Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.3.16

Γιάννης Χρήστου 1926 – 1970 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ο Γιάννης Χρήστου υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες, με διεθνή αναγνώριση. Κύριο χαρακτηριστικό της ζωής και του έργου του ήταν οι έντονες φιλοσοφικές και μεταφυσικές του ανησυχίες, τις οποίες συσχέτιζε άμεσα με τη μουσική, προσπαθώντας να αναδείξει την πανανθρώπινη θρησκευτική, μεταφυσική και μυστικιστική της διάσταση, πέρα από ιστορικές περιόδους, τεχνοτροπίες, πολιτισμούς και θρησκευτικά δόγματα.

Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου στις 8 Ιανουαρίου 1926 και μεγάλωσε στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε ετών. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του σοκολατοβιομήχανου Ελευθέριου (Τέρη) Χρήστου και της ποιήτριας Καλλιόπης (Λιλίκας) Ταβερνάρη, κυπριακής καταγωγής.
Ο νεαρός Γιάννης φοίτησε στα καλύτερα αγγλόφωνα σχολεία της Αλεξάνδρειας, παράλληλα με τις σπουδές του στο πιάνο υπό την καθοδήγηση της διάσημης πιανίστριας Τζίνας Μπαχάουερ. Το 1939 οι γονείς του χωρίζουν και ο δεκατριάχρονος Γιάννης μαζί με τον αδελφό του μένουν στην πατρική εστία. Τελειώνοντας το σχολείο, ο πατέρας του τον στέλνει στην Αγγλία για να σπουδάσει οικονομικά, ελπίζοντας να αναλάβει στη συνέχεια τις οικογενειακές επιχειρήσεις, κάτι που δε συνέβη ποτέ.
Ο Χρήστου, αν και πήρε τελικά το πτυχίο του στα οικονομικά, προτίμησε να σπουδάσει φιλοσοφία με τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και τον Μπέρτραντ Ράσελ στο Καίμπριτζ, καθώς και ανώτερα θεωρητικά της μουσικής. Συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στην Ιταλία από το 1949 έως το 1953, ενώ την ίδια χρονική περίοδο ασχολήθηκε σε βάθος και με την αναλυτική ψυχολογία, επηρεαζόμενος και από τον αδερφό του, ο οποίος σπούδαζε εκείνη την εποχή στο Ινστιτούτο Γιουνγκ στη Ζυρίχη.
Επιστρέφοντας στην Αίγυπτο, αφοσιώθηκε στη σύνθεση, δουλεύοντας αρκετές ώρες την ημέρα. Το 1956 παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Θηρεσία (Σία) Χωρέμη, ζωγράφο, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Την ίδια χρονιά σκοτώθηκε ο πολυαγαπημένος αδερφός του σε τροχαίο δυστύχημα, γεγονός που θα τον σημάδευε αφάνταστα για όλη του τη ζωή.
Το 1960, με τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια, όπως και οι περισσότεροι εύποροι Έλληνες της Αιγύπτου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Χίο, όπου είχε επίσης αρκετή οικογενειακή περιουσία. Στο σπίτι του, μέσα σ' ένα μεγάλο κτήμα, ο Γιάννης Χρήστου εγκατέστησε τη μεγάλη του βιβλιοθήκη κυρίως με βιβλία φιλοσοφίας, θρησκειολογίας, ανθρωπολογίας, ψυχολογίας, μαγείας, πνευματισμού, προϊστορίας και πρωτόγονων πολιτισμών, ιστορίας, λογοτεχνίας, τέχνης και μουσικής καθώς και τις προσωπικές του συλλογές.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διέμενε κυρίως στην Αθήνα, όπου και ασχολήθηκε, εκτός από τη σύνθεση, με την προώθηση της πρωτοποριακής ελληνικής μουσικής. Ασκούσε πολύ μεγάλη επιρροή στους ελληνικούς πρωτοποριακούς μουσικούς κύκλους της εποχής του και στις πρώτες θεσμικές τους εκφράσεις, όπως το Εργαστήρι Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου «Γκαίτε» (1962) και ο Ελληνικός Σύνδεσμος Σύγχρονης Μουσικής (1965).
Η οικονομική του άνεση του προσέφερε τη δυνατότητα να μην χρειαστεί ποτέ να αναζητήσει εργασία σε Ωδεία (τα οποία δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα ως εκπαιδευτικό θεσμό) ή σε άλλους μουσικούς φορείς, ούτε να αναλάβει ποτέ θέση ευθύνης σε οποιοδήποτε μουσικό ίδρυμα ή επιτροπή, με εξαίρεση μία και μοναδική φορά, το 1962, ως μέλος κριτικής επιτροπής διαγωνισμού σύγχρονης μουσικής, τον οποίο διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο Γιάννης Χρήστου σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα τη νύχτα της 8ης Ιανουαρίου 1970, κατά την επιστροφή του στο σπίτι από τον εορτασμό των γενεθλίων του. Στο ίδιο δυστύχημα τραυματίστηκε σοβαρά η γυναίκα του, η οποία εξέπνευσε δέκα ημέρες αργότερα, αφήνοντας τα τρία τους παιδιά ορφανά.

Ιάννης Ξενάκης 1922 – 2001 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνικής καταγωγής μουσικοσυνθέτης, που σταδιοδρόμησε στο χώρο της πρωτοποριακής μουσικής στη Γαλλία. Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1922 στη Βράιλα της Ρουμανίας. Τελείωσε το Γυμνάσιο της Κοργιαλενείου Σχολής Σπετσών και σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, απ' όπου αποφοίτησε το 1946, ενώ συγχρόνως έκανε μαθήματα ανώτερων θεωρητικών στη μουσική.

Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και φυλακίστηκε από τις κατοχικές δυνάμεις. Στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε από όλμο, με αποτέλεσμα να χάσει το αριστερό μάτι του και να παραμορφωθεί το πρόσωπό του. Απειλούμενος με σύλληψη, το 1947 διέφυγε στο Παρίσι, από όπου του απαγορευόταν να ξαναγυρίσει, λόγω της ερήμην καταδίκης του σε θάνατο για λιποταξία. Το 1965 πήρε τη γαλλική υπηκοότητα, ενώ έπρεπε να περιμένει έως το 1974 για να αρθεί η απαγόρευση.
Στη Γαλλία εργάστηκε ως αρχιτέκτονας και, παράλληλα, συνέχισε τις σπουδές του στη μουσική, με σημαντικότερη την επαφή του με τον Ολιβιέ Μεσιάν. Κατά την περίοδο 1947 - 1959 συνεργάστηκε με το διάσημο γάλλο αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ στο σχεδιασμό σημαντικών έργων. Το 1953 παντρεύτηκε τη Φρανσουάζ, δημοσιογράφο και συγγραφέα μυθιστορημάτων και βιογραφιών, με την οποία απέκτησε μία κόρη.
Το πρώτο του μουσικό έργο - σταθμός, με το οποίο αποκηρύσσει τα προηγούμενα, είναι οι «Μεταστάσεις» (1954), για ορχήστρα, όπου αρχίζει να χρησιμοποιεί μαθηματικές και αρχιτεκτονικές έννοιες στη μουσική δομή, ερχόμενος σε αντίθεση με τον σειραϊσμό και την αντίληψη της γραμμικής κίνησης των μουσικών φθόγγων και προβάλλοντας την έννοια των ηχητικών επιφανειών: τις «ηχητικές μάζες» ή «γαλαξίες» όπως τις ονόμαζε. Ασχολήθηκε συστηματικά με τη μεταφορά στη μουσική των μαθηματικών «Νόμων των πιθανοτήτων», ενώ επινόησε τον όρο «Στοχαστική μουσική», που βασίζεται στην ιδέα ανάπτυξης του ηχητικού υλικού, με στατικούς μέσους όρους «προς ένα στόχο». Σαν βάση για τη μουσική του σύνθεση χρησιμοποίησε τουλάχιστον 15 μαθηματικές θεωρίες.
Ανάμεσα στις συνθέσεις του Ιάννη Ξενάκη περιλαμβάνονται έργα ηλεκτροακουστικής μουσικής, τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα συνδυασμό μουσικής και φωτισμών, ενώ στο έργο του συνειδητά ενέταξε ήχους της φύσης και ανθρωπογενείς. Σε όλο του το έργο είναι εμφανής η λατρεία του προς την αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Συνέθεσε έργα για μπαλέτο, φωνητικά - χορωδιακά για μεικτά μέσα και πολύτεχνα, έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, ηλεκτρονική, μουσική για αρχαίο δράμα κ.ά. Ανάμεσα στα περίπου 130 έργα του περιλαμβάνονται τα «Λιθόπρακτα»,«Ψάφπα», «Περσέφασσα», «Πλειάδες», «Ανατολή - Δύση», «Ορέστεια» κ.ά.
Το τελευταίο έργο του είχε ως τίτλο το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Το «Ωμέγα» ήταν αυτό που έμελλε να κλείσει τον κύκλο της μεγάλης δημιουργικής περιπέτειάς του, καθώς σταμάτησε να συνθέτει το 1997, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Δίδαξε σύνθεση στη Σορβόνη, ανακηρύχτηκε διδάκτωρ και καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία και διακρίσεις. Από το 1966 διηύθυνε το Κέντρο Έρευνας για την Πρωτοποριακή Μουσική στο Παρίσι, ενώ ίδρυσε στην Ελλάδα το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας, που αποτελούσε όνειρο της ζωής του.
Στις 23 Ιανουαρίου του 2001 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου, πέθανε στο Παρίσι.

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Ο ΜΟΤΣΑΡΤ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας· από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας.

Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο. Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Το 1953 θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.
Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. Το 1960 θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι η εποχή, που ο Θεοδωράκης περνάει στο χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του '30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.). Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του '60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων». Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Την περίοδο της Μεταπολίτευσης θα γνωρίσει ευρεία αποδοχή και η μουσική του, που θα ακουστεί πάλι ελεύθερα. Θα γίνει σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα παραμείνει σύμβολο για τους αγωνιστές πολλών χωρών ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των συμφωνικών του έργων.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Παράλληλα, ξεκίνησε με τον τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Στην εξηντάχρονη καριέρα του, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελλάδας, ο Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος.

Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν..

Παγοπώλης και φορτοεκφορτωτής

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.
Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Γνωριμία με τον Κουν

Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.
Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.
Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.

Χατζιδάκις και σινεμά

Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά.Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών τού χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Μ. Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.
Τo 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.

Η γέννηση του «Τρίτου»

Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς.
Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.
Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ' τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά.
Μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος, ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ 1911-1992 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη Αμοργό, που έγραψε μεσούσης της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας.

Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, κατ' άλλους στις 30 Απριλίου 1915, στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου μυήθηκε στη λογοτεχνία και έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933). Γνώριζε ήδη αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης.
Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και του χάρισε περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλήνων ποιητών. Λέγεται ότι το μακρύ αυτό ποίημα γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί. «Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο.
Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών, καταργώντας συχνά τα όρια ποίησης και στιχουργίας. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες («Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Η Μικρή Ραλλού», «Μια γλώσσα, μια πατρίδα», «Αν θυμηθείς τ' ονειρό μου», «Η νύχτα», «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά», «Αντικατοπτρισμοί», «Το κατά Μάρκον», «America, America», «Χάρτινο το Φεγγαράκι», «Πάει ο καιρός» κ.ά.).
Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του.

Μυρτιώτισσα 1881 – 1968 [Απο΄τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια. Αγαπήθηκε όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, τόσο για την ομορφιά της, όσο και για το πνεύμα και τα ερωτικά της ποιήματα.

Η Θεώνη Δρακοπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1881 στο Μπεμπέκι, προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης του διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, η οικογένεια Δρακόπουλου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλ της Πλάκας..
Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών προκάλεσε θόρυβο γύρω από το όνομά της, όταν απήγγειλε στον «Παρνασσό» το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ξύπνα, ξύπνα», - ένα σπαραξικάρδιο θρηνολόγημα για το παιδί του. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Την ίδια εποχή ερωτεύεται τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό της ποιητή Πέτρο Ζητουνιάτη (1875-1909). Ο έρωτάς τους θα έχει άδοξο τέλος, μετά τις απειλές της οικογένειάς της προς τον νεαρό ποιητή από τη Λειβαδιά, για διακοπή της σχέσης του.
Έπειτα από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με τον μακρινό της εξάδελφο Σπύρο Παππά, ο οποίος υπηρετούσε στο διπλωματικό σώμα. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Γιώργο Παππά (1903-1958), ο οποίος αναδείχθηκε σε μεγάλο πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου.
Ο γάμος της  ήταν βραχύβιος, αφού έγινε παρά τη θέλησή της, και μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατό του στη μάχη του Δρίσκου το 1912 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια». Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της.
Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για τα «Δώρα της αγάπης» και το 1939 για τις «Κραυγές». Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, τον οποίο υπεραγαπούσε, εξέδωσε το βιβλίο «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962)». Ασχολήθηκε, επίσης, με τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών και ελλήνων κλασικών, που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά ή κυκλοφόρησαν σε αυτοτελή βιβλία. 
Η Μυρτιώτισσα πέθανε στην Αθήνα στις 5 Αυγούστου 1968, σε ηλικία 87 ετών.
Η ποίηση της  κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας - θάνατος. Η Μυρτιώτισσα, όπως  παρατήρησε και ο Κωστής Παλαμάς, δεν επιμένει, ιδίως στις πρώτες της συλλογές, στην επεξεργασία του στίχων και παρουσιάζει χαλαρότητα στο ύφος, μειονεκτήματα, που καλύπτονται συχνά από τον πηγαίο θερμό λυρισμό της.

ΜΑΛΙΣΣΑΝΘΗ-ΗΒΗ ΚΟΥΓΙΑ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ποιήτρια, από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της υπαρξιακής ποίησης στην Ελλάδα.
Η Ήβη Κούγια, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1907 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο με καθηγητή τον Οκτάβιο Μερλιέ, ο οποίος την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την ποίηση. Σπούδασε ακόμη, γερμανικά, αγγλικά, μουσική και μελέτησε φιλοσοφία.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών, ενώ υπήρξε συνεργάτιδα του λογοτεχνικού προγράμματος του ΕΙΡ από το 1945 έως το 1955, από το οποίο παρουσίαζε ελληνική και ξένη ποίηση, δικές της εργασίες και θεατρικές διασκευές. Το 1932 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Σκανδαλάκη, δικηγόρο, πολιτικό (βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος) και συγγραφέα φιλοσοφικών δοκιμίων.

Στη λογοτεχνία εμφανίσθηκε το 1930 με την ποιητή συλλογή «Φωνές Εντόμου». Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η ποιητική συλλογή «Προφητείες», η οποία αποτέλεσε το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς και την καθιέρωσε ως ποιήτρια. Σε μία συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία (31/12/1976) η Μελισσάνθη αποκάλυψε το πώς ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την ποίηση:
Οι ερεθισμοί οι δικοί μου ξεκίνησαν από προβλήματα υπαρξιακά, από την οδυνηρή επαφή μου με τον κόσμο και όπως μου άρεσε η ποίηση βρήκαν διέξοδο σ' αυτήν. Οι συγκρούσεις με το περιβάλλον πρώτα πρώτα. Ένας νέος άνθρωπος σ' έναν κόσμο φτιαγμένο από τους άλλους, που του είναι αδύνατο να τον παραδεχτεί. Αρχίζει τότε μια πάλη που είτε είναι εξωτερική, στήθος με στήθος, είτε εσωτερική, να εξηγήσει και να παραδεχτεί το σκληρό παιχνίδι που παίζεται γύρω μου. Η δεύτερη αυτή πάλη γίνεται πιο σκληρή όταν αισθάνεσαι την αδυναμία σου να δράσεις εξωτερικά.
Η Μελισσάνθη τιμήθηκε με το Β' και το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1966 και 1976) και με το ποιητικό βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1976). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, ΗΠΑ, Καναδά, Μεξικό, Ρουμανία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και έχουν περιληφθεί σε συνολικά 26 ξένες ανθολογίες.
Ο θρησκευτικός και υπαρξιακός χαρακτήρας στάθηκαν από την αρχή τα κύρια γνωρίσματα του έργου της Μελισσάνθης, ενός έργου άνισου στο σύνολό του, τόσο από την άποψη της γραφής όσο και από την άποψη της ποιότητας, προ πάντων στις προ του 1950 ποιητικές της συλλογές. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο (από το 1945), επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών.
Η ποίησή της εκτιμάτο από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κόσμου της εποχής της. «Φαινόμενο που πραγματικά αγγίζει το θαύμα», την έχει αποκαλέσει ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης. Ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Ιωάννης Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός της λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης σημειώνει ότι η ποίησή της «και σαν αίσθηση και σαν ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας “τα εγγύς και τα άπω”».

Είπε... Για την ελληνική ποίηση…

Το γεγονός και μόνο ότι έχουμε στην κορυφή έναν-δύο παγκόσμια αναγνωρισμένους ποιητές σημαίνει ότι έχουμε ένα πολύ σημαντικό υπόστρωμα. Πιστεύω ότι η ελληνική ποίηση όχι μόνο στέκεται δίπλα στην ευρωπαϊκή αλλά και προπορεύεται σε ποιότητα, προβληματισμό και θεματικό πλούτο.

Για την σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την ποίηση…

Από μια διαίσθηση, ίσως να βρει το καθαρό του βλέμμα που έχει χάσει στη σκληρή κερδοσκοπική κοινωνία που ζούμε, να δει τα πράγματα στην ιερότητα και στην αγνότητά τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το «τερατώδες» της εποχής μας είναι γέννημα της χρησιμοθηρικής αντίληψης του κόσμου που είναι ταυτόσημη με το πνεύμα της στυγνής εκμετάλλευσης σ' όλα τα πεδία.«Και να λοιπόν, που σε μια εποχή πέρα για πέρα χρησιμοθηρική, ψυχρά ωφελιμιστική και απάνθρωπη, οι νέοι άνθρωποι του τόπου μας αρχίζουν ν' αποζητούν αυτό που φαίνεται λιγότερο χρήσιμο: την ποίηση και τον ποιητή! Μέσα σ' έναν κόσμο θωρακισμένο, οικοδομημένο πάνω στην υλική δύναμη , ο ποιητής -αυτός ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος του πλανήτη- μαθαίνει ξαφνικά ότι τον χρειάζονται. Κι αυτό είναι πολύ πολύ συγκινητικό.

Για την σωτηρία του ανθρώπου…

Ο κόσμος επιζεί από την ισορροπία. Αν υπάρχει κάποια πάλη σήμερα μεταξύ καλού και κακού, φαίνεται ότι υπερισχύει το κακό. Πιστεύω όμως πως όπως σ' έναν άρρωστο οργανισμό δημιουργούνται αντίθετες δυνάμεις που τον βοηθάνε να επιζήσει, έτσι θα βρεθούνε δυνάμεις τέτοιες που δεν θ' αφήσουν τον κόσμο να καταστραφεί. Πιστεύω ότι από τον άνθρωπο πάλι θα 'ρθει η σωτηρία. Η σωτηρία αυτή θα μπορούσε να 'ρθει και τώρα αν σε μεγάλο ποσοστό οι άνθρωπο έπαυαν να συντηρούν το κακό…Αυτό το κακό που συμβαίνει στην καταναλωτική κοινωνία, η μανία που μας έχει πιάσει όλους ν' αποκτήσουμε πράγματα περιττά και άχρηστα. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, όπως το συνειδητοποίησαν κάποτε οι χίπις, που δεν έκαναν όμως μια πλήρη επανάσταση, θα μπορούσαν ν' αλλάξουν πολλά πράγματα.

Για την ποίησή της…

Μιλάω έμμεσα, με σύμβολα, αλληγορικά. Θα πρέπει ίσως να σας πω εγώ η ίδια ότι κάποιο ποίημά μου είναι εμπνευσμένο από την Κατοχή ή το Πολυτεχνείο για να το καταλάβετε. Βλέπω το δράμα το ανθρώπινο διαχρονικά. Δεν μ' ενδιαφέρει να κάνω δημαγωγία. Δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, το κάθε τι που δικαιώνεται σαν ποιητικός λόγος είναι δεκτό. Μιλάω για τη δική μου ποίηση. Δεν έχω κλειστεί σε κανέναν πύργο. Κλείνεται κανένας σ' έναν πύργο όταν έχει κλειστεί σε μια ιδεολογία. Αυτός μένει αμετακίνητος. Στο μόνο που μένω αμετακίνητη είναι η πίστη μου στον άνθρωπο. Δεν είναι μια ιδεολογία, είναι μια βαθιά πεποίθηση που βγαίνει υπαρξιακά από μέσα μου.
Για την Αθήνα…
Καμία ίσως πόλη του κόσμου δεν αντικατοπτρίζει την κόλαση του σημερινού κόσμου όσο η Αθήνα!
Η Ήβη Κούγια-Δασκαλάκη πέθανε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1990.

Μαρία Πολυδούρη 1902 – 1930 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.

Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 χάνει, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της.
Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.
Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.
Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος». Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αστάρτη», σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Βρέχει Φως». Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει έλληνες συνθέτες «κλασικοί», «έντεχνοι» και «ροκ». Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μενέλαο Παλλάντιο, Κωστή Κριτσωτάκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Στέλιο Μποτωνάκη και το συγκρότημα «Πληνθέτες».

Ποίηση Ποιητές ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Διακεκριμένη και πολυβραβευμένη ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, με μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό.
Η Βασιλική Ράδου, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1931, με καταγωγή από την Καλαμάτα. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της, προσελήφθη ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία εργάστηκε επί 25 χρόνια, έως το 1974, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Για μια οκταετία εργάστηκε αποσπασμένη στη σύνταξη του περιοδικού Kύκλος, που εξέδιδε η τράπεζα, με λογοτεχνικό και οικονομικό περιεχόμενο, στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενά της. Το 1954 παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά (1921-1986), ο οποίος εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957).
Η Κική Δημουλά πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με την ποιητική συλλογή Ποιήματα, την οποία αποκήρυξε μετά από λίγο και την απέσυρε από την κυκλοφορία. Από τότε εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:
  • Έρεβος (1956)
  • Ερήμην (1958)
  • Επί τα ίχνη (1963)
  • Το λίγο του κόσμου (1971)
  • Το τελευταίο σώμα μου (1981)
  • Χαίρε ποτέ (1988)
  • Η εφηβεία της λήθης (1994)
  • Ενός λεπτού μαζί (1998)
  • Ποιήματα (συγκεντρωτική έκδοση 1998)
  • Ήχος απομακρύνσεων (2001)
  • Χλόη θερμοκηπίου (2005)
  • Συνάντηση (Ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη, 2007)
  • Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)
  • Τα εύρετρα ( 2010)
Το 1972 τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε Ποτέ, το 1996 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης και το 2001 με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της. Τον ίδιο χρόνο της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, η τρίτη μόλις γυναίκα, που έτυχε αυτής της τιμής, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας. Οι βραβεύσεις για την Κική Δημουλά συνεχίστηκαν το 2009 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της και το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, επίσης, για το σύνολο του έργου της. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου (Αγγλικά Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά, Γερμανικά, Σουηδικά κ.ά.).
Η Κική Δημουλά έχει να επιδείξει και ένα μικρό σε έκταση αφηγηματικό έργο, μία επιλογή του οποίου περιέχεται στο βιβλίο Εκτός Σχεδίου (2005). Κυκλοφορούν, επίσης, η ομιλία που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της με τίτλο Ο Φιλοπαίγμων Μύθος (2004) και η ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία με τίτλο Έρανος σκέψεων (2009).
Ο ποιητικός λόγος της Κικής Δημουλά ακολούθησε μια εξελικτική πορεία, με επιδράσεις από την καβαφική ποίηση στο ξεκίνημά του και με βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία τη λογοπλαστική τάση και την εικονοπλαστική ενάργεια. Ο προβληματισμός της Δημουλά, σαφώς υπαρξιακός, εκφράζει την αγωνιώδη αναζήτησή της για το νόημα της φθαρτής ανθρώπινης ζωής. Τα θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Στοιχεία της γραφής της είναι ο γοργός και αιχμηρός στίχος, ο ειρωνικός τόνος με τη χρήση των λέξεων της καθαρεύουσας, της τεχνολογίας, της αργκό ή και νεολογισμών, η φιλοπαίγμων διάθεση με την παράθεση αντίθετων ή ομόηχων λέξεων, η ηθελημένη αμέλεια στη σύνταξη και οι επαναλήψεις.

Ζωρζ Σαρή 1925 – 2012 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ηθοποιός και συγγραφέας. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους συγγραφείς παιδικών βιβλίων στη χώρα μας.

Η Ζωρζ Σαρή ή Γεωργία Σαρηβαξεβάνη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε τον Μάιο του 1925 στην Αθήνα από Μικρασιάτη πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Από πολύ μικρή άρχισε να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο το Βασίλη Ρώτα. Στα χρόνια της Κατοχής φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη, παράλληλα με τη δράση της στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Το 1947, μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές της στην υποκριτική, στη σχολή του Σαρλ Νιτλέν. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μάρκελλο Καρακώστα, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
Το 1962 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίστηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Μετά την επικράτηση της Απριλιανής Χούντας το 1967 έμεινε άνεργη και στράφηκε στο γράψιμο. Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίσθηκε το 1969, με το μυθιστόρημα Ο Θησαυρός της Βαγίας, που ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά της και τους φίλους τους. Το βιβλίο είχε και εξακολουθεί να έχει μεγάλη εκδοτική επιτυχία και το 1985 μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. Συνέχισε να γράφει πολλά βιβλία, κυρίως για μικρά παιδιά και νέους, με τη  θεματολογία της να περιστρέφεται πολλές φορές γύρω από σημαντικές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Μαζί με την Άλκη Ζέη καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους, όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η πολιτική σκέψη να μην αποτελεί πια προνόμιο μόνο των ενηλίκων. Με τα βιβλία της  οδήγησε στην απομάκρυνση της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας από τα πρότυπα του 19ου αιώνα, στα οποία κυριαρχούσε το προστατευτικό ύφος, ο ηθικοπλαστικός διδακτισμός και η προβολή ενός ιδεατού κόσμου. Η Ζωρζ Σαρή αντιμετώπισε το παιδί ως αυτόνομο άτομο με δική του προσωπικότητα και προέβαλε ήρωες ρεαλιστικούς.
Το 1994 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το μυθιστόρημα Νινέτ. Το 1995 και το 1999 βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 1988 προτάθηκε για το διεθνές βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ως ηθοποιός τιμήθηκε το 1960 με το βραβείο Β' Γυναικείου ρόλου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη Έγκλημα στα Παρασκήνια.
Η Γεωργία Σαρηβαξεβάνη (Ζωρζ Σαρή) πέθανε στις 9 Ιουνίου 2012, σε ηλικία 87 χρονών.

Σαρλ Περό 1628 – 1703 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Γάλλος συγγραφέας παιδικών παραμυθιών («Κοκκινοσκουφίτσα», «Ωραία Κοιμωμένη», «Κοντορεβυθούλης» κ.α), ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε διακεκριμένο μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και πρωτοστάτησε στη φιλολογική διαμάχη, γνωστή ως «Διαμάχη των Αρχαίων και των Νεωτέρων» («Querelle des Anciens et des Modernes»).

Ο Σαρλ Περό (Charles Perrault) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 12 Ιανουαρίου 1628, στους κόλπους μιας πλούσιας αστικής οικογένειας. Σπούδασε νομικά κι εργάστηκε αρχικά ως υπεύθυνος των βασιλικών κτηρίων. Άρχισε να γίνεται γνωστός ως λογοτέχνης περί το 1660 με ερωτικά ποιήματα, οπότε αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη μελέτη τής ποίησης και των καλών τεχνών.
Το 1671 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, η οποία σύντομα διχάστηκε εξαιτίας της αποκαλούμενης «Διαμάχης μεταξύ των Αρχαίων και των Νεωτέρων». Ο Περό υποστήριξε την άποψη των νεωτέρων, σύμφωνα με την οποία και η λογοτεχνία εξελίσσεται με την πρόοδο του πολιτισμού με την πρόοδο. Το ποίημά του «Ο αιώνας του Μεγάλου Λουδοβίκου» («Le Siecle de Louis le Grand», 1687) τοποθετούσε νεώτερους συγγραφείς, όπως τον Μολιέρο και τον Φρανσουά ντε Mαλέρμπ σε υψηλότερη θέση από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Ο βασικός αντίπαλός του σ' αυτή τη διαμάχη ήταν ο Νικολά Μπουαλό - Ντεπρεό (1636-1711).
Το 1697 δημοσίευσε τη συλλογή παραμυθιών «Διηγήσεις και Ιστορίες του παρελθόντος» με τον υπότιτλο «Ιστορίες της μάνας μου της χήνας» για να διασκεδάσει τα παιδιά. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται πασίγνωστα παραμύθια, όπως «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Η Ωραία Κοιμωμένη», «Ο Παπουτσωμένος Γάτος» και «Ο Κυανοπώγων», που είναι διασκευές μισοξεχασμένων παραδοσιακών παραμυθιών, τα οποία διηγήθηκε με ύφος απλό και ανεπιτήδευτο.
Ο Σαρλ Περό πέθανε στο Παρίσι στις 16 Μαΐου 1703, σε ηλικία 75 ετών.

Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ 1785–1863 / 1786–1859 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Οι αδελφοί Γκριμ γεννήθηκαν σ’ ένα μικρό χωριό της Γερμανίας, ο Γιάκομπ (Jacob Ludwig Carl Grimm) στις 4 Ιανουαρίου του 1785 και ο Βίλχεμ (Wilhelm Carl Grimm) στις 24 Φεβρουαρίου του 1786. Και οι δύο σπούδασαν νομικά, όπως και ο πατέρας τους, ενώ από μικρή ηλικία έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον για τις γερμανικές λαϊκές αφηγήσεις και παραδόσεις.

Συνέλεγαν παραδοσιακές ιστορίες, προσπαθώντας να αποτυπώσουν στο χαρτί όσο πιο πιστά μπορούσαν την τεχνική και τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι αφηγητές. Από αυτές εμπνεύστηκαν για να γράψουν περισσότερα από 200 παραμύθια, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως Παραμύθια Γκριμ. Ο πρώτος τόμος με 86 παραμύθια κυκλοφόρησε στις 20 Δεκεμβρίου 1812 εν μέσω αντιδράσεων, επειδή ορισμένα από αυτά θεωρήθηκαν ακατάλληλα για παιδιά. Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ έχουν μεταφραστεί σε 160 γλώσσες και αγαπήθηκαν από τα παιδιά όλου του κόσμου. Ανάμεσά τους, Η Κοκκινοσκουφίτσα, Η Σταχτοπούτα, Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, Η ωραία κοιμωμένη, Χάνσελ και Γκρέτελ, Ραπουντζέλ.
Ο Γιάκομπ ως φιλόλογος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεσαιωνική λογοτεχνία και γλωσσολογία. Συνέταξε τη Γερμανική Γραμματική, ενώ διατύπωσε και μία γενική αρχή, γνωστή ως Νόμος του Γκριμ, που περιγράφει τη σχέση μεταξύ των διαφόρων γλωσσών. Ο Βίλχελμ ασχολήθηκε περισσότερο με τη λογοτεχνική κριτική.
Το 1829 τα δύο αδέλφια έγιναν βιβλιοθηκάριοι και καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Gottingen. Την ίδια χρονιά, ο Γιάκομπ εξέδωσε άλλο ένα σημαντικό πόνημά του, τις Γερμανικές Μυθολογίες, με όλες τις δοξασίες της προχριστιανικής Γερμανίας.
Το 1840 ο βασιλιάς Φρειδερίκος Ουίλιαμ IV της Πρωσίας τούς κάλεσε στο Βερολίνο, όπου έγιναν μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ξεκίνησαν να εργάζονται για τη δημιουργία ενός τεράστιου ιστορικού λεξικού, το οποίο άφησαν ημιτελές, καθώς ο Βίλχεμ πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1859 και ο Γιάκομπ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1863. Το έργο τους ολοκληρώθηκε από μεταγενέστερους ερευνητές, πολλά χρόνια αργότερα.