Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.1.15

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Για τον Δον Κιχώτη
Φίλες και Φίλοι καλημέρα, σε όσους το αξίζουν και μόνο σ'αυτους. το μενού σήμερα έχει Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
Το υλικό για τη σημερινή ανάρτηση το δανείστηκα απο το καταπληκτικό ιστολόγιο της κ. Άννας Αγγελοπούλου την οποία ευχαριστώ απο καρδιάς. Ελπίζω κάποια στιγμή τα μέλη της δημιουργικής ομάδας της ΛΟΓ να συναντήσουμε αυτή την
υπέροχη Ελληνίδα για μια συνέντευξη γιατί ανήκει στην μικρή δημιουργική Έλλαδα του εξωτερικού. Μετά το άρθο γιατο μαγευτικό και πανέμορφο Γοργογύρι, νομίζω πως είναι ό,τι καλύτερο
ο αιώνιος ονειροπόλος Δον Κιχώτης. Όσοι απο εσάς δεν έχετε διαβάσει αυτό το κλασικό αριστούργημα ξεκινήστε το τώρα. Καλή ανάγνωση, με σεβασμό και αγάπη. Επιμέλεια:
Επικούρειος Πέπος. Λογοτεχνική Ομάδα Γοργογυρίου-filomatheia.blogspot.com


   Με αφορμή το θεατρικό έργο Δον Κιχώτης του Ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891-1940), που ανέβηκε πρόσφατα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) σε σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη,  παρουσιάζω πίνακες ζωγραφικής και ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης που έχουν ως θέμα τους τον εμβληματικό ήρωα της λογοτεχνίας Δον Κιχώτη. Το θεατρικό έργο του Ρώσου συγγραφέα αποτελεί διασκευή του μυθιστορήματος του Θερβάντες και γράφτηκε το 1938, λίγο πριν το θάνατο του Μπουλγκάκοφ σε μια εποχή  που  το έργο του είχε απαξιωθεί και ο ίδιος απομονωθεί από το σταλινικό καθεστώς. Ο Δον Κιχώτης του Μπουλγκάκοφ αναδεικνύεται σε τραγικό ήρωα με χαρακτηριστικά ρομαντικού οραματιστή που, αν και έχει επίγνωση της ήττας,  αρνείται μέχρι τέλους να παραιτηθεί από τον αγώνα για τα ιδανικά του και μάχεται για την ελευθερία του εναντίον αυτών που  έχουν εξουσία να επιβάλλουν ιδέες. Στο εισαγωγικό σημείωμα του προγράμματος της θεατρικής παράστασης, ο σκηνοθέτης Γιάννης Λεοντάρης παραθέτει τη φράση του θεατρικού συγγραφέα Αύγουστου Στρίνμπεργκ: "αν στερήσεις έναν άνθρωπο από τις ψευδαισθήσεις του είναι σαν να τον σκοτώνεις".   Υ.Γ. Επικούρειου Πέπου, άρα αυτοί που έχουν στερήσει την ελπίδα απο τους Ελληνες τι έχουν διαπράξει? Και το χειρότερο, πως είναι δυνατόν να δίνεις άφεση αμαρτιών σ'αυτον που σου στέρησε τα όνειρα, την ελπίδα, και κυρίως σε πολλούς ανθρώπους την ίδια τη ζωή? μιλάω για τον Τζέφρυ. Επίσης πως είναι δυνατόν να συνεχίζεις να ψηφίζεις όλους αυτούς [πχ Δημαρίτες, Πασόκους που δε γνώριζαν τι ψηφίζουν? Νεοδημοκράτες που ψήφιζαν κι αυτά που δεν χρειάζονταν?] δεν απαλλάσω απο τις ευθύνες τ'αλλα κόμματα π.χ. ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ αλλά είναι άλλο το μερίδιο ευθύνης των μεν και άλλο των δε. Επομένος πριν πάμε να ψηφίσουμε, όσοι πάμε τέλος πάντων, καλό θα είναι να φρεσκάρουμε λίγο τη μνήμη μας γιατί μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου-κάλπης ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. 'Αρα?
   Ας δούμε, λοιπόν, πώς αντανακλώνται οι ψευδαισθήσεις για τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη στο έργο κάποιων ζωγράφων και ποιητών.
Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα, 1865-1870. Νέα Πινακοθήκη. Μόναχο.

O ήρωας-σύμβολο του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ισπανού Θερβάντες, ο αιθεροβάμων ιππότης Δον Κιχώτης, ένας ασήμαντος ευφάνταστος αγρότης που βγήκε από τον μικρόκοσμό του, μαζί με τον πιστό ακόλουθό του Πάντσο Σάντσα, για να ταξιδέψει σε μακρινές πολιτείες και να κυριέψει ανύπαρκτα βασίλεια, να κυνηγήσει χίμαιρες και  άπιαστα όνειρα, να αναζητήσει ασύλληπτες ιδέες και ιδανικά, να αδράξει το άπιαστο και να γνωρίσει το άγνωστο, για να επιστρέψει στο τέλος πίσω από εκεί που ξεκίνησε, υπήρξε πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία έργων τέχνης. Ο Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης Honoré Daumier (1808-1879), 250 χρόνια μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος του Θερβάντες, ζωγραφίζει μια σειρά έργων με θέμα τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του.

  
Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα. 1855. Εθνική Πινακοθήκη. Λονδίνο.

  Την περίοδο του μεσοπολέμου (1920-1940), υπό την ατμόσφαιρα του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού, ο Δον Κιχώτης εμφανίζεται γύρω στα 30 ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης, 10 τουλάχιστον ποιητών. Αναφέρω κάποιους από αυτούς: Όμηρος Μπεκές (σε πολλά ποιήματά του), Κώστας Ουράνης, Κ.Γ.Καρυωτάκης, Ρώμος Φιλύρας, Μίνως Ζώτος, Γιάννης Ρίτσος, Μ. Αλεξίου, Γ. Σταυρόπουλος, Ν. Καζαντζάκης, Λέων Κουκούλας.
  Ένα από τα πρώτα και πιο γνωστά ποιήματα με θέμα τον Δον Κιχώτη, είναι το ομώνυμο ποίημα του Κώστα Ουράνη.
Κώστας Ουράνης, Δον Κιχώτης (1920)

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ' άλογό του

το αχαμνό, του Θερβάντες ο ήρωας περνάει,
και πίσω του, το στωικό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτα εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…
Στο πέρασμά του απ' τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελλό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού-κι ειρωνικά γελάνε
Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:

οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε!

Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα ξεκουράζονται κάτω από ένα δένδρο. 1855. Πινακοθήκη N. Karlsberg. Κοπεγχάγη.

   Οι περισσότεροι από αυτούς τους ποιητές παρουσιάζουν τον Δον Κιχώτη όχι ως κωμική φιγούρα ενός ευφάνταστου και ονειροπαρμένου, αλλά τον βλέπουν με ρομαντική ματιά και τον εξιδανικεύουν ως τον ιδεαλιστή ενάρετο ιππότη που αγωνίζεται για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, που κυνηγά τα όνειρά του…
Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης, ο Σάντσο Πάντσα και το νεκρό μουλάρι. 1864. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Ν. Υόρκη.

    Ακόμα και ο σαρκαστικός και πικρός Καρυωτάκης δεν αποφεύγει τη ρομαντική προσέγγιση του θέματος με το γνωστό ποίημα του Δον Κιχώτες, που θεωρείται ότι συνομιλεί με το ποίημα του Ουράνη. Οι παραιτημένοι Δον Κιχώτες, που παρουσιάζονται από τον Καρυωτάκη να έχουν οδυνηρή επίγνωση της ματαιότητας των αγώνων τους, είναι ρομαντικές πονεμένες φιγούρες. 
Κώστας Καρυωτάκης, Δον Κιχώτες (1920-από τη συλλογή Νηπενθή)

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη

του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει "δε σ' τό' λεγα;" μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: "Σάντσο, τ' άλογό μου!"

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μιαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω νά' ρθουνε-παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο-
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!



Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα στα βουνά. 1850. Μουσείο Καλών Τεχνών Bridgestone. Tόκυο.
Ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Όμηρος Μπεκές (1886-1971) έχει γράψει πολλά ποιήματα με θέμα τον Δον Κιχώτη. Τα πρώτα "δονκιχωτικά" ποιήματά του δημοσιεύονται στο περιοδικό "Λόγος" που εξέδιδε στην Κωνσταντινούπολη. Με το περιοδικό αυτό συνεργαζόταν και ο Καρυωτάκης.
Όμηρος Μπεκές, Δον Κιχώτης

Όταν μιλώ να σκάνετε, γιατ' είστε βλάκες πρώτης!
Αγροίκοι! Όσες κι αν βλέπετε μορφές στον κόσμ' ωραίες,
για σας είναι αντικείμενα κ' είναι για μένα ιδέες!..
Ο Δον Κιχώτης είμ' εγώ, της εμορφιάς ιππότης!

Γελάτε σα με βλέπετε, και λέτε: "- Ο Δον Κιχώτης!"
Μ' ακούστε : οι κόρες του Διός, που ζουν αιώνια νέες,
εννιά για εμέ πριγκίπισσες σταθήκαν Δουλσινέες!
Τις σκλάβωσα με το σπαθί του λόγου και της νιότης!

Οικόσημά μου τα όνειρα΄μα κ' η χλομή μου η μούρη
δεν αντικρύζει, όπως εσείς, του Σάντσου το γαϊδούρι.
Τον Πήγασο με τα φτερά μπινεύω τα μεγάλα!

Κι αν θέλετε, ανεμόμυλοι, μ' εμέ να μετρηθήτε,
βροντώντας γύρω σας ρυθμούς αθάνατους θα ιδείτε
με τα ωσαννά σας να ριχτώ στα σύννεφα καβάλα!..

Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα.
Ρώμος Φιλύρας, Ο Δον Κιχώτης (1924)

Στον αιώνα λαμποκοπά η μορφή σου

κι ο καγχασμός σου στο Κενό αντηχάει,
κράνος και τελαμώνες η στολή σου,
μια ειρωνεία και σ' ό,τι ξεψυχάει.

Ούτ' η ψυχή σου ξέρει την υφή σου
κι είσαι το αίνιγμα άλυτο που πάει
σε φαντασίωση, που νέα γεννάει
από το Σάντσο, το συγκρατητή σου.

Στοχαστικής μιας ασκεψίας εικόνα,
αλλόκοτης συνήθειας μεγαλείο
δεν έλυσες και μες στο πανδοχείο

της περικεφαλαίας σου τον τελαμώνα,
παράδοξης απλότητας στοιχείο
και λογισμού συνθέτουν κολοφώνα.

Gustave Doré, Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα. 1863. Σκίτσο του Dore από τη γαλλική μετάφραση του μυθιστορήματος του Θερβάντες.
Λέων Κουκούλας, Δον Κιχώτοι (1939)
Καλότυχοι είστε εσείς που ξενυχτάτε
με την αξέγνοιαστή σας πάντα νιότη
και για τρελλά ταξίδια ξεκινάτε
με την αρματωσιά του Δον Κιχώτη.

Ποτέ μαράζι εντός σας δεν κρατάτε
κι ούτε έχετε μελλούμενη έγνοια για ό,τι
μας θλίβει στη ζωή κι ούτε ρωτάτε
στερνοί όπου πάτε αν φτάσατε για πρώτοι.

Αχ, απ'την πρόωρη φρόνηση που δένει
τον πόθο μας σε βάρκα γερασμένη
κι ανήμπορη να ξανοιχτεί στα μάκρη,
σοφότερη είν'η τρέλλα, που με πλάστρα
σας σπρώχνει ορμή σε δρόμους δίχως άκρη,
να πάρετε της χίμαιρας τα κάστρα.

Pablo Picasso, Δον Κιχώτης. 1955. Εικόνα από το περιοδικό Les Lettres Françaises. Ο Picasso ζωγραφίζει το σκίτσο αυτό  για το γαλλικό περιοδικό με αφορμή την 350η επέτειο από τη δημοσίευση του Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
  

  Επικούρειος Πέπος.  Ο Δον Κιχώτης και οι ανεμόμυλοι. 2014

Μίνως Ζώτος, ο ιππότης (1929) 

Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.


Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.


Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό


Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,


Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή


Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή


Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.
Salvador Dali, To άπιαστο όνειρο του Δον Κιχώτη. Χαρακτικό.

Salvador Dali, Δον Κιχώτης. Χαρακτικό.
Επιμέλεια ανάρτησης απο τον Επικούρειο Πέπο
πάντα με τις οδηγίες του πρύτανη της πληροφορικής
Γενικού Γεώργιου.

16.1.15

O Aλκίνοοος Ιωαννίδης μιλάει στο tvxs, τη συνέντευξη πήρε η Κρυσταλία Πατούλη.

Αλκίνοος Ιωαννίδης: Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι

TVXS Συνέντευξη



07:09 | 18 Νοε. 2014
Τελευταία ανανέωση 22:06 | 18 Νοε. 2014
Κρυσταλία Πατούλη
  
[...] Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι. Σηκώνει κοροϊδία η στάση μου, το ξέρω, αλλά δεν αξίζει να ονειρευόμαστε κάτι λιγότερο [...] Από εμάς πρέπει να περιμένουμε πρώτα. Από τα βιβλία που θα διαλέξουμε να διαβάσουμε, την τηλεόραση που θα σβήσουμε για να κοιταχτούμε με τους ανθρώπους μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, από τις συγνώμες που θα πούμε, από τα όπλα που ο καθένας μας θα ανακαλύψει ξεχασμένα στην ψυχή του και στην αγκαλιά του άλλου. Δε βλέπεις τι γίνεται; Όποιος βγει να μοιραστεί κάτι, πέφτουμε όλοι να τον φάμε. Υπάρχει οργή και μίσος που δεν ξέρουμε πού να διοχετεύσουμε, και τα επιστρέφουμε απλόχερα στον εαυτό μας. Αποτελούμε την ευκαιρία ώστε η επιστημονική κοινότητα να επινοήσει, μετά την οικογενειακή ή την ομαδική ψυχοθεραπεία, την εθνική ψυχοθεραπεία [...]
Ο συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής Αλκίνοος Ιωαννίδης ...ανοίγει τη Μικρή βαλίτσα* στην Κρυσταλία Πατούλη (*Τη νέα του δισκογραφική δουλειά μετά από πεντέμιση χρόνια)
«Και πού να πάω και πού να 'ρθω
και πού να επιστρέψω
που 'ναι τα ξένα μακρινά
κι είν' τα δικά μου ξένα
και πού να επιστρέψω
[.] Μικρή βαλίτσα και βαριά
γεμάτη πέτρα κι ήλιο
είναι το εμπρός ανήλιαγο
κι είναι σκληρό το πίσω
και πού να σ' ακουμπήσω»
Κρ.Π.: Μια «Μικρή βαλίτσα», τι, πως, και πόσα μπορεί να χωρέσει;  

Αλκ. Ι.: Μπορεί να χωρέσει τα απολύτως απαραίτητα. Αυτά που θα σε κάνουν να εξακολουθείς να βλέπεις το δικό σου πρόσωπο σε ξένο καθρέφτη. Τη μνήμη, το παρόν και την προσδοκία της μέρας που θα 'ρθει. Μπορεί να χωρέσει δηλαδή όλα όσα μας αποτελούν στην ουσία μας.

***
Κρ.Π.: Μήπως αυτή η .μικρή βαλίτσα ήταν η αιτία που δεν έφυγες από την Ελλάδα, ενώ σου δόθηκαν τρεις ευκαιρίες τα τελευταία χρόνια -όπως έγραψες στο δίσκο; 

Αλκ.Ι.: Υπήρχαν λόγοι αρκετά σοβαροί για να φύγουμε οικογενειακώς. Ο λόγος που παραμείναμε ήταν ότι, και τις τρεις φορές, ενώ ξεκινούσα με ενθουσιασμό να ψάχνω για σπίτι και σχολείο εκεί για τα παιδιά, όσο περνούσαν οι εβδομάδες βάραινα, αισθανόμουν ηττημένος και τελικά αδικαιολόγητος στο φευγιό μου.

Οι λόγοι της αναχώρησης έμοιαζαν ξαφνικά πολύ μικροί. Κι ας είναι η σύντροφός μου στην αναμονή χρόνια τώρα για μια ειδικότητα, κι ας ορμάει η μιζέρια και η αδικία του τόπου μας από κάθε χαραμάδα μες στο σπίτι, κι ας ήταν για μένα ευκαιρία να εντείνω τη μικρή παρουσία μου στην «ευρωπαϊκή αγορά», ή να κάνω παραγωγές που εδώ ούτε να τις σκεφτώ δεν δικαιούμαι.

Έβλεπα ξαφνικά πως το πιθανότερο θα ήταν να μην κάνω τίποτα το αληθινά δημιουργικό. Έβλεπα το κενό, το ενδεχόμενο της απόλυτης αποτυχίας, αφού δεν έφευγα με όνειρο αλλά με μια βαθιά αίσθηση ήττας.
Θύμιζα στον εαυτό μου πως δεν είμαι με κανέναν τρόπο ίδια περίπτωση με όσους φεύγουν επειδή εδώ είναι άνεργοι, άπραγοι, ανύπαρκτοι και δυστυχείς. Δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που ο τόπος τους δεν τους έδωσε τίποτα, που δεν τους ζήτησε τίποτα, που δεν ανέδειξε τις ικανότητες ή που δεν δέχτηκε τα όσα έχουν να δώσουν.
Ανταμείφθηκα πολλαπλά από τον τόπο, σε εποχές πιο «εύκολες». Δεν αναφέρομαι στο κράτος, αλλά στους ανθρώπους του τόπου, που μου έδωσαν πολλά, και κυρίως την καλλιτεχνική και δημιουργική μου ελευθερία. Λειτουργώντας σαν καλλιτέχνης, ακόμα και μέσα στη σημερινή δυσκολία, εξακολουθώ να παίρνω πράγματα από το κοινό πρωτόγνωρα.

Όσες συναυλίες και να κάνω στο εξωτερικό, εδώ είναι το σπίτι μου, η τραγουδοποιητική μου πηγή, η δημιουργική μου ομάδα, το κοινό που καταλαβαίνω, οι ακροατές που πραγματικά αισθάνονται σε τι αναφέρομαι κάθε φορά, οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε μια κοινή γλώσσα πέραν της γλώσσας, τα βιώματα, οι αναμνήσεις, η ζωή και οι ελπίδες μου.

Μεγάλωσα. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να διαχειριστώ μέσα μου μια τέτοια αλλαγή πια, εκτός και αν δεν είχα άλλη επιλογή. Είχα όμως επιλογή: να μείνω, να ζήσω και να γράψω σε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίοδο.
Γιατί, όσο τραγική κι αν είναι η κατάσταση, δεν μπορείς να την πεις αδιάφορη. Παλιά γκρινιάζαμε πως πέσαμε σε αδιάφορη εποχή. Πάρε λοιπόν γκρινιάρη μιαν ενδιαφέρουσα εποχή, να δούμε τι θα κάνεις...
 Ίσως με κράτησε και η ψευδαίσθηση πως είμαι χρήσιμος εδώ... Μια αυτοκολακεία χωρίς περιεχόμενο δηλαδή, αφού στην πραγματικότητα δεν σε χρειάζεται κανείς. Εσύ πάντα χρειάζεσαι τους άλλους.

Προκειμένου όμως να γλιτώσω από το ενδεχόμενο να γεράσω μαραζωμένος και ηττημένος, χωρίς τους ανθρώπους μου, καλές είναι και οι ψευδαισθήσεις.

***
«Αν έχεις δόντι του φονιά και γούστα ματωμένα
αν μαύρισες τον ουρανό και θες να φας κι εμένα
μέσα στην καταιγίδα
θα γίνω αγκάθι στο λαιμό σου, σκόνη μες στο μάτι
μέσα στ' αυτί σου ψίθυρος και σύγκρυο στην πλάτη
στη σιγουριά σου αγκίδα
Πάντα θα ξημερώνει [.]»
Κρ.Π.: Το  τραγούδι «Πάντα θα ξημερώνει» το έγραψες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πώς;
Αλκ.Ι.: Ένιωσα τη μαυρίλα να με πνίγει από παντού. Και μαζί ένιωσα την ανάγκη να πω για τη μικρή, αγέννητη αχτίδα που στο βαθύ σκοτάδι συντηρεί την υπόσχεση μιας ολόφωτης μέρας. Να πω για τους ανθρώπους που χωρίς βία, καρφώνονται σαν ασήμαντες αγκίδες στη σκληρή φτέρνα των σίγουρων για την ανωτερότητα των απόψεών τους φονιάδων. Μια μικρή αγκίδα που ενοχλεί το στρατιωτικό, σιδερένιο βάδισμά τους, που τους αποδυναμώνει κι ας κρατάνε πολυβόλο.
Να τραγουδήσω επίσης για το πώς ένα λαϊκό, αισθαντικό παιδί, μπορεί να ζει μετά τον θάνατό του, αφού επηρεάζει ασταμάτητα τις ζωές και τις εξελίξεις γύρω μας. Με τρόπο που χιλιάδες πολιτικοί και διανοούμενοι μαζί, αδυνατούν να πράξουν. Και να κλείσω όλο αυτό με έναν θρήνο λίγων δευτερολέπτων από το κουαρτέτο εγχόρδων, μετά το τραγούδι, για το παιδί που χάθηκε και για όσους χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο.

Κρ.Π.: «Ο δίσκος αφιερώνεται σε όσους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και σε όσους εγκαταλείπονται από αυτόν». Με ποιόν τρόπο αλληλοσυνδέονται αυτά τα δύο; Και ποιο είναι - αν μπορούσαμε να πούμε- το χειρότερο;  

Αλκ.Ι.: Αυτά συμβαίνουν συνήθως ταυτόχρονα. Γιατί του οικονομικού προβλήματος ενός τόπου, προηγείται συνήθως ένα σύμπλεγμα άλλων προβλημάτων.
Ένας τόπος φροντίζει τους πολίτες του μέσα από την κοινωνία, μέσα από τις πολιτικές ηγεσίες του, μέσα από τις δομές του, μέσα από τις επιλογές που κάνει στη διάρκεια της ιστορίας, μέσα από την αντίληψή του για τη δικαιοσύνη, για την αξιοπρέπεια, για τον σεβασμό του πολίτη, μέσα από την αισθητική και το γενικότερο πνευματικό του επίπεδο, μέσα από την παιδεία που προσφέρει και το παράδειγμα που εκπέμπει ο λόγος και η πράξη των εκπροσώπων του.
Τότε, όποιος φεύγει, φεύγει γιατί το ποθεί η ψυχή του να ταξιδέψει και να ζήσει αλλού, ή γιατί το απαιτεί το επάγγελμα ή η μόρφωσή του, ή άλλοι δημιουργικοί, «θετικοί» ας τους πούμε, παράγοντες.

Όπως έφυγα από την Κύπρο, πριν από 25 χρόνια. Όχι εκδιωγμένος, αλλά λόγω σπουδών και με τη χαρά μιας ζωής που ανοιγόταν μπροστά μου.

Αυτός που δεν θέλει να φύγει, αλλά αναγκάζεται σε συνθήκες σχετικής ειρήνης να εγκαταλείψει τη μέχρι τώρα ζωή του, ο μετανάστης από ανάγκη δηλαδή, έχει ήδη εγκαταλειφθεί ή και ακόμα απορριφθεί από τον τόπο του, προτού φύγει, συχνά προτού καν γεννηθεί.

Κρ.Π.: Τι νέο έδωσες σ' αυτόν το δίσκο, που δεν είχες δώσει μέχρι τώρα από τον Αλκίνοο, και τι πιθανά πήρες; 

Αλκ.Ι.: Νομίζω πως για πρώτη φορά μίλησα τόσο αβίαστα και καθαρά για τα όσα με απασχολούν. Το είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσω καθαρά, τόσο στιχουργικά, όσο και μουσικά.

Προέκυψε ένας γυμνός δίσκος, χωρίς στολίδια, χωρίς ωραιοποιήσεις και εντυπωσιασμούς, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένας δύσκολος στην υλοποίησή του δίσκος, άμεσος όμως στην ακρόασή του. Σκληρός στο βάθος του και ήσυχος στην επιφάνεια.

Συχνά, ένιωθα πως «σβήνω δίσκο», όχι πως «γράφω δίσκο». Έχτιζα και γκρέμιζα μεγάλα κομμάτια, λέξεις, νότες, όργανα, ήχους, χρόνους και ερμηνείες. Αφαίρεσα αρκετά ολοκληρωμένα τραγούδια από το υλικό, τραγούδια που τα δούλευα για μήνες, χωρίς να με νοιάζει αν είναι «καλά» ή «κακά», μόνο αν προσθέτουν στην αφήγηση ή όχι.
Δύσκολη διαδικασία... Αυτό κάνουμε όλοι όμως σήμερα: Κρατάμε τα άκρως απαραίτητα. Ακόμα και στις μεταξύ μας επαφές, οι περισσότεροι προτιμούμε τελευταίως να πηγαίνουμε κατ' ευθείαν στην ουσία.
Η φλυαρία και ο χαριεντισμός της φούσκας σιγά-σιγά σβήνει. Αυτό έχω ανάγκη και από τους πολιτικούς: Αντί να φλυαρούν στομφωδώς, «κατακεραυνώνοντας» ο ένας τον άλλον, να μας πουν ήσυχα και καθαρά, μέσα στην καταιγίδα, την όποια αλήθεια τους. Χρειαζόμαστε συγκέντρωση και επικέντρωση, αλλιώς χαροπαλεύουμε μέσα στη σύγχυση, ενισχύοντάς την.

Ήταν όμως, για να επιστρέψω στην ερώτηση, μεγάλο το κέρδος για μένα από την όλη διαδικασία όσο και αν με δυσκόλεψε, γιατί αναγκάστηκα να επικεντρωθώ στην ουσία.

Είναι όπως ένας ήσυχος αναστεναγμός, ή ένα ουρλιαχτό, που για να δημιουργηθεί πρέπει να έχουν συμβεί πολλά, όταν όμως βγαίνει, τότε μπορεί να εκφράσει με απόλυτη ακρίβεια, ειλικρίνεια και βάθος, έννοιες, τις οποίες όσο και να προσπαθήσεις χρησιμοποιώντας περίτεχνα λόγια, αδυνατείς να περιγράψεις. Και για να το κάνει κανείς όλο αυτό τραγούδι, χωρίς αναστεναγμούς και ουρλιαχτά, χρειάζεται μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη.

Κρ.Π.: Είναι από τους πρώτους δίσκους που εκφράζει στα περισσότερα τραγούδια του αυτό που ζούμε σήμερα, που τραγουδιέται το παρόν μας. Πόσο δύσκολο είναι να δοθεί η σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από ποίηση και μουσική; 

Αλκ.Ι.: Θέλει τον χρόνο της η ζωή για να γίνει τέχνη. Για να χωρέσει το μεγάλο παρόν στο μικρό μας τραγούδι, χρειάζεται χρόνος.
Το ανησυχητικό θα ήταν να βγαίναμε όλοι οι τραγουδοποιοί με το που ξεκίνησε η κρίση, μιλώντας όπως-όπως γι' αυτήν, για να «πιάσουμε τον κόσμο». Είναι ένδειξη υγείας που άργησε αυτή η λειτουργία. Γιατί, δεν αρκεί να μεταφέρεις σε στίχους τα όσα ακούγονται στα καφενεία, ή τα όσα γράφονται στις εφημερίδες, για να εκφραστείς καλλιτεχνικά.
Πρέπει όλα αυτά, τα βιώματά σου, αυτά των συνανθρώπων σου, οι φόβοι, οι ενοχές, οι αβεβαιότητες, οι κλονισμοί σου, να μεταφραστούν σε μια γλώσσα ψυχής. Κι αυτό στους περισσότερους παίρνει χρόνο. Αλλιώς γράφουμε χρονογραφήματα, ή σχολιάζουμε έμμετρα την πραγματικότητα. Σεβαστά και αυτά, αλλά δεν είναι τραγούδια.
***
«Κανενός δεν ξεσηκώνεται η ψυχή
μα το σκυλί μου
το λέω Τσε
κι Άρη φωνάζω το υπέρβαρο γατί μου» (Στίχοι από το τραγούδι «Ο χορτάτος»).
Κρ.Π.: Αδιέξοδο;  Απογοήτευση; Πώς αντέχει κάποιος τόση .θλίψη; 

Αλκ.Ι.: Οι περισσότεροι κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και είτε τον λυπόμαστε, είτε τον σιχαινόμαστε. Παρατημένοι, πελαγωμένοι και μπερδεμένοι.
Αρκετοί από όσους στρέφονται σε κόμματα που δεν έχουν ακόμα κυβερνήσει (σίγουρα όχι όλοι, αλλά αρκετοί), το κάνουν από απελπισία, οργή και αδιέξοδο, χωρίς να αλλάζουν οι ίδιοι το αξιακό τους σύστημα, χωρίς αληθινή ελπίδα και χωρίς να κινούνται από ανάγκη για αξιοπρέπεια με επίγνωση του κόστους της. Χωρίς όραμα. Χωρίς αυτοκριτική για τις παλαιότερες επιλογές τους και την ως τώρα στάση τους. Μόλις δουν τα σκούρα (γιατί εύκολα δεν θα 'ναι), θα ψαχτούν ξανά αλλού, οπουδήποτε. Κι εγώ μπερδεμένος είμαι, τι να πω...
Από τη μια το «Βία στη βία της εξουσίας» μου ακούγεται σαν «Νερό στο νερό της πλημμύρας» ή «Φλόγα στη φλόγα της πυρκαγιάς». Ενισχύει δηλαδή ό,τι αντιμάχεται.
Η ασχήμια δεν είναι ο τρόπος για να πολεμήσει κανείς την ασχήμια. Η οργή και η αγανάκτηση, όποτε δεν συνοδεύτηκαν από προσωπική και συλλογική καλλιέργεια, κοινό όραμα, ταυτόχρονη επίγνωση του μεγαλείου και της μικρότητάς μας και βαθιά, αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο, έφεραν μόνο νέα καταπίεση και τραγωδίες, εξυπηρετώντας τις περισσότερες φορές, μετά από πολύ αίμα αθώων και ενόχων, όσα ξεκίνησαν να αντιπαλέψουν.
Από την άλλη, το να καθόμαστε άπραγοι, περιμένοντας τις «εξελίξεις»; Το να σιωπούμε σαν καλοχτενισμένα, φρόνιμα μαθητούδια στο κατηχητικό, περιμένοντας κάθε φορά οδηγίες, περιμένοντας να μας πούνε να πάμε να ψηφίσουμε; Κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι άχρηστος, συνένοχος, βάρος της γης.
Και η άλλη λύση, αυτή της συλλογικής δράσης, της υγιούς προσφοράς, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτελούς ανάμιξης με τα κοινά, να παραμένει ασύνδετη, διασπασμένη, ευάλωτη στο καπέλωμα, στην καχυποψία και στην τύχη, και παρά την αφοσίωση και τις θυσίες τόσων ανθρώπων και ομάδων να μην αποκτά συνολικό χαρακτήρα...
Και η μαυρίλα θεριεύει στην κυβέρνηση, στις τράπεζες, στις οθόνες, στους δρόμους, μέσα μας. Και πραγματικό, βαθύ, φεγγοβόλο όραμα στον καθένα μας και στην κοινωνία, πουθενά. Αυτό εκμεταλλεύονται και μας χώνουν όλο και βαθύτερα στη θανατηφόρα κακογουστιά τους οι κυβερνώντες.
Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην όποια διεθνή συγκυρία, που, πώς τα καταφέρνουμε, πάντα εναντίον μας είναι, ή στην αλλαγή κυβέρνησης, σάμπως μπορεί κάποιος να αλλάξει τις ζωές μας χωρίς να έχει σύμμαχο τον καλύτερο εαυτό μας, ενώ ο καθένας μας παραμένει στην ουσία αυτό που ήταν. Αποκαρδιωτική η κατάσταση, πράγματι... Αλλά, τουλάχιστον την αναγνωρίζουμε πια.

Γιατί ακόμα θλιβερότερο ήταν όταν στην «καλή» εποχή δεν αναγνωρίζαμε την κατάστασή μας, πράγμα που, από αυτήν τουλάχιστον την άποψη, την καθιστούσε χειρότερη από τη σημερινή. Οπότε, περιέργως, μάλλον υπάρχει πρόοδος... Γιατί το να αναγνωρίσει κανείς την κατάστασή του είναι πάντα το πρώτο βήμα για τη βελτίωσή της. Το επόμενο βήμα πρέπει να γίνει γρήγορα, όχι όμως βιαστικά.

***
«Πού να πήγε τόση ζωή κι αυτά που ήταν να 'ρθούνε
ούτε στο αύριο πετούν ούτε στο εδώ πατούνε» (στίχοι από το χασάπικο με τίτλο «Πού πεθαίνουν τόσα πουλιά», το πρώτο λαϊκό του δίσκου που έχει αναφορές στη λαϊκή μουσική της δεκαετίας του '50 και του '60)
Κρ.Π.: Ποιοί, πότε και πώς, θα απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα;

Αλκ.Ι.: Η ζωή θα απαντήσει. Τις απαντήσεις τις δίνει πάντα η ζωή. Η δική μας υποχρέωση είναι να της θέτουμε τις σωστές ερωτήσεις. Αλλιώς, οι απαντήσεις που μας δίνει δεν ανταποκρίνονται στις ερωτήσεις που της θέσαμε. Είναι παντελώς άσχετες.

Και τότε δεν υπάρχει διάλογος, γιατί η συνομιλία μας με τη ζωή αποτελεί μιαν ασυναρτησία. Τότε, εμείς και οι ζωές μας, ζούμε σαν ξένοι που δεν γνώρισαν ποτέ ο ένας τον άλλον.

Κρ.Π.: Το δεύτερο λαϊκό του δίσκου με τίτλο «Μια χούφτα γη» γράφτηκε μετά το θάνατο του Παπάζογλου και έχει αναφορές στην Εκδίκηση της γυφτιάς, και στη Σχολή της Θεσσαλονίκης;

Αλκ.Ι.: Μέσα μου, έχει ξεκάθαρη αναφορά στον Νίκο Παπάζογλου. Μου κάνει εντύπωση που πέρασε τόσο αθόρυβα το φευγιό του. Έκανε σημαντικά πράγματα με έναν τρόπο τελείως δικό του και επηρέασε, μέσα από την τσιγκούνικα μικρή δισκογραφία του, αλλά και μέσα από τις παράπλευρες δραστηριότητές του, τον δρόμο όλων μας.
Φεύγει σχετικά νέος απ' τη ζωή ένας τέτοιος άνθρωπος, και το μελάνι που χύνεται είναι απείρως λιγότερο από αυτό για τον νέο καλοκαιρινό έρωτα της τάδε φετινής τραγουδίστριας ή τηλε-περσόνας.  Δε γκρινιάζω, με πιάνουν τα γέλια, έχει και την πλάκα του όλο αυτό. Μόνο στην πλάκα μπορείς να το πάρεις, αλλιώς χάθηκες... Τέλος πάντων...
Ενώ η «Μικρή Βαλίτσα» στηρίζεται στον ήχο του κουαρτέτου εγχόρδων, υπάρχουν κάποια λαϊκότροπα τραγούδια στον δίσκο, που αναφέρονται σε διαφορετικές εποχές του λαϊκού τραγουδιού, από τα παλιά ρεμπέτικα μέχρι το νεότερο λαϊκό. Οι αναφορές δεν είναι μόνο στο ύφος, αλλά και στον χαρακτήρα των εποχών αυτών, ακόμα και σε συγκεκριμένα τραγούδια, μαζί με μια εσωτερική σύνδεση με τον σημερινό εαυτό μου.

Όταν ο σημερινός εαυτός μας απουσιάζει από τα όσα φτιάχνουμε, τότε κάνουμε απλά αναπαράσταση. Το θέμα είναι να τον εντάξεις δημιουργικά και όχι απλά κραυγαλέα.
Κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να φύγω απ' τη χώρα, άκουγα μόνο δημοτικά και ρεμπέτικα. Αυτά θα έπαιρνα μαζί μου πρώτα, αν έφευγα. Όταν το συνειδητοποίησα, εγώ, ένας «έντεχνος τροβαδούρος» με «κλασικές ανησυχίες», ησύχασαν πολλά πράγματα μέσα μου.
Επίσης, η παρουσία τους στη «Μικρή Βαλίτσα» είναι και αποτέλεσμα της αγωνίας μου που το λαϊκό τραγούδι, από πεντακάθαρο, σπουδαίο μουσικό και ποιητικό είδος, ξέπεσε στα χέρια του λαμέ lifestyle,  της έντεχνης ανακατωσούρας, της επίδειξης ταχύτητας στο μπουζούκι, της χρήσης του απλά σαν «χρώμα» σε πιο «πειραματικές» δουλειές, της ανούσιας εκμετάλλευσής του από τρέντυ, ευχάριστα, νεο-ποπ, καλοκαιρινά εγχειρήματα και της «ωραιοποίησής» του προκειμένου να μπει στα μεγάλα σαλόνια. Μόνο σε κάποια λίγα ταπεινά ρεμπετάδικα, σε ελάχιστους καλλιτέχνες και σε κάποιες παρέες επιβιώνει η ουσία του, κι αυτή η επιβίωση κρέμεται από μια κλωστή.

Όχι πως μπορώ να βοηθήσω προσθέτοντας τρία ή τέσσερα τραγούδια στο ρεπερτόριο, αλλά το είχα προσωπική ανάγκη. Ίσως πάλι κάποιος πιτσιρικάς να ακούσει δυο νότες απ' το τρίχορδο και να ενδιαφερθεί, να ψάξει και κάτι άλλο, παλαιότερο, να ακούσει στο κεφάλι του κάτι το αυριανό ή το παντοτινό.

Είναι απρόβλεπτοι οι πιτσιρικάδες... Πήγα δυο φορές στο παγκόσμιο φεστιβάλ των Κελτών, στη Γλασκόβη, τη μια για να παρακολουθήσω, την άλλη για να λάβω μέρος. Εκεί είδα μικρά παιδιά, Κελτάκια 10-15 χρονών, να γνωρίζουν και να συμμετέχουν με μεγάλη χαρά στην παράδοσή τους. Έπαιζαν στους δρόμους, τραγουδούσαν παντού, ανεπίσημα, παιδάκια που ήταν εξαιρετικά σύγχρονα και απόλυτα δεμένα με το παρελθόν τους.
Εκεί είδα και γνώρισα επίσης Κέλτες μπουζουξήδες, κυρίως Σκοτσέζους και Ιρλανδούς, αλλά και από άλλες χώρες. Όταν συνειδητοποίησα πόσο δημιουργικά και ελεύθερα έχουν εντάξει το μπουζούκι στην παράδοση αλλά και στη νέα δημιουργία τους, ντράπηκα που εμείς το έχουμε κάνει σημαία της παρακμής μας. Κι όταν άκουσα νέες μπάντες να εντάσσουν στους δίσκους και στις συναυλίες τους παλιά δικά τους λαϊκά τραγούδια, χωρίς καμία ενοχή και χωρίς να τα βιάζουν ώστε να ενθουσιάσουν τα πλήθη, ντράπηκα διπλά που εμείς σνομπάρουμε το είναι μας.
Κρ.Π.: Με φόντο μία κρίση ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, τι σε κινητοποίησε περισσότερο να γράψεις και να ολοκληρώσεις αυτόν τον δίσκο με κυρίως πολιτικό ύφος; 

Αλκ.Ι.: Αυτό που με κινητοποιούσε πάντα: η ανάγκη μου να μοιραστώ με την τέχνη μου και με τους συνανθρώπους μου τα όσα είμαστε και τα όσα μας συμβαίνουν, έτσι όπως τα αισθάνομαι και τα καταλαβαίνω. Έκανα αυτό που έκανα πάντοτε. Ίσως πιο καθαρά και πιο άμεσα.

Κρ.Π.: Αυτά τα χρόνια έχεις παίξει σε συναυλίες ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και για συμπαράσταση κρατουμένων που βασανίστηκαν. Υπάρχουν οι φωνές τους με κάποιον τρόπο μέσα σ' αυτήν τη «Μικρή βαλίτσα»;

Αλκ.Ι.: Ναι, θα ήταν αδύνατον να εξαιρέσω αυτές τις περιπτώσεις από τα όσα μας συμβαίνουν, άρα και από τα όσα εμπεριέχει ο δίσκος. Οι φωνές που αντιστέκονται στο σκοτάδι, όπως μπορώ να τις ακούσω ο ίδιος τουλάχιστον, είναι σίγουρα μέρος του δίσκου.

Κρ.Π.: Η «μέρα που θα 'ρθει» πώς θα 'θελες - και θα 'λεγες- να είναι;
Αλκ.Ι.: Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι. Σηκώνει κοροϊδία η στάση μου, το ξέρω, αλλά δεν αξίζει να ονειρευόμαστε κάτι λιγότερο. Μπορούμε να επιθυμούμε καλύτερη ζωή, να διεκδικούμε περισσότερα δικαιώματα, να αγωνιζόμαστε για μια βελτίωση. Όλα αυτά όμως έχουν νόημα μόνο όταν το όνειρο εκτείνεται στο άπειρο. Αν το όνειρό σου δεν είναι η απόλυτη δικαιοσύνη (είτε υπάρχει φιλοσοφικά ως έννοια, είτε όχι), δεν μπορείς να ονειρεύεσαι λίγη περισσότερη δικαιοσύνη. Μπορείς να παλεύεις για λίγη περισσότερη δικαιοσύνη, αν την ονειρεύεσαι ολόκληρη.
Στο κέντρο της ύπαρξής σου θέτεις το ολόκληρο, όχι το λίγο περισσότερο. Έτσι, μπορείς ίσως να λες πως βαδίζεις προς τη σωστή κατεύθυνση, πως βήμα-βήμα και μάχη-μάχη το πλησιάζεις, κι ας ξέρεις πως ποτέ δεν θα φτάσεις, κι ας φτάσουν άλλοι, αιώνες μετά από σένα. Κι ας μη φτάσουν ούτε κι αυτοί, δεν έχει σημασία...

Κρ.Π.: Ποιο τραγούδι σου σε δυσκόλεψε περισσότερο να γράψεις τους στίχους του, όχι από άποψη τεχνική και πρακτική, αλλά κυρίως ψυχική, και γιατί; 

Αλκ.Ι.: Ήταν όλα τα τραγούδια ανοιχτά σε αλλαγές. Ακόμη και μπροστά στο μικρόφωνο άλλαζα λέξεις ή νότες. Το υλικό επέδειξε εξαιρετική ευελιξία στις αλλαγές των βιωμάτων, των αισθημάτων και των αναγκών μου.

Γενικά, δεν μου αρέσει να λέω πως βασανίστηκα να γράψω κάτι. Είναι σαν τη μάνα που κρατάει το παιδί της και παραπονιέται για το πόσο πόνεσε όταν το γεννούσε. Κι απ' την άλλη, τραγούδια είναι... Εδώ άλλοι σκάβουν όλη μέρα.

Μπορώ πάντως να σου πω πως η δημιουργική ομάδα, οι μουσικοί και οι τεχνικοί, χρειάστηκε να δώσουν πολύ πέραν του αναμενόμενου, σε ώρες, ενέργεια, ταλέντο και γνώση. Το έδωσαν ολόψυχα, παρά την εξάντληση. Αυτό το «ολόψυχα» αποτυπώθηκε στον δίσκο και θα το θυμάμαι για πάντα.

***
«Σαν είν' τα όνειρα μικρά
μικραίνουνε μαζί και τα τραγούδια
μικραίνει ο τόπος κι η καρδιά
[.] Μια αλυσίδα σε κρατά
και τη γυαλίζεις και την ομορφαίνεις
δένεις γραβάτα τη θηλειά
[.] Σιγανά και ταπεινά
μα όχι σκυμμένα και ταπεινωμένα
γίνε η ζωή σου που περνά»
Κρ.Π.: Είναι τόσο αυτονόητα όλα αυτά, για να φτάσει κανείς στο «Τι περιμένεις πια», δηλαδή στον τίτλο αυτού του τραγουδιού. Νιώθεις σήμερα, πως ζούμε γενικά την αμφισβήτηση του «αυτονόητου» και την ανάγκη για τον επαναπροσδιορισμό του; 

Αλκ.Ι.: Το αυτονόητο αποδείχτηκε καταστροφικό. Κι αν δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για το αδιανόητο, εύχομαι να μην παραμείνουμε στο ανόητο. Να πάμε ένα βήμα μπρος. Να πάρουμε την ευθύνη αυτού του βήματος. Με τη γνώση πως δεν θα είναι εύκολη δουλειά ο αγώνας για αξιοπρέπεια, με την επίγνωση πως δεν κάνουμε το βήμα για να βολευτούμε, αλλά για να ξεβολευτούμε δημιουργικά. Και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην εκλογική διαδικασία.
Πρέπει να γίνει μια επανατοποθέτηση της κοινωνίας, γιατί φτάσαμε στο σημείο μηδέν. Το επίπεδο ζωής, το επίπεδο σκέψης, οι αντιλήψεις, οι αξίες, η αισθητική μας, είναι όλα σε ελεύθερη πτώση. Αναγνωρίζοντας την κατάστασή μας, έχουμε πολλή δουλειά ο καθένας με τον εαυτό του και όλοι μαζί για να μπορέσουμε να σταθούμε σαν προσωπικότητες και σαν σύνολο. Χωρίς θούριους και υψωμένες γροθιές, χωρίς να μετατραπούμε από τη μια μέρα στην άλλη από βολεμένοι δανειολήπτες σε οργισμένους πλην ευκαιριακούς επαναστάτες, αλλά με μεθοδικότητα, απόφαση και κόστος, ατομικά και συλλογικά, με «αίσθημα ευθύνης», που λένε και οι πιο ανεύθυνοι πολιτικοί μας, πρέπει κάποτε να αρχίσουμε την κίνηση προς τα εμπρός. Και με τη βεβαιότητα πως, αν αποτύχουμε, το θηρίο θα επανέλθει ακόμα πιο άγριο.
Κρ.Π.: Στο τραγούδι με τίτλο «Πολιτική τοποθέτηση» κάνεις ακτινογραφία του μέσου -προοδευτικού θεωρητικά- Έλληνα - και όχι μόνο... Λες, για παράδειγμα: 
«Ρεύομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση
καλοταϊσμένος περιμένω την ανάσταση
είμαι γελοίος
[.] Μικρός ορκίστηκα τον κόσμο να αλλάξω
μα στα σαράντα μου είμαι ο κόσμος
πού να ψάξω για τον ένοχο
[.] Μεγαλουργώ στα λόγια κι από πράξη τίποτα
[.] Ρεύομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση
Είμαι επιτάφιος, με προσπέρασε η ανάσταση
κι ελπίδα δεν έχω». 

Από πού μπορούμε να περιμένουμε, κάτι, σήμερα; 

Αλκ.Ι.: Από εμάς τους ίδιους. Από κανέναν άλλον. Γιατί, και τον πιο ικανό, τον πιο άφθαρτο να ψηφίσουμε, αν του δώσουμε να οδηγήσει έναν σμπαραλιασμένο, μπερδεμένο θίασο, μόνο εμπόδιο θα του είμαστε.
Από εμάς πρέπει να περιμένουμε πρώτα. Από τα βιβλία που θα διαλέξουμε να διαβάσουμε, την τηλεόραση που θα σβήσουμε για να κοιταχτούμε με τους ανθρώπους μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, από τις συγνώμες που θα πούμε, από τα όπλα που ο καθένας μας θα ανακαλύψει ξεχασμένα στην ψυχή του και στην αγκαλιά του άλλου. Δε βλέπεις τι γίνεται; Όποιος βγει να μοιραστεί κάτι, πέφτουμε όλοι να τον φάμε. Υπάρχει οργή και μίσος που δεν ξέρουμε πού να διοχετεύσουμε, και τα επιστρέφουμε απλόχερα στον εαυτό μας. Αποτελούμε την ευκαιρία ώστε η επιστημονική κοινότητα να επινοήσει, μετά την οικογενειακή ή την ομαδική ψυχοθεραπεία, την εθνική ψυχοθεραπεία.
Αν πρέπει να περιμένουμε κάτι, θα γεννηθεί από την ελπίδα, τη μοιρασιά, την ανεκτικότητα, την αγάπη μας για τον άνθρωπο, την αναζήτηση της ουσίας και την πίστη πως αξίζει να ζήσουμε πιο ουσιαστικά. Από τη συνείδηση πως δεν ζούμε μόνοι, ούτε σαν άτομα, ούτε σαν σύνολο, σ' αυτόν τον πλανήτη, καθώς και από τη συνεχή αυτοκριτική μας: Ένας στίχος από το ίδιο τραγούδι, λέει «Στο διαδίκτυο απαγγέλλω το κενό μου, είμαι μεγάλος στο μικρό δωμάτιό μου». Αυτό ακριβώς κάνω λοιπόν αυτή τη στιγμή... Δε φτάνει.

Κρ.Π.: Τελικά ταξιδεύει η μικρή βαλίτσα. (με χασάπικα, ρεμπέτικα, ζεϊμπέκικα, ροκ, μπαλάντες, δημοτικά, λαϊκά, με αυτοκριτική, σάτιρα, ερωτισμό, αγάπη, κριτική, απογοήτευση, ελπίδα);
Αλκ.Ι.: Ναι, ταξιδεύει! Παίζουμε στο Γυάλινοτώρα, με τον Γιώργο Καλούδη στο τσέλο και τη λύρα, τον Φώτη Σιώτα στο βιολί και στη βιόλα, τον Δημήτρη Τσεκούρα στο κοντραμπάσο και βέβαια τον Μανόλη Πάππο στο μπουζούκι. Μετά θα πάμε στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Την Άνοιξη στην Ευρώπη, το Καλοκαίρι ποιος ξέρει...
Ξεκίνησε το ταξίδι της η Μικρή Βαλίτσα κι ευτυχώς παίρνει κι εμάς μαζί. Όχι σαν αχθοφόρους, αλλά σαν συνταξιδιώτες.

Κρ.Π.: Θα ήθελα να κλείσει αυτή η συνέντευξή σου με τον «Τιμονιέρη». Είναι αυτός που μας οδηγεί σήμερα; Εντός μας και εκτός μας; Αν και απαντάς με τους στίχους σου, θα ήθελες να πεις κάτι περισσότερο γι' αυτόν τον σημερινό «ήρωα» της κατάντιας μας;
Αλκ.Ι.: Μας γνωρίζει απ' έξω κι ανακατωτά, μας παίρνει πατρικά απ' το χεράκι και μας οδηγεί στην κάθε μέρα μας. Κι εμείς τον ξέρουμε άλλο τόσο καλά. Γιατί εμείς τον φτιάξαμε, κι ας το ξεχνάμε. Δεν θα ζήσω τη μέρα που θα τον γκρεμίσουμε ήσυχα και σίγουρα από το βάθρο του, μέσα και έξω μας. Έχουμε πολύ δρόμο ως τότε. Το επόμενο -και τελευταίο- τραγούδι του δίσκου λέγεται «Η μέρα που θα 'ρθει» και αναφέρεται στην πτώση του. Και στη γέννηση ενός νέου κύκλου. Πιστεύω πως η μέρα θα 'ρθει. Γι' αυτό κάνω παιδιά. Κι ας ξέρω πως, την επομένη της νέας μέρας, θα αρχίσουμε οι άνθρωποι να δημιουργούμε τον «Τιμονιέρη» απ' την αρχή.-
Ο τιμονιέρης
Μη λες πολλά, μη θες πολλά, μην κάνεις το δικό σου
μην πας ψηλά, μη θες πολλά, μείνε στο μερτικό σου
Μείνε στο μαύρο σου κενό, στη γκρίζα σου την πόλη
μην έχεις μνήμη, μη ρωτάς, κάνε όπως κάνουν όλοι

Βολέψου αναπαυτικά κι άσε μου το τιμόνι
παντρέψου στα περιοδικά, σμίξε με την οθόνη
Μέσ' απ' της κάλπης τη σχισμή ξεγέννα τα παιδιά σου
κι ήσυχος κλείσ' τα μάτια σου κι από τον κόσμο χάσου

Σου δίνω Σάββατο να βγεις στη νύχτα του άλλου κόσμου
μια Κυριακή να βαρεθείς κι αύριο ξανά δικός μου
Ζήτα μου αν θέλεις δανεικά, στέγη, τροφή κι αμάξι
δική μου η γη που σε γεννά κι η γη που θα σε θάψει

Αν μου σταθείς αντίπαλος σου εκδίδω και βιβλίο
και καπετάνιο κάμνω σε σ' ένα μεγάλο πλοίο
Στης πλάνης σου τ' απόνερα ελεύθερος κολύμπα
και κάθε χρόνο μια φορά σπάσ' τα και κάν' τα λίμπα

Είμαι η ομίχλη στο μυαλό κι ο φράχτης στην καρδιά σου
και στο πανί του ύπνου σου προβάλλω τα όνειρά σου
Είμαι εσύ κι είσαι εγώ και πώς να με νικήσεις
χωρίς εμένα δεν μπορείς να ζήσεις ή να σβήσεις.

Υ.Γ. απο Επικούρειο Πέπο, αγοράστε το πρόσφατο

cd του Αλκίνοου είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ.

Πηγή : http://tvxs.gr/

9.1.15

KATEΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΤΡΙΑ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ κ.ο.μ.

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ 10/01/2014 Kατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ 

Ποιήτρια, Μεταφράστρια και όχι μόνο. Απολαύστε την.........



Γεννήθηκα στα Εξάρχεια, Μεταξά και Μεσολογγίου. Και να που με τα χρόνια πάλι εδώ επέστρεψα, ψηλά στην Ασκληπιού όπου ζω τώρα. Τα θυμάμαι, όταν ήμουν κορίτσι, ως μία πολύ συμπαθητική γειτονιά του κέντρου, όπου έμεναν αρκετοί φοιτητές, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων κ.λπ., απλοί, φιλικοί, δίχως την κολωνακιώτικη υπεροψία που παραμόνευε λίγα στενά παραπάνω. Τώρα, πια, βέβαια είναι μια περιοχή «καταραμένη», όπως και όλο το παλιό αθηναϊκό κέντρο θαρρώ. Δεν κυκλοφορώ πλέον για να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασιν που λένε, αλλά δεν θέλει και πολύ, το «πιάνεις» στον αέρα, ακόμα και από το μπαλκόνι σου. Βεβαίως και μένω στο νοίκι. Ήταν μια σοφή επιλογή της οικογένειάς μου, που ακολούθησα κι εγώ. «Μα, πώς εσείς, ένας επιτυχημένος δικηγόρος, δεν έχετε αποκτήσει δικό σας διαμέρισμα;», ρωτούσαν τότε κάποιοι τον πατέρα μου. «Μια ιδιοκτησία είναι ήδη αρκετή...», απαντούσε εκείνος, εννοώντας το εξοχικό μας στην Αίγινα με τις φιστικιές, τον μικρό μου παράδεισο. Έναν παράδεισο που χρωστώ, ουσιαστικά, σε μία καταστροφή, μια κι εκείνος το είχε πάρει το '23 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών – είχαν μεγάλη περιουσία στα Δαρδανέλλια οι παππούδες, αλλά τότε χάθηκαν όλα και μας έμεινε η Αίγινα. Αγαπούσε, ξέρετε, πολύ τη γη και πέρασε και σε μένα αυτή την αγάπη. Δυστυχώς, βέβαια, λόγω υγείας δεν μπορώ πια να ταξιδέψω στο νησί κι αυτό μου έχει στοιχίσει. «Ανατολίτης» ο πατέρας, «δυτική» η μητέρα, μια και ήταν από την Πάτρα, που στην εποχή της φάνταζε πιο πολιτισμένη και από την Αθήνα. Λιμάνι βλέπετε, πύλη για την Ευρώπη και τα λοιπά, μέχρι όπερα διέθετε. Ένιωθα, λοιπόν, να ενώνω στην ύπαρξή μου Ανατολή και Δύση. Κοσμοπολίτες οι δικοί μου, άνθρωποι ανοιχτόμυαλοι, προοδευτικοί, κοσμοπολίτισσα κι εγώ από κούνια! Περίμενα, θυμάμαι, πώς και πώς να τελειώσω το γυμνάσιο –πήγαινα σε αυτό του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου– και να φύγω στη Γαλλία για σπουδές κοντά στον Νίκο τον Καζαντζάκη, τον νονό μου, που με περίμενε εκεί. Δυστυχώς, απεβίωσε έναν μόλις μήνα προτού κάνω εκείνο το ταξίδι... Εν τέλει, έκανα πρώτα εδώ αγγλική φιλολογία κι έπειτα πήγα κι έμεινα με τη νονά μου, την Ελένη, στη Νίκαια και ύστερα στη Γενεύη, όπου σπούδασα μεταφράστρια και διερμηνέας. Έγραφα από κοριτσάκι. Αρχικά ιστοριούλες, έπειτα ποίηση. Πρωτοδημοσίευσα στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» το φθινόπωρο του '56. Ήταν το ποίημα «Μοναξιά». Λες κι ήξερα τότε ακόμα, 17 χρόνων κοπέλα, τι ακριβώς σήμαινε αυτό! Ο νονός μου, όταν το διάβασε, ενθουσιάστηκε, μου έκανε κριτική διθυραμβική, αλλά δεν τον πήρα σοβαρά, άργησα να πιστέψω στον εαυτό μου ή μάλλον στη γραφή μου. Με τα χρόνια αντιλαμβάνομαι, βέβαια, πόσο με είχε βοηθήσει το περιβάλλον και τα διαβάσματα που είχα από πιτσιρίκα – σπάνια τύχη. Σπάνιο είναι, όμως, για έναν ποιητή να αναγνωριστεί στην ακμή του και εν ζωή, όπως συνέβη μ' εμένα. Από την ποίηση, ωστόσο, δεν βιοπορίζεται κανείς. Ούτε εύκολα, ούτε καν δύσκολα – βασικά, από τις μεταφράσεις έζησα και ζω. Σιχαίνομαι το χρήμα και όλη τη νοοτροπία πίσω από την απόκτησή του. Είναι το πιο εθιστικό ναρκωτικό, το πλέον καταστροφικό. Ήμουν, βέβαια, καλοαναθρεμμένη, από σπίτι, στερημένα δεν έζησα, έμαθα όμως να μην κοιτάω πέρα από τα χρειαζούμενα. Αυτό το λιτό πνεύμα διέπνεε όλη την οικογένεια και φυσικά την ανατροφή μου. Ούτε ως κοπέλα μ' ενδιέφεραν τα λούσα – τα διαβάσματα και τα γραπτά μου μ' ένοιαζαν, οι έρωτες επίσης, η τρυφηλότητα όμως ποτέ. Σε μια συνέντευξη που έδωσα πρόσφατα σε εφημερίδα έβαλαν τίτλο ότι είπα, τάχα μου, πως μόνη ελπίδα μας είναι η καταστροφή. Όμως δεν σοβαρολογούσα, αστειευόμουν. Πιστεύω, αντίθετα, ότι εποχές που είναι πρέπει να αναζητήσουμε ξανά την ελπίδα, μια ελπίδα που περιπλανιέται δεξιά-αριστερά άστεγη, άνεργη, αποπροσανατολισμένη, να τη στεγάσουμε εντός μας και τη βάλουμε να μας κάνει καμιά δουλειά. Για να γίνει, βέβαια, αυτό θα πρέπει να πάψουμε τις διχόνοιες και να συνενωθούμε. Αρκετά με τους εμφύλιους διχασμούς σε αυτήν τη χώρα. Και σιγά τους διχασμούς δηλαδή, εγώ απλώς βλέπω να τσακώνεται το αφεντικό του Κώστα με το αφεντικό του Νίκου και ο υπάλληλος της Καίτης με τον υπάλληλο του Γιώργου, δεν μπαίνει δηλαδή καν θέμα ουσιαστικών διαφορών... Η ποίηση δεν έχει κανόνες, δεν τους χρειάζεται! Για την ακρίβεια, έχει τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες, που μπορείς να τους διαμορφώνεις μόνος σου. Ίσως γι' αυτό ταίριαζε τόσο με την ιδιοσυγκρασία μου. Αν είμαι αισιόδοξη για το μέλλον της ποίησης; Κοίτα, όσο υπάρχουν άνθρωποι πάντα θα υπάρχει, πιστεύω, αυτή η βαθιά εσωτερική ανάγκη που την υπαγορεύει. Ίσως όμως και όχι. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το ίδιο το ανθρώπινο μέλλον, πόσο μάλλον αυτό της ποίησης! Στην Ελλάδα πάντως έχει «ψωμί» ακόμα, αν κρίνω από τα γραπτά που μου στέλνουν. Ποίηση μπορεί να γράψει κανείς και στην οθόνη του υπολογιστή –εγώ όχι, είμαι βλέπετε άλλης γενιάς–, το βρίσκω ωστόσο συγκινητικό σε μία τόσο προηγμένη τεχνολογικά εποχή να υπάρχουν άνθρωποι που να επιμένουν να βασανίζονται πάνω από μια κόλλα χαρτί. Θα συμβούλευα, πάντως, όποιον επιθυμεί να γίνει ποιητής να σκύψει καταρχάς στην πραγματικά μεγάλη ποίηση, να νιώσει ξετρελαμένος μαζί της, όπως εγώ μικρότερη, όταν ανακάλυψα τον Καβάφη, κι ύστερα να βάλει πλώρη για τα βαθιά. Η μετάφραση είναι μια ολόκληρη τέχνηαπό μόνη της. Ουσιαστικά, είναι σαν να γράφεις ένα παράλληλο, «δικό σου» βιβλίο. Έχει τύχει, ξέρετε, να αλλάξω ολόκληρες προτάσεις προκειμένου να αποδοθούν καλύτερα στη δική μας γλώσσα. Έπειτα, αν συναντήσεις κάποια παροιμία, ένα σχήμα λόγου κ.λπ., τι θα κάνεις; Αυτούσιο δεν θα έχει νόημα, θα πρέπει, λοιπόν, να βρεις αντιστοιχίες στη δική σου γλώσσα. Έχω μεταφράσει από αγγλικά και από γαλλικά, αλλά πιστεύω πως οι καλύτερες μεταφράσεις μου είναι από ρωσική λογοτεχνία και ποίηση, όπως του Πούσκιν και του Μπρόντσκι – λατρεύω τη γλώσσα αυτή, ίσως επειδή την είχα πρωτομάθει κοντά στην γκουβερνάντα μου. Η σχέση μου με τον Ρόντνεϊ Ρουκ ήταν καθοριστική. Γνωριστήκαμε σε μία ταβέρνα στην Πλάκα το '63, παντρευτήκαμε μόλις δύο βδομάδες μετά και ήμαστε μαζί μέχρι τον θάνατό του το 2007. Αγαπηθήκαμε βαθιά με αυτό τον άνθρωπο. Υπήρχε μεταξύ μας άπειρος σεβασμός, εκτίμηση και κατανόηση. Τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ήταν ο ιδανικός σύντροφος ζωής. Καθένας μας ήταν απολύτως ελεύθερος να κάνει τα δικά του πράγματα, αλλά ήξερε ότι ο άλλος ήταν πάντα εκεί. Ταξιδέψαμε πολύ μαζί, πήγαμε Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ινδία... Παιδιά δεν αποκτήσαμε γιατί μυστικά κάπου μας «βόλευε» και τους δύο αυτό – εγώ είχα την ποίηση και τις μεταφράσεις, εκείνος ήταν χαμένος στα βιβλία του, όντας κλασικός φιλόλογος, πού καιρός γι' άλλα! Όχι, δεν το μετάνιωσα, δεν ήμασταν εμείς για παιδιά. Δεν υπάρχει καμιά υψηλά ιστάμενη μεταφυσική αλήθεια. Υπάρχει μόνο η προσωπική αλήθεια που καθένας τη βρίσκει στο τέλος μόνος του, δεν μπορεί να του την εμφυσήσει κανείς. Και τι πιο αληθινό από έναν τρόπο ζωής τέτοιο, ώστε να καταφέρνεις να μην πληγώνεις και να μην πληγώνεσαι! Εμένα εκείνο που με πληγώνει περισσότερο είναι η μωροφιλοδοξία κάποιων ανθρώπων και η τάση τους να σε εκμεταλλεύονται. Εκείνο, αντίθετα, που εκτιμώ απεριόριστα είναι η γενναιοδωρία, υλική και πνευματική. Αν με ευνόησε η ζωή; Και ναι και όχι. Σίγουρα με ευνόησε στο ότι κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα, να ζήσω με τους δικούς μου όρους, δίχως να μου επιβληθεί οτιδήποτε. Είχα, ωστόσο, την ατυχία να πάθω μικρή μια άσχημη λοίμωξη (σταφυλόκοκκο) που μου άφησε κουσούρια και για την οποία η θεραπεία ανακαλύφθηκε μόλις λίγους μήνες μετά – αν την είχα πάρει έγκαιρα, θα ήμουν υγιής, από την άλλη, βέβαια, μπορεί να μη γινόμουν ποτέ ποιήτρια. Το ποίημα, βλέπετε, πρέπει να έχει κάποια πληγή για να ακουμπήσει, ψυχική ή σωματική... Με θλίβει που δεν μπορώ να κινούμαι πλέον. Μεταφράσεις δεν μπορώ να κάνω πια. Τελευταία, επίσης, δεν έχω καθόλου έμπνευση, έναν χρόνο έχω να γράψω οτιδήποτε. Ίσως είναι η περίοδος. Ο ποιητής έχει βλέπετε τις περιόδους του, ακριβώς όπως οι γυναίκες. Νιώθω, επίσης, τη μνήμη μου να με εγκαταλείπει. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, μπορεί να είναι ταυτόχρονα πρόβλημα αλλά και ευλογία. Ακόμα και από τους έρωτές μου, ακόμα και από τον Ρόντνεϊ, το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω πλήρως είναι η γεύση. Αυτή είναι, φαίνεται, η τελευταία αίσθηση που διατηρείται έντονη. ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Αν σ' έχει ξεχάσει ο έρωτας εσύ θα τον ξαναθυμηθείς μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση τις πλαγιές, τα κύματα τα φυλλοβόλα δέντρα που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές τα ζώα που βγαίνοντας απ' την κοιλιά της μάνας τους ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν πώς ν' αντισταθούν στους εχθρούς που τους έχει ορίσει η φύση. Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση πέσει πάνω στο σωρό απ' τις προδομένες προσδοκίες σου τ' αναπάντητα όνειρά σου. Πηγή: www.lifo.gr
"Η Εξομολόγηση στον καθρέφτη", 
της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ*

Καθρέφτη μου, σ'εσένα μιλάω, εσένα έχω μπροστά μου, άλλο κανένα.
Οι άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν. Χάθηκαν απ' τη ζωή ή χάθηκε το νόημα
που έβρισκαν σε μένα; Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα πρόσωπο νεανικό
προσπαθώ να θυμηθώ, ωραίο ποτέ, όμως πάντα εκφραστικό της σιγμής
και μόνο. Σ' αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το σώμα που μου είχε
απομείνει - ανάπηρο απ' την αρχή -, ήθελα να το εκμεταλλευτώ, να το
χαρώ, ν' αφεθώ στον αέρα, στη θάλασσα, σον αμερόληπτο έρωτα Τις
φιλενάδες μου με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο, δεν ζήλεψα
ποτέ, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που
μου ανήκε. Και τώρα ήρθε της εξομολόγησης η ώρα. Μικρέ μου καθρέ-
φτη, που τελευταία σ' έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω:
Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα. Αλλά τώρα, να,
βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση. Μέσα μου
βαθιά, βέβαια, ξέρω ότι ο εχθρός μου δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος.
Ο χρόνος όμως παραμένει πάντα ασύλληπτος αφού τα αμαρτήματά του
όλο αναβάλλονται κι αυτός διαφεντεύει ακόμη τη ζωή μου.

Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού.
Σ' ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ' αφήνεις να σε μισώ.



(*) Ένα από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα που διάβασα εδώ και καιρό, αυτό της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος της "Ποιητικής", και το αναδημοσίευσε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος στη LiFo. Έχω μπροστά μου την εικόνα της ένα μεσημέρι Δεκεμβρίου του 2010 όταν συναντηθήκαμε στο Φίλιον, στη Σκουφά, για μιά συνέντευξη για την "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία". Ήταν η πρώτη φορά που την είδα κατ' ιδίαν, και ακόμα δεν αξιώθηκα να σηκώσω το τηλέφωνο, όπως η ίδια με προέτρεψε, για να την επισκεφθώ στο διαμέρισμά της (κάπου κοντά, στην Ασκληπιού, αν θυμάμαι καλά), "να τα λέμε κάπου-κάπου, και νάχω λίγη παρέα όταν πίνω την μπίρα μου". Δεν ξέρω γιατί δεν τόχω κάνει - μάλλον ντρέπομαι. Αλλά δεν θα φύγει ποτέ από μπροστά μου η εικόνα μιας γερμένης γυναίκας, που όσο κι αν δεν θα ταιριάξεις ποτέ τα χαρακτηριστικά της με τον στερότυπο ορισμό της ομορφιάς, τόσο θα νοιώσεις ότι είναι κάτι πολύ πιο όμορφο απ' ότι ξέρουμε, και θα θελήσεις να την κλείσεις στην αγκαλιά σου και να την αγαπήσεις αιώνια. Λίγοι άνθρωποι στη ζωή μου μ' έχουν γεμίσει τόσο. Ακόμα και η διάχυτη μελαγχολία της είναι γλυκιά. Την κούρασή της την αισθάνεσαι, δεν την βλέπεις. Κι ούτε στιγμή θ' ακούσεις από το στόμα της, ή θα διαβάσεις σε ποίημά της, παράπονο. Ακόμα και σ' αυτό το ποίημα, στο οποίο στιγμές-στιγμές μοιάζει να λυγίζει, λέει ότι ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι "οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που δεν μου ανήκε". Καταλήγοντας, μετα από μια σπαρακτική εξομολόγηση, να ευχαριστεί τον καθρέφτη απέναντί της που της παραστέκεται και την αφήνει να τον μισεί. Μεγαλείο!
Πηγές: Lifo + filoftero.