«Ποίηση είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη του και η σκέψη έχει βρει τις λέξεις» (Robert Frost, Αμερικανός ποιητής).
Ο βασικός ιστός της ποίησης πλέκεται από το συναίσθημα, τη σκέψη και τη λέξη. Άλλοι θεωρούν πως το πρωτογενές υλικό είναι το συναίσθημα που αναζητά την κατάλληλη λέξη να εκφραστεί. Χωρίς τη λέξη ποίημα δεν παράγεται. Όλοι έχουμε συναισθήματα, αλλά οι ποιητές είναι ελάχιστοι. Γι’ αυτό κάποιοι άλλοι πρεσβεύουν πως για να παραχθεί ποίηση χρειάζεται η νίκη του λόγου – της λέξης πάνω στο «κράτος των αισθήσεων».
Η σχέση, ωστόσο, της Ποίησης με τη Λέξη αναδεικνύει και το ρόλο του απλού λαού ως φορέα Λόγου και Λέξης. Γιατί ο καθημερινός άνθρωπος δεν λειτουργεί μόνον ως «αναγνώστης» ή καταναλωτής του ποιητικού λόγου αλλά και ως φορέας – «διδάσκαλος» λέξεων. Ο Πλάτων στο έργο του «Αλκιβιάδης» μέσα από το διάλογο του Αλκιβιάδη με τον Σωκράτη καταγράφει τη συμβολή των πολλών (λαός) στη σωστή γνώση της Ελληνικής «Ελληνίζειν». Χαρακτηρίζονται, επίσης, οι πολλοί ως «αγαθοί διδάσκαλοι» και γι’ αυτό κρίνονται «δικαίως επαινοίντ’» (άξιοι επαίνου).
Ο ποιητικός λόγος αντλεί την πρώτη ύλη (λέξεις) από το λαό κι αυτός με τη σειρά του διδάσκεται και διαπαιδαγωγείται από το λόγο (στίχοι) των Ποιητών. Επομένως, η Ποίηση και οι Ποιητές λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στο Λαό και τη Γλώσσα (Λέξεις). Η ποίηση αποτέλεσε τον πιο αρχέγονο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσπάθησε με την αρωγή της γλώσσας – λέξης να προσεγγίσει τον κόσμο και να αποκωδικοποιήσει τα μυστήριά του. Η ποίηση διαχρονικά δεν στόχευε μόνο στην τέρψη και στην ψυχαγωγία του λαού αλλά και στη διαπαιδαγώγησή του.
Την πρακτική ωφελιμότητα της ποίησης την ομολογεί ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» (607d) «ηδεία αλλά και ωφελίμη προς τας πολιτείας και τον βίον τον ανθρώπινον». Μπορεί, δηλαδή, η ποίηση να αποβλέπει – με όπλο τις λέξεις – στη βελτίωση του ανθρώπου και της καθημερινότητάς του. Αυτό συμβαίνει όταν οι στίχοι ενός ποιήματος, απαλλαγμένοι από το διδακτισμό, λειτουργούν ως απόσταξη της ζύμωσης του ανθρώπου με τις λέξεις που συνιστούν το βασικότερο φορέα – εργαλείο σκέψης.
Η σχέση του Ποιητικού λόγου με τον απλό άνθρωπο αποτελούσε πάντα το ζητούμενο. Πώς μπορεί, δηλαδή, η αισθητική των λέξεων και το νοηματικό φορτίο τους να ενσωματωθούν στο γλωσσικό και αξιακό σύστημα του απλού ανθρώπου και να προκαλέσουν μέσα του μια συναισθηματική και διανοητική δόνηση; Ζητούμενο οι ανατροπές τόσο της καθημερινότητας όσο και της καθεστηκυίας τάξης των πραγμάτων.
Μπορεί το πολιτικό μας σύστημα και οι καθεστωτικές αντιλήψεις να μην κινδυνεύουν από τους στίχους των ποιητών, όμως η χρηστικότητα και λειτουργικότητά τους στην εξωτερίκευση και αποτύπωση κάποιων σκέψεων και στον εμπλουτισμό της διαπροσωπικής επικοινωνίας είναι ολοφάνερη. Στίχοι που έχουν γίνει ρητά, γνωμικά και ενέχουν στοιχεία αφορισμών και αξιωμάτων. Έτσι δικαιώνεται η θέση του Πλάτωνα πως ο κοινός άνθρωπος και ο ποιητής «αλληλοδιδάσκονται» και το «Ελληνίζειν» δεν είναι προνόμιο μόνον των «σοφιολογιώτατων».
Ο καθημερινός μας λόγος είναι έμπλεος τέτοιων στίχων που καθιστούν την επικοινωνία μας αποτελεσματικότερη και ευχάριστη δικαιώνοντας τη θέση του Πλάτωνα για την ποίηση «ηδεία αλλά και ωφελίμη προς τας πολιτείας και τον βίον των ανθρώπινον».
Στίχοι του Ομήρου και των αρχαίων τραγωδών επιβιώνουν στον καθημερινό λόγο (γραπτό και προφορικό) των ανθρώπων, αν και μερικές φορές αγνοούμε τόσο το δημιουργό τους (ποιητή) όσο και το ακριβές περιεχόμενό τους. «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (η φιλοπατρία), «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» (η αριστεία, η φιλοπρωτία). «Ω, παίδες Ελλήνων ίτε ελευθερούτε Πατρίδ’, ελευθερούτε δε Παίδας γυναικών….Νυν υπέρ πάντων αγών» (προσταγή για αγώνα), «Έρως ανίκατε μάχαν» (η δύναμη του Έρωτα). Ωστόσο, εμφανής είναι και η παρουσία στίχων του Ερωτόκριτου και του Δημοτικού τραγουδιού στην καθημερινή μας ομιλία, όπως: α. «Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν/ και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου» (η συνεχής μεταβολή των πραγμάτων), β. «Έμεινε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο» (η απόλυτη δυστυχία ως απόρροια της σκληρής μοίρας).
Είναι ενδιαφέρουσα, επομένως, η καταγραφή εκείνων των στίχων της νεοελληνικής ποίησης που αποτελούν μέσο έκφρασης και αποτύπωσης της σκέψης του απλού ανθρώπου. Η παράθεση των στίχων και των ποιητών που ακολουθούν δεν έχουν κατ’ ανάγκην και αξιολογικό χαρακτήρα.
1. ΚΑΛΒΟΣ: «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Με το στίχο αυτό υποδηλώνεται πως κάθε τι υψηλό στη ζωή μας (ελευθερία…) προϋποθέτει ηθικές και ψυχικές αρετές. Χρησιμοποιείται ως υπόμνηση ή προτροπή προς κάποιους που αναλαμβάνουν κάποια σπουδαία αποστολή ή προς κάποιους δειλούς ή σκεπτικιστές στην ανάληψη ευθυνών για την πραγμάτωση υψηλών στόχων.
2. ΣΟΛΩΜΟΣ: α. «Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος». Η καταγγελία της επιφανειακά θετικής εικόνας της κοινωνίας μας. Υποκρύπτει μια ειρωνική διάθεση. β. «Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Η ανάγκη της συνεχούς εγρήγορσης κι επαγρύπνησης. γ. «Με λογισμό και μ’ όνειρο». Η ισορροπία – συνύφανση της λογικής και της φαντασίας. Ο ρεαλισμός σε παράλληλη πορεία με το ουτοπικό.
3. ΠΑΛΑΜΑΣ: «Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν πέρασαν,/ θα ‘ρθουν, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν/ οι αγέννητοι, οι νεκροί». Προβάλλεται εμφαντικά το χρέος – καθήκον προς τους προγόνους αλλά και τους απογόνους. Όλοι υποκείμεθα στην κριτική των περασμένων αλλά των μελλούμενων γενιών. Ίσως, υπόρρητα, διαφαίνεται και μια προτροπή για δράση, αντίσταση και αγώνα.
4. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: «Πως μας θωρείς ακίνητος;…. Που τρέχει ο λογισμός σου;»: Το νόημα που λαμβάνει σήμερα ο στίχος δεν σχετίζεται με τα πραγματικά δεδομένα (ύμνος στον ανδριάντα του Πατριάρχου, Γρηγορίου του Ε’). Σήμερα μάλλον εκφράζει μια περιπαικτική αναφορά σε κάποιον που είναι «αφηρημένος» και κοιτάζει στο κενό με απλανές βλέμμα.
5. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα…». Συνιστά μια προτροπή, ένα σάλπισμα αγωνιστικό για την ανόρθωση της χώρας μας. Εμπεριέχει έναν παραινετικό τόνο με κυρίαρχο σύμβολο τον ήλιο (πνευματικότητα, ελευθερία….). Το α’ πληθυντικό πρόσωπο φανερώνει πως ο αγώνας προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια. Έγινε και ύμνος κόμματος (ΠΑΣΟΚ).
6. ΒΑΡΝΑΛΗΣ: α. «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα». Συνιστά μια κριτική – μομφή σε όσους βρίσκονται σε μια κατάσταση αδράνειας, τεμπελιάς και παραίτησης. Εγκαλούνται ως αρνητική στάση ζωής η δειλία και ο φαταλισμός (μοιρολατρία), β. «Αχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα/ γινόμουν άλλος!». Λέγεται ως πικρή διαπίστωση όταν η εικόνα – θέση ενός ανθρώπου (αρνητική) είναι σε δυσαρμονία με την αντίστοιχη της νιότης, που υποσχόταν πολλά. Υποδηλώνεται η απογοήτευση…
7. ΚΑΒΑΦΗΣ: α. «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;/ Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια/λύσις». Ο εμβληματικός αυτός στίχος καταγράφει την κλιμάκωση της αγωνίας και αναμονής που τελικά οδηγείται στη διάψευση και στην απογοήτευση. Οι βάρβαροι (η προσμονή της λύσης) δηλωτικό της παρακμής μιας κοινωνίας εν «υπνώσει» προβάλλονται ως λύση. Ωστόσο, η απουσία των βαρβάρων προκαλεί λύπη και απογοήτευση. Ο στίχος ως διαπίστωση βρίσκει εφαρμογή τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. β. «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,/ αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις». Οι στίχοι εκφράζουν ένα στοιχείο ηθικής προτροπής για ανθρώπους που χάνουν κάτι πολύτιμο (εξουσία, δόξα….). Συνιστούν την ετοιμότητα και την αξιοπρέπεια σε αυτό που φαίνεται πως χάνουμε και για το οποίο πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε ως νομοτέλεια.
8. ΣΕΦΕΡΗΣ: α. «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Από τις πιο γνωστές και χιλιοειπωμένες προτροπές για συνεχή προσπάθεια προς κάτι υψηλότερο. Έχει εφαρμογή – ως προτροπή τόσο για ατομική εξέλιξη όσο και εθνική ανάταση. β. «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Μεταφορικά υποδηλώνεται ο αβάσταχτος πόνος για τη χώρα μας που αδυνατεί να προοδεύσει. Η συνειδητοποίηση μιας «πληγής» που μας επέφερε η Ελλάδα που μένει προσδεμένη στο χθες με όλα τα αρνητικά της.
9. ΕΛΥΤΗΣ: α. «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας». Λέγεται όταν θέλουμε να δηλώσουμε την απεραντοσύνη του κόσμου μέσα στη μικρότητα – περατότητά του. Συνιστά ένα οξύμωρο σχήμα και προφέρεται ως διαπίστωση όταν βρισκόμαστε μπροστά στη συρρίκνωση των αποστάσεων που όμως δεν αναιρεί την απεραντοσύνη του σύμπαντος. β. «Ο καθείς και τα όπλα του». Δηλώνεται ως υπόμνηση για την υποχρέωση κάποιου να χρησιμοποιήσει τα μέσα και τις μεθόδους που αρμόζουν στη θέση και τις δυνάμεις του. Η συνειδητοποίηση εκείνης της δύναμης (όπλου) που μπορεί να μας συνοδεύει σε κάθε αγώνα μας για την πρόοδο και την άρνηση υποταγής στις δυνάμεις της παρακμής.
10. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Στρατηγέ/ τι ζητούσες στη Λάρισα/ συ/ ένας/ Υδραίος». Η φράση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την παραδοξότητα ή έκπληξή μας για την παρουσία ή εμπλοκή κάποιου σε χώρο και θέματα άσχετα με την ιδιότητά του. Είναι λίγο ασαφές αν πρόκειται για έκπληξη – έπαινο ή ψόγο.
11. ΚΑΤΣΑΡΟΣ: «Μην αμελήσετε./ Πάρτε μαζί σας νερό/ Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Ένας στίχος καταγγελτικός και προτρεπτικός. Υπενθυμίζει σε όλους πως η μελλοντική κατάσταση βρίθει προβλημάτων γι’ αυτό και είναι αναγκαία η εξασφάλιση νερού – εφοδίων για την επιβίωση και τη νίκη. Η αξία της προνοητικότητας και η συνειδητοποίηση – πρόβλεψη(;) των προβλημάτων (αδιεξόδων).
12. ΡΙΤΣΟΣ: «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό». Με το στίχο αυτό εκφράζεται το αδούλωτο πνεύμα ενός ανθρώπου ή λαού. Το ανυπότακτο και ελεύθερο φρόνημα χωρίς περιορισμούς και καταπιέσεις. Λέγεται για πρόσωπα και έθνη με τη μορφή επαίνου ή και υπενθύμισης για τους αγώνες ενάντια στη σκλαβιά.
13. ΔΡΟΣΙΝΗΣ: «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα / σε ξένα αναστυλώματα δεμένο. / Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο, / μα όσο να ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω». Με τους στίχους αυτούς προβάλλεται εμφαντικά ως μια μορφή εξομολόγησης ή μαρτυρίας η αξία της αυτονομίας για την κατάληψη μιας θέσης. Καταγγέλλεται έμμεσα η τακτική κάποιων να στηρίζονται σε άλλους για την αναρρίχησή τους σε ένα αξίωμα. Η αντίθεση του κισσού και του καλαμιού προβάλλει την αξία να στηρίζεται κάποιος στις δικές του δυνάμεις. Να είμαστε «όρθιοι» και όχι «ορθούμενοι».
14. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: α. «Νάσαι τόσο πρόσκαιρος, / και να κάνεις όνειρα / τόσο αιώνια!». Η αποθέωση της ματαιοδοξίας και της κενοδοξίας. Ύβρις απέναντι στην αναγκαιότητα του θανάτου. β. «Και όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε ήδη νεκροί». Η προτροπή για αλληλεγγύη και αλτρουισμό. Ο ηρωισμός για το κοινό καλό. Η υπέρβαση του ατομικισμού και η διάχυση του ενδιαφέροντός μας για τους άλλους. Εξάλλου «ο κόσμος υπάρχει μόνο όταν τον μοιράζεσαι».
15. ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: α. «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής». Ο στίχος αυτός αποκομμένος από τους υπόλοιπους χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει τη βαθιά απογοήτευση και μια μεμψιμοιρία. Ένα κρυφό παράπονο για να υπερβούμε ή να γεφυρώσουμε την αντινομία ανάμεσα στο «ιδανικός» και το «ανάξιος», β. «και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες». Άλλη μια κραυγή – παράπονο για τη ματαιότητα ή τη ματαίωση αυτών που πολύ επιθυμήσαμε. Παραίτηση, οικτρή διαπίστωση ή και ομολογία αποτυχίας; Μια διαδρομή από το «ιδανικός» στο «σαν των πολλών ανθρώπων».
16. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ: α. «Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, / Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα». Αυτοσαρκασμός, ειρωνεία ή απαξίωση των υλικών αγαθών. Η αποτύπωση της ψυχικής αλλοτρίωσης και έκπτωσης μπροστά στην ασημαντότητα και την έλλειψη προοπτικών του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, που δεν μας εμπνέει. β. «Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, / μπορούνε με χίλιους τρόπους / ή του δίνουν όψη ν’ αρέσει». Το κακό έχει πολλούς δρόμους και είναι εύκολο να το κάνεις. Η κακότητα του κόσμου και η χαιρεκακία. Στον πόνο θα βρούμε πολλούς δίπλα μας στη χαρά κανέναν.
17. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: α. «Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές/ άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε». Μια καταδίκη όλων εκείνων που μένουν αμέτοχοι – θεατές στα σπουδαία και τρομερά που συμβαίνουν, ενώ κάποιοι άλλοι θυσιάζονται και υποφέρουν για το κοινό καλό. Μια θλιβερή διαπίστωση για τη διαχρονική αυτή στάση ζωής κάποιων (θεατές – χειροκροτητές vs αγωνιστές – δραστήριοι). β. «Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν». Μια υπόμνηση για να απέχουμε από πράγματα και υποθέσεις που δεν μας αφορούν. Με μια άλλη ματιά ο στίχος χρησιμοποιείται ειρωνικά για να καταγγείλει την αδιαφορία κάποιων για τις κοινές υποθέσεις που για πολλούς θεωρούνται «ξένες».
18. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ: «Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!». Λέγεται ως κραυγή από εκείνους που δεν μπορούν να ζήσουν στο αφιλόξενο περιβάλλον των πόλεων με τις συμβάσεις της αστικής ζωής. Ένας ύμνος στην αυθεντικότητα της ζωής στο φυσικό τοπίο. Ο ομολογημένος κρυφός πόθος για μια ζωή φυσική και ανθρώπινη κοντά στη φύση.
19. ΠΟΛΕΜΗΣ: «Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; / ….. / Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα». Μια απάντηση στο επίμονο και διαχρονικό ερώτημα για το περιεχόμενο της έννοιας Πατρίδα. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει με ένα ρητορικό ερώτημα ότι την πατρίδα την συνθέτουν τόσο οι άνθρωποι όσο και τα άψυχα αντικείμενα – τοπία που μας περιβάλλουν. Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με το ερώτημα αυτό.
20. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: α. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. / Να μην τις παίρνει ο άνεμος». Η δύναμη των λέξεων. Η εξουσία των λέξεων και η σκληρότητά τους όταν κρύβουν αλήθειες. Η ανάγκη όταν θέλουμε να πούμε αλήθειες, να χρησιμοποιούμε λέξεις που να αποκαλύπτουν και όχι να κρύβουν ή να ωραιοποιούν την πραγματικότητα. β. «Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε». Ο στίχος ενέχει στοιχεία ειρωνείας και απαξίωσης για τη μετριότητα κάποιου. Μια σκληρή φράση για την ανικανότητα κάποιου με υποτιμητικό και απαξιωτικό χαρακτήρα.
21. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του». Ο αφορισμός αυτός του ποιητή είναι ίσως από τους καλύτερους ορισμούς του ανθρώπου, αφού συνυφαίνει τα δυο βασικά του στοιχεία: Τη λογική και το συναίσθημα.
Η σταχυολόγηση των παραπάνω στίχων και ποιητών καθιστά εναργέστατη τη βιωματική σχέση του απλού ανθρώπου με την ποίηση. Όταν, δηλαδή, η ποίηση καθίσταται εκφραστικό μέσο ή εργαλείο αποτύπωσης των σκέψεων, συναισθημάτων ή και προθέσεων του κάθε ανθρώπου. Γιατί μεγάλη ποίηση – ποιητές δεν είναι αυτή που διαβάζεται στα ποιητικά Συμπόσια ή αναλύεται στις περισπούδαστες βιβλιοκριτικές, αλλά αυτή που συντροφεύει τον καθημερινό άνθρωπο σε όλες τις στιγμές της ζωής του. Βέβαια θα μπορούσε κάποιος – καταφεύγοντας στη θέση του Αναγνωστάκη να πει – πως ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με την ποίηση «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα».
Ωστόσο, η μεγάλη ποίηση είναι παρούσα και αντέχει στο χρησιμοθηρικό και πνευματοκτόνο πνεύμα της εποχής μας. Μας γαλουχεί, μας διαπαιδαγωγεί και μας ολοκληρώνει προστατεύοντάς μας από κάθε παράγωγο εξουσίας. Γιατί η εξουσία της Ποίησης είναι η μόνη αποδεκτή από όλες τις εξουσίες.
«Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες»
(Τίτος Πατρίκιος)
Ο βασικός ιστός της ποίησης πλέκεται από το συναίσθημα, τη σκέψη και τη λέξη. Άλλοι θεωρούν πως το πρωτογενές υλικό είναι το συναίσθημα που αναζητά την κατάλληλη λέξη να εκφραστεί. Χωρίς τη λέξη ποίημα δεν παράγεται. Όλοι έχουμε συναισθήματα, αλλά οι ποιητές είναι ελάχιστοι. Γι’ αυτό κάποιοι άλλοι πρεσβεύουν πως για να παραχθεί ποίηση χρειάζεται η νίκη του λόγου – της λέξης πάνω στο «κράτος των αισθήσεων».
Η σχέση, ωστόσο, της Ποίησης με τη Λέξη αναδεικνύει και το ρόλο του απλού λαού ως φορέα Λόγου και Λέξης. Γιατί ο καθημερινός άνθρωπος δεν λειτουργεί μόνον ως «αναγνώστης» ή καταναλωτής του ποιητικού λόγου αλλά και ως φορέας – «διδάσκαλος» λέξεων. Ο Πλάτων στο έργο του «Αλκιβιάδης» μέσα από το διάλογο του Αλκιβιάδη με τον Σωκράτη καταγράφει τη συμβολή των πολλών (λαός) στη σωστή γνώση της Ελληνικής «Ελληνίζειν». Χαρακτηρίζονται, επίσης, οι πολλοί ως «αγαθοί διδάσκαλοι» και γι’ αυτό κρίνονται «δικαίως επαινοίντ’» (άξιοι επαίνου).
Ο ποιητικός λόγος αντλεί την πρώτη ύλη (λέξεις) από το λαό κι αυτός με τη σειρά του διδάσκεται και διαπαιδαγωγείται από το λόγο (στίχοι) των Ποιητών. Επομένως, η Ποίηση και οι Ποιητές λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στο Λαό και τη Γλώσσα (Λέξεις). Η ποίηση αποτέλεσε τον πιο αρχέγονο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσπάθησε με την αρωγή της γλώσσας – λέξης να προσεγγίσει τον κόσμο και να αποκωδικοποιήσει τα μυστήριά του. Η ποίηση διαχρονικά δεν στόχευε μόνο στην τέρψη και στην ψυχαγωγία του λαού αλλά και στη διαπαιδαγώγησή του.
Την πρακτική ωφελιμότητα της ποίησης την ομολογεί ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» (607d) «ηδεία αλλά και ωφελίμη προς τας πολιτείας και τον βίον τον ανθρώπινον». Μπορεί, δηλαδή, η ποίηση να αποβλέπει – με όπλο τις λέξεις – στη βελτίωση του ανθρώπου και της καθημερινότητάς του. Αυτό συμβαίνει όταν οι στίχοι ενός ποιήματος, απαλλαγμένοι από το διδακτισμό, λειτουργούν ως απόσταξη της ζύμωσης του ανθρώπου με τις λέξεις που συνιστούν το βασικότερο φορέα – εργαλείο σκέψης.
Η σχέση του Ποιητικού λόγου με τον απλό άνθρωπο αποτελούσε πάντα το ζητούμενο. Πώς μπορεί, δηλαδή, η αισθητική των λέξεων και το νοηματικό φορτίο τους να ενσωματωθούν στο γλωσσικό και αξιακό σύστημα του απλού ανθρώπου και να προκαλέσουν μέσα του μια συναισθηματική και διανοητική δόνηση; Ζητούμενο οι ανατροπές τόσο της καθημερινότητας όσο και της καθεστηκυίας τάξης των πραγμάτων.
Μπορεί το πολιτικό μας σύστημα και οι καθεστωτικές αντιλήψεις να μην κινδυνεύουν από τους στίχους των ποιητών, όμως η χρηστικότητα και λειτουργικότητά τους στην εξωτερίκευση και αποτύπωση κάποιων σκέψεων και στον εμπλουτισμό της διαπροσωπικής επικοινωνίας είναι ολοφάνερη. Στίχοι που έχουν γίνει ρητά, γνωμικά και ενέχουν στοιχεία αφορισμών και αξιωμάτων. Έτσι δικαιώνεται η θέση του Πλάτωνα πως ο κοινός άνθρωπος και ο ποιητής «αλληλοδιδάσκονται» και το «Ελληνίζειν» δεν είναι προνόμιο μόνον των «σοφιολογιώτατων».
Ο καθημερινός μας λόγος είναι έμπλεος τέτοιων στίχων που καθιστούν την επικοινωνία μας αποτελεσματικότερη και ευχάριστη δικαιώνοντας τη θέση του Πλάτωνα για την ποίηση «ηδεία αλλά και ωφελίμη προς τας πολιτείας και τον βίον των ανθρώπινον».
Στίχοι του Ομήρου και των αρχαίων τραγωδών επιβιώνουν στον καθημερινό λόγο (γραπτό και προφορικό) των ανθρώπων, αν και μερικές φορές αγνοούμε τόσο το δημιουργό τους (ποιητή) όσο και το ακριβές περιεχόμενό τους. «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (η φιλοπατρία), «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» (η αριστεία, η φιλοπρωτία). «Ω, παίδες Ελλήνων ίτε ελευθερούτε Πατρίδ’, ελευθερούτε δε Παίδας γυναικών….Νυν υπέρ πάντων αγών» (προσταγή για αγώνα), «Έρως ανίκατε μάχαν» (η δύναμη του Έρωτα). Ωστόσο, εμφανής είναι και η παρουσία στίχων του Ερωτόκριτου και του Δημοτικού τραγουδιού στην καθημερινή μας ομιλία, όπως: α. «Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν/ και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου» (η συνεχής μεταβολή των πραγμάτων), β. «Έμεινε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο» (η απόλυτη δυστυχία ως απόρροια της σκληρής μοίρας).
Είναι ενδιαφέρουσα, επομένως, η καταγραφή εκείνων των στίχων της νεοελληνικής ποίησης που αποτελούν μέσο έκφρασης και αποτύπωσης της σκέψης του απλού ανθρώπου. Η παράθεση των στίχων και των ποιητών που ακολουθούν δεν έχουν κατ’ ανάγκην και αξιολογικό χαρακτήρα.
1. ΚΑΛΒΟΣ: «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Με το στίχο αυτό υποδηλώνεται πως κάθε τι υψηλό στη ζωή μας (ελευθερία…) προϋποθέτει ηθικές και ψυχικές αρετές. Χρησιμοποιείται ως υπόμνηση ή προτροπή προς κάποιους που αναλαμβάνουν κάποια σπουδαία αποστολή ή προς κάποιους δειλούς ή σκεπτικιστές στην ανάληψη ευθυνών για την πραγμάτωση υψηλών στόχων.
2. ΣΟΛΩΜΟΣ: α. «Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος». Η καταγγελία της επιφανειακά θετικής εικόνας της κοινωνίας μας. Υποκρύπτει μια ειρωνική διάθεση. β. «Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Η ανάγκη της συνεχούς εγρήγορσης κι επαγρύπνησης. γ. «Με λογισμό και μ’ όνειρο». Η ισορροπία – συνύφανση της λογικής και της φαντασίας. Ο ρεαλισμός σε παράλληλη πορεία με το ουτοπικό.
3. ΠΑΛΑΜΑΣ: «Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν πέρασαν,/ θα ‘ρθουν, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν/ οι αγέννητοι, οι νεκροί». Προβάλλεται εμφαντικά το χρέος – καθήκον προς τους προγόνους αλλά και τους απογόνους. Όλοι υποκείμεθα στην κριτική των περασμένων αλλά των μελλούμενων γενιών. Ίσως, υπόρρητα, διαφαίνεται και μια προτροπή για δράση, αντίσταση και αγώνα.
4. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: «Πως μας θωρείς ακίνητος;…. Που τρέχει ο λογισμός σου;»: Το νόημα που λαμβάνει σήμερα ο στίχος δεν σχετίζεται με τα πραγματικά δεδομένα (ύμνος στον ανδριάντα του Πατριάρχου, Γρηγορίου του Ε’). Σήμερα μάλλον εκφράζει μια περιπαικτική αναφορά σε κάποιον που είναι «αφηρημένος» και κοιτάζει στο κενό με απλανές βλέμμα.
5. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα…». Συνιστά μια προτροπή, ένα σάλπισμα αγωνιστικό για την ανόρθωση της χώρας μας. Εμπεριέχει έναν παραινετικό τόνο με κυρίαρχο σύμβολο τον ήλιο (πνευματικότητα, ελευθερία….). Το α’ πληθυντικό πρόσωπο φανερώνει πως ο αγώνας προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια. Έγινε και ύμνος κόμματος (ΠΑΣΟΚ).
6. ΒΑΡΝΑΛΗΣ: α. «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα». Συνιστά μια κριτική – μομφή σε όσους βρίσκονται σε μια κατάσταση αδράνειας, τεμπελιάς και παραίτησης. Εγκαλούνται ως αρνητική στάση ζωής η δειλία και ο φαταλισμός (μοιρολατρία), β. «Αχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα/ γινόμουν άλλος!». Λέγεται ως πικρή διαπίστωση όταν η εικόνα – θέση ενός ανθρώπου (αρνητική) είναι σε δυσαρμονία με την αντίστοιχη της νιότης, που υποσχόταν πολλά. Υποδηλώνεται η απογοήτευση…
7. ΚΑΒΑΦΗΣ: α. «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;/ Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια/λύσις». Ο εμβληματικός αυτός στίχος καταγράφει την κλιμάκωση της αγωνίας και αναμονής που τελικά οδηγείται στη διάψευση και στην απογοήτευση. Οι βάρβαροι (η προσμονή της λύσης) δηλωτικό της παρακμής μιας κοινωνίας εν «υπνώσει» προβάλλονται ως λύση. Ωστόσο, η απουσία των βαρβάρων προκαλεί λύπη και απογοήτευση. Ο στίχος ως διαπίστωση βρίσκει εφαρμογή τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. β. «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,/ αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις». Οι στίχοι εκφράζουν ένα στοιχείο ηθικής προτροπής για ανθρώπους που χάνουν κάτι πολύτιμο (εξουσία, δόξα….). Συνιστούν την ετοιμότητα και την αξιοπρέπεια σε αυτό που φαίνεται πως χάνουμε και για το οποίο πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε ως νομοτέλεια.
8. ΣΕΦΕΡΗΣ: α. «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Από τις πιο γνωστές και χιλιοειπωμένες προτροπές για συνεχή προσπάθεια προς κάτι υψηλότερο. Έχει εφαρμογή – ως προτροπή τόσο για ατομική εξέλιξη όσο και εθνική ανάταση. β. «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Μεταφορικά υποδηλώνεται ο αβάσταχτος πόνος για τη χώρα μας που αδυνατεί να προοδεύσει. Η συνειδητοποίηση μιας «πληγής» που μας επέφερε η Ελλάδα που μένει προσδεμένη στο χθες με όλα τα αρνητικά της.
9. ΕΛΥΤΗΣ: α. «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας». Λέγεται όταν θέλουμε να δηλώσουμε την απεραντοσύνη του κόσμου μέσα στη μικρότητα – περατότητά του. Συνιστά ένα οξύμωρο σχήμα και προφέρεται ως διαπίστωση όταν βρισκόμαστε μπροστά στη συρρίκνωση των αποστάσεων που όμως δεν αναιρεί την απεραντοσύνη του σύμπαντος. β. «Ο καθείς και τα όπλα του». Δηλώνεται ως υπόμνηση για την υποχρέωση κάποιου να χρησιμοποιήσει τα μέσα και τις μεθόδους που αρμόζουν στη θέση και τις δυνάμεις του. Η συνειδητοποίηση εκείνης της δύναμης (όπλου) που μπορεί να μας συνοδεύει σε κάθε αγώνα μας για την πρόοδο και την άρνηση υποταγής στις δυνάμεις της παρακμής.
10. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Στρατηγέ/ τι ζητούσες στη Λάρισα/ συ/ ένας/ Υδραίος». Η φράση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την παραδοξότητα ή έκπληξή μας για την παρουσία ή εμπλοκή κάποιου σε χώρο και θέματα άσχετα με την ιδιότητά του. Είναι λίγο ασαφές αν πρόκειται για έκπληξη – έπαινο ή ψόγο.
11. ΚΑΤΣΑΡΟΣ: «Μην αμελήσετε./ Πάρτε μαζί σας νερό/ Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Ένας στίχος καταγγελτικός και προτρεπτικός. Υπενθυμίζει σε όλους πως η μελλοντική κατάσταση βρίθει προβλημάτων γι’ αυτό και είναι αναγκαία η εξασφάλιση νερού – εφοδίων για την επιβίωση και τη νίκη. Η αξία της προνοητικότητας και η συνειδητοποίηση – πρόβλεψη(;) των προβλημάτων (αδιεξόδων).
12. ΡΙΤΣΟΣ: «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό». Με το στίχο αυτό εκφράζεται το αδούλωτο πνεύμα ενός ανθρώπου ή λαού. Το ανυπότακτο και ελεύθερο φρόνημα χωρίς περιορισμούς και καταπιέσεις. Λέγεται για πρόσωπα και έθνη με τη μορφή επαίνου ή και υπενθύμισης για τους αγώνες ενάντια στη σκλαβιά.
13. ΔΡΟΣΙΝΗΣ: «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα / σε ξένα αναστυλώματα δεμένο. / Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο, / μα όσο να ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω». Με τους στίχους αυτούς προβάλλεται εμφαντικά ως μια μορφή εξομολόγησης ή μαρτυρίας η αξία της αυτονομίας για την κατάληψη μιας θέσης. Καταγγέλλεται έμμεσα η τακτική κάποιων να στηρίζονται σε άλλους για την αναρρίχησή τους σε ένα αξίωμα. Η αντίθεση του κισσού και του καλαμιού προβάλλει την αξία να στηρίζεται κάποιος στις δικές του δυνάμεις. Να είμαστε «όρθιοι» και όχι «ορθούμενοι».
14. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: α. «Νάσαι τόσο πρόσκαιρος, / και να κάνεις όνειρα / τόσο αιώνια!». Η αποθέωση της ματαιοδοξίας και της κενοδοξίας. Ύβρις απέναντι στην αναγκαιότητα του θανάτου. β. «Και όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε ήδη νεκροί». Η προτροπή για αλληλεγγύη και αλτρουισμό. Ο ηρωισμός για το κοινό καλό. Η υπέρβαση του ατομικισμού και η διάχυση του ενδιαφέροντός μας για τους άλλους. Εξάλλου «ο κόσμος υπάρχει μόνο όταν τον μοιράζεσαι».
15. ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: α. «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής». Ο στίχος αυτός αποκομμένος από τους υπόλοιπους χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει τη βαθιά απογοήτευση και μια μεμψιμοιρία. Ένα κρυφό παράπονο για να υπερβούμε ή να γεφυρώσουμε την αντινομία ανάμεσα στο «ιδανικός» και το «ανάξιος», β. «και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες». Άλλη μια κραυγή – παράπονο για τη ματαιότητα ή τη ματαίωση αυτών που πολύ επιθυμήσαμε. Παραίτηση, οικτρή διαπίστωση ή και ομολογία αποτυχίας; Μια διαδρομή από το «ιδανικός» στο «σαν των πολλών ανθρώπων».
16. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ: α. «Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, / Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα». Αυτοσαρκασμός, ειρωνεία ή απαξίωση των υλικών αγαθών. Η αποτύπωση της ψυχικής αλλοτρίωσης και έκπτωσης μπροστά στην ασημαντότητα και την έλλειψη προοπτικών του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, που δεν μας εμπνέει. β. «Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, / μπορούνε με χίλιους τρόπους / ή του δίνουν όψη ν’ αρέσει». Το κακό έχει πολλούς δρόμους και είναι εύκολο να το κάνεις. Η κακότητα του κόσμου και η χαιρεκακία. Στον πόνο θα βρούμε πολλούς δίπλα μας στη χαρά κανέναν.
17. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: α. «Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές/ άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε». Μια καταδίκη όλων εκείνων που μένουν αμέτοχοι – θεατές στα σπουδαία και τρομερά που συμβαίνουν, ενώ κάποιοι άλλοι θυσιάζονται και υποφέρουν για το κοινό καλό. Μια θλιβερή διαπίστωση για τη διαχρονική αυτή στάση ζωής κάποιων (θεατές – χειροκροτητές vs αγωνιστές – δραστήριοι). β. «Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν». Μια υπόμνηση για να απέχουμε από πράγματα και υποθέσεις που δεν μας αφορούν. Με μια άλλη ματιά ο στίχος χρησιμοποιείται ειρωνικά για να καταγγείλει την αδιαφορία κάποιων για τις κοινές υποθέσεις που για πολλούς θεωρούνται «ξένες».
18. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ: «Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!». Λέγεται ως κραυγή από εκείνους που δεν μπορούν να ζήσουν στο αφιλόξενο περιβάλλον των πόλεων με τις συμβάσεις της αστικής ζωής. Ένας ύμνος στην αυθεντικότητα της ζωής στο φυσικό τοπίο. Ο ομολογημένος κρυφός πόθος για μια ζωή φυσική και ανθρώπινη κοντά στη φύση.
19. ΠΟΛΕΜΗΣ: «Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; / ….. / Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα». Μια απάντηση στο επίμονο και διαχρονικό ερώτημα για το περιεχόμενο της έννοιας Πατρίδα. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει με ένα ρητορικό ερώτημα ότι την πατρίδα την συνθέτουν τόσο οι άνθρωποι όσο και τα άψυχα αντικείμενα – τοπία που μας περιβάλλουν. Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με το ερώτημα αυτό.
20. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: α. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. / Να μην τις παίρνει ο άνεμος». Η δύναμη των λέξεων. Η εξουσία των λέξεων και η σκληρότητά τους όταν κρύβουν αλήθειες. Η ανάγκη όταν θέλουμε να πούμε αλήθειες, να χρησιμοποιούμε λέξεις που να αποκαλύπτουν και όχι να κρύβουν ή να ωραιοποιούν την πραγματικότητα. β. «Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε». Ο στίχος ενέχει στοιχεία ειρωνείας και απαξίωσης για τη μετριότητα κάποιου. Μια σκληρή φράση για την ανικανότητα κάποιου με υποτιμητικό και απαξιωτικό χαρακτήρα.
21. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του». Ο αφορισμός αυτός του ποιητή είναι ίσως από τους καλύτερους ορισμούς του ανθρώπου, αφού συνυφαίνει τα δυο βασικά του στοιχεία: Τη λογική και το συναίσθημα.
Η σταχυολόγηση των παραπάνω στίχων και ποιητών καθιστά εναργέστατη τη βιωματική σχέση του απλού ανθρώπου με την ποίηση. Όταν, δηλαδή, η ποίηση καθίσταται εκφραστικό μέσο ή εργαλείο αποτύπωσης των σκέψεων, συναισθημάτων ή και προθέσεων του κάθε ανθρώπου. Γιατί μεγάλη ποίηση – ποιητές δεν είναι αυτή που διαβάζεται στα ποιητικά Συμπόσια ή αναλύεται στις περισπούδαστες βιβλιοκριτικές, αλλά αυτή που συντροφεύει τον καθημερινό άνθρωπο σε όλες τις στιγμές της ζωής του. Βέβαια θα μπορούσε κάποιος – καταφεύγοντας στη θέση του Αναγνωστάκη να πει – πως ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με την ποίηση «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα».
Ωστόσο, η μεγάλη ποίηση είναι παρούσα και αντέχει στο χρησιμοθηρικό και πνευματοκτόνο πνεύμα της εποχής μας. Μας γαλουχεί, μας διαπαιδαγωγεί και μας ολοκληρώνει προστατεύοντάς μας από κάθε παράγωγο εξουσίας. Γιατί η εξουσία της Ποίησης είναι η μόνη αποδεκτή από όλες τις εξουσίες.
«Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες»
(Τίτος Πατρίκιος)