Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

28.3.18

Αγάπη, μια λέξη που χωράει μέσα ολόκληρο το σύμπαν. Ξανά και Ξανά Ηλίας Γιαννακόπουλος.

Του ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ

«Αγάπη δεν είναι να κοιτάζει ο ένας τον άλλο˙ αγάπη είναι να κοιτάζουν και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση» (Μπουσκάλια).

Κάθε προσπάθεια ορισμού ή έστω μιας εννοιολογικής προσέγγισης της έννοιας αγάπη προσκρούει πάντα στις πολλαπλές αποχρώσεις της που αφορούν το βαθύτερο περιεχόμενό της, τη διάρκειά της, την έντασή της και το αντικείμενο. Η δυσκολία του ορισμού δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι συνιστά μια αφηρημένη έννοια αλλά κι από τη διαπίστωση ότι είναι ένα συναίσθημα που από τη φύση του είναι υποκειμενικό, και γι’ αυτό επιδέχεται πολλές κι αντιτιθέμενες ερμηνείες.

Διαφορετικά την προσεγγίζουν οι βιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες….. υπάρχουν κι εκείνοι που αδυνατούν να διακρίνουν τις διαφορές και τα όρια ανάμεσα στην αγάπη και στον έρωτα. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από τα θυελλώδη συναισθήματα, ενώ η αγάπη από τον ειρηνικό της χαρακτήρα. Στον έρωτα κυριαρχεί ένας παραλογισμός κι ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα που πυροδοτεί τον ψυχικό κόσμο. Στόχος του η ένωση δύο ατόμων με προορισμό την ερωτική ικανοποίηση. Αντίθετα, στην αγάπη κυριαρχεί η σωφροσύνη που αποτελεί και το βάθρο μιας υγιούς ανθρώπινης σχέσης με εσωτερικό περιεχόμενο και διάρκεια.

Έτσι, έχουμε την μητρική αγάπη, την ερωτική, την υπερβατική αγάπη προς το θείο, τη φιλική, αδελφική, πατριωτική, την αγνή, την άδολη, τη φλογερή ή την αρρωστημένη. Κάποιοι πολιτισμοί έχουν δέκα ή και περισσότερες λέξεις για να αποδώσουν τις διάφορες μορφές της αγάπης. Γιατί, όμως, να ορίσουμε την έννοια της αγάπης όταν μπορούμε να τη νιώσουμε; «Μήπως όλες οι μορφές αγάπης είναι βασικά ένα πράγμα, οπότε η αγάπη, στις πάμπολλεςκαι πολυποίκιλες εκδηλώσεις της, είναι τελικά η μοναδική πραγματικότητα;» (Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’).

Σχετικά με το αντικείμενο της αγάπης μας από τονΦρόινταρχικά κι από άλλους αργότερα επισημάνθηκαν τα εξής: α. Συνήθως αγαπάμε εκείνο το πρόσωπο, την ιδιότητα ή συμπεριφορά που ομοιάζει με τη δική μας. Στο πρόσωπο του άλλου βλέπουμε το δικό μας Εγώ. Άρα, στην περίπτωση αυτή στην ουσία δεν «αγαπάμε» τον άλλο αλλά ασυνείδητα το δικό μας Εγώ. Εδώ υπολανθάνει μια μορφή «αθώου» ναρκισσισμού. β. Ο άνθρωπος αρέσκεται να πλάθει την ιδανική μορφή – εικόνα του Εγώ του. Αυτή η εξιδανικευμένη μορφή εμπεριέχει όλα τα θετικά και επιθυμητά στοιχεία του Εγώ. Όταν αυτό το εξιδανικευμένο πρότυπο το βλέπουμε σε ένα άλλο πρόσωπο – Εγώ τότε αμέσως το πρόσωπο αυτό καθίσταται αντικείμενο αγάπης.

«Αγαπά κανείς το αντικείμενό του γιατί βρίσκει σ’ αυτό την τελειότητα που επεδίωκε για το δικό του Εγώ, και προσπαθεί να την εξασφαλίσει με αυτόν τον πλάγιο τρόπο για να ικανοποιήσει το ναρκισσισμό του» (Φρόιντ «Ψυχολογία των μαζών κι ανάλυση του Εγώ»).

Κατά καιρούς πολλοί μελετητές του κορυφαίου αυτού συναισθήματος, της αγάπης, αναλώθηκαν στην καταγραφή των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη βίωσή της. Προϋποθέσεις που υπερβαίνουν τις απλές συνταγές και εισχωρούν στη βαθύτερη δομή του ανθρώπινου ψυχισμού. Κάθε πρόταση – προϋπόθεση, όμως, της αγάπης πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την ελευθερία ως του κατεξοχήν στοιχείου που διέπει το βαθύτερο πυρήνα της. «Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται˙ γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη» (ΧαλίλΓκιμπράν, «Ο προφήτης»).

Ο ΈριχΦρομ στο εμβληματικό του έργο «Η Τέχνη της Αγάπης θεωρεί πως «να αγαπάς προϋποθέτει το άτομο να έχει ξεπεράσει τη ναρκισσιστική παντοδυναμία». Αυτή η πρόταση υποδηλώνει και αισθητοποιεί πως η προσφορά αγάπης προϋποθέτει τον απεγκλωβισμό του υποκειμένου από τα δεσμά του ναρκισσισμού. Κι αυτό γιατί η αυτάρκεια και η δύναμη που γεννά ο ναρκισσισμός αναστέλλει κάθε εκδήλωση αγάπης προς τους άλλους. Ο ναρκισσιστής θαμπώνεται από το φωτεινό είδωλο του Εγώ του και αρκείται στην επιβεβαίωσή του μέσα από τον αυτοθαυμασμό του.

Επιπρόσθετα, η «ναρκισσιστική παντοδυναμία» κάνει το άτομο εγωιστικό και το υποχρεώνει να αναζητά την ευτυχία του όχι στην προσφορά προς τους άλλους αλλά στην αποδοχή του θαυμασμού από τους άλλους. Η προσφορά αγάπης, όμως, προϋποθέτει μετριοφροσύνη, αλτρουισμό και εσωτερική σεμνότητα. Αυτός που αγαπά νιώθει λίγο αδύναμος κι ανασφαλής γι’ αυτό και προσφέρει αγάπη με την ελπίδα της ανταπόκρισης. Η ταπεινοφροσύνη καθιστά το υποκείμενο της αγάπης συγκαταβατικό και ανεκτικό.

Επομένως, η αγάπη προϋποθέτει την απεξάρτηση του ατόμου από την οίηση της παντοδυναμίας του Εγώ και την αναζήτηση της χαράς και της εσωτερικής πληρότητας στην ταπεινότητα και στην ομολογία της αδυναμίας.

Σε ένα άλλο επίπεδο ο ΈριχΦρομθέτει ως προϋπόθεση της αγάπης το σεβασμό, που «δεν είναι φόβος ή δέος, αλλά σημαίνει την ικανότητα να βλέπεις ένα άτομο όπως είναι και να έχεις επίγνωση της μοναδικής του ατομικότητας». Αυτό σημαίνει πως το υποκείμενο της αγάπης έχει την ικανότητα να βλέπει το πρόσωπο – αντικείμενο της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι όπως αυτό (υποκείμενο) θα ήθελε να είναι. Ο σεβασμός, δηλαδή, απομακρύνει κάθε υποκειμενική θεώρηση του άλλου και θρυμματίζει κάθε εγωιστική συμπεριφορά.

Ο σεβασμός, επίσης, βοηθά να αναγνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες του διπλανού μας και να τον αντιμετωπίζουμε ως μια μοναδική κι ανεπανάληπτη οντότητα. Η αποδοχή του άλλου ως μιας αυτόβουλης ατομικότητας συντελεί στην καλλιέργεια κι ανάδειξη θετικών στοιχείων και κυρίως του ανθρωπισμού και της αρετής της ανεκτικότητας. Έτσι, περιορίζεται η έμφυτη τάση του ανθρώπου να βλέπει αλλά και να θέλει όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν ή στην καλύτερη περίπτωση να «συμμορφώνονται» προς τις δικές του ιδιαιτερότητες.

Συναφές προς τα παραπάνω είναι και η αποδοχή της ατομικότητας του άλλου ως αφετηρία για την οικοδόμηση σχέσεων πάνω στην αρχή της αμοιβαιότητας και της δημιουργικής συμβίωσης. Προκειμένου δε για την αγάπη ο σεβασμός διασώζει το υποκείμενο από την τάση για απόλυτη κτήση – εξουσία πάνω σε εκείνο το πρόσωπο που διεκδικεί μερίδιο από τα αισθήματά μας. Όσο κι αν η αγάπη είναι εν μέρει δεσποτική και κτητική, ο σεβασμός ισορροπεί τις αντιφατικές διαθέσεις των υποκειμένων της αγάπης (επιθυμία να κυριαρχούν και να εξουσιάζονται) και διασώζει τελικά την αξιοπρέπεια αλλά και την ελευθερία τους.

Από μια άλλη σκοπιά ο Μπουσκάλιατονίζει πως η πραγματική αγάπη είναι αυτή που δεν αναμένει ανταλλάγματα «Είναι αγάπη μόνον όταν προσφέρεται χωρίς προσμονή ανταλλαγμάτων… Δεν μπορείς να επιμένεις να σ’ αγαπήσει κάποιος, να σου ανταποδώσει την αγάπη». Αυτό σημαίνει απαλλαγή από την προσδοκία της ανταπόδοσης, γιατί κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται τα συναισθήματα των άλλων. Η μόνη εγγύηση για την αληθινή αγάπη είναι η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας (αυτογνωσία).

Η απελευθέρωση, λοιπόν, από την επιθυμία – απαίτηση έναντι των άλλων συνιστά μια ακόμη προϋπόθεση της αληθινής αγάπης, γιατί οι άλλοι μπορούν να δώσουν μόνο όσα αυτοί νιώθουν και όχι όσα εμείς έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό, λοιπόν, χωρίς ιδιοτέλεια και υστεροβουλία «την αγάπη τη μοιραζόμαστε με τους άλλους. Ποιο σκοπό θα είχε η γνώση αν δεν την προσφέραμε στους σπουδαστές; Ποιο νόημα θα είχε η ομορφιά που δεν θα γινόταν εμπειρία και βίωμα όλων;» (Μπουσκάλια).

Θα ήταν, ωστόσο, παράλειψη αν σε όλα τα παραπάνω δεν παρουσιάζαμε την αιρετική άποψη του Φρόιντ σχετικά με τη Χριστιανική επιταγή «να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Θεωρεί μια τέτοια αγάπη αθέμιτη κι ανώφελη και ίσως – ίσως «αδικία» προς αυτούς που πραγματικά αξίζουν την αγάπη του υποκειμένου «Γιατί να το κάνουμε αυτό; Σε τι θα μας βοηθήσει; Πώς μας είναι δυνατό; Η αγάπη μου είναι κάτι πολύτιμο για μένα που δεν μπορώ να το σκορπάω χωρίς να δίνω λόγο…. Για να αγαπώ κάποιον άλλο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να το αξίζει…. Κάνω μάλιστα αδικία, γιατί η αγάπη μου θα κριθεί από όλους τους δικούς μου σαν προτίμηση˙ είναι αδικία απέναντί τους που τοποθετώ τον ξένο στην ίδια θέση με αυτούς…. Προς τι μια τόσο επίσημα εμφανιζόμενη εντολή, αφού η εκτέλεσή της δεν μπορεί να συστηθεί σα λογική (Φρόιντ, «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).

Την πλήρη αντίθεση του προς τη Χριστιανική αγάπη ο Φρόιντ την θεμελιώνει στον παραλογισμό που αυτή κρύβει «Υπάρχει μια δεύτερη εντολή που μου φαίνεται πιο ακατάληπτη και ξεσηκώνει μέσα μου ισχυρότερη αντίσταση. Αυτή λέει: Αγάπα τους εχθρούς σου… Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό είναι μια περίπτωση παρόμοια με το Gredoquiaabsurdum». Υπέρμαχος της θέσης του Χομπς «Homohominilupus» ο Φρόιντ είναι αντίθετος στο κάλεσμα για αγάπη – ιδιαίτερα προς τον εχθρό μας – , αφού κάτι τέτοιο είναι μη εφικτό αλλά και αθέμιτο.

Ωστόσο, ο φιλόσοφος – ποιητής Σίλλερ επισημαίνει με έμφαση πως «η πείνα και η αγάπη στηρίζουν το μηχανισμό του κόσμου». Η πείνα αφορά την ικανοποίηση αναγκών για την υλική επιβίωση και συντήρηση του ατόμου. Η αγάπη στρέφεται στο αντικείμενο και διευκολύνει τη συνύπαρξη των ανθρώπων με στόχο τη διατήρηση του είδους.

Την απάντηση στις ενστάσεις του Φρόιντ δίνει ο Απ. Παύλος με τον Ύμνο της Αγάπης που συνιστά την ουσία της Χριστιανικής Θρησκείας και της διδασκαλίας του Ναζωραίου. «Εαν ταιςγλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπηνδε μη έχωγέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον…..αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι….. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, ….. ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν… πάντα στέγει… πάντα υπομένει… νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα˙ μείζων δε τούτων η αγάπη» (Απ. Παύλου, Επιστολή Α’ Προς Κορινθίους, ιγ).

Αγάπη, επομένως, χωρίς «όρους και όρια» προς όλους και προς τον εαυτό μας, γιατί μόνον έτσι θα εξανθρωπίσουμε τον κόσμο και θα λυτρώσουμε τον ψυχισμό μας κόσμο από το φθόνο και το φόβο των άλλων.

«Εκείνη η αγάπη είναι μεγάλη, όταν φέρνει μέσα μας, τέτοιες αλλαγές όσες δεν έφεραν όλες οι επαναστάσεις του κόσμου».

Μήπως είμαστε ευτυχισμένοι και δεν το γνωρίζουμε; Το διπλό πρόσωπο της επιτυχίας του κ. Ηλία Γιαννακόπουλου.

«Υπάρχει πάντα κάτι στην επιτυχία,/που ενοχλεί ακόμα/ και τους καλύτερους φίλους σου./ Κανένας δεν αντέχει την επιτυχία σου,/ενώ στην αποτυχία σού συμπαραστέκονται/ακόμα και οι εχθροί σου.»(Μπουκάι).

 Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι από τη φύση της πολυδιάστατη. Εκείνο, όμως, που την ξεχωρίζει από τα άλλα θεϊκά-φυσικά δημιουργήματα είναι η λογική και η ελεύθερη βούληση. Τα ποιοτικά και μοναδικά αυτά χαρακτηριστικά του ανθρώπου αποτέλεσαν τη βάση για την ανέλιξη και ολοκλήρωσή του αλλά και για την κοινωνική πρόοδο. Ωστόσο η ατομική εξέλιξη και η κοινωνική πρόοδος έγιναν πραγματικότητα μέσα από μία εσωτερική ανάγκη-δύναμη, την επιτυχία, που συνθέτει τα δύο παραπάνω βασικά γνωρίσματα (λογική-ελεύθερη βούληση).

Όταν η εσωτερική ανάγκη για επιτυχία υπηρετείται με «φυσικούς όρους και τρόπους» ενεργοποιεί τον εσωτερικό μας κόσμο και συμβάλλει αποφασιστικά στην ατομική εξέλιξη και στην κοινωνική πρόοδο. Αυτοί οι «φυσικοί όροι και τρόποι» σχετίζονται με την ηθική των κινήτρων, των μέσων και των στόχων που τίθενται.

Πρωτίστως η αξία της επιτυχίας διαφαίνεται στον ψυχολογικό-συναισθηματικό τομέα. Αρχικά αφυπνίζονται όλα τα θετικά και δημιουργικά στοιχεία του εσωτερικού κόσμου του ατόμου. Ειδικότερα καλλιεργούνται το θάρρος, η θέληση, η υπομονή και η καρτερικότητα. Ισχυροποιείται η βούλησή του, η αποφασιστικότητα και εθίζεται στην αγωνιστική στάση ζωής. Επίσης η επιτυχία προϋποθέτει αλλά και συντείνει στην αυτογνωσία και στον αναγκαίο αυτοέλεγχο. Νιώθει ανεξάρτητο και κατακτά ένα υψηλό επίπεδο εσωτερικής ελευθερίας. Καθίσταται, επίσης, καθοριστικός παράγοντας ψυχικής πληρότητας και ισορροπίας. Η αυτοεκτίμηση είναι πάντα συνάρτηση του μεγέθους-πλήθους των επιτυχιών στους επιλεγμένους στόχους.

Εξίσου, όμως, σημαντική θεωρείται η συνδρομή της επιτυχίας στην πνευματική ανέλιξη του ατόμου. Ειδικότερα η επιτυχία οξύνει την κριτική σκέψη, αυξάνει την αντιληπτική ικανότητα, ενισχύει την οξυδέρκεια και γενικότερα κινητοποιεί το πνευματικό οπλοστάσιο. Το άτομο στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα αντικειμενικά δεδομένα ( βασικός όρος της επιτυχίας ) εθίζεται στην συνθετική και αναλυτική σκέψη, στον ορθολογισμό και στις λογικές αξιολογήσεις. Επιπλέον ανθοφορεί η προνοητικότητα, η ευθυκρισία και η δεκτικότητα σε νέες θέσεις-ιδέες. Γενικότερα η επιτυχία πυροδοτεί όλα τα θετικά στοιχεία της πνευματικής υπόστασης του ατόμου.

Θα ήταν, όμως, ασυγχώρητη αβλεψία, αν δεν προσμετρούσαμε στα θετικά της επιτυχίας και την κοινωνική ωρίμανση του ατόμου. Το υποκείμενο επικοινωνεί με τους συνανθρώπους, συνάπτει σχέσεις και συγχρωτίζεται με ένα πλήθος διαφορετικών ανθρώπων στον δρόμο προς την τελική πραγμάτωση των στόχων. Συνεργάζεται ή ανταγωνίζεται, συγκρούεται και δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε σχέση με τους άλλους και τα αντίπαλα συμφέροντα. Γνωρίζει τα όρια του ατομικισμού και της κοινωνικής συνείδησης κι έτσι καθίσταται φορέας τόσο κοινωνικών όσο και ηθικών αξιών ( συντροφικότητας, αλτρουϊσμός, σεβασμός, ανεκτικότητα ).

Γενικότερα η επιτυχία βοηθά να κρίνουμε την πραγματικότητα, να τη διαχειριζόμαστε και να την επαναπροσδιορίζουμε. Αναβαθμίζει το ρόλο του εγώ μας και το απελευθερώνει από τη σισύφεια κατάρα να επαναλαμβάνει χωρίς νόημα την καθημερινότητά του. Αυτό συμβάλλει στο μετασχηματισμό του ατόμου σε μαχητή της ζωής που κάθε στιγμή βιώνει το αίσθημα της κοινωνικής αποδοχής που είναι τόσο αναγκαία για τη συγκρότηση ενός συνεκτικού και ανθεκτικού εγώ.

Σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς πως η επιτυχία έχει και τη σκοτεινή της πλευρά και μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά για το άτομο. Επειδή στη ζωή μας τίποτα δεν είναι σύμβολο του απόλυτου καλού ή κακού κρίνεται φρόνιμο να φωτιστεί και η αρνητική εκδοχή της επιτυχίας, όσο κι αν αυτό φαντάζει παραδοξότητα.

Όπως τονίστηκε όταν η επιτυχία κινείται σε υγιή βάση αποτελεί παράγοντα πρόοδου και εξέλιξης. Ωστόσο, όταν η ανάγκη για επιτυχία υπερβεί τα «νόμιμα» και τα «φυσικά» πλαίσια εγκυμονεί δυσάρεστα αποτελέσματα για το υποκείμενο. Όταν, δηλαδή, η επιτυχία καταστεί το μοναδικό κίνητρο σε όλα τα επίπεδα της ζωής – αυτοσκοπός – συνοδεύεται από καταστροφικά αποτελέσματα.

Ειδικότερα η επιτυχία πολλές φορές τρέφει την οίηση και την σφαλερή αντίληψη της ανωτερότητάς μας έναντι των άλλων. Μας ωθεί σε μια ψευδαίσθηση-υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων μας, γεγονός που γεννά συμπεριφορές έπαρσης, υπεροψίας και αλαζονείας. Χάνουμε την αίσθηση του μέτρου και παύουμε να λειτουργούμε με βάση τον ορθολογισμό. Γινόμαστε εύκολα πρεσβευτές της ματαιοδοξίας και της κενοδοξίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών των αρνητικών μια στάση απαξίωσης και υποβιβασμού των συνανθρώπων μας.

Όταν, επίσης, καθίσταται έμμονη ιδέα, σύνδρομο ζωής και απόλυτος σκοπός- αυτοσκοπός επιδρά αρνητικά σε ψυχολογικό επίπεδο. Συνοδεύεται από πλήθος ψυχολογικών προβλημάτων, όπως νευρώσεις, άγχος, αγωνία και ανασφάλεια. Η επιθυμία για φιλοπρωτία και προσωπική προβολή φθείρει ψυχικά το άτομο και το εγκλωβίζει στον εφιάλτη της πιθανότητας μιας αποτυχίας που θα αποδομούσε κάθε στοιχείο αυτοπεποίθησης. Κι αυτό, γιατί ο «πετυχημένος» δύσκολα συμβιβάζεται με την ήττα και τη «δεύτερη θέση».

Η μεγαλομανία και το αίσθημα του «ανικανοποίητου«- παράγωγα φαινόμενα μιας λανθασμένης διαχείρισης της επιτυχίας- τρέφουν έναν αρρωστημένο ναρκισσισμό κι έναν υπέρμετρο εγωκεντρισμό που με το χρόνο επωάζουν αντικοινωνικές συμπεριφορές και ιδιοτελείς πράξεις . Έτσι η επιτυχία μπορεί να γεννήσει την επιθυμία για χρήση αθέμιτων μέσων που από τη φύση τους εμπεριέχουν στοιχεία αμοραλισμού και αντικοινωνικότητας. Παρατηρείται, δηλαδή, μία άμβλυνση της ηθικής συνείδησης, ένας ηθικός σχετικισμός κι ένας ηθικός εκτραχηλισμός.

Ανάλογα φαινόμενα εμφανίζονται και στην επιλογή των στόχων. Γιατί, όταν η επιτυχία τυφλώνει το νού κι αποφλοιώνει τον ηθικό κώδικα τότε και η επιλογή των στόχων γίνεται με βάση την προσωπική επιβεβαίωση και όχι την προαγωγή του κοινού καλού και την ηθική τελείωση του ατόμου.

Βέβαια, ο άνθρωπος, δεν μπορεί να ζήσει και να παραμείνει άνθρωπος χωρίς το στοιχείο που τον δικαιώνει και τον επικυρώνει: τη δημιουργία και την επιτυχία. Για να μην καταστεί, όμως, η επιτυχία πηγή κακών και ανθρωποβόρων-ψυχοβόρων καταστάσεων απαιτείται συνεχής ενγρήγορση και η αποδοχή του μέτρου σε κάθε πράξη μας.

Επειδή στη ζωή μας τίποτα δεν είναι μόνιμο, συνεχές και σταθερό, πρέπει να εθίζουμε στην ειρηνική συνύπαρξη τόσο με τις επιτυχίες όσο και με τις αποτυχίες. Διαφορετικά κινδυνεύουμε παρασυρόμενοι από τη μέθη και το μύθο της επιτυχίας να ακυρώσουμε τα υγιή βάθρα της ζωής μας και να επιβεβαιώσουμε τον Καβαφικό στίχο » Υπεροψίαν και μέθην θα είχε ο Δαρείος «.

Οι συνταγές για τη σωστή διαχείριση της επιτυχίας σπανίζουν ή δεν πείθουν. Η λύση βρίσκεται στον αυτοπροσδιορισμό » Το να βρεις το κέντρο σου/και να το αφήσεις σε οδηγεί/είναι η μοναδική ευτυχία/που μπορεί να συμβεί στον κόσμο.»

Η προτροπή που ακολουθεί αφορά τους φοβισμένους και αυτούς που αναζητούν τη σιγουριά στην αγέλη » Αν θέλεις να πετύχεις,/αν θέλεις να σε τιμά/η κοινωνία/ και να σε σέβονται οι μάζες,/ το πρώτο πράγμα/ που χρειάζεται να κάνεις/ είναι να πάψεις να είσαι/ ο εαυτός σου./ Κρύψε τον εαυτό σου/ και να λειτουργείς σύμφωνα/ με τις προσδοκίες των άλλων» ( Μπουκάι).

27.3.18

« Μελαγχολική Δημοκρατία: Τα βάθρα της» - Του φιλολογου Ηλία Γιαννακόπουλου. Σεβασμός, Σεβασμός, Σεβασμός.

«Εκεί που συλλογίζεσαι πόσο αντέδρασες όταν έβλεπες να πλουτίζουν/ αυτοί που έλεγαν ότι μάχονται για τους φτωχούς/  όταν άκουγες να δημηγορούν υπέρ των αδικημένων/ εκείνοι που αδικούσαν έχοντας πάντα δίκιο….» (Τίτος Πατρίκιος).

Συχνές είναι οι αιτιάσεις των πολιτών κατά του πολιτικού συστήματος και των φορέων του (πολιτικοί). Πολλές φορές οι αιτιάσεις αυτής προσλαμβάνουν ένα γενικευμένο χαρακτήρα και εμπεριέχουν στοιχεία ολικής αμφισβήτησης του πολιτεύματος της δημοκρατίας. Τα φαινόμενα της αμφισβήτησης τρέφουν τόσο η οικονομική κρίση όσο και η απουσία ηγετών που θα εμπνεύσουν και θα χαράξουν μια νέα πορεία. Την απογοήτευση των πολιτών, ωστόσο, την εκμεταλλεύονται πολιτικές δυνάμεις που επενδύουν στην απογοήτευση, την οργή και την αμηχανία των ψηφοφόρων.  

Το νοσηρό αυτό κλίμα εμποδίζει να δούμε καθαρά την αξία της δημοκρατίας που, αφού επιβίωσε για χιλιάδες χρόνια μέσα από θυελλώδεις παλινδρομήσεις, αναδείχτηκε με την ανέσπερη δύναμή της ως το πολίτευμα που ταιριάζει περισσότερο στην ανθρώπινη φύση και ως πρότυπο ανθρώπινης διακυβέρνησης τείνει να προσλάβει στις μέρες μας οικουμενικές διαστάσεις. Γι’ αυτό είναι άδικο και πολιτικά ανορθολογικό κάτω από το βάρος μιας συγκυριακής δυσαρέσκειας – κρίσης να «πυροβολούμε» εκείνο το πολίτευμα που, όσο κανένα άλλο, συμβάλλει στην ανθοφορία των δυο ποιοτικών και μοναδικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, της Λογικής και της Ελεύθερης βούλησης.

Κι αυτό γιατί η δημοκρατία δε συνιστά μόνο ένα πολίτευμα αλλά συμπυκνώνει στον πυρήνα της κι έναν τρόπο ζωής και μια φιλοσοφία. Τα πολλά επίπεδα της αξίας της δημοκρατίας επιβάλλουν την ανίχνευση και συγκεκριμενοποίηση των επί μέρους στοιχείων της που την καθιστούν πολίτευμα οικουμενικής αποδοχής. Γιατί μέσα στην αχλύν της οργής ξεθωριάζουν και τα αυτονόητα της δημοκρατίας και πρέπει να την υπερασπίσουμε τώρα που «βάλλεται» και όχι όταν πληγεί από τους εχθρούς της. Γιατί αυτοί υπόρρητα υποσκάπτουν τα βασικά της βάθρα.   

Το πρώτο βάθρο της δημοκρατίας είναι ο ανθρωποκεντρικός της χαρακτήρας. Η δημοκρατία, δηλαδή, ως κοσμοθεωρία και φιλοσοφία ζωής προβιβάζει τον άνθρωπο στην ανώτατη βαθμίδα της φυσικής δημιουργίας. Αναγνωρίζει και αποδέχεται το πολυεπίπεδο της ύπαρξής του (υλική, κοινωνική….) και συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξή του. Για τη δημιουργία ο άνθρωπος είναι ο απόλυτος σκοπός και εμποδίζει τη μετατροπή του σε μέσο για την εξυπηρέτηση άλλων στόχων (Καντ).  

Νόμοι, θεσμοί, αξίες, πρότυπα και ιδανικά σύμφωνα με το πνεύμα της δημοκρατίας διακονούν τον άνθρωπο. Η κοινωνία οργανώνεται με τρόπο που να εξασφαλίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την αυτοπραγμάτωση του ατόμου. Οι κοινωνικοί σχηματισμοί σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι προγραμματισμένοι να διευκολύνουν την ελεύθερη δραστηριότητα του πολίτη. Η κοινωνία – υπηρέτης του ανθρώπου (φιλελεύθερη αντίληψη) εμπεριέχει όλη την ανθρωποκεντρική θεώρηση και στόχευση της δημοκρατίας. Σε μια τέτοια κοινωνία εκλείπουν οι μηχανισμοί που γιγαντώνουν την κοινωνία – τέρας και οδηγούν τον άνθρωπο στην περιθωριοποίηση και το νανισμό.

Κι αυτό γιατί στη δημοκρατία «άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί» (Θουκυδίδης).

Το δεύτερο βάθρο της δημοκρατίας σχετίζεται με τη συμβολή της στην ανάδειξη της σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων ως πρώτιστης πολιτικής και κοινωνικής αρετής. Κι αυτό γιατί η δημοκρατία ως πολίτευμα στοχεύει στην επίλυση των προβλημάτων όχι μέσα από αφορισμούς και αποκλεισμούς των αντίθετων απόψεων αλλά μέσα από τη συνύφανση των διαφορετικών θέσεων.

Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι η μεσότητα και η αποκήρυξη των υπερβολών και των ακροτήτων. Επειδή οι έννοιες του δίκαιου, του ορθού και του ηθικού είναι πολυεπίπεδες, γι’ αυτό η δημοκρατία αναζητά το «δέον γενέσθαι» στο συνταίριασμα των αντίθετων. Η διαφωνία, η αμφισβήτηση και το διαφορετικό κλώθουν τον ιστό της ισορροπίας και της αρμονίας χωρίς να οδηγούν αναγκαστικά σε άγονες συγκρούσεις.

Η δημοκρατία δεν εδράζεται πάνω στην ακινησία της «ομοφωνίας» αλλά αναπνέει από την προσέγγιση των άκρων. Η κοσμολογική αρχή του Ηράκλειτου «παλίντονος αρμονίη» βρίσκει εφαρμογή και δικαίωση μόνο στο πνεύμα της δημοκρατίας. Στο πνεύμα αυτό ευδοκιμούν η κοινωνική ανεκτικότητα, η πολιτική διαφωνία και ο διάλογος. Τα «άκρα» στη δημοκρατία δεν θεωρούνται «νόσημα» αλλά ως υγιή συμπτώματα ενός συστήματος που το συνθέτουν άτομα ελεύθερα και διαφορετικά.

Η δημοκρατία δεν ευδοκιμεί στις βεβαιότητες αλλά στη διαλεκτική συνύπαρξη των ετεροτήτων. Γι’ αυτό είναι ένα πολίτευμα «εν τω γίγνεσθαι» που επιζητεί τη συναίνεση των αντιθέτων και όχι το τέλμα της ιδεολογικής ομοφωνίας. Για τη δημοκρατία ισχύει η αρχή: «Η ενότητα χωρίς τη διαφορά είναι ταυτότητα, η διαφορά χωρίς την ενότητα είναι το χάος».

Το τρίτο βάθρο της δημοκρατίας αφορά την ενεργό συμμετοχή του ατόμου στα κοινά. Ο ορισμός της δημοκρατίας παραπέμπει αναπόφευκτα στη λαϊκή εξουσία, στο «κράτος του δήμου» και στην αναγωγή του ατόμου ως «εγώ» και «εμείς» σε καθοριστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων. Το άτομο, δηλαδή, ανυψώνεται στην ανώτερη βαθμίδα της κοινωνικής και πολιτικής του υπόστασης και αυτόχρημα καθίσταται πηγή εξουσίας και απόλυτος ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων.  

Έτσι, μέσα από την άμεση συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις καταξιώνεται ως κοινωνική οντότητα και ωριμάζει ως πνευματικό ον. Εθίζεται ο πολίτης στην υπευθυνότητα και κατά κύριο λόγο ασκείται στον ορθολογισμό. Όντας, δηλαδή, το «ανώνυμο» άτομο πρωταγωνιστής των πολιτικών διεργασιών απελευθερώνεται από κάθε μεταφυσικό στοιχείο, αποκτά αυτοπεποίθηση και αποφασίζει ορθολογικά με στόχο την εναρμόνιση του ατομικού με το κοινωνικό συμφέρον.  

Τα φαινόμενα του άκρατου ατομικισμού υποχωρούν (γνώρισμα του πρωτόγονου) και το άτομο «αλέθεται» στις μυλόπετρες της συλλογικότητας και των αρχών της πλειοψηφίας. Σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής λειτουργίας διερευνάται ταυτόχρονα η σφαίρα της αυτονομίας και του αυτοκαθορισμού. Η μοναδικότητα δεν υποχωρεί στο καθήκον του συλλογικού, αφού η δημοκρατία από τη φύση της προϋποθέτει την πολυμορφία και την ποικιλότητα των απόψεων.

Προϋπόθεση ή και απότοκο της άμεσης συμμετοχής του πολίτη στα κοινά είναι και το δικαίωμα της αμφισβήτησης της εξουσίας. Η αυτονομία του ατόμου, ως πολιτικού υποκειμένου, καθορίζεται από την πάλη του προς την εξουσία. Το «ελευθέρως ελέσθαι» συνιστά τον πυλώνα της δημοκρατίας και διαμορφώνει την «ηθική ταυτότητα» του πολίτη. Γι’ αυτό και η ενεργητική συμμετοχή προάγει την ευθύνη και την «ενοχή» του πολίτη.

«Όταν όλοι θα είμαστε ένοχοι, αυτό θα πει δημοκρατία» (Καμύ).

Σε πείσμα όλων εκείνων που πρόβλεψαν το «τέλος των ιδεολογιών» και το «τέλος της ιστορίας» η δημοκρατία ως πολίτευμα μπορεί να ευδοκιμήσει, γιατί στον πυρήνα της εμπεριέχει μια δυναμική αυτοεξέλιξης. Το σκοτεινό πρόσωπο της «μελαγχολικής δημοκρατίας» μπορεί να ξαναγίνει φωτεινό. Προϋπόθεση όλων αυτών η πολιτική ανάταξη και η αυτογνωσία μέσα από το ερώτημα για το μέγεθος της προσωπικής ευθύνης, όπως εύστοχα διατυπώνεται από τον ποιητή.

«Πόσο ενίσχυσες αυτούς που τους προσφέρθηκες να σε δυναστεύουν/ πόσο με τη δράση σου βοήθησες ν’ ανατραπούν/ ως πότε απόλυτα δεχόσουν τις μονολιθικές αλήθειες/ πόσο αντιπάλεψες την κάθε φορά ακράδαντή σου πίστη/ για πόσο φερόσουν σαν πιστός, ενώ πια δεν πίστευες….» (Τίτου Πατρίκιου «Σε βρίσκει η ποίηση»). Πηγή: Ηλίας Γιαννακόπουλος.