ΛΑΜΠΡΟΣ ΑΗΔΟΝΟΧΩΡΙΤΗΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ Ένα μικρό αφιέρωμα σ' εκείνους τους Άγιους Ήρωες του ΟΧΙ Άραγε που να είναι οι Έλληνες σήμερα;
Στη ζωή μας υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Για μένα ένας απ΄ αυτούς είναι ο παππούς μου ο Λάμπρος, που έφυγε απ΄ αυτή τη ζωή περήφανος, πλήρης ημερών και εμπειριών, την Πρωτοχρονιά του 2004. Από τον άνθρωπο αυτόν έμαθα (ελπίζω τόσο καλά ώστε να μου ’χει γίνει βίωμα ζωής) την αξία τού να μένεις αληθινά ζωντανός και δραστήριος, ανεξάρτητα από την ηλικία σου, μέσα από την καθημερινή δραστηριότητα και τη συμμετοχή στα πράγματα. Αναγνώρισα τη σημασία τού να είσαι «παρών» στη ζωή, περιφρονώντας τα στερεότυπα του πολιτισμού μας, που καλλιεργούν τη λανθασμένη αντίληψη ότι από τη μέση ηλικία και μετά οι άνθρωποι γίνονται σταδιακά ανήμποροι, ασθενείς και «απόντες» από την ίδια τους τη ζωή.
Κάθε φορά που μιλούσε για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο τα μάτια του έλαμπαν. Ο χρόνος συνθηκολογούσε μαζί του και γύριζε πίσω, αφαιρώντας καμιά εξηνταριά χειμώνες από την κορμοστασιά του. Γινόταν και πάλι ο ευθυτενής τριαντάχρονος που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο πατάτες και να το ανταλλάσσει με καλαμπόκι, κάπου κοντά στην Αγόριανη. Ηταν τέτοιο το κλίμα της εποχής, με τον κόσμο να περιμένει τον πόλεμο από ώρα σε ώρα να χτυπήσει την πόρτα του, που θυμόταν με λεπτομέρεια κάθε στιχομυθία, κάθε γκριμάτσα, κάθε εικόνα. «Καταλαβαίνω ότι εσύ θα πας στρατιώτης, εγώ όμως χρειάζομαι ακόμα ένα τέτοιο φορτίο» του είπε η νοικοκυρά του σπιτιού που πήρε τις πατάτες. Όμως είχε ήδη κηρυχτεί επιστράτευση…
Με το γάιδαρο γύρισε στο χωριό του, το Αηδονοχώρι. Στην πλατεία, όπως κάθε φθινόπωρο «έβραζαν τα τσίπουρα». Καμιά εβδομηνταριά νέοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος, είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.
Ο παππούς υπηρέτησε, μαζί με άλλους έντεκα Θεσσαλούς, στην τροφοδοσία. Μέχρι να εκπνεύσει ο Νοέμβριος είχαν ήδη φτάσει στην πλημμυρισμένη από Ελληνες Κορυτσά, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του κεντρικού φούρνου της πόλης. Φούρνιζαν ψωμί σε 24ωρη βάση, χωρισμένοι σε δύο βάρδιες. Διέμεναν σε ένα κατάλυμα με έξι κρεβάτια, δίπλα στο φούρνο. Οι μισοί δούλευαν, οι άλλοι μισοί κοιμόντουσαν. Και στο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στις φουρνιές έβγαζαν τα χιτώνια και τα έβαζαν μέσα στο φούρνο κι αυτά, για να εξολοθρεύσουν τις ψείρες που τους βασάνιζαν ασταμάτητα!
Αυτή την ειδική «περιποίηση», την πρόσφεραν και στους καταπονημένους φαντάρους της πρώτης γραμμής που έρχονταν για λίγες ώρες στην Κορυτσά για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα. Ξεψείριζαν με τη βοήθεια της θερμότητας από το φούρνο τα ρούχα τους, τους πρόσφεραν ένα από τα έξι κρεβάτια για λίγες ώρες ξεκούρασης και τους έδιναν να φάνε μακαρόνια, το μόνο φαγητό που υπήρχε σε αφθονία χάρη στις γεμάτες ζυμαρικά αποθήκες την ηττημένων Ιταλών! Βρασμένα σκέτα μακαρόνια ήταν το καθημερινό φαγητό των φαντάρων στην Κορυτσά, μεσημέρι – βράδυ. Γι΄ αυτό κι ο παππούς , από τότε δεν ξανάφαγε μακαρόνια στη ζωή του, όσο νόστιμα κι αν ήταν μεγειρεμένα.
Παρά την προσπάθεια του σώματος τροφοδοσίας, οι φαντάροι της πρώτης γραμμής πεινούσαν. Σ΄ αυτούς δεν έφταναν πάντα οι κουραμάνες και τα μακαρόνια και γι΄ αυτό συχνά αναζητούσαν οι ίδιοι με κάθε μέσο τροφή. Ενας φίλος του παππού, τσομπάνης στο χωριό όπως και οι περισσότεροι νέοι, έκλεψε ένα κατσίκι από ένα κοπάδι Αλβανών. Επιστρέφοντας στη μονάδα του συνάντησε έναν άλλο πεινασμένο φαντάρο από άλλη μονάδα που επίσης αναζητούσε κάτι να φάει. Εκοψε επί τόπου το κεφάλι του ζώου και του το ΄δωσε για να το κάνει βραστό στην καραβάνα. Για να τον ευχαριστήσει ο άλλος του χάρισε μια ξυριστική μηχανή της εποχής, την οποία φύλαξε για ενθύμιο όλη του τη ζωή!
Ετσι και ο παππούς είχε κρατήσει από την Αλβανία και χρησιμοποιούσε με θρησκευτική ευλάβεια ένα χιλιοχτυπημένο παγούρι μεταλλικό. Επειδή είχε χάσει το πώμα κάπου στην Κορυτσά, είχε φτιάξει ένα άλλο από καλαμπόκι και το είχε πάντα μαζί του στα χωράφια και τα μελίσσια. Σήμερα είναι οικογενειακό μας κειμήλιο.
Κάπου προς το τέλος Μαρτίου του 1941, έφτασε στην Κορυτσά ο επικεφαλής στρατηγός Τσολάκογλου και ο παππούς μαζί με κάποιο συγχωριανό τον πλησίασαν. «Τι θέλετε παιδιά;» τους ρώτησε. «Τίποτα δεν θέλουμε στρατηγέ, απλά να σε δούμε» του απάντησαν, κοιτώντας τον με θαυμασμό. «Μην με κοιτάτε έτσι, σε λίγο καιρό θα χτυπήσουν οι Γερμανοί και θα καταλάβετε πώς πάνε τα «κόπια» μας χαμένα», τους απάντησε.
Πράγματι, σε λίγο καιρό ήλθε το γερμανικό χτύπημα από τα ελληνοσερβικά σύνορα και ο στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση. Ολοι οι επιστρατευμένοι του χωριού, ακόμα και αυτοί που πολέμησαν στο θρυλικό ύψωμα 731, γύρισαν πίσω ζωντανοί, περπατώντας για εβδομάδες χωρίς να τους πειράξει ο γερμανικός στρατός.
Δεν ξέρω αν «πήγαν τα κόπια τους χαμένα». Αυτό που ξέρω είναι πως ο παππούς μου ο Λάμπρος ήταν γεμάτος περηφάνεια που άγγιξε από κοντά την αληθινή ιστορία σ΄ αυτή της τη φάση. Αν και ήταν ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους στρατευμένους της εποχής, το ότι υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 τον έκανε να νιώθει ότι συμμετείχε σε κάτι συλλογικό και μεγαλειώδες που ξεπερνούσε τον ίδιο και αυτό σημάδεψε τη ζωή του. Στις διηγήσεις του δεν υπήρχε το πνεύμα του ηρωϊσμού που διακατέχει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, αλλά η ανθρώπινη ματιά του απλού στρατιώτη που ακολουθεί με εμπιστοσύνη τις εντολές, αγωνίζεται να βοηθήσει τον διπλανό του, πιστεύει στον κοινό αγώνα και στη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής για να γυρίσει καλά στην οικογένειά του.
Γι ΄ αυτό κι όλα τα εγγόνια του τού τηλεφωνούσαμε κάθε 28η Οκτωβρίου σαν να ήταν η ονομαστική του γιορτή. Και ακόμα και τώρα, έξι χρόνια από το θάνατό του, κάθε επέτειο του «Όχι» τον θυμόμαστε με αγάπη. Μια επίκαιρη, λόγω της εθνικής γιορτής, περυσινή και πολυαγαπημένη ανάρτηση, αφιερωμένη στους νέους φίλους του ιστολογίου που, όπως κι εγώ, αγαπούν τις επετείους:
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί φιλέλληνες καλησπέρα και Χρόνια Καλά σε όσους το αξίζουν, η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε όλους εκείνους τους Έλληνες του 1940 που δεν ήταν σαν τους σημερινούς Ναιναίκους!!!!!!!!! που αν και γνώριζαν το τι σημαίνει ένα ΟΧΙ είχαν τα καρύδια να το πουν και να γράψουν τη δική τους ιστορία με χρυσά γράμματα. Υ.Γ. Εκείνοι οι Έλληνες ουδεμία σχέση έχουν με τον ενοικιαστή του Μεγάρου Μαξίμου που το ΟΧΙ του λαού το μετέτρεψε σ' ένα ταπεινωτικό ΝΑΙ σε όλα............... Ίσως ο Παππούς Λάμπρος τελικά να ήταν τυχερός που δεν έζησε αυτή τη ξεφτίλα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-fuji Tomo Kazu.
Αναμνήσεις ενός απλού στρατιώτη του 1940
Στη ζωή μας υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Για μένα ένας απ΄ αυτούς είναι ο παππούς μου ο Λάμπρος, που έφυγε απ΄ αυτή τη ζωή περήφανος, πλήρης ημερών και εμπειριών, την Πρωτοχρονιά του 2004. Από τον άνθρωπο αυτόν έμαθα (ελπίζω τόσο καλά ώστε να μου ’χει γίνει βίωμα ζωής) την αξία τού να μένεις αληθινά ζωντανός και δραστήριος, ανεξάρτητα από την ηλικία σου, μέσα από την καθημερινή δραστηριότητα και τη συμμετοχή στα πράγματα. Αναγνώρισα τη σημασία τού να είσαι «παρών» στη ζωή, περιφρονώντας τα στερεότυπα του πολιτισμού μας, που καλλιεργούν τη λανθασμένη αντίληψη ότι από τη μέση ηλικία και μετά οι άνθρωποι γίνονται σταδιακά ανήμποροι, ασθενείς και «απόντες» από την ίδια τους τη ζωή.
Κάθε φορά που μιλούσε για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο τα μάτια του έλαμπαν. Ο χρόνος συνθηκολογούσε μαζί του και γύριζε πίσω, αφαιρώντας καμιά εξηνταριά χειμώνες από την κορμοστασιά του. Γινόταν και πάλι ο ευθυτενής τριαντάχρονος που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο πατάτες και να το ανταλλάσσει με καλαμπόκι, κάπου κοντά στην Αγόριανη. Ηταν τέτοιο το κλίμα της εποχής, με τον κόσμο να περιμένει τον πόλεμο από ώρα σε ώρα να χτυπήσει την πόρτα του, που θυμόταν με λεπτομέρεια κάθε στιχομυθία, κάθε γκριμάτσα, κάθε εικόνα. «Καταλαβαίνω ότι εσύ θα πας στρατιώτης, εγώ όμως χρειάζομαι ακόμα ένα τέτοιο φορτίο» του είπε η νοικοκυρά του σπιτιού που πήρε τις πατάτες. Όμως είχε ήδη κηρυχτεί επιστράτευση…
Με το γάιδαρο γύρισε στο χωριό του, το Αηδονοχώρι. Στην πλατεία, όπως κάθε φθινόπωρο «έβραζαν τα τσίπουρα». Καμιά εβδομηνταριά νέοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος, είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.
Ο παππούς υπηρέτησε, μαζί με άλλους έντεκα Θεσσαλούς, στην τροφοδοσία. Μέχρι να εκπνεύσει ο Νοέμβριος είχαν ήδη φτάσει στην πλημμυρισμένη από Ελληνες Κορυτσά, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του κεντρικού φούρνου της πόλης. Φούρνιζαν ψωμί σε 24ωρη βάση, χωρισμένοι σε δύο βάρδιες. Διέμεναν σε ένα κατάλυμα με έξι κρεβάτια, δίπλα στο φούρνο. Οι μισοί δούλευαν, οι άλλοι μισοί κοιμόντουσαν. Και στο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στις φουρνιές έβγαζαν τα χιτώνια και τα έβαζαν μέσα στο φούρνο κι αυτά, για να εξολοθρεύσουν τις ψείρες που τους βασάνιζαν ασταμάτητα!
Αυτή την ειδική «περιποίηση», την πρόσφεραν και στους καταπονημένους φαντάρους της πρώτης γραμμής που έρχονταν για λίγες ώρες στην Κορυτσά για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα. Ξεψείριζαν με τη βοήθεια της θερμότητας από το φούρνο τα ρούχα τους, τους πρόσφεραν ένα από τα έξι κρεβάτια για λίγες ώρες ξεκούρασης και τους έδιναν να φάνε μακαρόνια, το μόνο φαγητό που υπήρχε σε αφθονία χάρη στις γεμάτες ζυμαρικά αποθήκες την ηττημένων Ιταλών! Βρασμένα σκέτα μακαρόνια ήταν το καθημερινό φαγητό των φαντάρων στην Κορυτσά, μεσημέρι – βράδυ. Γι΄ αυτό κι ο παππούς , από τότε δεν ξανάφαγε μακαρόνια στη ζωή του, όσο νόστιμα κι αν ήταν μεγειρεμένα.
Παρά την προσπάθεια του σώματος τροφοδοσίας, οι φαντάροι της πρώτης γραμμής πεινούσαν. Σ΄ αυτούς δεν έφταναν πάντα οι κουραμάνες και τα μακαρόνια και γι΄ αυτό συχνά αναζητούσαν οι ίδιοι με κάθε μέσο τροφή. Ενας φίλος του παππού, τσομπάνης στο χωριό όπως και οι περισσότεροι νέοι, έκλεψε ένα κατσίκι από ένα κοπάδι Αλβανών. Επιστρέφοντας στη μονάδα του συνάντησε έναν άλλο πεινασμένο φαντάρο από άλλη μονάδα που επίσης αναζητούσε κάτι να φάει. Εκοψε επί τόπου το κεφάλι του ζώου και του το ΄δωσε για να το κάνει βραστό στην καραβάνα. Για να τον ευχαριστήσει ο άλλος του χάρισε μια ξυριστική μηχανή της εποχής, την οποία φύλαξε για ενθύμιο όλη του τη ζωή!
Ετσι και ο παππούς είχε κρατήσει από την Αλβανία και χρησιμοποιούσε με θρησκευτική ευλάβεια ένα χιλιοχτυπημένο παγούρι μεταλλικό. Επειδή είχε χάσει το πώμα κάπου στην Κορυτσά, είχε φτιάξει ένα άλλο από καλαμπόκι και το είχε πάντα μαζί του στα χωράφια και τα μελίσσια. Σήμερα είναι οικογενειακό μας κειμήλιο.
Κάπου προς το τέλος Μαρτίου του 1941, έφτασε στην Κορυτσά ο επικεφαλής στρατηγός Τσολάκογλου και ο παππούς μαζί με κάποιο συγχωριανό τον πλησίασαν. «Τι θέλετε παιδιά;» τους ρώτησε. «Τίποτα δεν θέλουμε στρατηγέ, απλά να σε δούμε» του απάντησαν, κοιτώντας τον με θαυμασμό. «Μην με κοιτάτε έτσι, σε λίγο καιρό θα χτυπήσουν οι Γερμανοί και θα καταλάβετε πώς πάνε τα «κόπια» μας χαμένα», τους απάντησε.
Πράγματι, σε λίγο καιρό ήλθε το γερμανικό χτύπημα από τα ελληνοσερβικά σύνορα και ο στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση. Ολοι οι επιστρατευμένοι του χωριού, ακόμα και αυτοί που πολέμησαν στο θρυλικό ύψωμα 731, γύρισαν πίσω ζωντανοί, περπατώντας για εβδομάδες χωρίς να τους πειράξει ο γερμανικός στρατός.
Δεν ξέρω αν «πήγαν τα κόπια τους χαμένα». Αυτό που ξέρω είναι πως ο παππούς μου ο Λάμπρος ήταν γεμάτος περηφάνεια που άγγιξε από κοντά την αληθινή ιστορία σ΄ αυτή της τη φάση. Αν και ήταν ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους στρατευμένους της εποχής, το ότι υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 τον έκανε να νιώθει ότι συμμετείχε σε κάτι συλλογικό και μεγαλειώδες που ξεπερνούσε τον ίδιο και αυτό σημάδεψε τη ζωή του. Στις διηγήσεις του δεν υπήρχε το πνεύμα του ηρωϊσμού που διακατέχει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, αλλά η ανθρώπινη ματιά του απλού στρατιώτη που ακολουθεί με εμπιστοσύνη τις εντολές, αγωνίζεται να βοηθήσει τον διπλανό του, πιστεύει στον κοινό αγώνα και στη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής για να γυρίσει καλά στην οικογένειά του.
Γι ΄ αυτό κι όλα τα εγγόνια του τού τηλεφωνούσαμε κάθε 28η Οκτωβρίου σαν να ήταν η ονομαστική του γιορτή. Και ακόμα και τώρα, έξι χρόνια από το θάνατό του, κάθε επέτειο του «Όχι» τον θυμόμαστε με αγάπη. Μια επίκαιρη, λόγω της εθνικής γιορτής, περυσινή και πολυαγαπημένη ανάρτηση, αφιερωμένη στους νέους φίλους του ιστολογίου που, όπως κι εγώ, αγαπούν τις επετείους: