Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.2.16

Αιδώς: Η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών. Αφιερωμένο στους σημερινούς κυβερνώντες

Αιδώς: Η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών.

Στην ελληνική αρχαιότητα εννοούσαν την αιδώ ως προσωποποιημένη θεότητα, αλλά και ως συναίσθημα, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Η αιδώς είναι για τους αρχαίους μια έννοια σύνθετη, της οποίας το σημασιολογικό περιεχόμενο δεν μπορεί να αποδοθεί στα νέα ελληνικά με μια λέξη, είναι η ηθικότητα, η ηθική συνείδηση, ο σεβασμός στους άγραφους νόμους, το φιλότιμο, ο αυτοσεβασμός. ...

Γενικά εκφράζει το συναίσθημα της ντροπής την οποία νιώθει ο άνθρωπος για κάθε πράξη του που αντιβαίνει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού του περιβάλλοντος . Αυτή η ντροπή πλησιάζει περισσότερο προς την έννοια του σεβασμού και της σεμνότητας και δεν έχει σχέση με τις ενοχές και τις τύψεις
Η θετική ανταπόκριση στις κρίσεις των άλλων εκφράζεται με τη λέξη αιδώς, στην οποία αντιστοιχεί η νεοελληνική ντροπή, ενώ η πράξη που απορρέει από την αιδώ δηλώνεται με το ρήμα αἰδέομαι: «ντρέπομαι, τιμώ κάποιον, τον σέβομαι ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς για ασθενείς ομάδες πληθυσμού, νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες» ή κατά μία άλλη ερμηνεία προέρχεται από το ρήμα «αίθω», «καίω», είναι δηλαδή μια εσωτερική φλόγα που κάποτε φανερώνεται και στο πρόσωπο σαν κοκκίνισμα.
Η αιδώς έχει αποτρεπτικό κατά βάση χαρακτήρα. Ωστόσο, η λειτουργία της αιδούς δεν είναι μόνο αποτρεπτική αλλά και έμμεσα προτρεπτική, υποδεικνύοντας την εκτέλεση μιας εναλλακτικής πράξης που είναι κοινωνικά αποδεκτή.
Κατά τον Αριστοτέλη η ΑΙΔΩΣ δεν ανήκει στις ΑΡΕΤΕΣ, αλλά στα ΠΑΘΗ.
Η Αρετή κατ’ αυτόν, είναι ενεργητική ιδιότης της ψυχής. Η Αιδώς όμως είναι παθητική διάθεση της ψυχής, αξία επαίνου, κατέχει θέση ντροπαλότητας, όταν ο άνθρωπος τρέμει μη παρεξηγηθεί.
 Και ο Πλάτωνας στο έργο του αναφέρει δύο σχετικούς με την αιδώ μύθους. Στον Πρωταγόρα αναφέρει ότι ο Ζευς , όταν θέλησε να προλάβει την εξόντωση του ανθρωπίνου γένους, η οποία επέκειτο να γίνει, έστειλε τον Ερμή να εμφυτεύσει στις ψυχές των ανθρώπων την Αιδώ και την Δίκη.
 Στους Νόμους  γράφει, πως ο Κρόνος κατά την περίοδο του χρυσού γένους των ανθρώπων  έβαλε επόπτες των ανθρώπων τους Δαίμονες, για να εξασφαλίσει την «Ειρήνη, αιδώ, ευνομίαν, και αφθονίαν δίκης».
Στον Όμηρο και τον Ησίοδο παρουσιάζεται ως θεότητα. Ήταν μια από τις Ώρες και μητέρα της ήταν η Θέμις και αδερφές της η Ευνομία, η Δίκη, η Ειρήνη και η Νέμεση. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός της Αθηνάς και σύνεδρος του Δία.
 Η Αιδώς λατρευόταν σ` ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Στην Αθήνα, στην αγορά της Ακρόπολης, υπήρχε βωμός της και έξω από τη Σπάρτη βρισκόταν το άγαλμά της. Σύμφωνα με τη μυθολογία το έστησε εκεί ο Ικάριος, ο πατέρας της Πηνελόπης, γιατί η κόρη του σκέπασε σ` εκείνο το σημείο το πρόσωπό της από ντροπή, επειδή προτίμησε να φύγει από κοντά του, ακολουθώντας τον άνδρα της Οδυσσέα. Μετά τον γάμο του ζεύγους, ο Ικάριος ικέτευε την κόρη του να μείνει με τον άντρα της στη Σπάρτη, αλλά ο τελευταίος της ζήτησε να διαλέξει ανάμεσα στον πατέρα της και σε εκείνον, που θα έφευγε για την Ιθάκη. Η αιδώς ήταν η προσωποποίηση του αισθήματος που ένιωσε η ΠηνελόπηΗ έκφραση αυτή εντοπίζεται σε παραινετικά κυρίως συμφραζόμενα της Ιλιάδας και διατυπώνεται με σκοπό να δημιουργήσει στους πολεμιστές το αίσθημα ότι θα μπορούσαν να στιγματιστούν δημόσια, αν υποχωρήσουν και δεν παραμείνουν πολεμώντας στο πεδίο της μάχης. Επειδή οι ήρωες είναι πάνω απ᾽ όλα άνθρωποι, που προτιμούν τα αγαθά της ειρήνης από τον πόλεμο, χρειάζονται στις κρίσιμες στιγμές την αιδώ, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μάχιμης περίστασης.
 Στην Ιλιάδα του Ομήρου συναντούμε τους ήρωες και των δύο στρατοπέδων, να κυριαρχείται η όλη τους μέριμνα από την αποφυγή της Ντροπής, να μην πράξουν κάτι για το οποίο θα ντρέπονται. «Γιατί τους κρατούσε η ντροπή και ο φόβος και φωνάζοντας ψύχωναν ο ένας τον άλλο, και προ παντός ο Νέστωρ ο Γερήνιος πάλι, ο φύλακας των Αχαιών... είπε: Φίλοι μου, φανείτε γενναίοι και ντραπείτε τους άλλους» (Ιλιάδα Ραψ. Ο. 657).
Σε άλλο σημείο της Ιλιάδας (Θ΄ 146) ο Νέστωρ υποδεικνύει στον Διομήδη ν’ αποφύγει εκείνη τη στιγμή τον Έκτορα, γιατί όλα έδειχναν την θεϊκή υποστήριξη προς αυτόν. Και ο γενναίος Διομήδης μόνο στην ιδέα να χαρακτηρισθεί δειλός, τον πιάνει κρύος ιδρώτας της Αιδούς!
{Καλύτερα να με σκεπάσει η γη παρά να δώσω το δικαίωμα στον Έκτορα να πει πως τον φοβήθηκα κι έφυγα}.

  Έτσι, στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδας, καθώς οι Τρώες έχουν εισορμήσει απειλητικά στο στρατόπεδο των πανικοβλημένων Αχαιών και ο Έκτορας απειλεί να κάψει τα καράβια τους, ο Αγαμέμνονας επιχειρεί να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών του επικρίνοντάς τους (Θ 228-235): 
{Ντροπή [αιδώς], Αργείοι, ρεζίληδες, ομορφονιοί! Πού πήγαν οι καυχησιές σας, όταν λέγαμε πως είμαστε πολύ γενναίοι, αυτές που διαλαλούσατε στη Λήμνο, καυχησιάρηδες, την ώρα που τρώγατε κρέατα πολλά βοδιών που έχουν κέρατα ολόρθα, και πίνατε κρατήρες γεμάτους ως επάνω από κρασί, πως ο καθένας σας στον πόλεμο θα σταθεί αντίκρυ σε εκατό και διακόσιους Τρώες. Τώρα δεν μπορούμε να τα βάλουμε ούτε με έναν, τον Έκτορα, που γρήγορα θα κάψει τα καράβια μας με καυτερή φωτιά.}
Ο Αίας ο Τελαμώνιος απευθυνόμενος στους Αχαιούς λέει:
«Αγαπητοί μου, φανείτε άνδρες και βάλτε την ντροπή μέσα σας, κι ας ντρέπεστε ο ένας τον άλλον στις σκληρές μάχες. Και μεταξύ των ανδρών που νοιώθουν ντροπή, οι περισσότεροι είναι ζωντανοί παρά σκοτωμένοι, όταν όμως φεύγουν, ούτε δόξα ξεφυτρώνει γι’ αυτούς ούτε καμία προστασία».



Εξ άλλου αυτός ο πόλεμος ο Τρωικός ως αιτία είχε και αφορμή την Αιδώ όλων των Αχαιών λόγω της προσβλητικής συμπεριφοράς του Τρώα πρίγκηπα Πάρη.
Στην έκτη ραψωδία της Ιλιάδας ο Έκτορας, υποκινούμενος από το αίσθημα της αιδούς, αρνείται να υπακούσει στις φρόνιμες συμβουλές της γυναίκας του Ανδρομάχης, που τον προτρέπει (Ζ 407-439), στο όνομα του παιδιού τους και της συζυγικής τους σχέσης, να μην αντιμετωπίσει τους Αχαιούς και τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας αλλά μέσα, πάνω στις επάλξεις του κάστρου μαζί με τους συμπολεμιστές του. Όμως, για τον Έκτορα η υπεράσπιση της πόλης του σημαίνει να θυσιαστεί πολεμώντας γενναία στην εμπροσθοφυλακή της μάχης, έξω από τα τείχη της Τροίας, γιατί μόνον έτσι θα κερδίσει μεγάλη δόξα  Ο Έκτορας, κατανοώντας τον πόνο της γυναίκας του, υποστηρίζει κατ᾽ αρχάς ότι το συναίσθημα της αιδούς απέναντι στον λαό του, ο οποίος θα μπορούσε να τον θεωρήσει δειλό (κακόν), τον υποχρεώνει να μην υπακούσει στα λόγια της .Όλα τ᾽ άλλα, λέει στη γυναίκα του, είναι για τους κακούς (Ζ 441-446): 
{Κι εγώ, γυναίκα, τα συλλογίζομαι όλα τούτα, μα ντρέπομαι [αἰδέομαι] φοβερά τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες με τα συρτά φορέματα, να γυρέψω να φύγω μακριά από τον πόλεμο σαν δειλός, Ούτε η ψυχή μου το λέει, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος και να πολεμώ πάντα μέσα στους πρώτους ανάμεσα στους Τρώες, κερδίζοντας μεγάλη δόξα για τον πατέρα μου και για μένα τον ίδιο.}


Η απουσία της αιδούς συνεπάγεται τη δικαιολογημένη αποδοκιμασία των άλλων, που παίρνει συχνά τη μορφή του θυμού ή της αγανάκτησης και δηλώνεται ως νέμεσις. Η ρηματική ενέργεια της νεμέσεως δηλώνεται με το ρήμα νεμεσσάω< οργίζομαι, θυμώνω>. Ενώ η αιδώς αποτρέπει κατά κύριο λόγο κάποιον από το να ενεργήσει ανάρμοστα σε μια συγκεκριμένη περίσταση, η νέμεσις τον παροτρύνει να προσβάλει όσους στερούνται την αιδώ. Όταν, αντίθετα, κάποιος αισθάνεται ότι με τις ανάρμοστες πράξεις του ενδέχεται να υποκινήσει την οργή (τη νέμεσιν) των άλλων προς το πρόσωπό του, τότε διαθέτει αξιοπρέπεια, φιλότιμο, αιδώ. Έτσι, η νέμεσις των άλλων προκαλεί την αιδώ.
Η σχέση αιδούς και νεμέσεως είναι συμπληρωματική, γι᾽ αυτό και συχνά στο έπος εμφανίζονται μαζί. 

Ο Ποσειδώνας, όπως προηγουμένως ο Αγαμέμνονας, επιχειρεί να δώσει κουράγιο στους πανικοβλημένους Αχαιούς, καλώντας τους να συναισθανθούν αιδώ και νέμεση (Ν 121-124):
{Μόνο βάλτε καθένας σας ντροπή [αιδώ] και φιλότιμο [νέμεση] μέσα σας, γιατί μεγάλη μάχη έχει σηκωθεί κιόλας. Ο βροντόφωνος Έκτορας πολεμά τώρα πια κοντά στα καράβια μας, όλος δύναμη, και έσπασε πόρτες και το μεγάλο σύρτη. }
Το νεοελληνικό «φιλότιμο» στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι οι πολεμιστές οφείλουν στις κρίσιμες στιγμές να συναισθάνονται ότι θα κατηγορηθούν δειλοί, αν δεν ανταποκριθούν στις επιταγές της μάχης. Εξάλλου, τη νέμεση των συμπολεμιστών του φοβάται σε μια στιγμή αδυναμίας ο Μενέλαος, όταν, πάνω από το σώμα του νεκρού Πάτροκλου και υπό την άμεση απειλή του Έκτορα, διχάζεται ανάμεσα σε δύο επιλογές (Ρ 91-95):
{Αλίμονο σε μένα, αν αφήσω τα όμορφα όπλα και τον Πάτροκλο, που κείτεται εδώ για τη δική μου την τιμή, φοβούμαι μήπως κανένας από τους Δαναούς, αν τύχει και με δει, θυμώσει [νεμεσήσεται] μαζί μου· αν όμως πάλι, έτσι μόνος που είμαι, πολεμήσω με τον Έκτορα και με τους Τρώες από ντροπή [αἰδεσθείς], μήπως με περικυκλώσουν εμένα τον ένα πολλοί.}
Ο ήρωας καλείται στην προκειμένη περίπτωση να διαλέξει ένα από τα δύο: ή να εγκαταλείψει τα όπλα και το σώμα του Πάτροκλου κινδυνεύοντας να δεχθεί την οργή των συμπολεμιστών του (τη νέμεση)· ή από ντροπή προς τους Αχαιούς (αἰδεσθείς) να μείνει στο πεδίο της μάχης, με κίνδυνο όμως να χάσει τη ζωή του. Η αιδώς κατά κάποιον τρόπο επιδιώκει να ματαιώσει τη νέμεση, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι απόλυτα δικαιολογημένη, εφόσον ο νεκρός Πάτροκλος θυσιάστηκε για την τιμή του Μενελάου

Επομένως, η αιδώς δεν αποτελεί μόνο κίνητρο για να εμπλακεί ο πολεμιστής στη μάχη, αλλά είναι και αφορμή υπεράσπισης της τιμής των φίλων του. 
Επειδή η αιδώς μέσω της νεμέσεως λειτουργεί ανασταλτικά στην ανεξέλεγκτη δράση, συνδυάζεται συχνά με αισθήματα, όπως είναι: η έκπληξη, ο θαυμασμός, ο σεβασμός που εμπνέει τον φόβο προς κάποιον ανώτερο, η συμπάθεια ή ο οίκτος, και ο έλεος, κυρίως προς τους «ξένους» και τους ικέτες, που βρίσκονται σε ανίσχυρη θέση και χρειάζονται βοήθεια.
Η αιδώς αποτρέπει τον ισχυρό (οικοδεσπότη ή ικετευόμενο) από το να βλάψει τον ανυπεράσπιστο (ξένο ή ικέτη του)· διαφορετικά ενδέχεται η αφιλόξενη ή ανελέητη συμπεριφορά του να αποκαλυφθεί δημόσια, υποκινώντας την εκδίκηση των θεών. Ο ικέτης από την άλλη μεριά, προκαλεί τον δυνατό να θεωρήσει, συνειδητοποιώντας την αξιοθρήνητη κατάσταση του άλλου (ξένου ή ικέτη), ότι τα ξένα βάσανα θα μπορούσαν να αφορούν και δικούς του, ή να γίνουν και δικά του.
Έτσι, αιδώς και έλεος, στα συμφραζόμενα της ξενίας ή/και της ικεσίας, συνιστούν αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο - σχέση που, με τα παρεπόμενα ενδεχόμενα της προσφοράς φαγητού, των δώρων/λύτρων και του ύπνου, αποτελεί μια μορφή φιλότητος.
Στον πόλεμο της Ιλιάδας όλες οι ικετευτικές εκκλήσεις για αιδώ και έλεος των ανυπεράσπιστων ικετών αντιπάλων (που ανήκουν όλοι στην παράταξη των Τρώων) απορρίπτονται, μαζί με τα προσφερόμενα άποινα, από τους ικετευόμενους, οι οποίοι εξοντώνουν τα ανυπεράσπιστα θύματά τους με ανελέητο τρόπο. 
Στην αρχή του έπους, ενώ όλοι οι Αχαιοί ζητούν από τον Αγαμέμνονα να σεβαστεί (αἰδεῖσθαι, Α 23) τον γέροντα ιερέα Χρύση και τα αμέτρητα λύτρα που προσφέρει για να πάρει πίσω την κόρη του, ο βασιλιάς των Αχαιών διώχνει τον σεβάσμιο γέροντα ικέτη απειλώντας τον με θάνατο.
Στον επίλογο της Ιλιάδας το προηγούμενο αρνητικό σκηνικό αντιστρέφεται. Εξάλλου, η απώλεια της αιδούς και του ελέους εκ μέρους του Αχιλλέα υποκινεί τη λύτρωση του ατιμασμένου νεκρού Έκτορα. Πρώτα ο Απόλλωνας, διαμαρτυρόμενος στους ολυμπίους, κατηγορεί τον Αχιλλέα για τον «αναιδή» και ανελέητο τρόπο με τον οποίο προσβάλλει το σώμα του αντιπάλου του, λέγοντας (Ω 44-45):
{Έτσι ο Αχιλλέας την έχασε τη συμπόνια [ἔλεον] μέσα του, και ούτε νιώθει ντροπή [αἰδώς], που πολύ ζημιώνει ή ωφελεί τους ανθρώπους.}
Λίγο μετά, όταν ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα να του επιστρέψει τον μονάκριβο, νεκρό του γιο, τον καλεί να σεβαστεί τους θεούς αλλά και, φέρνοντας στη θύμησή του τον δικό του πατέρα Πηλέα, να λυπηθεί τον γέροντα βασιλιά (Ω 503-506):
{Όμως σεβάσου [αἰδεῖο] τους θεούς, Αχιλλέα· θυμήσου τον πατέρα σου και λυπήσου [ἐλέησον] εμένα· εγώ είμαι πιο αξιολύπητος [ἐλεεινότερος]· βάσταξα πράγματα, που κανένας άλλος θνητός πάνω στη γη δεν τα βάσταξε ως τώρα, να φέρω στο στόμα μου τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τα παιδιά μου.}

Γενικότερα, η αιδώς συντηρεί κάθε είδους φιλότητα (κοινωνική, ακόμη και ερωτική).
Η έλλειψη της αιδούς οδηγεί κάποιο πρόσωπο στην ύβρη αλαζονική συμπεριφορά, που, καθώς υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, προσβάλλει την τιμή των άλλων.
Η αιδώς είναι μια πολύπλευρη ηθική έννοια που νοείται ως αίσθημα ντροπής, ως αίσθημα προφύλαξης της τιμής του ατόμου μέσα από τον σεβασμό για τον εαυτό του, και ως σεβασμός προς τους άλλους ανθρώπους. Η αιδώς ήταν ένας εσωτερικός μηχανισμός που συγκρατούσε τον άνθρωπο ώστε να μην κάνει το κακό, προκαλούσε συναισθήματα φόβου και ντροπής μπροστά στην προοπτική να κάνει κάτι σε βάρος των άλλων.
Το άτομο συναισθανόμενο ντροπή για τις πράξεις του, που παρεκκλίνουν από τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, διαφυλάττει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, ενώ παράλληλα εκφράζει μέσω αυτού του αισθήματος και το σεβασμό για τους συνανθρώπους του. Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει τόσο την εκτίμηση για τη γνώμη που σχηματίζει ο άλλος άνθρωπος, όσο και την αποφυγή προσβολής ή ενόχλησης του άλλου.
Αιδώς - θα λέγαμε τελικά - είναι η ηθική συνείδηση και το ηθικό συναίσθημα, είναι η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών. 
Ένας πανάρχαιος άγραφος Νόμος των Ελλήνων, στον οποίον πειθαρχούσαν αγογγύστως όλοι εκείνοι που ένοιωθαν υπεύθυνα άτομα, υπεύθυνοι ηγέτες, άξιοι προς μίμηση.
Πηγές: Λ. Πόλκας (Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών)-Κωνσταντίνος Μάντης-Α. Μπαγιόνας-Πολύβιος Μαργιάς-Live-Pedia
ANIXNEYTHΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

Αρισταίος: Ο μέγας ευεργέτης!

Αρισταίος: Ο μέγας ευεργέτης!

Ο Ησίοδος και ο Πίνδαρος αναφέρουν
ότι ο Έλληνας ήρωας Αρισταίος ήταν γιος τού Θεού Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης, εγγονής της Ναϊάδας Κρέουσας, της όμορφης θυγατέρας του Υψέα, που ήταν γιος του Πηνειού.

Ο Πίνδαρος, αναφέρεται στον μύθο της Κυρήνης και του Αρισταίου στην Επινίκια Ωδή που έγγραψε για τον νικητή των Πύθιων, Τελεσικράτη. Εκεί μας αφηγείται πως με την γέννηση του Αρισταίου, ο Ερμής παρέλαβε το βρέφος και το παρέδωσε στις  Ώρες και την Γαία, οι οποίες τον θαύμασαν και του έδωσαν νέκταρ και αμβροσία, κάνοντάς τον αθάνατο «..έναν Ζεύς, έναν ιερό Απόλλων..»...
Στη συνέχεια ανέλαβαν την εκπαίδευσή του οι Μούσες. Κοντά τους έμαθε την τέχνη της ιατρικής και της μαντικής.
   Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα (Πίνδαρος, Διόδωρος ο Σικελός, Απολλώνιος ο Ρόδιος κ.α.), ο Αρισταίος ανατράφηκε και διδάχτηκε από τις νύμφες, τις μούσες και τον κένταυρο Χείρων.
 Ήταν ο εισηγητής της καλλιέργειας των μελισσών, του σταφυλιού και της ελιάς, ο προστάτης των βοσκών και των κυνηγών, θεράποντα της ιατρικής και της μαντικής.
 Λέγεται ότι ο Κένταυρος Χείρων προφήτεψε  ότι ο Απόλλων θα έπαιρνε την Κυρήνη πέρα από τη θάλασσα, στον εκλεκτότερο κήπο του Δία, και θα την έκανε βασίλισσα μεγάλης πόλης, αφού πρώτα θα σύναζε νησιωτικό λαό γύρω σε λόφο πού ξεπροβάλλει από πεδιάδα . 
Η Κυρήνη θα γινόταν δεκτή από τη Λιβύη σε χρυσό παλάτι και θα κέρδιζε βασίλειο εξίσου ευνοϊκό για κυνηγούς και αγρότες, και εκεί θα έκανε του Απόλλωνα γιο. 
  Σχετικά με την γέννησή του, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει: 
«Ο Απόλλων ερωτεύτηκε μία παρθένο κόρη, η οποία ανατρεφόταν στο Πήλιο, ονομαζόταν Κυρήνη και ξεχώριζε στην ομορφιά, και την μετέφερε σ’ εκείνη την περιοχή τής Λιβύης, στην οποία αργότερα έχτισε πόλη, που εξαιτίας της ονομάστηκε Κυρήνη, ενώ σ’ εκείνο το μέρος ο Απόλλων απέκτησε από την Κυρήνη έναν γιο, τον Αρισταίο, τον οποίο, όταν ήταν νήπιο, παρέδωσε στις Νύμφες, για να τον αναθρέψουν, και αυτές έδωσαν στο παιδί τρία ονόματα, αποκαλώντας τον Νόμιο και Αρισταίο και Αγρέα»
  Ο Απόλλων πήρε πράγματι την Κυρήνη με το χρυσό άρμα του και την πήγε στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα η πόλη Κυρήνη, εκεί η Αφροδίτη περίμενε για να χαιρετήσει την άφιξη τους .
Τη νύχτα εκείνη ο Απόλλων υποσχέθηκε στην Κυρήνη ζωή μακροχρόνια, δοσμένη στο πάθος της για το κυνήγι, και να βασιλέψει σε εύφορη χώρα. 
Εκεί η Κυρήνη γέννησε τον Αρισταίο ( Άριστος )  ο οποίος όταν θα μεγάλωνε και θα γινόταν άνδρας,  θα αποκτούσε τους τίτλους «Αθάνατος Ζευς», «Αγνός Απόλλων» και «Φύ­λακας των Κοπαδιών».  Τον Αρισταίο ανέθρεψαν οι Νύμφες. 
Σαν μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο γιος της Κυρήνης και του Απόλλωνα άφησε τις αγαπημένες του τροφούς κι άνοιξε τα φτερά του για ν’ ασχοληθεί με το μεγάλο πάθος του, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. 
Μετά από αρκετό καιρό μαθητείας δίπλα στον σοφό κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον μύησε στα μυστήρια, ο νεαρός ποιμένας εγκαταστάθηκε στη μαγευτική κοιλάδα των Τεμπών, ευτυχισμένος με τις ελιές, τα κοπάδια του και τα μελίσσια του.
Από τις Νύμφες έμαθε την καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς. την δημιουργία κυψελών για την εκτροφή μελισσών και την παραγωγή μελιού, διδάχθηκε την πήξη τού γάλακτος και την κατασκευή τού τυριού και πώς να μπολιάζει τις αγριελιές για να βγάζουν καρπό, ενός ιερού για τους Έλληνες δέντρου.  
Σύμφωνα με τον Πλίνιο ο Αρισταίος ανακάλυψε το ελαιοπιεστήριο, ώστε να παίρνει λάδι από τον καρπό του ελαιόδεντρου. Επίσης του αποδίδονται και εφευρέσεις σχετικές με το κυνήγι, όπως οι λάκκοι και τα δίχτυα.
 Τις χρήσιμες αυτές τέχνες ο Αρισταίος τις μεταβίβασε στους άλλους, και αυτοί, γεμάτοι ευγνωμοσύνη, τον τίμησαν με θεϊκές τιμές.
 Ο Αρισταίος, με τη σειρά του, φρόντισε όσα γνώριζε να γίνουν κτήμα των ανθρώπων. Πρώτος αυτός, σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση, δίδαξε στους ανθρώπους τις ανωτέρω γνώσεις, μαζί με πολλές άλλες, σχετικές με την καλλιέργεια τής γης, την κτηνοτροφία και την φροντίδα των καρποφόρων δένδρων. 
Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό ήταν τόσο αξιόλογη, ώστε «εξαιτίας τής χρησιμότητας αυτών των ανακαλύψεων, οι ευεργετημένοι άνθρωποι τίμησαν τον Αρισταίο με ισόθεες τιμές, όπως είχε γίνει και με τον Διόνυσο» μας λέει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
  Ο Αρισταίος σχετίζεται και με τον κύκλο του Ορφέα. Σύμφωνα με το Βιργίλιο, αγάπησε την ωραία Ευρυδίκη, την καρδιά της οποίας είχε σκλαβώσει ήδη ο Ορφέας. Ο έρωτας του Αρισταίου για την όμορφη νύμφη τον έκανε να χάσει τα λογικά του και άρχισε να την κυνηγά την ημέρα που επρόκειτο να τελεσθούν οι γάμοι της με τον γιο της Μούσας (η μητέρα του Ορφέα ήταν η μούσα Καλλιόπη). 
Η Ευρυδίκη έτρεξε για να τον αποφύγει, αλλά δεν πρόσεξε και πανικοβλημένη πάτησε ένα φίδι που ήταν κρυμμένο ανάμεσα στα χόρτα κι έχασε τη ζωή της απ’ το δήγμα του. 
  Οι θεοί οργίστηκαν από την πράξη του. Ο Αρισταίος βέβαια δεν έμεινε ατιμώρητος. Έχασε όλες τις μέλισσές του. Εκείνος, για να μάθει την αιτία της συμφοράς του, ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας του. Η Κυρήνη τον έστειλε στον Πρωτέα κι εκείνος του αποκάλυψε πώς οι θεοί τον τιμώρησαν για το θάνατο της Ευρυδίκης.
 Κατ’ άλλους καταστράφηκαν από τους ίδιους τους θεούς ενώ άλλοι πιστεύουν πως τον χαμό τους τον προκάλεσαν οι συντρόφισσες της Ευρυδίκης. Ο θεός-ποιμένας θρήνησε για τον χαμό τους μπρος στη μητέρα του που έφτασε για να τον προστρέξει. 
Ο Οβίδιος, στο Ημερολόγιο, περιγράφει τη σκηνή με εξαιρετικά ποιητικό τρόπο: 
"Άρχισε να θρηνεί ο Αρισταίος, τις μέλισσές του, όλες, σαν είδε νεκρές να κείτονται
 κι έρημες τις κερήθρες με το μέλι που, πάνω τους καλά-καλά, δεν πρόφτασαν ν’ αφήσουν Πασχίζει, η ουρανόχρωμη μητέρα του να τον παρηγορήσει / 
και πριν μονάχο πάλι τον αφήσει, με τον πόνο του, γλυκές του δίνει συμβουλές:
«Τα δάκρυα στέγνωσε, παιδί μου, και τράβα τη βοήθεια να γυρέψεις του γέροντα Πρωτέα που θα σου πει το μυστικό και σμήνος νέο θ’ αποκτήσεις. Να ’σαι, όμως, έτοιμος, γιατί θα σου ξεφύγει, την όψη του, αλλάζοντας / γι’ αυτό, τα χέρια του, πισθάγκωνα να τα κρατήσεις».
Κι έτσι του γέροντα της θάλασσας, λυμένα από τον ύπνο, τα χέρια αρπάζει, ο νεαρός, σαν έφτασε, και τα αλυσοδένει.
Σαν ένιωσε τον κίνδυνο, ο Πρωτέας, άλλαξε όψη, καλά τη γνώριζε την τέχνη,  μα τα δεσμά του τον ανάγκασαν, γρήγορα, τη θεϊκή να ξαναβρεί μορφή του. Το  πρόσωπό το υγρό φανέρωσε και τα δασιά του γένια, λέγοντας:
 «Ήρθες ίσαμε εδώ για να σου πω αν είναι μπορετό νέα μελίσσια ν’ αποκτήσεις;  Θα πρέπει έναν ταύρο νιούτσικο να σφάξεις και το κουφάρι του με χώμα να σκεπάσεις  και σαν τον αγκαλιάσει η γης αυτό που περιμένεις θα σ’ το δώσει».  
Του γέροντα ακολούθησε τη συμβουλή ο βοσκός, και σμήνη από το σκοτωμένο ζώο ξεχύθηκαν οι μέλισσες: χίλιες ζωές χάρη σε μια θυσία."
  Αργότερα ο Αρισταίος ταξίδεψε στην Βοιωτία, αγάπησε και νυμφεύθηκε την Αυτονόη, μία από τις περιζήτητες θυγατέρες τού Κάδμου, με την οποία  απέκτησε έναν γιο, τον σπουδαίο κυνηγό Ακταίωνα, που είδε μια μέρα, άθελά του, την Άρτεμη να λούζεται γυμνή σε μια πηγή.  Ο Ακταίων συνήθιζε να αφιερώνει τα καλύτερα θηράματά του στο ιερό της Αρτέμιδας, προς τιμήν της Θεάς, αποβλέποντας σε μελλοντικό γάμο του μαζί της, και παράλληλα ισχυριζόταν ότι στο κυνήγι ήταν καλύτερος από την ίδια την Αρχιθηρεύτρια Παρθένο Αρτέμιδα
Η Θεά, λοιπόν, εξοργίστηκε από την υβριστική συμπεριφορά τού νεαρού και τον τιμώρησε αυστηρότατα.
Εξοργισμένη η θεά τον μεταμόρφωσε σε ελάφι και έτσι τον κατασπάραξαν τα ίδια του τα σκυλιά. 
Ο Αρισταίος πλήρωσε, τελικά, πολύ ακριβά τον θάνατο της Ευρυδίκης και μάλιστα η ιστορία είναι ακόμη πιο τραγική αν σκεφτεί κανείς πως η θεά του κυνηγιού ήταν αδελφή του πατέρα του! 
   Μετά τον τραγικό θάνατο του Ακταίων, ο Αρισταίος επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών, όπου ο Απόλλων, ο πατέρας του, του προείπε για την μετάβασή του στην νήσο Κέα και τις τιμές που θα δεχόταν από τους Κείους. Ο Αρισταίος για να τους βοηθήσει εγκαταστάθηκε στην Κέα, όπου έχτισε μεγάλο βωμό στο Δία και πρόσφερε καθημερινές θυσίες.
Ο Δίας εισάκουσε τις προσευχές του κι έστειλε τα μελτέμια (τους δροσερούς ανέμους), για να αλλάξουν το κλίμα στο νησί. Από τότε τα μελτέμια πνέουν όταν κάνει πολλή ζέστη και καθαρίζουν την ατμόσφαιρα των Κυκλάδων.  

Η Μυθολογία μας αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το ταξίδι στο νησί: 
«εκείνος, λοιπόν, έπλευσε σ’ αυτό το νησί και – επειδή είχε εξαπλωθεί λοιμός στην Ελλάδα – έκανε θυσία υπέρ όλων των Ελλήνων. Η θυσία έγινε κατά την ανατολή τού άστρου τού Σείριου, τότε που πνέουν οι ετήσιες, οπότε σταμάτησε η λοιμώδης νόσος. Μόνον αυτό αν συλλογιζόταν κάποιος, δικαιολογημένα θα θαύμαζε την ιδιαιτερότητα των περιστάσεων: εκείνος που είδε τον γιο του να πεθαίνει από τα σκυλιά, ο ίδιος έβαλε τέλος στην επίδραση τού ουράνιου αστέρα – που είχε το ίδιο όνομα, και για τον οποίον πίστευαν ότι εξοντώνει τους ανθρώπους – και έγινε αίτιος σωτηρίας των άλλων ανθρώπων».  
 Σημαντικότατη, εξάλλου, υπήρξε η συμβολή του Αρισταίου στον εκπολιτισμό και εξευγενισμό των πληθυσμών της Σαρδηνίας και της Σικελίας όπου δίδαξε τη μελισσοκομία, την καλλιέργεια της ελιάς και τη γαλακτοκομία στους κατοίκους των δύο μεγάλων αυτών νησιών της Μεσογείου.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει περιληπτικά ότι :
«ο Αρισταίος άφησε απογόνους στην Κέα και μετά επανήλθε στην Λιβύη, απ’ όπου κατέπλευσε στην νήσο Σαρδηνία, ωθούμενος σ’ αυτή την αναχώρηση από την Νύμφη μητέρα του. Εγκαταστάθηκε εκεί, αγάπησε το νησί λόγω τού κάλλους του, έκανε φυτείες και εξημέρωσε τον τόπο που πριν ήταν άγριος. Εκεί, επίσης, απέκτησε δύο παιδιά: τον Χάρμο και τον Καλλίκαρπο. Μετά επισκέφτηκε και άλλα νησιά, ενώ στην Σικελία παρέμεινε για αρκετό καιρό και, λόγω τής αφθονίας των καρπών τού νησιού, και τού πλήθους των ζώων που έβοσκαν εκεί, φιλοτιμήθηκε να επιδείξει στους εντόπιους τις δικές του ευεργεσίες. Γι’ αυτό – λένε – ο Αρισταίος τιμήθηκε ιδιαιτέρως, ως Θεός, από τους κατοίκους τής Σικελίας, και μάλιστα από εκείνους που μαζεύουν τον καρπό τής ελιάς».
Εκεί λατρεύτηκε ως γεωργική θεότητα, προστάτης των ελαιοκαλλιεργειών.
Ο ήρωας, ωστόσο, περιηγήθηκε και πολλές άλλες περιοχές τής Μεσογείου, ενώ το τέλος του – αποθέωση ή φυσικός θάνατος; – παρέμεινε από τότε ένα άλυτο μυστήριο. 
Από την ίδια πάντοτε πηγή μαθαίνουμε ότι :
«Βρέθηκε στην Θράκη για να συμμετάσχει στις οργιαστικές τελετές τού Διονύσου, συναναστράφηκε τον Θεό και από αυτόν έμαθε πολλά χρήσιμα πράγματα. Αφού, λοιπόν, κατοίκησε γιο αρκετό χρόνο στο όρος που ονομάζεται Αίμος, έγινε άφαντος και τού έλαχαν αθάνατες τιμές, όχι μόνον από τους εκεί βαρβάρους, αλλά και από τους Έλληνες».
Ο Ηρόδοτος γράφει πως, μετά την ανάληψή του στο ουράνιο στερέωμα, εμφανίστηκε στη μικρασιατική πόλη Κύζικο και τριακόσια χρόνια αργότερα στο Μεταπόντιο, στη Μεγάλη Ελλάδα. 
Κατά τον Πλούταρχο, ο Αρισταίος μπορούσε να «παίζει» όσο ήθελε με την ψυχή του, με τη ζωή δηλαδή και τον θάνατο, και κάθε φορά που εγκατέλειπε το ανθρώπινο σώμα του γινόταν ελάφι.  
Ο Αρισταίος έμελλε να συλλέξει το φως του κόσμου, που είναι οι μέλισσες ψυχές, αυτές που τον έθρεψαν με "νέκτ-άριο μέλι" και τον κατέστησαν Μελισσοθεό!
Ίσως αυτό έχει να κάνει με την ιδέα της μέλισσας που όπως μας  λέει και ο Β. Ουγκώ: 
"Τίποτα πιότερο δεν μοιάζει στην ψυχή από τη μέλισσα.  Απ’ το ένα στ’ άλλο πάει λουλούδι η μια  κι απ’ άστρο σ’ άστρο φτερουγίζει η άλλη  και φέρνει η ψυχή το φως κι η μέλισσα το μέλι"

Πηγές: Πίνδαρος Πυθιονίκαι/Απόλλώνιος Ροδιος/Διοδωρος Σικελιώτης/Βιργίλιος Γεωργικά/ Σέρβιος/ Παυσανίας/ Α. Τσακνάκης

«Η πολεμόχαρη Σπάρτη γέννησε τον Χίλωνα, που ήταν ο μεγαλύτερος Σοφός»

«Η πολεμόχαρη Σπάρτη γέννησε τον Χίλωνα, που ήταν ο μεγαλύτερος Σοφός»


 "Λεν ότι αυτός ρώτησε και τον Αίσωπο τι κάνει ο Δίας· εκείνος του απάντησε:
“ταπεινώνει τα ψηλά και υψώνει τα ταπεινά”. Όταν τον ρώτησαν σε τι διαφέρουν
όσοι έχουν εκπαιδευτεί από τους απαίδευτους, είπε:στις καλές ελπίδες”
Όταν τον ρώτησαν τι είναι δύσκολο, είπε: 
“να κρατάει μυστικά τα απόρρητα, 
να διαθέτει καλά τον ελεύθερο χρόνο του και να μπορεί να σιωπά, όταν τον αδικούν”
Συμβούλευε και τα ακόλουθα: 
“Να συγκρατεί κάποιος τη γλώσσα του, προπάντων σ᾽ένα συμπόσιο. 
Να μην κακολογεί τους διπλανούς του· αλλιώς θα ακούσει πράγματα που θα τον λυπήσουν.
Να μην απειλεί κανέναν· διότι αυτή είναι γυναικεία συμπεριφορά. 
Να σπεύδει γρηγορότερα στις ατυχίες των φίλων παρά στις ευτυχίες τους. 
Να κάνει γάμο μικροέξοδο.
Να μην κακολογεί έναν που έχει πεθάνει. 
Να τιμά τα γεράματα. 
Να προφυλάγει τον εαυτό του. 
Να προτιμά πιο πολύ μια ζημία παρά ένα κέρδος που ντροπιάζει· διότι η ζημιά
μας λυπεί μια φορά, ενώ το δεύτερο για πάντα. 
Να μην κοροϊδεύει έναν που ατυχεί. Όταν είναι δυνατός, να είναι πράος, ώστε όσοι είναι κοντά του να τον σέβονται παρά να τον φοβούνται. 
Να μαθαίνει να διοικεί καλά το σπίτι του. Η γλώσσα του να μην τρέχει πιο γρήγορα από το νου του. 
Να συγκρατεί το θυμό του. 
Να μην επιθυμεί τα αδύνατα. 
Να μη βιάζεται στο δρόμο.
Όταν μιλά, να μην κουνά το χέρι του· διότι αυτό είναι ένδειξη τρέλας. 
Να υπακούει στους νόμους, να είναι ήρεμος”.
 Λεν ότι κάποτε, όταν ήταν πια γέρος, είπε ότι δεν ξέρει να έχει κάνει στη ζωή του κάτι παράνομο, αμφιβάλλει ωστόσο για μια περίπτωση. Όταν δηλαδή κάποτε δίκαζε μια δίκη φίλου του σύμφωνα με τον νόμο, έπεισε τον φίλο του να τον καταδικάσει, για να τηρήσει και τα δυο, και τον νόμο και τον φίλο του. 
Απόκτησε πολύ μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες, όταν μίλησε προειδοποιητικά για τα Κύθηρα, το νησί της Λακωνικής. Όταν δηλαδή πληροφορήθηκε τη φυσική κατάστασή της, είπε:
“Μακάρι να μην είχε δημιουργηθεί ή, μια που δημιουργήθηκε, να είχε καταποντισθεί”.
Το πρόβλεψε καλά. 
Διότι ο Δημάρατος, που ήταν εξορισμένος από τους Λακεδαιμόνιους, συμβούλεψε τον Ξέρξη να συγκεντρώσει τα πλοία του στο νησί· και θα είχε κυριευτεί η Ελλάδα, αν είχει πεισθεί ο Ξέρξης. 
Και αργότερα ο Νικίας κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο κατέκτησε το νησί, εγκατέστησε σ᾽ αυτό φρουρά από Αθηναίους και προκάλεσε πάρα πολλά κακά στους Λακεδαιμόνιους.
Ήταν βραχύλογος· γι᾽ αυτό και ο Μιλήσιος Αρισταγόρας αυτόν τον τρόπο τον χαρακτηρίζει “χιλώνειο”. Ήταν γιος του Βράγχου, που έχτισε το ιερό στις Βραγχίδες. Ήταν γέροντας κατά την πεντηκοστή δεύτερη Ολυμπιάδα, όταν ήταν στην ακμή του ο “λογοποιός” Αίσωπος. Πέθανε, όπως λέει ο Έρμιππος, στην Πίσα, αφού φίλησε το γιο του Ολυμπιονίκη στο αγώνισμα της πυγμαχίας. Αυτό το έπαθε από υπερβολική χαρά και από την αδυναμία της πολύχρονης ζωής του. 
Και όλοι όσοι ήταν στην εορταστική συνέλευση τον ξεπροβόδισαν πολύ τιμημένα..."
 ( οι Σπαρτιάτες ανήγειραν και άγαλμα προς τιμή του, με το επίγραμμα «Τόνδε δορυστέφανος Σπάρτα Χίλων, εφύτευσεν, ός των Επτά Σοφών, πρώτος, έφυ Σοφός» [περ. «Η πολεμόχαρη Σπάρτη γέννησε αυτόν εδώ τον Χίλωνα, που ήταν ο πρώτος, δηλαδή ο μεγαλύτερος, Σοφός από τους επτά Σοφούς»].
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

Αριστοτέλης: "..γιατί συνήθως, όταν μπορούν οι άνθρωποι, αδικούν." Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Αριστοτέλης: "..γιατί συνήθως, όταν μπορούν οι άνθρωποι, αδικούν."

"Τι είδους πράγματα φοβούνται οι άνθρωποι, ποιους φοβούνται και ποια είναι η γενικότερη κατάστασή τους όταν φοβούνται, όλα αυτά θα γίνουν φανερά στη συνέχεια. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι ο φόβος είναι εκείνη η λύπη ή ταραχή που γεννιέται από το ότι έχουμε ζωντανή μέσα μας την παρουσία ενός επικείμενου κακού, που έχει τη δύναμη να προκαλέσει καταστροφή ή λύπη... Δεν φοβούνται, πράγματι, όλα τα κακά οι άνθρωποι (κανείς π.χ. δεν φοβάται το ενδεχόμενο να γίνει άδικος ή βραδύνους), αλλά μόνο αυτά που έχουν την ιδιότητα να μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες λύπες ή καταστροφές ― και αυτά μόνο  αν φαίνονται ότι δεν είναι μακρινά, αλλά κοντινά, τόσο που να είναι επικείμενα. Πραγματικά, τα πολύ μακρινά οι άνθρωποι δεν τα φοβούνται: όλοι ξέρουν ότι θα πεθάνουν, επειδή όμως αυτό δεν είναι κάτι κοντινό, τους αφήνει τελείως αδιάφορους. 

Αν λοιπόν αυτό είναι ο φόβος, τότε πράγματα που προκαλούν φόβο δεν μπορεί παρά να είναι όσα φαίνεται να έχουν μεγάλη δύναμη να προξενούν καταστροφές ή βλάβες που επιφέρουν μεγάλη λύπη.  Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και τα σημάδια που προαναγγέλλουν τέτοιου είδους πράγματα προκαλούν και αυτά φόβο· γιατί το πράγμα που προκαλεί τον φόβο μοιάζει πολύ κοντινό -αυτό δεν είναι ο κίνδυνος, να έρχονται δηλαδή κοντά μας τα πράγματα που μας προκαλούν φόβο; Τέτοια είναι η έχθρα και η οργή αυτών που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι κακό (ότι το θέλουν είναι φανερό, άρα βρίσκονται πολύ κοντά στο να το κάνουν). Είναι επίσης η άδικη πρόθεση, αν συνοδεύεται από δύναμη γιατί ο άδικος είναι άδικος εξαιτίας μιας προτίμησης και τάσης του. 
Αλλά και η αρετή, όταν δέχεται προσβολές ― με τον όρο, βέβαια, ότι έχει δύναμη. 
Γιατί είναι φανερό ότι ένα πρόσωπο που η αρετή του δέχεται προσβολές έχει πάντοτε την τάση να αντιδράσει ― τώρα έχει και τη δύναμη. 
Επίσης ο φόβος αυτών που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι κακό· γιατί ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί παρά να είναι πάντοτε έτοιμο και αυτό να δράσει. 
Και καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μάλλον κακοί παρά καλοί,  δέσμιοι του κέρδους και δειλοί στους κινδύνους, η εξάρτηση από κάποιον άλλον είναι συνήθως κάτι που προκαλεί φόβο· αποτέλεσμα: αυτοί που έκαναν κάτι κακό φοβούνται ότι οι συνεργοί τους σ' αυτό ή θα τους καταδώσουν ή θα τους εγκαταλείψουν. 
Επίσης αυτοί που μπορούν να διαπράξουν αδικία προκαλούν φόβο σ' αυτούς που υπόκεινται σε αδικίες γιατί συνήθως, όταν μπορούν οι άνθρωποι, αδικούν. 
Προκαλούν επίσης φόβο οι άνθρωποι που έχουν αδικηθεί ή πιστεύουν πως έχουν αδικηθεί: οι άνθρωποι αυτοί καραδοκούν πάντοτε να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία. 
Φόβο όμως προκαλούν, επίσης, και αυτοί που έχουν διαπράξει μια αδικία ―αν έχουν δύναμη―, επειδή φοβούνται τα αντίποινα ― δεν το δεχτήκαμε ήδη ως κάτι που προκαλεί φόβο; 
Φόβο, επίσης, προκαλούν ο ένας στον άλλον όσοι διεκδικούν τα ίδια πράγματα ― στην περίπτωση, φυσικά, που δεν είναι δυνατό να τα έχουν συγχρόνως και οι δύο γιατί με αυτού του είδους τους ανταγωνιστές οι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιάλειπτη μάχη.
ΠΗΓΗ:http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr/
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΣ Ο ΛΑΜΨΑΚΗΝΟΣ ο κολλητός και φίλος του Επίκουρου.

Ο Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός ήταν αρχαίος Έλληνας επικούρειος φιλόσοφος τον οποίον ο Κικέρων αποκαλούσε "Δεύτερο Επίκουρο". Γεννήθηκε περίπου το 330 π.χ. στη Λάμψακο στην περιοχή του Ελλησπόντου. .. Το όνομα του πατέρα του ήταν Αθήναιος ή Τιμοκράτης και της μητέρας του Σάνδη. Είχε δυο αδέρφια τον Τιμοκράτη και την Βατίδα σύζυγο του επικούρειου Ιδομενέα. Υπήρξε ο προσφιλέστερος μαθητής και ο καλύτερος φίλος του Επίκουρου ο οποίος και του αφιέρωσε πολλά συγγράμματά του. Από τα έργα του που μνημονεύει ο Διογένης ο Λαέρτιος ελάχιστα αποσπάσματα διέσωσαν ο Πλούταρχος, ο Σενέκας και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω:
«Σε έχω προλάβει, τύχη, και σου έχω κλείσει όλες τις πόρτες της ζωής μου, και ούτε σ’ εσένα ούτε σε καμιάν άλλη από τις εξωτερικές συνθήκες θα παραδοθούμε.  Κι όταν έρθει ο καιρός να φύγουμε, θα φτύσουμε περήφανα τη ζωή και όσους, μάταια, είναι εξαρτημένοι από αυτήν, και θα την εγκαταλείψουμε μ” ένα ωραίο τραγούδι που θα λέει πόσο όμορφα ζήσαμε.»
Και το πρωτότυπο:
 Προκατείλημμαι σέ, ὦ τύχῃ, καὶ πᾶσαν σήν παρείσδυσιν ἐνέφραξα, καὶ οὔτε σοὶ οὔτε ἅλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐκδότους ἀλλ ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ, μέγα προπτύσαντες τῷ ζῆν καὶ τοῖς αὐτῷ κενῶς περιπλαττομένοις ἀπίμεν ἐκ τοῦ ζῆν μετὰ καλοῦ παιῶνος ἐπιφωνοῦντες ὡς ἠμῖν βεβίωται.

"Η παιδεία είναι το μόνο μας αγαθό, αθάνατο και θεϊκό."

"Πρώτο και μεσαίο και τελευταίο ανάμεσα τους, κεφαλαιώδες είναι η αξιόλογη αγωγή και η ορθή παιδεία αυτά τα θεωρώ οδηγούς και συνεργούς για την αρετή και την ευδαιμονία. Τα άλλα ανθρώπινα αγαθά είναι μικρά και μικρής σημασίας για να τα σπουδάσει κανείς..
. Η λαμπρή καταγωγή είναι καλή αλλά είναι θέμα προγόνων. Ο πλούτος, πάλι είναι πολύτιμος αλλά θέμα τύχης, αφού πολλές φορές τον αφαίρεσε από τους κατέχοντες και τον πρόσφερε ανέλπιστα στους απελπισμένους μάλιστα, το πολύ χρήμα μπαίνει στο στόχαστρο αυτών που αρέσκονται να σημαδεύουν πορτοφόλια, για κακούς δηλαδή δούλους και συκοφάντες και, το χειρότερο, μπορεί να το έχουν μπόλικο και οι πιο κακόψυχοι άνθρωποι. 
Η δόξα, πάλι, είναι σπουδαίο προτέρημα αλλά αβέβαιο. Η ομορφιά είναι περιζήτητη αλλά κρατάει λίγο χρόνο. Η υγεία είναι πολυτιμότατο αγαθό αλλά ευμετάβολο. Η σωματική δύναμη αξιοζήλευτη αλλά ευάλωτη από αρρώστιες και γηρατειά. 
Η παιδεία είναι το μόνο μας αγαθό αθάνατο και θεϊκό."
Πλούταρχος (Περί παίδων αγωγής, 5c-5e)
"Οι θεοί υπάρχουν· πρόδηλη είναι η γνώση γι᾽ αυτούς. Ωστόσο δεν είναι, οι θεοί, όπως τους πιστεύει   ο πολύς κόσμος· γιατί δεν υπάρχει λογική συνοχή σε όσα πρεσβεύει ο πολύς κόσμος γι᾽ αυτούς. "

Επίκουρος (341-270 πχ, φιλόσοφος)
ΠΗΓΗ:http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

5.2.16

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ

Ο Ιπποκράτης - Πατέρας της Ιατρικής

Ο Ιπποκράτης δικαίως θεωρείται από τους επιστήμονες ως ο θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Ήταν ίσως ο σπουδαιότερος γιατρός του αρχαίου κόσμου και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Ιατρικής Σχολής της Κω, αλλά και βαθύς φιλόσοφος και ανθρωπιστής. Γεννήθηκε στην Κω το 460 π.Χ. και ήταν γιος του
γιατρού Ηρακλείδα και της Φαιναρέτης. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν Ασκληπιάδης κατά το γένος και 20ος έκγονος του Ηρακλή από τη μητέρα του και 18ος έκγονος του Ασκληπιού από τον πατέρα του. Οι γιοι του, Δράκων και Θεσσαλός, και ο γαμπρός του, Πόλυβος, συνέχισαν την ιατρική παράδοση της οικογένειας. Ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του σπούδασε ιατρική στο Ασκληπιείο της Κω, μελετώντας τα αρχεία των ασθενών και τις μεθόδους θεραπείας, που φυλάσσονταν στο ιερό. Είχε ως δασκάλους τον παιδοτρίβη Ηρόδικο από τη Σηλυμβρία και τους φιλοσόφους Γοργία, Πρόδικο και Δημόκριτο τον Αβδηρίτη.  Σε νεαρή ηλικία εγκατέλειψε την Κω και εργάσθηκε ως γιατρός στη Θάσο, στη Θράκη και στη Θεσσαλία. Ο περιηγητής Παυσανία αναφέρει, ότι στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, ένας χάλκινος σκελετός ήταν ανάθημα του Ιπποκράτη. Σύντομα η φήμη του απλώθηκε στην Ελλάδα και στον γνωστό αρχαίο κόσμο. Λέγεται πως βοήθησε τους Αθηναίους την περίοδο του μεγάλου λοιμού στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Σύμφωνα με την παράδοση έφτασε ως την αυλή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη, όπου όμως αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Πέθανε σε βαθύ γήρας κοντά στη Λάρισα της Θεσσαλίας, και ως το 2ο αι. μ.Χ., στην όχθη του Πηνειού προς τη Γυρτώνα, έδειχναν το σήμα του τάφου του. Ένας από τους βιογράφους του, ο Σωρανός ο Εφέσιος, γιατρός του 2ου μ.Χ. αι., αναφέρει ότι για πολλά χρόνια στον τάφο του φώλιασε σμήνος από μέλισσες, και το μέλι τους θεωρείτο φάρμακο, με το οποίο οι παραμάνες άλειφαν τα παιδιά που πάθαιναν άφθες. Τέλος,  Ως έργα του Ιπποκράτη και της Ιατρικής Σχολής της Κω θεωρείται η ονομαζόμενη «Ιπποκρατική συλλογή», που αποτελείται από 60 περίπου τόμους. Από αυτά τα συγγράμματα ανήκουν πιθανώς στον Ιπποκράτη τα έργα: Αφορισμοί, Δίαιτα επί των οξέων νοσημάτων, τα Προγνωστικά, και Περί αέρων, υδάτων και τόπων, Περί τραυμάτων της κεφαλής.

Ο Όρκος του Ιπποκράτη

Ο Όρκος του ΙπποκράτηΟ όρκος του Ιπποκράτη στα αρχαία Ελληνικά
Ὄμνυμι Ἀπόλλωνα ἰητρὸν, καὶ Ἀσκληπιὸν, καὶ Ὑγείαν, καὶ Πανάκειαν, καὶ θεοὺς πάντας τε καὶ πάσας, ἵστορας ποιεύμενος, ἐπιτελέα ποιήσειν κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμὴν ὅρκον τόνδε καὶ ξυγγραφὴν τήνδε. ἡγήσασθαι μὲν τὸν διδάξαντά με τὴν τέχνην ταύτην ἴσα γενέτῃσιν ἐμοῖσι, καὶ βίου κοινώσασθαι, καὶ χρεῶν
χρηίζοντι μετάδοσιν ποιήσασθαι, καὶ γένος τὸ ἐξ ωὐτέου ἀδελφοῖς ἴσον ἐπικρινέειν ἄῤῥεσι, καὶ διδάξειν τὴν τέχνην ταύτην, ἢν χρηίζωσι μανθάνειν, ἄνευ μισθοῦ καὶ ξυγγραφῆς, παραγγελίης τε καὶ ἀκροήσιος καὶ τῆς λοιπῆς ἁπάσης μαθήσιος μετάδοσιν ποιήσασθαι υἱοῖσί τε ἐμοῖσι, καὶ τοῖσι τοῦ ἐμὲ διδάξαντος, καὶ μαθηταῖσι συγγεγραμμένοισί τε καὶ ὡρκισμένοις νόμῳ ἰητρικῷ, ἄλλῳ δὲ οὐδενί. Διαιτήμασί τε χρήσομαι ἐπ' ὠφελείῃ καμνόντων κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμὴν, ἐπὶ δηλήσει δὲ καὶ ἀδικίῃ εἴρξειν. Οὐ δώσω δὲ οὐδὲ φάρμακον οὐδενὶ αἰτηθεὶς θανάσιμον, οὐδὲ ὑφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε. ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω. Ἁγνῶς δὲ καὶ ὁσίως διατηρήσω βίον τὸν ἐμὸν καὶ τέχνην τὴν ἐμήν. Οὐ τεμέω δὲ οὐδὲ μὴν λιθιῶντας, ἐκχωρήσω δὲ ἐργάτῃσιν ἀνδράσι πρήξιος τῆσδε. Ἐς οἰκίας δὲ ὁκόσας ἂν ἐσίω, ἐσελεύσομαι ἐπ' ὠφελείῃ καμνόντων, ἐκτὸς ἐὼν πάσης ἀδικίης ἑκουσίης καὶ φθορίης, τῆς τε ἄλλης καὶ ἀφροδισίων ἔργων ἐπί τε γυναικείων σωμάτων καὶ ἀνδρῴων, ἐλευθέρων τε καὶ δούλων. Ἃ δ' ἂν ἐν θεραπείῃ ἢ ἴδω, ἢ ἀκούσω, ἢ καὶ ἄνευ θεραπηίης κατὰ βίον ἀνθρώπων, ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι ἔξω, σιγήσομαι, ἄῤῥητα ἡγεύμενος εἶναι τὰ τοιαῦτα. Ὅρκον μὲν οὖν μοι τόνδε ἐπιτελέα ποιέοντι, καὶ μὴ ξυγχέοντι, εἴη ἐπαύρασθαι καὶ βίου καὶ τέχνης δοξαζομένῳ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐς τὸν αἰεὶ χρόνον. παραβαίνοντι δὲ καὶ ἐπιορκοῦντι, τἀναντία τουτέων.
Ο όρκος του Ιπποκράτη στα νέα ελληνικά
Ορκίζομαι στο θεό Απόλλωνα τον ιατρό και στο θεό Ασκληπιό και στην Υγεία και στην Πανάκεια και επικαλούμενος τη μαρτυρία όλων των θεών ότι θα εκτελέσω κατά τη δύναμη και την κρίση μου τον όρκο αυτόν και τη συμφωνία αυτή. Να θεωρώ τον διδάσκαλό μου της ιατρικής τέχνης ίσο με τους γονείς μου και την κοινωνό του βίου μου. Και όταν χρειάζεται χρήματα να μοιράζομαι μαζί του τα δικά μου. Να θεωρώ την οικογένειά του αδέλφια μου και να τους διδάσκω αυτήν την τέχνη αν θέλουν να την μάθουν χωρίς δίδακτρα ή άλλη συμφωνία. Να μεταδίδω τους κανόνες ηθικής, την προφορική διδασκαλία και όλες τις άλλες ιατρικές γνώσεις στους γιους μου, στους γιους του δασκάλου μου και στους εγγεγραμμένους μαθητές που πήραν τον ιατρικό όρκο, αλλά σε κανέναν άλλο. Θα χρησιμοποιώ τη θεραπεία για να βοηθήσω τους ασθενείς κατά τη δύναμη και την κρίση μου, αλλά ποτέ για να βλάψω ή να αδικήσω. Ούτε θα δίνω θανατηφόρο φάρμακο σε κάποιον που θα μου το ζητήσει, ούτε θα του κάνω μια τέτοια υπόδειξη. Παρομοίως, δεν θα εμπιστευτώ σε έγκυο μέσο που προκαλεί έκτρωση. Θα διατηρώ αγνή και άσπιλη και τη ζωή και την τέχνη μου. Δεν θα χρησιμοποιώ νυστέρι ούτε σε αυτούς που πάσχουν από λιθίαση, αλλά θα παραχωρώ την εργασία αυτή στους ειδικούς της τέχνης. Σε όσα σπίτια πηγαίνω, θα μπαίνω για να βοηθήσω τους ασθενείς και θα απέχω από οποιαδήποτε εσκεμμένη βλάβη και φθορά, και ιδίως από γενετήσιες πράξεις με άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους. Και όσα τυχόν βλέπω ή ακούω κατά τη διάρκεια της θεραπείας ή και πέρα από τις επαγγελματικές μου ασχολίες στην καθημερινή μου ζωή, αυτά που δεν πρέπει να μαθευτούν παραέξω δεν θα τα κοινοποιώ, θεωρώντας τα θέματα αυτά μυστικά.  Αν τηρώ τον όρκο αυτό και δεν τον παραβώ, ας χαίρω πάντοτε υπολήψεως ανάμεσα στους ανθρώπους για τη ζωή και για την τέχνη μου. Αν όμως τον παραβώ και επιορκήσω, ας πάθω τα αντίθετα.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ.
 

ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ο Ασκληπιός υπήρξε αναμφίβολα ο πρώτος Ιατρός του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Γεννήθηκε στις όχθες του Ληθαίου ποταμού, που διασχίζει την πόλη των Τρικάλων (Τρίκκη το αρχαίο όνομα της πόλης).
Επικρατέστερη χρονολογία γέννησής του είναι το έτος 1247 π.χ. Για τη γέννηση του Ασκληπιού ο Στράβων γράφει:"Άλλος είναι ο ποταμός Ληθαίος, γύρω από την Τρίκκη, όπου λέγεται ότι γεννήθηκε ο Ασκληπιός".

Πατέρας του κατά επικρατέστερη άποψη ήταν ο Ισχύς και μητέρα του η Κορωνίδα.

Ο Ασκληπιός σύλλεγε τα ιαματικά βότανα από το Κερκέτιον όρος (σημερινό όνομα Κόζιακας), όπου στους πρόποδες βρίσκεται το Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι, που βρίσκεται κοντά στην Πόλη των Τρικάλων. Ακόμα και σήμερα θεωρέιται ότι έιναι όρος πλούσιο σε είδη βοτάνων.
Δημιουργεί τα περίφημα "φάρμακοτριβεία" στην Πόρτα Παναγιά, τη Φήκη και κυρίως στην Πιαλεία (περιοχές που βρίσκονται κοντά στους πρόποδες του Κόζιακα). Εκεί γίνεται η κατεργασία των βοτάνων και μετά προωθούνται στην Τρίκκη, όπου ο Ασκληπιός δημιούργησε το πρώτο "υγιεινόθεραπευτήριο".
Οι θεραπευτικές ικανότητες του Ασκληπίου έδωσαν την εντύπωση στον κόσμο ότι είχε κάποια θεική δύναμη.
Έτσι η φήμη του πέρασε γρήγορα τα όρια της Τρίκκης, κάλυψε τα όρια της Ελλάδας και μεταγενέστερα τα όρια όλου του τότε γνωστού κόσμου. Πάνω από 343 Ασκληπιεία κάλυψαν κατά τον 7ο-6ο και 5ο αιώνα τον τότε γνωστό κόσμο.




Ως ένα από τα ξακουστότερα και ιερότερα Ασκληπιεία, αυτό της Τρίκκης, τράβηξε πολύ νωρίς την προσοχή πολλών σοφών της αρχαιότητας. Τη μεγαλύτερη
όμως τιμή χρωστά το Ασκληπιείο της Τρίκκης στο μέγιστο των γιατρών, τον Ιπποκράτη τον Κώο. Για πολλά χρόνια παρέμεινε σ'αυτό, διαβάζοντας τα σοφά "Ιάματα" και και παρακολουθώντας τις θαυματικές επεμβάσεις των ιερέων-γιατρών του Ασκληπιείου Τρίκκης.

Το Ασκληπιείο Τρίκκης με αυτό της Κω είχε δεσμό μητέρας προς κόρης και ο Ιπποκράτης προς τον Ασκληπιό είχε δεσμό υιού προς πατέρα.

Απεικόνιση του Ασκληπιού και της οικογένειάς του.

Ο Ασκληπιός με τη σύζυγό του την Ηπιόνη, όνομα που φανερώνει τη γλυκύτητα, απέκτησαν πολλά παιδιά που διακρίθηκαν ως γιατροί. Πρώτοι και καλύτεροι γιατροί τα τέκνα του Μαχάων(χειρουργός) και Ποδαλείριος(παθολόγος). Λέγεται ότι ο Μαχάων θεράπευσε κατά τον τρωικό πόλεμο τον Μενέλαο Βασιλιά της Σπάρτη, αφού απέσπασε το βέλος απ' το σώμα του. Το Μαχάονα κάλεσε για το σκοπό αυτό ο ίδιος ο Αγαμέμνονας με τον κήρυκα Τολύβιο:
"Τολθύβιε, τρέχα όσο μπορέις πιο γρήγορα να καλέσεις εδώ τον Μαχάονα, το γιο το φημισμένου Ασκληπιού, για να δει τον Μενέλαο, τον αντρειωμένο γιο του Ατρέα ...".



(Πληροφορίες από το βιβλίο του Φιλολόγου κ. Γ. Ζιάκα:"Ο Ασκληπιός και το Ασκληπιείον Τρίκκης").

ΤΙΤΟΣ ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ ''ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ''

Ο Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (λατινικά Titus Lucretius Carus) γεννήθηκε περίπου στα 98-94 π.Χ. και πέθανε γύρω στα 55-53 π.Χ. Το μόνο γνωστό του έργο είναι ένα εκτενές φιλοσοφικό ποίημα με τίτλο De Rerum Natura, (“Περί της φύσεως των πραγμάτων”). Φαίνεται ότι ολόκληρο το βιβλίο βασίστηκε στην χαμένη επιτομή των τριανταεπτά τόμων που συνέταξε ο  αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Επίκουρος. Τα χειρόγραφα του De Rerum Natura ήταν επί αιώνες θαμμένα στα άδυτα ενός μοναστηριού της νότιας Γερμανίας, ώσπου ανακαλύφθηκαν το 1417. Είναι γνωστό ότι από το τεράστιο και αξιολογότατο συγγραφικό έργο των Επικούρειων σώθηκαν ελάχιστα. Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε σε προηγούμενα σημειώματα (δείτε εδώ και εδώ), τα συγγράμματα τους πολεμήθηκαν συστηματικά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Του Ερανιστή
Διακηρυγμένος στόχος του Ρωμαίου Λουκρήτιου ήταν να απαλλάξει το νου των ανθρώπων από τις προκατάληψεις, τις δεισιδαιμονίες και τον φόβο του θανάτου. Σε 7.415 συνολικά στίχους, γίνεται εκτενής αναφορά σε όλες τις απόψεις των Επικούρειων Ο Λουκρήτιος απέρριπτε ως αβάσιμη δεισιδαιμονία την ιδεαλιστική άποψη ότι το Σύμπαν κυβερνάται από θεϊκές παρεμβάσεις ή υπερφυσικές δυνάμεις, όπως θεωρούσε η πλειοψηφία των ανθρώπων του καιρού του. Ο θάνατος για τον Λουκρήτιο δεν ήταν εγγενώς ούτε καλός ούτε κακός, μόνο μία απόλυτη παύση της ύπαρξης, και ο φόβος του θανάτου δεν ήταν παρά μία προβολή επίγειων, καθημερινών φόβων.
Σύμφωνα με την αντίληψη των Επικούρειων, το να επιδιώκεις τη δόξα, τον πλούτο και τη δύναμη χωρίς μέτρο είναι αφύσικο, μια συνεχής πηγή ταραχών και δυσφορίας. Ακόμα και όταν ο αδύνατος γίνει δυνατός, ο θνητός άνθρωπος ποτέ δε θα γίνει παντοδύναμος, ούτε θα νικήσει τους φόβους του, με πρώτο το φόβο του θανάτου. Το να είσαι αδύναμος και να θέλεις να γίνεις δυνατός είναι τουλάχιστον εξίσου οδυνηρό με το να είσαι δυνατός και να επιθυμείς την αδύνατη παντοδυναμία. Έτσι εξηγείται πιθανώς και η θρυλούμενη ελαφρά μελαγχολία των μεγάλων ανδρών και γυναικών. Αφού τα έχουν όλα, γιατί δεν αισθάνονται ευτυχισμένοι;
Μια εικόνα της σοφίας
Οι γλυκιές κατοικίες των σοφών βρίσκονται αλλού:
“Σου δίνει τέρψη το να κάθεσαι να παρακολουθείς από τη στεριά τις σκληρές δοκιμασίες του άλλου που παραδέρνει μες στην απέραντη θάλασσα, την ώρα που οι άνεμοι σηκώνουν τα κύματα και την κάνουν να λυσσομανά. Όχι βέβαια γιατί ηδονίζεσαι με τα ξένα βάσανα, μα γιατί είναι γλυκό να βλέπεις από τι κακά έχεις γλυτώσεις εσύ ο ίδιος. Όπως κι είναι ευχάριστο να βλέπεις τις σκληρές μάχες να μαίνονται πέρα στους κάμπους, χωρίς να σε αγγίζει ο κίνδυνος. Τίποτε όμως δεν είναι πιο γλυκό από το να είσαι θρονιασμένος στα ύφη τα οχυρωμένα από τις γνώσεις και τη διδασκαλία των σοφών, κι από τις γαλήνιες αυτές κατοικίες σκύβοντας να ρίχνεις το βλέμμα στους άλλους και να τους βλέπεις να τρέχουν πέρα δώθε, ψάχνοντας στα τυφλά το δρόμο της ζωής, να συναγωνίζονται σε εξυπνάδα, να μαλώνουν για την ευγενή τους καταγωγή, να μοχθούν μέρα και νύχτα και να τσακίζονται να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του πλούτου ή να κατακτήσουν την εξουσία.”
Οι επιθυμίες
Σε όλες τις ιστορικές εποχές, ο πλούτος που αναζητά η ματαιοδοξία των θνητών θα χάνεται πάντοτε στο άπειρο. Ο Επίκουρος χωρίζει τις επιθυμίες σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: φυσικές και αναγκαίεςφυσικές αλλά όχι αναγκαίεςούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Για κάθε επιθυμία, μπορούμε να θέσουμε το φαινομενικά απλό ερώτημα, τι θα (μου) συμβεί αν γίνει αυτό που επιθυμώ; και τι θα συμβεί αν δεν γίνει;
“Ω, κακόμοιρα ανθρώπινα μυαλά και τυφλωμένες καρδιές! Σε τι σκοτάδια, σε τι κινδύνους κυλάει ο λίγος χρόνος της ζωής σας! Δεν ακούτε λοιπόν την κραυγή της φύσης που διαλαλεί την επιθυμία της, από το κορμί να φύγει κάθε πόνος, και το πνεύμα να νιώσει ευδαιμονία ελεύθερη από έγνοιες και αγωνίες;
Το βλέπουμε πως δε χρειάζεται το κορμί πολλά πράγματα. Κάθε τι που διώχνει τον πόνο, μπορεί και πολλές απολαύσεις να προσφέρει. Η ίδια η φύση τότε δεν ζητά μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν το σπίτι δεν έχει χρυσά αγάλματα εφήβων να κρατούν στο δεξί το χέρι αναμμένες δάδες και να φωτίζουν τα νυχτερινά φαγοπότια, αν το σπίτι δεν αστραποβολά από ασήμια και χρυσάφια, αν δεν αντιλαλούν κιθάρες μες στα στολισμένα σαλόνια, εμάς μας είναι αρκετό να ξαπλώνουμε στο τρυφερό χορτάρι, φίλοι με φίλους στην ακροποταμιά, κάτω από τα σκιερά κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου μας είναι αρκετό να μπορούμε να διασκεδάζουμε με λίγα έξοδα, ιδίως αν μας χαμογελά ο καιρός, κι η εποχή ραίνει το καταπράσινο χορτάρι με λουλούδια. Ο καυτός πυρετός δεν αφήνει γρηγορότερα το κορμί που ξαπλώνει πάνω σε κεντητά στρώματα και σε άλικες πορφύρες, απ’ ό,τι το κορμί που ‘ναι ξαπλωμένο σ’ ένα φτωχικό στρωσίδι.”
Το κακό λοιπόν δεν το προξενούν η φτώχεια της φύσης (η της φύσεως ένδεια) αλλά οι αιωνίως ανικανοποίητες ορέξεις των ανθρώπων που σχετίζονται με τις κούφιες ιδέες (η περί τας κενάς δόξας όρεξις). Η φύση παρουσιάζεται γενναιόδωρη αλλά οι ματαιόδοξοι θνητοί δύσκολα εκτιμούν τα δώρα της. Αντίθετα με την γνώμη των πολλών, δεν είναι άπληστο το στομάχι, άπληστη και ψεύτικη είναι η ιδέα ότι μπορεί να γεμίζει συνέχεια (άπληστον ου γαστήρ· δόξα ψευδής υπέρ του γαστρός αορίστου πληρώματος.)
[...] “Παράβαλε με τις προσφορές άλλων θεών. Η Δήμητρα, καθώς λένε, μας έδωσε το σιτάρι, ο Διόνυσος το κρασί. Μα και δίχως αυτά υπάρχει ζωή κι ακούμε πως και σήμερα ακόμα ζουν λαοί που δεν τα γνωρίζουν. Θα ήταν όμως αδύνατο να ζήσει κανείς ευτυχισμένα δίχως καθαρή καρδιά. Δικαιολογημένα μάς φαίνεται θεός εκείνος που η σοφία του ζωντανή και απλωμένη στα μεγάλα έθνη γαληνεύει τις καρδιές με τις γλυκιές παρηγοριές της ζωής. Αν νομίζεις πως οι άθλοι του Ηρακλή αξίζουν περισσότερο, τότε ξεμακραίνεις πολύ απ’ την αλήθεια…” Λουκρήτιος
Τα πλούτη, η δόξα, η ευγενική καταγωγή και η εξουσία δεν κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο:
“Κι αφού τα πλούτη κι η ευγενική καταγωγή κι η δόξα του θρόνου δεν ωφελούν σε τίποτα το κορμί, θα πρέπει να σκεφτούμε πως ούτε και το πνεύμα ωφελούν. Μήπως τάχα, την ώρα που βλέπεις τις λεγεώνες σου να κάνουν πολεμικές ασκήσεις στο πεδίο του Άρεως και να προελαύνουν ορμητικά, και μήπως, την ώρα που παρακολουθείς τα γυμνάσια του στόλου σου στην ανοιχτή θάλασσα, θα τρομάξουν οι δεισιδαιμονίες σου και θα πάρουν δρόμο και θα φύγει απ’ την ψυχή σου ο φόβος του θανάτου, αφήνοντάς την λεύτερη, απαλλαγμένη από το άγχος;”
Ο σοφός άνθρωπος δεν ασχολείται με την πολιτική, εκτός κι αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι. Κατά την εκτίμησή μου, οι Επικούρειοι δεν ήταν τόσο αμέτοχοι στα κοινά όσο παρουσιάζονται συνήθως. Η ίδια η διατύπωση της φιλοσοφίας του δικαίου στάθηκε ριζοσπαστική πολιτική παρέμβαση με διάρκεια αιώνων και ενέπενευσε πολιτικούς αγώνες στους οποίους χύθηκαν ποτάμια αίμα και μελάνι. Μπορούμε άραγε να χαρακτηρίσουμε απολίτικο έναν άνδρα που είπε ότι οι νόμοι φτιάχνονται από τους ανθρώπους και όχι από τους θεούς;
Πρώτη η Αθήνα
Ο Λουκρήτιος παρουσιάζει τον  θείο Επίκουρο ως τέκνο της δημοκρατικής Αθήνας: “Πρώτη η Αθήνα με το λαμπρό το όνομα, μοίρασε κάποτε στους βασανισμένους θνητούς τις σοδειές των καρπών και ανανέωσε τη ζωή και καθιέρωσε νόμους. Πρώτη χάρισε τις γλυκιές παρηγοριές της ζωής, σαν γέννησε τον άντρα εκείνο τον προικισμένο με τέτοιο πνεύμα, που από τα χείλη του έβγαινε η αλήθεια για το κάθε τι και μολονότι έσβησε το φως της ζωής του, οι θείες ανακαλύψεις του έχουν παντού διαδοθεί κι η δόξα του υψώθηκε ως τα ουράνια.”
Η ευτυχία έρχεται στα τα ζύγια του ανθρώπου, στο μέτρο του δυνατού. Το μυαλό των θνητών, σκλαβωμένο από χίλιες έγνοιες, μοιάζει τρύπιο βαρέλι δίχως πάτο:
“Είδε πως ήταν στο χέρι των ανθρώπων όλα τα απαραίτητα για να ζουν με ασφάλεια, στο μέτρο του δυνατού. Είδε τους δυνατούς με τα πλούτη και τις τιμές, περήφανους ως και για το καλό όνομα των παιδιών τους, κι όμως μες στα σπίτια τους οι καρδιές τους ήσαν γεμάτες αγωνία και το μυαλό τους σκλαβωμένο από τις έγνοιες, και πως αναγκάζονταν να μαλώνουν και να παραπονιούνται πικρά. Και κατάλαβε πως όλο το κακό έβγαινε μέσα από το ίδιο το δοχείο, και πως κάποιο ελάττωμα του τα χαλνούσε όλα όσα έρχονταν να μπουν μέσα του, ως και τα πιο όμορφα. Εν μέρει γιατί ήταν όλο τρύπες και δίχως πάτο κι ήταν αδύνατο να γεμίσει και εν μέρει γιατί οτιδήποτε δεχόταν μέσα, του μετέδιδε μιαν άσχημη γεύση, θα έλεγε κανείς.”
Η μελέτη της Φύσης
Η φυσική φιλοσοφία δεν φτιάχνει κομπασμένους και πολυλογάδες (ου κομπούς ουδέ τη φωνή εργαστικούς παρασκευάζει) ούτε ανθρώπους που κάνουν επίδειξη γνώσεων για να εντυπωσιάζουν τους πολλούς (ουδέ την περιμάχητον παρά τοις πολλοίς παιδείαν ενδεικνυμένους) αλλά προσωπικότητες σοβαρές και αυτάρκεις. Η μελέτη της Φύσης και του Σύμπαντος έχει ως κύριο στόχο να διαλύσει τους παιδικούς φόβους και τις θλιβερές σκέψεις που βασανίζουν τις καρδιές των ανθρώπων:
“Κι εκείνος απολύμανε τις καρδιές με λόγια γεμάτα αλήθεια, και σήκωσε φράχτες στις επιθυμίες και στους φόβους. Και μας δίδαξε ποιο είναι το υπέρτατο αγαθό που όλοι λαχταρούμε και μας έδειξε τον δρόμο, το πιο σύντομο και ίσιο μονοπάτι για να φτάσουμε εκεί. Έδειξε ποια δυστυχία υπάρχει στα ανθρώπινα πράγματα, πώς γεννιέται και σκορπά παντού με λογιών-λογιών μορφές, τυχαία είτε από φυσική αιτία σύμφωνα με την τάξη που έθεσε το σύμπαν, και δίδαξε από ποιες πόρτες πρέπει να την αντιμετωπίσουμε, και απόδειξε ότι μάταια το ανθρώπινο γένος μηρυκάζει τις θλιβερές σκέψεις. Γιατί όπως τα μικρά παιδιά φοβούνται μες στο σκοτάδι και τρέμουν το καθετί, έτσι κι εμείς φοβούμαστε μες στο φως, τόσες και τόσες φορές, πράγματα που δεν είναι πιο φοβερά από κείνα που τρομάζουν τα παιδιά και που φαντάζονται ότι θα τους συμβούν μες στα σκοτεινά.
Αυτό το φόβο λοιπόν, αυτά τα σκοτάδια της ψυχής, ας μη περιμένουμε να τα σκορπίσουν οι αχτίδες του ήλιου μήτε τα φωτεινά βέλη της μέρας μόνο η μελέτη κι η ερμηνεία της φύσης μπορεί να τα διαλύσει.”
Το νόημα της ζωής
Ποια είναι η ανώτατη πνευματική ηδονή; αυτή που αναβλύζει τις στιγμές που η νηφάλια σκέψη (νήφων λογισμός)σκορπίζει τα σκοτάδια της μεταφυσικής και ότι προκαλεί φόβο γίνεται αντικείμενο στοχασμού, έρχεται δηλαδή στα μέτρα του Έλληνα ανθρώπου της κλασικής εποχής. Για τους Επικούρειους, κάθε δραστηριότητα είναι σοφή, όταν έχει ως σκοπό να μάς οδηγήσει στην ευτυχισμένη ζωή. Το βαρύ καθήκον της ευτυχίας ο μεγάλος Έλληνας το πήρε απ’ τους θεούς και το έριξε στους ανθρώπους. Ευτυχισμένη ζωή δεν νοείται μέσα στο φόβο· οι αγαπημένοι φίλοι, η ευδαιμονία και η αταραξία του σώματος και της ψυχής είναι η μόνη εγγύηση της ευτυχίας για τους θνητούς. ΟΕπίκουρος για τον Λουκρήτιο ήταν θεός αφού ήταν εκείνος που πρώτος βρήκε το νόημα της ζωής, ό,τι σήμερα ονομάζουμε σοφία, εκείνος που με την επιστημοσύνη του άρπαξε τη ζωή μέσα απ’ τις τόσες ανεμοζάλες κι από βαθιά σκοτάδια, και την απίθωσε σε τέτοιο γαλήνιο λιμάνι και σε τόσο καθάριο φως.
ΑΝΟΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ ΠΗΓΗ:http://tvxs.gr

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ

Ο Εμπεδοκλής γεννήθηκε στον Ακράγαντα, μια από τις ωραιότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, το 490 π.Χ. Θα πρέπει να ήρθε σε επαφή τόσο με τους Πυθαγόρειους όσο και με τον ηρακλειτισμό, ρεύματα με ζωηρή απήχηση στη Σικελία· θα πρέπει επίσης να συνάντησε τον Παρμενίδη και τον Αισχύλο. Παράλληλα όμως με αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα που γνώ­ρισε ο Εμπεδοκλής, οφείλουμε ιδιαίτερη μνεία στα μυστικιστικά ρεύματα και ιδιαίτερα στη λατρεία του Διόνυσου. Τη λατρεία αυτή καλλιεργούσαν κυρίως ορισμένοι πλάνητες μυστικιστές, που εξόρκιζαν αρρώστους, μιλούσαν με χρησμούς και συνέτασσαν Καθαρμούς. Οι παραδόσεις αυτές παρείχαν ενδεχομένως στον Εμπεδοκλή τα στοιχεία για τη διάπλαση του προσώπου με το οποίο μας εμφανίζεται μέσα στα έργα του: προφήτης και θαυματουργός. Μάγος, αυτός, μεταξύ θνητών, απευθύνεται στους συμπολίτες του, στην αρχή των δικών του Καθαρμών, με τον εξής τρόπο:
 
...Αθάνατος εγώ κι όμοιος θεός πλανιέμαι,
κι όχι θνητός, ανάμεσα σε σας και τιμημένος
περιζωσμένος με ταινίες κι ολάνθιστα στεφάνια.
 
Ο μάγος αυτός, διακατεχόμενος από το θείο, μεταδίδει στους ανθρώπους το μήνυμα που αυτό του έχει εμφυσήσει· έχει τη δύναμη να θεραπεύει όσους υποφέρουν και να διδάσκει το δρόμο του πλούτου. Το ποίημά του Περί φύσεως ξεκινά με μια επίκληση που μας φέρνει βέβαια αμέσως στο νου την εισαγωγή του ποιήματος του Παρμενίδη:
 
Αλλά την τρέλα τους, θεοί, απ' τη γλώσσα μου αποδιώχτε
κι από άγια στόματα πηγή καθάρια αναβρύστε.
Και σένα, Μούσα ασπρόχερη και δοξαστή Παρθένα
παρακαλώ σε, όσο βολεί οι εφήμεροι ν’ ακούνε
απ’ της ευσέβειας τη γη καλόδηγο άρμα στείλε (απ. 3).
 
Ο μάγος αποκαλύπτει, λοιπόν, μιαν αλήθεια, προερχόμενη από τη θεότητα, της οποίας ο ίδιος δεν είναι παρά το υποχείριο (βλ. απ. 23). Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε πως αυτό είναι ένα από τα δυσκολότερα καθήκοντα, γιατί «το θεό να φτάσεις δε μπορείς με τα δικά μας μάτια κι ούτε να πιάσεις με τα χέρια σου, που ο πιο μεγάλος δρόμος της πειθούς τυχαίνει στα φρένα των ανθρώπων». Ο ίδιος άλλωστε ο Εμπεδοκλής παρουσιάζεται φυγάς θεόθεν και αλήτης (απ. 115), ανήκει λοιπόν κι αυτός στους καταδικασμένους να περιπλανώνται χρόνια ατέλειωτα. Αυτή ωστόσο η εξορία του φιλοσόφου συνίσταται σε συνεχείς διαδοχικές μετενσαρκώσεις: χάρη σ’ αυτές τις ποικίλες μεταναστεύσεις από ύπαρξη σε ύπαρξη καταφέρνει και γνωρίζει ολόκληρο τον κύκλο των όντων. Γιατί ο Εμ­πεδοκλής μας λέει ότι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του: «Γιατί ήμουν εγώ κάποτες αγόρι και κορίτσι, πουλί και θάμνος και βουβό μέσα στο κύμα ψάρι»(απ. 117). Βυθίστηκε, με άλλα λόγια, βαθιά μέσα στο μείγμα απ’ όπου τα πάντα, κι ο άνθρωπος ακόμα, γεννιούνται (απ. 9). Περνώντας από τη μια ζωή στην άλλη, ο Εμπεδοκλής κατόρθωσε να αφομοιώσει το μυστικό της πολλαπλότητας των δυνάμεων που συγκροτούν ή αποδιαρθρώνουν τα στοιχεία.
Γι’ αυτό κι ο Εμπεδοκλής διακήρυσσε πως κατέχει μια δύναμη υπεράνθρωπη, σε σημείο που να μπορεί να προστάζει και το θάνατο ακόμα- ο ίδιος, άλλωστε, δεν λέει άραγε ότι:
 
Φάρμακα όσα έχουν βρεθεί για τα κακά θα μάθεις
και για τα γηρατειά, τι όλα θα πω σε σένα μόνο
και των ακούραστων ανέμων την ορμή θα πάψεις,
που πα στη γη φυσώντας τα χωράφια τα ρημάζουν
και πάλι σα θελήσεις τους ανέμους ξαναφέρνεις
κι από θολή βροχή καλοκαιρίσια φτιάχνεις ξέρα
για τους ανθρώπους κι από ξέρα δεντροθρόφες πάλι
πνοές θα πλάσεις, που αναβλύζουν από τον αιθέρα.
Και τη ζωή θα φέρεις απ' τον Άδη πεθαμένου (απ. 111);

Πολλά και θαυμαστά έργα αποδίδονται στη σοφία και τις ικανότητες του Εμπεδοκλή. Είχε ανακαλύψει πως μια επιδημία πανούκλας, που είχε ερημώσει τον Σελινούντα, οφειλόταν στις μολυσματικές αναθυμιάσεις κάποιων στάσιμων υδάτων, τα οποία βρίσκονταν δίπλα στην πόλη· ο Εμπεδοκλής χρηματοδότησε, με την ίδια του την περιουσία, τα αναγκαία έργα για την εκτροπή του ρου ενός γειτονικού ποταμού, ώστε τα τρεχούμενα νερά του να απολυμάνουν την περιοχή και να απομακρύνουν τις εστίες μόλυνσης. Γεμάτοι ευγνωμοσύνη οι κάτοικοι του Σελινούντα του επεφύλαξαν τιμές θεού. Λέγεται μάλιστα πως είχε μεταβάλει το κλίμα του Ακράγαντα, συμβουλεύοντας να φράξουν με γαϊδουροτόμαρα ένα στενό της περιοχής όπου εγκλωβίζονταν τα μελτέμια, που αποτελούσαν, λόγω της βιαιότητάς τους, μόνιμη απειλή για τις σοδειές.
Τα πιο εκπληκτικά όμως επιτεύγματα του Εμπεδοκλή σημειώθηκαν στην ιατρική. Αναφέρεται πως είχε καταφέρει να αναστήσει μια γυναίκα, που είχε ήδη τριάντα μέρες πάψει ν’ αναπνέει. Αυτή θα πρέπει να ήταν υστερική που είχε περιπέσει σ’ ένα είδος βαθύτατου λήθαργου. Ο Εμπεδοκλής, όμως, ανακάλυψε κάποιο σημείο θερμότητας στην επιφάνεια του σώμα­τός της και κατάφερε να την επαναφέρει στη ζωή.
Λέγεται ακόμα πως χάρη στην παντοδυναμία της μουσικής ήταν σε θέση να κατευνάζει τα πάθη, πράγμα που απέδειξε όταν κάποτε, φιλοξενούμενος, ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν νεαρό που είχε ορμήξει μαινόμενος στο
σπίτι του οικοδεσπότη του, κατηγορώντας τον τελευταίο επειδή είχε καταδικάσει τον πατέρα του σε θάνατο. Του χάρισε τη χαμένη του γαλήνη τραγουδώντας τους στίχους εκείνους της Οδύσσειας όπου γίνεται λόγος για το νηπενθές, το ναρκωτικό που ηρεμεί τον πόνο και την οργή και θεραπεύει όλες τις δυστυχίες.
Ο Εμπεδοκλής συμμετείχε ενεργότατα στην πολιτική ζωή της πόλης του. Ο πατέρας του, μάλιστα, είχε πρωτοστατήσει στην εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος· με το θάνατό του, όμως, η αριστοκρατική μερίδα ανέλαβε τις δυνάμεις της κι ο Εμπεδοκλής, συντασσόμενος με το λαό, αγωνίστηκε για τη διατήρηση της δημοκρατίας. Του προτάθηκε κά- ποια στιγμή ο τίτλος του βασιλιά αλλά αυτός τον αρνήθηκε. Πολλά ανέκδοτα μας τον παρουσιάζουν να κατακεραυνώνει όσους επιζητούσαν την απόκτηση κοινωνικών προνομίων. Μια παράδοση, μάλιστα, αναφέρει πως εξανάγκασε σε διάλυση τη Βουλή των Χιλίων, που συνεκροτείτο από πολίτες προερχόμενους μόνο από τις πλουσιότερες οικογένειες, βάσει ενός αυστηρότατου τιμοκρατικού συστήματος επιλογής. Ο Εμπεδοκλής προίκισε πολλές κοπέλες της πόλης και από νωρίς ήδη απέκτησε, χάρη στα έργα του, ιδιαίτερα μεγάλη δημοτικότητα, γεγονός που προκάλεσε, όπως είναι φυσικό, ζήλιες κι έχθρες.
Ο Εμπεδοκλής εγκατέλειψε την πατρίδα του για να ταξιδέψει, πηγαίνοντας αρχικά στους Θούριους και κατόπιν στην Ελλάδα. Λέγεται πως, όταν βρισκόταν στην Ολυμπία, έδωσε τους Καθαρμούς του στον ραψωδό Κλεομένη για να τους τραγουδήσει. Είναι πιθανόν, αν και όχι απόλυτα βέβαιο, πως επισκέφθηκε και την Αθήνα. Γύρω στο 440 π.Χ. αποφάσισε να επιστρέφει στον Ακράγαντα, εν τω μεταξύ όμως, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς απουσίας του, οι αντίπαλοί του είχαν επανακτήσει την επιρροή τους, με αποτέλεσμα να του απαγορευτεί η είσοδος στη πόλη. Έτσι, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξόριστος, με μόνη συνοδεία τον μαθητή του Παυσανία, συνθέτοντας ένα έργο περί φύσεως.
Πώς να επήλθε, άραγε, ο θάνατος ενός όντος με τέτοια εκπληκτική φύση; Δεν διαθέτουμε καμιά ασφαλή ιστορική μαρτυρία, τις ελλείψεις όμως της ιστορίας ήρθε να αναπληρώσει ο μύθος, σε σημείο πουν’ αποτελεί πια αναπόσπαστο στοιχείο της όλης ατμόσφαιρας που περιβάλλει το πρόσωπο του Εμπεδοκλή. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως πνίγηκε κολυμπώντας, ενώ άλλοι πως πέθανε από τις επιπλοκές που προκάλεσε ο τραυματισμός του λόγω της πτώσης του από ένα άρμα. Περισσότερο, όμως, μεγαλείο του χαρίζει ο θρύλος που τον θέλει να εξαφανίζεται μέσα στο ηφαίστειο της Αίτνας. Τα κυριότερα στοιχεία του μύθου, αφήνοντας κατά μέρος τις πολυάριθμες παραλλαγές, είναι τα εξής: Ο Εμπεδοκλής είχε ετοιμάσει μια θυσία κι είχε προσκαλέσει τους φίλους τους στο γιορτινό γεύμα που θα ακολουθούσε. Μόλις τέλειωσε το γλέντι, οι καλεσμένοι πήγαν να ξαπλώσουν κάτω από κάποια κοντινά δέντρα ενώ ο Εμπεδοκλής παρέμεινε στη θέση όπου καθόταν σε όλη τη διάρκεια της συνεστίασης. Όταν πια, το χάραμα, σηκώθηκαν, ο Εμπεδοκλής είχε εξαφανιστεί. Κάποιος υπηρέτης τους διηγήθηκε πως άκουσε, μέσα στη νύχτα, μια δυνατή φωνή να φωνάζει τον Εμπεδοκλή, ενώ, την ίδια στιγμή, φάνηκε κάποιο φως μέσα στον ουρανό. Τότε ο Παυσανίας συνέστησε στην ομήγυρη πως θα ’ταν μάταιη κάθε αναζήτηση, αφού ο Εμπεδοκλής ήταν πια θεός κι είχε εγκαταλείψει τη γη για ν’ αναληφθεί στα ουράνια. Πάνω σ’ αυτόν το μύθο χαράχτηκε ένας δεύτερος, που δεν έχει πάψει ακόμα να γεμίζει δέος τους ρομαντικούς. Λέγεται, έτσι, ότι ο Εμπεδοκλής ρίχτηκε μέσα στον κρατήρα της Αίτνας για να τον αποκαθάρει η φωτιά, να βυθιστεί στους κόλπους της Γαίας και να επανέλθει στον αέναο κύκλο των όντων, την αρχή, δηλαδή, της μετεμψύχωσης. Λέγεται, ακόμα, πως αργότερα το ηφαίστειο, σε μια έκρηξή του, ξέβρασε ένα χάλκινο πέδιλο του φιλοσόφου.
Έτσι, η ζωή του θαυματουργού-φιλοσόφου τελειώνει μέσα στο μυστήριο και τον θρύλο, μ’ έναν θάνατο εκπληκτικό, που θα εξάψει τη φαντασία του Χέλντερλιν και του Νίτσε.
Διαθέτουμε, τέλος, τους τίτλους δύο έργων του Εμπεδοκλή, τίτλους που ενδεχομένως οφείλουμε σε μεταγενέστερους του φιλοσόφου σχολιαστές: Περί Φύσεως και Καθαρμοί. Από αυτά τα δύο έμμετρα κείμενα δεν μας απομένουν σήμερα παρά μόνον κάποια αποσπάσματα.
ΠΗΓΗ: ΕΚΗΒΟΛΟΣ