“Αν παντρευτείς, θα το μετανιώσεις. Αν δεν
παντρευτείς, πάλι θα το μετανιώσεις. Παντρευτείς δεν παντρευτείς, θα το
μετανιώσεις. Αν γελάς με τις τρέλες τού κόσμου, θα το μετανιώσεις. Αν κλαις με
αυτές, πάλι θα το μετανιώσεις. Κλαις ή γελάς, θα το μετανιώσεις. Αν πιστεύεις
μια κοπέλα, θα το μετανιώσεις. Αν δεν την πιστεύεις, πάλι θα το μετανιώσεις.
Πιστεύεις δεν πιστεύεις, θα το μετανιώσεις. Αν κρεμαστείς, θα το μετανιώσεις,
αν δεν κρεμαστείς, πάλι θα το μετανιώσεις. Κρεμαστείς δεν κρεμαστείς, θα το
μετανιώσεις. Αυτό, κύριοι, είναι η ουσία και η κατάληξη όλης της πρακτικής
σοφίας.” «Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Είτε/Είτε : Μια Εκστατική Διάλεξη»
ΣΑΙΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ
Ο υπαρξιστής
φιλόσοφος Soren Kierkegaard γεννήθηκε στις 05/05/1813 στην Κοπεγχάγη. Ήταν το
έβδομο παιδί του Michael Pedersen Kierkegaard, ενός εύπορου υφασματέμπορου, και
της δεύτερης γυναίκας του, Anne Lund. Το 1830 εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή.
Εντρυφώντας στην αρχαία ελληνική γραμματεία γοητεύεται από τον Σωκράτη, τον
οποίο έχει πλέον ως πρότυπο. Το 1837 γνωρίζει τη Regine Olsen. Ένα χρόνο
αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο, μια κριτική σε νουβέλα του Hans
Christian Andersen. Οι αλλεπάλληλες οικογενειακές τραγωδίες-η μητέρα του και
πέντε από τα έξι αδέλφια του πεθαίνουν από αρρώστιες/δυστυχήματα-καθώς και το
έντονο θρησκευτικό οικογενειακό του περιβάλλον τον ωθούν να αφιερώσει τη ζωή
του στο “τι ακριβώς σημαίνει να είσαι χριστιανός στη σημερινή χριστιανοσύνη”.
Το 1841 ανακοινώνει στη Regine ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν, επειδή “λογοδοτεί
σ’ ένα ανώτερο δικαστήριο”. Υποβάλλει στη Θεολογική Σχολή το διδακτορικό του με
θέμα τη σωκρατική ειρωνεία. Το 1843 γράφει με ψευδώνυμο το “Είτε-Είτε”, που
σηματοδοτεί την αφετηρία του φιλοσοφικού του έργου. Τα τρία τελευταία χρόνια
της ζωής του ο Kierkegaard βάλλει κατά του εκκλησιαστικού κατεστημένου μέσα από
μια έντονα επικριτική αρθρογραφία στην εφημερίδα “Πατρίς” και στο δεκαπενθήμερο
φυλλάδιο “Στιγμή”. Πεθαίνει στις 11/11/1855, στα σαράντα δύο του χρόνια. Η
φιλοσοφία του υπήρξε σημείο αφετηρίας για τους κατοπινούς μελετητές όπως ο
Βίτγκενσταϊν, ο Χάιντεγκερ ο Μπουλκάκοφ, ο Σαρτρ, ο Μερλό-Ποντί, ο Καμύ, ο Κάφκα, η Ντε
Μποβουάρ κ.ά. και ο ίδιος θεωρείται πρόδρομος του Χριστιανικού
Υπαρξισμού της Υπαρξιακής Ψυχολογίας, του Υπαρξισμού,
του Μεταμοντερνισμού, του μεταστρουκτουαλισμού και
της νέο-ορθοδοξίας.
“Αν βλέπει σε μένα έναν απατεώνα…με
παρεξήγησε∙ αν βλέπει έναν πιστό αγαπητικό…πάλι με παρεξήγησε. […] Σε
λίγο ο αρραβώνας θα σπάσει. […] Θα λυθεί εκείνη για να δεθώ εγώ, όπως τα
λυτά μαλλιά δεσμεύουν περισσότερο από τα δεμένα. […] Αλλά έτσι είναι, ή το
κορίτσι ξελογιάζει τον άντρα ή ο άντρας το κορίτσι…”
Το “Ημερολόγιο ενός
διαφθορέα” είναι μια αυτοτελής νουβέλα από το έργο “Είτε-Είτε”
(Enten-Eller), που εκδόθηκε στην Κοπεγχάγη στις 15 Φεβρουαρίου 1843. Εκδότης
είναι ο Βίκτωρ Ερημίτης αλλά όχι και συγγραφέας. Η ανωνυμία του συγγραφέα
υποχρεώνει τον Κίρκεγκορ να διηγηθεί τον μύθο: Ο Βίκτωρ Ερημίτης αγόρασε κάποτε
από ένα παλαιοπωλείο ένα παλιό τραπέζι με συρτάρια. Σε ένα από τα συρτάρια
βρήκε τα χειρόγραφα ενός μικρού βιβλίου που έφερε τον τίτλο «Το Ημερολόγιο ενός
Διαφθορέα» που του κέντρισε το ενδιαφέρον και δίχως να καταφέρει να
αντισταθεί άρχισε να το διαβάζει…
Ο πρωταγωνιστής του
Ημερολογίου είναι ένας διανοητικός διαφθορέας, ο Ιωάννης, ο οποίος αντιστοιχεί
σε έναν καλλιεργημένο Δον Ζουάν∙ προικισμένο με πνεύμα, κυνικότητα και
μακιαβελική στον έρωτα στρατηγική. Εν αντιθέσει με την βιωματική φαιδρότητα του
Δον Ζουάν, ο σατανικός Ιωάννης, έλκεται από την πνευματική φαιδρότητα. Η
αυτοπεποίθηση και η ειρωνεία του, είναι τα μέσα εκπλήρωσης του ρόλου του ως
ερωτικός αποπλανητής και πνευματικός διαφθορέας νεαρών όμορφων κοριτσιών.
Η ικανοποίηση που λαμβάνει, είναι αμιγώς εγκεφαλική και προκύπτει μέσα από την
ολοκληρωτική κατάκτηση αγνών γυναικών και στη συγκεκριμένη περίπτωση, της
όμορφης Κορδελίας. Η στάση ζωής του είναι εστετιστική και η ηδονή που επιδιώκει
στιγμιαία, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να υποφέρει καθ’ όλη την διάρκεια των
εξομολογήσεων του από ανία, κενότητα και μελαγχολία, ενώ ο τρόπος γραφής του
δείχνει έναν ολοκληρωτικά μηδενιστικό τρόπο ζωής που οδηγεί με μαθηματική
ακρίβεια στην απόγνωση.
“Όπως ένας ζωγράφος ζωγραφίζει την αγαπημένη
του∙ ένας γλύπτης την πλαστουργεί∙ αυτό κάνω και εγώ, με πνευματικό τρόπο
όμως..”
Με μεγάλη
μυστικότητα εισχωρεί μέσα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του θύματος-Κορδελίας,
στο οικογενειακό ιστορικό της, στις καθημερινές δραστηριότητες της, στα
ταλέντα, στις αδυναμίες της, στους φίλους της, ακόμη και στη ντουλάπα της. Με
τον καιρό, ξετυλίγει το σχέδιο του αργά και με προσήλωση, λανσάροντας με
επιδεξιότητα τη σαγηνευτική του προσωπικότητα οδηγώντας την Κορδελία στην
ολοκληρωτική της παράδοση και στη στιγμιαία του ικανοποίηση-την οποία την
παρομοιάζει με “βιασμό”.
“Οι περισσότεροι απολαμβάνουν ένα κορίτσι
όπως ένα ποτήρι σαμπάνια- τη στιγμή που αφρίζει, αχ, ναι! Είναι νόστιμο
και για πολλά κορίτσια είναι το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς.”
Μέσα στον ιστό που
υφαινει για να την παγιδεύσει, δεν διστάζει να μανιπιουλάρει τον
ερωτευμένο μαζί της Εδουάρδο, γιο ενός χονδρέμπορου, καθώς και την θεία της.
Όλοι οι κοντινοί της άνθρωποι γίνονται πλέον πιόνια στην σκακιέρα του Ιωάννη, ο
οποίος επιδιώκει την συναίνεση από την θεία για τον αρραβώνα του μαζί της ενώ
ταυτόχρονα παίζει τον ρόλο του καρδιακού φίλου και μέντορα στον Εδουάρδο, με
απώτερο σκοπό να του φορτώσει την Κορδελία όταν θα έχει πλέον τελειώσει μαζί
της, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως “σωτήρα” του δράματος που περνάει… Η
αποπλάνηση διεκπεραιώνεται μέσα από δύο στάδια. Στο πρώτο, επιδιώκει να
κερδίσει την εμπιστοσύνη της και ταυτόχρονα να την κάνει να τον ερωτευτεί, ενώ
στο δεύτερο, και αφού την έχει κερδίσει, απομακρύνεται σταδιακά και ψυχραίνει
την στάση του, με αποκορύφωμα την διακοπή της σχέσης τους, κάνοντας την να
πιστεύει ότι είναι ελεύθερη. Η ηδονή έρχεται, με την συνειδητοποίηση από
πλευράς της, ότι τον θέλει ακόμα και πιο ολοκληρωτικά από ποτέ…
“Μα και βέβαια Κορδελία μου υπάρχει κάτι
βασιλικό στους τρόπους μου∙ αλλά εσύ δεν υποπτεύεσαι τίνος κράτους είμαι
βασιλιάς…”
Η αυτοβιογραφική
εξομολόγηση του Ιωάννη, έχει ποιητικό ύφος πλούσιο σε εικόνες,
συναισθήματα, κοπλιμέντα, ρομαντισμό και κτητικές αντωνυμίες που
φανερώνουν την ταραχώδη ψυχοσύνθεση του, τον
επιπόλαιο συναισθηματισμό του καθώς και την αυτοπεποίθηση του. Η ίδια η
ύπαρξη του Ημερολογίου, εξυπηρετεί την απεικόνιση των αναμνήσεων των επιθυμιών
που έχουν εκπληρωθεί. Ο επίλογος διαμορφώνεται από τις κυνικές παραδοχές του
Ιωάννη περί της ευγνωμοσύνης που η Κορδελία του οφείλει για αυτή την σχέση, την
άρνηση του να την αποχαιρετίσει λόγω του ότι δεν αντέχει τα γυναικεία κλάματα
και παρακάλια αλλά και από το
ότι μέσα από αυτόν τον τρόπο πλουτίζει κανείς τις ερωτικές του εμπειρίες…
ότι μέσα από αυτόν τον τρόπο πλουτίζει κανείς τις ερωτικές του εμπειρίες…
“Όταν ένα κορίτσι δοθεί ολόκληρο, όλα έχουν
τελειώσει..”
Καθοριστικό ρόλο
στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων συγγραμμάτων, έχει παίξει η ίδια η σχέση που
διατηρούσε ο Κίρκεγκωρ με την Ρεγγίνα, την οποία διέκοψε ο ίδιος λόγω της
θρησκευτικής του αναζητήσεις και των ενοχών του που του είχε καλλιεργήσει ο
βαθιά θρησκευόμενος πατέρας του, που εν αντιθέσει με τον Κάφκα, θαύμαζε και
είχε διαμορφώσει μία πολύ ισχυρή, από την παιδική ηλικία, σχέση μαζί του. Όλο
το Ημερολόγιο διακατέχεται από μία θρησκευτικότητα, ενώ η έννοιας της αγωνίας
παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αμεσότητα των εξομολογήσεων εξυπηρετεί αφενός μεν
την διείσδυση στην κιρκεγκωριανή σφαίρα αισθητικής και αφετέρου στην λεπτομερή
περιγραφή των σκέψεων του Ιωάννη, των κινήτρων, των αποφάσεων και επιλογών του
με τρόπο απροκάλυπτο που δεν
επιδέχεται κανενός είδους άλλοθι.
επιδέχεται κανενός είδους άλλοθι.
“Η ηθική στην επιστήμη, είναι όπως και στη
ζωή: ανιαρή.”
Με αυτόν τον τρόπο
αναβλύζει η προκλητική και ασταθής ιδιοσυγκρασία του ίδιου του συγγραφέα, που
την διαπερνά μία φαντασιακή έκσταση επενδεδυμένη με πολλές διαφορετικές
πόζες, μιμήσεις, υποκριτικούς ρόλους και επιπόλαια διαπροσωπικά παιχνίδια που
στο σύνολο τους συνθέτουν μία ερωτική μέθοδο αποπλάνησης, αντίστοιχης της
μαιευτικής του Σωκράτη, που ο ίδιος ο Κίρκεγκωρ θαύμαζε. Τέλος, ολόκληρο το
Ημερολόγιο, φαίνεται να αποκοδικωποιείται εκ των υστέρων μέσα από το όνομα του
ίδιου του αφηγητή, του Βίκτορ Ερημίτη, που δεν δηλώνει τίποτε άλλο από το
αποτέλεσμα όλης αυτής της κενής και στερούμενης οποιουδήποτε νοήματος
διαφθοράς: επήλθε η κάθαρση μέσω της Νίκης (Βίκτορ) του Ερημίτη (Ερημίτης), του Ιωάννη δηλαδή, που έμεινε εντέλει μόνος…
διαφθοράς: επήλθε η κάθαρση μέσω της Νίκης (Βίκτορ) του Ερημίτη (Ερημίτης), του Ιωάννη δηλαδή, που έμεινε εντέλει μόνος…
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.