Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

21.3.16

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ ΕΝΑΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής της Aριστεράς και ίσως ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι.
Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας.
Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση.
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός.
Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Ένα μόνο “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας. Την περίοδο της καθείρξεώς του μάλιστα έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή.
Μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 που αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…” (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Ήταν ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας[2], καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους.
Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988).
Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από το «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001)“[3].
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.[4].
Συμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ πραγματοποίησε και τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας.
“Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο.
Πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 2012, σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας μετά από μάχη με τον καρκίνο
[5].
Πηγή: TVXS

2016 ETOΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΑΚΟΥ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα συνεχίζοντας τις αναρτήσεις για την Ποίηση και τους Ποιητές θα σας πασουσιάσουμε τον Ποιητή ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΒΡΕΤΑΚΟ μιας και η φετινή χρονιά είναι αφιερωμένη στον Ποιητή, σας εύχομαι καλή ανάγνωση, με σεβασμό ο Επικούρειος Πέπος.

Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων

Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.
Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.
Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».

Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

Οἱ μικροὶ γαλαξίες

Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ

Ο,τι μπόρεσα να διασώσω
(στον κόσμο που πήγα)
το διέσωσα, θάλασσα
Η ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τ’ αλώνιζε η θύελλα.
Οσα διασώθηκαν
βρήκαν το δέντρο τους.
Φτερούγισαν κ’ έμειναν
Μέσα στις λέξεις.

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,

δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.

Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.

Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,

νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,

νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,

ἡ ἔρημός μου λαό,

τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

 Το 2012 ήταν μια χρονιά, που σηματοδοτήθηκε από τη κρίση, κρίση πολιτική, οικονομική, ηθική, πολιτιστική. Όλοι τοποθετούνται και προσπαθούν να ερμηνεύσουν την εθνική καταστροφή. Και εμείς με τη σειρά μας ψάχνουμε να βρούμε κάπου μια διέξοδο. Αυτή τη διέξοδο, τη βρίσκουμε σε ανθρώπους που με το έργο τους μας εμψυχώνουν και μας παρηγορούν σε αυτές τις δύσκολες στιγμές.

Νικηφόρος Βρεττάκος.  Ο ποιητής της ειρήνης και της αγάπης. Ο αφοσιωμένος αγωνιστής της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Ο προφητικός ποιητής. Ο ποιητής που ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο. Η ποίησή του είναι ελευθερία, είναι παρηγοριά, πόνος, αγάπη, θλίψη και χαρά… Είναι διδασκαλία. Αρμονία και σύνθεση. Διαβάζοντάς την γίνεσαι πιο συνειδητός άνθρωπος. Να, λοιπόν, η διέξοδος που έψαχνες! Η διέξοδος αυτή, σύμφωνα με το Βρεττάκο είναι ο άνθρωπος και η αγάπη, το τέλειο θαύμα της δημιουργίας!

«Καὶ στὸ λευκὸ τριαντάφυλλο βρίσκεις μιὰ ἰδέα σκόνης.
Τὸ τέλειο θαῦμα θὰ τὸ βρεῖς μοναχὰ μὲς στὸν ἄνθρωπο:
λευκὲς ἐκτάσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν ἀληθινὰ
στὸ σύμπαν καὶ ὑπερέχουν. Τὸ πιὸ καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι τὸ λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ καθρεφτίζεται μὲς στὸ ποτάμι,
οὔτε ὁ ἥλιος πάνω στῆς μηλιᾶς τ᾿ ἄνθη. Εἶναι ἡ ἀγάπη.»

 Η ύψιστη δύναμη της αγάπης



Ο Βρεττάκος είναι εκτός των άλλων και ένας τρυφερός ποιητής που προσπαθεί με την αγάπη να κάνει καλύτερο τον κόσμο. Έχοντας περάσει μια ζωή με πολλές αντιξοότητες από τα παιδικά του χρόνια, έχοντας πικραθεί, μεταστρέφει την πίκρα σε αγάπη την οποία ανάγει σε ύψιστη δύναμη, που γίνεται το απαραίτητο στοιχείο της ύπαρξης του ανθρώπου. Το υπουργείο πολιτισμού, το έτος 2012 και με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του (1912-2012), τίμησε τον ποιητή, ανακηρύσσοντας το έτος, «Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου». Μέσα στο 2012, εκδηλώσεις, αφιερώματα, ποιητικές βραδιές τίμησαν τον Λάκωνα ποιητή. Αν ο ποιητής έβλεπε από τον ουρανό, που τόσο εξύμνησε, την αγάπη που έχουμε στη ποίησή του, ίσως δικαιωνόταν και αυτό το μεγαλείο αγάπης που μας άφησε με τα ποιήματά του επέστρεφε και στον ίδιο με περίσσια δύναμη.

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!

Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;… Νἀρθεῖς!

Πηγή: https://artic.gr/ 
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Ποίηση και Ποιητές 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.


Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας ποιητής που αποζητούσε την ομορφιά της ζωής, την ευτυχία του κόσμου, άρα δε θα μπορούσε να μη μιλήσει για τον έρωτα. Κι αυτό με όλη τη σημασία της λέξης και μ’ όλο τον πόνο και τη συντριβή που περικλείει ο έρωτας.

Αγαπημένη μου… Ερωτικό Ποίημα Τασος Λειβαδιτης (αποσπασμα) 

Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ εύρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Yστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…

Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,
τότε που μου χαμογελούσες.

Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή.

Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.

Θά ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου,
αγάπη μου, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πιά να μήν πεθάνει.

Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;-
μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου,
αγαπημένη μου…

Αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα
και πάλι την ελπίδα.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Θάθελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές
και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές
και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,
τα τρυγόνια στους φράχτες…

Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Να τα’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.
…Μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα…

Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.

Καλημέρα όλα εσείς κοντινά και μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω.

Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες, μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή. 

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες 
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου
θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ, να κοιτάς εν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να λεει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις 

γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος 

για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ' άστρα, 
για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος. 
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος 
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα 
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο 
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία. 
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν τα μαλλιά σου

δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα νά 'γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό 
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια 
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκερο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Τάσος Λειβαδίτη Πηγή:  http://dimitriosgogas.blogspot.gr

ΓΟΥΟΛΤ ΓΟΥΊ'ΤΜΑΝ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο. [ο κύκλος των χαμένων ποιητών.]

Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου

“Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό μας ταξίδι έχει τελειώσει.
Το πλοίο μας άντεξε σ’ όλες τις καταιγίδες, το έπαθλο που αναζητήσαμε εκερδίθη.
Πλησιάζουμε στο λιμάνι, ακούω τις καμπάνες, τον λαό που πανηγυρίζει.
Τα μάτια καρφωμένα στ’ ασάλευτο σκαρί, στο βλοσυρό κι ατρόμητο καράβι.
Μα, ω καρδιά! Καρδιά! Καρδιά!
Ω κόκκινες του αίματος στάλες
Εκεί στη γέφυρα όπου ο Καπετάνιος μου κείτεται
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Σήκω και τα σήμαντρα άκου πως χτυπούν.
Σήκω- για σένα η σημαία ανεμίζει- για σένα η σάλπιγγα ηχεί.
Για σένα οι ανθοδέσμες και τα πλουμιστά στεφάνια- για σένα
το πλήθος στην ακρογιαλιά.
Εσένα ζητάει αυτή η κινούμενη μάζα που πάνω σου στρέφει τα
διψασμένα της βλέμματα.
Έλα Καπετάνιε! Πατέρα αγαπημένε!
Στο μπράτσο αυτό το κεφάλι σου γύρε!
Σαν όνειρο μου φαίνεται στη γέφυρα να κείτεσαι,
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.
Ο Καπετάνιος μου δεν αποκρίνεται, τα χείλη ντου είναι χλωμά κι αμίλητα,
Ο πατέρας μου το μπράτσο μου δε νιώθει, δεν έχει πια θέληση μήτε σφυγμό,
Το πλοίο αγκυροβόλησε σώο και αβλαβές το ταξίδι του έχοντας εκπληρώσει.
Από ταξίδι φοβερό της νίκης το καράβι επιστρέφει με κερδισμένο το σκοπό.
Ακρογιαλιές πανηγυρίστε! Καμπάνες ηχήστε!
Όμως εγώ πένθιμο σέρνω βήμα,
Στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου κείτεται
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.”

Φύλλα Χλόης

«Τι λέτε πως εγίνηκαν οι γέροντες κ’ οι νειοι;
Τι λέτε πως γινήκαν οι γυναίκες,τα παιδιά;

Βρίσκονται κάπου καλά και ζωντανοί,
Το πιό μικρό βλαστάρι τ’αποδείχνει πως δεν υπάρχει θάνατος στ’αλήθεια
Μα κι αν εστάθη θάνατος ποτές, ίσα-ίσα τράβηξε
Πιό μπρος τη ζωή, και δεν καρτέραγε να τη σταματήσει,
Κ’έπαψε τη στιγμή που ματαφάνηκε η ζωή.

Όλα τραβάνε εμπρός και ξαναπλάθονται όλα,τίποτα δεν χάνεται,
Κι ο πεθαμός είν’άλλο απ’ότι ενόμιζε καθένας, είναι μια τύχη κάλλια.»
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/ 
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

21 Mαρτίου Ημέρα Ποίησης ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.


(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):


Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να έρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.....
2
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να έρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να έρθω μαζί σου....

Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

1. Αναβάφτιση
Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε
Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες
2. Κουβέντα με ένα λουλούδι
Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

3. Καρτέρεμα
Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο
Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας

4. Λαός
Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι
Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια

5. Μνημόσυνο
Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι
Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει

6. Αυγή
Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει
Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας

7. Δε φτάνει
Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη
Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

8. Πράσινη μέρα
Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες
Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι

9. Συλλείτουργο
Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη
Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο

10. Το νερό
Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης
Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα

11. Το κυκλάμινο
Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει
Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ' αρχίσεις το τραγούδι

12. Λιγνά κορίτσια
Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν
Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του

13. Τ' άσπρο ξωκλήσι
Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του
Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη

14. Επιτύμβιο
Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει
Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους

15. Εδώ το φως
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι
Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε

16. Το χτίσιμο
Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που 'ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες
Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι

17. Ο ταμένος
Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του
Και άπα στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος

18. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο
Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Τα πέντε (5) ωραιότερα Ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη

Ποιο από τα παρακάτω Ποιήματα του Κων/νου Π. Καβάφη μπορεί να θεωρηθεί το ...καλύτερο; Με το ερώτημα πριν από τέσσερις περίπου μήνες είχαμε ξεκινήσει στο παρόν Ιστολόγιο, μια ψηφοφορία. Είχαμε πει τότε το επαναλαμβάνουμε και τώρα  ότι αυτού του είδους οι ψηφοφορίες  θεωρούνται ως ένα μικρό …παιχνίδι προκειμένου να σταθμίσουμε απόψεις και γνώμες και τίποτα περισσότερο. Δεν έχουν επίσημο χαρακτήρα και λειτουργούν ως ένα μικρό σημείο αναφοράς ανάμεσά μας. Επιλέξαμε λοιπόν 18 από τα ποιήματα του Κων/νου Π. Καβάφη, που πιστεύαμε  ότι θα μπορούσαν να είναι τα...... ωραιότερά του. Κάποια έχουν τύχει παγκόσμιας αποδοχής όπως : Ιθάκη, Θερμοπύλες,  ενώ  4 από αυτά : Κεριά, Η  πόλις, Τρώες, Νέοι της Σιδώνος (400 μ.χ) είχαν επιλεγεί ανάμεσα στα 100 καλύτερα ποιήματα, μια ανθολογία Ποιημάτων των εκδόσεων Γλάρος . Κανείς από τους αναγνώστες του Ιστολογίου δεν ανέφερε ότι κάποιο άλλο ποίημα θα μπορούσε να βρίσκεται μέσα στα …καλύτερα. Προσωπικά δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη, αλλά…..

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.


Η πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.


Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.


Απολείπειν ο θεός Aντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.


Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.