Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.11.17

Από το Α έως το Ω: Ευγένιος Τριβιζάς. Της Ιωάννας Μπλάτσου. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ποιητής, παραμυθάς, θεατρικός συγγραφέας, παιδαγωγός, διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, η προσπάθεια αποτίμησης του έργου του Ευγένιου Τριβιζά ακυρώνεται από το ίδιο το μέγεθος και την αξία του. Ας αφεθούμε στην παραμυθένια, παραβολική αφήγησή του που δεν φοβάται ούτε τους δράκους («Δράκους χρειάζονται αυτοί που μας κυβερνούν για να αυξάνουν τη δύναμη και τον έλεγχό τους πάνω μας») ούτε τα σκοτάδια («Αρκεί μια πυγολαμπίδα για να τα καταργήσει»).

Αταξίες: «Αχ μικρή Λουίζα,
γιατί έβαλες το δάκτυλο στην πρίζα;
Εσύ κορίτσι με αξία
γιατί έκανες τέτοια αταξία
και παραλίγο να πάθεις
ηλεκτροπληξία;

Μάθημα ας γίνει αυτό
σε όλες τις Λουίζες
να μην αγγίζουν πρίζες!

Αν θέλουν να πραγματοποιήσουν
τις πιο τρελές φιλοδοξίες,
πρέπει να αποφεύγουν
τις ηλεκτροπληξίες!»

Βαλίτσα: «Λόγω του ότι ταξιδεύω πολύ συχνά, χρόνια τώρα προσπαθώ να ανακαλύψω το ελαφρίδι (το αντίθετο από το βαρίδι). Το ελαφρίδι θα τα κάνει όλα ανάλαφρα. Θα βάζω ένα-δύο ελαφρίδια στη βαλίτσα μου και θα τη σηκώνω με μεγάλη ευκολία».
Γεννήθηκα: «Δεν γεννήθηκα στο Περού, αλλά ούτε στην Παραγουάη. Ο παππούς μου δεν ήταν ένας κοκκινομάλλης παραγεμιστής μαξιλαριών από τον Άγιο Δομίνικο και η γιαγιά μου δεν ήταν ούτε κόρη ενός Ουσάρου αξιωματικού του ρωσικού ιππικού, ούτε η μικρότερη ανιψιά ενός Βεδουίνου χηνοβοσκού από το Χαρτούμ. Απ' ό,τι θυμάμαι, νομίζω ότι γεννήθηκα στη Χώρα των Χαμένων Χαρταετών απέναντι από ένα ψιλικατζίδικο που επιδιορθώνει κούκους ρολογιών».
Δράκος: «Όταν άκουγα τα πρώτα μου παραμύθια, συμπαθούσα τους δράκους. Λυπόμουν όταν αλαζονικοί πρίγκιπες τούς σκότωναν για να κατακτούν πριγκίπισσες. Πίστευα ότι ήταν θύματα μιας μεγάλης αδικίας και με ενοχλούσε το γεγονός όταν τα περιχαρή ζευγάρια έκτιζαν την ευτυχία τους πάνω στο πτώμα ενός άτυχου πλάσματος. Θαυμάζουμε, καμαρώνουμε και προστατεύουμε τα άγρια ζώα χωρίς να θεωρούμε το διαιτολόγιό τους αιτία για να τα εξοντώνουμε. Εφόσον θεωρούμε φυσικό για ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ζαρκάδια, γιατί να μη δείχνουμε την ίδια κατανόηση και στην περίπτωση ενός δράκου που λιγουρεύεται πριγκίπισσες; Αργότερα κατάλαβα για ποιο λόγο όχι μόνο χρειαζόμαστε, αλλά πολλές φορές εκτρέφουμε συστηματικά στις κοινωνίες μας δράκους. Τους δράκους δεν τους χρειάζονται μόνο οι πρίγκιπες για να εντυπωσιάζουν με παράτολμα ανδραγαθήματα τρομοκρατημένες πριγκίπισσες. Δράκους χρειάζονται οι πολιτικοί για να αποσπούν την προσοχή μας από τα δικά τους καταστροφικά σφάλματα. Δράκους χρειάζονται τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για να αυξάνουν την ακροαματικότητα και τις πωλήσεις τους. Δράκους χρειάζονται πάνω απ' όλα, αυτοί που μας κυβερνούν για να τους επισείουν ως φόβητρα και να αυξάνουν τη δύναμη και τον έλεγχό τους πάνω μας. Δράκους χρειαζόμαστε κι εμείς για να απολαμβάνουμε μια αίσθηση ηθικής ανωτερότητας και να διασκεδάζουμε τη σφαγή τους. Όσο πιο πολύ πολεμάμε τους δράκους, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι δράκοι. Αν δεν έχουμε γίνει ήδη...».
Ελπίδα: «Όλα είναι δυνατά, πάντα υπάρχει ελπίδα. Τα φρούτα μπορούν να απαλλαγούν από τους μανάβηδες που τα δυναστεύουν, οι μαύρες γάτες από τους ρατσιστές που είναι αποφασισμένοι να τις εξολοθρεύσουν και τα σκιάχτρα να φτερουγίσουν σαν τα πουλιά στον ουρανό».
Ζαχαρωτά: «Τα συνιστά ανεπιφύλακτα η Δόνα Τερηδόνα. Αν σας αρέσουν κι εσάς, σας συνιστώ να μεταναστεύσετε σε μία από τις τρεις χώρες που έχω ανακαλύψει, το Λιχουδιστάν, το Κουφέιτ ή τη Χαλβάη ή να σαλπάρετε για τον Ωκεανό του Γαλάζιου Ζελέ. Για καλό και για κακό, πάρτε μαζί σας και ένα αντίτυπο του βιβλίου μου “Ο κύριος Ζαχαρίας και η κυρία Γλυκερία”».
Ήρωες: «Οι ήρωες των βιβλίων μου δε διακρίνονται ούτε για τη μυϊκή τους δύναμη ούτε για την τεχνολογική τους υπεροχή. Δεν είναι κραταιοί και παντοδύναμοι. Είναι, ως επί το πλείστον, ευάλωτοι, εύθραυστοι, αντιμέτωποι με έναν ακατάληπτο κόσμο. Αυτό που επιδιώκουν είναι να ξεπεράσουν τους περιορισμούς της ύπαρξής τους. Ο Τουρτούρι ο χιονάνθρωπος δεν θέλει να λιώσει (“Ο Χιονάνθρωπος και το Κορίτσι”), ο Αχυρούλης το σκιάχτρο ονειρεύεται να πετάξει (“Το Όνειρο του Σκιάχτρου”), το άλογο του σκακιού να καλπάσει σε ένα λιβάδι με τετράφυλλα τριφύλλια (“Οι Δραπέτες της Σκακιέρας”), ο Ιγνάτιος ο ποντικός να φάει μια γάτα (“Ο Ιγνάτιος και η Γάτα”) και ο Θάνος το κολοκυθάκι να δείρει έναν μανάβη (“Φρουτοπία”). Δεν έχει σημασία αν τα καταφέρνουν ή όχι. Σημασία έχει ότι προσπαθούν. Η αδυναμία τους είναι ταυτόχρονα και η δύναμή τους.
Όσο για τις ηρωίδες, κάθε άλλο παρά παθητικές είναι. Δεν περιμένουν από κάποιον πρίγκιπα ή κυνηγό τη λύτρωση, τη δικαίωση και τη λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Για παράδειγμα, η πριγκίπισσα Ρηνούλα παίρνει στα χέρια τη μοίρα της, αποτινάσσει τα πριγκιπικά της προνόμια και επιλέγει να αυτοδιαχειριστεί την ελευθερία της (“Πλατς Μουτς”), ενώ η Κοκκινομπλουτζινίτσα προσποιείται ότι εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από την υποκριτική ικανότητα του λύκου να παριστάνει τη γιαγιά της και τον ενθαρρύνει να γίνει ηθοποιός στο Χόλιγουντ»**.

Θεός: «Κάτι σαν συγγραφέας- αγαπάει όλους τους ήρωές του, καλούς και κακούς, επειδή ο ίδιος τους δημιούργησε και είναι απαραίτητοι για την πλοκή του έργου του».
Ιστορία: «Όπως άλλωστε όλοι
θα ήθελα κι εγώ να έχω
μια δική μου πόλη.
Μια πόλη τόσο δα μικρή
που να χωράει
σε ένα χάρτινο κουτί.

Μια πόλη περιβόλι
χωρίς εξατμίσεις και τσιμέντα
με λουκουμένια σπίτια
και δρόμους από μέντα.

Κι όποτε με ξεκουφαίνουνε
οι κόρνες και τα κομπρεσέρ,
όποτε με καταδιώκουν
νταλίκες και τρακτέρ,
να μπαίνω στο κουτί,
να ζω στην πόλη μου εκεί».

Καθημερινότητα: «Βαρετή και άχαρη, όταν τη βιώνεις επιφανειακά. Κρύβει, όμως, άπειρες παρήγορες στιγμές, οάσεις, μυστικές πτυχές και συναρπαστικές σκηνές που, επειδή είμαστε συνήθως βιαστικοί ή αδιάφοροι, περνούν απαρατήρητες».
Λάθη: «Τα λάθη που κάνω όταν σημειώνω κάτι βιαστικά ή παρατηρώ όταν διορθώνω δοκίμια βιβλίων μου, μού δίνουν ιδέες για ιστορίες. Είχα δει σε ένα τυπογραφικό δοκίμιο τη λέξη “λυκοπατάτες” αντί “γλυκοπατάτες” και αυτό μου έδωσε την έμπνευση για πατάτες που, όταν τις τρως, γίνεσαι λύκος. Μια φορά, αντί να γράψω “Ακαρνανία”, είχα γράψει “Ακαναρινία”, με αποτέλεσμα να εμπνευστώ μια ιστορία που διαδραματίζεται στη Χώρα χωρίς Καναρίνια και μια άλλη φορά, αντί να γράψω “εστιατόριο”, είχα γράψει “εστιαγόριο” που μου έδωσε την ιδέα για ένα εστιατόριο δράκων όπου οι δράκοι παραγγέλνουν και τρώνε αγοράκια».
Μπαούλο: «Τα μπαούλα, ιδίως τα ξεχασμένα σε σκονισμένες σοφίτες, μπορεί να κρύβουν μπαμπούλες, μπορεί όμως να κρύβουν και θησαυρούς. Αν δεν τα ανοίξεις, ποτέ δε θα το μάθεις. Εγώ, ας πούμε, μια φορά άνοιξα ένα μπαούλο που φοβόμουνα ότι περιείχε μπαμπούλα και βγήκε από μέσα μια μπαλαρίνα».
Ντολμαδάκια: «Όταν κυκλοφόρησαν “Τα 88 Ντολμαδάκια”, μερικές νοικοκυρές αγόραζαν κατά λάθος το βιβλίο πιστεύοντας ότι περιλαμβάνει συνταγές για ντολμαδάκια. Άλλες νοικοκυρές, πάλι, μου έστελναν ντολμαδάκια σε τάπερ. Ένα από αυτά, μάλιστα, το είχαν στείλει στο τηλεοπτικό στούντιο κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής μου με τον Βασίλη Βασιλικό. Πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις βιβλίου που εμπνέει τους αναγνώστες να συμβάλλουν απευθείας στη διατροφή του συγγραφέα».
Ξαφνιάζομαι: «Ξαφνιάζομαι κάθε φορά που ένας κοκκινογένης πειρατής πηδάει από το παράθυρο του γραφείου μου. Ξαφνιάζομαι όταν ένα ιπτάμενο κρουασάν από τον Κρόνο προσγειώνεται στον κήπο μου. Ξαφνιάζομαι ακόμα όταν μια γαλάζια φάλαινα με καταπίνει την ώρα που κολυμπάω στον Ωκεανό των Γιασεμιών».
Ουράνιο τόξο: «Ακόμα αναζητώ το όγδοο χρώμα του».
Παιχνίδια: «Δύο ήταν τα αγαπημένα μου παιχνίδια. Ένας ακροβάτης που, όταν πίεζες έναν μοχλό, έκανε τούμπες. Δυστυχώς, χάθηκε. Ίσως να τον κλέψανε, μπορεί να έφυγε μόνος του και να κάνει τώρα τούμπες σε κάποιο μυστικό τσίρκο στη Χώρα των Χαμένων Παιχνιδιών. Το δεύτερο ακόμα υπάρχει. Είναι ένα μουσικό ανθρωπάκι με κίτρινο σκούφο και μπέρτα και τα γόνατα διπλωμένα κάτω από τα χέρια του - που κρύβει στην καρδιά του μια μικρή μουσική. Όταν το κουνάς, ηχεί ένα καμπανάκι. Ξέρω ότι το κυνηγούν οι δράκοι της σιωπής. Γι' αυτό μόνο με κλειστά παράθυρα και κλειδωμένες πόρτες επιτρέπεται να το κουνάω».
Ρομπότ: «Τα προϊόντα που παράγει μαζικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα».
Σκοτάδι: «Αρκεί μια πυγολαμπίδα για να το καταργήσει».
Ταυτότητα: «Αγαπημένη ξένη γλώσσα: Σοκολατινικά.
Αγαπημένο μεταφορικό μέσο: Ιπτάμενος ανεμόμυλος.
Αγαπημένο χρώμα: Το χρώμα των κυκλάμινων στο φεγγαρόφωτο.
Αγαπημένο ποτό: Βυσσινάδα με παγάκια από δροσοσταλίδες.
Αγαπημένο άθλημα: Ποδοσφαιροφώσφορο (παίζεται τα βράδια με ένα τόπι που φωσφορίζει)».

Υπνος: «Για έναν ευχάριστο ύπνο, φοράω συνήθως πιτζάμες στο χρώμα του φεγγαριού με μοβ ρίγες και τσέπες γεμάτες νυχτολούλουδα. Βοηθάει, επίσης, και ένα μυστικό ονειροδρόμιο στο κομοδίνο μου στο οποίο προσγειώνονται κάθε βράδυ ιπτάμενες μηλόπιτες και ηλιοπεταλούδες».
Φόβοι: «Δε με νοιάζει τίποτα εκτός από τους τουνελόδρακους, τα φερμουαρόφιδα, τους ηφαιστειόσαυρους και τις ανθρωποφάγες μπανιέρες».
Χαρτοπόλεμος: «Ένα κοριτσάκι, μετά από μια εκδήλωση στον ΙΑΝΟ, μού χάρισε μια φούχτα χαρτοπόλεμο με μια συλλαβή γραμμένη σε κάθε μικροσκοπικό κομματάκι. Μου ψιθύρισε στο αυτί ότι, αν τοποθετήσω τα κομματάκια προσεκτικά στη σωστή σειρά, σύμφωνα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου, θα μπορέσω να διαβάσω τι μου έγραφε».
Ψηφίζω: «Αψηφώ».
Ωρα να…: «Έφτασε η ώρα να συζητήσουμε
όλοι μαζί, παρέα,
θέματα βαθυστόχαστα, σπουδαία!
- Γιατί λιγοστεύουνε τα καναρίνια;
- Γιατί όταν λυχνάρια τρίβεις
δε βγαίνουνε πια τζίνια;
- Γιατί πέφτουν ένα ένα
στις λάσπες τα ιπτάμενα χαλιά;
- Γιατί δεν καρπίζει πια
η χρυσή η μουσμουλιά;
Και το πιο σπουδαίο
απ' όλα ακόμα:
- Πώς να δώσουμε ξανά
στον χρόνο, χρώμα!».

* INFO: «Η τελευταία μαύρη γάτα»: ΘΕΑΤΡΟ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ, «Η Δόνα Τερηδόνα και το μυστικό της γαμήλιας τούρτας»: ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ, «Το όνειρο του σκιάχτρου»: ΘΕΑΤΡΟ ΟΛΥΜΠΙΟΝ, Θεσσαλονίκη.
• Μόλις κυκλοφόρησε, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ράππα, το πρώτο e-book του Ευγένιου Τριβιζά με τίτλο «Το Ποπ Κορν που έγινε Ποπ Σταρ» από την εταιρεία Ever After Tales (διαθέσιμο στο Apple Store και Google play).
• Βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά που θα κυκλοφορήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα:
_ «Το αυγό που δε σπάει ποτέ», εκδόσεις Ψυχογιός
_ «Όπου φύγει, φύγει!», εκδόσεις Ίκαρος
_ «Το κουμπί που κρύωνε», εκδόσεις Καρυδάκη
_ «Το σάντουιτς του γίγαντα», εκδόσεις Διάπλαση
_ «Το πιο όμορφο κυκνάκι», εκδόσεις Διάπλαση
_ «Ο άνθρωπος που αγόρασε τον ουρανό», εκδόσεις Μίνωας


Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας πέντε αγαπημένα τραγούδια του Ευγένιου Τριβιζά:

- «Dueto buffo di due gati», Gioacchino Rossini
- «Μίλα μου για μήλα», Σταύρου Παπασταύρου
- «The Roses Of Success», Sherman Brothers (“Chitty Chitty Bang Bang” soundtrack)
- «Το τραγούδι του ωραίου αρουραίου», Γιώργου Κουρουπού (από την όπερα «Οι δραπέτες της σκακιέρας», Ορχήστρα των Χρωμάτων)
- «Πάρε με να φύγουμε», Γιώργου Κουρουπού (από την όπερα «Οι δραπέτες της σκακιέρας», Ορχήστρα των Χρωμάτων)
** Η Κοκκινομπλουτζινίτσα ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στην κάμαρα της γιαγιάς. Εκεί στο λυκόφως, είδε τη γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Της φάνηκε κάπως αλλιώτικη.

- Δε μου λες, γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια; ρώτησε.

- Έβαλα λίγο παραπάνω μέικ απ απ'  ό,τι έπρεπε, παιδί μου!

- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;

- Ξεχειλώσανε επειδή μου αρέσει να φοράω βαριά σκουλαρίκια!

- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;

- Για να σε τραγανίσω πιο καλά, παιδί μου. Δεν είμαι η γιαγιά σου! Στραβομάρα έχεις; Λύκος είμαι!

- Σοβαρολογείς;

- Ποτέ μου δε μίλησα πιο σοβαρά!

- Τς! Τς! Τς! Καταπληκτικό!

- Τι εννοείς «καταπληκτικό»;

- Εσύ, παιδί μου, έχεις σπάνιο υποκριτικό ταλέντο. Χαραμίζεσαι να τρως γιαγιάδες.

 
Ηθοποιός πρέπει να γίνεις! Παίζεις το ρόλο της γιαγιάς άψογα. Από ποια δραματική σχολή αποφοίτησες;

- Αυτοδίδακτος είμαι!  Αλλά βέβαια δεν μπορώ να πω, έχω εμφανιστεί και στη σκηνή. Όταν ήμουν λυκόπουλο, είχα παίξει τον Λυκούργο σε μια παράσταση στο λύκειο. Μια άλλη φορά έπαιξα τον Ελύκο τον Όγδοο, αλλά δυστυχώς μετά την πρεμιέρα έφαγα όλους τους κριτικούς.

Ποτέ δε μου το συγχωρέσανε οι συνάδελφοί τους. Μήπως θέλεις ένα αυτόγραφο;

- Ασφαλώς! Για φαντάσου! Ούτε που υποψιάστηκα ότι δεν είσαι η γιαγιά μου! Εσύ, παιδί μου, με έναν καλό σκηνοθέτη θα μπορούσες να σαρώσεις όλα τα Όσκαρ.
(απόσπασμα από την «Κοκκινομπλουτζινίτσα»)

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

11.11.17

ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΧΑΣΙΩΤΗ ΣΤΟ ΚΟΡΩΠΙ ΚΥΠΡΟΥ 14

Μια χήρα πούλαγε κρασί
και μας δανείζει στάρι
Μες στο κρασί ρίχνει νερό
στο στάρι ρίχνει βρώμη
Γιατί χήρα γιατί νερώνεις το κρασί
στο στάρι ρίχνεις βρώμη;
Έχω κόρη για παντρειά
θέλει να κάνει προίκα.

https://www.youtube.com/watch?v=QDUpJYTU620
Φίλες και φίλοι καλησπέρα σήμερα θα σας παρουσιάσω κάτι πολύ σπάνιο, κάτι που δυστυχώς σιγά σιγά αρχίζει να σβήνει ακόμα και στις περιοχές που ήταν το σήμα κατατεθέν, μιλάω για τις περιοχές της Ανατολικής Αττικής τα γνωστά σε όλους Μεσόγεια. Με τον Φιλοκτήτη επισκέφθηκα την κόρη της χήρας που πούλαγε κρασί και την ρώτησα αν όντως αληθεύει πως η μητέρα της ήταν αυτή που αναφέρει το γνωστό τραγούδι. Η πάντα χαμογελαστή κ. Παναγιώτα αφού μας πρόσφερε να δοκιμάσουμε λευκό, ροζέ, και κόκκινο μας είπε πως η μητέρα της δεν ήταν δυνατόν να νερώσει το κρασί γιατί όταν λέμε κρασί εννοούμε νερωμένο οίνο, νερό έριχνε στον οίνο προκειμένου να τον κάνει κρασί!!!!!! Πάντα βέβαια την ποσότητα που έπρεπε και την περίοδο που έπρεπε. Αμέσως μετά μας ξενάγησε στο καταπληκτικό οινοποιείο, μείναμε κατενθουσιασμένοι από την καθαριότητα του χώρου, την περιποίηση των βαρελιών, την καλοσύνη και την ευγένεια της κ. Παναγιώτας και κυρίως για την ονοματοδοσία των βαρελιών. Τα βαρέλια ήταν σαν μπαλαρίνες των μπολσό'ι', ήταν έτοιμα να λάβουν μέρος στον χορό προς τιμήν του Διόνυσου. Τον χορό έσερναν οι 9 Μούσες με τον Βάκχο να κρατάει τη Λύρα και τον Αυλό, ακολουθούσαν Θεοί, και Ήρωες. Άραγε η κόρη της κ, Παναγιώτας η οποία έχει σπουδάσει οινολόγος θα συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνουν οι γονείς της; Θα συνεχίσει να το κάνει με τον ίδιο ζήλο; Από καρδιάς της το ευχόμαστε γιατί όταν αυτοί οι χώροι σβήνουν χάνονται και οι μνήμες του τόπου. Φίλες και φίλοι προτιμάτε αυτά τα οικογενειακά οινοποιεία όπου τα βρίσκετε ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν. Το συγκεκριμένο οινοποιείο βρίσκεται στην οδό ΚΥΠΡΟΥ 14 στο ΚΟΡΩΠΙ. Θαυμάστε τώρα τις φωτογραφίες με τα βαρέλια-μπαλαρίνες. Σας χαιρετώ. Με σεβασμό και Επικούρεια-Διονυσιακή διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.









Η κ. Παναγιώτα επί το έργον.















Η επιμέλεια της ανάρτησης έγινε από τον Πεπέ, τις φωτογραφίες πήρε ο Fuji Tomo Kazu. Στην υγειά σας βρε παιδιά.

8.11.17

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΜΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Γιατρέ Τάσο Λειβαδίτη σ' ευχαριστώ που μου μίλησες γι' αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο.

Άρθρο ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ (Από την εφημερίδα «ΑΠΟΦΑΣΗ» 11/6/2005)
:Κριτική για το βιβλίο του Παναγιώτη Στάμου «Ενδοχώρα της ανάγκης», εκδ. Γαβριηλίδης 2004, σσ. 84Του Σαράντου Ι. Καργάκου
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν μελετητή της λογοτεχνίας από το να ανακαλύπτει μια σχεδόν άγνωστη φωνή, μια σχεδόν άγνωστη γραφίδα. Πόσοι γνωρίζουν τον ποιητή Παναγιώτη Στάμο; Δυστυχώς, στην Ελλάδα του πολιτισμού και με πρωθυπουργό στο υπουργείο Πολιτισμού στο χώρο των γραμμάτων προωθούνται φρόκαλα. Κι όμως, τολμώ να πω ότι ο κ. Παν. Στάμος είναι από τις πιο σφριγηλές μορφές της λογοτεχνίας μας. Δεν είναι ότι ξέρει να πει (ο άνθρωπος ξέρει γράμματα, πολλά γράμματα) αυτό που θέλει να πει. Το σημαντικό είναι πως έχει κάτι να πει. Και σ’ αυτό το «κάτι» ενοικούν πολλά.
Προ πολλών ετών, το 1983, είχα διαβάσει ένα μικρό βιβλίο του με τίτλο «Λόγος ανθηρός χειρονομηθείς». Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ ολοκλήρωνε την καταστροφή του γλωσσικού μας οικοδομήματος που άρχισε η Ν.Δ. Εκτίμησα τη λεξιτεχνία, τη φραστική δεξιοτεχνία του συγγραφέα, τη λεπτή και καυστική του ειρωνεία.

Έκτοτε δεν είδα άλλα δείγματα γραφής. Και ξαφνικά, στην πανέμορφη Λιβαδειά, στο βιβλιοπωλείο του Νίκου Λαμπρόπουλου, που είναι άντρο φιλοξενίας, έπεσαν στα χέρια μου τρεις ποιητικές συλλογές. Με την ανάγνωση των πρώτων στίχων ένιωσα ότι έπεσα σε ποιητικό μεταλλείο χρυσού. Μια δεύτερη ανάγνωση έφερε στη μνήμη μου τον τεχνίτη που το 1983 χρησιμοποιούσε τη γλώσσα όπως ο επιδέξιος ξιφομάχος το ξίφος. «Αδήλων όψις» (από τις εκδόσεις «Λωτός» η μία συλλογή που κυκλοφορήθηκε το 1993). Δυο φράσεις για πρώτη γεύση: «Ιδού η απάντηση: γιατί δεν προοδεύουν τα όνειρα;» Και να το θέσω κι εγώ σαν ερώτημα: «Η πρόοδος είναι προϊόν δειλίας» και «Ο άνθρωπος προχωρεί επειδή δεν χωράει πουθενά». Ο λόγος της συλλογής αυτής είναι βέβαια πεζός, αλλά υποδορίως ποιητικός. Είναι στοχασμοί ενός ποιητή που καταγράφονται υπό μορφή πεζού κειμένου.
Η δεύτερη συλλογή, του 1998, βγαλμένη πάλι από τον «Λωτό» είναι περισσότερο ποιητική, αλλά κεραυνοβολική: «Το ελληνικόν μέτρον είναι το πένθος του λόγου» (σ. 65), «Η λευκή Χιροσίμα δεν μπορεί ούτε καν να δακρύσει» (σ. 40), «Κληρονόμος της στιγμής η αιωνιότητα», «Όταν βελάζει το αρνί / ο Θεός έχει γενέθλια / αμφιτρύων ο Λύκος»!
Η τρίτη συλλογή, τυπωμένη κι αυτή στο πολυτονικό όπως κι οι άλλες, η «Ενδοχώρα της ανάγκης», είναι ευρείας εμβελείας ποιητική σύνθεση, χωρίς να λείπουν οι μεμονωμένοι καταπελτικοί, καταπληκτικοί στίχοι. Ένα δείγμα: «Αγαπάτε καταλλήλους»! Στη συλλογή αυτή ο Παναγιώτης Στάμος, χάρη στην καλλιτεχνική ευαισθησία που διακρίνει τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, εκμεταλλεύεται όλη την τεχνική της τυπογραφίας, τα κενά, τα χάσματα, τα αραιώματα, για να δώσει αναγνωστικά και οπτικά το ποιητικό του απόθεμα, που αναβλύζει από μέσα του πλούσιο σε αισθήματα, νοήματα, φραστικά σχήματα: «σαν παλίμψηστη πληγή / στην αραχνιασμένη μυλόπετρα της προσδοκίας» (σ. 26). Η βαθιά αρχαιομάθεια βοηθά τον Στάμο όχι να πάει στο χθες, αλλά να στέκεται στο σήμερα και να συλλαμβάνει προβλήματα που θα ζήσουμε αύριο: «Βραδιάζει ο πόνος» (σ. 68). Και το βιβλίο κλείνει με μια σαγήνη που δεν οφείλεται στο λεκτικό παιχνίδι. Πρόκειται για την ενδοχώρα της ανάγκης: «Για τα λίγα ψίχουλα της άσπρης μέρας» (σ. 81).

Ο Παναγιώτης Δ. Στάμος γεννήθηκε στον Ελικώνα Βοιωτίας το 1939, πρωτότοκος γιος του Δήμου και της Τριαναταφυλλιάς. Εκεί, στο Ζερίκι, έμαθε τα πρώτα του γράμματα, ενώ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, το 1946, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Λιβαδειά, όπου και τέλειωσε το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων.

Μετά από 5 χρόνια αποφοίτησης από το Γυμνάσιο, το 1961, έδωσε εξετάσεις και πέρασε με άνεση στη Νομική Σχολή Αθηνών, από την οποία μετά από δύο χρόνια μετεπήδησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε το 1970. Για λόγους βιοπορισμού, στη διάρκεια της φοίτησης, πολλές φορές αναγκάστηκε να εργαστεί στη Γερμανία. Εργάστηκε για ενάμισυ χρόνο στο Βούπερταλ της Γερμανίας, και αφού επέστρεψε εξέτισε το στρατιωτικό του.

Το 1971 προσλήφθηκε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, όπου για 30 χρόνια διετέλεσε Καθηγητής, Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης.

Το 1983 πρωτοδημοσίευσε το πεζό "Λόγος ανθηρός χειρονομηθείς". Μετά από 8χρονη απουσία του από τον εκδοτικό χώρο, επανεμφανίζεται το 1991 με τη ποιητική του συλλογή "Κυοφορία Σιωπής", και έκτοτε μέχρι και το 2009 συνεχίζει να κάνει αισθητή τη συγγραφική του παρουσία.