Ο Επίκουρος, που γεννήθηκε στη Σάμο το 341 π.Χ. και απεβίωσε στην Αθήνα το 270 π.Χ., υπήρξε, ως γνωστόν, επιφανής ηθικός και φυσικός φιλόσοφος της αρχαιότητας.
Αναζητώντας την αταραξία της ψυχής και δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην ευζωία, ο Επίκουρος ίδρυσε στην Αθήνα δική του φιλοσοφική σχολή, τον «Κήπο», και θεμελίωσε ένα από τα σημαντικότερα ρεύματα της αρχαίας σκέψης, τον επικουρισμό.
Όσοι σχετίζονται με τον Επίκουρο και τη φιλοσοφία του, όσοι ανήκουν στη φιλοσοφική σχολή του και ακολουθούν τη διδασκαλία και τα δόγματά του, ονομάζονται Επικούρειοι.
Εξάλλου, συχνές είναι οι αναφορές στην επικούρεια ηθική, την επικούρεια φυσική, την επικούρεια λογική, την επικούρεια αντίληψη, κοσμοθεωρία ή οπτική.
Όπως καθίσταται σαφές από όσα προαναφέραμε, το επίθετο επικούρειος/επικούρεια/επικούρειο γράφεται με ει (-ειος) και όχι με ι (-ιος), όπως όλα σχεδόν τα ανθρωπωνυμικά επίθετα, δηλαδή τα επίθετα που παράγονται από ανθρωπωνύμια (ονόματα που δηλώνουν πρόσωπα): αχίλλειος πτέρνα, ηράκλεια δύναμη, πυθαγόρειο θεώρημα, δαμόκλειος σπάθη, αισχύλεια μεγαλοπρέπεια, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο κ.ο.κ. (από τον κανόνα αυτόν εξαιρούνται μόνον τα ανθρωπωνυμικά επίθετα απολλώνιος και ποσειδώνιος).
Ένα πολύ συνηθισμένο σφάλμα σε ό,τι αφορά τη χρήση του επιθέτου επικούρειος/επικούρεια/επικούρειο είναι η σύνδεσή του με ένα από τα άριστα μνημεία στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, το ναό του Απόλλωνα στη θέση «Βάσσες» του όρους Κωτιλίου, στην ευρύτερη περιοχή της Ανδρίτσαινας Ηλείας και της Αμπελιώνας Μεσσηνίας.
Όταν αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, η ενδεδειγμένη γραφή είναι αυτή που φαίνεται και στον τίτλο του παρόντος άρθρου, δηλαδή Επικούριος Απόλλωνας και όχι Επικούρειος Απόλλωνας.
Και τούτο, διότι ο επιβλητικός ναός δε συνδέεται με τον Επίκουρο ή τη φιλοσοφία του (κάτι τέτοιο θα δικαιολογούσε τη γραφή επικούρειος), αλλά με τη συνήθη επίκληση πολλών θεών που παρείχαν βοήθεια, συνδρομή ή προστασία (επικουρία), κατεξοχήν όμως του Απόλλωνα, ο οποίος λατρευόταν ως τέτοιος (δηλαδή, επικούριος) από τους κατοίκους της γειτονικής Φιγαλείας, σημαντικής αρκαδικής πόλης της αρχαιότητας, επειδή τους είχε απαλλάξει από επιδημία πανώλης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Έχοντας πλέον ξεκαθαρίσει το ζήτημα της ορθής γραφής του επιθέτου που συνοδεύει το όνομα του Απόλλωνα, θεωρούμε ότι αξίζει να αφιερώσουμε λιγοστές αράδες στον περικαλλή αυτόν ναό.
Έργο των Κλασικών Χρόνων (τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ.) που αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα (εξ ου και «δεύτερος Παρθενώνας»), ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα ανεγέρθηκε σε ειδικά διαμορφωμένο πλάτωμα από κατοίκους της Φιγαλείας.
O ναός αποτελεί ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό αριστούργημα, καθώς συνδυάζει αρμονικά στοιχεία των τριών αρχιτεκτονικών ρυθμών της αρχαιότητας: του δωρικού, του ιωνικού και του κορινθιακού.
Το σημαντικότερο διακοσμητικό στοιχείο του περίπτερου ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που υπήρχε πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες μέσα στο σηκό. Η ζωφόρος, έργο πιθανώς του γλύπτη Παιωνίου (δημιουργού του φημισμένου αγάλματος της Νίκης στην Αρχαία Ολυμπία), είχε συνολικό μήκος 31 μ. και συνίστατο από είκοσι τρεις μαρμάρινες πλάκες (μεταφέρθηκαν το 1815 στο Bρετανικό Mουσείο του Λονδίνου και εκεί εκτίθενται έως σήμερα).
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα υπήρξε το πρώτο μνημείο της ελληνικής επικράτειας που συμπεριελήφθη στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, το 1986. Πηγή: in.gr.