Η νουβέλα
"Θάνατος στην Βενετία", γραμμένη το 1912 από τον Τόμας Μαν, τον
σημαντικότερο ίσως Γερμανό συγγραφέα του 20ου αιώνα, δεν είναι ένα κοινότυπο,
συνηθισμένο αφήγημα, ένα ηθικοπλαστικό έργο με κρυμμένα αοριστολογικά μηνύματα
που σαγηνεύουν. Είναι η καθ' εαυτή αντανάκλαση και κραυγή του ίδιου του
συγγραφέα, εικόνα του ραγισμένου καθρέφτη κάθε Δημιουργού που θυσιάζει τις
απολαύσεις της ζωής για την Τέχνη. Έργο, που αν και δεν αγγίζει καν τις 130
σελίδες, προσφέρει έναν ωκεανό δηλώσεων, υποδηλώσεων και ερμηνειών, απτών και
αφηρημένων νοημάτων της φιλοσοφικής και της αισθητικής σφαίρας. Η απαράμιλλη
χρήση ύφους και γλώσσας, συμβολισμών και αισθήσεων πίσω από την πλοκή,
λειτουργούν ως διάφανο τζάμι, που αν και προστατεύουν τον δημιουργό -και κάθε
δημιουργό- προβάλλουν καθαρά τον πόνο, τη γύμνια, όσο και τον εξαγνισμό και τη
λύτρωση. Οι ριπές της βροχής δακρύων για τα σιωπηρά, ασίγαστα πάθη, εφορμούν
στην καρδιά του αναγνώστη… Ένα από τα αγαπημένα μου έργα (αν και άργησα να το
καταλάβω)τέχνης ανώτατου επιπέδου, που μελετώντας (σκάβοντας πίσω από τον μύθο)
συναντά κανείς την αέναη, προαιώνια μάχη του Απόλλωνα και του Διονύσου. Οι
Αρχαιοελληνικοί Θεοί συγκρούονται και φιλιώνουν στην αρένα της ψυχής των
ανθρώπων, και δη του συγγραφέα. Ενώ, στον αντίθετο πόλο θα βρούμε τον αιθέριο
Έρωτα του Συμποσίου και του Φαίδρου, που ως άσβεστη φλόγα πυροδοτεί τον αγώνα
για το κυνήγι του Τέλειου και του Απείρου. Για τους λόγους αυτούς το παρόν
κείμενο προσφέρεται και για όσους δεν διάβασαν το βιβλίο ακόμα.
Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"
"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.
24.3.16
ΤΖΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο Giacomo Leopardi
γεννήθηκε στο Recanati της Ιταλίας το 1798. Γιος αριστοκρατικής οικογένειας,
έλαβε ευρεία μόρφωση και σε πολύ νεαρή ηλικία είχε ξεπεράσει τους δασκάλους
του. Συνέχισε την εκπαίδευσή του μόνος του, χρησιμοποιώντας τη βιβλιοθήκη του πατέρα
του, και μέχρι να γίνει 21, έμαθε Λατινικά, Αρχαία Ελληνικά, Αγγλικά, Εβραϊκά,
Γερμανικά και Ισπανικά, ξεκινώντας παράλληλα το έργο του στη μετάφραση και το
σχολιασμό των Κλασσικών. Η εξαιρετική του μνήμη και διάνοια καλλιεργήθηκαν σε
βάθος, η υγεία του όμως ήταν πάντα πολύ εύθραυστη και η όρασή του κακή. Δεν
έγινε κληρικός, όπως ήθελαν οι γονείς του, ούτε πραγματοποίησε τις ακαδημαϊκές
του φιλοδοξίες. Είχε πάντα δυσκολίες με τις κοινωνικές συναναστροφές και κυρίως
με τις γυναίκες. Και οι τρεις μεγάλοι έρωτες της ζωής του δεν βρήκαν
ανταπόκριση και βασανιζόταν από την απομόνωση και την κακή του υγεία. Ταξίδεψε
στη Ρώμη, όπου απογοητεύτηκε από την έλλειψη πνευματικών ερεθισμάτων, έζησε
κατά διαστήματα στο Μιλάνο και στη Φλωρεντία, όπου έγραψε μεγάλο μέρος των
έργων του, επιστρέφοντας συχνά στην πατρίδα του, κυρίως για οικονομικούς
λόγους. Άφησε την τελευταία του πνοή στη Νάπολη το 1837.
Κεντρικά θέματα της
ποίησής του είναι η ελπίδα, που αποδεικνύεται πλάνη, η μονοτονία της ύπαρξης,
και ο πόνος για τη σκληρή μοίρα του ανθρώπου. Απαισιόδοξη και τραγική στον
πυρήνα της, λυρική στην έκφρασή της, η ποίησή του έχει εξαιρετική ομορφιά και
προκαλεί μάλλον ψυχική ανάταση παρά μελαγχολία. Είναι επίσης βαθιά
φιλοσοφική, αν και το φιλοσοφικό του έργο εντοπίζεται κυρίως στα πεζά του
(Operette Morali, Pensieri, και στο εκτενές σημειωματάριό του, Zibaldone). Αν
και στη διάρκεια της ζωής του ο Leopardi είχε ελάχιστη επιρροή στους σύγχρονούς
του, μετά το θάνατό του έτυχε μεγάλης εκτίμησης, κυρίως με τη βοήθεια του κριτικού
Francesco De Sanctis. Πρόγονος των Ρομαντικών, έχει επηρεάσει, μεταξύ άλλων,
τους Pirandello, Ungaretti, Cardarelli και Quasimodo, αλλά και φιλόσοφους όπως
ο Nietzsche και ο Schopenhauer. Σήμερα θεωρείται από πολλούς ως ο
σπουδαιότερος ποιητής της Ιταλίας μετά το Δάντη, και, μαζί με τον Πετράρχη, ο
σπουδαιότερος λυρικός ποιητής της χώρας του.
Τα ποιήματα που ακολουθούν περιλαμβάνονται στα Canti, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του Leopardi. Tα ποιήματα "Το άπειρο" και "Στη σελήνη" είναι από τα διασημότερά του, ενώ τα ποιήματα "Από το ελληνικό του Σιμωνίδη" και "Του ιδίου" αποτελούν ένα δίδυμο που ο ποιητής εμπνεύστηκε από ένα επίγραμμα του Σιμωνίδη της Αμοργού.
1) Στη Σελήνη
Στη σελήνη Τώρα που
έκλεισε έναν κύκλο ο χρόνος
Θυμάμαι, ερχόμουν με τόση αγωνία
Εδώ στον λόφο και σε κοιτούσα
Σελήνη μου, γεμάτη χάρη.
Κι εσύ, εκκρεμής πάνω απ’ το δάσος
Το φώτιζες ολόκληρο, όπως τώρα. Τότε όμως
Το πρόσωπό σου ήταν θολό κι αβέβαιο
Από τα δάκρυα που έρχονταν στα βλέφαρά μου
Γιατί ήταν βάσανο η ζωή μου, κι είναι ακόμα,
Δεν αλλάζει, σελήνη αγαπημένη.
Κι όμως, μ’ ευχαριστεί
Ν’ αναπολώ την εποχή της δυστυχίας μου.
Είναι γλυκό, όταν είσαι νέος
Και η πορεία της μνήμης είναι σύντομη
Ενώ η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο πόνος.
Θυμάμαι, ερχόμουν με τόση αγωνία
Εδώ στον λόφο και σε κοιτούσα
Σελήνη μου, γεμάτη χάρη.
Κι εσύ, εκκρεμής πάνω απ’ το δάσος
Το φώτιζες ολόκληρο, όπως τώρα. Τότε όμως
Το πρόσωπό σου ήταν θολό κι αβέβαιο
Από τα δάκρυα που έρχονταν στα βλέφαρά μου
Γιατί ήταν βάσανο η ζωή μου, κι είναι ακόμα,
Δεν αλλάζει, σελήνη αγαπημένη.
Κι όμως, μ’ ευχαριστεί
Ν’ αναπολώ την εποχή της δυστυχίας μου.
Είναι γλυκό, όταν είσαι νέος
Και η πορεία της μνήμης είναι σύντομη
Ενώ η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο πόνος.
2) Το άπειρο
Πάντα αγαπούσα τον
έρημο λόφο
Κι αυτόν τον φράχτη, που σχεδόν κρύβει
Τον μακρινό ορίζοντα απ’ το βλέμμα.
Μα όπως κάθομαι και κοιτάζω
Τους αχανείς χώρους εκεί έξω
Τις υπεράνθρωπες σιωπές και τη βαθιά ησυχία
Βυθίζομαι στις σκέψεις, κι ο φόβος
Αγγίζει την καρδιά μου. Κι όταν ακούω
Τον άνεμο να μαίνεται στα δέντρα
Εκείνη φέρνω την ατέλειωτη σιωπή
Δίπλα σε τούτη τη φωνή, κι έρχεται το άπειρο
Στο νου μου, κι οι εποχές που φεύγουν
Και η τωρινή που ζει, κι ο ήχος της. Έτσι
Στην απεραντοσύνη αυτή πνίγεται η σκέψη μου
Και ναυαγώ γλυκά σε τέτοια θάλασσα.
Κι αυτόν τον φράχτη, που σχεδόν κρύβει
Τον μακρινό ορίζοντα απ’ το βλέμμα.
Μα όπως κάθομαι και κοιτάζω
Τους αχανείς χώρους εκεί έξω
Τις υπεράνθρωπες σιωπές και τη βαθιά ησυχία
Βυθίζομαι στις σκέψεις, κι ο φόβος
Αγγίζει την καρδιά μου. Κι όταν ακούω
Τον άνεμο να μαίνεται στα δέντρα
Εκείνη φέρνω την ατέλειωτη σιωπή
Δίπλα σε τούτη τη φωνή, κι έρχεται το άπειρο
Στο νου μου, κι οι εποχές που φεύγουν
Και η τωρινή που ζει, κι ο ήχος της. Έτσι
Στην απεραντοσύνη αυτή πνίγεται η σκέψη μου
Και ναυαγώ γλυκά σε τέτοια θάλασσα.
3) Από το ελληνικό του Σιμωνίδη
Όλα στον κόσμο αυτό
Είναι στου Δία το χέρι, γιε μου
Του Δία, που κάθε πράγμα διευθετεί
Κατά την θέλησή του.
Μα η σκέψη μας, τυφλή, φροντίζει και μοχθεί
Για εποχές μακρινές
Κι ας είναι η τύχη μας στα χέρια τ’ ουρανού
Κι η πορεία των ανθρώπων
Από μέρα σε μέρα.
Όλους μας τρέφει η όμορφη ελπίδα
Με οπτασίες γλυκές, που μας κουράζουν.
Άλλοι την φίλη αυγή
Άλλοι το μέλλον μάταια περιμένουν.
Κανείς δεν ζει στη γη χωρίς να σκέφτεται
Ότι τον χρόνο που έρχεται
Εύσπλαχνοι θα ‘ναι, επιεικείς
Ο Πλούτωνας κι οι άλλοι θεοί.
Όμως, πριν φτάσει η ελπίδα στο λιμάνι
Ήδη πολλούς τα γηρατειά έχουν δέσει
Κι άλλους η ασθένεια οδηγεί στη σκούρα Λήθη.
Αυτόν ο σκληρός Άρης, κι εκείνον
Το κύμα του πελάγους έχει αρπάξει.
Άλλοι από μαύρες έγνοιες λιώνουν
Ή λυπημένο κόμπο δένουν στο λαιμό
Υπόγειο ζητώντας καταφύγιο.
Έτσι από χίλια πάθη βασανίζονται
Άγριος κι ανόμοιος όχλος
Οι δύστυχοι θνητοί.
Εγώ όμως λέω ότι όποιος είναι συνετός
Και δεν θέλει να σφάλλει
Δεν θ’ ανεχόταν να υποφέρει τόσο
Και ν’ αγαπήσει μόνο
Τα βάσανα και τον δικό του πόνο.
Είναι στου Δία το χέρι, γιε μου
Του Δία, που κάθε πράγμα διευθετεί
Κατά την θέλησή του.
Μα η σκέψη μας, τυφλή, φροντίζει και μοχθεί
Για εποχές μακρινές
Κι ας είναι η τύχη μας στα χέρια τ’ ουρανού
Κι η πορεία των ανθρώπων
Από μέρα σε μέρα.
Όλους μας τρέφει η όμορφη ελπίδα
Με οπτασίες γλυκές, που μας κουράζουν.
Άλλοι την φίλη αυγή
Άλλοι το μέλλον μάταια περιμένουν.
Κανείς δεν ζει στη γη χωρίς να σκέφτεται
Ότι τον χρόνο που έρχεται
Εύσπλαχνοι θα ‘ναι, επιεικείς
Ο Πλούτωνας κι οι άλλοι θεοί.
Όμως, πριν φτάσει η ελπίδα στο λιμάνι
Ήδη πολλούς τα γηρατειά έχουν δέσει
Κι άλλους η ασθένεια οδηγεί στη σκούρα Λήθη.
Αυτόν ο σκληρός Άρης, κι εκείνον
Το κύμα του πελάγους έχει αρπάξει.
Άλλοι από μαύρες έγνοιες λιώνουν
Ή λυπημένο κόμπο δένουν στο λαιμό
Υπόγειο ζητώντας καταφύγιο.
Έτσι από χίλια πάθη βασανίζονται
Άγριος κι ανόμοιος όχλος
Οι δύστυχοι θνητοί.
Εγώ όμως λέω ότι όποιος είναι συνετός
Και δεν θέλει να σφάλλει
Δεν θ’ ανεχόταν να υποφέρει τόσο
Και ν’ αγαπήσει μόνο
Τα βάσανα και τον δικό του πόνο.
Του ιδίου Όλα
τ’ ανθρώπινα διαρκούν μια στιγμή
Το είπε ο σοφός γέροντας της Χίου
Κι είχε δίκιο: τα φύλλα κι οι άνθρωποι
Έχουν την ίδια μοίρα.
Λίγοι όμως μέσα τους κρατούν
Τη φωνή αυτή. Στην ανήσυχη ελπίδα
Κόρη της νεανικής καρδιάς
Όλοι δανείζουν χώρο.
Όσο είναι το άνθος άλικο
Κι η ηλικία μας άγουρη
Μάταια η ψυχή, κενή και φαντασμένη
Τρέφει εκατό γλυκές ελπίδες
Χωρίς να περιμένει γηρατειά και θάνατο.
Για την αρρώστια, ο υγιής
Και ρωμαλέος άνθρωπος
Δεν νοιάζεται ποτέ.
Μα είναι άμυαλος όποιος δεν βλέπει
Της νεότητας τα γρήγορα φτερά
Κι ότι απ’ την κούνια ο θάνατος δεν είναι μακριά.
Εσύ, έτοιμος να κάνεις το μοιραίο βήμα
Για το βασίλειο του Πλούτωνα
Θυμήσου:
Στις ηδονές του σήμερα
Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή σου.
Το είπε ο σοφός γέροντας της Χίου
Κι είχε δίκιο: τα φύλλα κι οι άνθρωποι
Έχουν την ίδια μοίρα.
Λίγοι όμως μέσα τους κρατούν
Τη φωνή αυτή. Στην ανήσυχη ελπίδα
Κόρη της νεανικής καρδιάς
Όλοι δανείζουν χώρο.
Όσο είναι το άνθος άλικο
Κι η ηλικία μας άγουρη
Μάταια η ψυχή, κενή και φαντασμένη
Τρέφει εκατό γλυκές ελπίδες
Χωρίς να περιμένει γηρατειά και θάνατο.
Για την αρρώστια, ο υγιής
Και ρωμαλέος άνθρωπος
Δεν νοιάζεται ποτέ.
Μα είναι άμυαλος όποιος δεν βλέπει
Της νεότητας τα γρήγορα φτερά
Κι ότι απ’ την κούνια ο θάνατος δεν είναι μακριά.
Εσύ, έτοιμος να κάνεις το μοιραίο βήμα
Για το βασίλειο του Πλούτωνα
Θυμήσου:
Στις ηδονές του σήμερα
Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή σου.
Πηγή:http://philipposphilios.com
ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ
1) Μέθα
Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ
ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
μιᾶς τάφρου, στὴ
μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις
ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ
στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί
ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ
κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν:
Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ
μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή,
μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ
μέθα!...
2) Μεθύστε
Πρέπει νά ῾σαι
πάντα μεθυσμένος.
Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία:
εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ
φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους
σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα.
Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση
ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.
Καὶ ἂν μερικὲς
φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
στὸ πράσινο χορτάρι
ἑνὸς χαντακιοῦ,
μέσα στὴ σκυθρωπὴ
μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
ξυπνᾶτε, μὲ τὸ
μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ
κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει,
τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
καὶ ὁ ἀέρας, τὸ
κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ
μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε
οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε
χωρὶς διακοπή!
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση
ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
3) Ὕμνος
Στὴ πολυαγάπητη, στὴ
πιὸ ὄμορφή μου
ποῦ φῶς γεμίζει μου
τὴ καρδιά,
στὸ ἀθάνατο εἴδωλο,
στὸ σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε»
παντοτινά!
Δρυσοξεχύνεται μέσ᾿
στὴ ζωή μου
σὰν ἕνα ἀγέρι
θαλασσινὸ
καὶ τὴν ἀχόρταγη
φέρνει ψυχή μου,
σ᾿ ἀθανασίας πόθο
τρανό.
Σὰ μυροφόρι πάντα
σκορπίζει
στὴν ἀτμόσφαιρα
γλυκιὰ εὐωδιά,
σὰ θυμιατήρι κρυφὰ
καπνίζει
λησμονημένο μέσ᾿ στὴ
νυχτιά.
Ἔρωτα ἀμόλυντε πῶς
νὰ σοῦ γράψει
ὁ νοῦς τὶς χαρές
της ἀληθινά;
Σπόρος τοῦ μόσχου ῾ναι
ποὺ ῾χουνε θάψει
μέσα στοῦ τάφου μου
τὴ σκοτεινιά.
Στὴ πολυαγάπητη, στὴ
πιὸ ὄμορφή μου
πού ῾ναι ἡ χαρά μου
κι ὅλη μου ἡ ὑγειά,
στὸ ἀθάνατο εἴδωλο,
στὸ σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε»
παντοτινά!
4) Ὁ θάνατος τῶν ἐραστῶν
Κρεβάτια θὰ ῾χουμε ἄνθινα
γεμάτα αἰθέρια μύρα·
ντιβάνια ὁλοβελούδινα
σὰ μνήματα βαθιά·
στὶς ἐταζέρες
λούλουδα παράξενα τριγύρα,
ποὺ ἀνοίξανε μόνο
γιὰ μᾶς σὲ μέρη μαγικά.
Καὶ ποιὰ τὴν ἄλλη νὰ
ὑπερβεῖ στὴν ὕστατη φωτιά τους,
οἱ δυὸ καρδιές μας
-σὰ τρανὲς λαμπάδες δυό- μαζί
θὰ
διπλοκαθρεφτίσουνε τὸ διπλοφώτισμά τους
στὰ πνεύματά μας ποὺ
῾ναι δυὸ καθρέπτες ἀδερφοί.
Καὶ μία βραδιὰ ὁλογάλανη,
ρόδινη, μυστικὴ
θὲ ν᾿ ἀνταλάξουμε ἄξαφνα
τὴν ἴδια ἀναλαμπή,
σὰν ἕνα
μακροθρήνημα ποὺ φέρνει ὁ χωρισμός·
κι ἀργότερα ἕνας Ἄγγελος
θά ῾ρθει φῶς νὰ χύσει,
-τὶς πόρτες
μισανοίγοντας πιστὸς καὶ χαρωπός-,
στοὺς δυὸ καθρέπτες
τοὺς θαμπούς,
στὶς φλόγες ποὺ ῾χαν
σβήσει.
5) Τὸ παλιὸ
μπουκαλάκι
Σὰ σεντούκι ἀνοίξεις
παλιό, ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολὴ φερμένο
ποὺ ἡ κλειδαριά του
μορφάζει, τρίζοντας φρικτὰ
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ξεχυθοῦν,
μύρια ἀρώματα βαριὰ ποὺ ζαλίζουν
ἢ σὲ σπιτιοῦ ἐρημωμένου
ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο καὶ μαῦρο
ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ἀναπηδήσει
μία ψυχὴ μὲ λαχτάρα νὰ ἐπιστρέψει
Χίλιες σκέψεις ποὺ
κοιμόνταν στὰ βαριὰ τὰ ἐρέβη, ἐπιστρέφουν
-χρυσαλίδες ποὺ ἀστράφτουν,
μὲ ὁρμὴ
τὰ γαλάζια καὶ ρὸζ
σὰ μὲ γλάσο φτιαγμένα
φτερὰ τοὺς τινάζουν
ζαλισμένος τὰ μάτια
σου κλείνεις
τὴ ψυχή σου ὁ ἴλιγγος
νικημένη ἀδράχνει
μὲ ὁρμὴ τὴ σκουντᾶ
σὲ βάραθρο μαῦρο
σκοτεινό, ἀπὸ ἀνθρώπινα
μιάσματα γεμάτο
Στὴν ἄκρη τοῦ
γκρεμοῦ τήνε σπρώχνει
κεῖ ὅπου ὁ Λάζαρος
ζέων, τὸ σάβανό του
μὲ δύναμη σκίζει καὶ
τὸ πτῶμα ξυπνᾶ
γοητευτικὸ μὰ καὶ
πένθιμο, μιᾶς ἀγάπης παλιᾶς ξεχασμένης
Κι ἐγὼ ἔτσι, ὅταν θὰ
῾χω ἀπ᾿ τὴ μνήμη τῶν γύρω χαθεῖ
καὶ θὰ μ᾿ ἔχουν
πετάξει ραγισμένο, εὐτελὲς μπουκαλάκι
στὴ γωνιὰ μιᾶς ἀπαίσιας
ντουλάπας λυπημένο καὶ βρώμικο
θολό, σκονισμένο
Τὸ φέρετρό σου θὰ ῾χω
γίνει ἀγαπημένη μου ἀνομία,
μάρτυς ολεθριας
δύναμης ποὺ πάνω μου, κάποτε ἀσκοῦσες
προσφιλὲς δηλητήριο
ἀπὸ ἀγγέλους φτιαγμένο
ἡδύποτο ποὺ μοῦ
κατέτρωγε τὴ καρδιὰ καὶ τὸ αἷμα.
ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ,
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Πηγή:http://philipposphilios.com
ΡΑΝΤΓΙΑΡΝΤ ΚΙΠΛΙΝΓΚ & ΑΝ
ΚΙΠΛΙΝΓΚ
Αν μπορείς να κρατάς την ψυχραιμία σου
όταν οι άλλοι χάνουν τη δική τους
και ρίχνουν σε σένα την ευθύνη και την αιτία της αδυναμίας τους.
Αν έχεις πίστη στον εαυτό σου όταν οι άλλοι αμφιβάλλουν για σένα
και δε σε πειράζει αυτή η δυσπιστία τους
Αν μπορείς καρτερικά να περιμένεις χωρίς να σε κουράζει η αναμονή,
ή όταν διαδίδουν ψέματα για σένα να μην ξεπέφτεις και συ στο ψέμα,
ή όταν φανερά σου δείχνουν μίσος να μην αφήσεις το μίσος να σε καταλάβει,
κι όμως να μη φαίνεσαι πολύ αγαθός μήτε πολύ στοχαστικός στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι είσαι ικανός δίχως να γίνεσαι σκλάβος των ονείρων
Αν να δέχεσαι μπορείς θρίαμβο και όλεθρο το ίδιο
και να αντιμετωπίζεις παρόμοια και τα δύο
Αν είσαι σε θέση να υπομένεις ακούοντας την αλήθεια που συ είπες,
να επαναλαμβάνεται αλλοιωμένη από πονηρούς
που επιδιώκουν έτσι να παγιδέψουν αφελείς,
ή να παρατηρείς αυτά που συ τους έδωσες ζωή,
σπασμένα να κείτονται και παραπεταμένα
και να φτιάχνεις εξαρχής με εργαλεία φθαρμένα.
Αν τολμάς όλα σου τα πλούτη μαζεμένα
να τα παίζεις κορώνα-γράμματα μεμιάς,
να χάνεις κι απ' την αρχή να ξεκινάς χωρίς
να μέμφεσαι για τη μοίρα σου κανέναν
Αν μπορείς να κάνεις καρδιά, νεύρα και μυς
να σε υπηρετούν ακόμα κι όταν έχουν καταρρεύσει,
και γερά να κρατάς, ενώ δεν υπάρχει εντός σου
τίποτε πέρα από τη θέληση που τους λέει «βαστάτε!»
Αν μπορείς να μιλάς με χιλιάδες
κι όμως να κρατάς την αρετή σου,
ή να περπατάς με κυβερνήτες
κι όμως να μην αλλάζεις την απλή ζωή σου.
Αν ούτε εχθροί σε βλάψουν μπορούν,
μα ούτε και κοντινότεροι φίλοι,
Αν όλοι έχουν την ίδια αξία για σένα
και κανείς πιο πολύ από τους άλλους
Αν μπορείς να γεμίζεις τη μέρα σου
με εικοσιτέσσερις ώρες αξίας ζωής,
τότε δική σου θα είναι όλη η Γη
με όλα της τα αγαθά κι ακόμη:
Αληθινά θα είσαι Άνθρωπος παιδί μου.
(Φοβερό! Ανεπανάληπτο! καταπληκτικό!)
και ρίχνουν σε σένα την ευθύνη και την αιτία της αδυναμίας τους.
Αν έχεις πίστη στον εαυτό σου όταν οι άλλοι αμφιβάλλουν για σένα
και δε σε πειράζει αυτή η δυσπιστία τους
Αν μπορείς καρτερικά να περιμένεις χωρίς να σε κουράζει η αναμονή,
ή όταν διαδίδουν ψέματα για σένα να μην ξεπέφτεις και συ στο ψέμα,
ή όταν φανερά σου δείχνουν μίσος να μην αφήσεις το μίσος να σε καταλάβει,
κι όμως να μη φαίνεσαι πολύ αγαθός μήτε πολύ στοχαστικός στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι είσαι ικανός δίχως να γίνεσαι σκλάβος των ονείρων
Αν να δέχεσαι μπορείς θρίαμβο και όλεθρο το ίδιο
και να αντιμετωπίζεις παρόμοια και τα δύο
Αν είσαι σε θέση να υπομένεις ακούοντας την αλήθεια που συ είπες,
να επαναλαμβάνεται αλλοιωμένη από πονηρούς
που επιδιώκουν έτσι να παγιδέψουν αφελείς,
ή να παρατηρείς αυτά που συ τους έδωσες ζωή,
σπασμένα να κείτονται και παραπεταμένα
και να φτιάχνεις εξαρχής με εργαλεία φθαρμένα.
Αν τολμάς όλα σου τα πλούτη μαζεμένα
να τα παίζεις κορώνα-γράμματα μεμιάς,
να χάνεις κι απ' την αρχή να ξεκινάς χωρίς
να μέμφεσαι για τη μοίρα σου κανέναν
Αν μπορείς να κάνεις καρδιά, νεύρα και μυς
να σε υπηρετούν ακόμα κι όταν έχουν καταρρεύσει,
και γερά να κρατάς, ενώ δεν υπάρχει εντός σου
τίποτε πέρα από τη θέληση που τους λέει «βαστάτε!»
Αν μπορείς να μιλάς με χιλιάδες
κι όμως να κρατάς την αρετή σου,
ή να περπατάς με κυβερνήτες
κι όμως να μην αλλάζεις την απλή ζωή σου.
Αν ούτε εχθροί σε βλάψουν μπορούν,
μα ούτε και κοντινότεροι φίλοι,
Αν όλοι έχουν την ίδια αξία για σένα
και κανείς πιο πολύ από τους άλλους
Αν μπορείς να γεμίζεις τη μέρα σου
με εικοσιτέσσερις ώρες αξίας ζωής,
τότε δική σου θα είναι όλη η Γη
με όλα της τα αγαθά κι ακόμη:
Αληθινά θα είσαι Άνθρωπος παιδί μου.
(Φοβερό! Ανεπανάληπτο! καταπληκτικό!)
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής κ.ο.μ. ο Επικούρειος Πέπος.
ΒΟΛΦΓΚΑΓΚ ΓΚΑΙΤΕ & ΦΑΟΥΣΤ
ΦΑΟΥΣΤ: Πως λέγεσαι;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Η ερώτηση είναι ταπεινή,
για έναν το Λόγο που έτσι δα καταφρονεί,
που για φαινόμενα ούτε καν τον μέλει
και το βάθος των όντων μόνο θέλει.
για έναν το Λόγο που έτσι δα καταφρονεί,
που για φαινόμενα ούτε καν τον μέλει
και το βάθος των όντων μόνο θέλει.
ΦΑΟΥΣΤ: […]Ποιος
είσαι, ε;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Μέρος από την δύναμη μου πιάνει,
όλο κακό να κάμει και καλό όλο κάνει.
όλο κακό να κάμει και καλό όλο κάνει.
ΦΑΟΥΣΤ: Με το αίνιγμα τούτο τι εννοείς;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Το πνεύμα είμαι που πάντα αρνιέται!
Και με δίκιο∙ διότι ό,τι κι αν γεννιέται,
αξίζει κιόλας να χαθεί∙
πιο καλά, τίποτα αν δεν είχε γεννηθεί.
Έτσι, όλα όσα αμαρτία εσείς τα λέτε,
καταστροφή, με λέξη μια: κακό,
είναι στοιχείο μου εμέ πραγματικό.
Και με δίκιο∙ διότι ό,τι κι αν γεννιέται,
αξίζει κιόλας να χαθεί∙
πιο καλά, τίποτα αν δεν είχε γεννηθεί.
Έτσι, όλα όσα αμαρτία εσείς τα λέτε,
καταστροφή, με λέξη μια: κακό,
είναι στοιχείο μου εμέ πραγματικό.
Η
Τραγωδία ξεκινάει με τον Κύριο (Θεός) και τον Μεφιστοφέλη (Διάβολος) να
συζητούν για την ανικανοποίητη φύση του λόγιου Δρ Φάουστ που ξόδεψε όλη του τη
ζωή στην απόκτηση γνώσης χωρίς όμως να φτάσει στην αλήθεια, χαραμίζοντας έτσι
τα νιάτα του. Η ψυχή του πρωταγωνιστή παρουσιάζεται χωρισμένη στα δύο, πράγμα
που τον έχει οδηγήσει στην απελπισία χάνοντας την όρεξη για ζωή. Ο Κύριος δεν
μπορεί να προστατέψει τον δούλο του, όσο αυτός βρίσκεται εν ζωή, εν αντιθέσει
με τον Μεφιστοφέλη, που μπορεί να τον διεκδικήσει….
Μέσα
στην απόλυτη απόγνωση και στην προσπάθεια του να βρει μια διέξοδο στην ζωή του
που έχει τελματώσει, ο Φάουστ προβαίνει στις απαραίτητες προετοιμασίες:
μια νύχτα στο τρίστρατο του δάσους Σπένσερ, κοντά στο Βίτενμπεργκ, γύρω στις
δέκα η ώρα, αφού σχηματίζει ορισμένους κύκλους με το μαγικό ραβδί του,
επικαλείται το διάβολο. Αργότερα το ίδιο βράδυ και χωρίς να έχει
παρουσιαστεί κανένα πνεύμα από την επίκληση, βρίσκουμε τον Φάουστ στο εργαστήρι
του να πειραματίζεται με τις αλχημιστικές επιστήμες και να μελετάει την Αγία
Γραφή. Ο Μεφιστοφέλης, ωστόσο, που εισάκουσε το κάλεσμα, εμφανίζεται αρχικά με
τη μορφή ενός σκύλου που εισβάλλει στο σπίτι του Φάουστ και
μεταμορφώνεται σε πλανόδιο μαθητή κατά τη διάρκεια ενός από τα γνωστά
παραληρήματα του για τους ανώφελους κόπους της ζωής του όπου και
βρίσκει σαν αφορμή για να κουβεντιάσει μαζί του. Εκεί ο Μεφιστοφέλης
του τάζει όλα όσα δεν έχει επιτύχει στην χαμένη του ζωή, του τάζει την ίδια την
πεμπτουσία της ζωής: χρόνο, και ο Φάουστ εμφανίζεται πρόθυμος να συνάψει
συμμαχία μαζί του. Η μεταξύ τους συνδιαλλαγή αφορά την ανταλλαγή της ψυχής
του Φάουστ για την νεότητα του. Πιο συγκεκριμένα ο Μεφιστοφέλης ορκίζεται:
1. να
δώσει πίσω στον Φάουστ την χαμένη του νεότητα για εικοσιτέσσερα χρόνια,
2. να του παρέχει όποια βοήθεια ή πληροφορία του ζητήσει ακολουθώντας τον πιστά από τότε και στο εξής,
3. και ποτέ να μην του πει ψέμματα.
2. να του παρέχει όποια βοήθεια ή πληροφορία του ζητήσει ακολουθώντας τον πιστά από τότε και στο εξής,
3. και ποτέ να μην του πει ψέμματα.
και ο
Φάουστ από πλευράς του ορκίζεται:
1.
στη λήξη των είκοσι τεσσάρων χρόνων να παραδώσει το σώμα και την ψυχή του στο
διάβολο,
2. να επιβεβαιώσει τη συμφωνία υπογράφοντας την με το αίμα του,
3. και να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη του.
2. να επιβεβαιώσει τη συμφωνία υπογράφοντας την με το αίμα του,
3. και να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη του.
Με
βάση αυτήν την συμφωνία, ο Μεφιστοφέλης κάνει τον Φάουστ νέο και ξεκινάνε το
ταξίδι τους. Μέσα από τη περιπλάνηση αυτή, ο ήρωας φαίνεται να ανακαλύπτει γνώση
που πρότερα δεν ήξερε ότι υπήρχε, βιώνει καταστάσεις και συναισθήματα
πρωτόγνωρα, ανακαλύπτει εκ νέου τον κόσμο και την ουσία του. Ο Φάουστ, με τη
βοήθεια του Μεφιστοφέλη ξεπερνάει όλες τις πρότερες ηθικές αναστολές του και οι
παρεκβάσεις από την καθημερινότητα διαδέχονται η μια την άλλη. Η νιότη σαν
έννοια διαποτίζει όλο το υπόλοιπο έργο και το ταξίδι αποκτά πλέον μια διάσταση
συμβολική. Διαμορφώνεται μία σκοτεινή αλληγορία μέσα από τις έντονες
αντιθέσεις: από την μία η διάχυτη θρησκευτικότητα που διακατέχει το έργο και
από την άλλη το βέβηλο περιεχόμενό του. Συνοδευμένος από τον Μεφιστοφέλη, ο
Φάουστ, μπαίνει σε καταγώγια που δε θα έμπαινε ποτέ, συνομιλεί με κακά πνεύματα
και αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στις ταβέρνες και στις διασκεδάσεις, σε γλέντια με
μάγισσες και φαντασμαγορικά νεραϊδένια πλάσματα με αποκορύφωμα την αποπλάνηση
ενός αθώου δεκαεξάχρονου κοριτσιού, της Μαργαρίτας, που του δίνεται ολόψυχα,
δίχως συμβιβασμούς και όρους. Η άβγαλτη Μαργαρίτα, η καταπιεσμένη από τη
μητέρα της, η χωρίς αυτοπεποίθηση κοπέλα της οποίας η μοίρα διαγράφεται ζοφερή,
είναι η μόνη που καταλαβαίνει-σαν από ένστικτο αγνής ψυχής-τον διάβολο σε
ολόκληρη την τραγωδία. Αυτό θα είναι όμως και η καταδίκη της. Στο τέλος
θα εγκαταλειφθεί από τον Φάουστ και σε παράφρονα κατάσταση θα σκοτώσει το παιδί
που απέκτησε μαζί του. Κατά τη διάρκεια αυτού του “ταξιδιού”, οι εικόνες
διαδέχονται η μία την άλλη με τρόπο λυρικό ενώ ταυτόχρονα τα συναισθήματα του
Φάουστ εναλλάσσονται: απελπισία-έρωτας-μετάνοια. Ωστόσο, η αρχική του συμφωνία,
όσο κυλάει ο ποιητικός χρόνος, κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία της,
δίνοντας τον τραγικό τόνο, αφού κατά πως φαίνεται, είναι απαράβατη και μη
αναστρέψιμη…
Το
έργο έχει την κλασική μορφή ποιητικού κειμένου με έντονα αρχαιοελληνικά τραγικά
στοιχεία. Υπάρχει η επίκληση στον ποιητή, υπάρχει ο χορός που ενσαρκώνεται στη
μορφή και στη φωνή των πνευμάτων και όλα δένουν με τρόπο επικό γύρω από τον
πρωταγωνιστή, ένα πρόσωπο εξαιρετικά τραγικό μέχρι το τέλος, που σφάλλει
μοιραία. Ενώ η συναισθηματική κλιμάκωση ακολουθεί γραμμική ανοδική πορεία, η
κάθαρση στο τέλος, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη αλλά προοικονομείται εμμέσως από
τον ίδιο το Μεφιστοφέλη, χωρίς όμως να διεκπεραιώνεται. Η γλώσσα είναι
περίπλοκη και οι εικόνες εναλλάσσονται ταχύτατα καθώς το ύφος είναι λυρικό,
πλούσιο σε συνδηλώσεις και μεταφορές. Μέσα σε όλη αυτή την γλαφυρότητα
ξεχωρίζουν αισθητά οι ατάκες του διαβόλου, λόγω γλωσσικής απλότητας και
αμεσότητας, πράγμα διόλου τυχαίο.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ (τραγουδεί παίζοντας κιθάρα)
Πουρνό πουρνό,
τι θες εδώ,
Κατερινιώ,
στην πόρτα του εραστή σου;
Να φυλαχτείς!
Κορίτσι αν μπεις,
μα δεν θα βγεις,
έξω κορίτσι πίσω.
τι θες εδώ,
Κατερινιώ,
στην πόρτα του εραστή σου;
Να φυλαχτείς!
Κορίτσι αν μπεις,
μα δεν θα βγεις,
έξω κορίτσι πίσω.
Κοίτα καλά!
Σα γίνει πια,
σου αφήνει γεια,
φτωχή, και ποιος τον πιάνει!
Η γνωστική,
μη χαριστεί,
στον εραστή,
ποτέ χωρίς στεφάνι.
Σα γίνει πια,
σου αφήνει γεια,
φτωχή, και ποιος τον πιάνει!
Η γνωστική,
μη χαριστεί,
στον εραστή,
ποτέ χωρίς στεφάνι.
Ο
Γκαίτε μέσα από την περιήγηση του Φάουστ απεικονίζει την σύγκρουση του
παλιού-μεσαίωνας-με την νεωτερική κοινωνία-Διαφωτισμός: ο Φάουστ διαβάζει στο
εργαστήρι του, την αρχή του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου-Εν Αρχή ην ο Λόγος-και
ψάχνει για νεωτερικές λέξεις προς αντικατάσταση της λέξης “Λόγος”, όπως Σκέψη,
Πράξη κ.τ.λ. Με αυτόν τον τρόπο ο Γκαίτε μας εισάγει ευθύς εξ αρχής στην
θρησκευτική αμφισβήτηση που είναι απόρροια του Διαφωτισμού. Η περιγραφή του
Γκαίτε της νεωτερικής κοινωνίας και του σύγχρονου πολιτισμού όπως αυτός
προκύπτει από τα γεγονότα της εποχής του, παρομοιάστηκε πολύ εύστοχα με την
ανάλυση της σύγχρονης υποκειμενικότητας από τον Χέγκελ στη Φαινομενολογία
του πνεύματος. Σχηματικά, ο Χέγκελ αναλύει πως μέσα από το “ταξίδι” του
Φάουστ αναβλύζουν οι πολιτικές, οι τεχνικές, οι αισθητικές (ρομαντικές και
κλασικές-αρχαίες Ελληνικές) και οι ηθικό-πρακτικές δομές της νεωτερικής
κοινωνίας του Διαφωτισμού. Ένα άλλο σημείο που το θίγει και ο Λιαντίνης στη
Γκέμμα και που αφορά την νέα υπό διαμόρφωση αυτή κοινωνία, είναι το “ερώτημα της
Μαργαρίτας”-που δεν είναι άλλο από το ερώτημα περί πίστεως-που η νέα
πραγματικότητα δεν ορίζει καταφατικά, αλλά μάλλον αγνωστικιστικά.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ποια είναι η γνώμη σου, πες, για την θρησκεία;
Είσαι τόσο καλός, όμως θαρρώ
πως δεν της δίνεις σημασία.
Είσαι τόσο καλός, όμως θαρρώ
πως δεν της δίνεις σημασία.
ΦΑΟΥΣΤ: […] Τη σέβομαι.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Όμως δίχως θέρμη. Είναι καιρός,
που ούτε εκκλησία σε είδε, ούτε πνευματικός.
Θεό πιστεύεις;
που ούτε εκκλησία σε είδε, ούτε πνευματικός.
Θεό πιστεύεις;
ΦΑΟΥΣΤ: Ποιος, καλή μου, θα τολμήσει
να πει πως στον θεό πιστεύει;
να πει πως στον θεό πιστεύει;
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν πιστεύεις δηλαδή;
ΦΑΟΥΣΤ: Ποιος με καρδιά, να πει τολμά:δεν τον πιστεύω;
Επιπλέον στοιχεία που αναβλύζουν μέσα από την περιήγηση της προσωπικής τραγωδίας του πρωταγωνιστή είναι το αμετάκλητο του θανάτου, το αμετάκλητο του γηράσκομεν, η ματαιοδοξία και η επιπολαιότητα, η ανούσια συσσώρευση γνώσεων καθώς και η άνιση μάχη του καλού με το κακό. Κέρδισε εντέλει ο Μεφιστοφέλης το αρχικό του στοίχημα με τον Κύριο; Ενώ η τραγικότητα του τέλους συνδηλώνει τον απόλυτο θρίαμβο του διαβόλου και του κακού πάνω στον Φάουστ και στο καλό, με μια φαινομενική διαλεκτική ανατροπή, ο Γκαίτε δείχνει έμμεσα ότι το στοίχημα το χάνει εντέλει ο διάβολος. Αν και η ίδια η ζωή υπόκειται σε περιοριστικούς όρους εκ φύσεως, ο Φάουστ επιχείρησε την υπέρβασή τους μέσα από μια διαρκή προσπάθεια αυτοπραγμάτωσης. Σε αυτή την υπαρξιακή διαπάλη ο Γκαίτε αποκωδικοποιεί την πραγματική αξία, την νίκη του καλού επί του κακού καθώς και την μόνη “σωτηρία” του νεωτερικού ανθρώπου. Ταυτοχρόνως, ο Γκαίτε προβλέπει ότι αυτή η προσπάθεια υπέρβασης της ίδιας της ύπαρξης μας, θα αποτελέσει το στοίχημα και του μέτα-νεωτερικού, του σύγχρονου δηλαδή, ανθρώπου. Με άλλα λόγια, ο Γκαίτε, και αυτό είναι το πιο σοκαριστικό όλων, προμηνύει το αδιέξοδο και της νεωτερικότητας, της εποχής του Διαφωτισμού δηλαδή.
Πηγή: http://philipposphilios.com
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος
ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ: Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ
Τη θεωρία της
ανακύκλωσης της ιστορίας και της αιώνιας ιδεικής ιστορίας που βασίζεται στην
αδιατάρακτη αλληλουχία των ρευμάτων και των αναρρευμάτων (corsi e recorsi), όπως
αποτυπώνονται στους θείους, στους ηρωικούς και στους ανθρώπειους θεσμούς,
εισηγείται ο Βίκο στη Νέα Επιστημονική Γνώση του. Το έργο αυτό του 1744, που
είναι ιστορικοφιλοσοφικό, γλωσσολογικό και νομικό, διέλυσε όλες τις κενοδοξίες
που έτρεφε η μέχρι την εποχή του συγγραφέα λογιοσύνη και έριξε άπλετο φως στην
πορεία των λαών από την εποχή της αγελαίας περιπλάνησής τους έως και τη
σύγχρονη εποχή. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι απολαμβάνει
διαχρονικώς εξαιρετική δημοφιλία, αποτελώντας όργανο όχι μόνο μελέτης, αλλά και
πνευματικής τέρψης. Στους οπαδούς του ναπολιτάνου διανοητή συγκαταλέγονται
κορυφαία πνεύματα από τον Κάρολο Μαρξ ως τον Τζαίημς Τζόυς και από τον
Μπενεντέτο Κρότσε ως τον Γύργκεν Χάμπερμας.
[185] Όσο εξασθενεί
η ικανότητα για στόχαση και λογισμό, τόσο κραταιώνεται η φαντασία.
[186] Το υψηλότερο
έργο της ποίησης είναι να δώσει αίσθημα και πάθος σε πράγματα αναίσθητα.
Χαρακτηριστική ιδιότητα των παιδιών είναι, όταν παίζουν, να παίρνουν στα χέρια
τους πράγματα άψυχα και να τους μιλάνε σαν να είναι πρόσωπα ζωντανά.
[211] Τα παιδιά
διαθέτουν σφριγηλότατη μνήμη, κι έτσι έχουν ζωηρότατη μέχρις υπερβολής
φαντασία, η οποία βεβαίως δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκτεταμένη ή σύνθετη
μνήμη.
[242] Οι λαοί είναι
εκ φύσεως πρώτα ωμοί, έπειτα σκληροί, κατόπιν πράοι, πιο ύστερα λεπτοφυείς και
στο τέλος έκλυτοι.
[273] Οι
αριστοκρατικές πολιτείες ήσαν επιφυλακτικές στο να διεξάγουν πολέμους, ακριβώς
επειδή δεν ήθελαν να συνηθίζουν σε αυτούς οι μάζες των πληβείων.
[283] Οι αδύναμοι
θέλουν νόμους· οι ισχυροί τους απορρίπτουν· οι φιλόδοξοι, προκειμένου να
αποκτήσουν οπαδούς, τους υποστηρίζουν· οι ηγεμόνες, προκειμένου να διατηρούν
την ισότητα μεταξύ ισχυρών και αδυνάμων, τους προστατεύουν.
[290] Η φυσική
ελευθερία είναι τόσο πιο άγρια όσο πιο άμεσα συνδέεται με το σώμα και την
επιβίωση του ανθρώπου ή την υπεράσπιση των περιουσιακών του αγαθών. Η πολιτική
δουλεία, αντίθετα, συνδέεται με την τυχαία απόκτηση αγαθών που δεν είναι
αναγκαία στη ζωή.
[292] Οι άνθρωποι
στην αρχή επιθυμούν να απαλλαγούν από τη δουλεία και ποθούν την ισότητα
(παράδειγμα έστω σαν οι πληβείοι στις αριστοκρατικές πολιτείες, οι οποίες
κατέληξαν να γίνουν δημοκρατικές)· κατόπιν επιδιώκουν πάση δυνάμει να
ξεπεράσουν όσους είναι ίσοι τους (παράδειγμα έστω σαν οι πληβείοι στις
δημοκρατικές πολιτείες, που εκφυλίστηκαν σε ολιγαρχίες) · τέλος, αναζητούν
τρόπους να είναι υπεράνω των νόμων (παραδείγματα έστω σαν οι αναρχούμενες ή
ασύδοτες δημοκρατικές πολιτείες, η χειρότερη δηλαδή υπαρκτή μορφή τυραννίδος,
όπου οι τύραννοι είναι τόσοι , όσοι και οι περιφερόμενοι θρασείς και έκλυτοι
στους δρόμους των πόλεων). Φθάνοντας οι πληβείοι στο σημείο αυτό
αντιλαμβάνονταν τα οικεία κακά και την αθλιότητα, στην οποία έχουν περιπέσει,
και, για να σωθούν, αναζητούν το σωστό φάρμακο στη μοναρχία. Αυτός είναι ο
φυσικός βασιλικός νόμος, δια του οποίου νομιμοποιεί ο Τάκιτος τη ρωμαϊκή
μοναρχία του Αυγούστου: qui cuncta, belliscivilibus fesa, nomine «principis» sub imperium accepit,
δηλαδή: ο οποίος Αύγουστος, υπήγαγε στην εξουσία του, θέτοντάς το κάτω από το
όνομα«princeps», παναπεί «ηγεμών» οτιδήποτε είχε απομείνει από τους εμφυλίους
πολέμους.
[311] Το φυσικό δίκαιο
των εθνών γεννήθηκε μαζί με τα έθιμα των εθνών που συνάδουν με την ανθρώπεια
κοινή αίσθηση, και τούτο μάλιστα χωρίς αναστοχαστικές μεσολαβήσεις ή
ακολουθώντας ο ένας το παράδειγμα του άλλου.
[319] Άνθρωποι με
περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα νομίζουν ότι το δίκαιο είναι αυτό που λένε
οι λέξεις του.
[323] Οι ευφυείς
άνθρωποι θεωρούν ότι το δίκαιο εκφράζει την αρχή του ίσου οφέλους για
όλα τα δυάδικα μέρη σε όλες τις επίδικες υποθέσεις.
[324] Αυτό που
είναι αληθές στους νόμους είναι ένα φως και μια λάμψη που διαφαίνουν τον
φυσικό τους λόγο. Γι’ αυτό και οι νομικοί συνηθίζουν να λένε verum est,
δηλαδή είναι αληθές, αντί του aequum est, που παναπεί είναι
δίκαιο.
*Giambattista Vico, «Η νέα επιστημονική γνώση», Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής, Αποσπάσματα σελ. 186
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)