![]() |
| Μανδραγόρας και Νίκη. |
Πριν από λίγους μήνες, αρχές καλοκαιριού θα πρέπει να ήταν, έλαβα ένα e‑mail από μία φίλη του ιστολογίου της Λ.Ο.Γ, όπου, μεταξύ άλλων, μου έγραφε τα εξής:
«Αγαπητέ διαχειριστή του ιστολογίου της Λογοτεχνικής Ομάδας Γοργογυρίου, διαβάζω τα κείμενά σας εδώ και αρκετά χρόνια. Οφείλω να ομολογήσω πως σας κατατάσσω μέσα στα τρία καλύτερα sites που διαβάζω: Α’) ΙΔΕΟπόλις Β’) FILOmatheia Γ’) ΡΑΔΙΟκεφαλοπόταμος.
Παρατήρησα πως έχετε μεγάλο ταλέντο στην αφήγηση αληθινών ιστοριών. Αυτός είναι και ο λόγος που επικοινωνώ μαζί σας. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω —με το αζημίωτο φυσικά— να παρουσιάσετε την ιστορία του πατέρα μου και της μητέρας μου. Είναι, κατά την άποψή μου, ίσως η πιο συγκλονιστική ιστορία αγάπης ενός πειρατή και μιας Νησιωτοπούλας.
Εγώ θα σας στείλω την ιστορία όπως την έχω ακούσει από τους γονείς μου, από τη γιαγιά μου και από τους γέροντες του νησιού, που έχουν να μολογάνε ακόμη για την ιστορία του Μανδραγόρα.
Αυτή βέβαια είναι η δική μου εκτίμηση. Θα ήθελα να αφιερώσετε, σας παρακαλώ, λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σας ώστε να διαβάσετε αυτά που θα σας στείλω και, αν βρείτε κι εσείς πως αξίζει τον κόπο ένας διεθνούς φήμης ιστοριογράφος, όπως εσείς, να ασχοληθεί, πράξτε παρακαλώ τα δέοντα.
Όπως σας είπα, είμαι διαθέσιμη να πληρώσω όσο όσο, αρκεί να υπάρξει φιλολογική επιμέλεια και η ανάλογη έρευνα εκ μέρους σας. Απλώς θα ήθελα να σας παρακαλέσω, αν είναι δυνατόν, να κάνετε την ανάρτηση μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, για λόγους που θα διαβάσετε στο κείμενο.
Σας ευχαριστώ και ελπίζω να δεχθείτε την πρότασή μου».
Φίλες και φίλοι, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν το οικονομικό όφελος που με οδήγησε στο να δεχθώ να καταγράψω την ιστορία των γονιών αυτής της κοπέλας — κάθε άλλο. Ήταν η περιέργεια που έχω για τις πειρατικές ιστορίες. Από την άλλη, βέβαια, σκέφτηκα και το εξής: το καλοκαίρι στο χωριό τα έξοδα ανεβαίνουν, γιατί σχεδόν κάθε μέρα η καλή μας φίλη, η Αφροδίτη, έχει και μία διαφορετική γαστρονομική πρόταση. Οπότε καλό θα ήταν να υπάρχει και η σχετική οικονομική άνεση, γιατί πόσες φορές να κεράσει και ο Γκοτζιό και η Φαίη;
Έκανα και μία δεύτερη σκέψη: με αφορμή αυτή την ιστορία θα έφερνα ξανά στο μυαλό μου τις όμορφες εποχές της πειρατείας, τότε που ήμουν στο πειρατικό του καπετάν Φατούργου. Όλα αυτά με τσίγκλισαν ώστε να αποδεχθώ την πρόταση και τελικά σήμερα σας παρουσιάζω αυτή τη συγκλονιστική ιστορία.
Υ.Γ. Τελικά, η κόρη του Μανδραγόρα είναι πολύ ανοιχτοχέρα και δεν λυπήθηκε το χρήμα. Ήδη στα μέσα του καλοκαιριού έστειλε το πρώτο αξιοσέβαστο τσεκ και αύριο θα καταθέσει και τα υπόλοιπα. Μπράβο της — θα με αποζημιώσει, όπως είπε στον σύζυγό της, με την καλύτερη αμοιβή. Να είναι καλά η κοπέλα και να συνεχίσει να είναι ανοιχτοχέρα, γιατί το χρήμα πρέπει να γυρίζει για να μην μυρίζει.
Βασικά, αυτό που με εξίταρε ήταν όταν άκουσα τη φράση «πειρατική ιστορία». Τότε ένιωσα την αδρεναλίνη μου να ανεβαίνει στα ύψη. Κάποια άλλη στιγμή θα σας διηγηθώ και τη δική μου θαλασσινή ιστορία, τότε που για ένα διάστημα ταξίδευα ως Μαρκόνης.
Την ίδια μέρα επικοινώνησα με την κόρη του πειρατή, η οποία —ειρήσθω εν παρόδω— έχει ένα καταπληκτικό όνομα. Μπράβο στον νονό της που της έδωσε αυτό το γλυκύτατο όνομα: Μαριάνθη! Της ανακοίνωσα, λοιπόν, πως αποδέχομαι την πρότασή της και της ζήτησα να μου στείλει τα χειρόγραφα. Εκείνη, όμως, μαζί με τα χειρόγραφα έστειλε και μία πενταψήφια επιταγή.
Φίλες και φίλοι, όταν ήρθαν στα χέρια μου τα χειρόγραφα, δεν πίστευα στα μάτια μου με αυτά που διάβαζα. Επικοινώνησα τρεις φορές με την κόρη του πειρατή για να τη ρωτήσω αν όντως ήταν αλήθεια όλα όσα έγραφε. Να σκεφτείτε πως αναγκάστηκα να επισκεφθώ το νησί της Καλύμνου για να επιβεβαιώσω όσα διάβαζα, γιατί δεν ήθελα να γράψω κάτι για το οποίο δεν ήμουν σίγουρος εκατό τοις εκατό. Όλοι οι άνθρωποι που συνάντησα στο νησί γνώριζαν αυτή την ιστορία και, ως εκ τούτου, δεν είχα πλέον ενδοιασμούς να δημοσιεύσω την πιο συγκλονιστική πειρατική ιστορία του τελευταίου αιώνα.
Όλοι οι πειρατές, την ημέρα της 29ης Απριλίου, τη γιορτάζουν παγκοσμίως για να τιμήσουν τον αρχιπειρατή Μανδραγόρα τον Α΄.
Σαν σήμερα, λοιπόν, 29 Απριλίου, έγινε η μεγαλύτερη απαγωγή στο νησί της Καλύμνου. Ο τότε φοβερός και τρομερός πειρατής με το όνομα Μανδραγόρας, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, έκανε την απαγωγή του αιώνα.
Φόβος και τρόμος ήταν αυτός ο σκληροτράχηλος πειρατής με το ασκέρι του. Εκτός από τα υλικά αγαθά που άρπαζε από τους νησιώτες, άρπαζε και όποια κοπέλα του γούσταρε — ειδικά αυτές που είχαν μεγάλα βυζιά. Ήταν η αδυναμία του. Αφού τις κρατούσε κάμποσο καιρό στο πειρατικό καΐκι, στο οποίο είχε δώσει το όνομα «Καρχαρίας», και κάνανε τόνατάλλο —και όχι μόνο—, τις επέστρεφε πίσω στο νησί.
Εκείνη τη χρονιά, το 1979, σε ένα γιουρούσι που είχε κάνει στην Κάλυμνο, του γυάλισε στο μάτι η πιο τσαχπίνα του νησιού. Η κοπέλα ήταν μεν χαμηλοβλεπούσα, λόγω της μητέρας της που ήταν πολύ αυστηρών αρχών, αλλά όταν έβρισκε ευκαιρία έκανε τα σκέρτσα της. Παρ’ όλο που η μητέρα της δεν την πολυέβγαζε έξω από το σπίτι, γιατί πάντα είχε τον φόβο του πειρατή, εκείνος την εντόπισε μια μέρα στο πανηγύρι του χωριού και αποφάσισε —επειδή ήταν καιρός επιτέλους να βρει μια μόνιμη σύζυγο— πως αυτή η κοπέλα ήταν η καταλληλότερη.
Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε ήταν η μητέρα της κοπέλας, γιατί είχε ακούσει από κάποιους νησιώτες πως την προόριζε για κάποιον μεγαλέμπορα με είδη υγιεινής. Αυτό, βέβαια, δεν τον πολυπείραζε, γιατί αν αποφάσιζε να την κουρσέψει, δεν μπορούσε να του αντισταθεί ολόκληρος στρατός.
Στις 29 Απριλίου του σωτηρίου έτους 1979 αποφάσισε να κουρσέψει το νησί της Καλύμνου και παράλληλα να απαγάγει την κοπέλα, που το όνομά της ήταν Νίκη. Μάλιστα, αυτός ο τρομερός πειρατής έλεγε χαριτολογώντας πως η Νίκη θα γίνει δική του.
Η μάνα της κοπέλας, επειδή είχε τους φόβους της, έβλεπε πως η κόρη της σιγά σιγά όλο και ομόρφαινε και πως το ματάκι της είχε αρχίσει να παίζει δεξιά κι αριστερά. Σκέφτηκε, λοιπόν —επειδή ήταν θεούσα— να την κλείσει σε κάποιο μοναστήρι. Μετά όμως το καλοσκέφτηκε, γιατί είχε ακούσει πως τα κορίτσια που πήγαιναν στο μοναστήρι, εκτός από προσευχές, ο ηγούμενος τις έβαζε να κάνουν πολλές μετάνοιες και… πάρτι με ούζα. Οπότε είπε μέσα της: «Καλύτερα με τον πειρατή ή με τον ηγούμενο; Κι ο πειρατής κακό χειρόβολο, κι ο γούμενος κακό δεμάτι».
Εκείνη, βέβαια, είχε στο μυαλό της άλλα για την κόρη της. Είχε ακούσει για κάποιον μεγαλέμπορα από άλλο νησί, που γύριζε το Αιγαίο για να βρει την κατάλληλη κοπέλα να νυμφευθεί, και ήλπιζε πως όταν θα αντίκριζε την κόρη της θα τον θάμπωνε η ομορφιά και η τσαχπινιά της.
Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, που ο Μανδραγόρας όρμησε στο νησί με τους πειρατές του, έδωσε τις εξής εντολές: Α) Να μην πλησιάσει κανείς στο σπίτι δίπλα στην εκκλησία. Β) Να μην πειράξουν τους νησιώτες· να πάρουν μόνο τα απαραίτητα και να αποσυρθούν. Γ) Στον υπασπιστή του, έναν ψηλό και γεροδεμένο που τον αποκαλούσαν Στράτο, έδωσε εντολή να απαγάγει έναν παπά, γιατί σκόπευε πάνω στο πειρατικό να τελέσει το μυστήριο του γάμου, αν όλα πήγαιναν καλά.
Πράγματι έτσι έγινε. Ο ίδιος, με άλλους δύο πειρατές, πήγε στο σπίτι της κοπέλας για να την απαγάγει. Η μάνα της, όμως, την είχε κρύψει μέσα στο αποξηραμένο πηγάδι που είχαν στην αυλή και της είπε να μην βγάλει κιχ. Ο Μανδραγόρας πήρε στην αρχή με το καλό τη μητέρα για να του πει πού βρισκόταν η κόρη, αλλά εκείνη —σκληρό καρύδι— δεν ομολόγησε.
Ο πειρατής σκέφτηκε να τη βασανίσει, αλλά δεν ήθελε να δημιουργήσει κακή εντύπωση στη μέλλουσα πεθερά του. Έβαλε, λοιπόν, τους πειρατές να ψάξουν όλο το σπίτι. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν κοντά στο πηγάδι με τη μητέρα της κοπέλας και της εξηγούσε πως την κόρη την ήθελε για καλό σκοπό και όχι μόνο για τόνατάλλο, εκείνη του είπε:
«Εγώ την κόρη μου θέλω να την παντρέψω με νοικοκύρη και όχι με κάποιον σαν του λόγου σου. Είσαι ανάξιος για την κόρη μου!»
Ο πειρατής, για μια στιγμή, σκέφτηκε να τραβήξει το σπαθί του και να της κόψει το κεφάλι, αλλά συγκρατήθηκε· δεν ήθελε να στεναχωρήσει την κοπέλα. Εκείνη, απτόητη, συνέχισε:
«Σε ξέρουμε καλά εσένα, τι μουρντάρης είσαι. Παίρνεις τα κορίτσια, περνάς καλά και μετά τις φέρνεις πίσω στο νησί γκαστρωμένες».
Τότε ο πειρατής πήρε τον λόγο:
«Καλύτερα γκαστρωμένες από μένα παρά από τον ηγούμενο. Τουλάχιστον τα παιδιά που θα βγουν από μένα θα είναι πειρατές και καπεταναίοι. Αν ήταν εδώ τώρα η κόρη σου και τη ρωτούσες με ποιον θα ήθελε να κάνει τόνατάλλο, τι λες πως θα έλεγε; Με τον ηγούμενο ή με μένα;»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια φωνή μέσα από το ξεροπήγαδο:
«Με σένα! Με σένα!»
Η κόρη ήταν τσαχπινογαργαλιάρα και σκέφτηκε πως, επειδή της άρεσε πολύ η θάλασσα, η καλύτερη επιλογή ήταν να πάει κοντά στον Μανδραγόρα και ό,τι ήθελε προκύψει. Όσο για τον μεγαλέμπορα που της έλεγε η μητέρα της, σκέφτηκε πως αν τον έπαιρνε, μια ζωή θα κουβαλούσε είδη υγιεινής και λέβητες — και αυτό δεν το ήθελε με τίποτα. Εκείνη ήταν γεννημένη για τη θάλασσα. Ήθελε να γίνει πειρατής.
Άμεσα ο Μανδραγόρας κάλεσε τους άνδρες του και έβγαλαν την κοπέλα από το πηγάδι. Πράγματι ήταν πολύ όμορφη και ερωτική. Δεν ήταν πολύ ψηλή, αλλά αυτό δεν τον ενοχλούσε — σκέφτηκε πως μπορούσε να είναι και πλεονέκτημα. Όταν έδωσε στη μητέρα της ένα μικρό σακουλάκι με χρυσό, εκείνη στην αρχή έκανε πως δεν το ήθελε, αλλά τελικά το πήρε.
Όταν έφτασαν στο πειρατικό, βρισκόταν ήδη εκεί ο παπάς, ο οποίος τέλεσε το μυστήριο του γάμου. Στην πορεία, ο Μανδραγόρας, αφού διαπίστωσε πως η κοπέλα ήταν τζετ σε όλα της —και ειδικότερα στο τόνατάλλο— αποφάσισε να σταματήσει την πειρατεία και να αποσυρθεί σε κάποιο μέρος της Αττικής.
Αργότερα, η περιοχή πήρε το όνομά του και από Μανδραγόρας ονομάστηκε Μάνδρα. Είναι η σημερινή Μάνδρα.
Φίλες και φίλοι, ας ευχηθούμε όλοι μαζί να έχουν καλή υγεία η Νίκη, ο Μανδραγόρας και οι απόγονοί τους. Γιατί ξέχασα να σας πω πως η κοπέλα χάρισε στον Μανδραγόρα τρία παιδιά: δύο γιους και μία κόρη.
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Μανδραγόρα και της Νίκης της Καλύμνου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και έτσι, φίλες και φίλοι, η πειρατική ιστορία του Μανδραγόρα και της Νίκης δεν έμεινε μόνο στις αφηγήσεις των γερόντων, στα πειράγματα των καφενείων και στα ψιθυρίσματα των πανηγυριών. Έγινε οικογενειακή μνήμη, έγινε θρύλος και, τελικά, έγινε γραπτός λόγος.
Ο Μανδραγόρας άφησε τη θάλασσα, αλλά η θάλασσα δεν τον άφησε ποτέ. Την κουβαλούσε στο βλέμμα, στο περπάτημα, στη φωνή του. Η Νίκη, από κορίτσι του νησιού, έγινε συντρόφισσα ζωής, καπετάνισσα της καθημερινότητας και μάνα πειρατών χωρίς καράβι αλλά με ψυχή θαλασσινή.
Οι ιστορίες σαν κι αυτήν δεν ζητούν να τις πιστέψεις όλες λέξη προς λέξη. Ζητούν κάτι πιο απλό και πιο δύσκολο: να τις ακούσεις με ανοιχτή καρδιά. Γιατί μέσα τους κρύβεται εκείνη η παλιά αλήθεια — πως ο έρωτας, όπως και η θάλασσα, δεν μπαίνει σε κανόνες, δεν φοβάται απειλές και δεν λογαριάζει στεριές.
Κι αν σήμερα, κάπου στη Μάνδρα ή στην Κάλυμνο, ακούσεις ένα γέλιο λίγο πιο τρανταχτό ή δεις ένα βλέμμα να γυαλίζει σαν αλμύρα, ίσως —λέω ίσως— να περνά ακόμη από εκεί το ίχνος ενός παλιού πειρατή και της γυναίκας που διάλεξε να τον ακολουθήσει.
Γιατί οι αληθινές πειρατικές ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ. Απλώς αλλάζουν λιμάνι.
Όπως σας είπα, είμαι διαθέσιμη να πληρώσω όσο όσο, αρκεί να υπάρξει φιλολογική επιμέλεια και η ανάλογη έρευνα εκ μέρους σας. Απλώς θα ήθελα να σας παρακαλέσω, αν είναι δυνατόν, να κάνετε την ανάρτηση μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, για λόγους που θα διαβάσετε στο κείμενο.
Σας ευχαριστώ και ελπίζω να δεχθείτε την πρότασή μου».
Φίλες και φίλοι, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν το οικονομικό όφελος που με οδήγησε στο να δεχθώ να καταγράψω την ιστορία των γονιών αυτής της κοπέλας — κάθε άλλο. Ήταν η περιέργεια που έχω για τις πειρατικές ιστορίες. Από την άλλη, βέβαια, σκέφτηκα και το εξής: το καλοκαίρι στο χωριό τα έξοδα ανεβαίνουν, γιατί σχεδόν κάθε μέρα η καλή μας φίλη, η Αφροδίτη, έχει και μία διαφορετική γαστρονομική πρόταση. Οπότε καλό θα ήταν να υπάρχει και η σχετική οικονομική άνεση, γιατί πόσες φορές να κεράσει και ο Γκοτζιό και η Φαίη;
Έκανα και μία δεύτερη σκέψη: με αφορμή αυτή την ιστορία θα έφερνα ξανά στο μυαλό μου τις όμορφες εποχές της πειρατείας, τότε που ήμουν στο πειρατικό του καπετάν Φατούργου. Όλα αυτά με τσίγκλισαν ώστε να αποδεχθώ την πρόταση και τελικά σήμερα σας παρουσιάζω αυτή τη συγκλονιστική ιστορία.
Υ.Γ. Τελικά, η κόρη του Μανδραγόρα είναι πολύ ανοιχτοχέρα και δεν λυπήθηκε το χρήμα. Ήδη στα μέσα του καλοκαιριού έστειλε το πρώτο αξιοσέβαστο τσεκ και αύριο θα καταθέσει και τα υπόλοιπα. Μπράβο της — θα με αποζημιώσει, όπως είπε στον σύζυγό της, με την καλύτερη αμοιβή. Να είναι καλά η κοπέλα και να συνεχίσει να είναι ανοιχτοχέρα, γιατί το χρήμα πρέπει να γυρίζει για να μην μυρίζει.
Βασικά, αυτό που με εξίταρε ήταν όταν άκουσα τη φράση «πειρατική ιστορία». Τότε ένιωσα την αδρεναλίνη μου να ανεβαίνει στα ύψη. Κάποια άλλη στιγμή θα σας διηγηθώ και τη δική μου θαλασσινή ιστορία, τότε που για ένα διάστημα ταξίδευα ως Μαρκόνης.
Την ίδια μέρα επικοινώνησα με την κόρη του πειρατή, η οποία —ειρήσθω εν παρόδω— έχει ένα καταπληκτικό όνομα. Μπράβο στον νονό της που της έδωσε αυτό το γλυκύτατο όνομα: Μαριάνθη! Της ανακοίνωσα, λοιπόν, πως αποδέχομαι την πρότασή της και της ζήτησα να μου στείλει τα χειρόγραφα. Εκείνη, όμως, μαζί με τα χειρόγραφα έστειλε και μία πενταψήφια επιταγή.
Φίλες και φίλοι, όταν ήρθαν στα χέρια μου τα χειρόγραφα, δεν πίστευα στα μάτια μου με αυτά που διάβαζα. Επικοινώνησα τρεις φορές με την κόρη του πειρατή για να τη ρωτήσω αν όντως ήταν αλήθεια όλα όσα έγραφε. Να σκεφτείτε πως αναγκάστηκα να επισκεφθώ το νησί της Καλύμνου για να επιβεβαιώσω όσα διάβαζα, γιατί δεν ήθελα να γράψω κάτι για το οποίο δεν ήμουν σίγουρος εκατό τοις εκατό. Όλοι οι άνθρωποι που συνάντησα στο νησί γνώριζαν αυτή την ιστορία και, ως εκ τούτου, δεν είχα πλέον ενδοιασμούς να δημοσιεύσω την πιο συγκλονιστική πειρατική ιστορία του τελευταίου αιώνα.
Όλοι οι πειρατές, την ημέρα της 29ης Απριλίου, τη γιορτάζουν παγκοσμίως για να τιμήσουν τον αρχιπειρατή Μανδραγόρα τον Α΄.
Σαν σήμερα, λοιπόν, 29 Απριλίου, έγινε η μεγαλύτερη απαγωγή στο νησί της Καλύμνου. Ο τότε φοβερός και τρομερός πειρατής με το όνομα Μανδραγόρας, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, έκανε την απαγωγή του αιώνα.
Φόβος και τρόμος ήταν αυτός ο σκληροτράχηλος πειρατής με το ασκέρι του. Εκτός από τα υλικά αγαθά που άρπαζε από τους νησιώτες, άρπαζε και όποια κοπέλα του γούσταρε — ειδικά αυτές που είχαν μεγάλα βυζιά. Ήταν η αδυναμία του. Αφού τις κρατούσε κάμποσο καιρό στο πειρατικό καΐκι, στο οποίο είχε δώσει το όνομα «Καρχαρίας», και κάνανε τόνατάλλο —και όχι μόνο—, τις επέστρεφε πίσω στο νησί.
Εκείνη τη χρονιά, το 1979, σε ένα γιουρούσι που είχε κάνει στην Κάλυμνο, του γυάλισε στο μάτι η πιο τσαχπίνα του νησιού. Η κοπέλα ήταν μεν χαμηλοβλεπούσα, λόγω της μητέρας της που ήταν πολύ αυστηρών αρχών, αλλά όταν έβρισκε ευκαιρία έκανε τα σκέρτσα της. Παρ’ όλο που η μητέρα της δεν την πολυέβγαζε έξω από το σπίτι, γιατί πάντα είχε τον φόβο του πειρατή, εκείνος την εντόπισε μια μέρα στο πανηγύρι του χωριού και αποφάσισε —επειδή ήταν καιρός επιτέλους να βρει μια μόνιμη σύζυγο— πως αυτή η κοπέλα ήταν η καταλληλότερη.
Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε ήταν η μητέρα της κοπέλας, γιατί είχε ακούσει από κάποιους νησιώτες πως την προόριζε για κάποιον μεγαλέμπορα με είδη υγιεινής. Αυτό, βέβαια, δεν τον πολυπείραζε, γιατί αν αποφάσιζε να την κουρσέψει, δεν μπορούσε να του αντισταθεί ολόκληρος στρατός.
Στις 29 Απριλίου του σωτηρίου έτους 1979 αποφάσισε να κουρσέψει το νησί της Καλύμνου και παράλληλα να απαγάγει την κοπέλα, που το όνομά της ήταν Νίκη. Μάλιστα, αυτός ο τρομερός πειρατής έλεγε χαριτολογώντας πως η Νίκη θα γίνει δική του.
Η μάνα της κοπέλας, επειδή είχε τους φόβους της, έβλεπε πως η κόρη της σιγά σιγά όλο και ομόρφαινε και πως το ματάκι της είχε αρχίσει να παίζει δεξιά κι αριστερά. Σκέφτηκε, λοιπόν —επειδή ήταν θεούσα— να την κλείσει σε κάποιο μοναστήρι. Μετά όμως το καλοσκέφτηκε, γιατί είχε ακούσει πως τα κορίτσια που πήγαιναν στο μοναστήρι, εκτός από προσευχές, ο ηγούμενος τις έβαζε να κάνουν πολλές μετάνοιες και… πάρτι με ούζα. Οπότε είπε μέσα της: «Καλύτερα με τον πειρατή ή με τον ηγούμενο; Κι ο πειρατής κακό χειρόβολο, κι ο γούμενος κακό δεμάτι».
Εκείνη, βέβαια, είχε στο μυαλό της άλλα για την κόρη της. Είχε ακούσει για κάποιον μεγαλέμπορα από άλλο νησί, που γύριζε το Αιγαίο για να βρει την κατάλληλη κοπέλα να νυμφευθεί, και ήλπιζε πως όταν θα αντίκριζε την κόρη της θα τον θάμπωνε η ομορφιά και η τσαχπινιά της.
Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, που ο Μανδραγόρας όρμησε στο νησί με τους πειρατές του, έδωσε τις εξής εντολές: Α) Να μην πλησιάσει κανείς στο σπίτι δίπλα στην εκκλησία. Β) Να μην πειράξουν τους νησιώτες· να πάρουν μόνο τα απαραίτητα και να αποσυρθούν. Γ) Στον υπασπιστή του, έναν ψηλό και γεροδεμένο που τον αποκαλούσαν Στράτο, έδωσε εντολή να απαγάγει έναν παπά, γιατί σκόπευε πάνω στο πειρατικό να τελέσει το μυστήριο του γάμου, αν όλα πήγαιναν καλά.
Πράγματι έτσι έγινε. Ο ίδιος, με άλλους δύο πειρατές, πήγε στο σπίτι της κοπέλας για να την απαγάγει. Η μάνα της, όμως, την είχε κρύψει μέσα στο αποξηραμένο πηγάδι που είχαν στην αυλή και της είπε να μην βγάλει κιχ. Ο Μανδραγόρας πήρε στην αρχή με το καλό τη μητέρα για να του πει πού βρισκόταν η κόρη, αλλά εκείνη —σκληρό καρύδι— δεν ομολόγησε.
Ο πειρατής σκέφτηκε να τη βασανίσει, αλλά δεν ήθελε να δημιουργήσει κακή εντύπωση στη μέλλουσα πεθερά του. Έβαλε, λοιπόν, τους πειρατές να ψάξουν όλο το σπίτι. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν κοντά στο πηγάδι με τη μητέρα της κοπέλας και της εξηγούσε πως την κόρη την ήθελε για καλό σκοπό και όχι μόνο για τόνατάλλο, εκείνη του είπε:
«Εγώ την κόρη μου θέλω να την παντρέψω με νοικοκύρη και όχι με κάποιον σαν του λόγου σου. Είσαι ανάξιος για την κόρη μου!»
Ο πειρατής, για μια στιγμή, σκέφτηκε να τραβήξει το σπαθί του και να της κόψει το κεφάλι, αλλά συγκρατήθηκε· δεν ήθελε να στεναχωρήσει την κοπέλα. Εκείνη, απτόητη, συνέχισε:
«Σε ξέρουμε καλά εσένα, τι μουρντάρης είσαι. Παίρνεις τα κορίτσια, περνάς καλά και μετά τις φέρνεις πίσω στο νησί γκαστρωμένες».
Τότε ο πειρατής πήρε τον λόγο:
«Καλύτερα γκαστρωμένες από μένα παρά από τον ηγούμενο. Τουλάχιστον τα παιδιά που θα βγουν από μένα θα είναι πειρατές και καπεταναίοι. Αν ήταν εδώ τώρα η κόρη σου και τη ρωτούσες με ποιον θα ήθελε να κάνει τόνατάλλο, τι λες πως θα έλεγε; Με τον ηγούμενο ή με μένα;»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια φωνή μέσα από το ξεροπήγαδο:
«Με σένα! Με σένα!»
Η κόρη ήταν τσαχπινογαργαλιάρα και σκέφτηκε πως, επειδή της άρεσε πολύ η θάλασσα, η καλύτερη επιλογή ήταν να πάει κοντά στον Μανδραγόρα και ό,τι ήθελε προκύψει. Όσο για τον μεγαλέμπορα που της έλεγε η μητέρα της, σκέφτηκε πως αν τον έπαιρνε, μια ζωή θα κουβαλούσε είδη υγιεινής και λέβητες — και αυτό δεν το ήθελε με τίποτα. Εκείνη ήταν γεννημένη για τη θάλασσα. Ήθελε να γίνει πειρατής.
Άμεσα ο Μανδραγόρας κάλεσε τους άνδρες του και έβγαλαν την κοπέλα από το πηγάδι. Πράγματι ήταν πολύ όμορφη και ερωτική. Δεν ήταν πολύ ψηλή, αλλά αυτό δεν τον ενοχλούσε — σκέφτηκε πως μπορούσε να είναι και πλεονέκτημα. Όταν έδωσε στη μητέρα της ένα μικρό σακουλάκι με χρυσό, εκείνη στην αρχή έκανε πως δεν το ήθελε, αλλά τελικά το πήρε.
Όταν έφτασαν στο πειρατικό, βρισκόταν ήδη εκεί ο παπάς, ο οποίος τέλεσε το μυστήριο του γάμου. Στην πορεία, ο Μανδραγόρας, αφού διαπίστωσε πως η κοπέλα ήταν τζετ σε όλα της —και ειδικότερα στο τόνατάλλο— αποφάσισε να σταματήσει την πειρατεία και να αποσυρθεί σε κάποιο μέρος της Αττικής.
Αργότερα, η περιοχή πήρε το όνομά του και από Μανδραγόρας ονομάστηκε Μάνδρα. Είναι η σημερινή Μάνδρα.
Φίλες και φίλοι, ας ευχηθούμε όλοι μαζί να έχουν καλή υγεία η Νίκη, ο Μανδραγόρας και οι απόγονοί τους. Γιατί ξέχασα να σας πω πως η κοπέλα χάρισε στον Μανδραγόρα τρία παιδιά: δύο γιους και μία κόρη.
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Μανδραγόρα και της Νίκης της Καλύμνου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και έτσι, φίλες και φίλοι, η πειρατική ιστορία του Μανδραγόρα και της Νίκης δεν έμεινε μόνο στις αφηγήσεις των γερόντων, στα πειράγματα των καφενείων και στα ψιθυρίσματα των πανηγυριών. Έγινε οικογενειακή μνήμη, έγινε θρύλος και, τελικά, έγινε γραπτός λόγος.
Ο Μανδραγόρας άφησε τη θάλασσα, αλλά η θάλασσα δεν τον άφησε ποτέ. Την κουβαλούσε στο βλέμμα, στο περπάτημα, στη φωνή του. Η Νίκη, από κορίτσι του νησιού, έγινε συντρόφισσα ζωής, καπετάνισσα της καθημερινότητας και μάνα πειρατών χωρίς καράβι αλλά με ψυχή θαλασσινή.
Οι ιστορίες σαν κι αυτήν δεν ζητούν να τις πιστέψεις όλες λέξη προς λέξη. Ζητούν κάτι πιο απλό και πιο δύσκολο: να τις ακούσεις με ανοιχτή καρδιά. Γιατί μέσα τους κρύβεται εκείνη η παλιά αλήθεια — πως ο έρωτας, όπως και η θάλασσα, δεν μπαίνει σε κανόνες, δεν φοβάται απειλές και δεν λογαριάζει στεριές.
Κι αν σήμερα, κάπου στη Μάνδρα ή στην Κάλυμνο, ακούσεις ένα γέλιο λίγο πιο τρανταχτό ή δεις ένα βλέμμα να γυαλίζει σαν αλμύρα, ίσως —λέω ίσως— να περνά ακόμη από εκεί το ίχνος ενός παλιού πειρατή και της γυναίκας που διάλεξε να τον ακολουθήσει.
Γιατί οι αληθινές πειρατικές ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ. Απλώς αλλάζουν λιμάνι.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση
Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
Υ.Γ.
Έχω ευχάριστα νέα, τα παιδιά του Μανδραγόρα ανέλαβαν το κόστος της έκδοσης σε βιβλίο αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας για να την έχουν τα εγγόνια του Μανδραγόρα, πριν λίγο μίλησα με την κόρη του πειρατή και μου είπε πως είναι μεγάλη της τιμή να αναλάβει μόνη της το κόστος της έκδοσης. Ελπίζω να μην παρεξηγηθούν τ' αδέρφια της, το σωστό βέβαια είναι να αναλάβουν το κόστος της έκδοσης και οι τρεις ώστε να έχουν να λένε στα παιδιά τους πως έπραξαν τα δέοντα.


