Ούλριχ Ζβίγγλιος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το 1518 ο Ζβίγγλιος έγινε εφημέριος στην ενορία Γκροσμύνστερ στη Ζυρίχη, όπου άρχισε να κηρύσσει τις ιδέες του για τη μεταρρύθμιση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στην πρώτη δημόσια ομιλία του, το 1522, επιτέθηκε κατά της νηστείας της Τεσσαρακοστής. Στις δημοσιεύσεις του σημείωνε τη διαφθορά στην εκκλησιαστική ιεραρχία, υποστήριζε ότι οι κληρικοί έπρεπε να νυμφεύονται και καταδίκαζε την προσκύνηση των εικόνων στους χώρους λατρείας. Το 1524 μετέβαλε την πίστη του για τον Μυστικό Δείπνο, μετά από ένα όνειρό του, όπως ισχυρίσθηκε, και το επόμενο έτος εισήγαγε μία νέα ακολουθία κοινωνίας προς αντικατάσταση της Θείας Λειτουργίας. Από την άλλη πλευρά, ο Ζβίγγλιος συγκρούσθηκε και με τους Αναβαπτιστές, κάτι που οδήγησε στη δίωξή τους.
Η Μεταρρύθμιση εξαπλώθηκε σε άλλα μέρη της Ελβετίας, αλλά αρκετά καντόνια αντιστάθηκαν σε αυτή, προτιμώντας να παραμείνουν ρωμαιοκαθολικά. Ο Ζβίγγλιος συγκρότησε μία συμμαχία των «μεταρρυθμισμένων» καντονίων, η οποία επέφερε τη διαίρεση της Συνομοσπονδίας σε θρησκευτική βάση. Το 1529 ένας πόλεμος ανάμεσα στις δύο πλευρές αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Στο μεταξύ, οι ιδέες του Ζβίγγλιου έγιναν γνωστές στον Λούθηρο και άλλους μεταρρυθμιστές. Συναντήθηκαν στη λεγόμενη «Συνάντηση του Μαρβούργου» τον Οκτώβριο του 1529 και, παρότι συμφώνησαν σε πολλά δογματικά σημεία, δεν μπόρεσαν να φθάσουν σε ομοφωνία πάνω στο θέμα της πραγματικής ή όχι παρουσίας του Χριστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Το 1531 η συμμαχία του Ζβίγγλιου εφάρμοσε έναν αποτυχημένο αποκλεισμό τροφοδοσίας στα ρωμαιοκαθολικά καντόνια, τα οποία απάντησαν με μία αντεπίθεση σε ώρα που η Ζυρίχη ήταν απροετοίμαστη. Ο Ζβίγγλιος σκοτώθηκε στη μάχη σε ηλικία 47 ετών. Οι απόψεις του συνεχίζουν να επιβιώνουν σήμερα στις καλβινιστικές ομολογίες.
Η Λουθηρανική
Μεταρρύθμιση ξεκίνησε με την αντίδραση
ενάντια σ’ ένα απ’ τα πιο αποτελεσματικά
μέσα μεταφοράς χρημάτων απ’ τη Γερμανία
στην Ιταλία - το εμπόριο με τα συγχωροχάρτια.
Η δράση του Ζβίγγλιου στην κατεύθυνση
της μεταρρύθμισης (στην αρχή ως πάστορας
στο Glarus απ’ το 1506 ως το
1516, κατόπιν ως εφημέριος στο Einsiedlen
απ’ το 1516 ως το 1519 και τέλος ως πάστορας
στη Ζυρίχη) άρχισε με τον αγώνα ενάντια
στον τρόπο με τον οποίο τα χρήματα της
Παποσύνης εισάγονταν στην Ελβετία, δηλ.
τη μισθοφορική πολεμική υπηρεσία. Ο
Λούθηρος ξεκίνησε σαν θεολόγος, ο
Ζβίγγλιος σαν πολιτικός, οι πρώτες
επιθέσεις του οποίου δεν κατευθύνονταν
ενάντια στα Καθολικά δόγματα αλλά
ενάντια στις γειτονικές δυναστείες των
Βαλουά (στμ:59) και των Αψβούργων. Το
1519 έχαιρε ακόμα τόσο της εύνοιας του
Βατικανού που όταν έπεσε άρρωστος απ’
την πανώλη, ο Παπικός λεγάτος έσπευσε
να του στείλει τον προσωπικό του γιατρό.
Η σύγκρουση σ’ αυτή τη χώρα με την
κοσμική εξουσία του Πάπα δε μετατράπηκε
σε σύγκρουση με τον Καθολικισμό, παρά
μόνον όταν το κύμα της Γερμανικής
Μεταρρύθμισης έφτασε στην Ελβετία
(1522). Αμέσως μόλις όμως οι πολίτες της
Ζυρίχης μπήκαν σ’ αυτόν το δρόμο,
προχώρησαν ορμητικά μπροστά χωρίς να
συναντήσουν κάποιο σοβαρό εμπόδιο.
Μολονότι ο Ζβίγγλιος
υπερτερούσε του Λούθηρου σε διορατικότητα
και συγκρότηση, το κίνημα της Ζβιγγλιανής
Μεταρρύθμισης ακολούθησε παρ’ όλ’
αυτά, κατά μια άποψη, την ίδια κατεύθυνση
με τ’ αντίστοιχο του Λούθηρου. Όπως και
το τελευταίο, αναλώθηκε στο ξεκίνημά
του σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί
συνεργασία μεταξύ όλων των τάξεων που
ήταν δυσαρεστημένες με τις υπάρχουσες
εκκλησιαστικές συνθήκες. Όμως στην
περίπτωση του Ζβίγγλιου όπως και σ’
αυτή του Λούθηρου, τον κοινό αγώνα
ακολούθησε η ρήξη. Το κάθε κομμάτι ή
τάξη που αποτελούσε τη συμμαχία κοίταζε
να επωφεληθεί απ’ τη νίκη για να
εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα,
σύμφωνα πάντα με τις δικές του ιδιαίτερες
απόψεις. Ο ηγέτης του κινήματος, ο
μεταρρυθμιστής που απολάμβανε ως τώρα
την υποστήριξη όλων των τάξεων, ήταν
πλέον αναγκασμένος να παίρνει αποφάσεις
που ευνοούσαν κάποιες απ’ αυτές,
δυσαρεστώντας τις άλλες, κι επιπλέον
έπρεπε να στραφεί ενάντια σε μια μερίδα
των πρώην συνεργατών του. Αυτό αποτελεί
μια ιδιορρυθμία όλων των επαναστατικών
κινημάτων που σχηματίζονται απ’ τη
συνεργασία διαφορετικών τάξεων μ’
αντιτιθέμενα συμφέροντα. Όταν ξεκίνησε
η σύγκρουση με την επίσημη Εκκλησία στη
Ζυρίχη, αυτοί που συμμετείχαν στις
κομμουνιστικές σέχτες θεώρησαν ότι δεν
ήταν πια αναγκαίο να παραμένουν υπό
καθεστώς αυστηρής μυστικότητας. Νωρίς
την άνοιξη του 1522 περιήλθε σε γνώση των
Αρχών η ύπαρξη μιας “αιρετικής σχολής”
στην πόλη, μιας οργάνωσης στην οποία ο
βιβλιοπώλης Andreas auf
der Stulzen (που
ανήκε στον κύκλο της Βασιλείας) δρούσε
ως δάσκαλος. Η ομάδα αυτή δεν είχε ακόμα
κηρυχτεί παράνομη, αντιθέτως συναντούμε
τα μέλη της να διατηρούν φιλικές σχέσεις
με τον Ζβίγγλιο.
Στα τέλη του
φθινοπώρου του 1522, ο Conrad
Grebel επέστρεψε απ’ τη
Βασιλεία στη Ζυρίχη κι αμέσως προσχώρησε
στην “αιρετική σχολή”. Ανεξάρτητος
και πλούσιος απ’ τα νεανικά του χρόνια,
είχε σπουδάσει στη Βιέννη και στο Παρίσι,
αποκτώντας τη φήμη του πολυμαθούς,
έχοντας όμως αποκομίσει και σοβαρά
προβλήματα υγείας ως συνέπεια των
ακολασιών της φοιτητικής του ζωής.
Με την επιστροφή
του στην πατρίδα του Ζυρίχη, αφιερώθηκε
μ’ ενθουσιασμό στο σκοπό του Εκκλησιαστικού
κινήματος κι έγινε ένας εκ των Αδελφών
(Brethren) παρ’ ότι συνέχισε
να διατηρεί τις καλύτερες των σχέσεων
με τον Ζβίγγλιο.
Ακολουθήθηκε από
αρκετούς συντρόφους του που προέρχονταν
απ’ τον κύκλο της Βασιλείας, οι οποίοι
θεωρούσαν τη Ζυρίχη ευνοϊκότερο πεδίο
για τις δραστηριότητές τους. Ο Wilhelm
Reublin παράτησε τη ζωή του
στη Βασιλεία κι αποδέχτηκε μια καινούργια
στο Wietikon. Ο Simon
Stumpf έγινε πάστορας στο
Hogg, κοντά στη Ζυρίχη κι ο
Ludwig Hatzer,
ένας μορφωμένος νεαρός ιερέας απ’ το
Thurgau που επίσης είχε
περάσει απ’ τη Βασιλεία, εγκαταστάθηκε
στη Ζυρίχη το 1523.
Οι σύντροφοι που
κατ’ αυτόν τον τρόπο συνέρρεαν από
μακρυά, ενώθηκαν μ’ ένα μεγάλο αριθμό
προσήλυτων απ’ την ίδια την πόλη. Ανάμεσά
τους, αυτός που ξεχώριζε ήταν ο Felix
Manz, ένας φιλόλογος που
μαζί με τον Grebel βρέθηκαν
σύντομα στην εμπροσθοφυλακή των
“Πνευματικών” (“Spirituals”),
όπως αρχικά καλούνταν οι Αδελφοί της
Ζυρίχης.
Οι Αδελφοί απαιτούσαν
την κατάργηση των Εκκλησιαστικών
φόρων-εισφορών και της δεκάτης, ένα βήμα
στ’ οποίο συνηγορούσε ανοιχτά κι ο
ίδιος ο Ζβίγγλιος. Στις 22 Ιούνη του 1523,
το Μεγάλο Συμβούλιο της πόλης τάχτηκε
κατηγορηματικά ενάντια στην ιδέα για
την κατάργηση της δεκάτης υπέρ της
Εκκλησίας. Ο Ζβίγγλιος προφανώς κατάλαβε
απ’ αυτό που πήγαινε το πράγμα, γι’
αυτό και τρεις μέρες αργότερα σ’ ένα
λόγο που εκφώνησε στον καθεδρικό της
πόλης, τάχτηκε με την πλευρά του
Συμβουλίου. Αυτό έδειξε πως σκόπευε να
διακόψει τις σχέσεις με τους Αδελφούς.
Εν τω μεταξύ, αυτό
δεν έκανε τους Αδελφούς να υποχωρήσουν.
Κάλεσαν τον Ζβίγγλιο να οργανώσει την
Εκκλησία με τέτοιο τρόπο ώστε να την
καταστήσει ανεξάρτητη απ’ το Κράτος.
Σαν απάντηση ήρθε η σύσταση της Κρατικής
Εκκλησίας το φθινόπωρο και η απόφαση
που όριζε πως όλες οι Εκκλησιαστικές
υποθέσεις θα έπρεπε στο μέλλον να
ρυθμίζονται απ’ το Μεγάλο Συμβούλιο,
δηλ. τις κυβερνώσες τάξεις.
Αυτή η εξέλιξη
ήταν μεγάλο χτύπημα για τους “Πνευματικούς”
που δεν είχαν ξεκινήσει τον αγώνα ενάντια
στην Παπική Εκκλησία απλώς και μόνο για
να εγκαταστήσουν ένα πειθήνιο όργανο
εξουσίας στα χέρια των πλουσίων. Η
σύγκρουσή τους με τον Ζβίγγλιο έγινε
τώρα οξύτατη αλλά ενώ οι “Πνευματικοί”
πολεμούσαν μόνο με το λόγο, ο Ζβίγγλιος
διέθετε όλη την Κρατική εξουσία στη
διάθεσή του κι έκανε ευρεία χρήση αυτής.
Απ’ τα τέλη του 1523, οι Αδελφοί άρχισαν
να συλλαμβάνονται και να εξορίζονται,
με τον Simon Stumpf
να περιλαμβάνεται ανάμεσα στα πρώτα
θύματα, το Δεκέμβρη.
Οι διώξεις όμως
δεν πτόησαν τους Αδελφούς. Αντιθέτως
αύξησαν το ζήλο τους και τους έκαναν να
δεθούν ακόμα περισσότερο μεταξύ τους.
Η σέχτα διευρύνθηκε ραγδαία τόσο στην
πόλη όσο και στην ύπαιθρο, καθώς οι
εξόριστοι μετέφεραν τις ιδέες τους στα
γειτονικά καντόνια όπου σύντομα απέκτησαν
οπαδούς. Ταυτόχρονα όμως άρχισαν να
ξεκόβουν ολοένα και περισσότερο απ’
την ευρύτερη μάζα του πληθυσμού και η
κατάργηση του νηπιοβαπτισμού αναδείχθηκε
βαθμιαία στο χαρακτηριστικότερο σημείο
των πεποιθήσεών τους.
Έτσι είχε η κατάσταση
των πραγμάτων στις αρχές του έτους 1525.