Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.11.17

ΦΑΙΔΡΟΣ - ΠΛΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΓΚΕΜΜΑ'' ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Φαίδρος - Πλάτων. Phaedrus (dialogue) by Plato
Στο Φαίδρο, που ας ειπωθεί ένθετα βρίσκεται το πιο βαθύ κύτταρο της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, η θεωρία των ιδεών, βρήκα πολλά πράγματα.

Βρήκα, γιατί ο έρωτας αποβλακώνει, και γιατί ο έρωτας τρελαίνει τους ανθρώπους.

Βρήκα, γιατί οι Έλληνες θελήσανε μοιχαλίδα την πιο ωραία γυναίκα που έφτασε να πλάσει η φαντασία τους, την Ελένη της Σπάρτης.

Βρήκα, πόσο υπέροχο πράγμα είναι η ελληνική αρετή, και η ηθική ελευθερία των ελλήνων. Και πόσο μοχθηρή και αφύσικη είναι η ηθική των εβραίων. Εκείνο το διαβόητο ου μοιχεύσεις του μωσαϊκού νόμου. Που το μόνο φυσικό νόημα και η μόνη κοινωνική σταθερά που το χαρακτηρίζει, είναι να παραβαίνεται ακατανίκητα από τους περισσότερους ανθρώπους σε όλες τις εποχές.

Βρήκα, πόσο βαθιά σκύψανε οι Έλληνες  και είδανε και γνωρίσανε τη φύση του ανθρώπου. Δεν τη λέω ψυχή, γιατί η λέξη ψυχή είναι διαβλημένη και έχει καταντήσει ύποπτη.
Βρήκα, τι είναι η τέχνη του λόγου. Και πώς γράφουνται τα πολλά ασήμαντα βιβλίδια, και τα λίγα αθάνατα έργα.

Και κυρίως αυτό. Βρήκα τον αγώνα, τη βούληση για δύναμη, τη φυσικότητα, την υγεία, τον πόνο και την εμορφιά που κρύβει η αρετή των ελλήνων. Πράγμα που την έκαμε αβάσταχτη σε όλους τους κατοπινούς. Τους ευρωπαίους, τους νεοέλληνες, τους "χριστιανούς, τους βουσμανοαμερικάνους, και όσους άλλους.

Και γι' αυτό τη διαστρέψανε. Και από την αστραφτερή τίγρη της Σουμάτρας κοιλοπονήσανε και γέννησαν και συγκατοικούν με μια ψωραλέα γάτα.

Έξω όμως από αυτά, έχω και μια κατάθεση. Διατείνομαι ότι ο Φαίδρος του Πλάτωνα είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Στα χρόνια μας τους πλατωνικούς έφηβους τους ανάστησε ο Καβάφης. Τα νιάτα τους, την εμορφιά και τη χάρη, την αίσθηση της όρασης, την αφή, την ευφυία τους.

Ο Καβάφης, μέσα στον Κεραμεικό της λυπημένης φαντασίας του, ανάσκαψε ένα πλήθος από τάφους πλατωνικών εφήβων: Ευρίωνος Τάφος, Λάνη Τάφος, Ιαση Τάφος, Ιγνατίου Τάφος, Ίμενος, Λεύκιος, Τέμεθος, Μύρης, Ρέμων, Κήμος Μενεδώρου, Ιάνθης Αντωνίου, Εν τω Μηνί Αθύρ.  Έχεις προσέξει, πόσο προσέχει ο Καβάφης, ώστε κανένας από τους ηδυμελείς εφήβους του να μην περάσει τα είκοσι εννέα του χρόνια;

Ένα πρωί λοιπόν, που έξω πυρώνει θείος Ιούλιος μήνας, ο Σωκράτης κάθεται με τον αστραφτερό Φαίδρο στις όχθες του Ιλισού ποταμού. Εκεί όπου σήμερα είναι η οδός Καλλιρρόης, κοντά στο Καλλιμάρμαρο. Κάτω από τις σκιές των πλατανιών έχουν ξαπλώσει δίπλα-δίπλα, είναι ξυπόλυτοι, και βρέχουν τις φτέρνες τους στο νερό που κυλάει. Η σκηνή ξαναγυρίζει ατόφυα στον καιρό μας:

Κι έθεσα εν τω μέσω έναν ωραίον νέον γυμνόν, ερωτικόν μες στο νερό την κνήμη τη μια τον έχει ακόμη.

Ο Φαίδρος διαβάζει στο Σωκράτη ένα ερωτικό γράμμα που του 'στειλε ο ρήτορας Λυσίας, και του προτείνει να γίνει ερωμένος του. Του Λυσία εννοείται. (Είναι άραγε ονοματική σύμπτωση που ο Καβάφης, δίπλα στους πολλούς τάφους των εφήβων του, έγραψε και το ποίημα Λυσίου Γραμματικού Τάφος;)

- Σαν το χέλι στο φλόμο έχω φλομώσει, Σωκράτη, του λέει ο Φαίδρος. Κοίτα, και πές μου. Ποιος θα μπορούσε να γράψει καλύτερο γράμμα απ' αυτό; Είμαι έτοιμος να πέσω σαν το σύκο.

- Ωραίο είναι το γράμμα, του λέει ο Σωκράτης.

-Νομίζω ότι ούτε κι εσύ θα μπορούσες να το συντάξεις με τόση μαεστρία.

-Καημένε μου, τρομάρα σου! του κάνει ο Σωκράτης. Εγώ, βρε φτωχέ, μπορώ να σπείρω τη θάλασσα κριθάρι. Θα σου γράψω γράμμα, που θα χάσεις τα πασχαλιά σου. Θα κοιμάσαι ξύπνιος, και θα το βλέπεις όνειρο.

-Εμπρός, λοιπόν, τι κάθεσαι; τον προκαλεί ο Φαίδρος. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

-Προπαντός το πήδημα. Του λέει ο Σωκράτης, και κάθεται και γράφει το γράμμα.

Ψυχρά, έντεχνα, με λογική τετράγωνη, όλα υπολογισμένα. Του υποδείχνει, γιατί πρέπει να τον προτιμήσει σαν εραστή σε σύγκριση με το Λυσία.

Θά 'χεις να λάβεις ετούτα, κι ετούτα, κι ετούτα τα ωφέλη του λέει. Τι θα πάρεις, τι θα δώσεις, ποιό θά 'ναι το διάφορο.

Επρόκειτο για μια αγοραπωλησία σε ζωοπανήγυρη πρώτης τάξεως. Ο Σωκράτης, δηλαδή, γράφει το γράμμα πάνω στα πατήματα της επιστολής του Λυσία. Το πνεύμα των δύο επιστολών είναι να κάνεις έρωτα μόνο για την ηδονή. Μηχανικό αλισβερίσι και σύμβαση στυγνή. -Χωρίς το άρωμα της ψυχής.

Χωρίς το φτέρωμα και τη φτερνιά, την ιερή μανία, το άγριο μεθύσι, την παραφροσύνη. Χωρίς εκείνους τους σπασμούς των οραμάτων, που κατεβάζουν την ερωτική βίωση στη ρίζα του κοσμολογικού γίγνεσθαι.

Σαν ετελείωσε το γράμμα ο Σωκράτης, σαν τό 'δωκε στο Φαίδρο, σαν το διάβασε ο νέος, ο κόσμος τον συνεπήρε σαν ένας τροχός μες στο χάος. Έμεινε μαγεμένος και άλαλος. Έτοιμος να παραδώσει την πύλη, όπου είχαν κοιμηθεί όλες οι φρουρές.

Τότε, σε μια από κείνες τις άγριες μεταστροφές που αναποδογυρίζουν τη σωκρατική ειρωνεία σε τραγική, ο Σωκράτης πέφτει στα πόδια του Φαίδρου ικέτης.

- Την ασέβεια, του φωνάζει σεληνιασμένος. Την ασέβεια και την ύβρι να μου συχωρέσεις. Και συ και ο Έρωτας. Γιατί μ' αυτά που έγραψα τον ύβρισα τον έρωτα. Κι είναι φόβος να πάθω το πάθημα του Στησίχορου. Που τυφλώθηκε, όταν έγραψε ωδή και έβρισε την Ελένη για άπιστη.

Τώρα ο Σωκράτης αλλάζει τρόπο μουσικό. Αφήνει τις μειξολυδιστί και περνά στις δωριστί αρμονίες. Αναποδογυρίζει τη γης, και μέσα της καθρεφτίζει τον ουρανό. Κάνει την «παλινωδία» του, και μιλά για τον αληθινό έρωτα.

Μονομιάς, τα πουλιά και τα τζιτζίκια, τα νερά και τα δέντρα σωπαίνουν. Και ακούνε ακούσματα ανάκουστα.

Εμάς των ανθρώπων η ύπαρξη, λέει, μοιάζει με άρμα που το σέρνουν δυο άλογα. Και στη μέση ο ηνίοχος που τα οδηγεί.
Είναι ένας αρματηλάτης σαν εκείνον, που πενήντα χρόνια παλιότερα είχε χαλκουργήσει στους Δελφούς ο Πυθαγόρας από το Ρήγιο.

Το ένα άλογο είναι το κακό. Είναι το Επιθυμητικό, τα πάθη μας, η δύναμη που μας τραβά στην αδικία και στην άνομη ηδονή. Μια μέρα θα το ειπούνε id.

Το άλλο άλογο είναι το καλό. Είναι το Θυμοειδές, η βούληση μας, η δύναμη να αντισταθούμε στον πειρασμό, να νικήσουμε τα πάθη μας, να μην κάνουμε το ανήθικο. Μια μέρα οι άνθρωποι θα το ειπούνε ego.

Ο ηνίοχος είναι το Λογιστικό. Είναι η νόηση, η σύνεση και η φρονιμάδα μας, που με το φως του λόγου προσπαθεί να ημερώνει τα πάθη μας. Μας υποδείχνει πάντα την επιλογή του ενάρετου και του δίκαιου δρόμου. Μια μέρα θα το ειπούνε superego oι άνθρωποι.

Με τέτοια άρθρωση στοιχείων και δυνάμεων ζωγραφίζει ο Σωκράτης τον εραστή και τον ερωμένο, και τους ρίχνει στη μεγάλη πάλη.

Θα πηδοπηδηχτούν τα δύο ακόλαστα άλογα; Έπιπηδάν είναι το ρήμα του αγνού πρωτότυπου. Θα κυλιστούν ο εραστής και ο ερωμένος στη δροσερή κόλαση της σάρκας και της ηδονής. Η λύση που θα δώσει εδώ ο Σωκράτης θά 'ναι εκείνη του Συμποσίου, ή άλλη; Πιο κοντινή στον άνθρωπο και στη φύση του;

Για να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι σε τούτη τη φονική καταιγίδα, όπου η ψυχή μας ιδρώνει και παθαίνεται, και φρικιά και τρέμει, πρέπει να μεταβάλουμε τις προοπτικές. Από τον αρχαίο καιρό να τις φέρουμε στο χωριό μας και στο σήμερα. Να τις ιδούμε να ζωντανεύουν.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως εκείνοι που στέκουνται αντίκρα έτοιμοι να κατασπαραχθούν μέσα στην εγκράτεια και στην αντίσταση, ή στο παράδομα και την ηδονή τους, και τα δύο σημαίνουν το ίδιο πράγμα, δεν είναι ο εραστής στα σαράντα του και ο ερωμένος στα δεκαοχτώ του χρόνια, αλλά ένας άντρας και μια γυναίκα της εποχής μας.
Είναι και οι δύο έγγαμοι, φρόνιμοι, θαλεροί, με οικογένειες χαρούμενες. Και έμορφοι σαν τη Φραντζέσκα και τον Πάολο Μαλατέστα. Αυτά λοιπόν τα συμβατικά δείγματα συναντιούνται ξαφνικά, γνωρίζουνται, μαγεύουνται ο ένας από τον άλλο.

Ερωτεύουνται με σεισμό και με πλημμύρα. Τι θα κάνουν; Θα παραδοθούν στην ένοχη επιθυμία; Θα απιστήσουν στους συντρόφους τους; Θα νικήσουν το πάθος που πλησιάζει με γλώσσες πυρκαγιάς; Θα μπορέσουν να σφαγιάσουν μέσα τους το πανέμορφο αγρίμι της ανομίας;

Σιγά σιγά, μη σπεύδετε! Η λύση είναι κοντά. Προσέχετε, πώς το λίγο λίγο γίνεται πολύ. Η πλατιά κίνηση των δύο ψυχών γράφει το χορό της πέστροφας στα νερά. Άλλοτε φέρνει στην αντίσταση με τη χαρά της νίκης, άλλοτε στο παράδομα με την αγωνία της μάχης. Προσέχετε τη σύνδεση του ευγενικού με το χυδαίο στην παντοδύναμη Αρχή της πραγματικότητας. Την ανάγκη για υπαρκτική εγρήγορση σε όλη μας τη ζωή. Κολυμπήστε μέσα στα καταιγιδοφόρα σύννεφα. Μιλά ο Σωκράτης:

«Και από τα δύο άλογα είπαμε πως το ένα είναι το  καλό, το άλλο όμως όχι. Μα ποια είναι η καλοσύνη του καλού και ποια η κακοσύνη του κακού, αυτό δεν το είπαμε, και θα το ειπούμε τώρα.

Το ένα λοιπόν από αυτά, πού 'ναι της μοίρας της καλής, έχει όρθιο το παράστημα, είναι καλοδεμένο στην άρθρωση, και έχει τον αυχένα ψηλά. Έχει γρυπά τα ρουθούνια, είναι ολόλευκο και με μάτια κατάμαυρα. Είναι φιλότιμο, με φρονιμάδα και με αιδώ, και αγαπά τη γνώμη την αληθινή. Δε δέχεται καθόλου το μαστίγιο, και υπακούει πρόθυμα στο λόγο του ηνίοχου.

Το άλλο όμως είναι ένας σωρός από κρέατα, στραβόκορμο και παχύσαρκο. Είναι σκληροτράχηλο και κοντόλαιμο, με ρουθούνια πλακουτσωτά, και μαυρειδερό. Και τα μάτια του σε ανοιχτό χρώμα ξεχυμένο στάζουνε αίμα. Είναι ακόλαστο και αλαζονικό, με αυτιά τριχωτά και βαρήκοα. Με δυσκολία δαμάζεται από τα σπηρούνια και το μαστίγιο.

Όταν λοιπόν ο ηνίοχος ιδεί το βλέμμα το ερωτικό, και καθώς το αντικρύζει πυρώνεται η ψυχή του και κατακλύζεται από τον οίστρο και την άγρια συνταραχή του πόθου, το καλό από τα δύο άλογα, όπως πάντα έτσι και τώρα, συγκρατιέται από τη φυσική του αιδώ, για να μην πηδήσει τον ερωμένο. Το άλλο όμως ούτε τα σπηρούνια νιώθει ούτε το μαστίγιο του ηνίοχου. Αλλά συνταράζεται όλο, και ορμά βίαια, και προκαλεί αταξία μεγάλη και στον ομόζυγα ίππο και στον ηνίοχο. Και τους αναγκάζει να ορμήσουν στον ερωμένο, καθώς τους υπενθυμίζει λάγνα την ηδονή του έρωτα. Αυτοί οι δύο όμως αντιστέκουνται στην αρχή, γιατί σπρώχνουνται να τολμήσουν πράγματα ανομολόγητα και φοβερά. Στο τέλος όμως, επειδή το κακό δεν έχει κράτος, υπακούουν  και ακολουθούν, στέργουν και ομολογούν ότι θα πράξουν εκείνο που ζητά τόσο επίμονα ο κακός ίππος.

Έτσι πλησιάζουν τον ερωμένο, και ατενίζουν την αστραφτερή του όψη. Καθώς λοιπόν την αντικρύζει ο ηνίοχος, ο νους του έρχεται στη φύση της εμορφιάς, που στοχαστικά την ξαναβλέπει να κάθεται απάνω σε βάθρο αγνό.

Και καθώς τη βλέπει, τονε κυριεύει τρόμος, και ο αναπηδά προς τα πίσω σαστισμένος. Έτσι πέφτοντας πίσω συνέλκει με τόση σφοδρότητα τα ηνία, ώστε τα δύο άλογα λυγίζουν τα καπούλια τους ως το χώμα. Το ένα το κάνει εκούσια, γιατί δεν αντιστέκεται. Το άλλο όμως το κάνει με μεγάλη δυσαρέσκεια.

Και σαν ξεμακρύνουνε λίγο, το ένα από κατάπληξη και αιδώ βρέχει με ιδρώτα όλη του την ψυχή. Το άλλο όμως, σαν του περάσει ο πόνος που ένιωσε από το πέσιμο και τα γκέμια, παίρνει ανάσα, και αρχίζει ύστερα με πολύ θυμό να βρίζει και τον ηνίοχο και τον ομόζυγα, γιατί λιποταχτήσανε άνανδρα και δειλά, και δεν εκράτησαν το λόγο τους.

Και τους σπρώχνει πάλι να πλησιάσουν τον ερωμένο, κι εκείνοι δε θέλουν, και παρακαλούν να το αναβάλουν για μια άλλη φορά. Και σαν έρθει η στιγμή που συμφώνησαν, ο ηνίοχος και ο καλός ομόζυγος κάνουν πως το ξεχνούν. Ο κακός όμως ίππος τους το θυμίζει και τους βιάζει. Χλιμιντράει και τους τραβάει βίαια, να ξαναπλησιάσουν τον ερωμένο για το ίδιο πράγμα. Και όταν τον πλησιάσουν, σκύβει κάτω το κεφάλι, ανασηκώνει λεπιδωτή την ουρά, δαγκώνει τους χαλινούς, και τραβάει ακράτητο.

Ο ηνίοχος όμως παθαίνει πάλι, και πιο έντονα τώρα, εκείνο που έπαθε και πρωτύτερα. Ορθώνεται προς τα πίσω, σα να βρήκε μπροστά του τεντωμένο σκοινί, και μέσα από τα δόντια του λάγνου αλόγου τραβάει με μεγαλύτερη ορμή το χαλινάρι προς τα πίσω. Ματώνουν τότε τα σαγόνια και η κακόλογη γλώσσα, και το αναγκάζει να ακουμπήσει βίαια τα καπούλια στο χώμα. Και το κάνει να πονάει.

Αφού λοιπόν πάθει το ίδιο πράγμα πολλές φορές ο πονηρός ίππος, στο τέλος υποτάζεται ταπεινωμένα, και πια ακολουθεί πειθήνια τον ηνίοχο. Και σα βλέπει πια τον ερωμένο, χάνεται από τον τρόμο του. Έτσι, η ψυχή τον εραστή, χωρίς την κακή ενόχληση, ακολουθεί με αιδώ και με φόβο τον ερωμένο.

Ο ερωμένος τότε δέχεται όλη τη λατρεία τον εραστή του, και τιμάται σα νά 'τανε θεός. Όχι προσποιητά, αλλά αληθινά και γνήσια. Και επειδή έχει από την ίδια τη φύση του συγγένεια με τον εραστή του, εάν οι σύντροφοι του πρωτύτερα ή κάποιοι άλλοι τον έκαναν να υποψιάζεται, λέγοντας τον πως δεν είναι καλό να πλησιάζει κάποιον που είναι ερωτευμένος μαζί του, και γι' αυτό απωθούσε τον εραστή, τώρα καθώς περνά ο καιρός, η ανάγκη και η ηλικία τον φέρνουν να πλησιάζει μπιστεμένα τον εραστή. Γιατί δεν είναι προορισμένο ο κακός να δένει φιλία με τον κακό, ούτε ο καλός να μη δένει φιλία με τον καλό.

Καθώς λοιπόν τον πλησιάζει τώρα και συχνοκουβεντιάζει μαζί του, η εικόνα που του δείχνει ο εραστής τον εκπλήσσει.

Έτσι, σιγά σιγά κατανοεί πως η φιλία που του δείχνουν όλοι οι άλλοι φίλοι και οι συγγενείς τον είναι ένα μικρό μέρος, μπροστά στη φιλία που νιώθει γι' αυτόν ο ένθεος εραστής του.

Όταν λοιπόν κάνουν πολύ καιρό συντροφιά, και ο πλησιάζουν και αγγίζουν ο ένας τον άλλο στη γυμναστική και στις άλλες επαφές, τότε η φορά εκείνου του ρεύματος, που o Δίας όταν αγαπούσε το Γανυμήδη την είπε ίμερο, φέρνεται με πολλή ορμή στον εραστή, και ένα μέρος της χύνεται στην ψυχή του. Ένα άλλο, όταν γιομίσει η ψυχή τον, χύνεται έξω.

Και όπως ο άνεμος ή ο ήχος αντιδονεί, όταν προσπέσει σε λείο και στέρεο σώμα, και επιστρέφει εκεί απ' όπου ξεκίνησε, έτσι γίνεται και με τη ροή της εμορφιάς. Γιατί ξαναγυρίζει πίσω στον έμορφο ερωμένο μέσα από τα μάτια του, που η φύση τα προόρισε να οδηγούν στην ψυχή. Κι άμα φτάσει και άμα την αναφτερώσει, ποτίζει τους πόρους των φτερών, τα κινάει να μεγαλώσουν, και γιομίζει και την ψυχή του ερωμένου με έρωτα.

Αγαπάει λοιπόν ο ερωμένος τώρα, αλλά δεν ξέρει ποιόνε. Κι ούτε καλολογιάζει τι έπαθε, ούτε ημπορεί να το παραστήσει. Αλλά σα να του μεταδόθηκε αρρώστεια στα μάτια από κάποιον άλλο, δεν ημπορεί να ειπεί πώς. Και δεν καταλαβαίνει ότι μέσα στον εραστή βλέπει τον εαυτό του σαν μέσα σε καθρέφτη.

Όταν λοιπόν ο εραστής είναι κοντά του, του περνά ο πόνος, όπως περνά και σ' εκείνον. Όταν όμως είναι μακρυά, ζητούν ο ένας τον άλλο, γιατί έχει τον αντέρωτα είδωλο του έρωτα. Και αυτό το λέει β και το νομίζει όχι έρωτα αλλά φιλία. Και επιθυμεί όμοια με τον εραστή, αλλά πιο αδύνατα, να τον βλέπει, να τον αγγίζει, να τον φιλάει και να ξαπλώνει δίπλα του.

Κι όπως είναι φυσικό αυτό το κάνει όλο και πιο συχνά. Όταν λοιπόν είναι ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, ο πονηρός ίππος του εραστή όλο και κάτι έχει να ειπεί στον ηνίοχο, και του ζητάει σε αντάλλαγμα της μεγάλης στέρησης νά 'χει και μια μικρή απολαβή.

Αλλά και τον ερωμένου ο λάγνος ίππος δεν έχει να ειπεί τίποτα. Αλλά γιομάτος πόθο και κέντρισμα αγκαλιάζει και φιλάει τον εραστή, σα να φιλάει κάποιον πολύ έμπιστο φίλο.

Και καθώς είναι ξάπλα μπορεί να γίνει να μην αρνηθεί να δοθεί στον εραστή, εάν τον το ζητήσει. Ωστόσο ο ομόζυγος ίππος και ο ηνίοχος εξακολουθούν να αντιστέκονται με αιδώ και με φρόνηση.

Εάν λοιπόν επικρατήσει η ανώτερη σφαίρα της ύπαρξης και τους οδηγήσει σε ζωή φιλοσοφημένη και πειθαρχική, περνούν τη ζωή τους εδώ ομονοητική και καλόζηλη. Γιατί και οι δύο είναι εγκρατείς και κόσμιοι. Και πετυχαίνουν να κυριαρχούν στο κακό κομμάτι της ψυχής τους, και να ελευθερώνουν το ενάρετο. Και σαν φθάσουν στο τέλος της ζωής, γίνουνται απάλαφροι και φτερωμένοι. Γιατί έχουν νικήσει στο ένα από τα τρία αγωνίσματα, τα αληθινά Ολυμπιακά. Και αγαθό μεγαλύτερο από τούτο δεν ημπορεί να δώσει στον άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη φρονιμάδα ούτε η θεία εμπνοή.

Αν όμως ζουν πολυάσχολη ζωή και αφιλοσόφητη, και από κοντά φιλόδοξη, τότε θα τύχει κάποτε, σ' ένα μεθύσι ή σε μια ώρα απρόσεχτη και νυσταγμένη, και οι δύο ακόλαστοι ίπποι θα συλλάβουν αφρούρητη την ύπαρξη τους. Τότε θα συναγροικηθούν σε σμίξιμο. Και πια θα διαλέξουν και θα κάνουν εκείνη την πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευδαίμονη.

Και σαν το κάνουν μια φορά, θα το ξανακάνουν. Πλην όμως πολύ σπανίως. Γιατί κάνουν πράξη που δεν την αποδέχονται με όλη τους την ύπαρξη.

Και τούτοι βέβαια είναι αγαπημένοι μεταξύ τους, αλλά λιγότερο από τους άλλους που δεν το κάνανε. Γιατί και τις ώρες που συνευρίσκουνται και τις άλλες περνούν τη ζωή τους με την αίσθηση ότι δίνουν και λαβαίνουν μεταξύ τους τις μεγαλύτερες εγγυήσεις. Και θεωρούν ανέντιμο να λύσουν το δεσμό τους και να καταντήσουν σε έχθρα. Και στο τέλος της ζωής τους πεθαίνουν χωρίς βέβαια φτερά, αλλά διατηρώντας την ορμή που είχανε να αποχτήσουν φτερά.

Ωστόσο δεν είναι μικρό το έπαθλο που λαβαίνουν για την τέτοια ερωτική τους δίαιτα. Γιατί ο νόμος ορίζει πως δεν είναι να πάνε στα σκοτάδια και στους δρόμους του Άδη εκείνοι που άρχισαν την ουράνια πορεία τους. Αλλά να είναι ευδαίμoνες, και να διάγουν ζωή φωτεινή. Έτσι θα περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο, έως ότου έρθει ο καιρός να γίνουν φτερωτοί. Εξαιτίας που αγαπήθηκαν πολύ.»

Μέσα σε τούτες τις τρεις παραγράφους του Φαιδρού ο Πλάτων ιστόρησε τον Άτλαντα της ύπαρξης του ανθρώπου. Εγκλείουν ατελείωτη ενέργεια φλόγας και βασάνου και λαχτάρας.

Το διαβασίδι σε τούτους τους τόπους είναι υπόθεση τραχιά.

Ευκολότερο θα 'ρχότανε στον πεζοπόρο να περπατήσει ξυπόλυτος τους ακανθώνες της Λυκίας, παρά να περάσει από δω.

Στην όλη διήγηση τα σημεία που αγγίζουν τα όρια είναι δύο.


Το ένα λέει: τήν υπό των πολλών μακαριστήν αΐρεσιν ειλέσθην τε και διεπραξάσθην. Δηλαδή, διαλέγουν και κάνουν την πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευδαίμονη.
Αυτό σημαίνει ότι στο ερώτημα, εάν ο Σωκράτης υπήρξε αρσενοκοίτης, ο ίδιος ο Σωκράτης απαντά: δε θα το απέκλεια.

Βέβαια, θά 'τανε αλλόκοτο, και σε κάθε περίπτωση τρόπος γραφής μη ελληνικός, εάν ο Πλάτων πιανότανε να μας διηγηθεί ένα πήδημα του Σωκράτη. Ο Πλάτων είναι ποιητής. Δεν είναι Εμπειρίκος. Είναι ένας επώνυμος μεγάλος και πρώτος στην ιστόρηση της ύπαρξης. Δεν είναι η φιλήδονη μαϊμού στη μεταχείριση της σάρκας.

Το δεύτερο λέει: σπανία δέ. Δηλαδή, αφού το κάνανε μια φορά, θα το ξανακάνουν, αλλά πολύ σπανίως.
Αυτό σημαίνει πως, εάν οι παράνομοι εραστές δίνουνται ο ένας στον άλλο για μια νύχτα κάθε έξι ή δώδεκα μήνες, το τίμημα που πληρώνουν είναι πολύ ακριβό. Ο πόνος, δηλαδή, και η οδύνη από τη στέρηση και το βασανισμό που γιομίζει τα χάσματα της απουσίας από τη μία έως την άλλη φορά, είναι πολύ μεγαλύτερος από τη χαρά που χαίρουνται, όταν πολύ σπανίως χαρίζουνται ο ένας στον άλλο.

Εδώ έχουμε μια καίρια στιγμή της διήγησης. Γιατί προσδιορίζει την ανθρωπιά και την ελευθερία της ελληνικής αρετής. Τη σπανιότητα δηλαδή του νά 'σαι και να μένεις άνθρωπος, χωρίς να παραβιάζουνται ούτε τα όρια των νόμων της φύσης ούτε τα όρια των νόμων των ανθρώπων. Είναι ένα ακόμη νοητικό παράδειγμα, όπου εφαρμόζεται η θεωρία της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.
Σύμφωνα με το πνεύμα του Σωκράτη εδώ, το νά 'σαι και να μένεις άνθρωπος δηλώνει ότι δεν κρεουργείς το φυσικό της ανθρώπινης ύπαρξης με διαταγές-γιαταγάνια του τύπου «ου μοιχεύσεις» των εβραίων. Το «ου μοιχεύσεις» απεργάζεται καταπίεση, απωθήσεις, νευρώσεις, τροπές διαστροφές, το ξερίζωμα του φυσικού ελιξήριου, την καταχέρσωση του ψυχικού τοπίου, την ερωτική τερατογένεση και τερατουργία, και όχι μόνο.
Μία Βαστίλλη χτίζει για σένα και για τους άλλους, όπου φυλακίζεται το κελαηδητό του βίου μας μέσα στα βάσανα και τη βία του.
Η οδηγία αρετής του ελληνικού τρόπου, όπως την καταθέτει ο Πλάτων σ' αυτές τις τρεις παραγράφους του Φαίδρου, μας λέει:
Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη. Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου αρχικότητα.

Από το Α έως το Ω: Ευγένιος Τριβιζάς. Της Ιωάννας Μπλάτσου. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ποιητής, παραμυθάς, θεατρικός συγγραφέας, παιδαγωγός, διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, η προσπάθεια αποτίμησης του έργου του Ευγένιου Τριβιζά ακυρώνεται από το ίδιο το μέγεθος και την αξία του. Ας αφεθούμε στην παραμυθένια, παραβολική αφήγησή του που δεν φοβάται ούτε τους δράκους («Δράκους χρειάζονται αυτοί που μας κυβερνούν για να αυξάνουν τη δύναμη και τον έλεγχό τους πάνω μας») ούτε τα σκοτάδια («Αρκεί μια πυγολαμπίδα για να τα καταργήσει»).

Αταξίες: «Αχ μικρή Λουίζα,
γιατί έβαλες το δάκτυλο στην πρίζα;
Εσύ κορίτσι με αξία
γιατί έκανες τέτοια αταξία
και παραλίγο να πάθεις
ηλεκτροπληξία;

Μάθημα ας γίνει αυτό
σε όλες τις Λουίζες
να μην αγγίζουν πρίζες!

Αν θέλουν να πραγματοποιήσουν
τις πιο τρελές φιλοδοξίες,
πρέπει να αποφεύγουν
τις ηλεκτροπληξίες!»

Βαλίτσα: «Λόγω του ότι ταξιδεύω πολύ συχνά, χρόνια τώρα προσπαθώ να ανακαλύψω το ελαφρίδι (το αντίθετο από το βαρίδι). Το ελαφρίδι θα τα κάνει όλα ανάλαφρα. Θα βάζω ένα-δύο ελαφρίδια στη βαλίτσα μου και θα τη σηκώνω με μεγάλη ευκολία».
Γεννήθηκα: «Δεν γεννήθηκα στο Περού, αλλά ούτε στην Παραγουάη. Ο παππούς μου δεν ήταν ένας κοκκινομάλλης παραγεμιστής μαξιλαριών από τον Άγιο Δομίνικο και η γιαγιά μου δεν ήταν ούτε κόρη ενός Ουσάρου αξιωματικού του ρωσικού ιππικού, ούτε η μικρότερη ανιψιά ενός Βεδουίνου χηνοβοσκού από το Χαρτούμ. Απ' ό,τι θυμάμαι, νομίζω ότι γεννήθηκα στη Χώρα των Χαμένων Χαρταετών απέναντι από ένα ψιλικατζίδικο που επιδιορθώνει κούκους ρολογιών».
Δράκος: «Όταν άκουγα τα πρώτα μου παραμύθια, συμπαθούσα τους δράκους. Λυπόμουν όταν αλαζονικοί πρίγκιπες τούς σκότωναν για να κατακτούν πριγκίπισσες. Πίστευα ότι ήταν θύματα μιας μεγάλης αδικίας και με ενοχλούσε το γεγονός όταν τα περιχαρή ζευγάρια έκτιζαν την ευτυχία τους πάνω στο πτώμα ενός άτυχου πλάσματος. Θαυμάζουμε, καμαρώνουμε και προστατεύουμε τα άγρια ζώα χωρίς να θεωρούμε το διαιτολόγιό τους αιτία για να τα εξοντώνουμε. Εφόσον θεωρούμε φυσικό για ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ζαρκάδια, γιατί να μη δείχνουμε την ίδια κατανόηση και στην περίπτωση ενός δράκου που λιγουρεύεται πριγκίπισσες; Αργότερα κατάλαβα για ποιο λόγο όχι μόνο χρειαζόμαστε, αλλά πολλές φορές εκτρέφουμε συστηματικά στις κοινωνίες μας δράκους. Τους δράκους δεν τους χρειάζονται μόνο οι πρίγκιπες για να εντυπωσιάζουν με παράτολμα ανδραγαθήματα τρομοκρατημένες πριγκίπισσες. Δράκους χρειάζονται οι πολιτικοί για να αποσπούν την προσοχή μας από τα δικά τους καταστροφικά σφάλματα. Δράκους χρειάζονται τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για να αυξάνουν την ακροαματικότητα και τις πωλήσεις τους. Δράκους χρειάζονται πάνω απ' όλα, αυτοί που μας κυβερνούν για να τους επισείουν ως φόβητρα και να αυξάνουν τη δύναμη και τον έλεγχό τους πάνω μας. Δράκους χρειαζόμαστε κι εμείς για να απολαμβάνουμε μια αίσθηση ηθικής ανωτερότητας και να διασκεδάζουμε τη σφαγή τους. Όσο πιο πολύ πολεμάμε τους δράκους, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι δράκοι. Αν δεν έχουμε γίνει ήδη...».
Ελπίδα: «Όλα είναι δυνατά, πάντα υπάρχει ελπίδα. Τα φρούτα μπορούν να απαλλαγούν από τους μανάβηδες που τα δυναστεύουν, οι μαύρες γάτες από τους ρατσιστές που είναι αποφασισμένοι να τις εξολοθρεύσουν και τα σκιάχτρα να φτερουγίσουν σαν τα πουλιά στον ουρανό».
Ζαχαρωτά: «Τα συνιστά ανεπιφύλακτα η Δόνα Τερηδόνα. Αν σας αρέσουν κι εσάς, σας συνιστώ να μεταναστεύσετε σε μία από τις τρεις χώρες που έχω ανακαλύψει, το Λιχουδιστάν, το Κουφέιτ ή τη Χαλβάη ή να σαλπάρετε για τον Ωκεανό του Γαλάζιου Ζελέ. Για καλό και για κακό, πάρτε μαζί σας και ένα αντίτυπο του βιβλίου μου “Ο κύριος Ζαχαρίας και η κυρία Γλυκερία”».
Ήρωες: «Οι ήρωες των βιβλίων μου δε διακρίνονται ούτε για τη μυϊκή τους δύναμη ούτε για την τεχνολογική τους υπεροχή. Δεν είναι κραταιοί και παντοδύναμοι. Είναι, ως επί το πλείστον, ευάλωτοι, εύθραυστοι, αντιμέτωποι με έναν ακατάληπτο κόσμο. Αυτό που επιδιώκουν είναι να ξεπεράσουν τους περιορισμούς της ύπαρξής τους. Ο Τουρτούρι ο χιονάνθρωπος δεν θέλει να λιώσει (“Ο Χιονάνθρωπος και το Κορίτσι”), ο Αχυρούλης το σκιάχτρο ονειρεύεται να πετάξει (“Το Όνειρο του Σκιάχτρου”), το άλογο του σκακιού να καλπάσει σε ένα λιβάδι με τετράφυλλα τριφύλλια (“Οι Δραπέτες της Σκακιέρας”), ο Ιγνάτιος ο ποντικός να φάει μια γάτα (“Ο Ιγνάτιος και η Γάτα”) και ο Θάνος το κολοκυθάκι να δείρει έναν μανάβη (“Φρουτοπία”). Δεν έχει σημασία αν τα καταφέρνουν ή όχι. Σημασία έχει ότι προσπαθούν. Η αδυναμία τους είναι ταυτόχρονα και η δύναμή τους.
Όσο για τις ηρωίδες, κάθε άλλο παρά παθητικές είναι. Δεν περιμένουν από κάποιον πρίγκιπα ή κυνηγό τη λύτρωση, τη δικαίωση και τη λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Για παράδειγμα, η πριγκίπισσα Ρηνούλα παίρνει στα χέρια τη μοίρα της, αποτινάσσει τα πριγκιπικά της προνόμια και επιλέγει να αυτοδιαχειριστεί την ελευθερία της (“Πλατς Μουτς”), ενώ η Κοκκινομπλουτζινίτσα προσποιείται ότι εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από την υποκριτική ικανότητα του λύκου να παριστάνει τη γιαγιά της και τον ενθαρρύνει να γίνει ηθοποιός στο Χόλιγουντ»**.

Θεός: «Κάτι σαν συγγραφέας- αγαπάει όλους τους ήρωές του, καλούς και κακούς, επειδή ο ίδιος τους δημιούργησε και είναι απαραίτητοι για την πλοκή του έργου του».
Ιστορία: «Όπως άλλωστε όλοι
θα ήθελα κι εγώ να έχω
μια δική μου πόλη.
Μια πόλη τόσο δα μικρή
που να χωράει
σε ένα χάρτινο κουτί.

Μια πόλη περιβόλι
χωρίς εξατμίσεις και τσιμέντα
με λουκουμένια σπίτια
και δρόμους από μέντα.

Κι όποτε με ξεκουφαίνουνε
οι κόρνες και τα κομπρεσέρ,
όποτε με καταδιώκουν
νταλίκες και τρακτέρ,
να μπαίνω στο κουτί,
να ζω στην πόλη μου εκεί».

Καθημερινότητα: «Βαρετή και άχαρη, όταν τη βιώνεις επιφανειακά. Κρύβει, όμως, άπειρες παρήγορες στιγμές, οάσεις, μυστικές πτυχές και συναρπαστικές σκηνές που, επειδή είμαστε συνήθως βιαστικοί ή αδιάφοροι, περνούν απαρατήρητες».
Λάθη: «Τα λάθη που κάνω όταν σημειώνω κάτι βιαστικά ή παρατηρώ όταν διορθώνω δοκίμια βιβλίων μου, μού δίνουν ιδέες για ιστορίες. Είχα δει σε ένα τυπογραφικό δοκίμιο τη λέξη “λυκοπατάτες” αντί “γλυκοπατάτες” και αυτό μου έδωσε την έμπνευση για πατάτες που, όταν τις τρως, γίνεσαι λύκος. Μια φορά, αντί να γράψω “Ακαρνανία”, είχα γράψει “Ακαναρινία”, με αποτέλεσμα να εμπνευστώ μια ιστορία που διαδραματίζεται στη Χώρα χωρίς Καναρίνια και μια άλλη φορά, αντί να γράψω “εστιατόριο”, είχα γράψει “εστιαγόριο” που μου έδωσε την ιδέα για ένα εστιατόριο δράκων όπου οι δράκοι παραγγέλνουν και τρώνε αγοράκια».
Μπαούλο: «Τα μπαούλα, ιδίως τα ξεχασμένα σε σκονισμένες σοφίτες, μπορεί να κρύβουν μπαμπούλες, μπορεί όμως να κρύβουν και θησαυρούς. Αν δεν τα ανοίξεις, ποτέ δε θα το μάθεις. Εγώ, ας πούμε, μια φορά άνοιξα ένα μπαούλο που φοβόμουνα ότι περιείχε μπαμπούλα και βγήκε από μέσα μια μπαλαρίνα».
Ντολμαδάκια: «Όταν κυκλοφόρησαν “Τα 88 Ντολμαδάκια”, μερικές νοικοκυρές αγόραζαν κατά λάθος το βιβλίο πιστεύοντας ότι περιλαμβάνει συνταγές για ντολμαδάκια. Άλλες νοικοκυρές, πάλι, μου έστελναν ντολμαδάκια σε τάπερ. Ένα από αυτά, μάλιστα, το είχαν στείλει στο τηλεοπτικό στούντιο κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής μου με τον Βασίλη Βασιλικό. Πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις βιβλίου που εμπνέει τους αναγνώστες να συμβάλλουν απευθείας στη διατροφή του συγγραφέα».
Ξαφνιάζομαι: «Ξαφνιάζομαι κάθε φορά που ένας κοκκινογένης πειρατής πηδάει από το παράθυρο του γραφείου μου. Ξαφνιάζομαι όταν ένα ιπτάμενο κρουασάν από τον Κρόνο προσγειώνεται στον κήπο μου. Ξαφνιάζομαι ακόμα όταν μια γαλάζια φάλαινα με καταπίνει την ώρα που κολυμπάω στον Ωκεανό των Γιασεμιών».
Ουράνιο τόξο: «Ακόμα αναζητώ το όγδοο χρώμα του».
Παιχνίδια: «Δύο ήταν τα αγαπημένα μου παιχνίδια. Ένας ακροβάτης που, όταν πίεζες έναν μοχλό, έκανε τούμπες. Δυστυχώς, χάθηκε. Ίσως να τον κλέψανε, μπορεί να έφυγε μόνος του και να κάνει τώρα τούμπες σε κάποιο μυστικό τσίρκο στη Χώρα των Χαμένων Παιχνιδιών. Το δεύτερο ακόμα υπάρχει. Είναι ένα μουσικό ανθρωπάκι με κίτρινο σκούφο και μπέρτα και τα γόνατα διπλωμένα κάτω από τα χέρια του - που κρύβει στην καρδιά του μια μικρή μουσική. Όταν το κουνάς, ηχεί ένα καμπανάκι. Ξέρω ότι το κυνηγούν οι δράκοι της σιωπής. Γι' αυτό μόνο με κλειστά παράθυρα και κλειδωμένες πόρτες επιτρέπεται να το κουνάω».
Ρομπότ: «Τα προϊόντα που παράγει μαζικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα».
Σκοτάδι: «Αρκεί μια πυγολαμπίδα για να το καταργήσει».
Ταυτότητα: «Αγαπημένη ξένη γλώσσα: Σοκολατινικά.
Αγαπημένο μεταφορικό μέσο: Ιπτάμενος ανεμόμυλος.
Αγαπημένο χρώμα: Το χρώμα των κυκλάμινων στο φεγγαρόφωτο.
Αγαπημένο ποτό: Βυσσινάδα με παγάκια από δροσοσταλίδες.
Αγαπημένο άθλημα: Ποδοσφαιροφώσφορο (παίζεται τα βράδια με ένα τόπι που φωσφορίζει)».

Υπνος: «Για έναν ευχάριστο ύπνο, φοράω συνήθως πιτζάμες στο χρώμα του φεγγαριού με μοβ ρίγες και τσέπες γεμάτες νυχτολούλουδα. Βοηθάει, επίσης, και ένα μυστικό ονειροδρόμιο στο κομοδίνο μου στο οποίο προσγειώνονται κάθε βράδυ ιπτάμενες μηλόπιτες και ηλιοπεταλούδες».
Φόβοι: «Δε με νοιάζει τίποτα εκτός από τους τουνελόδρακους, τα φερμουαρόφιδα, τους ηφαιστειόσαυρους και τις ανθρωποφάγες μπανιέρες».
Χαρτοπόλεμος: «Ένα κοριτσάκι, μετά από μια εκδήλωση στον ΙΑΝΟ, μού χάρισε μια φούχτα χαρτοπόλεμο με μια συλλαβή γραμμένη σε κάθε μικροσκοπικό κομματάκι. Μου ψιθύρισε στο αυτί ότι, αν τοποθετήσω τα κομματάκια προσεκτικά στη σωστή σειρά, σύμφωνα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου, θα μπορέσω να διαβάσω τι μου έγραφε».
Ψηφίζω: «Αψηφώ».
Ωρα να…: «Έφτασε η ώρα να συζητήσουμε
όλοι μαζί, παρέα,
θέματα βαθυστόχαστα, σπουδαία!
- Γιατί λιγοστεύουνε τα καναρίνια;
- Γιατί όταν λυχνάρια τρίβεις
δε βγαίνουνε πια τζίνια;
- Γιατί πέφτουν ένα ένα
στις λάσπες τα ιπτάμενα χαλιά;
- Γιατί δεν καρπίζει πια
η χρυσή η μουσμουλιά;
Και το πιο σπουδαίο
απ' όλα ακόμα:
- Πώς να δώσουμε ξανά
στον χρόνο, χρώμα!».

* INFO: «Η τελευταία μαύρη γάτα»: ΘΕΑΤΡΟ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ, «Η Δόνα Τερηδόνα και το μυστικό της γαμήλιας τούρτας»: ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ, «Το όνειρο του σκιάχτρου»: ΘΕΑΤΡΟ ΟΛΥΜΠΙΟΝ, Θεσσαλονίκη.
• Μόλις κυκλοφόρησε, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ράππα, το πρώτο e-book του Ευγένιου Τριβιζά με τίτλο «Το Ποπ Κορν που έγινε Ποπ Σταρ» από την εταιρεία Ever After Tales (διαθέσιμο στο Apple Store και Google play).
• Βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά που θα κυκλοφορήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα:
_ «Το αυγό που δε σπάει ποτέ», εκδόσεις Ψυχογιός
_ «Όπου φύγει, φύγει!», εκδόσεις Ίκαρος
_ «Το κουμπί που κρύωνε», εκδόσεις Καρυδάκη
_ «Το σάντουιτς του γίγαντα», εκδόσεις Διάπλαση
_ «Το πιο όμορφο κυκνάκι», εκδόσεις Διάπλαση
_ «Ο άνθρωπος που αγόρασε τον ουρανό», εκδόσεις Μίνωας


Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας πέντε αγαπημένα τραγούδια του Ευγένιου Τριβιζά:

- «Dueto buffo di due gati», Gioacchino Rossini
- «Μίλα μου για μήλα», Σταύρου Παπασταύρου
- «The Roses Of Success», Sherman Brothers (“Chitty Chitty Bang Bang” soundtrack)
- «Το τραγούδι του ωραίου αρουραίου», Γιώργου Κουρουπού (από την όπερα «Οι δραπέτες της σκακιέρας», Ορχήστρα των Χρωμάτων)
- «Πάρε με να φύγουμε», Γιώργου Κουρουπού (από την όπερα «Οι δραπέτες της σκακιέρας», Ορχήστρα των Χρωμάτων)
** Η Κοκκινομπλουτζινίτσα ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στην κάμαρα της γιαγιάς. Εκεί στο λυκόφως, είδε τη γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Της φάνηκε κάπως αλλιώτικη.

- Δε μου λες, γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια; ρώτησε.

- Έβαλα λίγο παραπάνω μέικ απ απ'  ό,τι έπρεπε, παιδί μου!

- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;

- Ξεχειλώσανε επειδή μου αρέσει να φοράω βαριά σκουλαρίκια!

- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;

- Για να σε τραγανίσω πιο καλά, παιδί μου. Δεν είμαι η γιαγιά σου! Στραβομάρα έχεις; Λύκος είμαι!

- Σοβαρολογείς;

- Ποτέ μου δε μίλησα πιο σοβαρά!

- Τς! Τς! Τς! Καταπληκτικό!

- Τι εννοείς «καταπληκτικό»;

- Εσύ, παιδί μου, έχεις σπάνιο υποκριτικό ταλέντο. Χαραμίζεσαι να τρως γιαγιάδες.

 
Ηθοποιός πρέπει να γίνεις! Παίζεις το ρόλο της γιαγιάς άψογα. Από ποια δραματική σχολή αποφοίτησες;

- Αυτοδίδακτος είμαι!  Αλλά βέβαια δεν μπορώ να πω, έχω εμφανιστεί και στη σκηνή. Όταν ήμουν λυκόπουλο, είχα παίξει τον Λυκούργο σε μια παράσταση στο λύκειο. Μια άλλη φορά έπαιξα τον Ελύκο τον Όγδοο, αλλά δυστυχώς μετά την πρεμιέρα έφαγα όλους τους κριτικούς.

Ποτέ δε μου το συγχωρέσανε οι συνάδελφοί τους. Μήπως θέλεις ένα αυτόγραφο;

- Ασφαλώς! Για φαντάσου! Ούτε που υποψιάστηκα ότι δεν είσαι η γιαγιά μου! Εσύ, παιδί μου, με έναν καλό σκηνοθέτη θα μπορούσες να σαρώσεις όλα τα Όσκαρ.
(απόσπασμα από την «Κοκκινομπλουτζινίτσα»)

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

11.11.17

ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΧΑΣΙΩΤΗ ΣΤΟ ΚΟΡΩΠΙ ΚΥΠΡΟΥ 14

Μια χήρα πούλαγε κρασί
και μας δανείζει στάρι
Μες στο κρασί ρίχνει νερό
στο στάρι ρίχνει βρώμη
Γιατί χήρα γιατί νερώνεις το κρασί
στο στάρι ρίχνεις βρώμη;
Έχω κόρη για παντρειά
θέλει να κάνει προίκα.

https://www.youtube.com/watch?v=QDUpJYTU620
Φίλες και φίλοι καλησπέρα σήμερα θα σας παρουσιάσω κάτι πολύ σπάνιο, κάτι που δυστυχώς σιγά σιγά αρχίζει να σβήνει ακόμα και στις περιοχές που ήταν το σήμα κατατεθέν, μιλάω για τις περιοχές της Ανατολικής Αττικής τα γνωστά σε όλους Μεσόγεια. Με τον Φιλοκτήτη επισκέφθηκα την κόρη της χήρας που πούλαγε κρασί και την ρώτησα αν όντως αληθεύει πως η μητέρα της ήταν αυτή που αναφέρει το γνωστό τραγούδι. Η πάντα χαμογελαστή κ. Παναγιώτα αφού μας πρόσφερε να δοκιμάσουμε λευκό, ροζέ, και κόκκινο μας είπε πως η μητέρα της δεν ήταν δυνατόν να νερώσει το κρασί γιατί όταν λέμε κρασί εννοούμε νερωμένο οίνο, νερό έριχνε στον οίνο προκειμένου να τον κάνει κρασί!!!!!! Πάντα βέβαια την ποσότητα που έπρεπε και την περίοδο που έπρεπε. Αμέσως μετά μας ξενάγησε στο καταπληκτικό οινοποιείο, μείναμε κατενθουσιασμένοι από την καθαριότητα του χώρου, την περιποίηση των βαρελιών, την καλοσύνη και την ευγένεια της κ. Παναγιώτας και κυρίως για την ονοματοδοσία των βαρελιών. Τα βαρέλια ήταν σαν μπαλαρίνες των μπολσό'ι', ήταν έτοιμα να λάβουν μέρος στον χορό προς τιμήν του Διόνυσου. Τον χορό έσερναν οι 9 Μούσες με τον Βάκχο να κρατάει τη Λύρα και τον Αυλό, ακολουθούσαν Θεοί, και Ήρωες. Άραγε η κόρη της κ, Παναγιώτας η οποία έχει σπουδάσει οινολόγος θα συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνουν οι γονείς της; Θα συνεχίσει να το κάνει με τον ίδιο ζήλο; Από καρδιάς της το ευχόμαστε γιατί όταν αυτοί οι χώροι σβήνουν χάνονται και οι μνήμες του τόπου. Φίλες και φίλοι προτιμάτε αυτά τα οικογενειακά οινοποιεία όπου τα βρίσκετε ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν. Το συγκεκριμένο οινοποιείο βρίσκεται στην οδό ΚΥΠΡΟΥ 14 στο ΚΟΡΩΠΙ. Θαυμάστε τώρα τις φωτογραφίες με τα βαρέλια-μπαλαρίνες. Σας χαιρετώ. Με σεβασμό και Επικούρεια-Διονυσιακή διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.









Η κ. Παναγιώτα επί το έργον.















Η επιμέλεια της ανάρτησης έγινε από τον Πεπέ, τις φωτογραφίες πήρε ο Fuji Tomo Kazu. Στην υγειά σας βρε παιδιά.

8.11.17

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΜΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Γιατρέ Τάσο Λειβαδίτη σ' ευχαριστώ που μου μίλησες γι' αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο.

Άρθρο ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ (Από την εφημερίδα «ΑΠΟΦΑΣΗ» 11/6/2005)
:Κριτική για το βιβλίο του Παναγιώτη Στάμου «Ενδοχώρα της ανάγκης», εκδ. Γαβριηλίδης 2004, σσ. 84Του Σαράντου Ι. Καργάκου
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν μελετητή της λογοτεχνίας από το να ανακαλύπτει μια σχεδόν άγνωστη φωνή, μια σχεδόν άγνωστη γραφίδα. Πόσοι γνωρίζουν τον ποιητή Παναγιώτη Στάμο; Δυστυχώς, στην Ελλάδα του πολιτισμού και με πρωθυπουργό στο υπουργείο Πολιτισμού στο χώρο των γραμμάτων προωθούνται φρόκαλα. Κι όμως, τολμώ να πω ότι ο κ. Παν. Στάμος είναι από τις πιο σφριγηλές μορφές της λογοτεχνίας μας. Δεν είναι ότι ξέρει να πει (ο άνθρωπος ξέρει γράμματα, πολλά γράμματα) αυτό που θέλει να πει. Το σημαντικό είναι πως έχει κάτι να πει. Και σ’ αυτό το «κάτι» ενοικούν πολλά.
Προ πολλών ετών, το 1983, είχα διαβάσει ένα μικρό βιβλίο του με τίτλο «Λόγος ανθηρός χειρονομηθείς». Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ ολοκλήρωνε την καταστροφή του γλωσσικού μας οικοδομήματος που άρχισε η Ν.Δ. Εκτίμησα τη λεξιτεχνία, τη φραστική δεξιοτεχνία του συγγραφέα, τη λεπτή και καυστική του ειρωνεία.

Έκτοτε δεν είδα άλλα δείγματα γραφής. Και ξαφνικά, στην πανέμορφη Λιβαδειά, στο βιβλιοπωλείο του Νίκου Λαμπρόπουλου, που είναι άντρο φιλοξενίας, έπεσαν στα χέρια μου τρεις ποιητικές συλλογές. Με την ανάγνωση των πρώτων στίχων ένιωσα ότι έπεσα σε ποιητικό μεταλλείο χρυσού. Μια δεύτερη ανάγνωση έφερε στη μνήμη μου τον τεχνίτη που το 1983 χρησιμοποιούσε τη γλώσσα όπως ο επιδέξιος ξιφομάχος το ξίφος. «Αδήλων όψις» (από τις εκδόσεις «Λωτός» η μία συλλογή που κυκλοφορήθηκε το 1993). Δυο φράσεις για πρώτη γεύση: «Ιδού η απάντηση: γιατί δεν προοδεύουν τα όνειρα;» Και να το θέσω κι εγώ σαν ερώτημα: «Η πρόοδος είναι προϊόν δειλίας» και «Ο άνθρωπος προχωρεί επειδή δεν χωράει πουθενά». Ο λόγος της συλλογής αυτής είναι βέβαια πεζός, αλλά υποδορίως ποιητικός. Είναι στοχασμοί ενός ποιητή που καταγράφονται υπό μορφή πεζού κειμένου.
Η δεύτερη συλλογή, του 1998, βγαλμένη πάλι από τον «Λωτό» είναι περισσότερο ποιητική, αλλά κεραυνοβολική: «Το ελληνικόν μέτρον είναι το πένθος του λόγου» (σ. 65), «Η λευκή Χιροσίμα δεν μπορεί ούτε καν να δακρύσει» (σ. 40), «Κληρονόμος της στιγμής η αιωνιότητα», «Όταν βελάζει το αρνί / ο Θεός έχει γενέθλια / αμφιτρύων ο Λύκος»!
Η τρίτη συλλογή, τυπωμένη κι αυτή στο πολυτονικό όπως κι οι άλλες, η «Ενδοχώρα της ανάγκης», είναι ευρείας εμβελείας ποιητική σύνθεση, χωρίς να λείπουν οι μεμονωμένοι καταπελτικοί, καταπληκτικοί στίχοι. Ένα δείγμα: «Αγαπάτε καταλλήλους»! Στη συλλογή αυτή ο Παναγιώτης Στάμος, χάρη στην καλλιτεχνική ευαισθησία που διακρίνει τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, εκμεταλλεύεται όλη την τεχνική της τυπογραφίας, τα κενά, τα χάσματα, τα αραιώματα, για να δώσει αναγνωστικά και οπτικά το ποιητικό του απόθεμα, που αναβλύζει από μέσα του πλούσιο σε αισθήματα, νοήματα, φραστικά σχήματα: «σαν παλίμψηστη πληγή / στην αραχνιασμένη μυλόπετρα της προσδοκίας» (σ. 26). Η βαθιά αρχαιομάθεια βοηθά τον Στάμο όχι να πάει στο χθες, αλλά να στέκεται στο σήμερα και να συλλαμβάνει προβλήματα που θα ζήσουμε αύριο: «Βραδιάζει ο πόνος» (σ. 68). Και το βιβλίο κλείνει με μια σαγήνη που δεν οφείλεται στο λεκτικό παιχνίδι. Πρόκειται για την ενδοχώρα της ανάγκης: «Για τα λίγα ψίχουλα της άσπρης μέρας» (σ. 81).

Ο Παναγιώτης Δ. Στάμος γεννήθηκε στον Ελικώνα Βοιωτίας το 1939, πρωτότοκος γιος του Δήμου και της Τριαναταφυλλιάς. Εκεί, στο Ζερίκι, έμαθε τα πρώτα του γράμματα, ενώ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, το 1946, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Λιβαδειά, όπου και τέλειωσε το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων.

Μετά από 5 χρόνια αποφοίτησης από το Γυμνάσιο, το 1961, έδωσε εξετάσεις και πέρασε με άνεση στη Νομική Σχολή Αθηνών, από την οποία μετά από δύο χρόνια μετεπήδησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε το 1970. Για λόγους βιοπορισμού, στη διάρκεια της φοίτησης, πολλές φορές αναγκάστηκε να εργαστεί στη Γερμανία. Εργάστηκε για ενάμισυ χρόνο στο Βούπερταλ της Γερμανίας, και αφού επέστρεψε εξέτισε το στρατιωτικό του.

Το 1971 προσλήφθηκε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, όπου για 30 χρόνια διετέλεσε Καθηγητής, Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης.

Το 1983 πρωτοδημοσίευσε το πεζό "Λόγος ανθηρός χειρονομηθείς". Μετά από 8χρονη απουσία του από τον εκδοτικό χώρο, επανεμφανίζεται το 1991 με τη ποιητική του συλλογή "Κυοφορία Σιωπής", και έκτοτε μέχρι και το 2009 συνεχίζει να κάνει αισθητή τη συγγραφική του παρουσία.

26.10.17

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΠΛΟΥ ΗΡΩΑ ΛΑΜΠΡΟΣ ΑΗΔΟΝΟΧΩΡΙΤΗΣ.Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΑΗΔΟΝΟΧΩΡΙΤΗΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ Ένα μικρό αφιέρωμα σ' εκείνους τους Άγιους Ήρωες του ΟΧΙ Άραγε που να είναι οι Έλληνες σήμερα;

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί φιλέλληνες καλησπέρα και Χρόνια Καλά σε όσους το αξίζουν, η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε όλους εκείνους τους Έλληνες του 1940 που δεν ήταν σαν τους σημερινούς Ναιναίκους!!!!!!!!! που αν και γνώριζαν το τι σημαίνει ένα ΟΧΙ είχαν τα καρύδια να το πουν και να γράψουν τη δική τους ιστορία με χρυσά γράμματα. Υ.Γ. Εκείνοι οι Έλληνες ουδεμία σχέση έχουν με τον ενοικιαστή του Μεγάρου Μαξίμου που το ΟΧΙ του λαού το μετέτρεψε σ' ένα ταπεινωτικό ΝΑΙ σε όλα............... Ίσως ο Παππούς Λάμπρος τελικά να ήταν τυχερός που δεν έζησε αυτή τη ξεφτίλα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-fuji Tomo Kazu.

Αναμνήσεις ενός απλού στρατιώτη του 1940

by Μια επίκαιρη, λόγω της εθνικής γιορτής, περυσινή και πολυαγαπημένη ανάρτηση, αφιερωμένη στους νέους φίλους του ιστολογίου που,  όπως κι εγώ,  αγαπούν  τις επετείους:
Στη ζωή μας  υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Για μένα ένας απ΄ αυτούς είναι ο παππούς μου ο Λάμπρος, που έφυγε απ΄ αυτή τη ζωή περήφανος, πλήρης ημερών και εμπειριών, την Πρωτοχρονιά του 2004. Από τον άνθρωπο αυτόν έμαθα (ελπίζω τόσο καλά ώστε να μου ’χει γίνει βίωμα ζωής) την αξία τού να μένεις αληθινά ζωντανός και δραστήριος, ανεξάρτητα από την ηλικία σου, μέσα από την καθημερινή  δραστηριότητα και τη συμμετοχή στα πράγματα. Αναγνώρισα τη σημασία τού να είσαι «παρών» στη ζωή, περιφρονώντας τα στερεότυπα του πολιτισμού μας, που καλλιεργούν τη  λανθασμένη αντίληψη ότι από τη μέση ηλικία και μετά οι άνθρωποι γίνονται σταδιακά ανήμποροι, ασθενείς και «απόντες» από την ίδια τους τη ζωή.
 Κάθε φορά που μιλούσε για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο τα μάτια του έλαμπαν. Ο χρόνος συνθηκολογούσε μαζί του και γύριζε πίσω, αφαιρώντας καμιά εξηνταριά χειμώνες από την κορμοστασιά του. Γινόταν και πάλι ο ευθυτενής τριαντάχρονος που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο πατάτες και να το ανταλλάσσει με καλαμπόκι, κάπου κοντά στην Αγόριανη. Ηταν τέτοιο το κλίμα της εποχής, με τον κόσμο να περιμένει τον πόλεμο από ώρα σε ώρα να χτυπήσει την πόρτα του, που θυμόταν με λεπτομέρεια κάθε στιχομυθία, κάθε γκριμάτσα, κάθε εικόνα. «Καταλαβαίνω ότι εσύ θα πας στρατιώτης, εγώ όμως χρειάζομαι ακόμα ένα  τέτοιο φορτίο» του είπε η νοικοκυρά του σπιτιού που πήρε τις πατάτες. Όμως είχε ήδη κηρυχτεί επιστράτευση…
Με το γάιδαρο γύρισε στο χωριό του, το Αηδονοχώρι. Στην πλατεία, όπως κάθε φθινόπωρο «έβραζαν τα τσίπουρα». Καμιά εβδομηνταριά νέοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος, είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.
Ο παππούς υπηρέτησε, μαζί με άλλους έντεκα Θεσσαλούς, στην τροφοδοσία. Μέχρι να εκπνεύσει ο  Νοέμβριος είχαν ήδη φτάσει στην πλημμυρισμένη από Ελληνες Κορυτσά, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του κεντρικού φούρνου της πόλης. Φούρνιζαν ψωμί σε 24ωρη βάση, χωρισμένοι σε δύο βάρδιες. Διέμεναν σε ένα κατάλυμα με έξι κρεβάτια, δίπλα στο φούρνο. Οι μισοί δούλευαν, οι άλλοι μισοί κοιμόντουσαν. Και στο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στις φουρνιές έβγαζαν τα χιτώνια και τα έβαζαν μέσα στο φούρνο κι αυτά, για να εξολοθρεύσουν τις ψείρες που τους βασάνιζαν ασταμάτητα!
Αυτή την ειδική «περιποίηση», την πρόσφεραν και στους καταπονημένους φαντάρους της πρώτης γραμμής που έρχονταν για λίγες ώρες στην Κορυτσά για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα. Ξεψείριζαν με τη βοήθεια της θερμότητας από το φούρνο τα ρούχα τους, τους πρόσφεραν ένα από τα έξι κρεβάτια για λίγες ώρες ξεκούρασης και τους έδιναν να φάνε μακαρόνια, το μόνο φαγητό που υπήρχε σε αφθονία χάρη στις γεμάτες ζυμαρικά αποθήκες την ηττημένων Ιταλών! Βρασμένα σκέτα μακαρόνια ήταν το καθημερινό φαγητό των φαντάρων στην Κορυτσά, μεσημέρι – βράδυ. Γι΄ αυτό κι ο παππούς , από τότε δεν ξανάφαγε μακαρόνια στη ζωή του, όσο νόστιμα κι αν ήταν μεγειρεμένα.
Παρά την προσπάθεια του σώματος τροφοδοσίας, οι φαντάροι της πρώτης γραμμής πεινούσαν. Σ΄ αυτούς δεν έφταναν πάντα οι κουραμάνες και τα μακαρόνια και γι΄ αυτό συχνά αναζητούσαν οι ίδιοι με κάθε μέσο τροφή. Ενας φίλος του παππού, τσομπάνης στο χωριό όπως και οι περισσότεροι νέοι, έκλεψε ένα κατσίκι από ένα κοπάδι Αλβανών. Επιστρέφοντας στη  μονάδα του συνάντησε έναν άλλο πεινασμένο φαντάρο από άλλη μονάδα που επίσης αναζητούσε κάτι να φάει. Εκοψε επί τόπου το κεφάλι του ζώου και του το ΄δωσε για να το κάνει βραστό  στην καραβάνα. Για να τον ευχαριστήσει ο άλλος του χάρισε μια ξυριστική μηχανή της εποχής, την οποία φύλαξε για ενθύμιο  όλη του τη ζωή!
Ετσι και ο παππούς είχε κρατήσει από την Αλβανία και χρησιμοποιούσε με θρησκευτική ευλάβεια ένα χιλιοχτυπημένο παγούρι μεταλλικό. Επειδή είχε χάσει το πώμα κάπου στην Κορυτσά, είχε φτιάξει ένα άλλο από καλαμπόκι και το είχε πάντα μαζί του στα χωράφια και τα μελίσσια. Σήμερα είναι οικογενειακό μας κειμήλιο.
Κάπου προς το τέλος Μαρτίου του 1941, έφτασε στην Κορυτσά ο επικεφαλής στρατηγός Τσολάκογλου και ο παππούς μαζί με κάποιο συγχωριανό τον πλησίασαν. «Τι θέλετε παιδιά;» τους ρώτησε. «Τίποτα δεν θέλουμε στρατηγέ, απλά να σε δούμε» του απάντησαν, κοιτώντας τον με θαυμασμό. «Μην με κοιτάτε έτσι, σε λίγο καιρό θα χτυπήσουν οι Γερμανοί και θα καταλάβετε πώς  πάνε τα «κόπια» μας χαμένα», τους απάντησε.
Πράγματι, σε λίγο καιρό ήλθε το γερμανικό χτύπημα από τα ελληνοσερβικά σύνορα και ο στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση. Ολοι οι επιστρατευμένοι του χωριού, ακόμα και αυτοί που πολέμησαν στο θρυλικό ύψωμα 731, γύρισαν πίσω ζωντανοί, περπατώντας για εβδομάδες χωρίς να τους πειράξει ο γερμανικός στρατός.
Δεν ξέρω αν «πήγαν τα κόπια τους χαμένα». Αυτό που ξέρω είναι πως ο παππούς μου ο Λάμπρος ήταν γεμάτος περηφάνεια που άγγιξε από κοντά την αληθινή ιστορία σ΄ αυτή της τη φάση. Αν και ήταν ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους στρατευμένους της εποχής, το ότι υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 τον έκανε να νιώθει ότι συμμετείχε σε κάτι συλλογικό και μεγαλειώδες που ξεπερνούσε τον ίδιο και αυτό σημάδεψε τη ζωή του. Στις διηγήσεις του δεν υπήρχε το πνεύμα του ηρωϊσμού που διακατέχει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, αλλά η ανθρώπινη ματιά του απλού στρατιώτη που ακολουθεί με εμπιστοσύνη τις εντολές, αγωνίζεται να βοηθήσει τον διπλανό του, πιστεύει στον κοινό αγώνα και στη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής για να γυρίσει καλά στην οικογένειά του.
 Γι ΄  αυτό κι όλα τα εγγόνια του τού τηλεφωνούσαμε κάθε 28η Οκτωβρίου  σαν να ήταν η ονομαστική του γιορτή. Και ακόμα και τώρα, έξι  χρόνια από το θάνατό του, κάθε επέτειο του «Όχι» τον θυμόμαστε με αγάπη.

ΑΓΙΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 Τότε που οι Έλληνες δεν έλεγαν ΝΑΙ σε όλα!!

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνφιλέλληνες!!!!!!!! σας καλημερίζω και εύχομαι σε όσους το αξίζουν Χρόνια Καλά, Καλή Μνήμη, και καλή επάνοδο στην Ελλάδα σε όσους το επιθυμούν και νοσταλγούν την πατρίδα. Ο νομπελίστας ποιητής μας ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ είχε πει το εξής:  ''Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει''. Ας μου επιτρέψει ο αείμνηστος ποιητής να  πω πως η φράση του δεν ήταν σωστή, το σωστό θα ήταν να έλεγε πως  ''Όπου κι αν πάω οι  Έλληνες με πληγώνουν'' η Ελλάδα γιατί να σας πληγώνει αείμνηστε Γιώργο Σεφέρη; Εκτός και αν αυτό εννοούσατε. Ψάχνοντας σήμερα στο διαδίκτυο βρήκα αυτή τη συγκλονιστική ιστορία, παρακαλώ κάντε τον κόπο και διαβάστε το πιο κάτω κείμενο. Υ.Γ. Στην κ. Διοικητού που αύριο 28/10/15 έχει τα γενέθλιά της της εύχομαι ολόψυχα καλή αποστρατεία. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Προμηθέας.

Ἕνα συγκινητικὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ μιὰ φωτογραφία ποὺ ἀναζητεῖ τρία πρόσωπα

Πιστέψτε με. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα σχετικά με το Επος του '40 που μπορούν να με συγκινήσουν. Εχω διαβάσει αρκετά κι έχω ακούσει άλλα τόσα, όπως οι περισσότεροι εξ υμών άλλωστε, τα περισσότερα συγκινητικά. Εχω θαυμάσει τις αντοχές του ανθρώπου αλλά και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων, έχω συμπονέσει τους ηττημένους και σε μερικές περιπτώσεις τους νικητές.
Εχω αμφισβητήσει, όπως είναι του συρμού τελευταία, τη σκοπιμότητα του μεγάλου εκείνου πολέμου. Και έχω επιστρέψει με την ταπεινότητα του απλού αναγνώστη ξανά στις πρωτογενείς μαρτυρίες και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν -ψηφίδες αυτές- έναν πίνακα με τόσα πρόσωπα όσα η ίδια η ιστορία βάφει με τα ανεξίτηλα χρώματα της μνήμης. Νόμιζα όμως ότι δεν θα ξαναβρώ την αθώα ματιά των 18 χρόνων, που όλα τα διαβάζει, όλα τα πιστεύει, όλα τα θαυμάζει. Πριν από δύο εβδομάδες επέστη η ώρα να αναθεωρήσω.

Οταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο "Ημερολόγιο από το Μέτωπο" του Μιλτιάδη Νικολάου το πρώτο σημείο που πρόσεξα είναι η σεμνή και επιμελημένη έκδοση από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Κασταλία.
Ομως η αποκάλυψη ήρθε όταν άρχισα να το διαβάζω. Διότι δεν πρόκειται για μια ηρωική αφήγηση, για ένα ακόμη χρονικό κατορθωμάτων ενός πολεμιστή στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Είναι μόνο η πορεία της ψυχής του Μιλτιάδη Νικολάου από το Δίστομο στην Αλβανία και πάλι στο Δίστομο. Είναι τα όνειρα ενός 32χρονου νέου, είναι η ανάσα της ίδιας της ζωής όπως προσαρμόζεται στη δίνη του πολέμου και στη σκιά του θανάτου. Είναι όλες οι αξίες του ανθρώπου σε λίγες γραμμές, όλες οι δοκιμασίες του πνεύματος και του σώματος σε λίγες σελίδες, είναι η μορφή και το σχήμα του θαύματος που συντηρεί στην κόψη του το άτομο από τη μια και την κοινωνία από την άλλη.

Η γλώσσα στην οποία γράφει ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι άμεση και περιεκτική. Λαϊκή και λόγια μαζί, αισθαντική, τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, δυνατή, λιτή και όμως πλήρης πληροφοριών σε κάνει να νοσταλγείς την εποχή που η δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα παρήγαγε τέτοιους τεχνίτες/διανοούμενους.
Η αφήγηση είναι στρωτή και πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι εντυπωσιακό και συνάμα διδακτικό πόσο ο απλός λόγος παράγει τέτοιο αποτέλεσμα όταν προέρχεται από ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο. Δεν θα συνεχίσω με μια κριτική στο αφήγημα που του είναι βέβαια και παντελώς άχρηστη, καθώς το κείμενο μιλάει από μόνο του.

Μερικά όμως βιογραφικά στοιχεία για τον Μιλτιάδη Νικολάου, το τραγικό αυτό πρόσωπο, είναι απαραίτητα.

Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου γεννήθηκε στο Δίστομο το 1907. Μετά το Δημοτικό παρακολούθησε το Σχολαρχείο (το Λύκειο της εποχής). Το επάγγελμά του ήταν τσαγκάρης, υποδηματοποιός. Οταν έφυγε για το μέτωπο επίστρατος στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σε ηλικία 32 ετών, ήταν ήδη παντρεμένος με την Κονδυλία Καίλη και πατέρας δύο κοριτσιών ενώ η γυναίκα του ήταν έγκυος σε ένα τρίτο.

Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου επέστρεψε από την Αλβανία στο Δίστομο στις 3 του Μάη του 1941. Ομως η άγρια, η τραγική του μοίρα δεν είχε ημερώσει. "Στις 10 Ιουνίου του 1944 σφάζεται από τους Γερμανούς μαζί µε την αγαπηµένη του σύντροφο, τις δύο λατρευτές θυγα­τέρες του, και σώζεται η Νίτσα µέσα στον άγριο Εσπερινό της σφαγής του Διστόµου. Η Νίτσα πεντάρφανη επιβιώνει, παντρεύεται, γεννάει δύο γιους, ο πρώτος πήρε το όνοµα του, Μιλτιάδης Σφουντούρης, τώρα δικηγό­ρος, όπως και ο µικρότερος γιος ο Κώστας, µα κυρίως αποστάγµατα και οι δύο του βαθιόριζου και πολύτιµου ανθρωπισµού του παππού Μιλτιάδη", όπως αναφέρει ο Ευστάθιος Σταθάς στο επίλογο του βιβλίου.

Αυτή ήταν η μοίρα του Μιλτιάδη Νικολάου που βρέθηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Εκείνος και εκατομμύρια άλλοι αυτούς τους μαύρους καιρούς. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τη χαμένη ζωή του, κάνουν ό,τι μπορούν για τη μνήμη του η μοναδική επιζήσασα κόρη του Νίτσα Σφουντούρη και οι εγγονοί του με την έκδοση αυτού του βιβλίου. Δεν είναι το ίδιο αλλά είναι κάτι. Για την ακρίβεια είναι κάτι πολύ μεγάλο και σπουδαίο...

Μια φωτογραφία αναζητεί τρία πρόσωπα

 Αυτή η φωτογραφία είναι συλλεκτική καθώς για πρώτη φορά δημοσιεύεται στο δίκτυο. Ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι ο πρώτος από αριστερά. Οι υπόλοιποι τρεις είναι άγνωστοι στην οικογένεια του Μ. Νικολάου. Αν κάποιος γνωρίζει ποιοι εικονίζονται ή άλλες σχετικές πληροφορίες μπορεί να απευθύνεται στη viotia.
Ανιχνευτής Ενδυμίωνας.