ΦΑΟΥΣΤ: Πως λέγεσαι;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Η ερώτηση είναι ταπεινή,
για έναν το Λόγο που έτσι δα καταφρονεί,
που για φαινόμενα ούτε καν τον μέλει
και το βάθος των όντων μόνο θέλει.
για έναν το Λόγο που έτσι δα καταφρονεί,
που για φαινόμενα ούτε καν τον μέλει
και το βάθος των όντων μόνο θέλει.
ΦΑΟΥΣΤ: […]Ποιος
είσαι, ε;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Μέρος από την δύναμη μου πιάνει,
όλο κακό να κάμει και καλό όλο κάνει.
όλο κακό να κάμει και καλό όλο κάνει.
ΦΑΟΥΣΤ: Με το αίνιγμα τούτο τι εννοείς;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Το πνεύμα είμαι που πάντα αρνιέται!
Και με δίκιο∙ διότι ό,τι κι αν γεννιέται,
αξίζει κιόλας να χαθεί∙
πιο καλά, τίποτα αν δεν είχε γεννηθεί.
Έτσι, όλα όσα αμαρτία εσείς τα λέτε,
καταστροφή, με λέξη μια: κακό,
είναι στοιχείο μου εμέ πραγματικό.
Και με δίκιο∙ διότι ό,τι κι αν γεννιέται,
αξίζει κιόλας να χαθεί∙
πιο καλά, τίποτα αν δεν είχε γεννηθεί.
Έτσι, όλα όσα αμαρτία εσείς τα λέτε,
καταστροφή, με λέξη μια: κακό,
είναι στοιχείο μου εμέ πραγματικό.
Η
Τραγωδία ξεκινάει με τον Κύριο (Θεός) και τον Μεφιστοφέλη (Διάβολος) να
συζητούν για την ανικανοποίητη φύση του λόγιου Δρ Φάουστ που ξόδεψε όλη του τη
ζωή στην απόκτηση γνώσης χωρίς όμως να φτάσει στην αλήθεια, χαραμίζοντας έτσι
τα νιάτα του. Η ψυχή του πρωταγωνιστή παρουσιάζεται χωρισμένη στα δύο, πράγμα
που τον έχει οδηγήσει στην απελπισία χάνοντας την όρεξη για ζωή. Ο Κύριος δεν
μπορεί να προστατέψει τον δούλο του, όσο αυτός βρίσκεται εν ζωή, εν αντιθέσει
με τον Μεφιστοφέλη, που μπορεί να τον διεκδικήσει….
Μέσα
στην απόλυτη απόγνωση και στην προσπάθεια του να βρει μια διέξοδο στην ζωή του
που έχει τελματώσει, ο Φάουστ προβαίνει στις απαραίτητες προετοιμασίες:
μια νύχτα στο τρίστρατο του δάσους Σπένσερ, κοντά στο Βίτενμπεργκ, γύρω στις
δέκα η ώρα, αφού σχηματίζει ορισμένους κύκλους με το μαγικό ραβδί του,
επικαλείται το διάβολο. Αργότερα το ίδιο βράδυ και χωρίς να έχει
παρουσιαστεί κανένα πνεύμα από την επίκληση, βρίσκουμε τον Φάουστ στο εργαστήρι
του να πειραματίζεται με τις αλχημιστικές επιστήμες και να μελετάει την Αγία
Γραφή. Ο Μεφιστοφέλης, ωστόσο, που εισάκουσε το κάλεσμα, εμφανίζεται αρχικά με
τη μορφή ενός σκύλου που εισβάλλει στο σπίτι του Φάουστ και
μεταμορφώνεται σε πλανόδιο μαθητή κατά τη διάρκεια ενός από τα γνωστά
παραληρήματα του για τους ανώφελους κόπους της ζωής του όπου και
βρίσκει σαν αφορμή για να κουβεντιάσει μαζί του. Εκεί ο Μεφιστοφέλης
του τάζει όλα όσα δεν έχει επιτύχει στην χαμένη του ζωή, του τάζει την ίδια την
πεμπτουσία της ζωής: χρόνο, και ο Φάουστ εμφανίζεται πρόθυμος να συνάψει
συμμαχία μαζί του. Η μεταξύ τους συνδιαλλαγή αφορά την ανταλλαγή της ψυχής
του Φάουστ για την νεότητα του. Πιο συγκεκριμένα ο Μεφιστοφέλης ορκίζεται:
1. να
δώσει πίσω στον Φάουστ την χαμένη του νεότητα για εικοσιτέσσερα χρόνια,
2. να του παρέχει όποια βοήθεια ή πληροφορία του ζητήσει ακολουθώντας τον πιστά από τότε και στο εξής,
3. και ποτέ να μην του πει ψέμματα.
2. να του παρέχει όποια βοήθεια ή πληροφορία του ζητήσει ακολουθώντας τον πιστά από τότε και στο εξής,
3. και ποτέ να μην του πει ψέμματα.
και ο
Φάουστ από πλευράς του ορκίζεται:
1.
στη λήξη των είκοσι τεσσάρων χρόνων να παραδώσει το σώμα και την ψυχή του στο
διάβολο,
2. να επιβεβαιώσει τη συμφωνία υπογράφοντας την με το αίμα του,
3. και να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη του.
2. να επιβεβαιώσει τη συμφωνία υπογράφοντας την με το αίμα του,
3. και να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη του.
Με
βάση αυτήν την συμφωνία, ο Μεφιστοφέλης κάνει τον Φάουστ νέο και ξεκινάνε το
ταξίδι τους. Μέσα από τη περιπλάνηση αυτή, ο ήρωας φαίνεται να ανακαλύπτει γνώση
που πρότερα δεν ήξερε ότι υπήρχε, βιώνει καταστάσεις και συναισθήματα
πρωτόγνωρα, ανακαλύπτει εκ νέου τον κόσμο και την ουσία του. Ο Φάουστ, με τη
βοήθεια του Μεφιστοφέλη ξεπερνάει όλες τις πρότερες ηθικές αναστολές του και οι
παρεκβάσεις από την καθημερινότητα διαδέχονται η μια την άλλη. Η νιότη σαν
έννοια διαποτίζει όλο το υπόλοιπο έργο και το ταξίδι αποκτά πλέον μια διάσταση
συμβολική. Διαμορφώνεται μία σκοτεινή αλληγορία μέσα από τις έντονες
αντιθέσεις: από την μία η διάχυτη θρησκευτικότητα που διακατέχει το έργο και
από την άλλη το βέβηλο περιεχόμενό του. Συνοδευμένος από τον Μεφιστοφέλη, ο
Φάουστ, μπαίνει σε καταγώγια που δε θα έμπαινε ποτέ, συνομιλεί με κακά πνεύματα
και αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στις ταβέρνες και στις διασκεδάσεις, σε γλέντια με
μάγισσες και φαντασμαγορικά νεραϊδένια πλάσματα με αποκορύφωμα την αποπλάνηση
ενός αθώου δεκαεξάχρονου κοριτσιού, της Μαργαρίτας, που του δίνεται ολόψυχα,
δίχως συμβιβασμούς και όρους. Η άβγαλτη Μαργαρίτα, η καταπιεσμένη από τη
μητέρα της, η χωρίς αυτοπεποίθηση κοπέλα της οποίας η μοίρα διαγράφεται ζοφερή,
είναι η μόνη που καταλαβαίνει-σαν από ένστικτο αγνής ψυχής-τον διάβολο σε
ολόκληρη την τραγωδία. Αυτό θα είναι όμως και η καταδίκη της. Στο τέλος
θα εγκαταλειφθεί από τον Φάουστ και σε παράφρονα κατάσταση θα σκοτώσει το παιδί
που απέκτησε μαζί του. Κατά τη διάρκεια αυτού του “ταξιδιού”, οι εικόνες
διαδέχονται η μία την άλλη με τρόπο λυρικό ενώ ταυτόχρονα τα συναισθήματα του
Φάουστ εναλλάσσονται: απελπισία-έρωτας-μετάνοια. Ωστόσο, η αρχική του συμφωνία,
όσο κυλάει ο ποιητικός χρόνος, κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία της,
δίνοντας τον τραγικό τόνο, αφού κατά πως φαίνεται, είναι απαράβατη και μη
αναστρέψιμη…
Το
έργο έχει την κλασική μορφή ποιητικού κειμένου με έντονα αρχαιοελληνικά τραγικά
στοιχεία. Υπάρχει η επίκληση στον ποιητή, υπάρχει ο χορός που ενσαρκώνεται στη
μορφή και στη φωνή των πνευμάτων και όλα δένουν με τρόπο επικό γύρω από τον
πρωταγωνιστή, ένα πρόσωπο εξαιρετικά τραγικό μέχρι το τέλος, που σφάλλει
μοιραία. Ενώ η συναισθηματική κλιμάκωση ακολουθεί γραμμική ανοδική πορεία, η
κάθαρση στο τέλος, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη αλλά προοικονομείται εμμέσως από
τον ίδιο το Μεφιστοφέλη, χωρίς όμως να διεκπεραιώνεται. Η γλώσσα είναι
περίπλοκη και οι εικόνες εναλλάσσονται ταχύτατα καθώς το ύφος είναι λυρικό,
πλούσιο σε συνδηλώσεις και μεταφορές. Μέσα σε όλη αυτή την γλαφυρότητα
ξεχωρίζουν αισθητά οι ατάκες του διαβόλου, λόγω γλωσσικής απλότητας και
αμεσότητας, πράγμα διόλου τυχαίο.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ (τραγουδεί παίζοντας κιθάρα)
Πουρνό πουρνό,
τι θες εδώ,
Κατερινιώ,
στην πόρτα του εραστή σου;
Να φυλαχτείς!
Κορίτσι αν μπεις,
μα δεν θα βγεις,
έξω κορίτσι πίσω.
τι θες εδώ,
Κατερινιώ,
στην πόρτα του εραστή σου;
Να φυλαχτείς!
Κορίτσι αν μπεις,
μα δεν θα βγεις,
έξω κορίτσι πίσω.
Κοίτα καλά!
Σα γίνει πια,
σου αφήνει γεια,
φτωχή, και ποιος τον πιάνει!
Η γνωστική,
μη χαριστεί,
στον εραστή,
ποτέ χωρίς στεφάνι.
Σα γίνει πια,
σου αφήνει γεια,
φτωχή, και ποιος τον πιάνει!
Η γνωστική,
μη χαριστεί,
στον εραστή,
ποτέ χωρίς στεφάνι.
Ο
Γκαίτε μέσα από την περιήγηση του Φάουστ απεικονίζει την σύγκρουση του
παλιού-μεσαίωνας-με την νεωτερική κοινωνία-Διαφωτισμός: ο Φάουστ διαβάζει στο
εργαστήρι του, την αρχή του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου-Εν Αρχή ην ο Λόγος-και
ψάχνει για νεωτερικές λέξεις προς αντικατάσταση της λέξης “Λόγος”, όπως Σκέψη,
Πράξη κ.τ.λ. Με αυτόν τον τρόπο ο Γκαίτε μας εισάγει ευθύς εξ αρχής στην
θρησκευτική αμφισβήτηση που είναι απόρροια του Διαφωτισμού. Η περιγραφή του
Γκαίτε της νεωτερικής κοινωνίας και του σύγχρονου πολιτισμού όπως αυτός
προκύπτει από τα γεγονότα της εποχής του, παρομοιάστηκε πολύ εύστοχα με την
ανάλυση της σύγχρονης υποκειμενικότητας από τον Χέγκελ στη Φαινομενολογία
του πνεύματος. Σχηματικά, ο Χέγκελ αναλύει πως μέσα από το “ταξίδι” του
Φάουστ αναβλύζουν οι πολιτικές, οι τεχνικές, οι αισθητικές (ρομαντικές και
κλασικές-αρχαίες Ελληνικές) και οι ηθικό-πρακτικές δομές της νεωτερικής
κοινωνίας του Διαφωτισμού. Ένα άλλο σημείο που το θίγει και ο Λιαντίνης στη
Γκέμμα και που αφορά την νέα υπό διαμόρφωση αυτή κοινωνία, είναι το “ερώτημα της
Μαργαρίτας”-που δεν είναι άλλο από το ερώτημα περί πίστεως-που η νέα
πραγματικότητα δεν ορίζει καταφατικά, αλλά μάλλον αγνωστικιστικά.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ποια είναι η γνώμη σου, πες, για την θρησκεία;
Είσαι τόσο καλός, όμως θαρρώ
πως δεν της δίνεις σημασία.
Είσαι τόσο καλός, όμως θαρρώ
πως δεν της δίνεις σημασία.
ΦΑΟΥΣΤ: […] Τη σέβομαι.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Όμως δίχως θέρμη. Είναι καιρός,
που ούτε εκκλησία σε είδε, ούτε πνευματικός.
Θεό πιστεύεις;
που ούτε εκκλησία σε είδε, ούτε πνευματικός.
Θεό πιστεύεις;
ΦΑΟΥΣΤ: Ποιος, καλή μου, θα τολμήσει
να πει πως στον θεό πιστεύει;
να πει πως στον θεό πιστεύει;
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν πιστεύεις δηλαδή;
ΦΑΟΥΣΤ: Ποιος με καρδιά, να πει τολμά:δεν τον πιστεύω;
Επιπλέον στοιχεία που αναβλύζουν μέσα από την περιήγηση της προσωπικής τραγωδίας του πρωταγωνιστή είναι το αμετάκλητο του θανάτου, το αμετάκλητο του γηράσκομεν, η ματαιοδοξία και η επιπολαιότητα, η ανούσια συσσώρευση γνώσεων καθώς και η άνιση μάχη του καλού με το κακό. Κέρδισε εντέλει ο Μεφιστοφέλης το αρχικό του στοίχημα με τον Κύριο; Ενώ η τραγικότητα του τέλους συνδηλώνει τον απόλυτο θρίαμβο του διαβόλου και του κακού πάνω στον Φάουστ και στο καλό, με μια φαινομενική διαλεκτική ανατροπή, ο Γκαίτε δείχνει έμμεσα ότι το στοίχημα το χάνει εντέλει ο διάβολος. Αν και η ίδια η ζωή υπόκειται σε περιοριστικούς όρους εκ φύσεως, ο Φάουστ επιχείρησε την υπέρβασή τους μέσα από μια διαρκή προσπάθεια αυτοπραγμάτωσης. Σε αυτή την υπαρξιακή διαπάλη ο Γκαίτε αποκωδικοποιεί την πραγματική αξία, την νίκη του καλού επί του κακού καθώς και την μόνη “σωτηρία” του νεωτερικού ανθρώπου. Ταυτοχρόνως, ο Γκαίτε προβλέπει ότι αυτή η προσπάθεια υπέρβασης της ίδιας της ύπαρξης μας, θα αποτελέσει το στοίχημα και του μέτα-νεωτερικού, του σύγχρονου δηλαδή, ανθρώπου. Με άλλα λόγια, ο Γκαίτε, και αυτό είναι το πιο σοκαριστικό όλων, προμηνύει το αδιέξοδο και της νεωτερικότητας, της εποχής του Διαφωτισμού δηλαδή.
Πηγή: http://philipposphilios.com
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος