‟Αγόραζε βιβλία ελληνικά,/….Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,/ έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·/ κ’ έτρεμεν η ψυχή του μην τυχόν/χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι..„ (κ.Καβάφης, ‟Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης„).
Ο Καβάφης με παραστατικό τρόπο περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Λίβυος Ηγεμόνας κατέφευγε στη μίμηση κάθε ελληνικού στοιχείου αλλά και το φόβο-άγχος που τον κατείχε μήπως αποκαλυφθεί η κενότητά του. Από την περιγραφή αυτή αναδεικνύεται το φαινόμενο της μίμησης αλλά και οι συνέπειές της για το άτομο και ιδιαίτερα οι ψυχολογικές ‟ κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν…/κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας/κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.».
Ο άνθρωπος ον μιμητικό από τη φύση του χαρακτηρίζεται από την τάση να υιοθετεί στοιχεία συμπεριφοράς ανθρώπων που ξεχωρίζουν στο άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον, σε τοπικό-εθνικό ή παγκόσμιο. Ο μιμητισμός αισθητοποιείται μέσα από δύο μορφές. Η πρώτη μορφή εκδηλώνεται ως δημιουργική μίμηση που προϋποθέτει την κριτική ικανότητα και την ωριμότητα σκέψης του υποκειμένου. Σε αυτήν τη μορφή μίμησης ο άνθρωπος υιοθετώντας στοιχεία συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων τα προσαρμόζει στην προσωπικότητά του και τα ενσωματώνει ως πρότυπα στο αξιακό του σύστημα. Αυτό τον βοηθά να βρίσκει δικούς του τρόπους για να εκφράζεται.
Η δεύτερη μορφή συνιστά μία διαδικασία ‟άκριτης και παθητικής„ υιοθέτησης στοιχείων, μια μηχανική αντιγραφή. Αυτός ο άγονος μιμητισμός ταυτίζεται με την απόλυτη προσήλωση σε ό,τι είναι εντυπωσιακό και χαρίζει στο υποκείμενο την αίσθηση της ασφάλειας, της κοινωνικής αναγνώρισης και μιας ψευδούς αυταρέσκειας. «Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές…/ θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο..». Αποτέλεσμα αυτής της μορφής του άγονου μιμητισμού είναι η άρνηση του εαυτού μας και η αλλοτρίωση.
Η τάση του ατόμου να μιμείται δεν φανερώνει μόνο την εσωτερική του κενότητα αλλά και τις συναφείς προς αυτήν φοβίες και ανασφάλειες. Για να υπερβεί αυτές προβαίνει σε μιμήσεις και υιοθετήσεις ιδεών και συμπεριφορών που ‟εκπέμπουν„ δύναμη, σιγουριά και καταξίωση. Αρνείται το δικό του ‟πρόσωπο„ και επιλέγει το ‟προσωπείο„ της ομάδας και της αγέλης, αφού αυτό του εξασφαλίζει την ψυχική του ισορροπία και τον απελευθερώνει από το αίσθημα της έλληψης, της αδυναμίας και της μοναξιάς.
Παύει πλέον να λειτουργεί αυτόβουλα, χάνει κάθε εξουσία πάνω στο Εγώ του και ακολουθεί τυφλά τις επιταγές της ομάδας-αγέλης. Γίνεται ένα μικρό κομμάτι μιας άμορφης μάζας που από τη φύση της ομοιοποιεί τις διαφορετικές ταυτότητες .Αποτέλεσμα αυτού η ανάδυση μιας αγελαίας συμπεριφοράς από την οποία απουσιάζουν η προσωπική κρίση και η αυθεντικότητα της ταυτότητας του. Η αγελαία συνείδηση ροκανίζει τον προσωπικό στοχασμό και το υποκείμενο λειτουργεί ως ένα απρόσωπο εξάρτημα μιας αγέλης που γνωρίζει να υπακούει τυφλά αλλά όχι και να σκέπτεται. Συνήθως φοβάται, οργίζεται αλλά δεν ‟λογίζεται„.
Τα παραπάνω αρνητικά συμπληρώνει και το βασανιστικό άγχος και αγωνία για την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας και του βαθύτερου είναι του ατόμου που επιλέγει τη μίμηση. Και η αποκάλυψη θα είναι πιο συντριπτική κι από όλες τις άλλες συνέπειες. Η γελοιοποίηση και η διακωμώδηση των επιλογών προστίθενται στην εσωτερική ρηχότητα και στο χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης που τον χαρακτηρίζει.
‟Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε./ Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος…../ κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό„.
Ωστόσο ο στείρος μιμητισμός δεν υφαίνει μόνο ένα αρνητικό πλαίσιο για άτομο όπου κυριαρχεί η ετερονομία, η παθητικοποίηση και η ψευδής εικόνα για τον εαυτό μας, αλλά διαβρώνει και τα συνεκτικά στοιχεία του έθνους και απειλεί με αλλοίωση την εθνική συνείδηση. Αυτή η άγονη μίμηση καθίσταται περισσότερο επικίνδυνη στο βαθμό που συνοδεύεται από μία άκριτη ξενομανία και προοδοπληξία ή και τροφοδοτείται και πυροδοτείται από ένα πολιτιστικό ιμπεριαλισμό.
Αν η μίμηση ως συμπεριφορά και στάση ζωής προβληθεί σε εθνικό επίπεδο τότε καταδεικνύει το μέγεθος της εθνικής ανασφάλειας, της αυτοϋποτίμησης, του συμπλέγματος κατωτερότητας και της αγωνίας για αναγνώριση. Αντίδοτο στα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα είναι η μίμηση του ξένου ως μία ευκαιρία πλήρωσης και φυγής από την πραγματικότητα. Άτομα και λαοί μεταχειρίζονται τις αδυναμίες τους όχι ως ευκαιρία για αυτογνωσία και εθνικό αυτοπροσδιορισμό αλλά ως κατάλυμα μέσα στο οποίο κρύβονται από τους άλλους.
Άτομα και λαοί με τέτοια ψυχολογία ακυρώνουν όλα εκείνα τα στοιχεία που τη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα τόσο την εθνική όσο και την ατομική. Το υποκείμενο, δηλαδή, της μίμησης (άτομα, λαός) υιοθετεί ξένα πρότυπα-γλωσσικά, σκέψεις, ένδυσης…-υποβαθμίζοντας ό,τι μέχρι τώρα συνέθετε την εθνική του ταυτότητα και την εθνική του συνείδηση. Η τυφλή αποδοχή, όμως αλλότριων στοιχείων αποδομεί τα βάθρα της εθνικής φυσιογνωμίας και υπονομεύει τον πυρήνα της εθνικής συνείδησης, αφού στο αξιακό σύστημα ενσωματώνονται αρχές, κανόνες αντιλήψεις ξένες προς το εθνικό χρώμα.
Συμπερασματικά η μίμηση-αποθέωση των ξενικών στοιχείων και η άγονη-άκριτη αφομοίωση τους αλλοιώνουν τους μηχανισμούς σκέψεις και βούλησης του ατόμου, το απο-εθνικοποιούν και το καθιστούν ένα άτομο χωρίς ταυτότητα και πρόσωπο, ένα ανέστιο ον που αναζητά την επιβεβαίωσή του στην υποταγή. Μια αφανής και ασυνείδητη δουλοπρέπεια κατατρώγει τον εθνικό ιστό και φθείρει θανάσιμα τους πυλώνες της εθνικής συνείδησης.
Η απο-εθνικοποίηση, ως παράγωγο προϊόν της μίμησης ξενικών στοιχείων, αισθητοποιείται περισσότερο στο χώρο της ψυχαγωγίας. Μέσα στον αχανή και ασύνορο κόσμο της παγκοσμιοποίησης προωθούνται με έναν ελκυστικό και αφανή τρόπο πρότυπα ψυχαγωγίας χωρίς εθνικό χρώμα και ιδιαιτερότητες. Η ψυχαγωγία αποκτά ένα μαζικό χαρακτήρα και υπηρετεί περισσότερο τις ανάγκες της αγοράς και λιγότερο την καλλιέργεια της ψυχής. Μέσα στο μαζικό αυτό χρώμα της ψυχαγωγίας αλέθονται όλα τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά και το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ένα άχρωμο εθνικά πολιτιστικό προϊόν.
Ο πολιτιστικός διεθνισμός δεν ευνοεί την ώσμωση των διαφορετικών πολιτιστικών στοιχείων αλλά υποβάλλει το μιμητισμό σε προϊόντα που προωθούνται από κέντρα και χώρες που πλεονεκτούν-υπερέχουν οικονομικά. Με την επικουρία μιας κατ’ επίφαση ελευθερίας επιλογών λαοί και άτομα-και ιδιαίτερα οι νέοι-οδηγούνται στη μίμηση ξένων προϊόντων με τα οποία δεν έχουν καμία βιωματική σχέση. Έτσι καθίστανται άβουλοι καταναλωτές ψυχαγωγικών προϊόντων που διαμορφώνουν όχι μόνον τις αισθητικές προτιμήσεις αλλά και τις ιδεολογικές τους κατευθύνσεις.
Έτσι με όλα αυτά πλέκεται ο ιστός της πολιτιστικής αλλοτρίωσης που αποτελεί το προστάδιο της αποφλοίωσης της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Όταν, όμως, άτομα και λαοί, αφυδατωμένοι από τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες, χωρίς αντιστάσεις και ριζικό σύστημα χρησιμοποιούνται ως επιβάτες ενός άρματος που οδηγείται τυφλά από τους νόμους της παγκοσμιοποίησης, τότε είναι σίγουρο πως οδεύουμε προς έναν κόσμο που θα κυριαρχεί το μαζικό, η ψευδαίσθηση, το φαίνεσθαι και το προσωπείο.
Καιρός είναι να αρνηθούμε τη μίμηση και να διασώσουμε το πρόσωπο (ατομικό-εθνικό),γιατί η πρόοδος και η εξέλιξη προϋποθέτουν την αυθεντικότητα και τη διαφορετικότητα.
‟ Όποιος μιμείται μόνο, χωρίς να ’χει τίποτα να πει/δικό του πάνω σε κείνο που μιμείται, μοιάζει/με τον κακόμοιρο το χιμπατζή/που μαϊμουδίζει τον αφέντη του καθώς καπνίζει,/μα δε καπνίζει ο ίδιος. Γιατί ποτέ/η μίμηση η αστόχαστη δεν μπορεί να ’ναι /μίμηση αληθινή!„ (Μπ Μπρεχτ).
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Ο Καβάφης με παραστατικό τρόπο περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Λίβυος Ηγεμόνας κατέφευγε στη μίμηση κάθε ελληνικού στοιχείου αλλά και το φόβο-άγχος που τον κατείχε μήπως αποκαλυφθεί η κενότητά του. Από την περιγραφή αυτή αναδεικνύεται το φαινόμενο της μίμησης αλλά και οι συνέπειές της για το άτομο και ιδιαίτερα οι ψυχολογικές ‟ κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν…/κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας/κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.».
Ο άνθρωπος ον μιμητικό από τη φύση του χαρακτηρίζεται από την τάση να υιοθετεί στοιχεία συμπεριφοράς ανθρώπων που ξεχωρίζουν στο άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον, σε τοπικό-εθνικό ή παγκόσμιο. Ο μιμητισμός αισθητοποιείται μέσα από δύο μορφές. Η πρώτη μορφή εκδηλώνεται ως δημιουργική μίμηση που προϋποθέτει την κριτική ικανότητα και την ωριμότητα σκέψης του υποκειμένου. Σε αυτήν τη μορφή μίμησης ο άνθρωπος υιοθετώντας στοιχεία συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων τα προσαρμόζει στην προσωπικότητά του και τα ενσωματώνει ως πρότυπα στο αξιακό του σύστημα. Αυτό τον βοηθά να βρίσκει δικούς του τρόπους για να εκφράζεται.
Η δεύτερη μορφή συνιστά μία διαδικασία ‟άκριτης και παθητικής„ υιοθέτησης στοιχείων, μια μηχανική αντιγραφή. Αυτός ο άγονος μιμητισμός ταυτίζεται με την απόλυτη προσήλωση σε ό,τι είναι εντυπωσιακό και χαρίζει στο υποκείμενο την αίσθηση της ασφάλειας, της κοινωνικής αναγνώρισης και μιας ψευδούς αυταρέσκειας. «Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές…/ θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο..». Αποτέλεσμα αυτής της μορφής του άγονου μιμητισμού είναι η άρνηση του εαυτού μας και η αλλοτρίωση.
Η τάση του ατόμου να μιμείται δεν φανερώνει μόνο την εσωτερική του κενότητα αλλά και τις συναφείς προς αυτήν φοβίες και ανασφάλειες. Για να υπερβεί αυτές προβαίνει σε μιμήσεις και υιοθετήσεις ιδεών και συμπεριφορών που ‟εκπέμπουν„ δύναμη, σιγουριά και καταξίωση. Αρνείται το δικό του ‟πρόσωπο„ και επιλέγει το ‟προσωπείο„ της ομάδας και της αγέλης, αφού αυτό του εξασφαλίζει την ψυχική του ισορροπία και τον απελευθερώνει από το αίσθημα της έλληψης, της αδυναμίας και της μοναξιάς.
Παύει πλέον να λειτουργεί αυτόβουλα, χάνει κάθε εξουσία πάνω στο Εγώ του και ακολουθεί τυφλά τις επιταγές της ομάδας-αγέλης. Γίνεται ένα μικρό κομμάτι μιας άμορφης μάζας που από τη φύση της ομοιοποιεί τις διαφορετικές ταυτότητες .Αποτέλεσμα αυτού η ανάδυση μιας αγελαίας συμπεριφοράς από την οποία απουσιάζουν η προσωπική κρίση και η αυθεντικότητα της ταυτότητας του. Η αγελαία συνείδηση ροκανίζει τον προσωπικό στοχασμό και το υποκείμενο λειτουργεί ως ένα απρόσωπο εξάρτημα μιας αγέλης που γνωρίζει να υπακούει τυφλά αλλά όχι και να σκέπτεται. Συνήθως φοβάται, οργίζεται αλλά δεν ‟λογίζεται„.
Τα παραπάνω αρνητικά συμπληρώνει και το βασανιστικό άγχος και αγωνία για την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας και του βαθύτερου είναι του ατόμου που επιλέγει τη μίμηση. Και η αποκάλυψη θα είναι πιο συντριπτική κι από όλες τις άλλες συνέπειες. Η γελοιοποίηση και η διακωμώδηση των επιλογών προστίθενται στην εσωτερική ρηχότητα και στο χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης που τον χαρακτηρίζει.
‟Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε./ Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος…../ κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό„.
Ωστόσο ο στείρος μιμητισμός δεν υφαίνει μόνο ένα αρνητικό πλαίσιο για άτομο όπου κυριαρχεί η ετερονομία, η παθητικοποίηση και η ψευδής εικόνα για τον εαυτό μας, αλλά διαβρώνει και τα συνεκτικά στοιχεία του έθνους και απειλεί με αλλοίωση την εθνική συνείδηση. Αυτή η άγονη μίμηση καθίσταται περισσότερο επικίνδυνη στο βαθμό που συνοδεύεται από μία άκριτη ξενομανία και προοδοπληξία ή και τροφοδοτείται και πυροδοτείται από ένα πολιτιστικό ιμπεριαλισμό.
Αν η μίμηση ως συμπεριφορά και στάση ζωής προβληθεί σε εθνικό επίπεδο τότε καταδεικνύει το μέγεθος της εθνικής ανασφάλειας, της αυτοϋποτίμησης, του συμπλέγματος κατωτερότητας και της αγωνίας για αναγνώριση. Αντίδοτο στα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα είναι η μίμηση του ξένου ως μία ευκαιρία πλήρωσης και φυγής από την πραγματικότητα. Άτομα και λαοί μεταχειρίζονται τις αδυναμίες τους όχι ως ευκαιρία για αυτογνωσία και εθνικό αυτοπροσδιορισμό αλλά ως κατάλυμα μέσα στο οποίο κρύβονται από τους άλλους.
Άτομα και λαοί με τέτοια ψυχολογία ακυρώνουν όλα εκείνα τα στοιχεία που τη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα τόσο την εθνική όσο και την ατομική. Το υποκείμενο, δηλαδή, της μίμησης (άτομα, λαός) υιοθετεί ξένα πρότυπα-γλωσσικά, σκέψεις, ένδυσης…-υποβαθμίζοντας ό,τι μέχρι τώρα συνέθετε την εθνική του ταυτότητα και την εθνική του συνείδηση. Η τυφλή αποδοχή, όμως αλλότριων στοιχείων αποδομεί τα βάθρα της εθνικής φυσιογνωμίας και υπονομεύει τον πυρήνα της εθνικής συνείδησης, αφού στο αξιακό σύστημα ενσωματώνονται αρχές, κανόνες αντιλήψεις ξένες προς το εθνικό χρώμα.
Συμπερασματικά η μίμηση-αποθέωση των ξενικών στοιχείων και η άγονη-άκριτη αφομοίωση τους αλλοιώνουν τους μηχανισμούς σκέψεις και βούλησης του ατόμου, το απο-εθνικοποιούν και το καθιστούν ένα άτομο χωρίς ταυτότητα και πρόσωπο, ένα ανέστιο ον που αναζητά την επιβεβαίωσή του στην υποταγή. Μια αφανής και ασυνείδητη δουλοπρέπεια κατατρώγει τον εθνικό ιστό και φθείρει θανάσιμα τους πυλώνες της εθνικής συνείδησης.
Η απο-εθνικοποίηση, ως παράγωγο προϊόν της μίμησης ξενικών στοιχείων, αισθητοποιείται περισσότερο στο χώρο της ψυχαγωγίας. Μέσα στον αχανή και ασύνορο κόσμο της παγκοσμιοποίησης προωθούνται με έναν ελκυστικό και αφανή τρόπο πρότυπα ψυχαγωγίας χωρίς εθνικό χρώμα και ιδιαιτερότητες. Η ψυχαγωγία αποκτά ένα μαζικό χαρακτήρα και υπηρετεί περισσότερο τις ανάγκες της αγοράς και λιγότερο την καλλιέργεια της ψυχής. Μέσα στο μαζικό αυτό χρώμα της ψυχαγωγίας αλέθονται όλα τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά και το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ένα άχρωμο εθνικά πολιτιστικό προϊόν.
Ο πολιτιστικός διεθνισμός δεν ευνοεί την ώσμωση των διαφορετικών πολιτιστικών στοιχείων αλλά υποβάλλει το μιμητισμό σε προϊόντα που προωθούνται από κέντρα και χώρες που πλεονεκτούν-υπερέχουν οικονομικά. Με την επικουρία μιας κατ’ επίφαση ελευθερίας επιλογών λαοί και άτομα-και ιδιαίτερα οι νέοι-οδηγούνται στη μίμηση ξένων προϊόντων με τα οποία δεν έχουν καμία βιωματική σχέση. Έτσι καθίστανται άβουλοι καταναλωτές ψυχαγωγικών προϊόντων που διαμορφώνουν όχι μόνον τις αισθητικές προτιμήσεις αλλά και τις ιδεολογικές τους κατευθύνσεις.
Έτσι με όλα αυτά πλέκεται ο ιστός της πολιτιστικής αλλοτρίωσης που αποτελεί το προστάδιο της αποφλοίωσης της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Όταν, όμως, άτομα και λαοί, αφυδατωμένοι από τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες, χωρίς αντιστάσεις και ριζικό σύστημα χρησιμοποιούνται ως επιβάτες ενός άρματος που οδηγείται τυφλά από τους νόμους της παγκοσμιοποίησης, τότε είναι σίγουρο πως οδεύουμε προς έναν κόσμο που θα κυριαρχεί το μαζικό, η ψευδαίσθηση, το φαίνεσθαι και το προσωπείο.
Καιρός είναι να αρνηθούμε τη μίμηση και να διασώσουμε το πρόσωπο (ατομικό-εθνικό),γιατί η πρόοδος και η εξέλιξη προϋποθέτουν την αυθεντικότητα και τη διαφορετικότητα.
‟ Όποιος μιμείται μόνο, χωρίς να ’χει τίποτα να πει/δικό του πάνω σε κείνο που μιμείται, μοιάζει/με τον κακόμοιρο το χιμπατζή/που μαϊμουδίζει τον αφέντη του καθώς καπνίζει,/μα δε καπνίζει ο ίδιος. Γιατί ποτέ/η μίμηση η αστόχαστη δεν μπορεί να ’ναι /μίμηση αληθινή!„ (Μπ Μπρεχτ).
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Φιλόλογος