Ας ξεκινήσω με την δυστυχία του Έλληνα, γιατί ο Έλληνας είναι δυστυχισμένος; Είναι απλό, γιατί τον κλέβουν οι διανομείς πετρελαίου, όλοι; σίγουρα όχι όλοι, τον κλέβουν όταν πάει στο πρατήριο να βάλει βενζίνη ή πετρέλαιο στο αυτοκίνητό του, όλοι; όχι όλοι αλλά οι πιο πολλοί με βάση αυτά που λέει η ομοσπονδία τους, γιατί τον κλέβει η ΕΥΔΑΠ για όσους δεν το γνωρίζουν η ΕΥΔΑΠ όταν ποτίζουμε τα λουλούδια, το γκαζόν, όταν καταναλώνουμε νερό για να πλύνουμε το αυτοκίνητο, όταν καταναλώνουμε νερό για να πλύνουμε τους κοινόχρηστους χώρους η ΕΥΔΑΠ παρανόμως μας χρεώνει τέλη αποχέτευσης!! Ναι καλά διαβάσατε τέλη αποχέτευσης. Μας κλέβει η ΔΕΗ και τα εξαπτέρυγά της με πολλούς και διάφορους τρόπους, μας κλέβει ο έμπορος που πουλάει καυσόξυλα, έχω ακούσει ιστορίες κλοπής στο χωριό που είναι για το βιβλίο Γκίνες. Μας κλέβουν την ψήφο μας τάζοντας λαγούς με πετραχήλια προεκλογικά που μετεκλογικά αντί για λαγούς βρίσκουμε αρουραίους. Μας κλέβουν το χρόνο μας όταν αναγκάζουν εργαζόμενους να εργάζονται αντί για 8ωρο 10ωρο. Μας κλέβει το κράτος, [εφορία, τελωνεία, δήμοι, εθνικοί εργολάβοι] κ.λπ. εδώ υπάρχει ας πούμε κάποια ισορροπία γιατί πολλοί πολίτες κλέβουν το κράτος φοροδιαφεύγοντας και μάλιστα οι μεγάλοι καρχαρίες κλέβουν ασύστολα κάτω από την προστασία του κράτους αλλά και οι μικροί καρχαρίες κάνουν κι αυτοί το πάρτι τους. Αν συνεχίσω να γράφω το πόσοι ακόμα κλέβουν τον Έλληνα θα χρειαστεί να γράψω πολλές σελίδες με αποτέλεσμα να γίνω βαρετός, εσείς γνωρίζετε πολλή καλά το πόσοι ακόμα κλέβουν τον Έλληνα με αποτέλεσμα να είναι δυστυχισμένος.
ΠΑΜΕ ΤΩΡΑ στο δεύτερο θέμα που αφορά την υγεία, ένας κολλητός μου διαχρονικός φίλος πέρασε μία μεγάλη ταλαιπωρία, τον Αύγουστο του 2023 διαπίστωσε πως είχε μεγάλο πρόβλημα με το φως, είτε το τεχνητό φως είτε το φυσικό τον εμπόδιζε πάρα πολύ, κυκλοφορούσε πάντα με γυαλιά και καπέλο, αρχικά νόμισε πως ήταν κάτι παροδικό, οι μέρες όμως περνούσαν και το πρόβλημα συνεχιζόταν. Επικοινώνησε με τον οικογενειακό γιατρό και του είπε να κάνει κάποιες εξετάσεις σχετικά με τις βιταμίνες D, B, M, N, κ.λπ. όλες ήταν σούπερ ντούπερ αλλά το πρόβλημα συνεχιζόταν. έφυγε από το χωριό και ήρθε στη βάση του στην Αθήνα και ξεκίνησε νέο κύκλο εξετάσεων ξεκινώντας από τους οφθαλμιάτρους, και οι δύο οφθαλμίατροι ήταν κάθετοι, το πρόβλημα δεν είναι οφθαλμολογικό αλλά νευρολογικό!! Ώπα! καινούρια χαμπέρια σκέφτηκε ο φίλος μου, ακολούθησε τις παροτρύνσεις των οφθαλμιάτρων και βρέθηκε στο γραφείο της νευρολόγου. Αξονική θώρακος, Μαγνητική εγκεφάλου, Αντισώματα, Ηλεκτρομυογράφημα, και ηλεκτρομυογράφημα Μονήρους Ίνας, κόστος πάνω από 600ευρώ συνολικά. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων όλα αρνητικά, η νευρολόγος έψαχνε για μυασθένεια που ευτυχώς δεν είχε ο φίλος μου, το πρόβλημα όμως της ευαισθησίας στο φως συνεχιζόταν. Στις 5/11 ο φίλος μου ο Ενδυμίωνας πήγε στον οφθαλμίατρο για την καθιερωμένη μέτρηση της πίεσης του ματιού όπου ο γιατρός διαπίστωσε πρόβλημα με την ωχρά κηλίδα. Πρότεινε στον φίλο μου να ρίχνει κάθε μέρα κάθε μεσημέρι από μία σταγόνα κολλύριο NEVANAK την επόμενη το μεσημέρι έριξε την πρώτη σταγόνα και ω! του θαύματος όσο περνούσε η ώρα δεν τον ενοχλούσε πια το φως. Αρχικά το θεώρησε σύμπτωση, όταν και την επόμενη έριξε πάλι μία σταγόνα και μετά βγήκε στον ήλιο και διαπίστωσε πως δεν τον ενοχλούσε πια το φως του ήλιου έκλαιγε σαν μικρό παιδί από την χαρά του. Σκέφτηκε μήπως ήταν θαύμα και επικοινώνησε με τον πατέρα Ευθύμιο να τον ρωτήσει αν ήταν αυτός ο Άγιος άνθρωπος η αιτία του θαύματος, ο πατέρας Ευθύμιος του είπε πως δεν είχε χρόνο να προσευχηθεί γι' αυτό γιατί ήταν απασχολημένος με τον άνθρωπο που του είχε πάει το πετρέλαιο, του είχε βάλει 150 λίτρα λιγότερα και προσευχόταν να τον φωτίσει ο Θεός να βρεί άκρη. Προφανώς και το θαύμα το έκανε η σταγόνα του NEVANAK σας έγραψα αυτή την ιστορία γιατί αν ου μη γένοιτο παρουσιάσει κάποια/κάποιος αντίστοιχο πρόβλημα να γνωρίζει τι να πει στους γιατρούς ώστε να μην περάσει την ταλαιπωρία που πέρασε ο φίλος μου ο Ενδυμίωνας. Υ.Γ. Ένας καλός φίλος του Ενδυμίωνα ο Κώστας Γαρδικιώτης χαριτολογώντας του έλεγε το εξής: Ενδυμίωνα τι θα γίνει με τα μαύρα γυαλιά; Εσύ και η Γκρέτα Γκάρπο φοράτε και το βράδυ γυαλιά ηλίου! Φανταστείτε τι ταλαιπωρία πέρασε ο φιλαράκος μου ο Ενδυμίωνας.
ΠΑΜΕ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΘΕΜΑ ΜΑΣ ΠΟΥ ΈΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΛΛΗΝΗΣ ΤΟΝ Κ. ΑΗΔΟΝΗ.
Ως διαχρονικός ενεργός πολίτης και όχι ως ενεργός πολίτης των 5 λεπτών, δηλαδή όσο κρατάει η διαδικασία της ψήφου, εγώ ο Επικούρειος Πέπος έπραξα για μία ακόμη φορά το καθήκον μου, διαβάστε λοιπόν. Πριν 4 μέρες είχα στείλει ένα email στο γραφείο του Δημάρχου στην Παλλήνη, η Κάντζα ανήκει στον Δήμο Παλλήνης, όπου τους ενημέρωνα για τρια προβλήματα που παρατήρησα στη περιοχή μου.
Α] Στην οδό Ανθέων επικρατεί σκοτάδι γιατί εδώ και πολλές μέρες έχει καεί η λάμπα στον στύλο της ΔΕΗ με αποτέλεσμα όπως προείπα το σκοτάδι.
Β] Στην συμβολή των οδών Αιόλου και Εσπερίδων υπάρχει μία λακούβα και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ενός δυστυχήματος για τον αναβάτη του δικύκλου και ατυχήματος για κάποιο αυτοκίνητο που ο οδηγός δεν θα δει έγκαιρα την λακούβα ώστε να την αποφύγει.
Γ] Επίσης στην στροφή της Αιόλου υπάρχει προς την πλευρά του στρατοπέδου μία στάση η οποία είναι κίνδυνος θάνατος γι' αυτούς που περιμένουν στη στάση. Στο πρόσφατο παρελθόν έγινα μάρτυρας ευτυχώς ενός ατυχήματος γιατί δεν υπήρχε κόσμος στη στάση, ένα αυτοκίνητο με ''ραλίστα'' που ερχόταν από την Αιόλου με υπερβολική ταχύτητα έπεσε πάνω στη στάση και όπως προείπα ευτυχώς που δεν υπήρχαν εκείνη την ώρα μαθητές γιατί σ' αυτή τη στάση επιβιβάζονται και αποβιβάζονται μαθητές και φυσικά και άλλοι δημότες.
Σήμερα 18/11 δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον αρμόδιο Αντιδήμαρχο όπου μ' ενημέρωσε πως έλαβαν το ηλεκτρονικό μου γράμμα και αφού με ευχαρίστησε για την ενημέρωση των προβλημάτων που παρατήρησα μου υποσχέθηκε πως σύντομα θα πράξουν τα δέοντα.
Η άμεση ανταπόκριση του νέου Δημοτικού Άρχοντα της Παλλήνης μου θύμισε τον δικό μας πρώην δήμαρχο και νυν υπουργό κ. Παπαστεργίου, επί των ημερών του υπήρχε άμεση ανταπόκριση και ενέργειες. Ελπίζω και ο κ. Αηδόνης να μιμηθεί τον κ. Παπαστεργίου και να αναβαθμίσει την περιοχή του Δήμου Παλλήνης, μέχρι στιγμής φαίνεται να υπάρχει και σχέδιο και μεράκι. Φίλες και Φίλοι αν εμείς οι δημότες δεν γίνουμε ενεργοί πολίτες της περιοχής μας και όχι μόνο μην περιμένουμε να αλλάξουν όλα διά μαγείας, σήμερα η τεχνολογία μα επιτρέπει να είμαστε ενεργοί χωρίς να μπούμε στη διαδικασία της γραφειοκρατίας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε το πόσες λακούβες στο δρόμο και στα πεζοδρόμια στον Δήμο Αθηναίων δεν υπάρχουν πια χάρη στις παρεμβάσεις του ανιψιού μου του Αστροτόμ, από τέτοιους πολίτες έχουμε ανάγκη και όχι από πολίτες των 5 λεπτών ανά τετραετία.
Αυτά είχα να σας διηγηθώ σήμερα και σας ευχαριστώ για τον κόπο που κάνατε να διαβάσετε αυτό το κείμενο, και σας ευχαριστώ διπλά που θα κάνετε τον κόπο να διαβάσετε και το πιο κάτω κείμενο του κ. Δημητριάδη.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς.
ΠΑΜΕ ΤΩΡΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ.
Δημήτρης Δημητριάδης, «Εμείς και οι ΄Ελληνες». Dimitris Dimitriadis, "We and the Greeks"
Παραλλάσσοντάς τον, δανείζομαι τον τίτλο από το κείμενο του Ph. Lacoue-Labarthe «Ο Χέλντερλιν και οι Έλληνες», ένα κείμενο που, με τη συγγενική του θεματογραφία, διατρέχει υπόγεια το δικό μου, όπως το διατρέχει και το κείμενο του Dominique Grandmont «Η Ελλάδα του Καβάφη», το οποίο υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την οργάνωση και διατύπωση των παρακάτω σκέψεών μου. Από το κείμενο του Lacoue-Labarthe κρατώ επίσης την προμετωπίδα του Heiner Mullerστην οποία θα επανέλθω αργότερα. οποία θα επανέλθω αργότερα.
Ο κληρονόμος αναλογίζεται την κληρονομιά του από τη στιγμή που απειλείται με την απώλειά της. Ο κίνδυνος να τη χάσει ή να αποδειχθεί ότι δεν του ανήκει κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιδιοποίησης μέσα του.
Ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει τη στοχαστική αναφορά σε αυτό.
Ξεκινώντας από αυτή την παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται η ευκαιρία να προσφύγουμε από την περιφέρεια στο κέντρο, από την περίμετρο στην καρδιά του προβλήματος, από τον εφησυχασμό στην ανησυχία. Να τολμήσουμε, όχι χωρίς συνέπειες, την ακρότητα.
Την θανάσιμη έξοδο.
Έτσι λοιπόν, η παραπάνω διαπίστωση μας εισάγει κατευθείαν στη ζώνη του κινδύνου. Περνούμε, σχεδόν συνειρμικά, στην ετερότητα.
Η ετερότητα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα.
Η Ελλάδα αποκλείει την ταύτιση μαζί της.
Αποκλείει την ταυτότητα.
Και όλα τα παράγωγά της. Την οικειότητα, τη συγγένεια, την κατοχή, την ασφάλεια.
Εμείς, κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής, μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες.
Να τους αντιμετωπίζουμε ως ξένους.
Εμείς ως μη Έλληνες.
Ως μη Έλληνες εμείς τι είμαστε;
Κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που κατοικήθηκε από ανθρώπους που προσπάθησαν να γίνουν κάτι. Η προσπάθεια αυτή και οι καρποί της τους έκαναν Έλληνες.
Εμείς δεν καταβάλλουμε καμία παρόμοια προσπάθεια. Επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες.
Δεν είμαστε Έλληνες.
Το δεδομένο και το εξασφαλισμένο αποκλείουν την προσπάθεια..
Ο αποκλεισμός της προσπάθειας μας αποκλείει από το να γίνουμε Έλληνες.
Όσοι δεν προσπαθούμε να γίνουμε Έλληνες, ούτε είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ Έλληνες.
Να ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην επιστραφούν ποτέ τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η μη επιστροφή τους θα πρέπει να συνιστά εθνικό στόχο διότι έτσι επιτυγχάνεται η ευεργετική ρήξη στη συνέχεια, η θραύση του κεκτημένου. Ο κληρονόμος διαπιστώνει ότι οφείλει να αγωνιστεί προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας πάνω στη θεωρούμενη ως δεδομένη και εξασφαλισμένη κληρονομιά του. Διαπίστωση τραγικού μεγέθους.
Η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες.
Αυτό είναι το τραγικό μέγεθος.
Οι Έλληνες είναι Έλληνες επειδή και όταν η Ελλάδα δεν τους ανήκει.
Το ανάποδο σλόγκαν, δημαγωγικό και παραπλανητικό, στην πραγματικότητα αντιλαϊκό και στην ουσία ανθελληνικό, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σημερινού μηδενός, κολάκευε το ατταβιστικό αίσθημα κυριότητας επιστεγάζοντας, με την αγοραία μαυλιστικότητά του, τη βολεμένη και ανέξοδη βεβαιότητα του αυτοβαυκαλιζόμενου κατέχοντος.
Διότι, πίσω από την ύπουλη φτήνια αυτού του σλόγκαν, κρυβόταν ο απεριχώρητος τρόμος της απώλειας.
Μιας απώλειας συντελεσμένης.
Οι Έλληνες δεν ανήκουν στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες δεν είναι Έλληνες.
Τι είναι, λοιπόν;
Το τίποτε.
Ιδού το χαρμόσυνο άγγελμα.
Το τίποτε.
Με αυτό παρέχεται η κοσμογονική δυνατότητα να αρχίσει επιτέλους κάτι.
Ελλοχεύει όμως και ο κίνδυνος να παραμείνουν όλα εκεί που είναι.
Στον ανέξοδο βαυκαλισμό του κατέχοντος.
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως θα συμβεί το δεύτερο.
Η καθησυχασμένη βεβαιότητα ότι η κληρονομιά μας ανήκει αδιαφιλονίκητα, καθιερώνει την εθνική στειρότητα ως κυρίαρχη συμπεριφορά, την αγκίστρωση στα κεκτημένα ως άρχουσα νοοτροπία, τον μηρυκασμό των στερεοτύπων ως ασφάλεια συνέχειας.
Προτάθηκαν όλα τα σχήματα ερμηνείας αυτής της συνέχειας, ιδεολογικά και γεωφυσικά.
Ολοκληρώθηκαν και απέτυχαν όλα. Κατέληξαν σε αδιέξοδα. Παρήγαγαν ψευδαισθήσεις. Διένειμαν ανυπόστατους ρόλους. Απέδωσαν ψευδείς τίτλους. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εξαπάτησαν καλλιεργώντας την αυτοτέλεια του προσωπείου πάνω στην ανυπαρξία προσώπου.
Δεν παράγεται πολιτισμός με την αναπαραγωγή του δεδομένου.
Δεν παράγεται πολιτισμός με τον μηρυκασμό του εξασφαλισμένου.
Θεμελιώδης εκπρόσωπος της γενιάς που πρότεινε κι αυτή μια δική της Ελλάδα, ως εκδοχή ιδιοποίησης της Ελλάδας, αναρωτήθηκε:
«Μήπως όλα αυτά που σκεφτήκαμε για την Ελλάδα ήσαν ψέματα, κατασκευάσματα του μυαλού μας;».
Ιδού η καρδιά του προβλήματος.
Παραμένει ακόμη ανέγγιχτη.
Επειδή το άγγιγμά της είναι αφόρητο.
Δεν είμαστε τίποτε.
Μόνον αυτή η βεβαιότητα παράγει ενέργεια, μόνον αυτή κινητοποιεί, ωθεί στην προσπάθεια να προσπελαστεί ο στόχος.
Ποιος είναι αυτός;
Να γίνουμε Έλληνες.
Με τι τρόπο;
Αναγνωρίζοντας σε εκείνους τον ξένο.
Αν μας ενδιαφέρει.
Όντας ίδιοι, δηλαδή ταυτόσημοι με εκείνους, δεν είμαστε κανείς. Κανείς δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ίδιος με τους Έλληνες. Κανείς δεν είναι Έλληνας. Γίνεται ή προσπαθεί να γίνει.
Παραμένοντας ανελλιπώς ξένος.
Με την ιδιότητα του ξένου, συγκαταλεγόμαστε, αν το θέλουμε, στη χορεία εκείνων που θέλουν να τείνουν προς την Ελλάδα.
Το ότι ζούμε στα ίδια χώματα δεν σημαίνει τίποτε. Στην πραγματικότητα φιλοξενούμαστε. Εκείνοι, οι Έλληνες, μας φιλοξενούν.
Το ότι στα θεμέλια του σπιτιού μας υπάρχουν θαμμένα τα σπίτια αρχαίων τραγικών δεν σημαίνει τίποτε. Δεν αρκεί αυτό για να μας κάνει τραγικούς, ή συγγενείς και συνεχιστές των τραγικών. Η τραγικότητα είναι υπόθεση άλλων θεμελίων που δεν τα υποψιάζονται όσοι έχουν τάξει τη ζωή τους και το έργο τους στη θλιβερή κολακεία ενός δήθεν λαϊκού αισθήματος το οποίο οι ίδιοι καρπώνονται με ανεξάντλητη απληστία και εγωπαθή μονομανία.
Το ότι βλέπουμε από το μπαλκόνι μας την Ακρόπολη δεν σημαίνει τίποτε. Η θέα δεν συνιστά εγγύηση ταυτότητας. Το τοπίο δεν αποτελεί τεκμήριο συνέχειας. Δεν μας εισάγει στο πνεύμα που γέννησε τη μυθοποίηση του τοπίου. Τη μεταποίηση της γεωγραφίας από φύση σε ποίηση.
Το ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα επίσης δεν σημαίνει τίποτε. Τη γλώσσα πρέπει να την σκέφτεται κανείς για να την μιλήσει. Πρώτα σκέφτομαι τη γλώσσα και μετά την μιλώ. Ποιος σκέφτεται τη γλώσσα εδώ; Ποιος κάτοικος αυτής της γεωγραφικής περιοχής μιλά τη γλώσσα επειδή πρώτα την σκέφτεται;
Με την κατάρρευση των επικαλυμμάτων αποκαλύπτεται το σταθερό ζητούμενο, η δημιουργία τρόπων μεταποίησης του μη υπάρχοντος σε υπάρχον.
Διάπλαση μορφών.
Προσέγγιση απροσέγγιστου στόχου.
Ξανά από την αρχή.
Πάλι και πάλι.
Ως εκ του μηδενός.
Σύλληψη του ανέφικτου.
Παραβίαση του ορίου που διαχωρίζει αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε από εκείνο που στην πραγματικότητα δεν είμαστε.
Είναι μία απόπειρα ελληνική.
Για να είναι ένας λαός δημιουργικός, οφείλει να ζήσει την έλλειψη εκείνου που τον έκαναν να πιστεύει πως είναι. Και να δημιουργήσει τους τρόπους με τους οποίους θα καλύψει την έλλειψη. Έτσι δημιουργούνται πολιτισμοί. Με την κάλυψη του κενού. Ανέφικτη κάλυψη.
Όμως αυτό το ανέφικτο συνιστά την αληθινή προσπάθεια. Η ανέφικτη κάλυψη της έλλειψης και του κενού. Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν ότι η έλλειψη και το κενό όχι μόνον δεν θα καλυφθούν, αλλά ότι θα εξακολουθούν να μη βιώνονται ως έλλειψη και ως κενό.
Άρα δεν χρειάζεται να γίνει καμία προσπάθεια.
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως αυτό που έχουμε το έχουμε αναμφισβήτητα, πως αυτό που είμαστε το είμαστε αναμφισβήτητα.
Ο ορισμός της γραφικότητας και της μικρόνοιας.
Τίποτε δεν έχουμε και τίποτε δεν είμαστε.
Στο τίποτε αυτό προσφέρεται η πιο χαρμόσυνη αγγελία, ο μόνος αληθινός ευαγγελισμός.
Τι λέει;
Λέει: Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία, ξεκινήστε, μπορείτε τα πάντα, αποπαγιδευτείτε, σπάστε τις εμπλοκές, τολμήστε την απεμπλοκή από τα ψεύδη και τα προσωπεία, μη φοβάστε, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα και άλλες αφηγήσεις, περάστε από τα στερεότυπα στην άπλαστη λάσπη, από το παγωμένο βλέμμα στο κοίταγμα της αβύσσου. Πλάστε τη φωτιά.
Τρομερό το αίτημα.
Ζητά δημιουργικότητα.
Διακινδύνευση. Τόλμη.
Ζητά ζωή.
Ζητά παραδοχή μιας προσπάθειας κατά την οποία θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε το ελληνικό ως έτερο. Το έτερο ως ελληνικό.
Γιγαντομαχία.
Διότι το ελληνικό δεν είναι έμφυτο ούτε εμφυτεύσιμο· δεν είναι φυσικό· δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται, δεν κατοχυρώνεται, δεν διασφαλίζεται, δεν καταχωρείται.
Το ελληνικό δεν είναι ευρήματα ανασκαφών και διεκδικήσεις αρχαιοτήτων· δεν είναι κομπορρημοσύνη μεταπρατών και διαπραγματεύσεις κυβερνητικών παραγόντων· δεν είναι εξαγγελίες υπουργείων και τουριστικοί πομφόλυγες.
Το ελληνικό είναι επίκτητο.
Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του.
Μπορούμε να γίνουμε ελληνικοί;
Γίνεται κανείς ελληνικός όταν αρχίσει να στέκεται αντίκρυ στους Έλληνες.
Στέκομαι αντίκρυ, σημαίνει, ανάμεσα σ’ εμένα και στο άλλο υπάρχει απόσταση.
Κάτι περισσότερο: ρήξη, χάσμα.
Ρήξη μας χωρίζει από τους Έλληνες.
Χάσμα χάσκει ανάμεσα σ’ εμάς και την Ελλάδα.
Ρήξη και χάσμα, όμως, είναι προϋποθέσεις στοχασμού.
Γιατί δεν υφίσταται στοχασμός σ’ αυτήν την γεωγραφική περιοχή;
Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό.
Το ίδιο, το ταυτόσημο, είναι άστοχα.
Ο στοχασμός προϋποθέτει στόχο.
Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό εφόσον θεωρούν τον στόχο δεδομένον και εξασφαλισμένον, κατακτημένον μια για πάντα.
Ο στοχασμός όμως εκκινεί από την απώλεια, την απουσία, την έλλειψη.
Ο στοχασμός εκκινεί από τη συνείδηση του τίποτε.
Είναι ομογάλακτος του μηδενός.
Είναι το ίδιον της ετερότητας.
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να κατοικούμε σ’ αυτά εδώ τα μέρη.
Θάλασσες, νησιά και βουνά, εξαντλήθηκαν στις γιγαντοαφίσες.
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να μιλούμε αυτήν τη γλώσσα. Ακούστε το αφασικό παραμιλητό των τηλεπολιτικών.
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αναφερόμαστε στους Έλληνες.
Κοιτάξτε γύρω σας τον πληθυσμιακό πολτό, με εγχάρακτη στα πρόσωπά τους την ολική αποτυχία.
Το πεδίον ωστόσο ανοίγεται μπροστά μας, απέραντο αλλά δύσβατο.
Μόνον γυμνούς και ατιτλοφόρητους μπορεί να μας δεχτεί.
Ενδεδυμένους μόνον την περιβολή του τίποτε.
Ειδάλλως δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη φορά πολιτισμός εδώ. Αν μας ενδιαφέρει αυτό.
Μπορούμε να συλλάβουμε το μήνυμα;
Μπορούμε να συλλάβουμε τον αναγεννησιακό του χαρακτήρα;
Τη λυτρωτική του διάσταση; Τη ζωτική του ώθηση;
Μπορούμε να καταλάβουμε ότι μόνον αυτό μπορεί να μας βγάλει από τους τάφους;
Να διακόψει την αέναη μετακίνησή μας από φέρετρο σε φέρετρο;
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως όχι, δεν μπορούμε.
Τι μένει, λοιπόν;
Άνθρωποι.
Άνθρωποι που γεννιούνται, αρρωσταίνουν, γηράσκουν και πεθαίνουν, μέσα στην τριβή της καθημερινής τύρβης, αλληλοαγαπώμενοι και αλληλοσπαρασσόμενοι. Μαιευτήρια, κρεβατοκάμαρες, νοσοκομεία και νεκροταφεία.
Ο αμετάφραστος πόνος.
Το άλλο όμως είναι άλλο.
Από τη μια η τρέχουσα ανθρωπινότητα, και από την άλλη το άλλο.
Η προμετωπίδα του Heiner Muller:
«Για να συμβεί κάτι, χρειάζεται να ξεκινήσει κάτι· το πρώτο σχήμα της ελπίδας είναι ο φόβος, η πρώτη εμφάνιση του καινούργιου ο τρόμος».
Όπως βλέπετε, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.
Γι’ αυτό και δεν προσφέρονται.
Για να προσφερθούν, πρέπει να τους προσφερθούμε εμείς προηγουμένως. Τίποτε δεν μας ανήκει.
Δικό μας είναι μόνον το τίποτε.
Δηλαδή η απόσταση.
Άθροισμα αποστάσεων θεωρούσε τη ζωή ο Πεντζίκης.
Η απόσταση.
Αυτή που γέννησε την ποίηση του Καβάφη.
«Κωνσταντίνος Καβάφης».
Ο Καβάφης ήταν ελληνικός επειδή ήταν μακριά, αλλού.
Δεν ήταν εδώ, δεν ήταν μαζί, δεν ήταν δικός τους, δεν τους θεωρούσε δικούς του.
Ήξερε ότι δεν κατείχε.
Ελληνικός. Ιδιότητα τιμιότερη απ’ αυτήν δεν θεωρούσε άλλην.
Αυτό θα πει ελληνικός.
Να προσπαθείς να καλύψεις την απόσταση και να μην μπορείς.
«Η Ελλάδα καταλήγει ο Lacoue-Labarthe θα πρέπει να ήταν τούτος ο ίλιγγος και τούτη η απειλή: ένας λαός, ένας πολιτισμός που υποδηλώνονται, που δεν παύουν να υποδηλώνονται ως απρόσιτοι στον ίδιον τον εαυτό τους. Το κατ’ εξοχήν τραγικό, αν αληθεύει ότι το τραγικό αρχίζει με την κατάρρευση του μιμητού και την εξαφάνιση των προτύπων».
Μπορούμε να αποδεχθούμε και να αναλάβουμε αυτήν την κατάρρευση και αυτήν την εξαφάνιση;
Αν μας ενδιαφέρει.
Ειδάλλως, ας πάψουμε να σφετεριζόμαστε εκείνα που ανήκουν σε άλλους.
Στους Έλληνες.
Τελειώνω επανερχόμενος στον τίτλο.
«Εμείς και οι Έλληνες».
Το «και», όπως φαντάζομαι ότι κατανοήθηκε, δεν είναι συζευκτικό· δεν συνδέει· αποσυνδέει· διαζευγνύει.
Στο θέμα που μας απασχολεί, για να συμβεί ένωση πρέπει να την ποδηγετεί ο χωρισμός· για να λάβει χώρα γάμος, πρέπει να ισχύει διαζύγιο. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός της τραγωδίας.
Όχι η καπηλευτική αναπαράστασή της στην πιο χυδαία και πληθωριστική εκδοχή της που είναι ό,τι πιο καθησυχαστικό υπάρχει, αλλά η αιματηρή παράσταση της ανέκδοτης εκδοχής της σε ό,τι πιο ανησυχητικό υπάρχει.
Το ελληνικό ως τρομακτικό.
Είναι καιρός, οι κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής επιτέλους να τρομάξουν γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που δεν είναι, και γι’ αυτό που δεν θα καταφέρουν ποτέ να είναι.
Ένα σπουδαίο κείμενο του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη για την τραγωδία του να είσαι Έλληνας.
Δημήτρης Δημητριάδης, «Εμείς και οι ΄Ελληνες». Dimitris Dimitriadis, "We and the Greeks"
Παραλλάσσοντάς τον, δανείζομαι τον τίτλο από το κείμενο του Ph. Lacoue-Labarthe «Ο Χέλντερλιν και οι Έλληνες», ένα κείμενο που, με τη συγγενική του θεματογραφία, διατρέχει υπόγεια το δικό μου, όπως το διατρέχει και το κείμενο του Dominique Grandmont «Η Ελλάδα του Καβάφη», το οποίο υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την οργάνωση και διατύπωση των παρακάτω σκέψεών μου. Από το κείμενο του Lacoue-Labarthe κρατώ επίσης την προμετωπίδα του Heiner Mullerστην οποία θα επανέλθω αργότερα. οποία θα επανέλθω αργότερα.
Ο κληρονόμος αναλογίζεται την κληρονομιά του από τη στιγμή που απειλείται με την απώλειά της. Ο κίνδυνος να τη χάσει ή να αποδειχθεί ότι δεν του ανήκει κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιδιοποίησης μέσα του.
Ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει τη στοχαστική αναφορά σε αυτό.
Ξεκινώντας από αυτή την παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται η ευκαιρία να προσφύγουμε από την περιφέρεια στο κέντρο, από την περίμετρο στην καρδιά του προβλήματος, από τον εφησυχασμό στην ανησυχία. Να τολμήσουμε, όχι χωρίς συνέπειες, την ακρότητα.
Την θανάσιμη έξοδο.
Έτσι λοιπόν, η παραπάνω διαπίστωση μας εισάγει κατευθείαν στη ζώνη του κινδύνου. Περνούμε, σχεδόν συνειρμικά, στην ετερότητα.
Η ετερότητα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα.
Η Ελλάδα αποκλείει την ταύτιση μαζί της.
Αποκλείει την ταυτότητα.
Και όλα τα παράγωγά της. Την οικειότητα, τη συγγένεια, την κατοχή, την ασφάλεια.
Εμείς, κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής, μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες.
Να τους αντιμετωπίζουμε ως ξένους.
Εμείς ως μη Έλληνες.
Ως μη Έλληνες εμείς τι είμαστε;
Κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που κατοικήθηκε από ανθρώπους που προσπάθησαν να γίνουν κάτι. Η προσπάθεια αυτή και οι καρποί της τους έκαναν Έλληνες.
Εμείς δεν καταβάλλουμε καμία παρόμοια προσπάθεια. Επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες.
Δεν είμαστε Έλληνες.
Το δεδομένο και το εξασφαλισμένο αποκλείουν την προσπάθεια..
Ο αποκλεισμός της προσπάθειας μας αποκλείει από το να γίνουμε Έλληνες.
Όσοι δεν προσπαθούμε να γίνουμε Έλληνες, ούτε είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ Έλληνες.
Να ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην επιστραφούν ποτέ τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η μη επιστροφή τους θα πρέπει να συνιστά εθνικό στόχο διότι έτσι επιτυγχάνεται η ευεργετική ρήξη στη συνέχεια, η θραύση του κεκτημένου. Ο κληρονόμος διαπιστώνει ότι οφείλει να αγωνιστεί προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας πάνω στη θεωρούμενη ως δεδομένη και εξασφαλισμένη κληρονομιά του. Διαπίστωση τραγικού μεγέθους.
Η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες.
Αυτό είναι το τραγικό μέγεθος.
Οι Έλληνες είναι Έλληνες επειδή και όταν η Ελλάδα δεν τους ανήκει.
Το ανάποδο σλόγκαν, δημαγωγικό και παραπλανητικό, στην πραγματικότητα αντιλαϊκό και στην ουσία ανθελληνικό, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σημερινού μηδενός, κολάκευε το ατταβιστικό αίσθημα κυριότητας επιστεγάζοντας, με την αγοραία μαυλιστικότητά του, τη βολεμένη και ανέξοδη βεβαιότητα του αυτοβαυκαλιζόμενου κατέχοντος.
Διότι, πίσω από την ύπουλη φτήνια αυτού του σλόγκαν, κρυβόταν ο απεριχώρητος τρόμος της απώλειας.
Μιας απώλειας συντελεσμένης.
Οι Έλληνες δεν ανήκουν στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες δεν είναι Έλληνες.
Τι είναι, λοιπόν;
Το τίποτε.
Ιδού το χαρμόσυνο άγγελμα.
Το τίποτε.
Με αυτό παρέχεται η κοσμογονική δυνατότητα να αρχίσει επιτέλους κάτι.
Ελλοχεύει όμως και ο κίνδυνος να παραμείνουν όλα εκεί που είναι.
Στον ανέξοδο βαυκαλισμό του κατέχοντος.
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως θα συμβεί το δεύτερο.
Η καθησυχασμένη βεβαιότητα ότι η κληρονομιά μας ανήκει αδιαφιλονίκητα, καθιερώνει την εθνική στειρότητα ως κυρίαρχη συμπεριφορά, την αγκίστρωση στα κεκτημένα ως άρχουσα νοοτροπία, τον μηρυκασμό των στερεοτύπων ως ασφάλεια συνέχειας.
Προτάθηκαν όλα τα σχήματα ερμηνείας αυτής της συνέχειας, ιδεολογικά και γεωφυσικά.
Ολοκληρώθηκαν και απέτυχαν όλα. Κατέληξαν σε αδιέξοδα. Παρήγαγαν ψευδαισθήσεις. Διένειμαν ανυπόστατους ρόλους. Απέδωσαν ψευδείς τίτλους. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εξαπάτησαν καλλιεργώντας την αυτοτέλεια του προσωπείου πάνω στην ανυπαρξία προσώπου.
Δεν παράγεται πολιτισμός με την αναπαραγωγή του δεδομένου.
Δεν παράγεται πολιτισμός με τον μηρυκασμό του εξασφαλισμένου.
Θεμελιώδης εκπρόσωπος της γενιάς που πρότεινε κι αυτή μια δική της Ελλάδα, ως εκδοχή ιδιοποίησης της Ελλάδας, αναρωτήθηκε:
«Μήπως όλα αυτά που σκεφτήκαμε για την Ελλάδα ήσαν ψέματα, κατασκευάσματα του μυαλού μας;».
Ιδού η καρδιά του προβλήματος.
Παραμένει ακόμη ανέγγιχτη.
Επειδή το άγγιγμά της είναι αφόρητο.
Δεν είμαστε τίποτε.
Μόνον αυτή η βεβαιότητα παράγει ενέργεια, μόνον αυτή κινητοποιεί, ωθεί στην προσπάθεια να προσπελαστεί ο στόχος.
Ποιος είναι αυτός;
Να γίνουμε Έλληνες.
Με τι τρόπο;
Αναγνωρίζοντας σε εκείνους τον ξένο.
Αν μας ενδιαφέρει.
Όντας ίδιοι, δηλαδή ταυτόσημοι με εκείνους, δεν είμαστε κανείς. Κανείς δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ίδιος με τους Έλληνες. Κανείς δεν είναι Έλληνας. Γίνεται ή προσπαθεί να γίνει.
Παραμένοντας ανελλιπώς ξένος.
Με την ιδιότητα του ξένου, συγκαταλεγόμαστε, αν το θέλουμε, στη χορεία εκείνων που θέλουν να τείνουν προς την Ελλάδα.
Το ότι ζούμε στα ίδια χώματα δεν σημαίνει τίποτε. Στην πραγματικότητα φιλοξενούμαστε. Εκείνοι, οι Έλληνες, μας φιλοξενούν.
Το ότι στα θεμέλια του σπιτιού μας υπάρχουν θαμμένα τα σπίτια αρχαίων τραγικών δεν σημαίνει τίποτε. Δεν αρκεί αυτό για να μας κάνει τραγικούς, ή συγγενείς και συνεχιστές των τραγικών. Η τραγικότητα είναι υπόθεση άλλων θεμελίων που δεν τα υποψιάζονται όσοι έχουν τάξει τη ζωή τους και το έργο τους στη θλιβερή κολακεία ενός δήθεν λαϊκού αισθήματος το οποίο οι ίδιοι καρπώνονται με ανεξάντλητη απληστία και εγωπαθή μονομανία.
Το ότι βλέπουμε από το μπαλκόνι μας την Ακρόπολη δεν σημαίνει τίποτε. Η θέα δεν συνιστά εγγύηση ταυτότητας. Το τοπίο δεν αποτελεί τεκμήριο συνέχειας. Δεν μας εισάγει στο πνεύμα που γέννησε τη μυθοποίηση του τοπίου. Τη μεταποίηση της γεωγραφίας από φύση σε ποίηση.
Το ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα επίσης δεν σημαίνει τίποτε. Τη γλώσσα πρέπει να την σκέφτεται κανείς για να την μιλήσει. Πρώτα σκέφτομαι τη γλώσσα και μετά την μιλώ. Ποιος σκέφτεται τη γλώσσα εδώ; Ποιος κάτοικος αυτής της γεωγραφικής περιοχής μιλά τη γλώσσα επειδή πρώτα την σκέφτεται;
Με την κατάρρευση των επικαλυμμάτων αποκαλύπτεται το σταθερό ζητούμενο, η δημιουργία τρόπων μεταποίησης του μη υπάρχοντος σε υπάρχον.
Διάπλαση μορφών.
Προσέγγιση απροσέγγιστου στόχου.
Ξανά από την αρχή.
Πάλι και πάλι.
Ως εκ του μηδενός.
Σύλληψη του ανέφικτου.
Παραβίαση του ορίου που διαχωρίζει αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε από εκείνο που στην πραγματικότητα δεν είμαστε.
Είναι μία απόπειρα ελληνική.
Για να είναι ένας λαός δημιουργικός, οφείλει να ζήσει την έλλειψη εκείνου που τον έκαναν να πιστεύει πως είναι. Και να δημιουργήσει τους τρόπους με τους οποίους θα καλύψει την έλλειψη. Έτσι δημιουργούνται πολιτισμοί. Με την κάλυψη του κενού. Ανέφικτη κάλυψη.
Όμως αυτό το ανέφικτο συνιστά την αληθινή προσπάθεια. Η ανέφικτη κάλυψη της έλλειψης και του κενού. Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν ότι η έλλειψη και το κενό όχι μόνον δεν θα καλυφθούν, αλλά ότι θα εξακολουθούν να μη βιώνονται ως έλλειψη και ως κενό.
Άρα δεν χρειάζεται να γίνει καμία προσπάθεια.
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως αυτό που έχουμε το έχουμε αναμφισβήτητα, πως αυτό που είμαστε το είμαστε αναμφισβήτητα.
Ο ορισμός της γραφικότητας και της μικρόνοιας.
Τίποτε δεν έχουμε και τίποτε δεν είμαστε.
Στο τίποτε αυτό προσφέρεται η πιο χαρμόσυνη αγγελία, ο μόνος αληθινός ευαγγελισμός.
Τι λέει;
Λέει: Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία, ξεκινήστε, μπορείτε τα πάντα, αποπαγιδευτείτε, σπάστε τις εμπλοκές, τολμήστε την απεμπλοκή από τα ψεύδη και τα προσωπεία, μη φοβάστε, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα και άλλες αφηγήσεις, περάστε από τα στερεότυπα στην άπλαστη λάσπη, από το παγωμένο βλέμμα στο κοίταγμα της αβύσσου. Πλάστε τη φωτιά.
Τρομερό το αίτημα.
Ζητά δημιουργικότητα.
Διακινδύνευση. Τόλμη.
Ζητά ζωή.
Ζητά παραδοχή μιας προσπάθειας κατά την οποία θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε το ελληνικό ως έτερο. Το έτερο ως ελληνικό.
Γιγαντομαχία.
Διότι το ελληνικό δεν είναι έμφυτο ούτε εμφυτεύσιμο· δεν είναι φυσικό· δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται, δεν κατοχυρώνεται, δεν διασφαλίζεται, δεν καταχωρείται.
Το ελληνικό δεν είναι ευρήματα ανασκαφών και διεκδικήσεις αρχαιοτήτων· δεν είναι κομπορρημοσύνη μεταπρατών και διαπραγματεύσεις κυβερνητικών παραγόντων· δεν είναι εξαγγελίες υπουργείων και τουριστικοί πομφόλυγες.
Το ελληνικό είναι επίκτητο.
Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του.
Μπορούμε να γίνουμε ελληνικοί;
Γίνεται κανείς ελληνικός όταν αρχίσει να στέκεται αντίκρυ στους Έλληνες.
Στέκομαι αντίκρυ, σημαίνει, ανάμεσα σ’ εμένα και στο άλλο υπάρχει απόσταση.
Κάτι περισσότερο: ρήξη, χάσμα.
Ρήξη μας χωρίζει από τους Έλληνες.
Χάσμα χάσκει ανάμεσα σ’ εμάς και την Ελλάδα.
Ρήξη και χάσμα, όμως, είναι προϋποθέσεις στοχασμού.
Γιατί δεν υφίσταται στοχασμός σ’ αυτήν την γεωγραφική περιοχή;
Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό.
Το ίδιο, το ταυτόσημο, είναι άστοχα.
Ο στοχασμός προϋποθέτει στόχο.
Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό εφόσον θεωρούν τον στόχο δεδομένον και εξασφαλισμένον, κατακτημένον μια για πάντα.
Ο στοχασμός όμως εκκινεί από την απώλεια, την απουσία, την έλλειψη.
Ο στοχασμός εκκινεί από τη συνείδηση του τίποτε.
Είναι ομογάλακτος του μηδενός.
Είναι το ίδιον της ετερότητας.
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να κατοικούμε σ’ αυτά εδώ τα μέρη.
Θάλασσες, νησιά και βουνά, εξαντλήθηκαν στις γιγαντοαφίσες.
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να μιλούμε αυτήν τη γλώσσα. Ακούστε το αφασικό παραμιλητό των τηλεπολιτικών.
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αναφερόμαστε στους Έλληνες.
Κοιτάξτε γύρω σας τον πληθυσμιακό πολτό, με εγχάρακτη στα πρόσωπά τους την ολική αποτυχία.
Το πεδίον ωστόσο ανοίγεται μπροστά μας, απέραντο αλλά δύσβατο.
Μόνον γυμνούς και ατιτλοφόρητους μπορεί να μας δεχτεί.
Ενδεδυμένους μόνον την περιβολή του τίποτε.
Ειδάλλως δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη φορά πολιτισμός εδώ. Αν μας ενδιαφέρει αυτό.
Μπορούμε να συλλάβουμε το μήνυμα;
Μπορούμε να συλλάβουμε τον αναγεννησιακό του χαρακτήρα;
Τη λυτρωτική του διάσταση; Τη ζωτική του ώθηση;
Μπορούμε να καταλάβουμε ότι μόνον αυτό μπορεί να μας βγάλει από τους τάφους;
Να διακόψει την αέναη μετακίνησή μας από φέρετρο σε φέρετρο;
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως όχι, δεν μπορούμε.
Τι μένει, λοιπόν;
Άνθρωποι.
Άνθρωποι που γεννιούνται, αρρωσταίνουν, γηράσκουν και πεθαίνουν, μέσα στην τριβή της καθημερινής τύρβης, αλληλοαγαπώμενοι και αλληλοσπαρασσόμενοι. Μαιευτήρια, κρεβατοκάμαρες, νοσοκομεία και νεκροταφεία.
Ο αμετάφραστος πόνος.
Το άλλο όμως είναι άλλο.
Από τη μια η τρέχουσα ανθρωπινότητα, και από την άλλη το άλλο.
Η προμετωπίδα του Heiner Muller:
«Για να συμβεί κάτι, χρειάζεται να ξεκινήσει κάτι· το πρώτο σχήμα της ελπίδας είναι ο φόβος, η πρώτη εμφάνιση του καινούργιου ο τρόμος».
Όπως βλέπετε, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.
Γι’ αυτό και δεν προσφέρονται.
Για να προσφερθούν, πρέπει να τους προσφερθούμε εμείς προηγουμένως. Τίποτε δεν μας ανήκει.
Δικό μας είναι μόνον το τίποτε.
Δηλαδή η απόσταση.
Άθροισμα αποστάσεων θεωρούσε τη ζωή ο Πεντζίκης.
Η απόσταση.
Αυτή που γέννησε την ποίηση του Καβάφη.
«Κωνσταντίνος Καβάφης».
Ο Καβάφης ήταν ελληνικός επειδή ήταν μακριά, αλλού.
Δεν ήταν εδώ, δεν ήταν μαζί, δεν ήταν δικός τους, δεν τους θεωρούσε δικούς του.
Ήξερε ότι δεν κατείχε.
Ελληνικός. Ιδιότητα τιμιότερη απ’ αυτήν δεν θεωρούσε άλλην.
Αυτό θα πει ελληνικός.
Να προσπαθείς να καλύψεις την απόσταση και να μην μπορείς.
«Η Ελλάδα καταλήγει ο Lacoue-Labarthe θα πρέπει να ήταν τούτος ο ίλιγγος και τούτη η απειλή: ένας λαός, ένας πολιτισμός που υποδηλώνονται, που δεν παύουν να υποδηλώνονται ως απρόσιτοι στον ίδιον τον εαυτό τους. Το κατ’ εξοχήν τραγικό, αν αληθεύει ότι το τραγικό αρχίζει με την κατάρρευση του μιμητού και την εξαφάνιση των προτύπων».
Μπορούμε να αποδεχθούμε και να αναλάβουμε αυτήν την κατάρρευση και αυτήν την εξαφάνιση;
Αν μας ενδιαφέρει.
Ειδάλλως, ας πάψουμε να σφετεριζόμαστε εκείνα που ανήκουν σε άλλους.
Στους Έλληνες.
Τελειώνω επανερχόμενος στον τίτλο.
«Εμείς και οι Έλληνες».
Το «και», όπως φαντάζομαι ότι κατανοήθηκε, δεν είναι συζευκτικό· δεν συνδέει· αποσυνδέει· διαζευγνύει.
Στο θέμα που μας απασχολεί, για να συμβεί ένωση πρέπει να την ποδηγετεί ο χωρισμός· για να λάβει χώρα γάμος, πρέπει να ισχύει διαζύγιο. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός της τραγωδίας.
Όχι η καπηλευτική αναπαράστασή της στην πιο χυδαία και πληθωριστική εκδοχή της που είναι ό,τι πιο καθησυχαστικό υπάρχει, αλλά η αιματηρή παράσταση της ανέκδοτης εκδοχής της σε ό,τι πιο ανησυχητικό υπάρχει.
Το ελληνικό ως τρομακτικό.
Είναι καιρός, οι κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής επιτέλους να τρομάξουν γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που δεν είναι, και γι’ αυτό που δεν θα καταφέρουν ποτέ να είναι.
Ένα σπουδαίο κείμενο του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη για την τραγωδία του να είσαι Έλληνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου