓΕΥΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ουσιαστικά είμαστε μαστροποί των παιδιών μας, διότι δανειστήκαμε αφειδώς για να περάσουμε καλά, αλλά τα δανεικά θα τα πληρώσουν οι επόμενες γενιές. Προτάξαμε μια ηθική προτεραιότητα που συγκεφαλαιωνόταν στο “εγώ, εδώ και τώρα”, ενώ η λυδία λίθος του ηθικού ενεργήματος είναι το “εσύ, αλλού και ύστερα”. Το στένεμα της αντίληψής μας για το πώς πρέπει να λειτουργεί η κοινωνία μας, συνιστά την αποτυχία μας» συνοψίζει χαρακτηριστικά ο Θεοδόσης Τάσιος.

Ο λόγος του πανεπιστημιακού ήταν πάντα καίριος στα χρόνια της μεταπολίτευσης - τόσο από τα έδρανα του ΕΜΠ όσο και από άλλα εσωτερικά και διεθνή φόρα. Εχει δημοσιεύσει 430 επιστημονικές εργασίες και συγγράψει 49 βιβλία σε διάφορες γλώσσες και είναι επίτιμος διδάκτωρ έξι πανεπιστημίων. Μετά άλλον έναν δύσκολο για την Ελλάδα χρόνο, στην κουβέντα μας ανέδειξε την πίκρα του για την πορεία της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και τη δική του δύναμη να κοιτάζει μπροστά, συμπυκνώνοντας τη σοφία της ηλικίας και της ευρύτατης -σπάνιας-παιδείας. «Νιώθω την ίδια ταπείνωση, που ένιωθα κατά τη δικτατορία.


Εχω δώσει περί τις χίλιες διαλέξεις, στην προσπάθειά μου να συμβάλω στη βελτίωση της γνωσιακής και της ηθικοπολιτικής αυτοσυνειδησίας. Τα ίδια υποστήριζα και λίγο μετά την πτώση της Χούντας, όταν αρχίσαμε να ξεχνάμε τα ιδεώδη μας, όμως φτάσαμε σήμερα και τίποτε δεν έχει αλλάξει. Κατά έναν τρόπο απέτυχα», ήταν τα πρώτα του λόγια στο εντευκτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου συναντηθήκαμε.

«Ωστόσο...» λέει, και αφήνει μετέωρο τον λόγο του με μια μικρή παύση. «Ωστόσο, είμαι αγωνιστικά απαισιόδοξος. Επ’ αγαθώ η διάψευση της απαισιοδοξίας» προσθέτει χαμογελώντας.

Ο παράγων άνθρωπος
«Πολλοί πολιτικοί και επιστήμονες φαντάζονται ότι οι κοινωνίες είναι κουρδισμένα κουτιά, απουσία του ανθρώπου. Δεν πιστεύω ότι είναι έτσι. Ο Ινδός οικονομολόγος Αμάρτια Σεν πήρε το 1998 το Νομπέλ Οικονομικών Επιστημών για τη θεωρία της κοινωνικής επιλογής, ουσιαστικά επειδή υπέδειξε ότι η πολιτική είναι ηθική. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως ό,τι κάνεις για τον άλλον, το κάνεις για σένα, για να εισπράττεις χαρά. Για να ενεργήσουμε με σοβαρότητα και προς όφελος όλων, δεν χρειάζεται να ζούμε επαίνους μετά θάνατον. Το κέρδος μας ως πολίτες πρέπει να το εισπράττουμε τώρα, σαν μια μπροστάντζα της χαράς που προσφέρουμε στον άλλο. Βέβαια, ο Μπέρτραντ Ράσελ είχε κατηγορήσει τον Αριστοτέλη για εγωισμό. Φαίνεται ότι και οι μεγαλοφυΐες δεν εμποδίζονται να λένε πότε-πότε και καμιά σαχλαμάρα, γιατί είναι δεσμευμένοι από τα δεσμά υψηλών θεωριών» παρατηρεί. «Αλλο αν ο Ράσελ -Βρετανός, φιλόσοφος και ειρηνιστής με Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1950- έχει αφήσει εμβληματική κληρονομιά εναντίον κάθε είδους φανατισμού, τη φράση του: “Δεν θα πέθαινα ποτέ για τις ιδέες μου, γιατί μπορεί να έκανα λάθος”» συμπληρώνει.

– Τι είναι, λοιπόν, η ηθικοπολιτική αυτοσυνειδησία;

– Η αντίληψη του πρακτέου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να βελτιστοποιηθούν όλες οι ανάγκες του λαού για την παρούσα και κυρίως για τις επόμενες γενιές. Σε αυτόν τον στόχο, το ελληνικό κράτος και η κοινωνία απέτυχαν, και δη τις τελευταίες δεκαετίες. Τα δείγματα ότι η κοινωνία δεν πάει καλά δεν ήταν άγνωστα. Επί χρόνια όλες οι συντεχνίες κατάφερναν να παίρνουν αυξήσεις έτσι ώστε να φτάσουμε να έχουμε απολαβές 30% υψηλότερες από την Ισπανία, παρότι τα οικονομικά της χώρας χειροτέρευαν. Οι πολιτικοί έκαναν αυτό που ήθελε ο λαός, με απόλυτη ακρίβεια. Από κάτω ήταν η πίεση. Δείτε, για παράδειγμα, την κατάληξη της πρότασης Γιαννίτση για μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα. Ο Γιαννίτσης πρότεινε «στερήσεις εδώ και τώρα για χάρη του εκεί και ύστερα». Απέτυχε, διότι ξεσηκώθηκε ο λαός που δεν μπορούσε να διανοηθεί μια τέτοια στάση.
– Είναι θέμα παιδείας μας; Μήπως την κύρια ευθύνη την έχουν οι πολιτικοί;
– Η λύση δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη. Ας θυμηθούμε τι θα πει «πολιτική λύση». Μια τέτοια λύση εκφράζει αξιακές προτεραιότητες. Π.χ. θυσιάζουμε την αύξηση των συντάξεων για χάρη της βελτίωσης του οδικού δικτύου. Καμιά επιστήμη δεν μπορεί να λάβει τέτοιες αποφάσεις. Η επιστήμη οφείλει να περιγράφει λεπτομερώς το κόστος και τις συνέπειες μιας τέτοιας προτίμησης. Από την πλευρά του, πολιτικός που «αναγγέλλει» την απόφασή του, χωρίς πλήρη περιγραφή των συνεπειών της είναι απατεών (αθελήτως βέβαια...).

Αυξήσεις στους δασκάλους και συνεχής αξιολόγηση

«Αρχίζει να ακούεται έντονα ο “ξύλινος λόγος” μόλις διαβάσεις τις πρώτες σελίδες των σχολικών βιβλίων της Αγωγής» λέει, τονίζοντας μία πρότασή του η οποία συχνά επανήλθε κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας:
«Μας χρειάζεται ένα δεκαπενταετές πλάνο ηθοπαιδείας. Η ηθοπαιδεία είναι η μύηση στο γλυκό κρασί της φιλότητας. Δεν είναι κατάλογος φρονηματισμού, ούτε μετακένωση γνώσεων, όπως επιχειρεί το σημερινό σχολείο. Αγωγή σημαίνει μαθητεία, μύηση, συμμετοχή, παράδειγμα, βίωμα. Αυτά είναι ανεπαρκή στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα και για να μπορέσουν να περάσουν από τη μία γενιά στην άλλη και να αποκτήσουν στέρεες βάσεις στην κοινωνία, χρειάζονται μία δεκαπενταετία παλλαϊκής προσπάθειας». Ο κ. Τάσιος προσθέτει: «Είναι μάλλον προφανές ότι χρειαζόμαστε όξυνση του ηθικού ενεργήματος για να δημιουργήσουμε καλύτερους πολίτες. Μία αίσθηση πειστικού καθήκοντος. Αλλιώτικα, δεν δομείται κοινωνία. Θα υποφέρουμε, αλλά με το παράδειγμά μας θα μειώσουμε τις δυσμενείς συνέπειες της αθλιότητας που άλλοι προκάλεσαν, και αυτό, ανακουφίζοντας την επόμενη γενιά, θα μας δώσει χαρά και ικανοποίηση. Είναι ζήτημα αξιακών, δηλαδή πολιτικών προτεραιοτήτων για τη χώρα». Εστιάζει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση: «στα Νηπιαγωγεία διαμορφώνονται οι άνθρωποι με το πολιτικό ήθος» λέει. Του επισημαίνω ότι για να γίνουν ουσιαστικές και με θεμέλια αλλαγές στην εκπαίδευση, χρειάζονται εκτός από την πολιτική στρατηγική, και εκπαιδευτικοί που να μπορέσουν να την κάνουν πράξη. Και αυτό ίσως δεν απαιτεί μόνο επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, αλλά και αλλαγή της κουλτούρας τους.
«Είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις σήμερα τους 120.000 (όσοι δηλαδή υπηρετούν στα σχολεία) πολύ καλούς δασκάλους – δημόσιους λειτουργούς, που χρειαζόμαστε. Φοβούμαι ότι κάμποσοι απ’ αυτούς είναι ίσως βαλτωμένοι στην ήσσονα προσπάθεια, όπως και κάμποσοι από εμάς. Ωστόσο, η δουλειά τους έχει αμεσότερη συνέπεια για το μέλλον της χώρας μας. Αρα, και τους μισθούς τους οφείλουμε να αυξήσουμε και τις διαδικασίες πρόσληψης και συνεχούς αξιολόγησής τους να ουσιαστικοποιήσουμε. Οπως φαίνεται ότι έγινε στην Κύπρο πριν από λίγες δεκαετίες με λαμπρά αποτελέσματα στη στάθμη μόρφωσης σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Είναι δυσανάλογα μεγάλες οι επιπτώσεις για το μέλλον των πολιτών. Ολα τα σημερινά προβλήματα της παιδείας πάντως, είναι καθρέφτισμα των προβλημάτων του λαού».
Είναι όνειδος να θέλουμε να διοικούν το πανεπιστήμιο παιδιά λυκείου
– Πώς βλέπετε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τη σύμπλευση των Ανεξάρτητων Ελλήνων για δεύτερη φορά;

– Δεν άκουσα έναν συγκροτημένο πολιτικό λόγο, με το υπόβαθρο του Ορθού Λόγου της Κοινωνικής Αριστεράς που δεν αλληθωρίζει με ολοκληρωτισμούς. Αντ’ αυτού, ακούγοντας τις αντιφατικές φλυαρίες ορισμένων -λίγων, ευτυχώς- υπουργών, αγωνιούσα μήπως μας φέρουν πίσω στην ευδαίμονα Βενεζουέλα. Ωστόσο, αποδεικνύεται τώρα εντονότερα το ευρύτερο έλλειμμα πολιτικής αυτοσυνειδησίας μας, για το οποίο μιλούσα τον περασμένο Γενάρη στο περιοδικό Economist.

– Γιατί πιστεύετε ότι τα εκλογικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής διατηρήθηκαν σε τέτοια επίπεδα;
– Eχω αναφερθεί στο παρελθόν στο έλλειμμα δημοκρατικότητας ενός μικρού τμήματος του λαού μας, καθώς και στην πολιτική αφέλεια της πίστης σε ολοκληρωτικές δήθεν λύσεις, τρομάρα μας. Δεν ντρέπομαι λοιπόν να παραδεχθώ ότι δεν εκπλήσσομαι από τη σταθερότητα των ποσοστών των οπαδών του ολοκληρωτισμού.
– Ο πρώην υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς ήταν συνάδελφός σας στο ΕΜΠ. Ξεκίνησε τη θητεία του με περγαμηνές αλλά γρήγορα απογοήτευσε πολλούς με τις επιλογές του.
– Ο Αριστείδης Μπαλτάς είναι προικισμένος επιστήμων και πολύ καλός δάσκαλος. Πρωτοστάτησα ως εισηγητής στη βράβευσή του με το βραβείο εξαίρετης πανεπιστημιακής διδασκαλίας Ξανθόπουλου – Πνευματικού. Oμως, πρόσφατα σχημάτισα την εντύπωση ότι ενδέχεται να υπόκειται στα δεσμά ορισμένων ιδεοληψιών. Για παράδειγμα, η πρόταση για κατάργηση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Αν θέλεις να αποκαταστήσεις τη δημοκρατία στα πανεπιστήμια, οφείλεις να έχεις το θάρρος να παραδεχθείς ότι η εκλογική διαδικασία με τις κάλπες έχει προβλήματα, έχει στοιχεία αντιδημοκρατικότητας. Oλοι γνωρίζουμε τα περιστατικά βίας από μειοψηφίες φοιτητών κατά τη διάρκεια εκλογών με κάλπη. Το τελευταίο που θα φανταζόμουν είναι να χαρακτηρίζεται η ηλεκτρονική ψηφοφορία αντιδημοκρατική στα ελληνικά ΑΕΙ!
– Θεωρείτε επικοινωνιακό του λάθος να χαρακτηρίσει ρετσινιά την αριστεία;
– Το λάθος είναι κατ’ αρχήν φιλοσοφικό. Oταν κάποιος θέλει να χτυπήσει τον ελιτισμό, δεν το κάνει επειδή υπάρχουν παιδιά με μυαλό που θέλουν να φοιτήσουν σε ένα καλύτερο σχολείο. Το κάνει επειδή επιδιώκει να περιορίσει την κοινωνική αδικία ενώπιον της παιδείας. Θα έπρεπε, λοιπόν, να στρέψει τις ενέργειές του εκεί που γεννιέται η αδικία, στο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο των γονέων, δηλαδή. Ο Κένεντι υποκαθιστούσε τη μορφωτική υστέρηση των γονέων με μία πολιτική παρέμβαση μορφωτικού χαρακτήρα στη ρίζα, μέσα στα σπίτια των φτωχών. Τις ίδιες παρεμβάσεις στις γειτονιές έκαναν και οι Γάλλοι σοσιαλιστές. Αντί να κάνει κάτι ανάλογο, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να εκδικηθεί τα παιδιά που έχουν μυαλό και δεν τα αφήνει να φοιτήσουν, μέσω εξετάσεων, στα Πρότυπα σχολεία για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, όπως δικαιούνται ως πολίτες. Αυτό είναι αυτοκτονικό για τον λαό που περιμένει να φάει ψωμί απ’ τα καλά μυαλά του και απαράδεκτο για τα παιδιά.
Τα Συμβούλια Ιδρυμάτων
– Πώς κρίνετε την κατάργηση των Συμβουλίων στα ΑΕΙ, όπου μετείχαν Ελληνες πανεπιστημιακοί που διαπρέπουν στο εξωτερικό;
– Είναι όνειδος να θέλουμε να διοικούν το πανεπιστήμιο τα παιδιά του Λυκείου που μόλις εισήλθαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και όχι εκείνα τα παιδιά που βγήκαν από τα ελληνικά πανεπιστήμια και τώρα διαπρέπουν. Εξάλλου, ο εναγκαλισμός κάμποσων πρυτάνεων με τα θλιβερά, ενδοσχολικά παραρτήματα των κομμάτων, πώς αλλιώς θα παταχθεί; Αφήστε λοιπόν τον θεσμό των Συμβουλίων να δοκιμασθεί, και τότε τον ξανακρίνουμε. Εμπειρικά όμως και όχι με ιδεολογικά κριτήρια.
«Οι επιλογές αυτές μπορεί να οφείλονται στο ότι εμείς πιστεύουμε πως είμαστε καλύτεροι από τους δυτικούς που εφαρμόζουν τέτοια συστήματα, και άρα δεν τα χρειαζόμαστε. Αλλωστε, είμαστε απόγονοι του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού» παρατηρώ.
«Ας τα αφήσουν αυτά τα ελληναράδικα. Μπορεί να ήταν απαραίτητα για την τόνωση της εθνικής μας ταυτότητας το 1800, αλλά τώρα; Εκμεταλλευόμαστε ένα κλέος στο οποίο δεν συνεργήσαμε. Γιατί; Και αυτή η στάση είναι θέμα παιδείας, κουλτούρας» λέει και αφού κοντοστέκεται λίγο, τονίζει: «Ισως στο παρελθόν, το επαρκές κίνητρο για να αποκτήσει ένας νέος καλύτερη παιδεία από τους γονείς του ήταν να ξεπεράσει την άθλια κοινωνική διαστρωμάτωση. Τώρα πλέον, μετά την πολλαπλή κρίση που έχει βιώσει η χώρα, είναι και θέμα εθνικής επιβίωσης. Αλλωστε, η παιδεία είναι εισπνοή παρελθόντος και εκπνοή μέλλοντος».

Η συνάντηση
Συναντηθήκαμε προ καιρού, μεσημέρι καθημερινής, στο εντευκτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο κτίριο «Κωστής Παλαμάς» επί της οδού Ακαδημίας. Δεν ήταν δύσκολο να επιλέξει χώρο, καθώς όπως μου είπε «κινείται στο κέντρο». Πριν καθήσουμε, περπατώντας παρατηρήσαμε προσωπογραφίες πρυτάνεων και πανεπιστημιακών του ΕΚΠΑ, καθώς και τα υπόλοιπα έργα που εκτίθενται στο διώροφο κτίριο. Επιλέξαμε φιλέτο σολομού και σαλάτα και το γεύμα έκλεισε με γαλλικό καφέ για τον κ. Τάσιο, μια μπίρα χωρίς αλκοόλ για μένα. Ο λογαριασμός ήταν 23 ευρώ.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αγγελος Συρίγος: Φασίστας είναι εκείνος που ανοίγει κεφάλια.

Εικονογράφηση. Τιτίνα Χαλματζη.
Δεν χρειάστηκε να περάσει πολλή ώρα κουβέντας για να διαπιστώσω ότι ο Αγγελος Συρίγος δεν είναι... «τσαμπουκάς», δηλαδή τύπος εριστικός, που μπορεί να «τα πάρει άγρια» με κάτι επειδή ένιωσε ότι τον έθιξε. Για να αξιολογήσουμε την απρόκλητη επίθεση εναντίον του κ. Συρίγου, αρκεί να σκεφθούμε μόνο την πρώτη φράση του προς τον νεαρό που έγραφε συνθήματα στον τοίχο του Παντείου Πανεπιστημίου: «Ρε συ, αμαρτία είναι, τώρα βάψαμε τον τοίχο, εάν θες κόλλα αφίσες». Η κατάληξη της παρατήρησης του πανεπιστημιακού που διδάσκει Διεθνές Δίκαιο και Εξωτερική Πολιτική εδώ και 16 χρόνια στο ίδρυμα είναι γνωστή. 
Εκείνος που έγραφε το σύνθημα μαζί με άλλους δύο επιτέθηκαν και τραυμάτισαν τον κ. Συρίγο στο κεφάλι, ο οποίος κατόπιν υπέβαλε μήνυση στον νεαρό τον οποίο, παρότι τραυματισμένος και με αίματα, κατάφερε να τον «κρατήσει» μέχρι να έρθει η αστυνομία για να τον συλλάβει. «Το πρόβλημα οφείλεται στη διάχυτη ανομία και στην πεποίθηση ατιμωρησίας που επικρατεί στα πανεπιστήμια αλλά και στην κοινωνία. Είμαστε μία κοινωνία της ανοχής, αυτή είναι η κουλτούρα της μεταπολίτευσης. Ουδείς θέλει να αναλάβει τις ευθύνες του έναντι του κοινωνικού συνόλου, ενώ ταυτόχρονα ουδείς θέλει να έχει συνέπειες για ό,τι κάνει. Πρόκειται για ένα αντικοινωνικό φαινόμενο που φαίνεται πλέον φυσιολογικό στην καθημερινότητά μας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θέλω να αποσύρω τη μήνυσή μου. Οφείλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, ο καθένας το μερίδιό του» λέει ο πανεπιστημιακός.
– Πώς συνέβη το περιστατικό;
– Μετά την παρατήρηση στον πρώτο, ήλθαν δύο φίλοι του και μου επιτέθηκαν. Με έριξαν κάτω και με χτυπούσαν με το σπρέι στο κεφάλι. Μαζεύτηκαν φοιτητές, κόσμος, οι δύο κατάφεραν να το σκάσουν, ενώ με τη βοήθεια των φοιτητών κατάφερα να συγκρατήσω τον έναν. Οταν εμφανίστηκε η αστυνομία, ο νεαρός μου είπε εντελώς κυνικά «πες πως γλίστρησες, έπεσες και χτύπησες, αλλιώς η ζωή σου θα γίνει μαύρη». Θεωρούσε ότι ήταν τόσο απλό να ξεφύγει. Κάτι σαν δοκιμασμένη συνταγή.
– Ωστόσο, δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Μετά το επεισόδιο διάφορες ομάδες διέκοψαν το μάθημά σας, βάλλοντας εναντίον σας.
– Πρόκειται για μικρές ομάδες που συνήθως μεταφέρονται από ίδρυμα σε ίδρυμα. Εκείνοι που μου επιτέθηκαν δεν ήσαν από το Πάντειο, ενώ κάποιες ημέρες μετά, μία ομάδα διέκοψε το μάθημά μου για να διαμαρτυρηθεί εναντίον μου. Δήλωσαν ότι έρχονταν από ΤΕΙ. Δεν είναι όμως μόνον οι βίαιες ή οι λεκτικές επιθέσεις. Είναι μία διάχυτη αντικοινωνικότητα. Κοιτάξτε το Πάντειο. Οι τοίχοι του είναι γραμμένοι. Κρύβουμε τα μηχανήματα προβολών για να μην τα σπάσουν ή τα κλέψουν. Ολοκαίνουργιοι πίνακες για προβολές έχουν βανδαλιστεί. Αυτή είναι η εικόνα που θέλουμε για τα πανεπιστήμια; Οι φοιτητές στο Πάντειο ή στη Νομική (όπου επικρατεί η ίδια πάνω-κάτω κατάσταση), έχουν το ίδιο DNA με εκείνους στο Χαροκόπειο που λάμπει από καθαριότητα ή στο ΤΕΙ Αθηνών. Τι συμβαίνει; Η απάντηση κρύβεται στο ότι μερικά πανεπιστήμια που συγκεντρώνουν πολλούς φοιτητές γίνονται στόχος από αυτές τις περιφερόμενες, εξαιρετικά μειοψηφικές ομάδες με την έντονη αντικοινωνική συμπεριφορά.
– Γιατί η πολιτεία τους αφήνει;
– Σχετίζεται με ιδεοληψίες για ένα άσυλο που έχει καταργηθεί από το 2011 και ούτως ή άλλως δεν έχει καμία σχέση με παράνομες, ποινικά διωκόμενες πράξεις. Εδώ και χρόνια υπάρχουν σε κεντρικά ΑΕΙ στέκια εξωπανεπιστημιακών. Δεν ξέρει όλο το ΕΜΠ τι γίνεται στην αίθουσα Γκίνη της οδού Πατησίων; Δεν γνωρίζει η πολιτεία ότι γίνεται παρεμπόριο στην ΑΣΟΕΕ με προπύργιο χώρους του ιδρύματος;
– Υπήρξαν συνάδελφοί σας που δεν επιδοκίμασαν τη στάση σας;
– Δεν γνωρίζω συνάδελφο που να θεώρησε τη στάση μου αντιθεσμική. Είχα απέναντι τρεις ενήλικες, οι οποίοι με χτύπησαν άγρια και άνισα και με τραυμάτισαν. Υπήρξαν συνάδελφοι ωστόσο που ζήτησαν την ενεργοποίηση των θεσμών (π.χ. της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και του πανεπιστημίου). Οι θεσμοί ενεργοποιήθηκαν στο συγκεκριμένο περιστατικό. Το ζήτημα είναι να ενεργοποιηθούν συνολικά για το φαινόμενο. Ο καθένας στον τομέα του. Δεν είναι δουλειά ούτε των καθηγητών ούτε των φοιτητών να κυνηγάνε αυτούς που ανοίγουν κεφάλια μέσα στα πανεπιστήμια. Το πανεπιστήμιο είναι φορέας εκπαίδευσης και προόδου. Οφείλουμε να διαφυλάξουμε τον ρόλο του ουσιαστικά, και όχι στα λόγια. Στην Ελλάδα γίνονται ετησίως περίπου πέντε βίαιες επιθέσεις κατά πανεπιστημιακών. Δεν υπολογίζω τις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών. Αυτό δεν μου ακούγεται ως ελευθερία έκφρασης. Μάλλον πρόκειται για ωμή και απρόκλητη βία. Γιατί πρέπει να την ανεχόμαστε;
Να θεσμοθετηθούν μη κρατικά πανεπιστήμια
«Είμαι τέκνο του ελληνικού δημόσιου σχολείου και ως πανεπιστημιακός θεωρώ ήττα, φίλοι μου που έχουν αποφοιτήσει από δημόσιο σχολείο και ελληνικό πανεπιστήμιο, να στέλνουν τα παιδιά τους για προπτυχιακά στο εξωτερικό» παρατηρεί ο κ. Συρίγος, εστιάζοντας στη δυναμική και ποιότητα των δημόσιων πανεπιστημίων. «Υπάρχουν ΑΕΙ που έχουν μεγάλη παράδοση στον τομέα τους, προσφέρουν ευρύτατη γκάμα μαθημάτων, αληθινή ακαδημαϊκή μόρφωση. Από την άλλη, το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό έχει πολύ υψηλά προσόντα. Εχουν έλθει νέοι, εξαιρετικοί συνάδελφοι με σπουδές από σημαντικά πανεπιστήμια του εξωτερικού, που αναρωτιέσαι γιατί γύρισαν στην Ελλάδα. Τα δημόσια πανεπιστήμια πάσχουν στις υποδομές που εμείς οι ίδιοι καταστρέφουμε πολλές φορές. Πρέπει να θεσμοθετηθούν μη κρατικά πανεπιστήμια. Πιστεύω, όμως, ότι τα δημόσια θα είναι πάντα καλύτερα και ότι πρέπει η πόρτα του δημόσιου ΑΕΙ να είναι ανοιχτή για όλους τους νέους χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουν. Η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες προσφέρει κοινωνική κινητικότητα που πρέπει να διατηρήσουμε ως κόρην οφθαλμού», απαντά στην ερώτηση περί αναθεώρησης του Συντάγματος και θεσμοθέτησης μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ.
– Ωστόσο, πολλοί μιλούν για έλλειψη αξιολόγησης.
– Η Αρχή Αξιολόγησης, υπό τον Βαγγέλη Κουφουδάκη, άνοιξε έναν δρόμο στα ΑΕΙ, έκανε μία προσπάθεια ειλικρινή και τίμια, που πιθανόν να μην ήταν πλήρης, έβαλε όμως το τρένο στις ράγες. Το ίδιο πρέπει να γίνει στα σχολεία. Ας μην παραβλέπουμε ότι δεν αλλάζει εύκολα η νοοτροπία στη χώρα μας. Δεν είμαστε εξοικειωμένοι με την ιδέα να αξιολογούμαστε. Ο μόνος τρόπος να το αποδεχθούμε είναι να ισχύσει με αντικειμενικότητα και διαφάνεια.
– Πώς ασχοληθήκατε με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
– Το 1974 ήμουν οκτώ χρόνων και η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο (όπως και η Αποκατάσταση της Δημοκρατίας) με σημάδεψε. Εως τότε νόμιζα ότι η Κύπρος ήταν τμήμα της Ελλάδος, που απλώς δεν «χωρούσε» στον χάρτη και ότι η διαμάχη με την Τουρκία ήταν ένα θέμα ιστορικό (όπως οι πόλεμοι με τους Πέρσες). Τότε πρωτάκουσα λέξεις περίεργες, που χρόνια αργότερα θα μελετούσα επιστημονικά: «υφαλοκρηπίδα», «χωρικά ύδατα», «μειονότητες». Οι διαρκείς εντάσεις με την Τουρκία στα επόμενα χρόνια βοήθησαν στην αμείωτη διατήρηση του ενδιαφέροντός μου για τα ελληνοτουρκικά. Οταν ήλθε η ώρα να επιλέξω θέμα για διδακτορικό, η επιλογή ήταν περίπου αυτονόητη: η νομική πτυχή των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Πρόβλεψη για διαγραφή όσων έχουν αντιακαδημαϊκή συμπεριφορά
«Φασίστας είναι εκείνος που ανοίγει κεφάλια» λέει, σηκώνοντας τον τόνο της φωνής του, καθώς θυμάται τις αντιδράσεις μικρής ομάδας φοιτητών που τον κατηγόρησαν για φασιστική συμπεριφορά. «Υπάρχει ελευθερία σκέψης και λόγου στα πανεπιστήμια; Εδώ δεν μπορείς να πεις σε κάποιον να μην καταστρέφει έναν τοίχο γράφοντας συνθήματα. Για ποια ελευθερία μιλάμε; Οι μειοψηφικές αυτές ομάδες ενδιαφέρονται μόνο για τη δική τους δυνατότητα να μιλούν ελεύθερα ή να βιαιοπραγούν και αυτό είναι φασισμός. Θέλουν τους υπόλοιπους να φοβούνται να μιλήσουν. Oταν κάποιος διαφωνεί, σπεύδουν να τον αποκαλέσουν φασίστα. Αυτό αποτελεί στην πράξη εφαρμογή της στρατηγικής “άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας”» προσθέτει.
– Ορισμένοι θεωρούν ότι ανεβάσατε τον πήχυ με την ενέργειά σας, κυρίως για τους πανεπιστημιακούς.
– Δεν ήταν σκοπός μου να σηκώσω ψηλά τον πήχυ, κινήθηκα αυθόρμητα, όπως αισθανόμουν. Πράξεις σαν τη δική μου απλώς καταδεικνύουν το πρόβλημα. Ο τρόπος όμως που αντέδρασαν η πανεπιστημιακή κοινότητα και η κοινωνία στο συγκεκριμένο περιστατικό ήταν θετικά αναπάντεχος. Αντικατοπτρίζει το δημόσιο αίσθημα και την ανάγκη να σταματήσει αυτή η απραξία σε τέτοια φαινόμενα. Δεν έχουν όμως νόημα αυτές οι αντιδράσεις, εάν δεν υπάρχει θεσμική συνέχεια. Πρέπει επιτέλους να διατυπωθεί ένα θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των πανεπιστημίων, βάσει του οποίου να μπορεί να διαγραφεί κάποιος που έχει αντιακαδημαϊκή συμπεριφορά όπως οι φοιτητές που άδειασαν τα σκουπίδια στο γραφείο του αναπληρωτή πρύτανη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρέπει να υπάρξουν κάποια όρια.
– Ωστόσο, η πρύτανης του Παντείου Ισμήνη Κριάρη ήλθε αμέσως στο περιστατικό και σας στηρίζει.
– Eχετε δίκιο και θέλω να ευχαριστήσω την πρύτανη και τους συναδέλφους μου στο Πάντειο αλλά και στα άλλα ΑΕΙ, για τη στήριξη. Συνήθως πρέπει να σου δοθεί κίνητρο για να μπεις στη διαδικασία να συγκρουστείς. Ας πούμε ότι το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
– Σε εσάς, ποιος έδωσε το κίνητρο;
– Αρχικά, θεώρησα ότι όφειλα να μιλήσω για να πάψει η καταστροφή της δημόσιας περιουσίας. Ενδεχομένως εάν ήταν βράδυ, να μην του έλεγα τίποτα. Αλλά ήταν μεσημέρι και είχε κόσμο γύρω και μου φάνηκε αδιανόητο να μη λέει κάποιος «τι κάνεις εκεί;». Κατόπιν, το κίνητρο μου το έδωσαν οι φοιτητές μου. Την πρώτη ημέρα που επέστρεψα στο Πάντειο, μετά την ολοκλήρωση των μαθημάτων, ένας φοιτητής με ρώτησε εάν φεύγω. Oταν του είπα ναι, μία ομάδα φοιτητών έκαναν γύρω μου ασπίδα προστασίας και με συνόδευσαν μέχρι έξω από το κτίριο. Yστερα ήταν η αντίδρασή τους απέναντι σε αυτούς που προσπάθησαν τις επόμενες ημέρες να διακόψουν το μάθημα. Τους ζήτησαν με απόλυτο και επιτακτικό τρόπο να φύγουν. Αντιδρούσαν ειρηνικά αλλά και δυναμικά στην προσπάθεια μιας μειοψηφικής ομάδας να τους εκφοβίσει για να σωπάσουν. Την ώρα εκείνη αισθάνθηκα σαν να ανοίγει μία πόρτα και να πλημμυρίζει με φως την αίθουσα. Μέσα σε αυτή τη χαώδη κατάσταση, η νεολαία αντιστεκόταν. Σκέφθηκα ότι υπάρχει μέλλον γι’ αυτόν τον τόπο.
– Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει;
– Κατ’ αρχάς δεν θα πρέπει να υπάρχουν άβατα για τις παράνομες και ποινικά διωκόμενες συμπεριφορές. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια είναι η διαφορά αν κανείς σε τραυματίσει στον δρόμο ή στο πανεπιστήμιο. Το πανεπιστήμιο προσφέρει κάποιου είδους νομιμοποίηση στην παράνομη πράξη; Yστερα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη διάχυτη αντικοινωνικότητα. Αυτή δεν είναι μόνον οι βίαιες επιθέσεις. Να σας δώσω ένα παράδειγμα εκτός πανεπιστημίου. Δείτε τις οδικές πινακίδες στους δρόμους. Θα διαπιστώσετε ότι σε μεγάλο βαθμό είναι κατεστραμμένες από αυτοκόλλητα ποδοσφαιρικών ομάδων. Αναφέρομαι σε κάτι πολύ ευτελές, που όμως δημιουργεί προβλήματα στους οδηγούς και πιθανόν να έχει υπάρξει αιτία δυστυχημάτων. Με το υπάρχον νομικό πλαίσιο δεν έχει νόημα να οδηγηθεί ο δράστης ενώπιον της Δικαιοσύνης. Εδώ καλούμαστε να κινηθούμε έξυπνα και παιδαγωγικά. Πρέπει να προβλεφθεί ως αυτοτελής ποινή η κοινωνική εργασία. Βάλε αυτόν που κολλάει τα αυτοκόλλητα να πάρει μία-μία τις πινακίδες και να τα ξεκολλάει ή αυτόν που γράφει συνθήματα να ασπρίζει για λίγες ημέρες τους δημόσιους τοίχους. Σήμερα η «κοινωφελής εργασία», όπως αποκαλείται, προβλέπεται μόνον ως δυνατότητα μετατροπής κάποιας ποινής φυλακίσεως κατ’ εξαίρεση και μόνον εάν το ζητήσει ο καταδικασθείς. Yστερα, πρέπει να γίνει δουλειά στα σχολεία. Θα ήταν χρήσιμο οι μαθητές να επισκευάζουν το σχολείο τους, να το βάφουν και να το φροντίζουν. Να έχουν την αίσθηση ότι είναι κάτι δικό τους και πρέπει να το σεβαστούν και να το προστατεύσουν.
– Τι σκεφτήκατε για τον νεαρό;
– Μεγαλώνω παιδιά. Oταν τον ξαναείδα στο δικαστήριο σκέφθηκα να επικοινωνήσω με την οικογένειά του και να τους ρωτήσω: τι πήγε στραβά; Γιατί ο γιος σας με κοπάναγε στο κεφάλι όταν του έκανα μία απλή παρατήρηση επειδή έγραφε στον τοίχο; Το μετάνιωσα. Μήπως φταίνε αυτοί ή πιο σωστά μόνον αυτοί.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

10.4.17

ΙΩΑΝΝΑ-ΑΛΚΜΗΝΗ ΜΙΑ ΓΟΡΓΟΓΥΡΕΪΚΗ ΓΟΡΓΟΝΑ ΜΑ ΤΙ ΓΟΡΓΟΝΑ!!!

Αγαπητοί φίλοι εκλεκτοί συν κολυμβητές, και γοργόνες του αλμυρού νερού σας καλησπερίζω, η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε μια γοργόνα, σε μια Γοργογυρέϊκη γοργόνα που πρόσφατα σάρωσε τα μετάλλια όπου και αν έλαβε μέρος. Τελευταία ήταν στην Χαλκίδα, αυτή η γοργόνα πριν αρχίσει να σαρώνει τα μετάλλια στις διάφορες πισίνες είχε ήδη δείξει τις φοβερές ικανότητές της στο ποτάμι του χωριού. Στους εκεί αγώνες που γινόντουσαν κάθε χρόνο στη μνήμη των Νυμφών του ποταμού η Ιωάννα-Αλκμήνη ήταν κάτοχος του χρυσού μεταλλείου κάθε χρόνο. Από μικρή νομίζαμε πως είχε γίνει κάποια ''μεταμόρφωση'', λόγω της ικανότητάς της να γλιστράει στα νερά του ποταμού, όπως οι Νύμφες, μας δημιουργήθηκε η εντύπωση πως αυτό το κορίτσι ήταν σίγουρα κάποια από τις Νύμφες. Στην πορεία συνέχισε την συλλογή των χρυσών μεταλλίων κ.ο.μ. με αποτέλεσμα σήμερα οι γονείς της να έχουν πρόβλημα τοποθέτησης των κυπέλλων και των μεταλλίων. Θυμηθείτε αυτό το όνομα Ιωάννα-Αλκμήνη θα την βρούμε μπροστά μας κάποια στιγμή να εκπροσωπεί την Ελλάδα σε κάποιους παγκόσμιους αγώνες κολύμβησης, και σε κάποια ολυμπιάδα, αυτό το κορίτσι να το έχει ο Θεός καλά και θα μας δώσει στο μέλλον πολύ μεγάλες χαρές. Πολλά συγχαρητήρια ανήκουν στους υπέροχους γονείς της, και στους καταπληκτικούς παππούδες της που βρίσκονται πάντα δίπλα της. Αγαπητή Ιωάννα- Αλκμήνη ως Γοργογυραίος θέλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, σου αξίζουν πολλά εύγε ευτυχώς που υπάρχουν τέτοια παιδιά που μας κάνουν να χαμογελάμε και να νιώθουμε περήφανοι. Υ.Γ. Το φετινό καλοκαίρι εκτός απροόπτου η ΟΚΡΑ θα τιμήσει την Γοργογυρέϊκη γοργόνα σε ειδική τελετή που θα γίνει στην αυλή των θαυμάτων. Σας χαιρετώ με σεβασμό ο Πεπέ της Ουτοπίας.

7.4.17

Οι Αμερικανοί και το χώμα των Αυστριακών Μουσουργών. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Όταν αναπτύχθηκε η κλασική μουσική στις Η.Π.Α. ήταν φυσικό οι Αμερικανοί με τον χαρακτήρα που τους διακρίνει, να θέλουν να αριστεύσουν γρήγορα, έχοντας έντονα την επιθυμία να ξεπεράσουν ακόμα και την Ευρώπη, την ήπειρο που γεννήθηκε και ανδρώθηκε η κλασική μουσική. Μέσα στα πλαίσια αυτά, κατασκεύαζαν διαρκώς μέγαρα μουσικής και όπερας, εντυπωσιακά ομολογουμένως. Ένα από εξ αυτών ήταν και στο Λος Άντζελες, το «Hollywood Bowl». Τον Σεπτέμβριο του 1950 για αυτό τον συναυλιακό χώρο, η εφημερίδα «Ομπσέρβερ» του Λονδίνου, ανέφερε ένα περιστατικό που αξίζει να καταγραφεί, αν όντως είναι αληθινό, καθώς δεν φαίνεται το γεγονός να έχει καταγραφεί από πολλές πηγές! Οι υπεύθυνοι λειτουργίας του που μάλλον θέλησαν να πρωτοτυπήσουν, υπέβαλλαν αίτηση στην Αυστριακή Κυβέρνηση αν στείλει χώμα από τους τάφους των δύο μεγαλυτέρων μουσικών της, του Αμαντέους Μότζαρτ και του Γιόχαν Στράους! Παράλληλα το ίδιο αίτημα το είχαν αποστείλει σε 18 χώρες συνολικά, αλλά μόνο από την Αυστριακή Κυβέρνησης ζήτησαν το χώρα να προέρχεται από τα μνήματα των δύο προαναφερομένων μουσικών!

Η τότε Αυστριακή Κυβέρνηση αφού ξεπέρασε την αρχική έκπληξη του παράξενου αυτού αιτήματος απάντησε πως η αποστολή χώματος από τον τάφο του Μότζαρτ, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί καθώς ο Μότζαρτ όταν πέθανε ήταν φτωχός και ετάφη σε ένα κενό τάφο στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου. Οι λίγοι φίλοι που τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία ταφής καθώς ξέσπασε μια τρομερή χιονοθύελλα. Έτσι κανείς δεν είδε το μέρος εκείνο που τέθηκε το σώμα του μεγάλου μουσουργού. Όταν αργότερα η χήρα σύζυγός του πήγε να βρει το μνήμα του, την πληροφόρησαν πως το σώμα του επανατοποθετήθηκε σε άλλη θέση, καθώς η αρχική που είχε θαφτεί ήταν λανθασμένη! Ωστόσο ουδείς μπόρεσε τελικώς να τις δείξει που ήταν θαμμένος. Αυτό δεν ήταν παράξενο για την Αυστρία την περίοδο του χειμώνα, αφού εκατοντάδες άποροι πάγωναν εξ αιτίας του κρύου και πάμπτωχοι καθώς ήταν θάβονταν προσωρινά σε κοινές θέσεις και αμέσως μετά μεταφέρονταν σε κοινούς τάφους (ομαδικούς). Η δε επιτύμβια αναμνηστική πλάκα που υπάρχει μέχρι σήμερα στο φερόμενο ως «μνήμα» Μότζαρτ, τέθηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου, πολύ αργότερα και έχει συμβολικό χαρακτήρα, αφού όπως αναφέραμε η συγκεκριμένη θέση ταφής του μουσουργού, ουδέποτε έγινε γνωστή!
Έτσι λοιπόν οι Αυστριακοί έκριναν πως θα ήταν τίμιο εκ μέρους τους να απαντήσουν στο αίτημα των Αμερικανών με απόλυτη ειλικρίνια. Κατόπιν τούτου, έστειλαν ένα δοχείο γεμάτο χώμα από το Σάλτσμπουργκ, την πόλη δηλαδή που είναι ταυτισμένη με τον Μότζαρτ και που από πολλούς καλείται και «Μοτσαρτούπολη». Το δοχείο με το χώμα από το Σάλτσμπουργκ μεταφέρθηκε στο Λος Άντζελες από την Λόττε Λέμαν (Lotte Lehmann - τραγουδίστρια της Όπερας). Εξάλλου το άλλο δοχείο γεμάτο με χώμα από τον τάφο του Γιόχαν Στράους, μεταφέρθηκε από την Κόριους, μέλος του θιάσου της Όπερας της Βιέννης.
Σε μια μεγαλοπρεπή τελετή που έλαβε χώρα στο «Hollywood Bowl» έφθασαν όλοι όσοι μετέφεραν ανάλογα δοχεία από τις χώρες τους. Για την Αγγλία κατέφθασε η κόρη του Ουΐνστον Τσώρτσιλ, ενώ για την Πολωνία χώμα από τον τάφο του Σοπέν, μεταφέρθηκε από τον Άρτουρ Ροτζίνσκι. Μεταξύ των χωρών ήταν η Τσεχοσλοβακία, το Ισραήλ, η Γερμανία, η Ελλάδα, κ.ο.κ. Ο Αυστριακός τύπος προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα στην Αυστρία γράφοντας την εποχή εκείνη πως «η τελετή που έγινε στο Χόλιγουντ είχε χαρακτήρα τιμητικό για τους μεγάλους μουσουργούς και δεν έγινε με σκοπό το κέρδος ή την διαφήμιση».
Η Λέμαν (Lehmann) αν και Γερμανίδα, επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Αυστρία, επειδή ήταν από μητέρα Εβραία, είχε μεταναστεύσει το 1938 από την Αυστρία που σταδιοδρομούσε στις Η.Π.Α. διαβλέποντας την επερχόμενη θύελλα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Την εποχή εκείνη δίδασκε μουσική στην Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνιας, ενώ το όνομά της ήταν ήδη γνωστό στην Αμερική.
(Στην φωτογραφία της ανάρτησης απεικονίζεται η μεταφορά του σώματος του Μότζαρτ μέσα στην χιονοθύελλα. Μόνος πιστός ακόλουθος το σκυλί του, που τον συνοδεύει μέχρι το τέλος…)
Πηγή: ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΕΚΡΗΣ
Ανιχνευτής ο Πεπέ της Ουτοπίας.

Το Ελληνικό όνειρο του Ρίχαρντ Στράους. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Γεννήθηκε στο Μόναχο το 1864 από πατέρα που ήταν σπουδαίος μουσικός και από μητέρα κόρη εργοστασιάρχη μπύρας. Εξαιτίας του πατέρα του μεγάλωσε μέσα στη μουσική και μπορούσε από τεσσάρων ετών να παίζει πιάνο. Ήδη έξη ετών συνέθετε μουσικά έργα. Ήταν αυτό που αποκαλούμε «παιδί θαύμα». Από τα πρώτα μουσικά βήματα της παιδικής του ηλικίας μέχρι τον θάνατό του παρήγαγε διαρκώς έργα!
Δύο ήταν τα σπουδαιότερα γεγονότα στην ζωή του, όπως δήλωνε ο ίδιος ο Ρ. Στράους όταν τον ρωτούσαν. Το πρώτο γεγονός ήταν η γνωριμία του με τον μουσικό Αλέξανδρο Ρίττερ που ήταν ανιψιός του Βάγκνερ και που μέσω αυτού ο Ρίχαρντ έρχεται σε επαφή τόσο με τον Βάγκνερ όσο και με τον Λίστ. Το δεύτερο γεγονός ήταν το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα το 1892.

Ο ίδιος ο Στράους είπε ότι του άφησε μια αιώνια νοσταλγία, καθώς το αιώνιο γκρίζο του Βορρά, δημιουργούσαν ιδέες που έμοιαζαν με φαντάσματα, σε αντίθεση με την ηλιόλουστη Ελλάδα, που εξέπεμπε αιώνια νοσταλγία. Από την επίσκεψή του ο Στράους στην Ελλάδα και έπειτα, δήλωνε πως ποτέ στην ζωή του δεν θα μπορούσε να συνθέσει κατά την διάρκεια χειμώνα! Άλλωστε ο Στράους ήταν γνωστός για την αγάπη που έτρεφε για την φύση και τις εκδρομές. Τον περιγράφουν επίσης ως εξαίσιο ορειβάτη που αχόρταγο περιπατητή.
Ο Ρ. Στράους επισκέφθηκε για δεύτερη φορά το 1926 την Ελλάδα. Είχε μαγευτεί από την Ελληνική Φύση και είχε κάνει ταξίδια σε όλους τους ιστορικούς προορισμούς της. Στους Δελφούς είχε συναντηθεί με το ζεύγος Σικελιανού και είχε ονειρευθεί για την Ελλάδα την δημιουργία ενός θεσμού «Ελληνικού Φεστιβάλ» κατά τα Αυστριακά πρότυπα, όπου κορυφαίοι μουσουργοί της Κλασικής Μουσικής θα επισκέπτονταν την Ελλάδα, για να παρουσιάζουν τα έργα τους, κατά την διάρκεια του καλοκαιριού στις «ιερές τοποθεσίες» της Ελλάδας, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Επίδαυρος, Δήλος…
Κάτι σαν τα αυστριακά φεστιβάλ, αλλά με φόντο την ελληνική ύπαιθρο, που φύση και αρχαία μνημεία θα εξέπεμπαν κάτι από την δόξα της αρχαιότητας. Ονειρευόταν η έναρξη του «Ελληνικού Φεστιβάλ» να γίνει επί των ημερών του και για τον σκοπό αυτό επισκέφθηκε τότε τον Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Στρέζεμαν, ώστε να τον πείσει η πρώτη παράσταση της «Αιγυπτίου Ελένης» να δοθεί εδώ στην Ελλάδα, καθώς το σενάριό της προέβλεπε η τελευταία σκηνή του έργου να εκτελείται εντός του Παναθηναϊκού Σταδίου!
Το όνειρο αυτό του Στράους έμεινε ανεκπλήρωτο καθώς ο Στρέζεμαν πέθανε αιφνιδίως.
Τόσο οι επισκέψεις του Στράους στην Ελλάδα, όσο και τα όνειρα που κατάστρωνε μαζί με το ζεύγος Σικελιανού, χάθηκαν καθώς μεσολάβησε ο ανθρωποκτόνος δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος καθώς και οι κατηγορίες προς το πρόσωπό του καθώς κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Ναζί. 

Ντιούκ Έλλινγκτον. Ο Δούκας της Τζαζ μουσικής. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Το 1922 βρίσκεται στη Νέα Υόρκη όπου παίζει μαζί με μια πενταμελή ορχήστρα.
Η σταδιοδρομία του όμως ουσιαστικά ξεκινά το 1925, όταν εμφανίζεται σε μια κλειστή λέσχη αριστοκρατών, επικεφαλής μιας ορχήστρας ένδεκα μουσικών που μόνο τυχαίοι δεν είναι και εντυπωσιάζει με την εμφάνισή του.
Εκείνη η εμφάνιση αποτελεί ορόσημο τόσο για τον ίδιο όσο και για την μουσική Τζαζ, αφού αποτελεί ίσως την πρώτη φορά, που μια ορχήστρα εμφανίζεται να απαρτίζεται με πάνω από δέκα μουσικούς. Συνήθως μέχρι τότε οι ορχήστρες Τζαζ ήταν μικρά μουσικά σχήματα. Κι αυτό όχι τυχαία, αφού βασικό στοιχείο της Τζαζ ήταν ο αυτοσχεδιασμός. 
Έτσι συνήθως υπήρχαν τρία ή τέσσερα όργανα που μετείχαν στον αυτοσχεδιασμό και άλλα δύο τρία που τον υποστήριζαν. Δεν θα ήταν δυνατόν λοιπόν το σχήμα αυτό να αποτελείται με περισσότερους από οκτώ μουσικούς! Κι όμως ο Έλλινγκτον έλυσε αυτό τον γρίφο για να μπορεί να παρουσιάζει μεγάλες ορχήστρες. Δεν μοίραζε παρτιτούρες με νότες στους μουσικούς που είχε διαλέξει, αλλά εκ των προτέρων και αφού βεβαίως τους γνώριζε ξεχωριστά τον καθένα, γνώριζε τους τόνους και το χρώμα που αυτοί θα προσέθεταν στις δημιουργίες του! Η ορχήστρα δηλαδή για τον Έλλινγκτον ήταν μέσο συνθέσεων και όχι εκτελέσεων των δημιουργιών του. Έτσι καθένας από τους μουσικούς του, είχε το ελεύθερο να δώσει το προσωπικό του στίγμα, το χρώμα του, τον τόνο του, ακόμα και να αλλάξει αυτό που ο Έλλινγκτον είχε συνθέσει.
Η μουσική του Έλλινγκτον λοιπόν δεν ήταν αποκλειστικά δική του, αλλά και της ορχήστρας του Έλλιγνκτον!
Με αυτό τον τρόπο λοιπόν, στην αρχή ο Έλλινγκτον είχε επιλέξει να εμφανίζεται με την ορχήστρα του μόνο σε νυχτερινά κέντρα, καθώς αυτά διέθεταν τις τεράστιες πίστες για την πολυμελή ορχήστρα του. Έφτασαν στο σημείο επιχειρηματίες να δημιουργούν κέντρα, αποκλειστικά για τις εμφανίσεις του Έλλινγκτον, όπως τα περίφημα «Black and Tan fantasy», «Creole Love call», «The Mooche» και φυσικά το «Moode indigo» που οι εμφανίσεις του εκεί, τον έκαναν είδωλο εκατομύρια αμερικανών.
Το 1930 ξεκινά να ερευνά μουσικές εκτελέσεις, που παίζονται όχι μόνο από μεγάλες ορχήστρες αλλά και που διαρκούν πολύ, καθώς μέχρι τότε οι συνθέσεις του Έλλινγκτον είχαν διάρκεια μέχρι τέσσερα με πέντε λεπτά. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν το μουσικό έργο «Reminscing in Tempo» διάρκειας 12 λεπτών, που γράφτηκε το 1934. Ωστόσο το 1943 πετυχαίνει σύνθεση διάρκειας 50 λεπτών, που την παρουσιάζει στο Κάρνεγκι Χώλ της Νέας Υόρκης. Αυτή αποτελεί και την πρώτη εμφάνιση του Έλλινγκτον σε ακροατήριο συναυλίας, και όχι νυχτερινών κέντρων. Έκτοτε θα ακολουθήσουν πλήθος άλλων συναυλιών με μουσικά θέματα που θα αφορούν κυρίως την ζωή των έγχρωμων της αμερικής και της ιστορίας τους.
Ο Έλλιγνκτον έγινε γνωστός περισσότερο ως διευθυντής ορχήστρας και συνθέτης τζαζ μουσικής, όμως ήταν κι ο ίδιος έξοχος πιανίστας Τζαζ. Το παίξιμό του όσο και οι συνθέσεις του τον κατέταξαν στα παιδιά της «Σχολής του Χάρλεμ». Ο Έλλινγκτον για πολλά χρόνια απέφευγε να προβάλλει αντίρρηση σε αυτή την κατάταξη των ειδικών κριτικών της μουσικής, ωστόσο τα τελευταία χρόνια που παρουσιάστηκε κυρίως ως σολίστας με το ιδιαίτερο εκείνο στυλ, άφησε την δική του «Σχολή».
Οι περιοδίες του Έλλιγνκτον ξεκίνησαν το 1933 με πρώτο σταθμό την Αγγλία. Εκεί οι εφημερίδες έγραψαν πως «είναι ο πρώτος πραγματικός αμερικανός συνθέτης που ταξιδεύει στο εξωτερικό»!
Ο Έλλινγκτον ουδέποτε απαρνήθηκε την μαύρη καταγωγή του. Ο ίδιος διαρκώς έλεγε πως «εγώ δεν γράφω μουσική για έγχρωμους, αλλά για την ζωή των έγρωμων στην Αμερική». Σήμερα δεν υπάρχει ορχήστρα Τζαζ στον κόσμο που να μην έχει δικές του συνθέσεις στο ρεπερτόριό της. Ο Έλλινγκτον όφειλε πολλά στην Τζαζ, αλλά και η Τζαζ στον Έλλιγνκτον. Πέθανε από την επάρατο νόσο το 1974
Πηγή: ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΕΚΡΗΣ
Ανιχνευτής ο Πεπέ της Ουτοπίας.

6.4.17

Η «Συμφωνία της Νίκης», 133 χρόνια αργότερα

Opus 67. Αυτό το έργο όταν είχε ολοκληρωθεί τέσσερα χρόνια αργότερα το 1808, παρουσιάσθηκε στην Βιέννη, και σημείωσε τεράστια επιτυχία, ενώ σήμερα αναγνωρίζεται ως ένα έργο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς του ανθρώπου.
Είναι η περίφημη 5η Συμφωνία του Μπετόβεν!
Εκατόν τριάντα τρία χρόνια αργότερα, το 1941, αυτή η Πέμπτη Συμφωνία άλλαξε όνομα και άρχισε να προσδιορίζεται ως η «Συμφωνία της Νίκης». Αυτή η μετονομασία σπανίως συμβαίνει σε έργο παγκοσμίου αναγνωρισιμότητας, όταν ήδη αυτό βρίσκεται καθιερωμένο στην ανθρώπινη συνείδηση και μάλιστα όταν μεσολαβούν τόσα χρόνια.
Με το ξέσπασμα του ανθρωποκτόνου Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου και τις πρώτες γερμανικές επιτυχίες, οι κατεχόμενοι από αυτούς λαοί, καθιέρωσαν ένα σύνθημα – ευχή στην ουσία, που εκπληρωνόταν στην φράση V for Victoryδηλαδή κατ΄αντιστοιχία στα ελληνικά το «Ν για τη Νίκη», καθώς Victory στα αγγλικά είναι η νίκη. Αυτό το σύνθημα ξεκίνησε να διαδίδεται από το Βρετανικό Ραδιόφωνο B.B.C., στις γαλλόφωνες εκπομπές του για τους κατεχόμενους Βέλγους, αλλά σύντομα επικράτησε παντού. Οι κατεχόμενοι λαοί το έκαναν σύνθημα στους τοίχους, σε παράνομα έντυπα, αλλά και μεταξύ τους, όταν σήκωναν το χέρι σχηματίζοντας την χειρονομία “V” με τον δείκτη και μέσο των δακτύλων. Αυτό το “V” όμως στη λατινική αρίθμηση αναλογεί στον αριθμό «Πέντε» που ήταν η ήδη γνωστή συμφωνία του Μπετόβεν! Και η ταύτιση δεν σταματούσε μόνο στη χειρονομία “V”, αλλά συνεχίζονταν καθώς το BBC, δημιούργησε και το ηχητικό σήμα της «νίκης» που στο σύστημα Μόρς ήταν τρεις παύλες και μια τελεία, που σχημάτιζαν τυχαία βέβαια, τον ήχο εκκίνησης της Πέμπτης Συμφωνίας!!
Έτσι κάθε φορά που κρυφά ή φανερά οι κατεχόμενοι λαοί, αλλά και αυτοί που μάχονταν ανεξάρτητοι ακόμα τους Γερμανούς, όπως οι Βρετανοί, συγκεντρώνονταν στο ραδιόφωνο προκειμένου να ακούσουν τα πολεμικά ανακοινωθέντα της ημέρας, αυτά ξεκινούσαν με το μορσικό σήμα “V” που στον τηλέγραφο έβγαζε τον ήχο «Ντί Ντί Ντί Ντά» παραπέμποντας στην Πέμπτη Συμφωνία.
Ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ έκανε το σήμα της νίκης παντού γνωστό, όταν άρχισε να το χρησιμοποιεί ευρέως και ο ίδιος. Έτσι όταν οι Γερμανοί στο Ραδιόφωνο, στους τοίχους των σπιτιών, στις φωτογραφίες των εφημερίδων, έβλεπαν ή άκουγαν το σήμα της νίκης, καταλάβαιναν ότι ένα πλήθος εκατομμυρίων ανθρώπων, πρόσμενε με λαχτάρα την ήττα τους, δημιουργώντας τους ένα ασφυκτικό ψυχολογικό πόλεμο! Το ίδιο αίσθημα ένιωθαν οι Γερμανοί και όταν άκουγαν το ξεκίνημα της Πέμπτης Συμφωνίας. Εκμεταλλευόμενοι οι Σύμμαχοι τα αρνητικά συναισθήματα των Γερμανών, καθιέρωσαν αργότερα στο ραδιόφωνο, το σύνθημα της νίκης να παίζεται με τύμπανα, δίνοντας ένα τόνο επιβλητικότητας, μεγαλείου και της επερχόμενης Θείας Δικαιοσύνης.
Η Πέμπτη Συμφωνία καθιερώθηκε λοιπόν την εποχή εκείνη ως η Συμφωνία της Νίκης, το ξεκίνημα αυτής προκαλούσε ρίγη συγκίνησης και ανατριχίλας, στους ανθρώπους που έζησαν τα σκληρά και μαρτυρικά χρόνια του πολέμου. Το πέρασμα των χρόνων, η λησμονιά των ανθρώπων και η τάση να σβηστούν τα σημάδια του παρελθόντος, έκαναν τους περισσότερους να ξεχάσουν τη «Συμφωνία της Νίκης» και να την ξανά προκαλούν χρόνια αργότερα «Πέμπτη Συμφωνία».
Πολλοί, ειδικά οι έφηβοι των ετών της δεκαετίας του ’70 και του ’80 την γνώρισαν διασκευασμένη από την εποχή της Ντίσκο, ως σάουντρακ της ταινία «Πυρετός το Σαββατόβραδο» αγνοώντας την ένδοξη ιστορία της και την συμβολή της στη συμμαχική νίκη!
Πηγή: ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΕΚΡΗΣ
Ανιχνευτης ο Πεπέ της Ουτοπίας.

Η θεωρία του ήθους και ο μύθος του Μαρσύα. H επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Τη θεωρία αυτή θα μπορούσαμε να τη συνδέσουμε με το μύθο του μουσικού
διαγωνισμού ανάμεσα στον Απόλλωνα, θεό της μουσικής και το σάτυρο Μαρσύα, δεξιοτέχνη του αυλού. Οι αρχαίοι στην εκπαίδευση των νέων προτιμούσαν τη λύρα, καθώς το ηχόχρωμα του αυλού, ως όργανο του Διονύσου, θεωρούταν ότι ξυπνούσε τα πάθη, κάτι που σίγουρα δεν ενδεικνυόταν για τη διάπλαση ενός υγιούς χαρακτήρα. Η τόσο διαφορετική φύση των δύο αυτών οργάνων οδηγεί να εξετάσουμε την αισθητική των Ελλήνων, που είναι σε στενή συνάρτηση με τη θεωρία για το ήθος.

Ο Μαρσύας ήταν, όπως είπαμε και παραπάνω, ένας από τους σατύρους του θεού Διονύσου, ο οποίος διέθετε ένα εξαιρετικό χάρισμα στην αυλική τέχνη. Μάλιστα τους αυλούς του τους είχε εξοικονομήσει από τη θεά Αθηνά. Αυτοί, παρότι εύρημα δικό της, απορρίφθηκαν από τη θεά, καθώς φυσώντας τους παραμορφωνόταν το πρόσωπό της. Από τότε που έπεσαν στα χέρια του Μαρσύα, οι ηδονικές μελωδίες τους μάγευαν την πλάση και εξέπεμπαν την αίσθηση ενός ορμητικού πάθους και έναν ασυγκράτητο αισθησιασμό. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός ότι στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, η ευγλωττία και η ρητορική δεινότητα του Σωκράτη αντιπαραβάλλεται με την ηδονή των αυλών του Μαρσύα. Ο ίδιος έχοντας πλήρη επίγνωση του χαρίσματός του γνώριζε πως η αυλική του είναι αξεπέραστη και ότι κανείς θνητός δεν θα ήταν δυνατόν να την υπερβεί. Μόνο ένας θεός ήταν υπολογίσιμος γι’ αυτόν αντίπαλος. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να ήταν από τον ίδιο τον Απόλλωνα, το θεό της μουσικής;
Τι σημαίνει όμως «θεός της μουσικής»; Ο Απόλλωνας είναι ο αιώνιος θεράπων μιας υψηλής τέχνης. Η ύπαρξή του είναι συνυφασμένη με αυτήν. Μέσα από το λεπτό ήχο της λύρας του εξαίρεται η ανθρώπινη φύση και ενώνεται με τη θεία. Είναι ο αγνός προστάτης της μουσικής. Όταν πληροφορήθηκε την αλαζονεία του Μαρσύα, αποφάσισε να τον συναντήσει. Ο Μαρσύας ακόμα και τότε με θράσος εξήρε την ανωτερότητά του προκαλώντας το θεό σε μουσικό αγώνα. Μάλιστα, σίγουρος για τη νίκη του, παραχώρησε στον Απόλλωνα τη δυνατότητα να επιλέξει εν λευκώ τόσο την κριτική επιτροπή όσο και την ποινή του ηττημένου. Με κριτές πλέον τις εννέα Μούσες, ο αγώνας ξεκίνησε με το παθιασμένο και ερεθιστικό παίξιμο του Μαρσύα. Οι Μούσες μαγεμένες δεν κατάφεραν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους. Στους ήχους όμως που ανάβλυσαν από τις χορδές της λύρας του Απόλλωνα, οι Μούσες μεθυσμένες από τη θεία μουσική δεν μπόρεσαν να αντισταθούν, αφού ο ίδιος τις συνόδευσε με τη θεϊκή φωνή του. Ο Μαρσύας φυσικά ήταν αδύνατον να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα. Τότε ο Απόλλωνας γύρισε τη λύρα του ανάποδα συνεχίζοντας να παίζει με την ίδια ευκολία. Έβγαλε έτσι το Μαρσύα εκτός μάχης, αφού για δεύτερη φορά μειονέκτησε. Οι Μούσες τότε ανακήρυξαν ομόφωνα τον Απόλλωνα νικητή του διαγωνισμού. Έτσι εκείνος κρέμασε το Μαρσύα από έναν πλάτανο, ποινή που ο ίδιος ο θεός είχε ορίσει από την αρχή του διαγωνισμού με τη συγκατάθεση του Μαρσύα.     
Το συμπέρασμα από μια τέτοια διήγηση θα μπορούσε να είναι ότι ενώ ο θεός μέσω του εαυτού του εξυψώνει την τέχνη του, ο σάτυρος μέσω της τέχνης του αναδεικνύει τον εαυτό του. Ο Μαρσύας τυφλωμένος από μια άκρατη φιλοπρωτία και εγωκεντρισμό είναι αδύνατον να δει ότι υπερβαίνει το μέτρο. Έτσι χρησιμοποιεί την τέχνη ως μέσον για να συντρίψει τον ίδιο το θεό της μουσικής ως τελική επισφράγιση του θριάμβου του. Καταπατώντας την ιερότητα της τέχνης, ο Μαρσύας διαπράττει τελικά την ύβριν, προκειμένου να ικανοποιήσει τους ιδιοτελείς του στόχους και επομένως να δώσει τροφή στα πάθη του. Και εκείνος που υποκύπτει τελικά στα πάθη και γίνεται έρμαιό τους παύει να μετέχει της αρετής, γίνεται ανήθικος. Η τίσις επομένως είναι πια αναπόφευκτη. Ο Μαρσύας συνετρίβη με τον ίδιο τρόπο που θέλησε να εκμηδενίσει το θεό της μουσικής, την ίδια τη μουσική. 
Πηγή: Ωδείο Οπερα Αθηνών 
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

3.4.17

Ludwig Van Beethoven: Η ζωή και το έργο του. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο. Ακούστε το ''EMPEROR''

Πρόκειται για έναν από τους γνωστότερους και σημαντικότερους συνθέτες στην παγκόσμια ιστορία της μουσικής, το έργο του οποίου αποτέλεσε τομή για την κλασική μουσική παράδοση και ταυτόχρονα σηματοδότησε την απαρχή της ρομαντικής περιόδου. Παρότι η συμβολή του στην πορεία της μουσικής ανά τους αιώνες δεν υπήρξε διόλου μονόπλευρη ή εξειδικευμένη σε ορισμένο μουσικό είδος (αφού οι καταγεγραμμένες συνθέσεις του υπερβαίνουν σε αριθμό τις εκατόν τριάντα και περιλαμβάνουν κοντσέρτα, σονάτες, κουαρτέτα, κουιντέτα, όπερα, λειτουργίες, σερενάτες κ.ο.κ.) το όνομα του Μπετόβεν συνδέθηκε άρρηκτα με τις εννέα διάσημες συμφωνίες του, εξαιτίας των οποίων έχει χαρακτηριστεί ως «ο μεγαλύτερος συμφωνικός συνθέτης».
Η ζωή του δεν υπήρξε εύκολη, παρά τη μεγάλη επαγγελματική του επιτυχία και αναγνώρισή του ως μουσική ιδιοφυΐα, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Γεννήθηκε το 1770 μ.Χ. στη Βόννη, από φτωχούς γονείς που κατάγονταν από το Βέλγιο και είχε άλλα έξι αδέλφια, εκ των οποίων επιβίωσαν μόνο τα δύο. Η μητέρα του (Κατερίνα Κέρβεριχ) εργαζόταν ως υπηρέτρια και ήταν άνθρωπος πράος και καλόκαρδος, ενώ ο πατέρας του (Γιόχαν Μπετόβεν), ο οποίος ήταν επίσης μουσικός και εργαζόταν ως τενόρος στην Αυλή της Βόνης, αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού.
Το ταλέντο του νέου Μπετόβεν έγινε φανερό σε πολύ πρώιμη παιδική ηλικία και ο πατέρας του, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα μουσικού διδασκάλου προσδοκώντας να τον παρουσιάσει στο κοινό ως παιδί-θαύμα, τον υποχρέωνε να μελετά νυχθημερόν, προκειμένου να προετοιμαστεί για την πρώτη του δημόσια ερμηνεία. Πράγματι, το 1778, σε ηλικία μικρότερη των οκτώ ετών, ο Μπετόβεν έδωσε την πρώτη του δημόσια συναυλία στην Κολωνία, για τις ανάγκες προώθησης της οποίας ο πατέρας του είχε διαδώσει σε όλους ότι ήταν μόλις έξι χρονών. Το γεγονός αυτό του δημιούργησε εσφαλμένη εντύπωση της ηλικίας του, η οποία τον ακολούθησε για σημαντικό χρονικό διάστημα της ζωής του.
Οι περιορισμένες μουσικές γνώσεις του πατέρα του κατέστησαν σύντομα επιτακτική την ανάγκη εύρεσης περισσότερο καταρτισμένων μουσικών διδασκάλων. Έτσι, σε ηλικία δέκα ετών ανέλαβε τη μουσική του παιδεία ο επαγγελματίας παίκτης οργάνου της Αυλής, Κρίστιαν Νεέφε, ο οποίος αντιλήφθηκε πόσο ιδιαίτερο και σπάνιο ήταν το ταλέντο του μαθητή του. Κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και τον αποδέσμευσε από την αυστηρή και καταπιεστική μελέτη, στην οποία τον υποχρέωνε ο πατέρας του. Παράλληλα, πέραν της διδαχής του οργάνου και των βασικών αρχών της σύνθεσης, ο Νεέφε συνετέλεσε και στην ευρύτερη μόρφωσή του, μυώντας τον στα έργα των μεγάλων φιλοσόφων (αρχαίων αλλά και σύγχρονών του).
Το 1782 μ.Χ. και σε ηλικία σχεδόν δώδεκα ετών, ο Μπετόβεν δημοσίευσε το πρώτο του έργο με τίτλο «9 παραλλαγές στην ντο μείζονα σε ένα εμβατήριο του Earnst Christoph Dressler (WoO 63)». Tο 1784 μ.Χ., κατόπιν συστάσεων του δασκάλου του, ο Μπετόβεν ανέλαβε καθήκοντα οργανίστα στην Αυλή του πρίγκιπα Μαξιμιλιανού Φραγκίσκου, νεότερου γιου της Μαρίας Θηρεσίας και Δούκα της Κολωνίας. Η θέση αυτή, την οποία κατέλαβε σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών, πέρα από το ότι συνετέλεσε στην ευρύτερη διάδοση του ταλέντου του και στη δημοσιοποίηση των ικανοτήτων του, του έδωσε επίσης την ευκαιρία να διευρύνει τον κοινωνικό του κύκλο, κάνοντας γνωριμίες και ιδρύοντας φιλίες, οι οποίες έμελλε να τον ακολουθήσουν σε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Την ίδια εποχή ο Μπετόβεν άρχισε να εκτελεί πατρικά χρέη αναφορικά με την οικογένειά του, αναλαμβάνοντας τόσο την οικονομική υποστήριξη των συγγενών του (αφού ο πατέρας του -εξαιτίας του αλκοολισμού- δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει αποτελεσματικά τα καθήκοντά του ως μουσικού στην Αυλή), όσο και τη γενικότερη φροντίδα των δύο μικρότερων αδελφών του, για τους οποίους ένιωθε υπεύθυνος, συναίσθημα το οποίο διατηρήθηκε καθ’ όλη του τη ζωή, μερικές φορές μάλιστα σε σημείο υπερβολής.
Το 1787 μ.Χ. ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός Φραγκίσκος, ο οποίος πίστευε στο ταλέντο του νεαρού μουσικού, τον έστειλε στη Βιέννη, που ήταν η πολιτιστική και μουσική πρωτεύουσα της εποχής, για να μαθητεύσει κοντά στον Μότσαρτ. Οι ελάχιστες και αμφίβολης γνησιότητας πηγές που υπάρχουν αναφορικά με την πρώτη συνάντηση των δύο αυτών σπουδαίων μουσικών μορφών, αποδίδουν στον Μότσαρτ ενθουσιώδεις φράσεις αναγνώρισης του μουσικού ταλέντου του νεαρού Μπετόβεν. Ωστόσο, η μαθητεία αυτή διήρκεσε μόλις δεκατέσσερις ημέρες, διακοπτόμενη από την αιφνίδια είδηση της βαριάς ασθένειας της μητέρας του, λόγω της οποίας ο Μπετόβεν μετέβη άμεσα στη Βόννη.
Η Κατερίνα Κέρβεριχ υπέκυψε στην ασθένειά της στις 17-7-1787. Η απώλεια του μόνου ανθρώπου του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, με τον οποίο είχε αναπτύξει πολύ στενό δεσμό αγάπης, εκτίμησης και αφοσίωσης, του άφησε ένα μεγάλο συναισθηματικό κενό, κρατώντας τον για μερικά χρόνια εκτός της πολιτιστικής επικαιρότητας. Μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια και μετά από νέα επιχορήγηση του πρίγκιπα Μαξιμιλιανού Φραγκίσκου, αλλά και του κόμη Βάλντσταϊν, φίλου και προστάτη του, ο Μπετόβεν επέστρεψε στη Βιέννη το 1792 μ.Χ. για να συνεχίσει τις σπουδές του και να μαθητεύσει αυτή φορά κοντά στον Χάυντν. Αργότερα συνέχισε την εκπαίδευσή του με τους Άλμπρεχτσμπέργκερ και Σαλιέρι. Έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ στη γενέτειρά του.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της διαμονής του στη Βιέννη, ο Μπετόβεν –με τη βοήθεια του ηχηρού ονόματος των χρηματοδοτών του- ανέπτυξε κοινωνικές σχέσεις με τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις της πόλης, οι οποίες τον δέχτηκαν στους κόλπους τους. Παρά τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις του και τον ιδιόρρυθμο και κυκλοθυμικό χαρακτήρα του, που τον ωθούσε σε συχνές αψιθυμίες και συγκρούσεις με διαφορετικό κάθε φορά αριστοκράτη, για τις οποίες επανόρθωνε σχεδόν άμεσα (πολλές φορές και με αφιερώσεις έργων του), οι φιλόμουσοι των ευγενών τάξεων έγιναν σταδιακά οι μεγαλύτεροι και πιστότεροι υποστηρικτές του και τον αναγνώριζαν ως μεγάλο πιανίστα, ταλαντούχο βιρτουόζο και αυτοσχεδιαστή, συγχωρώντας την απρόβλεπτη και υπερβολική συμπεριφορά του.
Το 1794 μ.Χ. συνέθεσε το έργο του «Opus 1, Trios for Piano» και το1795 μ.Χ. ο Μπετόβεν έκανε την πρώτη του δημόσια ερμηνεία στη Βιέννη, στο Burgtheater, στο πλαίσιο μίας εκδήλωσης όπου ο κάθε μουσικός παρουσίαζε τις προσωπικές του συνθέσεις. Ακολούθησε μία περιοδεία, η οποία περιέλαβε κοντσέρτα στην Πράγα, στη Δρέσδη, στο Βερολίνο και στη Βουδαπέστη και το 1799 μ.Χ συνέθεσε την «Απασιονάτα» (μτφ: Παθητική Σονάτα), την οποία εμπνεύστηκε από τον έρωτά του για την αριστοκράτισσα Τερέζα Φον Μπρούνσβικ.
Το 1800 μ.Χ. έδωσε άλλη μία συναυλία στη Βιέννη, στην οποία μάλιστα παρουσίασε στο κοινό την πρώτη Συμφωνία. Το κοινό της εποχής τη βρήκε πολύ παράξενη στο άκουσμα, παρότι οι σημερινοί ακροατές την χαρακτηρίζουν ως την πιο κλασική του συμφωνία, με φανερές τις επιρροές του από το Μότσαρτ και το Χάυντν. Την ίδια χρονιά συνέθεσε το «Σεπτέτο» και μερικούς μήνες αργότερα τη «Σονάτα της Άνοιξης». Ακολούθησε η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως», την οποία αφιέρωσε στην αγαπημένη του Τζουλιέτα Γκουιτσιάρντι, η οποία όμως τον εγκατέλειψε το 1802, βυθίζοντάς τον σε βαθιά θλίψη.
Παράλληλα, από το 1794 μ.Χ. είχε αρχίσει να εμφανίζεται κάποιο πρόβλημα στην ακοή του, το οποίο σταδιακά επιδεινώθηκε, σε σημείο να του δημιουργήσει σοβαρή βαρηκοΐα περί το 1801 μ.Χ. (σε ηλικία μόλις 31 ετών). Τότε εξομολογήθηκε στους φίλους του από τη Βόννη, ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα έχανε τελείως την ακοή του. Τον επόμενο χρόνο μάλιστα έγραψε ένα κείμενο, το οποίο είναι γνωστό ως «διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ», το οποίο απευθυνόταν στους αδελφούς του. Στο κείμενο αυτό εξέφραζε τη φρίκη που ένιωθε για την αδικία και την ειρωνεία που του επιφύλασσε η ζωή, υποχρεώνοντας ένα μουσικό να ζήσει τη ζωή του κουφός, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι το μόνο που τον συγκράτησε από την αυτοκτονία ήταν η Τέχνη και η σκέψη ότι δεν μπορούσε να φύγει από τη ζωή πριν διεκπεραιώσει το καθήκον του απέναντί Της.
Ο Μπετόβεν όχι μόνο δεν αυτοκτόνησε, αλλά άντλησε δύναμη από το ταλέντο του και επικεντρώθηκε στην προσπάθειά του να συνθέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα όσο περισσότερα έργα μπορούσε, προκειμένου να προλάβει και να νικήσει τη συνεχώς επιδεινούμενη βαρηκοΐα του. Στο διάστημα αυτό δίδασκε περισσότερους μαθητές και μαθήτριες, τους οποίους έβρισκε ελπιδοφόρους ή και ελκυστικούς, επεκτείνοντας έτι περαιτέρω τους κοινωνικούς του δεσμούς με την άρχουσα τάξη. Αναπόφευκτα, ερωτεύτηκε περισσότερες μαθήτριές του, αλλά και γενικότερα περισσότερες γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, χωρίς όμως να βρει την ανταπόκριση που προσδοκούσε. Στα έργα που δημιουργήθηκαν την εποχή εκείνη περιλαμβάνονται διάφορες σονάτες για πιάνο, μεταξύ των οποίων και «η Καταιγίδα» (μτφ.: The Tempest), καθώς και η δεύτερη Συμφωνία, η οποία παρουσίασε περισσότερες δομικές καινοτομίες σε σχέση με την πρώτη. Το ίδιο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε και τη μοναδική όπερά του με τον τίτλο «Λεονώρα» (η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε «Φιντέλιο»).
Το 1803 μ.Χ. συνέθεσε την περίφημη τρίτη Συμφωνία του, γνωστή ως «Ηρωική». Το έργο του αυτό ήταν εμπνευσμένο από το Ναπολέοντα, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα και τον θεωρούσε ήρωα, απελευθερωτή των ανθρώπων, ο οποίος θα κατάφερνε να ιδρύσει μία νέα κοινωνία που θα στηριζόταν στην ελευθερία, την αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη. Για το λόγο αυτό η Τρίτη Συμφωνία είχε αρχικά ονομαστεί «Βοναπάρτης». Το 5ο κοντσέρτο για πιάνο, το οποίο ονομάστηκε «Αυτοκρατορικό» και συνετέθη το 1809 μ.Χ. ήταν επίσης αφιερωμένο στο Ναπολέοντα. Όταν αργότερα ο Βοναπάρτης έλαβε τον τίτλο του Αυτοκράτορα και κατέστη πλέον σαφές ότι οι φιλοδοξίες του ήταν περισσότερο απολυταρχικές και δεν συμβιβάζονταν με την εικόνα του ένδοξου απελευθερωτή με τα υψηλά ιδανικά, την οποία έτρεφε και θαύμαζε ο συνθέτης, εξοργίστηκε τόσο που μετονόμασε την τρίτη Συμφωνία του σε «Ηρωική».
Η πέμπτη Συμφωνία του γράφτηκε το 1807 μ.Χ. και πραγματευόταν την αέναη μάχη του ανθρώπου με τη μοίρα. Η έκβαση της πάλης αυτής, όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο έργο, έχει διχάσει τους μελετητές. Κατά μία άποψη, το έργο καταλήγει με τον θρίαμβο του ανθρώπου απέναντι στο πεπρωμένο του, αλλά σύμφωνα με άλλη άποψη, η εκδηλωθείσα πάλη (που περιγράφεται με τα τρία χαρακτηριστικά χτυπήματα που συνθέτουν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο), σιγά σιγά ξεθυμαίνει, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μία συμφιλίωση του ανθρώπου με τη μοίρα του.
Την ίδια περίοδο γράφτηκε και η έκτη Συμφωνία, η οποία ονομάστηκε «Ποιμενική» και αποτελεί έναν ύμνο στη φύση, που ήταν για τον Μπετόβεν μεγάλη πηγή έμπνευσης και θαυμασμού. Ακολούθησαν η ουβερτούρα «Κοριολανός» (η οποία είχε ως θέμα την ομώνυμη τραγωδία του αυστριακού συγγραφέα Χάινριχ Τζόζεφ Βον Κόλιν) και η διάσημη τρίλεπτη σύνθεση για πιάνο με τον τίτλο «Για την Ελίζα» (μτφ. στα γερμανικά: Für Elise). Το τελευταίο αυτό έργο προκάλεσε ερωτηματικά για την ακριβή ταυτότητα της Ελίζας, στην οποία είχε αφιερωθεί. Ειδικοί μελετητές πιστεύουν ότι το έργο αυτό είχε τιτλοφορηθεί «Για την Τερέζα» («Für Therese») και αποσκοπούσε στον εντυπωσιασμό της Τερέζας Μαλφάτι, η οποία όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του. Όταν το έργο εκδόθηκε τελικά τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του μεγάλου συνθέτη, λόγω του κακού γραφικού του χαρακτήρα, οι αρμόδιοι μουσικολόγοι αντέγραψαν λανθασμένα τον τίτλο («Ελίζα» αντί για «Τερέζα»).
Όταν το 1809 μ.Χ. ο Μπετόβεν θέλησε να φύγει από τη Βιέννη, περισσότεροι φίλοι και εύποροι θαυμαστές του έργου του, του πρότειναν να του παράσχουν ετησίως το ποσό των 4.000 φλορινιών (το οποίο του επέτρεπε να ζει με οικονομική άνεση), με μόνο όρο να παραμείνει στη Βιέννη. Ο συνθέτης δέχτηκε, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή ανεξαρτησίας για τους μουσικούς, έχοντας πλέον την ευχέρεια να συνθέτει ό,τι ήθελε, όποτε ήθελε και ανεξάρτητα από «παραγγελίες» χρηματοδοτών του. Διότι μέχρι τότε, οι μουσικοί εντάσσονταν στο οικόσιτο προσωπικό των αριστοκρατών και ασκούσαν καθήκοντα σύνθεσης και ερμηνείας, σύμφωνα με τις οδηγίες των αφεντικών τους, αλλά χωρίς να απαλλάσσονται και από τα λοιπά χρέη του υπηρετικού προσωπικού.  
Το 1815 μ.Χ. πραγματοποίησε την τελευταία δημόσια ερμηνεία του. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο αδελφός του Κάσπαρ Καρλ, αφήνοντας πίσω τη χήρα και τον εννιάχρονο γιο του, έχοντας προβλέψει με διαθήκη του να ασκηθεί η κηδεμονία του ανηλίκου από τον αδελφό του, Λούντβιχ, από κοινού με τη χήρα μητέρα του ανηλίκου. Το γεγονός αυτό μετέβαλε δραματικά τα δεδομένα της ζωής του, αφού ο ήδη 45χρονος εργένης συνθέτης, ο οποίος μέχρι το έτος 1818 μ.Χ. είχε χάσει τελείως την ακοή του, δυσκολεύτηκε πολύ να συγκατοικήσει με ένα παιδί και ταυτόχρονα να διαχειριστεί τα προβλήματα και τις διαφωνίες με τη χήρα συγκηδεμόνα του ανηλίκου.
Το 1816 μ.Χ. συνέθεσε τη συλλογή τραγουδιών λίντερ με τον τίτλο «Στη Μακρινή Αγαπημένη» και ξεκίνησε τη συγγραφή της ένατης Συμφωνίας, ενώ παράλληλα δούλευε τη λειτουργία «Missa solemnis», την οποία είχε ξεκινήσει χρόνια πριν και την ολοκλήρωσε μόλις το 1822 μ.Χ.. Το έργο αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την κοινωνία της εποχής, διότι θεωρήθηκε ότι ήταν υπερβολικά «έντονο» ηχητικά για λειτουργία, η οποία εκ φύσεως προορίζεται για να εκφράσει τη θρησκευτική κατάνυξη, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ακόμα και ασεβές προς τα Θεία. Η πραγματική αναγνώριση του έργου αυτού, το οποίο αναγνωρίζεται πλέον ως ένα από τα κορυφαία δημιουργήματά του, επήλθε πολύ αργότερα. 

Beethoven - Moonlight Sonata - Daniel Barenboim
Το 1823 μ.Χ. ο Μπετόβεν γνώρισε τον εντεκάχρονο τότε Φραντς Λιστ, σε μία από τις συναυλίες του. Συνεχάρη εγκάρδια το νεαρό πιανίστα, ο οποίος στο μέλλον επρόκειτο να διεκπεραιώσει τη μεταφορά όλων των συμφωνιών του στο πιάνο. Το ίδιο έτος ολοκληρώθηκε και η φημισμένη ένατη Συμφωνία, που φέρει τον τίτλο «Ύμνος στη Χαρά». Το έργο αυτό αποτελεί για πολλούς το αποκορύφωμα της δημιουργίας του και παρότι γράφτηκε υπό ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες (οικονομικά προβλήματα, επιδείνωση της υγείας, διαφωνίες με τον υπό την κηδεμονία άτακτο ανιψιό του), εξυμνεί την ευτυχία και τη χαρά της ζωής. Η πρώτη παρουσίαση της ένατης Συμφωνίας στο κοινό πραγματοποιήθηκε το 1825 μ.Χ. και ο συνθέτης αποθεώθηκε.
Ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφοντας από το σπίτι του αδελφού του, με τον οποίο είχε καυγαδίσει –όπως γινόταν επανειλημμένα- ο Μπετόβεν αρρώστησε με ένα απλό κρύωμα στην αρχή, το οποίο όμως εξελίχθηκε σε πνευμονία, επιδεινώνοντας τα άλλα μακροχρόνια προβλήματα υγείας του. Πέθανε στις 26-3-1827, σε ηλικία 57 ετών, περιστοιχισμένος από τους στενότερους φίλους του, την ώρα που ξέσπαγε καταιγίδα. Κηδεύτηκε με όλες τις τιμές στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος στη Βιέννη, όπου λέγεται ότι παρευρέθηκαν περισσότερα από 10.000 άτομα. Υποστηρίζεται ότι το φέρετρο σήκωσε, μεταξύ άλλων διάσημων καλλιτεχνών της εποχής και ο Φραντς Σούμπερτ, ο οποίος ήταν μεγάλος θαυμαστής του. Όταν πέθανε και ο ίδιος τον επόμενο χρόνο, θάφτηκε δίπλα του.
Μετά το θάνατό του, βρέθηκαν στο σπίτι του, στο ίδιο συρτάρι με τη «διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ», δύο μικρών διαστάσεων πορτρέτα γυναικών, συνοδευόμενα από μία επιστολή προς την «αθάνατη πολυαγαπημένη». Το κείμενο αυτό έχει προκαλέσει αμέτρητες εικασίες αναφορικά με την ταυτότητα της μυστηριώδους αυτής γυναίκας, αλλά κανείς δεν μπορεί να καταλήξει σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα και μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί ούτε και η ταυτότητα των δύο γυναικών στα πορτρέτα.

Η ανήθικη «Κάρμεν» του Ζώρζ Μπιζέ. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Η Όπερα Κομίκ στο Παρίσι ανέβασε το 1875 την παράσταση της «Κάρμεν» του Μπιζέ. Υπολογίσθηκε ότι σε ένα διάστημα άνω των εξήντα ετών, το έργο παίχθηκε στην Κομίκ χίλιες πεντακόσιες φορές, ενώ σε άλλα μουσικά θέατρα παγκοσμίως οι παραστάσεις της Κάρμεν, υπερέβησαν τις είκοσι χιλιάδες!
Κανένα άλλο μουσικό έργο δεν παρουσίασε τόσο μεγάλη επιτυχία, όσο η Κάρμεν, εκείνη την ατίθαση κοπέλα των ισπανικών βουνών, με την γλυκιά μουσική του Μπιζέ, που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να γοητεύει. Κι όμως το έργο αυτό κατά μια τραγική ειρωνεία, θεωρήθηκε από τις πρώτες κιόλας παραστάσεις ως μια αποτυχία!

Κι ο Γάλλος μουσουργός και δημιουργός του ο Ζώρζ Μπιζέ, στεναχωρήθηκε τόσο πολύ, που ένα μήνα από το ανέβασμα της πρώτης παράστασης, πέθανε, σε ηλικία 36 ετών μόλις!
Την όπερα αυτή ο Μπιζέ, την συνέθεσε βασιζόμενος πάνω σε ένα διήγημα του Προσπέρ Μεριμέ. Ήδη πριν από την σύνθεση του «Κάρμεν» είχε συνθέσει παρά το νεαρό της ηλικίας του, άλλες τρεις όπερες, τους «Αλιείς Μαργαριταριών», την «Πεντάμορφη του Περθ» και την «Αρλεζιάνα». Και στα τρία αυτά έργα ο Μπιζέ, είχε λάβει σκληρή κριτική, ακόμα και στην «Αρλεζιάνα» που σήμερα αναγνωρίζεται σαν ένα έργα μοναδικό, στην αναπαράσταση της μεσογειακής ψυχής. Ο κόσμος στην εποχή του Μπιζέ, δεν πρόσεχε τόσο την μουσική του, όσο την θεματολογία του. Και το κοινό προέρχονταν από την αστική τάξη, στην οποία κυριαρχούσε το αίσθημα της οικογένειας και της ηθικής. Αυτές οι ιστορίες εγκαταλείψεων συζύγων, ενόχων, ερώτων παράνομων κ.λ.π. δεν έκαναν καλή εντύπωση στο κοινό πάνω στο οποίο στηρίζονταν η όπερα. Κι ο Μπιζέ γοητεύονταν από τέτοιες ιστορίες, που ήταν προβληματικές για το κοινό της εποχής. Όταν διάβασε το διήγημα για το κορίτσι των ισπανικών βουνών, την Κάρμεν, ο Μπιζέ κλείσθηκε για δύο ολόκληρα χρόνια στο 
σπίτι του και μελετούσε την ισπανική κουλτούρα. Δεν είχε καμία γνώση για τον ισπανικό πολιτισμό, αφού δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Ισπανία και δεν γνώριζε και από ισπανική λαϊκή μουσική. Κι όμως αυτός ο αυτόβουλος εγκλεισμός του για δύο χρόνια μέσα στο σπίτι του, τον οδήγησαν να κατανοήσει τόσο πολύ την ισπανική ψυχή, ώστε σήμερα το έργο του να θεωρείται τόσο «ισπανικό» που θεωρείται σχεδόν απίστευτο ότι συνετέθητε από έναν Γάλλο!
Έτσι ο άνθρωπος που δεν γνώρισε ποτέ την Ισπανία στην πραγματικότητα, συνέθεσε τραγούδια που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα από κάθε ισπανικό στόμα. Η «Κάρμεν» έχει τόσο δυνατό τοπικό χρώμα, που θεωρείται σήμερα το πρότυπα της ιβηρικής μουσικής, ενώ στις αρένες των ταυρομαχιών, η είσοδος του ταυρομάχου «τορεαδόρ» συνοδεύεται πάντα από το λεγόμενο τραγούδι του ταυρομάχου, που είναι σύνθεση του Μπιζέ!
Η πρώτη της «Κάρμεν» δόθηκε όπως προαναφέραμε, στην αίθουσα της Όπερας Κομίκ, στις 3 Μαρτίου 1875. Ο κόσμος που είχε πλημμυρίσει την αίθουσα, ήταν προδιατεθειμένος κατά του νεαρού συνθέτη, καθώς ο ίδιος ο Μπιζέ είχε δηλώσει με αφροσύνη, εγωισμό και έπαρση, πως η «Κάρμεν» ήταν το μεγαλύτερο αριστούργημα και όποιου δεν του αρέσει, σημαίνει πως δεν γνωρίζει από μουσική! Μετά την σκληρή αυτή δήλωση το έργο είχε ξεκινήσει μέσα στην σιωπή, από πλευράς κοινού, μέχρι που τελείωσε η πρώτη πράξη. Στην δεύτερη πράξη όμως, καθώς εμφανίζονταν μια ηθική που το κοινό δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί, άρχισαν να ακούγονται φωνές μέσα στην αίθουσα. Τέτοιες «ανήθικες ιστορίες» δεν ήταν επιτρεπτές για τους Παρισινούς αστούς που πήγαιναν να παρακολουθήσουν μαζί με της συζύγους τους και τις κόρες τους. Το έργο τελείωσε χωρίς κανένα χειροκρότημα, αντιθέτως με πολλά σφυρίγματα. Την επομένη κιόλας μέρα, η κριτική στρέφονταν επιθετικά εναντίον του. Η «Κάρμεν» χαρακτηρίζονταν ως ανοσιούργημα με τραγούδια από ισπανικά καπηλεία. Ο Μπιζέ τότε ήταν που άρχισε μόνος του να παλεύει εναντίον όλων, για την διάσωση του έργου του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν από τους ηθοποιούς της Όπερας Κομίκ, που επέμεναν να αλλάξει το πρόγραμμα, καθώς δεν άντεχαν την αρνητική κριτική που γίνονταν. Περνά έτσι, ένας μήνας πάλης, αγωνίας και έντασης. Ο Μπιζέ ασθενούσε διαρκώς και αδυνάτιζε. Οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Πηγαίνει στην εξοχή, όπου μετά από τρεις ημέρες ακαθόριστης ασθένειας πεθαίνει, την ίδια στιγμή που πίσω στο Παρίσι, η «Κάρμεν» ανεβαίνει σε μια γεμάτη αίθουσα για να παιχθεί για τριακοστή Τρίτη φορά!
Το έργο του σιγά σιγά άρχισε να αναγνωρίζεται μέχρι που σήμερα η «Κάρμεν» θεωρείται μια αξεπέραστη όπερα του είδους!
Πηγή: Ωδείο Όπερα Αθηνών.
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

Από το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, στον άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν» αποτελεί στην ουσία μια τετραλογία, αφού αποτελείται από τέσσερα έργα: Τον «Χρυσό του Ρήνου», τη «Βαλκυρία», το «Σίνγκφριντ» και το «Λυκόφως των Θεών». Γράφτηκε από τον Βάγκνερ μέσα σε ένα διάστημα είκοσι ετών, από το 1852 έως το 1872 με ενδιάμεσα διαλείμματα καθώς ο Γερμανός μουσουργός το χρονικό αυτό διάστημα έγραψε δύο ακόμα αριστουργήματα τον «Τριστάνο και Ιζόλδη» και τους «Μαστόρους τραγουδιστάδες».

Η υπόθεση αυτού του κύκλου προέρχεται από τους θρύλους και την μυθολογία των βόρειων λαών της Ευρώπης και ξετυλίγεται όπως μια αρχαία τραγωδία. Θα προσπαθήσουμε να πούμε δύο λόγια για την υπόθεση του έργου, γεγονός δύσκολο καθώς ο μύθος είναι μπερδεμένος με θρύλους και δοξασίες, ξεχωριστές ιστορίες από μόνες τους. Μια γενιά παράξενη φτιαγμένη από νάνους ζει στα έγκατα της γης. Αυτή την γενιά του σκοταδιού την λένε Νιμπελούγκεν. Ένας από νάνος των Νιμπελούγκεν ο Άλμπεριχ, με την χρήση καταραμένου χρυσού, κατασκευάζει ένα δακτυλίδι που του χαρίζει δύναμη. Έτσι με το δακτυλίδι αυτό επικρατεί σε όλους τους νάνους και γίνεται αρχηγός τους. Έτσι ο Άλμπεριχ μετά τους νάνους, ονειρεύεται να κατακτήσει όλα τα 
όντα που ζουν στη γη. Η γενιά των Γιγάντων που είναι η λεγομένη Βόρεια γενιά, βλέποντας όλα αυτά, αρχίζει να ανησυχεί. Οι Θεοί εκμεταλλεύονται την έχθρα των Γιγάντων με τους νάνους και ένας θεός, ό Βόταν παροτρύνει τους Γίγαντες να χτίσουν ένα κάστρο, τη Βαλχάλα, ώστε να κυβερνά τον κόσμο. Μόλις τελείωσαν οι Γίγαντες το χτίσιμο του κάστρου, ζήτησαν ως ανταμοιβή όλο το χρυσάφι της γης. Φυσικά αυτό το είχε ήδη μαζέψει ο νάνος Άλμπεριχ. Έτσι οι θεοί αντί για χρυσό παρέδωσαν στους Γίγαντες τον νάνο Άλμπεριχ, που είχε όλο το χρυσάφι και μαζί με αυτό και το δακτυλίδι της δύναμης. Έτσι ο Άλμπεριχ αναγκάζεται να παραδώσει χρυσό και δακτυλίδι, προκειμένου να ελευθερωθεί. Δίνοντας το δακτυλίδι, καταριέται εκείνον που θα το κατέχει. Και η κατάρα αυτή πιάνει πραγματικά. Τότε οι θεοί αποφασίζουν να βοηθήσουν ένα τρίτο γένος, τους ανθρώπους. Οι κόρες του Θεού Βόταν, οι Βαλκυρίες τους παραστέκονται και όσους πέφτουν στην μάχη τους οδηγούν στη Βαλχάλα. Ωστόσο όλοι αναμένουν από το ανθρώπινο γένος, τον ήρωα εκείνο που με την νίκη θα φέρει την ειρήνη. Κι αυτός είναι ο Σίγκφριδ (Σίγκ είναι η νίκη), (Φριδ είναι η ειρήνη). Μετά από ατέλειωτες περιπέτειες και συνωμοσίες ο Σίγκφριδ τελικό πεθαίνει και η αγαπημένη γυναίκα του η Μπρουνχιλδ ξαναπετά το δακτυλίδι στον βυθό του Ρήνου. Φλόγες ξεπηδούν στο παλάτι της Βαλχάλα που καίνε τους θεούς. Η φωτιά φαίνεται ότι καίει και εξαγνίζει τα πάντα. Αυτή εν συντομία, ήταν η υπόθεση του κύκλου του δακτυλιδιού.
Ο μεγάλος Έλληνας μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης έλεγε, πως για να καταλάβει κάποιος εκτός Βορείου Ευρώπης, το έργο αυτό, θα πρέπει να γνωρίζει οπωσδήποτε την 
υπόθεση, αλλά και να έχει μυηθεί στην Βαγκνερική όπερα, καθώς η μελωδία απουσιάζει. Κυριαρχούν επί το πλείστον υπερκόσμια μελωδικά ευρύματα και αυτό που επικρατεί είναι η δύναμη του λόγου που επικρατεί της μουσικής!
Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για διάσπαρτους μύθους των Τευτόνων, που ο Βάγκνερ ένωσε σε μια ιστορία. Οι μύθοι αυτοί ήταν σωμένοι στην παράδοση των Βορείων λαών, σαν να λέμε σήμερα εμείς ιστορίες άλλες για τον Ηρακλή, άλλες για τον Θησέα, τον Αχιλλέα ή τον Οδυσσέα! Δηλαδή ιστορίες που διαδραματίζονταν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Ο Βάγκνερ τις ένωσε σχηματίζοντας μια τετραλογία και δημιουργώντας ένα νέο μουσικοδραματικό είδος, την Βαγκνερική Όπερα. Η συγκεκριμένη ιστορία είχε διάρκεια 15 ώρες. Σήμερα η τετραλογία εξακολουθεί να μαγεύει τους Αγγλοσαξωνικούς λαούς, έστω και παρουσιαζόμενη ως τριλογία με παραλλαγμένη πλοκή, όπως συνέβει με το μυθιστόρημα «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» του Άγγλου συγγραφέα Τόλκιν, όπου κι εδώ συναντούμε Χόμπιτ, νάνους, ανθρώπους, γίγαντες κι εδώ το δαχτυλίδι χαρίζει δύναμη, αλλά είναι καταραμένο για όποιον το φορά. Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, στην ουσία, συνεχίζει να μαγεύει, όπως κάποτε μάγευε τους Βόρειους λαούς, ο Σίγκφριδ, η Βαλχάλα και οι επικές ιστορίες.
Πηγή: Ωδείο Όπερα Αθηνών.
Ανιχνευτής ο Πεπέ.