Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

7.12.24

William Shakespeare ( 1564-1616 , Άγγλος δραματουργός. Μία συνομιλία με τον Επίκουρο τον Γοργογυραίο.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί θεατράνθρωποι καλησπέρα, έχω να σας διηγηθώ σήμερα μία μοναδική στα χρονικά εμπειρία που βίωσα την ώρα που βρισκόμουν παρέα με τον Μορφέα. Κάποια στιγμή μεταξύ σοβαρού και αστείου που ήμουν πολύ χαλαρός τον ακούω να μου λέει: Επίκουρε θα ήθελες να συναντήσεις τον Σαίξπηρ; Τον κοίταξα καλά για να δω αν σοβαρολογεί και του είπα: Μορφέα, αν υποθέσουμε πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν στον πλανήτη Γη περίπου 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι τα 5 δισεκατομμύρια θα ήθελαν να τον συναντήσουν, μεταξύ αυτών φυσικά κι εγώ. Μπορείς να το κανονίσεις; Άστο πάνω μου είπε ο Μορφέας και εξαφανίστηκε, επέστρεψε σε 10 λεπτά μαζί με τον Σαίξπηρ!!!!! Εγώ μόλις αντίκρυσα τον Bάρδο ζουρλάθηκα, δεν πίστευα τα μάτια μου, νόμιζα πως έβλεπα όνειρο, κι όμως μπροστά μου ήταν ο μέγας Σαίξπηρ αυτοπροσώπως. Όταν συνήλθα του είπα, Μέγιστε ποιητή σ' ευχαριστώ που καταδέχθηκες να συνομιλήσεις μαζί μου, αν μου επιτρέπεις θα ήθελα να σε ρωτήσω αν είσαι ευχαριστημένος από τις τιμές που σου αποδίδουμε τόσους αιώνες και αν έχεις εικόνα από την τύχη των έργων σου. Ο Βάρδος πήρε τον λόγο λέγοντας, άκου να σου πω Επίκουρε οι τιμές έχουν να κάνουν μ' εσάς και όχι με μένα, εγώ τις τιμές τις έζησα τότε που έπρεπε, θέλεις να με ρωτήσεις κάτι άλλο γιατί θέλω κι εγώ να σε ρωτήσω κάτι σχετικά με τον φίλο σου τον Γιαννακόπουλο ο οποίος ναι μεν είναι πολυγραφότατος αλλά για μένα δεν έχει γράψει ούτε μία παράγραφο, ούτε καν έχει αναφέρει κάποιο από τα δικά μου αποφθέγματα με τα οποία όπως καλά γνωρίζεις ξεκινάει τα άρθρα του. Μήπως γνωρίζεις τον λόγο; Για να είμαι ειλικρινής βρέθηκα σε δύσκολη θέση γιατί όντως ο Βάρδος είχε δίκιο, κι εγώ δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει κάποιο άρθρο του Ηλία που να παραπέμπει στον Σαίξπηρ. Το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν το εξής: Μέγιστε ποιητή μόλις θα βρεθώ με τον Ηλία θα τον ρωτήσω κι εγώ γιατί είναι και δική μου απορία. Τον λόγο πήρε ο Σαίξπηρ λέγοντας, για να σε βοηθήσω σου δίνω αυτό το κείμενο όπου υπάρχουν πολλά αποφθέγματα από τα έργα μου, εσύ φρόντισε να παραδώσεις αυτό το κείμενο στον Γιαννακόπουλο. Φίλες και Φίλοι αυτοί ήταν η συνομιλία που είχα με τον Σαίξπηρ, ήθελα να τον ρωτήσω πολλά ακόμα αλλά ο Μορφέας μου έκανε νόημα πως ήταν ώρα να φύγουν. Ας μην είμαι και αχάριστος σκέφτηκα, άλλοι προσπαθούν αιώνες τώρα και δεν το έχουν πετύχει να συνομιλήσουν μαζί του, εγώ ήμουν πολύ τυχερός που συνομίλησα μαζί του έστω και για λίγο. Ευχαρίστησα τον Μορφέα και πήρα μολύβι και χαρτί για να καταγράψω αυτή την μοναδική εμπειρία. Πάμε λοιπόν στο κείμενο που μου έδωσε ο Σαίξπηρ. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε.
Έμαθα:
Πως να μεγαλώνεις
δεν σημαίνει μονάχα να «κλείνεις» χρόνια.
Πως η σιωπή
είναι η καλύτερη απάντηση όταν ακούς ανοησίες.
Πως να δουλεύεις
δεν σημαίνει μονάχα να κερδίζεις χρήματα.
Πως οι φίλοι
«αποκτούνται» δείχνοντας το πραγματικό μας πρόσωπο.
Πως οι αληθινοί και πραγματικοί φίλοι βρίσκονται πάντα
κοντά μας στις καλές και στις κακές στιγμές.
Πως τα χειρότερα πράγματα
«κρύβονται» μέσα σε μια καλή εμφάνιση.
Πως η φύση
είναι το πιο όμορφο δημιούργημα σε αυτή την ζωή.
Πως όταν σκέφτομαι πως γνωρίζω τα πάντα
ακόμη δεν γνωρίζω τίποτα.
Πως μια μοναδική ημέρα
μπορεί να είναι πολύ σπουδαιότερη από πολλά χρόνια.
Πως μπορείς να «συνομιλήσεις» με τα αστέρια αρκεί να το πιστέψεις.
Πως μπορείς να «εξομολογηθείς» στο φεγγάρι.
Πως μπορείς να ταξιδέψεις στο άπειρο.
Πως είναι υγιές να ακούς όμορφα και καλά λόγια.
Πως το να είσαι ευγενικός κάνει καλό στην υγεία.
Πως είναι αναγκαίο να ονειρεύεσαι.
Πως μπορείς να είσαι «παιδί» για όλη την ζωή.
Πως η ύπαρξή μας είναι ελεύθερη.
Πως ο Θεός δεν απαγορεύει τίποτα στο όνομα της αγάπης.
Πως το να κρίνεις και να κατακρίνεις τον εαυτό σου δεν έχει σημασία όταν αυτό που
πραγματικά έχει σημασία είναι η εσωτερική γαλήνη.
Και τέλος έμαθα πως δεν μπορείς να πεθάνεις για να μάθεις να ζεις.
William Shakespeare
Πηγή: Εναλακτική Δράση.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ.
Φίλες και Φίλοι τι να πρωτοδιαλέξει κανείς από τον Σαίξπηρ. Κάθε στίχος του τεράστιου έργου του είναι και ένα μνημειώδες απόφθεγμα! Θεωρείται μια από τις κορυφαίες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, ενώ τα θεατρικά του παίζονται έως σήμερα, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Ο Σαίξπηρ κατάφερε να χειριστεί με απόλυτη δεξιοτεχνία τόσο την κωμωδία όσο και το δράμα και την τραγωδία. Μερικά από τα έργα του: Η Τρικυμία, Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων, Πολύ Κακό για το Τίποτα, Αγάπης Αγώνας Άγονος, Όνειρο Θερινής Νυκτός, Ο Έμπορος της Βενετίας, Όπως σας αρέσει, Το Ημέρωμα της Στρίγγλας, Ριχάρδος ο Γ', Κοριολανός, Τίτος Ανδρόνικος, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Ιούλιος Καίσαρας, Μάκβεθ, Άμλετ, Βασιλιάς Ληρ, Οθέλλος.

ΠΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΑ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ.

Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία.
(Από τον «Άμλετ»)

Ένα άλογο, ένα άλογο. Το βασίλειό μου για ένα άλογο.

(από τον «Ριχάρδο Γ'», μετά την ήττα του στη μάχη του Μπόσγουρθ το 1485.

Μίλα μου ψιθυριστά, αν μου μιλάς γι’ αγάπη.

Θα σε προκαλούσα σε πνευματική μονομαχία, αλλά βλέπω ότι είσαι άοπλος.

Αν αγάπησες και πόνεσες, αγάπα περισσότερο
Αν αγάπησες περισσότερο και πόνεσες περισσότερο, αγάπα ακόμα περισσότερο
Αν αγάπησες ακόμα περισσότερο και πόνεσες ακόμα περισσότερο, αγάπα περισσότερο ώσπου να μην πονάει άλλο.

Άκουγε πολλούς, μίλα σε λίγους.

Να τους αγαπάς όλους, να εμπιστεύεσαι λίγους, να μη βλάπτεις κανέναν.

Οι δειλοί πεθαίνουν πολλές φορές πριν το θάνατό τους.

Οι γυναίκες δεν θέλουν τίποτα άλλο από ένα σύζυγο, αλλά όταν τον αποκτήσουν, τα θέλουν όλα.

Χάρισε σε κάθε άνθρωπο το αυτί σου, αλλά σε λίγους τη φωνή σου. Πάρε από τον καθένα την άποψή του, αλλά φύλαξε τη δική σου κρίση.

Το κρασί αυξάνει την επιθυμία αλλά μειώνει το αποτέλεσμα.

Ο βλάκας νομίζει πραγματικά ότι είναι σοφός, αλλά ο σοφός θεωρεί τον εαυτό του βλάκα.

Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος.

Δεν υπάρχει τίποτε τόσο καλό ή τόσο κακό, η σκέψη το κάνει έτσι.

Η κόλαση είναι άδεια και όλοι οι διάβολοι είναι εδώ.

(από την «Τρικυμία»)

Ο έρωτας μπορεί να είναι το ωραιότερο όνειρο αλλά και ο χειρότερος εφιάλτης.

Το λάθος, αγαπητέ μου Βρούτε, δεν είναι στ’ αστέρια, αλλά μέσα μας.

Δεν αγαπούν όσοι δεν δείχνουν την αγάπη τους.

(«Δύο κύριοι από τη Βερόνα», πρ. 1.2)

Η καχυποψία στοιχειώνει τις ένοχες συνειδήσεις.

Ο αληθινός άντρας πρέπει να τολμά ό,τι αρμόζει σ’ έναν άντρα.

Αυτός που σε πλήγωσε ήταν είτε πιο δυνατός είτε πιο αδύναμος από σένα. Αν ήταν πιο αδύναμος, λυπήσου τον. Αν ήταν πιο δυνατός, λυπήσου τον εαυτό σου.

Άργησα τόσο στην πορεία μου στον κόσμο, που ήρθε το σούρουπο κι έχασα τον δρόμο μου για πάντα.

Κάποιοι εξυψώνονται από την αμαρτία, ενώ κάποιοι ξεπέφτουν από την αρετή.

"Some rise by sin and some by virtue, fall"

Τα πράγματα που δεν διορθώνονται δεν θα ‘πρεπε να τα δίνουμε σημασία. Ό,τι έγινε, έγινε.

Ηδονή και δράση κάνουν το χρόνο να φαίνεται λίγος.

Όταν έρχονται οι λύπες, δεν έρχονται σαν μεμονωμένοι κατάσκοποι, έρχονται σε τάγματα.

Αν η μουσική είναι η τροφή της αγάπης, παίξε κι άλλο.

Η αλήθεια κάνει το διάβολο να κοκκινίζει.

Αυτός που κλέβει το πορτοφόλι μου, κλέβει σκουπίδια...Αλλά αυτός που μου στερεί το καλό μου όνομα, ληστεύει από μένα κάτι που δεν θα τον κάνει πλούσιο, και εμένα με κάνει πραγματικά φτωχό.

(Ο Ιάγος προς τον Οθέλλο)

Είναι καλύτερο να υπολογίζεις ότι ο εχθρός σου είναι πιο δυνατός απ’ ό,τι φαίνεται.

Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα.

Αν τα φιλιά ήταν όλη κι όλη η χαρά στο κρεβάτι,
η μια γυναίκα θα παντρευόταν με την άλλη.

Όταν ο ήλιος δύσει, όλοι κλείνουν τις πόρτες·
το ίδιο και όταν ένας ισχυρός ξεπέσει.

Ξόδευα άσκοπα το χρόνο μου και τώρα ο χρόνος ξοδεύει άσκοπα εμένα.

(από τα σονέτα του Σαίξπηρ)

Είμαι γυναίκα. Δεν ξέρεις τις γυναίκες; Όταν σκέφτομαι, πρέπει να μιλάω.
Μερικές γυναίκες είναι το χαμόγελο του Πλάστη και άλλες είναι οι μορφασμοί Του.

Όταν το χρήμα προηγείται, όλες οι πόρτες ανοίγουν.
Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.


(«Άμλετ»)

Η χρυσή εποχή είναι μπροστά μας, όχι πίσω μας.

Το να φοβάσαι το χειρότερο, συχνά γιατρεύει το χειρότερο.

Τι υπάρχει σ’ ένα όνομα; Αυτό που ονομάζουμε τριαντάφυλλο, με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε το ίδιο όμορφα.

Αστάθεια, το όνομά σου είναι γυναίκα.

(Frailty, thy name is woman)

Αν έχεις δάκρυα, ετοιμάσου να τα χύσεις τώρα.

Όλα τα πράγματα είναι έτοιμα, αν το μυαλό μας είναι έτοιμο.

(από το έργο «Ερρίκος ο Ε’»)

Η δειλία του εραστή είναι ένδειξη της αθωότητάς του.

Κρατήστε αυτόν τον ήχο, τις βροντές, τη καταιγίδα, μέχρι να τα σημειώσω κάπου.

Κάποιοι γεννιούνται Μεγάλοι, κάποιοι πετυχαίνουν τη μεγαλοσύνη, και σε κάποιους η μεγαλοσύνη έρχεται ουρανοκατέβατη.

Οι γελωτοποιοί συχνά αποδεικνύονται προφήτες.

Μερικά ελαττώματα έχουν τα εξωτερικά γνωρίσματα των προτερημάτων.

Τα υπόλοιπα, είναι σιωπή.

(από τον «Άμλετ»)

Νιώθω πως έχει χαθεί,
κι όμως δεν ξέρω πότε έφυγε.

(από το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι»)

Δεν θα ‘πρεπε να ‘χες γεράσει προτού γίνεις σοφός.

Όταν έλεγα ότι θα πεθάνω εργένης, δεν φανταζόμουν ότι θα ζούσα ώσπου να παντρευτώ.

(από το «Πολύ κακό για το τίποτα»)

Ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή και όλοι, άντρες και γυναίκες, απλά ηθοποιοί. Έχουν τις εισόδους τους και τις εξόδους τους. Και ο κάθε άνθρωπος στον καιρό του παίζει πολλούς ρόλους, καθώς οι πράξεις όπου εμφανίζεται είναι οι εφτά ηλικίες.

«Όπως σας αρέσει»

Αυτές οι βίαιες ηδονές έχουν βίαιο τέλος.

Κάποιοι μικροί θεοί του Έρωτα σκοτώνουν με βέλη, και κάποιοι με παγίδες.

(από το «Πολύ κακό για το τίποτα»)

Είναι άραγε η έλλειψη φιλοδοξίας που μας κάνει να υπομένουμε; Εξαρτάται τι ονομάζεις φιλοδοξία. Αν φιλοδοξία ονομάζεις τη λαχτάρα να πάρεις τη θέση των ισχυρών, τότε, ναι, δεν είμαι φιλόδοξος.

Υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε ουρανό και γη, Οράτιε, από όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου.

(από τον «Άμλετ»)
Μπορεί κάποιος να χαμογελάει, και να χαμογελάει, και να είναι αχρείος.
(από τον «Άμλετ»)

Αυτή η γυναίκα είναι βολικό γάντι, κύριε, μπαίνουμε και βγαίνουμε όποτε μας αρέσει.
Η κακοτυχία δημιουργεί περίεργους συντρόφους.

(από την «Τρικυμία»)

Ο κόσμος είναι ένα στρείδι που θ’ ανοίξει με το ξίφος μου.
Το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε: ας σκοτώσουμε όλους τους δικηγόρους.

Από τον «Ερρίκος Στ’»

Ο πρίγκηψ του σκότους είναι τζέντλεμαν.

(από το «Βασιλιάς Ληρ»)

Θα πάρω το χειμώνα από τα χείλη σου, ωραία κυρία.

— «Τρωίλος και Χρυσηίδα»

Ξέρουμε τι είμαστε, αλλά δεν ξέρουμε τι θα μπορούσαμε να είμαστε.

(λόγια της Οφηλίας από τον «Άμλετ»)

Κάτι κολασμένο έρχεται προς το μέρος μας.

(Από τον «Μάκβεθ». Επίσης τίτλος βιβλίου του Ray Bradbury)

Η συνείδηση μας κάνει σίγουρα όλους δειλούς.

(«Άμλετ»)

Δεν υπάρχουν ούτε τρεις καλοί άνθρωποι που δεν έχουν κρεμαστεί ακόμη στην Αγγλία, κι ο ένας από αυτούς είναι χοντρός.

(ο χοντρός είναι ο Φάλσταφ από τον «Ερρίκο Δ’»)

Πού προχωράς μέσα στο πλήθος, χλομή, γκρίζα γυναίκα, που κανένας δεν σε φροντίζει;
====================

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ένα γράμμα από κάποιον κάτοικο ενός αστεριού. Η επιλογή έγινε από την Πανδώρα.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνταξιδευτές της θετικής αύρας και της δημιουργικής φαντασίας σας χαιρετώ. Πριν λίγο δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον Διδάσκαλο όπου με πληροφόρησε πως βρισκόταν στην ιστορική και πνευματική Πιάλεια και συγκεκριμένα κάτω από το κιόσκι ενώ η βροχή έπεφτε στρέητ θρού, μαζί με τον Ευκλείδη και την Γιώτα και έπιναν το τρίτο τσιπουράκι στην υγεία του Πέπου και της Λόλας, τι άλλο να ζητήσεις από την ζωή όταν γνωρίζεις πως κάποιοι φίλοι συμπεριφέρονται μ' αυτόν τον μαγικό τρόπο; Μου θύμισαν την Φαίη η οποία χθες με πήρε τηλέφωνο για να μου πει το εξής: Πέπο έχω φτιάξει μία καταπληκτική λαχανόπιτα με φύλλο χειροποίητο και όπως την βλέπω στον φούρνο να ροδοκοκκινίζει είπα μέσα μου, αχ να ήταν εδώ και ο Πέπος με την Λόλα να την τρώγαμε μαζί θα μου πιανόταν κι εμένα καλύτερα! όταν ακούς τέτοια λόγια πως να μην συγκινηθείς; Φίλες και Φίλοι αυτές οι μικρές χαρές είναι το αλατοπίπερο στη ζωή μας και αλίμονο σ' αυτούς που δεν έχουν γευτεί αυτές τις μικρές χαρές. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε. Πάμε τώρα στον κορυφαίο ΜΑΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ. Υ.Γ. Σήμερα έμαθα και μία δυσάρεστη είδηση, μας αποχαιρέτησε ένας σημαντικός Έλληνας ο ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ τον ευχαριστούμε για όλα όσα πρόσφερε και ήταν πολλά. 

Ὁ ἔρωτας τῶν χρωμάτων καὶ τῆς προσωπικῆς δημιουργίας
Ἀξιότιμε κύριε,

Ἀπὸ ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι
(καὶ μένω ἀπὸ πολλοὺς καιροὺς σ᾿ αὐτὸ τὸ μακρινὸ ἀστέρι), κάπου κάπου ἔχω τὴν περιέργεια καὶ παρακολουθῶ τὰ δικά σας, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ δῶ ἂν θὰ γράψουν κάτι γιὰ μένα, ὅσο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω παλιὲς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Ἡ τύχη τό ῾φερε νὰ κατοικῶ στὸν Παράδεισο περίπου δεκαπέντε χρόνια. Ζῶ ἐντελῶς φανταστικὰ (αὐτὴ τὴ λέξη δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὴν ἐξηγήσω πρόχειρα) καὶ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖ περίπλοκα προβλήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι πὼς δὲν ἔχω κανέναν γνωστό μου γιὰ παρέα. Εἶναι περίεργο καὶ ἐξωφρενικὸ μέσα σὲ τόσες χιλιάδες νὰ μὴν μπορῶ νὰ διακρίνω ἕναν ἄνθρωπο τῆς γειτονιᾶς μου. Ὅσο γιὰ κείνους ποὺ γνώριζα ἀπ᾿ τὶς ἐφημερίδες (ἐπιστήμονες, ἀθλητές, καλλιτέχνες), αὐτοὶ ζοῦν ὅπως τὰ ξέρετε καὶ στὴ Γῆ. Κῆποι, μέγαρα, αὐτοκίνητα καὶ βέβαια μαζί μας καμιὰ ἐπαφή. Νομίζω ὅμως πὼς αὐτὲς οἱ δυσκολίες δημιουργοῦνται καμιὰ φορὰ κι ἀπ᾿ τὶς ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, καθὼς βλέπω νύχτα μέρα νὰ μεταφέρονται σὲ πολὺ μακρινὲς ἀποστάσεις ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε γνωριστήκαμε. Χῶρος φυσικὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ μέχρι νὰ τακτοποιηθοῦν ὅπως πρέπει, τὰ προβλήματα ποὺ ἐμφανίζονται κάποια στιγμὴ δημιουργοῦν ἐξωφρενικὲς δυσχέρειες. Σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς τελευταίους πολέμους μαζεύτηκαν ξαφνικὰ τόσοι πολλοί, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὰ παιδιά τους, ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ τοὺς βάλουν νὰ κοιμοῦνται σὲ ράντζα στοὺς διαδρόμους τῶν κτιρίων μέχρι ν᾿ ἀποφασιστεῖ σὲ ποιὰ κτίρια θὰ τοποθετηθοῦν ὁριστικά. Γιὰ παράδειγμα ἔχω νὰ σᾶς ἀναφέρω, γιὰ τὸ γοῦστο τοῦ πράγματος, τὸ ἑξῆς.
Πρὶν ἀπὸ μένα, στὸ ἴδιο δωμάτιο ποὺ μένω τώρα, ἔμενε κάποιος ποιητής. Μὲ τὴν ποίηση πάντα μὲ ἔδενε μία μυστικὴ σχέση. Ἔχω περάσει πολλὲς νύχτες ἀγρυπνώντας, διαβάζοντας ποιήματα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σαραβαλιασμένο σπίτι τῆς ὁδοῦ Εὐβοίας. Συχνὰ τύχαινε νὰ παρακολουθῶ καὶ ποιητικὰ βραδινὰ ποὺ ἦταν τόσο τῆς μόδας σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἠλίθια χρόνια.
Εἶχα γνωρίσει κάμποσους ποιητὲς καὶ μεταξὺ ἐκείνων κι ἐτοῦτον καὶ χάρηκα ποὺ τὸν συνάντησα καὶ δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα νὰ τοῦ τὸ πῶ καὶ ἴσως νὰ μὲ θυμόταν καὶ νὰ κάναμε παρέα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅταν ἔφτασα, μοῦ λέει ὁ ἄγγελος ἐσὺ θὰ μείνεις ἐδῶ καὶ ὁ ποιητὴς θὰ περάσει ἀπέναντι.
Ὁ ποιητὴς ποὺ ἦταν μονόχνωτος ἄνθρωπος, βασανισμένος εἶναι ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, τὶς φυλακὲς καὶ τὴ γυναίκα του, σηκώθηκε καὶ πῆγε ἀπέναντι μὲ μισὴ καρδιά, ἀλλὰ στὴν ἀπέναντι πολυκατοικία δὲν εἶχε, λέει, ἀρκετὴ θέρμανση κι αὐτὸ τὸν στενοχώρησε.

Ἔρχεται πίσω ἀμέσως καὶ σὰν μαινόμενος ταῦρος μοῦ λέει:

-Ἐσεῖς, κύριε, γράψατε ποτὲ στὴ ζωή σας;

-Ὄχι, λέω ἐγὼ καὶ κοκκινίζω καὶ νὰ τώρα ἐγώ, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχα πεῖ στὴ ζωή μου ψέματα, ἀναγκάζομαι νὰ τοῦ λέω μέσα στὸν Παράδεισο.

-Τότε, μοῦ λέει, ἢ εἶστε μουσικὸς ἢ ζωγράφος.

-Ναί, λέω ἐγὼ καὶ ἀνασαίνω κανονικά, ποὺ ἐπιτέλους λέω καθαρὰ αὐτὸ ποὺ μὲ βασάνισε τόσα χρόνια καὶ ποὺ δὲν τόλμησα ποτὲ νὰ τὸ πῶ καὶ ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν μοῦ ῾χε ἀναγνωρίσει. Εἶμαι ζωγράφος, κύριε.

-Νὰ πᾶτε μὲ τοὺς ζωγράφους, λέει μοχθηρά. Ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση σας.

Ὁ ἄγγελος, ποὺ ὅλη ἐκείνη τὴν ὥρα ἄκουγε σιωπηλός, τοῦ εἶπε πὼς μποροῦσε νὰ κάνει ὑπομονὴ λίγες ὧρες μέχρι νά ῾ρθει ἀπὸ τὴ Γῆ κάποιος ὑδραυλικὸς νὰ διορθώσει τὸ καλοριφέρ. Ὁ ποιητὴς ἦταν ἀνένδοτος. Τὸν παρεκάλεσα κι ἐγώ, ἀλλὰ μάταια. Μ᾿ ἔβαλαν μὲ τοὺς ζωγράφους, λοιπὸν (τοὺς ὁποίους, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, δὲν εἶδα ἀκόμη) καὶ ἡσύχασα, ὥσπου μία μέρα μὲ εἰδοποίησαν ὅτι μποροῦσα νὰ ἐγκατασταθῶ στὸ δωμάτιο τοῦ ποιητῆ. (Φαίνεται ὅτι σκοτεινοὶ κύκλοι μεσολάβησαν καὶ ἤθελαν νὰ μὲ διώξουν ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν ζωγράφων, δεδομένου ὅτι δὲν εἶχα κανενὸς τὴν ἀναγνώριση ὅσο ζοῦσα καὶ δυστυχῶς αὐτὴ ἡ ἄδικη τύχη μὲ ἀκολουθοῦσε καὶ στοὺς οὐρανούς...). Ρώτησα τί συμβαίνει καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ποιητὴς μεταφερόταν ἀλλοῦ, δίπλα στοὺς μεγάλους ποιητὲς τοῦ ταλαιπωρημένου γένους μας, ὅτι στὴ Γῆ εἶχε ἀνακηρυχτεῖ ἀθάνατος κι ὅτι ὑπαίτιος γι᾿ αὐτὸ ἦταν ὁ ποιητὴς Τάκης Σινόπουλος, ποὺ μεσολάβησε καὶ γράφτηκε κάτι γι᾿ αὐτὸν σ᾿ ἕνα περιοδικὸ τῆς συμφορᾶς, μὲ τὴ σκέψη νά ῾χει κάποιον νὰ μιλάει, ὅταν θὰ ῾ρχόταν κι αὐτὸς κάποτε στὰς αἰωνίους μονάς.
Πέρασαν ὅμως τόσα χρόνια καὶ κανένας ἀληθινὸς ποιητὴς δὲν ἔρχεται, δεδομένου ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα μαθαίνονται ἀμέσως. Ἕνας στιχουργὸς ἦρθε μόνο, ταλαιπωρημένος καὶ δυστυχῆς, καὶ μοῦ ῾φερε τὸ ἀπόκομμα τῆς ἐφημερίδας ποὺ γράψατε γιὰ μένα, αὐτὸ ποὺ λέτε ὅτι ἀνακαλύψατε τὰ ἔργα μου σὲ μιὰ ἀποθήκη καὶ ἦταν ἕτοιμα νὰ τὰ πετάξουν στὰ σκουπίδια καὶ τὰ σώσατε - τί εὐγένεια! - καὶ λέτε ἀκόμη ὅτι ἀρχίσατε κιόλας ἔρευνες γιὰ τὴ ζωή μου νὰ μάθετε τὰ τί καὶ τὰ πῶς, τί τὰ θέλετε ἀλήθεια; - καὶ δὲν βρίσκετε, λέτε, κανένα ποὺ νὰ εἶχε ὑποψιαστεῖ ὅτι ζωγράφιζα καὶ δὲν ἔχω δυστυχῶς τὰ ὑπόλοιπα ἄρθρα σας, μοῦ λείπουν, δὲν ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ τὰ βρῶ καὶ πῶς ἄλλωστε νὰ μοῦ τὰ στείλετε, τέλος πάντων.
Συνεχίζω χωρὶς νὰ κρατῶ καμία σειρὰ καὶ ἀπαντώντας ὅσο μπορῶ στὰ πιὸ κύρια σημεῖα τοῦ ἄρθρου σας γιὰ τὴν ἀθέατη ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μου. Κατ᾿ ἀρχὴν ἐδῶ εἶμαι ὑπεύθυνος, κάτι σὰν ἐπιστάτης, σ᾿ ἕνα μεγάλο περιβόλι καὶ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχει πέσει πολλὴ δουλειά. (Συνεχίζω τὸ γράμμα μου ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄρχισα κι αὐτὸ γιατὶ δὲν προλαβαίνω μήτε νὰ τὸ ξαναδιαβάσω μήτε νὰ θυμηθῶ ἂν ἐκεῖνα ποὺ σᾶς ἔγραψα πιὸ πάνω τὰ ξαναγράφω).
Καὶ κάποτε στὴ ζωή μου, λοιπόν, ἦρθαν τὰ πιὸ θλιβερά. Ἔβλεπα νὰ πεθαίνουν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο καὶ τὸ σπίτι μία ἐποχὴ μοῦ φαινόταν πολὺ μικρὸ κι ἄλλοτε ἀπέραντο. Τὸ ἐπάνω πάτωμα εἶχε ἀχρηστευτεῖ σχεδὸν οὔτε ἀνέβαινα πιά, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἄκουγα κάποιους θορύβους καὶ κάτι σὰν λαχανιασμένα τρεχαλητά. Ἤξερα βέβαια πὼς θὰ ἦταν ἀνόητο νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχουν φαντάσματα, ἀλλὰ ὅσο οἱ θόρυβοι μεγάλωναν κάθε νύχτα τόσο καὶ πίστευα πραγματικὰ στὴ μοναξιά μου. Ἔτσι καὶ κάπως ἔτσι ἔμαθα νὰ ζῶ στὴ μοναξιά.
Ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀκολούθησαν, ὄχι πὼς εἶναι δύσκολο νὰ τὰ πῶ, ἀλλὰ ὅση προσοχὴ καὶ νὰ δώσετε δὲν θὰ τὰ καταλάβετε ποτέ. Θέλω νὰ πῶ, ἦταν τὰ δικά μου πράγματα ποὺ δὲν τὰ μοιράστηκα μὲ κανένα. Ὁ φόνος ποὺ ἔγινε ξαφνικὰ ἔφερε μπροστὰ στὰ μάτια μου ἄλλες ἐποχές, ὅταν ξανάβλεπα τὴ θεία μου Ἀννεζούλα νὰ βγαίνει στοὺς δρόμους μὲ τὰ νυχτικά, ξεχτένιστη, σκέτη κόκαλα, τότε ποὺ θά ῾τανε γύρω στὰ ἐνενῆντα καὶ νὰ φωνάζει τὸν αἴτιο γιὰ τὴ ζωή της. Ποιὸν αἴτιο ποτὲ δὲν ἔμαθα. Δικά της πράγματα, σκοτωμένα, χαμένα. Δὲν θυμᾶμαι τὴ σειρὰ ποὺ πέθαναν ὅλοι τους, γιατὶ τὸ ἡμερολόγιο ποὺ κρατοῦσα ἐκεῖνα τὰ χρόνια μία στιγμὴ τό ῾καψα. Ἦρθαν δύσκολες ἐποχὲς κι ἐγὼ ποὺ τότε ζωγράφιζα μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, κολλοῦσα μὲ ἀλευρόκολλα στὸ πίσω μέρος τοῦ πίνακα ἐφημερίδες γιὰ νὰ συγκρατηθεῖ τὸ ἄθλιο χαρτόνι. Τότε ἀναγκάστηκα νὰ νοικιάσω τὸ ἐπάνω πάτωμα.
Στὴν ἀρχὴ ἦρθαν δυὸ φοιτητὲς τῆς φιλολογίας κι ὅταν ἔφυγαν, ἦρθαν κι ἄλλοι κι ἄλλοι, ὥσπου ἔγινε τὸ κακὸ ποὺ σᾶς εἶπα γιὰ δικά τους πράγματα. Εἶναι ἀνόητο αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ συνέβαινε τὸν φόνο νὰ τὸν ἀκούω πολὺν καιρὸ πρὶν γίνει. Μ᾿ αὐτὴ τὴν περιπέτεια πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ἦρθα σ᾿ ἐπαφὴ μὲ δικηγόρους, ἀστυνομίες καὶ δικαστήρια.
Θ᾿ ἀναρωτιέστε ἀκόμη μὲ τί νὰ μοιάζω. Ἔτσι ποὺ γράψατε τὸ ἄρθρο σας ὁ κόσμος νομίζω ὅτι δὲν κατάλαβε τίποτα. Τὰ μάτια μου, ἔτσι ὅπως τὰ περιγράφετε, τὰ τοποθετήσατε στὸ πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ μου, εἶμαι χωρὶς χέρια, μ᾿ ἕνα πόδι ἀνάπηρο, ρημαγμένο ἀπὸ τοὺς ρευματισμοὺς κι ὁ ὑπόλοιπος σακατεμένος ἀπὸ τὴ μυωπία καὶ τὸ ἕλκος.
Τώρα ποὺ σᾶς γράφω γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, αἰσθάνομαι κάτι ἄδειο. Σὰ νά ῾χουν ξεκολλήσει τὰ σπλάγχνα μου. Δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τίποτα. Ἂν βρισκόμαστε κάποτε μαζί, θὰ σᾶς μιλοῦσα ἀλλιῶς καὶ θά ῾τανε καλύτερα. Ἀλλὰ ὅπως μοῦ ἐξήγησαν, ἐδῶ θ᾿ ἀργήσουμε πάρα πολὺ νὰ συναντηθοῦμε. Ἴσως ἂν προσέξετε τ᾿ αὐτοκίνητα, πάρα πάρα πολύ. Ὡς ἐκείνη τὴν ὥρα λοιπὸν θὰ μπορεῖτε νὰ διακρίνετε καλύτερα τὸ μήνυμά μου. Ἀφήνω στὰ χέρια σας πολλὲς λαχτάρες καὶ πολλοὺς φόβους. Ἂν ψάξετε, θὰ τὰ βρεῖτε. Συμβουλὲς δὲν ἔχω νὰ δώσω σὲ κανένα. Ἔχω ἀπαλλαγεῖ ἐδῶ πάνω ἀπὸ πολλὲς ἀδυναμίες. Κάποτε, ξαφνικά, αἰσθάνομαι κάτι νὰ μὲ βασανίζει, ἀλλὰ μπορῶ καὶ ξέρω τί εἶναι. Λέω: αὐτὸ εἶναι ἐπιθυμία γιὰ νερό, γιὰ φαγητό, γιὰ ὕπνο. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ, νὰ συναντήσω καὶ νὰ κοιμηθῶ μὲ μία γυναίκα καὶ τὸ ἄλλο ποὺ ἔνιωσα πρὶν ἀπὸ λίγο, νὰ πάω στὴν τουαλέτα.
Στὴ Γῆ μὲ βασάνισαν πολὺ αὐτὰ τὰ καθημερινὰ καὶ τὰ πρακτικά. Ἰδίως, αὐτὰ τὰ τελευταῖα, μὲ ἀρρώσταιναν. Τύχαινε νὰ μὴν μπορῶ μήτε τὰ ἐλάχιστα. Τὸ χειρότερο: δὲν ἤξερα τί μοῦ συμβαίνει. Τώρα μπορῶ καὶ ἡσυχάζω. Δὲν κοιμᾶμαι καθόλου κι ὅμως, ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκη νὰ κοιμηθῶ ἢ νὰ φάω. Χτυπάω τὰ χέρια μου στ᾿ ἀγκάθια ἢ σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι ἀγκάθια, ἀλλὰ δὲν βγαίνει οὔτε μία σταγόνα αἷμα. Πρῶτα μποροῦσα νὰ πανικοβληθῶ. Ἔχω δέρμα, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι. Καὶ τὰ χέρια μου παρ᾿ ὅλο ποὺ τὰ βλέπω κανονικὰ ἐντούτοις μποροῦν νὰ φτάσουν ὁπουδήποτε.
Ἐδῶ ὑπάρχουν λίμνες καὶ ποτάμια, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχουν μέσα δὲν εἶναι νερό. Οἱ παλιοὶ θρύλοι στὴ Γῆ μιλοῦσαν γιὰ δάκρυα. Μὴν πιστεύετε τίποτα. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ἡ ἄγνοια τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ ἐπινοοῦν τέτοιες ἱστορίες. Δὲν εἶναι λοιπὸν νερὸ μήτε δάκρυα. Καὶ τὰ καράβια ποὺ βλέπω στὶς θάλασσες μὲ ναυάρχους καὶ ναῦτες παρατεταγμένους σὰν λαϊκὲς ζωγραφιὲς ἀπὸ τὸν ἀγώνα τοῦ Εἰκοσιένα, δὲν εἶναι καράβια. Μᾶλλον (δὲν τόλμησα, βλέπετε, ἀκόμα νὰ κάνω πολλὲς ἐρωτήσεις) εἶναι κι αὐτὸ οἱ παλιὲς ἐπιθυμίες ἢ τὰ ὁράματα γιὰ πράγματα ποὺ γνωρίσαμε πολὺ λίγο ἢ ποὺ θέλαμε νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντά.
Καὶ κάποτε, γιὰ νὰ συνεχίσω αὐτὲς τὶς σκόρπιες γραμμὲς (ποὺ φαντάζομαι νὰ μὴ σᾶς ζαλίζουν), σταμάτησα νὰ ζωγραφίζω. Μέσα μου ἡ ἴδια φωνὴ ποὺ ἄλλοτε μὲ ἀνάγκαζε, τώρα μοῦ ῾λεγε πὼς ἔπρεπε νὰ σταματήσω. Ὅσο κι ἂν λένε ὅτι ὁ τάδε πέθανε πάνω στὰ γραφτά του ἢ ὁ τάδε ἠθοποιὸς πάνω στὴ σκηνή, αὐτὴ ἡ διάθεση μὲ χτυπάει στὸ κεφάλι. Σταμάτησα λοιπὸν καὶ προσπάθησα ν᾿ ἀσχοληθῶ μὲ κάτι ἄλλο, τί ἄλλο;
Γονάτιζα καὶ παρακαλοῦσα τοὺς ἁγίους. Τὴ νύχτα ἔβλεπα ἀγγέλους στὸν ὕπνο μου καὶ τὸ πρωὶ τοὺς ζωγράφιζα. Ὅταν μ᾿ ἔπιασαν οἱ ρευματισμοί, τότε ζωγράφιζα πραγματικὰ μέσα στὸν ὕπνο μου. Τὸ περίεργο καὶ τὸ ἐξωφρενικὸ εἶναι πὼς ὅταν δὲν τέλειωνε ἕνας πίνακας στὸ πρῶτο ὄνειρο, τὸν συνέχιζα τὴν ἄλλη νύχτα. Τότε ἦταν ποὺ προσπάθησα νὰ συνθέσω εἰκόνες ἀπὸ πράγματα ποὺ γνώρισα πολὺ λίγο ἢ ἐκεῖνα ποὺ δὲν τὰ γνώρισα ποτέ. Καὶ ἀναφέρομαι σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ἀνέφερα παραπάνω, τὰ σχετικὰ μὲ τὰ δικαστήρια. Ἔλεγα: «Πῶς μπορεῖ νά ῾ναι τὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς φυλακῆς;». Μετὰ ὅμως δὲν σκεφτόμουν τὴ φυλακή. Τὸ μυαλό μου πήγαινε στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν κλεισμένοι ἐκεῖ μέσα καὶ σ᾿ ἐκείνους τοὺς δικούς τους ποὺ ἔμεναν ἔξω, ἀλλὰ ἡ καρδιά τους ἦταν δοσμένη σ᾿ ἐκείνους καὶ ἦταν κι ἐκείνη φυλακισμένη. Στὸ δικαστήριο εἶδα πολλὲς τέτοιες σκηνὲς καὶ μία στιγμὴ δὲν καταλάβαινα ποιὸς εἶναι ὁ κατηγορούμενος καὶ ποιὸς ὁ ἀθῶος πατέρας του, ποὺ ἦρθε νὰ τὸν συνδράμει καὶ νὰ τὸν ἐμψυχώσει κι ἔβλεπα μάρτυρες χωριάτες μὲ κουμπωμένο ὡς ἀπάνω τὸ πουκάμισο, χωρὶς γραβάτα, φτωχοὺς καὶ στραβογηρασμένους μὲ κόκκινο σταφιδιασμένο πρόσωπο καὶ πολλὲς ψιλὲς ρυτίδες γύρω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὴ μύτη.
Ντρέπομαι ποὺ γράφω γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ στὴν ἀπομόνωσή μου συναρμολογοῦσα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μὲ περίεργα ὑλικὰ καὶ μὲ μίαν ἀντίληψη ποὺ θὰ ταίριαζε περισσότερο σ᾿ ἕναν φιλόσοφο. Ἔτσι κι ἀπὸ τότε καὶ κάπως ἔτσι ἄρχισα νὰ σκέφτομαι. Καὶ ἔμαθα νὰ σκέφτομαι σὰν ν᾿ ἄρχιζα νὰ μαθαίνω μία ξένη γλώσσα. Κι ὅταν ἔμαθα νὰ σκέφτομαι, τότε πραγματικὰ σταμάτησα νὰ ζωγραφίζω.
Θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστο τὸ σημεῖο ποὺ λέτε γιὰ τὶς μικρὲς πινελιές μου. Τὸ ἀναλύετε σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν τεχνοτροπία ἑνὸς μεγάλου καὶ δύσκολου ζωγράφου, ποὺ ἔμεινε δάσκαλος ἐσαεί. Μέχρι σ᾿ ἕνα σημεῖο κάτι ἀνακαλύψατε. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸ ποὺ μὲ ἀνάγκαζε νὰ τὸ κάνω. Ζωγραφικὴ δὲν σπούδασα ποτὲ κι αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα τότε μεγάλη περηφάνια. Σιχάθηκα καὶ σχολὲς καὶ ζωγράφους. Εἶδα πολλὲς ἐκθέσεις. Τὸ κέρδος μου ἦταν νὰ παίρνω ἀπ᾿ ὅλους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἄφηναν χωρὶς συνείδηση νὰ μισοφαίνονται, μὲ δυὸ λόγια νὰ ἐκμεταλλεύομαι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔδειχναν μία κρυμμένη ἀνακάλυψη. Τὰ πρῶτα μου χρώματα θύμιζαν ἐρειπωμένα σπίτια. Σπίτια ποὺ κατεδαφίζονται καὶ χρόνια πρὶν τά ῾βλεπες κι ἔλεγες ἀμήχανος ποιοὶ ἄραγε τὰ κατοικοῦν καὶ πῶς τρῶνε καὶ πῶς κοιμοῦνται σ᾿ αὐτὰ τὰ μέγαρα καὶ βλέπεις ξαφνικὰ στὸ βάθος, ἀχνὰ ρὸζ καὶ κίτρινα καὶ γλυκὰ βυσσινὶ μὲς στὰ ξεχαρβαλωμένα ντουλάπια.
Ἐπειδὴ ἦρθαν δύσκολοι καιροί, ἀναγκαζόμουν νὰ διπλασιάζω τὰ χρώματα μὲ τὴν ἁπλὴ μέθοδο τῆς διάλυσης. Μάλιστα! Ἔριχνα λίγο νέφτι παραπάνω καὶ τὸ χρῶμα γινόταν διπλό. Ἰδοὺ λοιπὸν ὁ λόγος, ποὺ χρησιμοποιοῦσα τὰ ἀχνὰ χρώματα. Μερικὲς φορές, μόλις φαινόταν ἡ τελευταία στρώση καὶ βέβαια τὰ ἔργα ἦταν ἄχρηστα, ἀλλὰ ἄρχιζα καὶ ζωγράφιζα κάτι ἄλλο ἐπάνω τους καὶ τὸ πρῶτο θέμα μόλις καὶ μισοφαινόταν κι αὐτὸ ἐσεῖς βρήκατε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ ὀνομάσετε συνταρακτικὸ εὕρημα. Ἔτσι, ὅμως, μὲ τέτοιες συνθῆκες δὲν θὰ βρεῖτε ποτὲ τὸ ὅραμά μου. Γιατὶ ξέρω πιά, πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐξηγήσω τίποτα, μήτε νὰ ξαναζουλήξω τὸ σωληνάριο ποὺ εἶχε τελειώσει.
Ὅσο γιὰ τὶς μικρὲς πινελιὲς ποὺ ἀνακαλύψατε καὶ μείνατε ἐκστατικὸς εἶναι κι αὐτὸ ἀπὸ τὴ στέρηση ποὺ μ᾿ ἔδερνε. Ὅταν χαλοῦσε ἕνα πινέλο τό ῾κοβα σιγὰ - σιγὰ μὲ τὸ ψαλίδι καὶ ἀργότερα, σ᾿ ἕνα - δυὸ μῆνες, τὸ ἴδιο. Στὸ τέλος ἔμεναν τέσσερις τρίχες ἢ πολλὲς μαζί, ἀλλὰ πολὺ κοντές. Νομίζω, ἐξηγήθηκα μὲ ὅση εἰλικρίνεια μποροῦσα.
Ἐδῶ, ὅπως σᾶς εἶπα, δὲν ἔχω μήτε ἡλικία μήτε ὄνομα. Τραυλίζω ἄσχετες χρονολογίες καὶ γεγονότα, σὰν ἐκείνους ποὺ χάσανε τὰ λογικά τους κι ἄλλοτε μὲ τοὺς τρόμους (ἀκόμη) ποὺ αἰσθανόμουν σὰν μαθητὴς μπροστὰ στὴν κόλλα τοῦ διαγωνίσματος τῶν Μαθηματικῶν. Εἶμαι πιασμένος γιὰ πάντα μέσα στὴ φαρμακερὴ ἀράχνη ὀνομάτων καὶ ἀναμνήσεων. Ἀκούω καμιὰ φορὰ κάποιο θόρυβο, ὅπως ὅταν ὁ δαιμονισμένος ἀέρας παρασέρνει κονσερβοκούτια καὶ ξέρω πὼς κάτι ἔγινε, κάπου, μέσα σὲ ψιθυρίσματα, τρεχαλητά, χτυπήματα φτερῶν καὶ μικροὺς ἀναστεναγμούς, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐντοπίσω τί ἀκριβῶς γίνεται, παρ᾿ ὅλο ποὺ νιώθω πὼς ἕνας δικός μου ἄνθρωπος στέκεται δίπλα μου ἀόρατος καὶ σκεφτικὸς καὶ προσπαθεῖ μάταια νὰ μὲ βοηθήσει. Νιώθω ἀκόμη νὰ χύνεται στὰ σπλάγχνα μου ἕνα γλυκὸ μαῦρο χρῶμα καὶ πάντα λογαριάζω νὰ τὸ χρησιμοποιήσω γιὰ μία λεπτομέρεια στοὺς πίνακές μου, ἀλλὰ μόλις ἁπλώνω τὸ χέρι μου στὸ ὑποτιθέμενο πινέλο, τὸ χέρι μου ἀγγίζει μόνο τὸ περίγραμμά του. Ἐκτὸς αὐτοῦ, δὲν νιώθω πιὰ τὸν ἔρωτα γιὰ τὰ χρώματα, ποὺ ἔνιωθα κάποτε, δεδομένου ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν ζωγραφίσω ὅπως ποτὲ δὲν ἀξιώθηκα ἢ κι ἂν ξεπεράσω ὅλους τοὺς ζωγράφους ποὺ θαύμασα (ἐγὼ μόνο ξέρω πόσο ἔκλαψα κοιτάζοντας τὶς νεκρὲς φύσεις τῶν μεγάλων δασκάλων), τὸ νιώθω πὼς δὲν ἔχει κανένα νόημα. Ὁ ἔρωτας τῆς δημιουργίας, ἔτσι τὸ λέγανε κάποτε, ἔχει χαθεῖ.
Πῶς θά ῾θελα νὰ τὰ συζητήσουμε ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ μᾶς χωρίζουν μόνο δυὸ κοῦπες σκέτος καφές. Τώρα ποὺ κάνουν ἐξώφυλλα βιβλίων τοὺς πίνακές μου, ποὺ μὲ ταχυδρομοῦν σὲ κὰρτ ποστὰλ τὶς γιορτές, ποὺ κάνουν διαλέξεις γιὰ τὸ ἔργο μου καὶ τὴ ζωή μου, ἄσχετο ἂν κανεὶς δὲν μὲ εἶδε, γιατὶ ἁπλούστατα ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν μὲ γνώρισε κι οὔτε ἐνδιαφέρθηκε κι οὔτε ἔβγαλα κι ἐγὼ μία φωτογραφία γιὰ νὰ δοῦνε τέλος πάντως, πὼς ἤμουνα... ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ κυνήγησαν μὲ περιφρόνηση σὰν ἐκεῖνο τὸν ἐπηρμένο ἐκδότη ἑνὸς λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ, ποὺ ἀποφάσισα καὶ χτύπησα τὴν πόρτα του καὶ τοῦ ζήτησα πολὺ ταπεινὰ ἂν ἤθελε νὰ βάλει ἕνα σχεδιάκι μου σὲ κάποιο ἀφιέρωμα ἑνὸς ποιητῆ καὶ μοῦ εἶπε, μάλιστα, κύριε, θαυμάσια, θαυμάσια καὶ νὰ τὸν πάρω τηλέφωνο τὴν Τρίτη καὶ μετὰ χάθηκε. Χάθηκε.
Τώρα, φαντάζομαι ὅτι θά ῾γινε κιόλας ἀκαδημαϊκός, γιατὶ ὁλοένα ἔτρεχε μαζί τους κι ὁλοένα ἔπαιρνε συνεντεύξεις ἀπὸ γέρους καὶ ἑτοιμόρροπους καλλιτέχνες καὶ βρέθηκε μὲ τοῦ κόσμου τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ ἔργα τέχνης καὶ ξενυχτοῦσε μαζί τους σὲ πρεμιέρες καὶ συναυλίες, τί νὰ τὰ λέω τώρα.
Κάπου κάπου βλέπω κάποιες σκιὲς ἀνθρώπων καὶ νιώθω ὅτι μὲ κοιτάζουν μὲ περιέργεια καὶ ἴσως μὲ φόβο καὶ ἀποστροφὴ καὶ πολλοὶ εἶναι, θαρρεῖς, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ σύννεφα μὲ ὁλόχρυσα φυλλώματα καὶ πουλιὰ (καὶ ἡ σκιά τους ἀκόμη εἶναι ὁλόχρυση) μὲ κοιτοῦν ἐξεταστικὰ καὶ σὰν νὰ μὲ κατασκοπεύουν καὶ κάτι ψιθυρίζουν γιὰ μένα. Μήπως ἄραγε, εἶστε ἐσεῖς; Καὶ γιατί διστάζετε; Ντρέπεστε; Καὶ εἶστε ἀπὸ καιρὸ ἐδῶ; Τότε δὲν θὰ λάβετε ποτὲ τὸ γράμμα μου. Τί κρίμα. Ποτὲ δὲν ἔμαθα αὐτὴ τὴ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ πολὺ περισσότερο τὴ γυναίκα μου, μιὰ γυναίκα ἀμίλητη σὰν εἴδωλο, ποὺ τὴν παντρεύτηκα χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ ξέρω - ὅλα ἔγιναν μέσα σὲ ἀπελπισμένες καταστάσεις - ἀλλὰ ποὺ μόνο ἐκείνη ἤξερε νὰ μὲ ταξιδεύει ἐκεῖ ποὺ ἤθελα. Μεγάλα λόγια, θὰ πεῖτε, κι αἰσθάνομαι κιόλας τὴ μαχαιριὰ τῆς περιφρόνησής σας, ἀλλὰ πῶς ἀλλιῶς νὰ γίνει καὶ πῶς ἀλλιῶς νὰ περπατήσει ὁ κόσμος καὶ ἀλλιῶς νὰ μιλήσω.
from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3727
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

Μαλαματένια λόγια

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ' αηδόνια σεχτηκιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του ʼδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή[Παρασκευή]
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

Α] Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΥ. Β] ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΤΥΑΝΕΑΣ ~ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ. Η επιλογή έγινε από τον ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΑ.

Στον Τρωικό Κύκλο της Ελληνικής Μυθολογίας ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται ως βασιλιάς της Θεσσαλίας, γιος του Ιφίκλου και της Αστυόχης.
Το βασίλειο ( Φθιώτις Αχαΐα), του Πρωτεσίλαου εντοπίζεται στα όρια της σημερινής επαρχίας του Αλμυρού. Δηλαδή από την περιοχή της Νέας Αγχιάλου έως και την περιοχή του Αχιλλείου του Δήμου Πτελεού.
Το βασίλειό του συνόρευε Βόρεια μ' αυτό των Πελασγών και της Ιωλκού, Δυτικά μ' αυτό της Φθίας- Μυρμιδόνων (περιοχή Φαρσάλων ή Φθιώτις Τετράς) και τη Θεσσαλιώτιδα, ενώ Νότια με τη Μαλίδα (Λαμία) και τη Δολοπία. Τέλος Ανατολικά βρεχόταν από τον Παγασητικό κόλπο.
Ο Πρωτεσιλαος υποψhφιος μνηστhρας της Ωραιας Ελeνης
Στον Τρωικό Πόλεμο ήταν υποχρεωμένα με όρκο να λάβουν μέρος όσα αρχοντόπουλα της Ελλάδας είχαν ζητήσει να πάρουν γυναίκα τους την Ωραία Ελένη. Ο Πρωτεσίλαος ήταν ένας από αυτούς. Αρχοντόπουλο ακόμη ο Πρωτεσίλαος, ζώντας στη Φυλάκη, είχε στείλει προξενητάδες με πολλά δώρα στη Σπάρτη ζητώντας να κάνει γυναίκα του την Ωραία Ελένη.
Πριν την επιλογή του συζύγου της, που ήταν ο Σπαρτιάτης Μενέλαος, οι μνηστήρες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και οι Αντίλοχος, Αίας ο του Οιλέα, ο Αίας ο Τελαμώνιος, ο Μενέλαος, ο Διομήδης, ο Πολυποίτης, ο Ελπήνωρ, ο Εύμηλος, ο Ποδαλείριος, ο Ιδέας, ο Λεοντέας, ο Φιλοκτήτης κ.α, ορκίστηκαν ενώπιον του Αγαμέμνονα, των αδελφών της Ελένης, Κάστορα και Πολυδεύκη, των γνωστών με το όνομα Διόσκουροι, και των γονέων της Ελένης, πως θα στέκονταν για πάντα εγγυητές του γάμου της Ελένης, όποιος και αν επιλεγόταν για την επίζηλη αυτή θέση.
Έτσι μετά την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη, αναγκάστηκε κι ο Πρωτεσίλαος να λάβει μέρος στην εκστρατεία τιμωρίας του Πάρη, που έμεινε γνωστή ως Τρωική Εκστρατεία. Στην εκστρατεία αυτή, κατά τον Όμηρο συμμετείχε ο Πρωτεσίλαος με 40 καράβια.

Πρωτεσίλαος και Λαοδάμεια

Ο Πρωτεσίλαος σαν μεγάλωσε κι έγινε είκοσι ετών παντρεύτηκε την όμορφη Λαοδάμεια.
Η Λαοδάμεια ήταν κόρη του βασιλιά της γειτονικής με τη Φυλάκη πόλης, της Ιωλκού. Ήταν κόρη του Άκαστου, του γιου του Πελία.
Ο γάμος έγινε μια μέρα πριν ξεκινήσει για την Τρωική Εκστρατεία. Μάλιστα από τη βιασύνη του να φύγει για την Τροία λησμόνησε τις καθιερωμένες θυσίες προς τιμήν της θεάς Άρτεμης. . Όπως μας λέει ο Όμηρος δεν είχε προλάβει ακόμη να τελειώσει ούτε το σπίτι του που είχε αρχίσει να το χτίζει και το παράτησε μισοτελειωμένο.Ο πρωτεσιλαος στον τρωϊκο πολεμο

Πολλοί μύθοι κυκλοφορούσαν για τον Πρωτεσίλαο. Είχε, έλεγαν, ένα τεράστιο σώμα. Ήταν ολόκληρος γίγαντας, δέκα πήχεις ψηλός. Και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, αν δεν σκοτωνόταν τόσο νωρίς. Ήταν μόνο είκοσι χρονών.
Στην Τροία ήταν το πρώτο από τα θύματα των Ελλήνων. Ο θάνατός του αποδίδεται στην προφητεία-χρησμό της θεάς Θέτιδας. Η Θέτιδα έλεγε πως ο πρώτος Έλληνας που θα πατούσε στο έδαφος της Τροίας θα σκοτωνόταν άμεσα. Ο Πρωτεσίλαος, δεν ήθελε να αποβιβαστεί πρώτος γιατί ήξερε ότι τον περίμενε ο θάνατος. Τον ξεγέλασε όμως ο πονηρός βασιλιάς της Ιθάκης, ο Οδυσσέας, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τι ακριβώς έλεγε ο χρησμός.
Έριξε, λοιπόν, ο Οδυσσέας πρώτα την ασπίδα του στο τρωικό έδαφος και μετά πήδησε ο ίδιος πρώτος, αλλά στάθηκε επάνω στην ασπίδα. Έτσι ο Οδυσσέας δεν πάτησε το χώμα της Τροίας, αν και πήδηξε πρώτος από το καράβι και για το λόγο αυτό δεν σκοτώθηκε. Αντίθετα σκοτώθηκε ο Πρωτεσίλαος που ξεγελασμένος από τον Οδυσσέα πήδηξε στο έδαφος της Τροίας μετά από αυτόν, νομίζοντας ότι ήταν δεύτερος.
Ο Πρωτεσίλαος αφού κατόρθωσε να σκοτώσει πολλούς αντιπάλους του, δέχτηκε θανατηφόρο χτύπημα απ' τον Έκτορα, που καθοδηγούνταν από την Άρτεμη, αδελφή του προστάτη της Τροίας Απόλλωνα.

ΜΥΘΟΙ για τη ΛΑΟΔΑΜΕΙΑ

Το μαύρο μήνυμα του χαμού του άντρα της, του Πρωτεσίλαου, δεν άργησε να το μάθει η γυναίκα του Λαοδάμεια, που είχε μείνει μόνη της στη Φυλάκη.
Άρχισε τότε να κλαίει απαρηγόρητα, με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Στην μεγάλη της απελπισία και απόγνωση που την έδερνε, έφτιαξε ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της και μ' αυτό στην αγκαλιά της περνούσε μέρες και νύχτες.
Ο πατέρας της Λαοδάμειας, έλεγαν άλλοι μύθοι, προσπαθούσε να την παρηγορήσει και την μάλωνε που κοιμόταν με κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Γι' αυτό αυτοκτόνησε η Λαοδάμεια, έλεγαν αυτοί οι μύθοι. Άλλοι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν έκαψε ο πατέρας της το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου. Το κρατούσε η Λαοδάμεια στην αγκαλιά της και συνομιλούσε μ' αυτό, όταν ο Ερμής έφερε κοντά της τον Πρωτεσίλαο.
Άλλος μύθος έλεγε ωστόσο ότι η Λαοδάμεια αυτοπυρπολήθηκε μαζί με το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου και άλλος ότι πέθανε στην αγκαλιά του άντρα της.

Ο ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟΝ ΕΠΑΝΩ ΚΟΣΜΟ

Η θεά Άρτεμης γνωρίζοντας την μεγάλη αγάπη του για την Λαοδάμεια, για να τον τιμωρήσει επειδή δεν της πρόσφερε θυσίες στον γάμο του, κατόρθωσε και τον έκανε να πιει λίγο μόνο από το νερό της Λήθης που έπιναν οι κατερχόμενοι νεκροί για να λησμονήσουν το παρελθόν, την επίγεια ζωή τους. Ο Πρωτεσίλαος στον Κάτω Κόσμο πάντα θυμόνταν την γυναίκα του και ήταν απαρηγόρητος.
Έτσι νέος που βρέθηκε στον Κάτω Κόσμο και μάλιστα τόσο άδικα και νιόπαντρος ο Πρωτεσίλαος παραπονούνταν στον Πλούτωνα το θεό του Άδη και αναθεμάτιζε την Ωραία Ελένη, που εξαιτίας της έγινε ο Τρωικός Πόλεμος και έτσι έχασε τη ζωή του.
Ύστερα από πολύχρονες ικεσίες όμως του ήρωα πείθεται ο Πλούτωνας και με τη σύμφωνη γνώμη της γυναίκας του, της Περσεφόνης, του επιτρέπει, να περάσει μια μέρα στον Επάνω Κόσμο, συνοδευόμενος από τον Ερμή, ώστε να συναντήσει τη γυναίκα του, όχι απλά σαν μία σκιά αλλά μ' όλη του την σωματική ακμή, σα να μην είχε ποτέ πεθάνει.
Η Λαοδάμεια μόλις τον αντίκρισε, έπεσε με λυγμούς στην αγκαλιά του, πιστεύοντας ότι η αγγελία του θανάτου του ήταν ένα τερατώδες ψέμα ή λάθος. Εκείνος όμως της εξηγεί την αλήθεια και την παρακαλεί , λίγο πριν φύγει, να μη θελήσει να ζήσει χωρίς εκείνον. Πολύ γρήγορα, πέρασε ο χρόνος της άδειας που δόθηκε στον Πρωτεσίλαο.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγει πάλι και να επιστρέψει στον Κάτω Κόσμο, η Λαοδάμεια, μην αντέχοντας ένα καινούργιο χωρισμό, αρπάζει το σπαθί του και το βυθίζει στο στήθος της, ακολουθώντας, τον αιώνια αγαπημένο της στον Κάτω Κόσμο.
Βιβλιογραφία : ΒΙΚΤΩΡ ΚΟΝΤΟΝΑΤΣΙΟΣ ΄΄Ο Πτελεός της Θεσσαλίας 3.000 χρόνια ιστορίας΄΄Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.
==========================

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΤΥΑΝΕΑΣ ~ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ.
Άρχισα να συζητάω με τον Αχιλλέα», είπε ο Απολλώνιος, «χωρίς προηγουμένως ν’ ανοίξω κανένα λάκκο, όπως έκανε ο Οδυσσέας, για να τον δελεάσω με αίμα αρνιών, αλλά αφού πρώτα προσευχήθηκα, με τον τρόπο που προσεύχονται οι Ινδοί στους ήρωες τους.

“Αχιλλέα”, είπα, “ο πολύς ο κόσμος λέει πως έχεις πεθάνει, εγώ όμως δεν το δέχομαι αυτό, όπως δεν το δέχεται κι ο Πυθαγόρας, ο πρόγονός μου στη σοφία. Αν λέμε αλήθεια, τότε δείξε μας τη μορφή σου, και θα δεις και συ καλό, που θα ’χεις τα μάτια μου για μάρτυρες της ύπαρξής σου.” Αμέσως έγινε ένας μικρός σεισμός γύρω από τον τύμβο,* και πρόβαλε ένας νέος ίσαμε πέντε πήχεις ψηλός' από τη χλαμύδα που φορούσε θα τον περνούσες για Θεσσαλό. Η θωριά του δεν έδειχνε διόλου αλαζονική, όπως νομίζουν μερικοί για τον Αχιλλέα' και παρ’ ότι η όψη του ήτανε φοβερή, φαινόταν και εύθυμη συνάμα.
Όσο για την ομορφιά του, έχω να πω ότι δεν έχει ακόμα βρεθεί ο ποιητής που θα την παινέψει όπως της αξίζει —κι ας είπε γι’ αυτήν ο Όμηρος τόσα και τόσα-, γιατί ξεπερνά κάθε περιγραφή' και περισσότερο την αδικεί ο ποιητής υμνώντας την παρά πλησιάζει την πραγματικότητα. Κι ενώ το ύψος του ήταν όσο είπα πριν, μεγάλωνε ακόμα περισσότερο, γινόταν διπλάσιος κι ακόμα περισσότερο, μου φάνηκε πως έγινε δώδεκα πήχεις και πως μαζί με το ύψος του μεγάλωνε κι η ομορφιά του. (...)
Με χαιρέτησε κι είπε, “Χαίρομαι που σε ανταμώνω, γιατί από καιρό τώρα είχα ανάγκη να βρεθώ με κάποιον σαν και σένα. Οι Θεσσαλοί πάει καιρός που έχουν σταματήσει τις προσφορές, μα βρίσκω πως δεν αξίζει να θυμώνω, γιατί αν θυμώσω θα καταστραφούν χειρότερα απ’ ότι οι Έλληνες κάποτε σε τούτο εδώ τον τόπο. Τους συμβουλεύω όμως να μην τηρούν συμπεριφορά υβριστική απέναντι στα έθιμα και να μην αποδεικνύονται χειρότεροι από τούτους εδώ τους Τρώες, που αν και σκότωσα τόσους δικούς τους, μου προσφέρουν δημόσιες θυσίες, μου αφιερώνουν τους πρώτους καρπούς και αφήνουν πάνω στον τάφο μου κλάδους ελαίας ικετεύοντας για μια συμφιλίωση που εγώ δεν πρόκειται ποτέ να δεχτώ: οι ψεύτικοι όρκοι τους δεν θα μπορέσουν να κάνουν ώστε το Ίλιον να ξαναβρεί την παλιά του λαμπρότητα μήτε να γνωρίσει ακμή όπως πολλές άλλες πολιτείες που στο παρελθόν καταστράφηκαν, κι η πόλη τους πάντα θα ’ναι σαν να αλώθηκε μόλις χτες. Για να μη προκαλέσω τα ίδια και στους Θεσσαλούς, θέλω να μεσολαβήσεις εσύ και να μεταφέρεις στο κοινό των Θεσσαλών τα όσα σου είπα”.
“Θα μεσολαβήσω”, είπα, “και σκοπός της αποστολής μου θα είναι να μη καταστραφούν. Όμως έχω να σου ζητήσω κάτι, Αχιλλέα”.
“Σε καταλαβαίνω”, είπε' “είναι φανερό ότι θέλεις να με ρωτήσεις για τον Τρωικό πόλεμο. Κάμε, λοιπόν, πέντε ερωτήσεις που να τις επιτρέπουν οι Μοίρες”.
Τον ρώτησα πρώτα αν η ταφή του έγινε όπως την περιγράφουν οι ποιητές. “Είμαι θαμμένος όπως το επιθυμήσαμε και εγώ και ο Πάτροκλος. Από μικροί ήμασταν αχώριστοι και τώρα μας κρατά ενωμένους ο αμφορέας που περιέχει την τέφρα μας, κι είμαστε ένα. Όσο για τους φημολογούμενους θρήνους των Μουσών και των Νηρηίδων: οι Μούσες ούτε που πάτησαν ποτέ εδώ' όμως οι Νηρηίδες εξακολουθούν ακόμα και τώρα να έρχονται.”
Μετά τον ρώτησα αν η Πολυξένη σφάχτηκε πάνω στον τάφο του, και κείνος είπε ότι αυτό ήταν αλήθεια, μόνο που δεν την έσφαξαν οι Αχαιοί αλλά με τη θέλησή της ήρθε στο μνήμα πιστεύοντας πως ο έρωτάς τους ήταν άξιος μεγάλων τιμών, και ρίχτηκε πάνω σ’ ένα ορθωμένο σπαθί.
Η τρίτη ερώτησή μου ήταν: “Η Ελένη, Αχιλλέα, πήγε πραγματικά στην Τροία, ή πρόκειται για ιστορία που επινόησε ο Όμηρος;”
“Για πολύν καιρό ζούσαμε σε πλάνη, και στέλναμε πρέσβεις στους Τρώες και δίναμε μάχες για χάρη της, λες και βρισκόταν στο Ίλιο εκείνη όμως, από τότε που την άρπαξε ο Πάρις έμενε στην Αίγυπτο, στο σπίτι του Πρωτέα. Όταν το διαπιστώσαμε αυτό, πολεμούσαμε πια για την ίδια την Τροία, για να μην υποχωρήσουμε ρεζιλεμένοι.”
Προχώρησα στην τέταρτη ερώτηση, λέγοντάς του πως ήταν παράδοξο τ’ ότι η Ελλάδα έστειλε τόσο πολύ στρατό, και τέτοια παλικάρια, όπως περιγράφει ο Όμηρος, μόνο και μόνο για να πάρουν την Τροία.
“Μα κι οι βάρβαροι”, είπε ο Αχιλλέας, “δεν ήταν κατώτεροί μας. Γι’ αυτό άνθιζε τότε η αρετή σ’ ολόκληρη τη γη.”
Κι η πέμπτη ερώτησή μου ήταν: “Πώς το ’παθε ο Όμηρος και δεν ήξερε για τον Παλαμήδη; Ή μήπως ήξερε, αλλά επίτηδες τον απέκλεισε από την ιστορία σας;”
Κι ο Αχιλλέας: “Αν ο Παλαμήδης δεν ήρθε στην Τροία, τότε ούτε Τροία υπήρξε ποτέ. Όμως επειδή ήταν άνθρωπος πολύ σοφός και άριστος πολεμιστής, και φονεύθηκε με απόφαση του Οδυσσέα, ο Όμηρος δεν τον βάζει στα ποιήματά του για να μην υποχρεωθεί να τραγουδήσει τα αίσχη του Οδυσσέα.”
Κι άρχισε να τον θρηνεί γοερά ο Αχιλλέας, εκείνον τον μέγιστο και κάλλιστο, εκείνο το παλικάρι που ξεπερνούσε τους πάντες στη φρόνηση και στην αντρειοσύνη και που υπηρέτησε τις Μούσες όσο άλλος κανείς'
“Εσύ Απολλώνιε, που ξέρεις ότι οι σοφοί πρέπει να φέρονται μεταξύ τους με αξιοσύνη, φρόντισε τον τάφο του και στήσε όρθιο το άγαλμα του Παλαμήδη που τώρα είναι παραπεταμένο' είναι ριγμένο καταγής κάπου στην Αιολίδα, απέναντι από τη Μήθυμνα της Λέσβου.” Αυτά είπε και χάθηκε με μια μικρή αστραπή, γιατί είχαν αρχίσει πια να λαλουν οι πετεινοί.»
(Τά ές Τυανεα Άπολλώνιον, Δ 16).
* R.L.: Ο Φιλόστρατος εννοεί τον τύμβο του Αχιλλέα στην Τροία.
Από το βιβλίο "Η αποστολή της Ελλάδας" του Sir Richard Livingston
Πηγή: solon. org.gr

ΣΑΠΦΩ ΚΑΙ ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ. Η Επιλογή έγινε από την Σεμέλη και την Αντίκλεια.

Σαπφώ. Η Σαπφώ, γενική της Σαπφούς, (αιολική διάλεκτος Ψαπφώ, αποκαλούμενη και Σαπφώ η Λεσβία από τον τόπο καταγωγής της) (~ 630 - 570 π.Χ.), ήταν Eλληνίδα λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο, ιδιαίτερα γνωστή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για τα ποιήματά της. Με το όνομά της έχει συνδεθεί και ο λεσβιακός έρωτας.

Η ζωή της Για τη ζωή της ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Είναι πιθανό ότι γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου. Ήταν σύγχρονη του Αλκαίου και του Πιττακού. Πατέρας της αναφέρεται ο Σκαμανδρώνυμος και μητέρα της η Κλεΐς. Είχε επίσης τρεις αδελφούς, τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο. Ο φιλόσοφος Μάξιμος ο Τύριος (β΄ μισό του 2ου μ.Χ. αι.), την περιγράφει ως μικρόσωμη και μελαχρινή («μικρά και μέλαινα»). Σύμφωνα με το βυζαντινό λεξικό Σούδα, πιθανότατα παντρεύτηκε έναν πλούσιο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, που ονομάστηκε Κλεΐδα σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Λόγω πολιτικών αναταραχών στη Λέσβο που οδήγησαν την αριστοκρατία του νησιού σε εξορία από την πρωτεύουσα Μυτιλήνη, η Σαπφώ κατέφυγε προσωρινά στη Σικελία. Αργότερα, μετά την κατάλυση της τυραννίας, επί Πιττακού του Μυτιληναίου, γύρισε στη Μυτιλήνη, συγκέντρωσε γύρω της νεαρές όμορφες φίλες από την αριστοκρατία του νησιού και των μικρασιατικών πόλεων, για να τους διδάξει τις τέχνες της μουσικής και της ποίησης, στην υπηρεσία της Αφροδίτης και των Μουσών. Αυτή η σχέση, που ήταν εμπνευσμένη από θρησκευτικές ιδέες, δεν ήταν κάτι που έκανε πρώτη η Σαπφώ. Μαρτυρείται ότι και άλλες γυναίκες της εποχής διατηρούσαν τέτοιου είδους ωδεία. Όμως η σχέση της Σαπφούς με τις μαθήτριές της θεωρήθηκε αργότερα απρεπής, επειδή είχε και ερωτικές διαστάσεις και γι' αυτό έμεινε στην ιστορία ως «λεσβιακός έρως». Ένας μεταγενέστερος θρύλος λέει ότι η Σαπφώ, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον όμορφο νέο Φάωνα, που την απέρριψε και την εγκατέλειψε, έπεσε από τα βράχια της Λευκάδας στη θάλασσα. Δεν είναι όμως γνωστό, αν υπήρξε καν πρόσωπο με αυτό το όνομα ή αν πρόκειται για θρύλο. Πιθανότατα πρόκειται για παρερμηνεία κάποιου ποιήματός της, όπου η Σαπφώ εξυμνεί την ομορφιά του Φάωνα, ακόλουθου της Αφροδίτης
Η γνώμη των αρχαίων για τη Σαπφώ

Η Σαπφώ θεωρείται με την ποίησή της, που ήταν γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας. Ο Πλάτων την ονομάζει «σοφή» και «δέκατη Μούσα», ο Ανακρέων «ηδυμελή», ο Λουκιανός «μελιxρόν αύχημα Λεσβίων» οι Ιουλιανός και Αντίπατρος «θηλυκό Όμηρο» και «τιμή Λεσβίων γυναικών», ενώ ο Στράβων «θαυμαστόν τέρας». Ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει ότι ακόμα και οι νεκροί στον κάτω κόσμο ακούν τα τραγούδια της με θαυμασμό σε ιερή σιγή.
Μετά τον θάνατό της στην πατρίδα της Λέσβο έκοψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες και στην Πέργαμο στήθηκαν αγάλματά της, ενώ στις Συρακούσες κατασκευάστηκε και ένα κενοτάφιο σε ανάμνησή της.
Σε μεταγενέστερη όμως εποχή, οι Αττικοί κωμωδιογράφοι τη δυσφήμησαν για ομοφυλοφιλικές τάσεις (εξ ου και ο όρος λεσβία). Αφορμή για τις φήμες υπήρξε πιθανόν το ότι η Σαπφώ εκδήλωνε έντονο συναισθηματισμό προς τις μαθήτριές της. Μολονότι κανένας από τους συγγραφείς δεν αναφέρει κάτι σχετικό μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, οι κρίσεις αυτές για τη Σαπφώ επικράτησαν. Μάλιστα αναφέρεται ότι η Σαπφώ είχε ερωτευθεί την Ατθίδα, την Τελέσιππα και τη Μεγάρα. Σύγχρονοί μας μελετητές εκφράζουν αμφιβολίες για το αν η Σαπφώ ήταν όντως λεσβία.
Απήχηση στα μεταγενέστερα χρόνια Καθώς τον έβδομο αιώνα μ.Χ. τα ποιήματα της Σαπφούς εξακολουθούσαν ακόμη να διαβάζονται στην Αίγυπτο και αργότερα στην εποχή των Κομνηνών η Πατριαρχική Σχολή περιελάμβανε στην ύλη της ποιητές όπως η Σαπφώ και ο Πίνδαρος, μάλλον δεν υπήρξε κάποια επίσημη επιβολή λογοκρισίας από την Χριστιανική Εκκλησία. Είναι όμως πιθανό, πολλά από τα έργα της να χάθηκαν λόγω της μη αντιγραφής τους, εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης που ίσως είχαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και στα πλαίσια μιας πιο αυστηρής άποψης για την ηθική. Ο επίσης Μυτιληνιός σύγχρονος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης την περιέγραψε σαν μια «μακρινή εξαδέλφη» του με την οποία μεγάλωσαν παίζοντας «στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ' τις ίδιες στέρνες» και της αφιέρωσε ένα από τα μικρά του έψιλον. Το 1986 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ο δίσκος «Σαπφώ» σε μουσική του Σπύρου Βλασσόπουλου και παραγωγή του Διονύση Σαββόπουλου, με μελοποιήσεις 12 ποιημάτων της Σαπφούς σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση, και ερμηνεία της Αλέκας Κανελλίδου.[1]
Ο αστεροειδής 80 Σαπφώ (80 Sappho), που ανακαλύφθηκε το 1864, πήρε το όνομά του από τη λυρική αυτή ποιήτρια.Έργα

Η Σαπφώ έγραψε ερωτικά ποιήματα, ύμνους στους θεούς και επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου). Η ποίησή της δονείται από αυθορμητισμό και έντονα αισθήματα. Αρκετοί από τους στίχους της μαρτυρούν έντονο ερωτισμό και λυρισμό. Από τα ποιήματά της, που συνέλεξαν οι Αλεξανδρινοί και δημοσίευσαν σε βιβλία, τα πιο διάσημα ήταν οι Ύμνοι και τα Επιθαλάμια. Ίσως κανένας άλλος λογοτέχνης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Σαπφώ στην ομορφιά της σκέψης, στον μελωδικό της στίχο και στην ένταση των αισθημάτων της. Εκτός από μικρά αποσπάσματα, έχουν διασωθεί ολόκληρα μόνο ένας Ύμνος στην Αφροδίτη («Ποικιλόθρον' αθάνατ' Αφρόδιτα»), η Ωδή «Ότωι τις έραται» και ένα αναφερόμενο στο μύθο της Ηούς (Αυγής) και του Τιθωνού, που ανακαλύφθηκε από αποκατάσταση παπύρου της Οξυρρύγχου και εκδόθηκε το 2005. Αυτά υπάρχουν μεταφρασμένα στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Τρία επιγράμματα με το όνομα της Σαπφούς, από τον Στέφανο του Μελέαγρου, υπάρχουν στην Παλατινή Ανθολογία, εντονότατα αμφισβητούμενα (VI 269, VII 489, VII 505).[1]
Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σαπφώ- Ποιήματα με μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη

1. Κέλομαι σε Γογγύλα
Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.

2. Ατθίδα
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
'Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ' το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ' το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...

3. Θεός μου φαίνεται..
Θεός μου φαίνεται στ΄ αλήθεια εμένα κείνος
ο άντρας που κάθεται αντίκρυ σου κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής σου απολαμβάνει
και το γέλιο σου αχ που ξελογιάζει
και που λιώνει στο στήθος την καρδιά μου
σου τ΄ ορκίζομαι" γιατί μόλις που πάω να
σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται η μιλιά μου
μες στο στόμα η γλώσσα μου
στεγνώνει" πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι
ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω μα
βουίζουν τ΄ αυτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί μου περιχάει" τρέμω σύγκορμη αχ
και πρασινίζω σάν το χόρτο και λέω πώς λίγο ακόμη"
λίγο ακόμη και πάει θα ξεψυχήσω.

4. Το τραγούδι της Αριγνώτας
Συχνά από τις Σάρδες σε μας δώ πέρα
η σκέψη της γυρίζει,
πως ζούσαμε μαζί,
τι εφάνταζες εμπρός της σα μια θεά,
κι η ποιο τρανή χαρά της
το δικό σου τραγούδι ήτανε πάντα.

Τώρα μέσα στις Λυδές γυναίκες ξεχωρίζει
καθώς σαν πέσει ο ήλιος
κι η σελήνη ροδοδάχτυλη λάμπει
τ' άστρα τ' άλλα σκοτεινιάζοντας
κι ίδια γύρω αφήνει το φώς της να απλωθεί
πα σ' αλμυρά πελάγη και σε πολύανθες χώρες.

Κι έχει πάρει γλυκιά δροσιά να χύνεται
τα ρόδα μοσχοβολούν και τ' απαλό χορτάρι
και το τριφύλλι ολούθε τ' ανθισμένο.

Κι εκείνη πέρα δώθε τριγυρίζει
την Ατθίδα θυμάμενη
η καρδιά της η τρυφερή από πόθο πλημμυρίζει
κι απ' τον καημό βαραίνει μες τα στήθη.

Κι εμας τις δυό φωνάζει
να βρεθούμε κοντά της.
'Ομως, [...]

5. Αποχαιρετισμός στην μαθήτρια..
"Να 'σαι ευτυχισμένη, πήγαινε, άλλωστε τίποτα δε διαρκεί.
Να θυμάσαι όμως πάντα πόσο σ' αγάπησα,
κρατιόμασταν χέρι χέρι μέσα στη νύχτα που ευωδίαζε,
πηγαίναμε στην πηγή ή τριγυρίζαμε στους λόγγους
κι έφτιαχνα για το λαιμό σου γιρλάντες μεθυστικές".

6. Απόσπασμα
''κι ανάμεσα σε μαλακά σκεπάσματα χνουδάτα
με προσοχή την πλάγιασε
α να `ταν πάντα το κεφάλι ν' ακουμπάς
σε τέτοιας φιλενάδας τρυφερής τα στήθη
να κράταγε για μένα δυο φορές η νύχτα ετούτη
να `ταν χρυσή Αφροδίτη μου
τέτοια μια μοίρα να μου λάχει εμένα!»
7. Για την Ατθίδα
«πάλι πάλι ο έρωτας` ο έρωτας με παιδεύει
και πώς να τον παλέψω Ατθίδα μου` που
αυτός με τα φαρμάκια και τις γλύκες του
μου κόβει τα ήπατα το τέρας!
κι εσύ πάει με βαρέθηκες`
κάνεις φτερά το ξέρω για την Ανδρομέδα
ποια `ναι λοιπόν αυτή που σε ξετρέλανε
η χωριάτα που μήτε
καν πώς να κρατήσει το φουστάνι της πάνω
από τον αστράγαλο δεν ξέρει;»

8. Για την Μίκα«μα να σ' αφήκω εγώ δε γίνεται Μίκα γλυκιά μου`
κι ας έλαχε να σ' αγαπήσουν κόρες από το σόι των Πενθελιδών εμάς όλο παραξενιές
κάποιο μαγευτικό τραγούδι στ' άκουσμα ψάλλει
κι αηδόνια με κελαηδητό τρελό
δρόσο σταλάζοντας...»

9. Αποσπάσματα..
''....
μια παιδούλα τρυφερή λεπτή που μάζευε
αγκαλιές λουλούδια που η φωνή της κι
απ' της λύρας είναι ακόμη πιο γλυκιά
πιο λευκή κι απ' το γάλα πιο γλυκόπιοτη α-
πό το νερό πιο μελωδική απ' τη λύρα πιο
γαύρη απ' της φοράδας πιο βελούδινη απ'
το ρόδο πιο τρυφερή απ' το ρούχο το απαλό
πιο πολύτιμη από το χρυσάφι.''
''...
μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής αηδόνι
της Αφροδίτης η θεραπαινίδα η χρυσοφώτεινη
ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος
και στου βουνού το χώρο συναγμένες
καθώς σ' άλλους καιρούς της Κρήτης οι κοπέλες
έσερναν το χορό τριγύρω στον ωραίο βωμό
και με ρυθμό τα λυγερά τα πόδια τους
χτυπώντας πατούσανε στα τρυφερά των χόρτων
ανθουλάκια.''
''...
αρχινώ το τραγούδι μου μ' αιθέρια λόγια
μα γι'αυτό κι απαλά στ' άκουσμα
την Ομορφιά διακόνησα-τι ποιο μεγάλο θα μπορούσα
που μ' αξίωσαν (οι Μούσες) τη δική τους
δύναμη δίνοντας να λέω: αλήθεια
σε μελλούμενους καιρούς κάποιος
θα βρίσκεται να με θυμάτ' εμένα.''
11. Γρήγορα η ώρα πέρασε..γρήγορα η ώρα πέρασε,μεσάνυχτα κοντεύουν,
πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα- σιλέψανε-και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη
κι έρημη ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρά-
νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ-
μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.
Πηγή: http://niovilontou.pblogs.gr
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.
====================
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Το χρώμα του φεγγαριού

- Tι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλέ.
- Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
- Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
- Τι χρώμα έχει η χαρά;
- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
- Και η μοναξιά;
- Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
- Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
- Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
- Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
- Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι ... Κοίταξε μακριά στο κενό ... Και δάκρυσε ...
- Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στο αστέρι του.
- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
- Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.
- Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
- Όμορφη βραδιά απόψε. Aκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγεί ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται ...
- Σε λίγο θα ξημερώσει ... Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται...
Ονειρεύονται και ελπίζουν

Τι φταις αλήθεια......

Τι φταις αλήθεια.
Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς".
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ".
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς".
Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ".
Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί".
Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!"
Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.
Τι φταις!

Ρίσκο

Είσαι για ένα ταξίδι στ'ανοιχτά;
Είσαι για ένα ρίσκο;
Θελω να μου υποσχεθείς
πως δε θα πάρεις
μετεωρολογικό δελτίο.
Πως δε θα χεις μαζί σου
προμήθειες και αποσκευές.
Πως δε θα γεμίσεις
το πλεούμενο με σωσίβια.
Θα δέσουμε την άγκυρά μας
στα φτερά των γλάρων.
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας
το πιο τρελό δελφίνι.
Θα σου χαρίσω
όλο το γαλάζιο του πελάγου.
Όλο το χρυσαφι του ήλιου.
Όλο το ροζ του δειλινού.
Να χεις χρώματα πολλά
να βάφεις τους πόθους και τις σκέψεις σου.
Θα γεμίσω τ'αμπάρι μας με ονειρα.
Να χεις πολλά.
Να μη φοβάσαι πως θα σου τελειώσουν.
Αν έχει λιακάδα θα απλώσουμε
τα δίχτυα της ζωής μας στην κουβέρτα
και θα μπαλώσουμε τις τρύπες
που μας ανοιξαν τα σκυλόψαρα.
Αν έχει βροχή θα βγάλουμε τη ψυχή μας
στ΄άλμπουρο να ξεπλυθεί.
Είσαι επιτέλους, για ένα ταξίδι στ ανοιχτά;
Για ένα ρίσκο;
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

ΑΝΤΙΟΠΗ η δική μας ποιήτρια.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναγωνιστές της αγάπης και του σεβασμού για το ωραίο φύλλο και για το περιβάλλον καλημέρα σε σας και σε όσους το αξίζουν. Στις πολλές ερωτήσεις που έλαβα σχετικά για την απουσία την τελευταία περίοδο των άρθρων του συγγραφέα ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ σας ενημερώνω πως σύντομα θα ξεκινήσω πάλι τις αναρτήσεις και στο δικό μας ιστολόγιο. Απλά την τελευταία περίοδο με την βοήθεια του ΓΕΝΙΚΟΥ προσπαθώ να κάνω μία αναδιάρθρωση στο ιστολόγιο ώστε να το αναβαθμίσουμε σε μπλοκ, είναι τεχνικό το θέμα
, αγαπητοί μου φίλοι ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, όχι, δεν είναι οικονομικό το θέμα, ο φίλος μας ο ΗΛΙΑΣ θα συνεχίσει να μας προσφέρει αφιλοκερδώς πνευματική τροφή, αυτό βεβαίως τον τιμά ιδιαίτερα. Άλλωστε όπως έχετε διαπιστώσει σας στέλνω τα άρθρα του όταν τα αναρτά στο δικό του μπλοκ, το ΙΔΕΟπολις.

Πάμε λοιπόν στην ουσία του σημερινού θέματος που έχει να κάνει με την ποίηση και με την ποιήτρια Αντιόπη, η Αντιόπη υπήρξε ιδρυτικό και αξιόλογο μέλος της ΛΟΓ μεγάλο ταλέντο στην ποίηση, και στην ζωγραφική. Αντιόπη σε χαιρετώ με αγάπη και σεβασμό.

Ο φύλακας άγγελος μου

Αυτή τη μέρα σε θέλω κοντά μου
σε θέλω μέσα στην αγκαλιά μου
να νιώσω το χάδι και το φιλί σου
να νιώσω ότι μ’ αγαπάς και με νοιάζεσαι
να λιώσω μέσα στα χέρια σου
να κοιτάξω στα μάτια σου
και να χαθώ απ’ την μαγεία.
Να δω μέχρι που θα έφτανες για μένα
να είσαι εσύ για μένα για μια ζωή
η αγάπη η παντοτινή και
ο φύλακας άγγελός μου…

Εσύ και το φεγγάρι μόνο

Το πρόσωπο σου, σαν τη μορφή του φεγγαριού
Τα μάτια σου, δύο αστέρια λαμπερά…
Χαμένα στην άβυσσο των δακρύων σου.
Τόση μοναξιά, εσύ και το φεγγάρι μόνο.

Τα φιλιά σου, μικρές σταγόνες παραδείσου
Τα λόγια σου απύθμενα πιθάρια νέκταρ
Που ποτίζουν την διψασμένη μου καρδιά
Τόση μαγεία εσύ και το φεγγάρι μόνο

Τα χείλη σου, κόκκινα σαν το αίμα
Πάνω στην άσπρη σάρκα σου
Καθάρια σαν το χιόνι
Τόση ομορφιά, εσύ και το φεγγάρι μόνο.

Ποτέ Τετάρτη 23.01.08

Μην κλάψεις ποτέ για κάτι που πέρασε
Κλάψε για κάτι που δεν ήρθε
Μην δακρύσεις ποτέ για μια αγάπη που τέλειωσε
Δάκρυσε για κάποια που έρχεται
Μην πονέσεις ποτέ για κάτι που δεν κατάφερες
Πόνεσε για κάτι που έχεις καταφέρει
Μην θυμώσεις ποτέ με κάποιον που σε πλήγωσε
Θύμωσε για κάποιον που θα πληγώσεις
Μην πεις ποτέ σ’ αγαπώ σε αυτόν που δεν αξίζει
Πες στο σ’ αυτόν που θα στο πει πρώτος.

Θα κοιτάω πάντα μπροστά

Έχω μάθει στην ζωή να κοιτάω πάντα μπροστά
Το κεφάλι μου είναι ακόμα ψηλά
Όσο και αν πλήγωσα αλλά και πληγώθηκα
Ποτέ μου δεν το έβαλα κάτω
Και συνέχισα να κοιτάω πάντα μπροστά
Έχω μάθει από τα λάθη μου
Και δεν τα ξανακάνω πια
Έχω όνειρα και ελπίδες
Και όσο ζω θα ζουν και αυτά
Ποτέ μου δεν θα σταματήσω
και θα κοιτάω πάντα μπροστά
Το λάθος θα το κάνω εγώ σωστό
Μέχρι να φτάσω ψηλά
Τον ουρανό θα κοιτάω με μάτια ανοιχτά
Και θα φωνάζω δυνατά
Αφήστε με να ζήσω ελεύθερα
Για να ζήσω καλά…

Το δωμάτιο

Μέσα σ’ ένα δωμάτιο είμαι χαμένη
Σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό
Προσπαθώ να φωνάξω μα δεν μπορώ
Η φωνή μέσα απ’ το στήθος μου
βγαίνει ψιθυριστή και δεν μ’ ακούει κανείς
Γιατί δεν μ’ ακούνε;
Γιατί βρίσκομαι εδώ;
Μήπως όλα αυτά είναι παιχνίδια στο μυαλό;
Σώσε με σε παρακαλώ
Πιάσε με απ’ το χέρι και πάρε με από εδώ
Πήγαινε με κάπου μακριά
Κάπου που θα νιώθω υπέροχα
Σφίξε μου το χέρι για να ξέρω πως είσαι κοντά
Μην φύγεις πάρε με μακριά…

Τα όνειρα

Τα όνειρα σε κάνουν να γελάς
Να γελάς με αυτά που σε κάνουν χαρούμενο
Σε κάνουν και να κλαις
Να κλαις γι’ αυτά που δεν μπορείς να αποκτήσεις
Καμιά φορά γίνονται εφιάλτες και σε τρομάζουν τόσο που
Ξυπνάς τα βράδια φοβισμένος
Φοβάσαι το αύριο, φοβάσαι το τώρα, το μετά
Ποιος ξέρει αν θα υπάρχει αύριο
Κανείς δεν ξέρει τι παιχνίδια μας παίζει η ζωή
Μην νοιάζεσαι για το μέλλον
Και ζήσε το τώρα
Σαν να μην υπάρχει μετά.

Η διαφορετικότητα

Όλοι σε κοιτάζουν παράξενα
Όλοι σε αποφεύγουν
Και μιλούν με λόγια άσχημα
Πίσω απ’ την πλάτη σου
Όλοι υποκρίνονται και σε εξαπατούν
Σε εκμεταλλεύονται και σε αγνοούν
Και όλα αυτά γιατί διαφέρεις
Διαφέρεις απ’ τους άλλους
Σε εμφάνιση και χαρακτήρα
Είσαι ξεχωριστός/ή
με τον δικό σου μοναδικό τρόπο
και δεν μπορούν να το δεχτούν
θέλεις να ξεφύγεις
να βρεις κάποιον να εμπιστευτείς
αυτοί σε υποτιμούν εγώ όμως όχι
είμαι εδώ και δεν θα σου κάνω κακό.

Τα παιδιά

Ξύπνησα από ύπνο βαθύ για να βρεθώ

Και πάλι σε έναν κόσμο που το μόνο
Που ξέρει να κάνει είναι να εκμεταλλεύεται
Τα παιδιά και να καταπατά τα όνειρα
Και τις κρυφές τους ελπίδες για ζωή.
Για μια ζωή χωρίς φόβο, πόνο και μετριοφροσύνη
Για μια ζωή γεμάτη όνειρα και ελπίδες
Που θα μπορούν να κάνουν χωρίς να σκέφτονται
Πιο είναι το σωστό και πιο το άδικο.
Τα παιδιά έχουν ανάγκη να μάθουν να ζουν
Χωρίς καταπίεση και μίσος για τους μεγάλους
Που δεν τα σέβονται απλώς και μόνο επειδή είναι παιδιά.
Ε, λοιπόν τα παιδιά ξέρουν καλύτερα
Από κάθε μεγάλο το χρειάζονται για να είναι ευτυχισμένα.
Γι’ αυτό αφήστε τα να ζήσουν και να παλέψουν
Για τα δικά τους θέλω στη ζωή
Και όχι γι’ αυτά που ευχαριστούν εσάς τους μεγάλους.

«Αφιερωμένο σε όλους τους υποτιθέμενους γονείς…»