Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

27.12.18

Έρωτας και Εργασία = Ευτυχία (Μία δύσκολη εξίσωση) του φιλόλογου Ηλία Γιαννακόπουλου.

Τζων Στιούαρτ Μιλ

«Οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να μεγιστοποιούν την ευτυχία και εσφαλμένες στο βαθμό που τείνουν να προκαλούν ό,τι αντίκειται σε αυτή». (Τζων Στιούαρτ Μιλ) 
Απώτατος στόχος του ανθρώπου – και σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητος – είναι η Ευτυχία. Ως ευτυχία ορίζεται ένα αίσθημα εσωτερικής πληρότητας. Μία πληρότητα που απορρέει από μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας. Είναι, δηλαδή, το αίσθημα της ψυχικής ευφορίας που βιώνει το άτομο στο βαθμό που ικανοποιεί κάποιες βασικές του επιθυμίες και πραγματώνει τους στόχους του. Από ψυχολογικής πλευράς (Φρόϋντ) αισθητοποιεί την ικανότητα του ατόμου να εναρμονίζει τις πιέσεις του ασυνείδητου με τις δεσμεύσεις της συνείδησης (Υπερεγώ) και του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Βέβαια η ευτυχία ως αίσθημα «περισσότερο βιώνεται και λιγότερο ορίζεται». Γι’ αυτό δεν είναι μία μόνιμη κατάσταση αλλά ένα αίσθημα εφήμερο. Όσο κι αν η ευτυχία συνιστά μία υποκειμενική εμπειρία, δεν παύει να διαμορφώνεται κι από εξωτερικούς παράγοντες. Η αναζήτηση εκείνων των παραγόντων που επηρεάζουν την ευτυχία είναι δύσκολη και η επισήμανσή τους προκαλεί αντιτιθέμενες κρίσεις.
 Άλλοι προβάλλουν ως προϋπόθεση της ευτυχίας την υγεία, τον υλικό πλούτο, την αρμονία με τη φύση, την εργασία, την ειρήνη, τη  δημοκρατία ή τις υγιείς ανθρώπινες σχέσεις. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Έρωτας συνιστά μία ακαταμάχητη προϋπόθεση ευτυχίας.


«Ο έρωτας και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο». (Κικέρων)

Καθένας από τη φύση του νιώθει την ανάγκη της αγάπης και της αφοσίωσης είτε ως υποκείμενο είτε ως αντικείμενο. Η συναισθηματική πληρότητα και η ψυχική ευφορία που προκαλούνται από μία συναισθηματική σχέση δημιουργούν μία ψευδαίσθηση ευτυχίας. Κι αυτό γιατί το άτομο, όσο κι αν αισθάνεται ότι αποτελεί το απόλυτο κέντρο του ενδιαφέροντος ενός άλλου εγώ, δεν ορίζει ούτε τα δικά του συναισθήματα ούτε του “άλλου”. Υπόκειται σε μία συναισθηματική εξάρτηση, αφού η αιτία όλων των τυχόν συναισθημάτων με θετικό φορτίο απορρέουν από κάτι εξωγενές. 
Ο άλλος–η συνιστά έναν αστάθμευτο και μη ελέγξιμο παράγοντα. 
O έρωτας κι η ζωγράφος Νικόλαος Γύζης 1868 Δεν μπορούμε, δηλαδή, να ορίσουμε ούτε τη διάρκεια αλλά ούτε και την πρόθεσή του. Ο ερωτευμένος βυθισμένος στην εξουσία των έντονων συναισθημάτων αδυνατεί να προσλάβει ορθολογικά την πραγματικότητα κι αρέσκεται στην “ηδονή” της τυφλής υποταγής στην εξουσία του άλλου. Ενός άλλου–ης που κατά τεκμήριο αποτελεί έναν απροσδιόριστο παράγοντα δημιουργίας ενός μόνιμου συναισθηματικού τοπίου μέσα στο οποίο οι τρόφιμοί του θα γεύονται τους καρπούς της ειλικρινούς αγάπης και της ερωτικής αμοιβαιότητας. 

«Έρως… λυσιμελής….δάμναται νόον και επίφρονα βουλήν» (Ησίοδος) 

Επιπρόσθετα ο ερωτευμένος βιώνει – ασυνείδητα βέβαια – μία
 «τύφλωση» που μπορεί να διεγείρει και να απελευθερώνει τα πιο μύχια κι αυθόρμητα συναισθήματα, ωστόσο ακυρώνει και κάθε λογική επεξεργασία και έλεγχο αυτών. Εξάλλου αποτελεί αξίωμα για την ψυχολογία του ατόμου πως κάθε τι – συναίσθημα, οργή, συμπεριφορά – που δεν συνθέτει αρμονικά τη λογική και το συναίσθημα είναι  προορισμένο να υπακούει στην αρχή της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας (Χάϊζενμπεργκ). 
Με αυτό το δεδομένο, όμως, η ευτυχία δύσκολα μπορεί να πραγματωθεί, αφού από τη φύση της προϋποθέτει κι ένα ελάχιστο πεδίο – όριο σταθερότητας και βεβαιότητας. Το ακανόνιστο (έρωτας) μπορεί να αρέσει αλλά δεν έχει διάρκεια. 
Έρωτας, λοιπόν, και ευτυχία φαίνεται να βαδίζουν παράλληλα αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν μία σχέση εξάρτησης πάνω στην οποία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η ευτυχία. Αυτή μόνο σε καθεστώς ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού ανθοφορεί.  
Ωστόσο οι ερευνητές διατείνονται πως ο καλύτερος τρόπος να μεγιστοποιηθεί η ανθρώπινη ευτυχία είναι να μεγιστοποιηθεί η ανθρώπινη ελευθερία. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει απόλυτη ελευθερία ανάπτυξης της ανθρώπινης φύσης προς πολλές κατευθύνσεις έτσι ώστε το άτομο να ολοκληρώνεται σε όλες του τις υποστάσεις. Ο παράγοντας που συντείνει σε αυτό είναι η εργασία. 
«Διάλεξε ένα επάγγελμα που σου αρέσει και δεν θα ξαναχρειαστεί να δουλέψεις στη ζωή σου» (Κομφούκιος) 
Αυτό συμβαίνει γιατί αυτή, όταν είναι σύμφωνη με τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου, οδηγεί στην τελείωσή του. Ειδικότερα η εργασία επιδρά θετικά σε όλες τις υποστάσεις βοηθώντας έτσι κάθε προσπάθεια για βίωση της ευτυχίας. 
Σε υλικό επίπεδο εξασφαλίζει τους αναγκαίους πόρους για τη βιολογική επιβίωση και την κατάκτηση των προϋποθέσεων για μια ποιότητα ζωής. Αυτό συνιστά την υλική βάση της ευτυχίας γιατί αξιολογικά η επιβίωση – βιολογική ανάπτυξη υπερέχει όλων των άλλων σύμφωνα και με το Λατινικό primum vivere. 
Σε πνευματικό επίπεδο η εργασία απελευθερώνει τη σκέψη, διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες και ενεργοποιεί όλους τους  νοητικούς μηχανισμούς (κρίση, φαντασία, μνήμη, αντίληψη). Και η πιο απλή εργασία προϋποθέτει μία στοιχειώδη πνευματική κατάθεση και εγρήγορση. 
Επιπρόσθετα η εργασία συνιστά τον ουσιαστικότερο παράγοντα κοινωνικοποίησης και με τη συνδρομή της καλλιεργούνται θετικά κοινωνικά συναισθήματα και αξίες, όπως η συλλογικότητα, η συνεργασία, η αλληλοβοήθεια και η συντροφικότητα. Μέσα από την εργασία το άτομο βιώνει το αίσθημα του «ανήκειν», μέσα από αυτό εξασφαλίζεται η κοινωνική αποδοχή και επιβεβαίωση, στοιχεία που τρέφουν και μεγιστοποιούν την ευτυχία σε όλες τις εκφάνσεις της. 
Σημαντική, ωστόσο, είναι η συνεισφορά της εργασίας και στον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης ενός έργου εκδηλώνονται όλες οι δημιουργικές δυνάμεις του κι αυτή η αβίαστη εξωτερίκευση της δημιουργικότητας γεμίζει τον ψυχικό κόσμο με αισθήματα ανακούφισης, αγαλλίασης και πληρότητας. Η διοχέτευση της περίσσειας ενέργειας συνοδεύεται από μία εσωτερική ικανοποίηση που συνιστά τον αναγκαίο όρο της ψυχικής ισορροπίας, ως βασικής προϋπόθεσης της ευτυχίας.
Συμπληρωματικά η εργασία διαπαιδαγωγεί ηθικά το άτομο, το εξανθρωπίζει και το καθιστά ηθικά ελεύθερο, γιατί το θωρακίζει με υπομονή, σεβασμό, ευθύνη και ευσυνειδησία. Το γυμνάζει στην εγκράτεια και στην κοινωνική προσφορά χωρίς τα στοιχεία της ιδιοτέλειας και της υστεροβουλίας. 
Έτσι το άτομο μέσα από την εργασία με υψηλό δείκτη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης πραγματώνει την εσωτερική πληρότητα – αρμονία που συνιστούν και τα σταθερά βάθρα της ευτυχίας. Αισθάνεται ως ένα ελεύθερο και “δρων” υποκείμενο και όχι ως ένα παθητικό εξάρτημα και αντικείμενο εντολών. Στο έργο του ανιχνεύει τη δική του σκέψη και θέληση και επιβεβαιώνεται ως ελεύθερη και αυτόβουλη οντότητα. 
Η συνεξέταση, λοιπόν, του Έρωτα και της Εργασίας ως παραγόντων που ακυρώνουν ή τροφοδοτούν την ευτυχία καταδεικνύει τη δυσκολία του εγχειρήματος για την κατάκτηση – βίωσή της. 

«Οι δυο θεμέλιοι λίθοι της ευτυχίας είναι η αγάπη και η δουλειά» (Φρόιντ) 

Η Ευτυχία του ανθρώπου είναι σαν τους 
ορίζοντες. Απομακρύνεται πάντα, όταν προσπαθούμε να την πλησιάσουμε – κατακτήσουμε. Βρίσκεται πολύ κοντά μας κι εμείς την αναζητούμε σε «τόπους μακρινούς». Ενώ είναι προσωπικό βίωμα την ταυτίζουμε – αναζητούμε στην υποταγή μας στις επιταγές του πλήρους – μάζας. Η ευτυχία είναι ο πλούτος των θετικών συναισθημάτων – σκέψεων και ο άνθρωπος αναλώνεται στη συσσώρευση υλικού πλούτου. Είναι ένας δρόμος που ο καθένας θα διαβεί μόνος του και ας βρίσκονται δίπλα του χιλιάδες άλλοι συνοδοιπόροι. Αυτή, λοιπόν, η ιδιότυπη σχέση ανθρώπου και ευτυχίας επιβάλλει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσπάθεια. Εξάλλου η ευτυχία δεν βρίσκεται υποχρεωτικά στο τέλος του ταξιδιού αλλά είναι το ίδιο το ταξίδι. ΄

«Η ευτυχία είναι πάντα ένας δρόμος αθροιστικός. 
Αθροίζω πνευματικότητα και επιστήμη. 
Αθροίζω διαλογισμό και δράση.             
Αθροίζω λογική και συναίσθημα.             
Αθροίζω αγώνα και αποδοχή.             
Αθροίζω ηθική και κατανόηση».  
(Μπουκάι - Δρόμος της ευτυχίας)
ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ Κ.Ο.Μ.

24.12.18

«Σωκράτης, Χριστός, Γκάντι: Η συνάντηση» Ηλίας Γιαννακόπουλος Φιλόλογος-Συγγραφέας κ.ο.μ.

α. «Κρείττον αδικείσθαι του αδικείν» / «Ει αναγκαίον είη αδικείν ή αδικείσθαι ελοίμην αν αδικείσθαι» (ΣΩΚΡΑΤΗΣ). β. «Εγώ δε λέγω υμίν…. αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα στέψον αυτώ και την άλλην» (ΙΗΣΟΥΣ). γ. «Ο οφθαλμός αντί οφθαλμού, καταλήγει να κάνει όλο τον κόσμον τυφλό»/ «Το να πολεμάς το κακό με κακό δεν βοηθά κανέναν» (ΓΚΑΝΤΙ). Πηγή: pagasitikosnews.com
Σε μια εποχή που η βία και η εκδίκηση – αντεκδίκηση είτε σε διαπροσωπικό – κοινωνικό, είτε σε διεθνές επίπεδο τείνει να λάβει επιδημικές διαστάσεις οι παραπάνω θέσεις φαντάζουν ουτοπικές ή και «συντηρητικές» για κάποιους. Μπορεί σύμφωνα με τον Έριχ Φρομ «η ανθρώπινη ιστορία να άρχισε με μια πράξη βίας» (ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ), αυτό, όμως, δεν καταδίκασε την ανθρωπότητα να υμνολογεί τη βία και τη δύναμη. Μπορεί και η θέση του Μαρξ ως διαπίστωση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» να βοήθησε στην ερμηνεία του ανθρώπινου πολιτισμού (η πάλη των τάξεων), αυτό, όμως, δεν εμπόδισε κάποιους να αντιτάξουν την αγάπη και τη συγχώρεση στο κακό και τη βεβαιότητα. Στην ομάδα αυτών που αρνήθηκαν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και το αρχαίο «αντιπεπονθός» (Ζάλευκος) ανήκουν ο Σωκράτης, ο Χριστός και ο Γκάντι. Και οι τρεις με τη διδασκαλία και τη συμπεριφορά – πράξεις τους διαμόρφωσαν ως ένα βαθμό την ταυτότητα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο δύσμορφος φιλόσοφος, ο ξυλουργός από τη Ναζαρέτ και ο ξυπόλητος Ινδός έμελλε με τις θέσεις τους απέναντι στα «μικρά και μεγάλα» της ανθρώπινης διαδρομής να θεμελιώσουν μια άλλη αντίληψη για τις ανθρώπινες σχέσεις, το δίκαιο, την ηθική, τη δύναμη, την εξουσία, το νόμο και το θείο. Διαφορετικοί άνθρωποι, σε διαφορετικές εποχές βρέθηκαν τόσο κοντά σε κάποια διαχρονικά και θεμελιώδη ζητήματα – ερωτήματα του ανθρώπου και της τέχνης του «συν-κοινωνείν».
α. Οι ομοιότητες 
Η ανίχνευση των κοινών θέσεων των τριών «μεγάλων» της ανθρωπότητας, πέρα από τα μεθοδολογικά προβλήματα που εμπεριέχει, ίσως «σκανδαλίσει» κάποιους στο βαθμό που ο Χριστός ως θεάνθρωπος κρίνεται και συγκρίνεται με δύο ανθρώπους θνητούς. Για λόγους δεοντολογικούς και μεθοδολογικούς ο Χριστός θα λαμβάνεται ως άνθρωπος, αφού με αυτήν την ιδιότητα ήλθε στον κόσμο, γεννήθηκε στη φτωχική φάτνη, δίδαξε, υπέφερε και σταυρώθηκε ως «πάσχων». Βέβαια η εξέταση των κοινών στοιχείων μεταξύ των τριών είναι ευκολότερη και πιο εμφανής μεταξύ του Σωκράτη και του Χριστού. Επειδή το εύρος των κοινών σημείων είναι μεγάλο, η έρευνα θα εστιάσει σε συγκεκριμένες θέσεις. 
Η άρνηση της Βίας 
1. Ο Σωκράτης   
Και οι τρεις ρητά αποκήρυξαν τη βία ως συμπεριφορά και ως τρόπο επίλυσης των διαφορών. Πρώτος χρονολογικά – και όχι κατ’ ανάγκην και αξιολογικά – ο Σωκράτης επέλεξε το «αδικείσθαι» αντί του «αδικείν». Αν και αδικήθηκε από τους δικαστές, δεν δραπέτευσε. Δεν θέλησε στην αδικία να αντιτάξει τη δική του αδικία. Ευθαρσώς διακήρυξε: «Ούτε άρα ανταδικείν δει ούτε κακώς ποιείν ουδένα ανθρώπων, ουδ’ αν οτιούν πάσχη υπ’ αυτών». Ήταν απολύτως ενάντια στην εκδίκηση και σε αυτήν τη θέση έμεινε συνεπής μέχρι το τέλος της ζωής του, διακηρύσσοντας με θάρρος, αυτό που μέχρι σήμερα ακούγεται περίεργο: «Ουδέ αδικούμενον άρα δει ανταδικείν, ως πολλοί οίονται, επειδή γε ουδαμώς δει ανταδικείν» (Ούτε όταν αδικείται κανείς πρέπει να ανταποδίδει το άδικον, όπως πολλοί νομίζουν αφού βέβαια απολύτως δεν πρέπει να αδικεί κανείς). Μέχρι τότε δεν είχε διατυπωθεί τέτοια θέση με τόσο καθαρό τρόπο. Θέση που τρόμαξε τους παραδοσιακούς ηθικολόγους και τη συστημική λογική περί της φύσεως του δικαίου. Κάτι παρόμοιο, βέβαια, εξέφρασε και ο Ισοκράτης «α πάσχοντες υφ’ ετέρων οργίζεσθε, ταύτα τοις άλλοις μη ποιείτε» (Μην κάνετε στους άλλους εκείνα για τα οποία εσείς θυμώνετε όταν τα κάνουν άλλοι σε σας). 
2. Ο Ιησούς 
Σε ανάλογο επίπεδο κινείται και η διδασκαλία του Ιησού που η αγάπη και η άρνηση ανταπόδοσης του κακού και της αδικίας αποτέλεσαν τα βάθρα της ρηξικέλευθης βιοθεωρίας του. Ο Μωσαϊκός νόμος της αντεκδίκησης «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» σωριάστηκε κάτω από το βάρος μιας «ακατανόητης» μέχρι σήμερα για πολλούς θέσης – πρότασης του Χριστού «όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Η ανεξικακία του Ναζωραίου θρυμμάτισε την υποκρισία και την «ανήθικη ηθική» των Φαρισαίων και προβίβασε την αγάπη και τη συγχώρεση σε απόλυτες αξίες.   Ωστόσο η απόλυτη πρόταση του Χριστού ως τρόπος ειρήνευσης των ανθρώπων και κώδικας συμβίωσης είναι το εμβληματικό «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». 
Συνιστά το χρυσό κανόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς με στόχο την αλληλοκατανόηση και την ειρηνική συνύπαρξη. Πάνω σε αυτόν τον χρυσό κανόνα του Ιησού θεμελιώθηκε αιώνες αργότερα από τον Καντ η «κατηγορική προσταγή» (Η Καντιανή ηθική), η οποία ορίζεται ως η ενιαία υποχρέωση που πηγάζει από το αίσθημα και την έννοια του καθήκοντος. Για τον Καντ, δηλαδή, μια συμπεριφορά είναι ηθική στο βαθμό που αν αυτή γινόταν ηθικός νόμος για όλα την ανθρωπότητα (παγκόσμιος) θα είχε θετικά αποτελέσματα. 
3. Ο Γκάντι 
Ο τρίτος της ομάδας, ο Μαχάτμα Γκάντι, είναι αυτός που στον αγώνα του για την ανεξαρτησία της Ινδίας εισήγαγε την πολιτική της μη – βίαιης αντίστασης. Η πολιτική της μη – βίας ή της παθητικής αντίστασης εκφράστηκε ως θέση τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Δέχτηκε επιδράσεις τόσο από το Χριστό όσο κι από τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό. Ο ίδιος ο Ινδός επαναστάτης – φιλόσοφος – διανοούμενος διέγραψε τον όρο παθητική αντίσταση από το λεξιλόγιό του και εισήγαγε το “Satyagraha”. Είναι η φιλοσοφία της μη – βίας. Η λέξη είναι σύνθεση του Satva (αλήθεια) και Agraha (σταθερότητα). Θεωρούσε, δηλαδή, ότι ακόμη και στις επιθέσεις – βία των κατακτητών δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί βία. Αυτό απέβλεπε στο να αναγκάσει τον αντίπαλο να αλλάξει συμπεριφορά και να συνεργαστεί. Τόνιζε πως «αν χρησιμοποιείται βία, αναγκαστικά, ενσωματώνεται μέσα σε αυτή και η αδικία». Βέβαια η Satyagraha βρήκε εφαρμογή τόσο στην πολιτική όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις – διαμάχες. Με τον καιρό η πρόταση της μη – βίας κατέστη κινητήρια δύναμη και ενέπνευσε πολλούς, όπως τον Martin Luther King, τον Μαντέλα κι άλλους «Ξεκίνησα να αποκαλώ το Ινδικό κίνημα Satyagraha, γιατί η Δύναμη γεννιέται από την Αλήθεια και την Αγάπη, τη μη – βία. Έτσι εγκατέλειψα τον όρο ‘’παθητική αντίσταση’’»
β. Ο θάνατος των μεγάλων διανοητών 
Αποτελεί αντιφατικότητα και ιστορική παραδοξότητα οι κήρυκες της μη – βίας και οι υπέρμαχοι της αγάπης και της ειρήνης να πεθαίνουν από μεθόδους βίας. Είναι ένα άλλο κοινό στοιχείο και των τριών ανδρών. Εκείνο, όμως, που ξαφνιάζει – και ίσως διαφοροποιεί κάπως τον Γκάντι από το Σωκράτη και το Χριστό – είναι ο τρόπος που αντιμετώπισαν το τέλος τους, τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Χριστός. Ωστόσο τα κίνητρα όλων αυτών που σχεδίασαν και επέφεραν το θάνατο και των τριών ήταν κοινά. Η αδυναμία των ανθρώπων να βιώσουν την εσωτερική ειρήνη˙ κι όταν αυτή απουσιάζει τότε εξωτερικεύεται ως μίσος και βία προς το συνάνθρωπό μας. Ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο μετά την καταδίκη του σε θάνατο. Η κατηγορία οδήγησε σε μια δίκη, που με τους δικονομικούς όρους της εποχής ερμηνευόταν ως «γραφή ασεβείας». Κατηγορήθηκε, δηλαδή, για αθε'ί'α, για διαφθορά της νεολαίας και για εισαγωγή «καινών δαιμονίων». «Αδικεί Σωκράτης, ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε δαιμόνια καινά εισηγούμενος˙ αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος». 
Βέβαια τους κατήγορους ενόχλησε ο λόγος του φιλοσόφου που λειτουργούσε ως αλογόμυγα στις συντηρητικές και κοιμισμένες συνειδήσεις των Αθηναίων. Παρόμοιους λόγους επικαλέστηκαν και οι εχθροί του Χριστού που στο πρόσωπο του διέβλεψαν τον κίνδυνο της αποκάλυψης της υποκρισίας τους και του ψευδούς προσωπείου τους. 
Φοβήθηκαν έναν ξυλουργό που μέσα από την απλότητα και το κήρυγμα της αγάπης αναδομούσε το αξιακό σύστημα και τους ηθικούς κώδικες της κοινωνίας. Το κατηγορητήριο θεμελιώθηκε πάνω στη φράση του Χριστού «λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν». Επειδή, όμως, αυτό δεν αρκούσε ως κατηγορία, τότε εφεύραν τη ρήση του Χριστού που τον εμφάνιζε ως
«υιόν Θεού» συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας…», ενώ ο όχλος κατευθυνόμενος από τους επιτήδειους έκραζε: «Ημείς νόμον έχομεν και κατά νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι θεού υιόν εαυτόν εποίησε». Το αποτέλεσμα της δίκης γνωστό: «Ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίου ΚΣΤ, 67). Βέβαια, η αιτία ήταν διαφορετική, όπως και της καταδίκης του Σωκράτη. Ο φόβος και η ανασφάλεια απέναντι στον εμπρηστή του Φαρισαϊσμού. «…Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί;…. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται» (Ιωάννη ΙΑ’, 48-50). 
Ωστόσο θύμα της μισαλλοδοξίας και της απουσίας θρησκευτικής ανεκτικότητας έπεσε και ο Ινδός ηγέτης Γκάντι.
Έχασε τη ζωή του από έναν ομόθρησκό του Ινδουιστή, που δεν συγχωρούσε την αναγνώριση των δικαιωμάτων προς τους μουσουλμάνουν. Ο φανατικός ομόθρησκός του Ναθουράμ Γκόντσε πυροβολώντας τον Γκάντι πυροβολούσε την πολιτική του θρησκευτικού κατευνασμού και της μη – βίας. Ο Γκάντι υπήρξε το θύμα ενός μέσου (ΒΙΑ) που το απέρριπτε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ως μέσο επίτευξης πολιτικών στόχων. Ο Σωκράτης και ο Χριστός μπορούσαν να αποφύγουν το θάνατο. Ωστόσο έμειναν πιστοί σε αυτά που δίδασκαν. Υπήρξαν δάσκαλοι με τη ριζική έννοια του όρου. Ο Γκάντι, αν και απέφυγε το θάνατο από τους Άγγλους κατακτητές, έπεσε θύμα ενός ομογενούς – ομόθρησκου στο όνομα της εθνικής και θρησκευτικής καθαρότητας. Αν μπορούσε να αποφύγει τη βία ή την αντι- βία του δολοφόνου του, είναι ένα θεωρητικό πρόβλημα. Ωστόσο πριν δεχτεί τη σφαίρα του Ινδού εθνικιστή είπε «Μερικές φορές μπορεί να χρειαστεί να υποστείς την οργή του αντιπάλου. Με τον τρόπο αυτό θα αποδεχθείς τις επιθέσεις από τον αντίπαλο, ποτέ όμως δε θα προβείς σε αντίποινα». 
γ. Η αμφισβήτηση του Νίτσε 
Ο βίαιος θάνατος είναι η κοινή μοίρα όλων των μεγάλων που τόλμησαν να συγκρουστούν με παραδοσιακές αντιλήψεις και απολιθωμένες ιδεολογίες. Ωστόσο η νίκη στο τέλος τους στεφανώνει με αθάνατη δόξα. «Πρώτα θα σε αγνοήσουν , μετά θα γελάσουν με σένα, μετά θα σε πολεμήσουν, και τότε κέρδισες» (Γκάντι). Ο Σωκράτης, ο Χριστός και ο Γκάντι εμπλούτισαν την ανθρωπότητα με εκείνα τα στοιχεία που είναι συμβατά με θετικές αξίες, όπως: αγάπη, ανεκτικότητα, ειρήνη, συγχώρηση, ανθρωπιά, ηθική…. Αν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές και βάδισαν σε ξεχωριστές διαδρομές, ωστόσο κάπου νοητά συναντήθηκαν. 
Πολεμήθηκαν σφοδρά όσο ζούσαν (γι’ αυτό και θανατώθηκαν) αλλά και μετά το θάνατό τους. Ιδιαίτερα αντικείμενο σφοδρής κριτικής αποτέλεσαν ο Σωκράτης και ο Ιησούς στο βαθμό που η διδασκαλία τους στόχευε στην υπεράσπιση των αδυνάτων. Κύριος εκφραστής αυτής της πολεμικής ο Νίτσε, ο υπέρμαχος της δύναμης, ως βασικού στοιχείου που πυροδοτεί τις διαδικασίες για την εξέλιξη και τον πολιτισμό. Κατηγόρησε σφοδρά και τους δυο για την ακατάσχετη ηθικολογία τους. Κηρύσσοντας τη «θέληση για δύναμη» πίστευε ότι θα απελευθέρωνε το δημιουργικό στοιχείο του ανθρώπινου είδους και ο πολιτισμός θα αποκτούσε άλλη ταχύτητα. Θεωρούσε πως οι άξιοι, δημιουργικοί και οι φυσικοί ηγέτες πρέπει να αισθάνονται ελεύθεροι και αποκομμένοι από τους «δουλικούς ηθικούς κώδικες». Κάπως έτσι προανήγγειλε τον Υπεράνθρωπό του. («Το λυκόφως των ειδώλων»). 
Η βασική κριτική του Νίτσε στο Σωκράτη και στο Χριστιανισμό συμπυκνώνονται στα παρακάτω: α. «Ο Σωκράτης ήταν ο παλιάτσος που κατάφερε να τον πάρουν στα σοβαρά», 
β. «Οι αδύναμοι και οι αποτυχημένοι πρέπει να εκλείψουν. Είναι η πρώτη αρχή της δικής μας αγάπης για τον άνθρωπο», 
γ. «Οι Χριστιανοί κηρύττουν την υπακοή, μα εγώ κηρύττω τη θέληση του λιονταριού. Η θέληση σπάει τα δεσμά, γιατί το θέλω είναι δημιουργώ. Αυτή είναι η διδασκαλία μου». 
Όποιες, όμως, κι αν ήταν οι φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πολιτικές, ηθικές και κοινωνικές αιτιάσεις κατά του ηθικού και κοινωνικού κώδικα αξιών που θεμελίωσαν οι Σωκράτης, Χριστός και Γκάντι, δεν στάθηκαν ικανές να αποδομήσουν το αξιακό οικοδόμημα των τριών μεγάλων ανδρών. Το έργο τους εξακολουθεί να φωτίζει, να εμπνέει, να προβληματίζει και να προκαλεί αμφισβητήσεις. Έζησαν λιτά και δεν επιδίωξαν τον πλούτο. Δίδαξαν τη σεμνότητα και την αληλοκατανόηση και στιγμάτισαν την έπαρση και το φαρισαϊσμό. Λοιδορήθηκαν, θανατώθηκαν αλλά το έργο τους εξακολουθεί να ζει. Παραμένουν ακόμη ενοχλητικοί γιατί οι εχθροί τους πέτυχαν να τους θανατώσουν, όχι όμως και να τους βλάψουν. «Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ου» (Σωκράτης). Πηγή: pagasitikosnews.com
Ένα ακόμη άρθρο του Ηλία Γιαννακόπουλου.

14.12.18

Ζαρατούστρα : Προσταγή δύναμης (Ξαναδιαβάζοντας το Νίτσε) του Ηλία Γιαννακόπουλου φιλόλογου εκ Τρικάλων Θεσσαλίας.

“Μόνος φεύγω τώρα, μαθητές μου! Κι εσείς φύγετε τώρα και να είστε μόνοι. Έτσι θέλω να γίνει. Φύγετε μακριά από μένα και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπείτε γι αυτόν! Ίσως σας εξαπάτησε. Ο άνθρωπος της γνώσης πρέπει όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, πρέπει και να μισεί τους φίλους του. Ντροπιάζει κανείς τον δάσκαλό του όταν μένει για πάντα μόνο μαθητής . . .” (Νίτσε “Τάδε έφη Ζαρατούστρα”).

 Ο Ζαρατούστρα σε μια αποστροφή προς τους μαθητές του χαράζει τα όρια και τους όρους της σχέσης του δασκάλου με τους μαθητές του. Θεωρεί πως η μοναξιά συνιστά το αναγκαίο στοιχείο για την αυτογνωσία και την ανύψωση – τελείωση του ανθρώπου.

“Ολόκληρος ο Ζαρατούστρα είναι ένας διθύραμβος στη Μοναξιά ή, αν έχω γίνει κατανοητός, στην καθαροσύνη . . .”.

Ίσως αυτή η επιθυμία του Ζαρατούστρα για μοναξιά να θυμίζει ανάλογη επιθυμία του Χριστού πριν τη Σταύρωσή του (“Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 13:36 και 16:32”,

 “Ιδού έρχεται ώρα . . . ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε”).


 Όσο κι αν ο Νίτσε διακήρυξε το Θάνατο του Θεού, δεν παύει ωστόσο να επηρεάζεται από κάποιες πτυχές της διδασκαλίας του Ναζωραίου. Φαίνεται πως οι μεγάλοι δάσκαλοι και οι “λυτρωτές” του κόσμου καταφεύγουν στη μοναξιά, γιατί μόνον έτσι μπορούν να νιώσουν τη μοναδικότητά τους μακριά από την πεζότητα και τη ρηχότητα του πλήθους και των μαθητών τους που στο δάσκαλό τους αναζητούν το πρότυπο για να θεμελιώσουν την πίστη τους. 
Γι αυτό ο Ζαρατούστρα εντοπίζοντας τη βασική αιτία που ωθεί τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους στην αναζήτηση – μίμηση προτύπου, τους απομακρύνει. Γνωρίζει πολύ καλά πως η ανάγκη δόμησης προσωπικής ταυτότητας σε συνδυασμό με την αίσθηση μιας εσωτερικής κενότητας – αδυναμίας, συνιστά την κατεξοχήν αιτία προσκόλλησης σε ένα πρόσωπο – πρότυπο. Συμπληρωματικά προς αυτό ο χαμηλός δείκτης αυτοεκτίμησης και η ανάγκη κοινωνικής αποδοχής συνυφαίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο επωάζεται η άκριτη μίμηση των προτύπων.


“Ψάχνεις οπαδούς; - ψάξε μηδενικά!”. 

Πιστός σε αυτή του τη θέση ο Ζαρατούστρα (Νίτσε) διώχνει από κοντά του τους μαθητές του. Δεν θέλει, δηλαδή, να γίνει αντικείμενο άγονης μίμησης και μιας αδιέξοδης λατρείας. Κι αυτό γιατί πιστεύει πως η άγονη ταύτιση και η προσήλωση στο πρόσωπο – πρότυπο αλλοτριώνει το υποκείμενο, εξοστρακίζει την αυθεντικότητά του, αλλοιώνει τα συναισθήματά του και απενεργοποιεί κάθε μηχανισμό δόμησης μια αυτεξούσιας και ελεύθερης προσωπικότητας. Η μίμηση – προσωπολατρία δημιουργεί πνευματικά ανδράποδα και εξαρτημένες συμπεριφορές. Παθητικοποιεί, ποδηγετεί και διαβρώνει κάθε στοιχείο διαφορετικότητας. 
Συνάμα η άγονη μίμηση κτίζει “πιστούς” και όχι σκεπτόμενους δημιουργούς. Θρυμματίζει την ατομικότητα και ευνοεί τον άγονο ομοιομορφισμό που χαρακτηρίζει άτομα δειλά που αναζητούν την ασφάλειά τους στην αγέλη και στην υπακοή στο πρόσωπο – δύναμη. “Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος”. 


“Είστε οι πιστοί μου, αλλά πόση σημασία έχουν γενικά οι πιστοί! Δεν είχατε αναζητήσει ακόμα τον εαυτό σας . . . ”.

 Ιδού, λοιπόν, η αιτία της εθελοδουλείας και της απότοκης ηθικής εξαχρείωσης – χειραγώγησης του ανθρώπου. Η απουσία θέλησης, η έλλειψη δύναμης, ο φόβος της ευθύνης και η άρνηση του εαυτού μας. Η υπέρβαση όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θέλησή μας να είμαστε ο εαυτός μας:

“Το να μη θέλεις να είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι, ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν ούτε στον αιώνα τον άπαντα . . . Όχι απλώς να υπομένεις το αναγκαίο . . . αλλά να το αγαπάς” (Νίτσε). 

Η ανακάλυψη του εαυτού μας και η εμπιστοσύνη στη δύναμή μας αποτελεί την αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την αυτοπραγμάτωσή μας αλλά και για γόνιμη και δημιουργική σχέση με τους συνανθρώπους, τους ηγέτες και τους δασκάλους μας. Γιατί μόνον έτσι θα βοηθήσουμε τον εαυτό μας και θα μπορούμε να διακρίνουμε την αιτία από το αποτέλεσμα.


 “Τώρα σας καλώ να με εγκαταλείψετε και να βρείτε τον εαυτό σας και μόνον όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ΄ εσάς . . .” (Ζαρατούστρα)

 Αλήθεια, πόση δύναμη χρειάζεται ο μαθητής να απαρνηθεί το δάσκαλό του και ο πιστός το σωτήρα του; Πόσο αναγκαίο κρίνεται και για το άτομο – μαθητή και για το δάσκαλο – πρότυπο; Βέβαια την “απάρνηση” του Ζαρατούστρα δεν πρέπει να τη συγχέουμε με αυτήν του Πέτρου, το μαθητή του Ιησού για τον οποίο είπε:

 “Αμήν, αμήν λέγω σοι, ου μη αλέκτωρ φωνήσει έως ου απαρνήση με τρις”. 

Η απαίτηση του Ζαρατούστρα για αποκαθήλωσή του εδράζεται στη θέση του πως η αποκόλληση του μαθητή από το δάσκαλο – πρότυπό του συνιστά μία αναγκαία διαδικασία για την ωρίμανση και τη βίωση της δύναμής του:

“κάθε δάσκαλος δεν έχει πάνω από έναν μαθητή, κι αυτός ο μαθητής γίνεται άπιστος στο δάσκαλό του, αφού είναι προορισμένος να γίνει κι ο ίδιος δάσκαλος”. 

Η πρώτη “απάρνηση” (Πέτρος) συμβολίζει την ανθρώπινη δειλία – αδυναμία, ενώ η δεύτερη (μαθητή Ζαρατούστρα) μία φυσική αναγκαιότητα. Κάθε άρνηση, λοιπόν, του δασκάλου – αυθεντία προετοιμάζει το δρόμο για την αυτογνωσία και την εσωτερική ελευθερία. Γιατί όσο ο μαθητής – άνθρωπος είναι προσκολλημένος στο δάσκαλο – ηγέτη πρότυπό του τόσο απομακρύνεται από τη δυνατότητα να γνωρίσει τα όριά του και να σμιλεύσει τη δύναμή του για δημιουργία. Το “Γνώθι σαυτόν” και το “εδιζησάμην εμεωυτόν” (Ηράκλειτος) συναντά την προσταγή του Ζαρατούστρα “να βρείτε τον εαυτό σας”. κι αυτό θα επιτευχθεί όχι για λόγους εγωκεντρισμού ή μιας αδιέξοδης οίησης, αλλά για να καταστεί δυνατή η γνώση των ικανοτήτων μας και η χάραξη μιας άλλης προοπτικής για τον κόσμο. Διαφορετικά θα δικαιωθεί η θέση της βίβλου πως 

“αν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, θα ακολουθήσεις το δρόμο του κοπαδιού”. 

Στην τυφλή υπακοή και στην άγονη συμμόρφωση στις παραδοσιακές αξίες (ηθικές . . .) ο Νίτσε αντιτείνει τον Υπεράνθρωπο, το σύμβολο της δύναμης που καταφάσκει τη ζωή και οδεύει σε απάτητους δρόμους για την πραγμάτωση των δυνατοτήτων που πολλές φορές δεν τις γνωρίζουμε. Ο Υπεράνθρωπος συνθέτει το “Είναι” με το “Γίγνεσθαι”, το Διονυσιακό πνεύμα με το Απολλώνειο. Η σύνθεση του πραγματικού με το μεταφυσικό. Η δικαίωση του Ηράκλειτου για την αφανή “παλύντροπο αρμονία” του κόσμου. 
Αν οι εξουσίες της κάθε εποχής (πολιτικοί, αυθεντίες . . .) ερμηνεύουν ως αλήθεια ό,τι τους κάνει δυνατούς, τότε και εμείς πρέπει να αντιτάξουμε τη δική μας δύναμη που θα ανατρέψει την υποκρισία και τα ψεύδη των αιώνων. 
“Διότι, όταν η αλήθεια έρθει σε σύγκρουση με τα ψεύδη των χιλιετιών, θα προκληθούν δονήσεις, έξαρση σεισμών, μετατόπιση των βουνών και των κοιλάδων, που όμοιές της δεν έχουμε φανταστεί ποτέ” (Νίτσε)
Αντικλείδι, Ζαρατούστρα : Προσταγή δύναμης (Ξαναδιαβάζοντας το Νίτσε)

5.12.18

ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ VS ΑΤΟΜΙΚΙΣΜΟΣ'' ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ Μέρος δεύτερο

Σύμφωνα με την τελεολογική (τελολογική) αντίληψη τα πάντα υπακούουν σε ένα σκοπό. Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο και ούτε συμβαίνει στο κενό. Κυριαρχεί, δηλαδή, ένας ακλόνητος ντετερμινισμός όπου κάποια αιτία επιφέρει – προκαλεί κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Έχοντας, λοιπόν, ως οδηγό τα παραπάνω δεδομένα – άσχετα αν κάποιοι αποδόμησαν με επιχειρήματα όλα αυτά όπως ο Χάϊζενμπεργκ με την «αρχή της αβεβαιότητας» - εύκολα μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη δράση πολλών εθελοντικών οργανώσεων. Ο εθελοντισμός, δηλαδή, ως ιδέα και κίνημα κατέστη νομοτέλεια εξαιτίας πολλών παραγόντων. 
α. Ο εθελοντισμός ως αναγκαιότητα.
Ειδικότερα τον εθελοντισμό τον επέβαλε ως αναγκαιότητα η μορφή των σύγχρονων κοινωνιών που γεννά προβλήματα και ανάγκες που το οργανωμένο κράτος αδυνατεί να επιλύσει. Στον αστερισμό της παγκοσμιοποίησης οι παραδοσιακές ανισότητες βαθαίνουν, ενώ νέα προβλήματα προστίθενται στον κατάλογο των ήδη υπαρχόντων. Ο ασύνορος κόσμος μπορεί να διευκολύνει την επικοινωνία των ανθρώπων αλλά ταυτόχρονα, όμως, λειαίνει και το έδαφος για την «ανθοφορία» νέων προβλημάτων που τείνουν να αποδομήσουν τα ιστορικά βάθρα του ανθρώπινου πολιτισμού. 
Πιο συγκεκριμένα, οι σύγχρονες τεχνοκρατικές κοινωνίες επωάζουν φαινόμενα ανεργίας, οικονομικής εξαθλίωσης και περιθωριοποίησης ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Οι μετανάστες – πρόσφυγες δοκιμάζουν τα όρια της ηθικής του πολιτισμού μας αλλά και το μέγεθος της ανεκτικότητάς μας. Οι ναρκομανείς, οι φτωχοί, οι άστεγοι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι ηλικιωμένοι βιώνουν τις συνέπειες ενός ιδιότυπου και νεοπαγούς κοινωνικού ρατσισμού. Όλες αυτές οι ομάδες των συνανθρώπων μας αποτελούν αντικείμενο του ενδιαφέροντος των εθελοντικών οργανώσεων με στόχο την άμβλυνση των προβλημάτων τους.  
Ένας άλλος τομέας, προνομιακός για την εκδήλωση του εθελοντισμού είναι η προστασία του οικοσυστήματος. Η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, οι φυσικές καταστροφές, η μόλυνση των θαλασσών, η μείωση της χλωρίδας και πανίδας, τα ραδιενεργά κατάλοιπα, η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και το λιώσιμο των πάγων συνθέτουν τον εφιάλτη της οικολογικής καταστροφής. Μια καταστροφή που απειλεί άμεσα την υλική επιβίωση του ίδιου του ανθρώπου. Η αδυναμία του κράτους και των διεθνών οργανισμών σε συνδυασμό με την άγνοια ή αδιαφορία των πολιτών για θέματα περιβαλλοντικά καθιστούν αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε τη δραστηριοποίηση των εθελοντικών οργανώσεων. 
Η γνώση, η ευαισθησία και η διάθεση για κοινωνική προσφορά των εθελοντών μπορούν να καλύψουν το κενό της κρατικής μέριμνας. Δίπλα σε αυτούς πολυσχιδής είναι και η δράση των μη-κυβερνητικών οργανώσεων, όπως της Green Peace, του WWF και των «Γιατρών χωρίς σύνορα».
 
γ. Εθελοντισμός και συλλογικό πνεύμα
Ο εθελοντισμός, λοιπόν, ως μια συνειδητή πράξη υπερβαίνει τα όρια της ελεημοσύνης ή της ανυστερόβουλης φιλανθρωπίας. Συνιστά μια κοινωνική στράτευση και χαρακτηρίζει άτομα με ανεπτυγμένη και συγκροτημένη πολιτική και κοινωνική συνείδηση. Κατεξοχήν, όμως, ο εθελοντισμός συνιστά μια υπέρβαση του ατομικισμού και λειτουργεί ως αντίρροπη δύναμη στην ατομοκεντρική θεώρηση της ζωής. 
Κι αυτό γιατί το εθελοντικό πνεύμα χαρακτηρίζεται από τη διάθεση – βούληση για κοινωνική προσφορά, τα συναισθήματα της αλληλεγγύης και τον αλτρουϊσμό. Το εμείς προκρίνεται ως στόχος, αφού ο εθελοντής διακατέχεται από το συλλογικό πνεύμα. Σε αυτό το πλαίσιο, που διαμορφώνει ο εθελοντισμός, ο ατομικισμός υποχωρεί κι ο εγωκεντρισμός θρυμματίζεται. Τα αρνητικά στοιχεία – γνωρίσματα, όπως η ιδιοτέλεια, η φιλαυτία και η εγωπάθεια υποχωρούν κάτω από το βάρος της υπερβατικής λογικής του εθελοντή. Ό,τι διακονεί το υπερτροφικό εγώ αποχρωματίζεται, ενώ αντίθετα ανθοφορεί η συντροφικότητα και η ανθρωπιά.
Τα θετικά αυτά στοιχεία – αρετές του εθελοντισμού διαβρώνουν το «Νάρκισσο» που όλοι μέσα μας κρύβουμε και που εκδηλώνεται άλλοτε ως μια υπερλατρεία του Εγώ κι άλλοτε ως «ιδιωτεία» κι αδιαφορία για τον πλησίον. Καθίσταται, λοιπόν, εναργές πως ο εθελοντισμός είτε ως πηγαία έκφραση της κοινωνικότητας του ανθρώπου είτε ως κοινωνικό κίνημα δρα διαλυτικά σε όλα εκείνα τα αρνητικά συμπτώματα που θερμαίνουν το «σώμα» ενός αρρωστημένου ατομικισμού που διογκώνεται και εξαιτίας της υλόφρονης κοινωνίας μας.    
Ο εθελοντισμός, δηλαδή, υπερβαίνει το άτομο, χωρίς όμως να ισοπεδώνει τη μοναδικότητά του: Απελευθερώνει τις δυνάμεις της συντροφικότητας κι αναστέλλει την εξωτερίκευση κάθε συμπεριφοράς που έχει ως υπόβαθρο – κέντρο το αλαζονικό Εγώ. Εθελοντισμός, επομένως, και ατομικισμός – εγωκεντρισμός βρίσκονται σε μια ασύμβατη σχέση.

γ. Εθελοντισμός: Η νίκη του ανθρώπου
Ωστόσο και παρά την εμφανή και κοινά αποδεκτή την προσφορά του εθελοντισμού υπάρχουν κύκλοι που εκφράζουν το σκεπτικισμό τους για την αποτελεσματικότητά του και τείνουν να μειώνουν τη λειτουργία του. Για αυτούς το μείζον είναι η εξάλειψη των αιτιών που γεννούν τα προβλήματα και όχι η επιφανειακή θεραπεία τους. Γι’ αυτό υποστηρίζουν πως είναι πλάνη να πιστεύουμε πως ο εθελοντισμός μπορεί να  υποκαταστήσει – έστω εν μέρει – την πολιτική.   
Σε αυτές τις αιτιάσεις οι υπέρμαχοι του εθελοντικού πνεύματος αντιτείνουν τη θέση πως «έστω και μια ανθρώπινη ζωή να σωθεί είναι μια ξεχωριστή νίκη». Κι αυτό γιατί οι νίκες του ανθρώπου δεν προσμετρώνται ούτε αξιολογούνται με βάση τα ποσοτικά μεγέθη αλλά με βάση το μέγεθος της προσφοράς προς το συνάνθρωπο. Η νίκη, δηλαδή, δεν είναι η άσκηση της δύναμής μας επί των αδυνάτων αλλά η έκφραση της ταπεινότητάς μας και του ψυχικού μας μεγαλείου μέσα από την προάσπιση – εξασφάλιση το δικαιώματος στη ζωή των αδυνάτων.
Όταν, λοιπόν, σήμερα σώζεται μια ζωή ή ανακουφίζεται από τη μοναξιά και τον πόνο ένας συνάνθρωπος μου, αυτό αποτελεί έπαινο για τον πολιτισμό μας και υποθήκη για έναν πιο ανθρώπινο κόσμο. Κανένα επιστημονικό επίτευγμα δεν δοξάζει τόσο τον άνθρωπο όσο η μέριμνα και οι θυσίες για τη σωτηρία – περίθαλψη των ανήμπορων. Γιατί η αξία αυτού του κόσμου δεν ανευρίσκεται μόνο στους τελειοποιημένους Η/Υ, ούτε στα υπεραυτόματα όπλα μαζικής καταστροφής αλλά στις «νίκες» του ανθρώπου πάνω σε εκείνους τους παράγοντες που απαξιώνουν την ανθρώπινη ζωή και την υποβιβάζουν σε απλό εργαλείο.  
Στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές και πολυεθνικές κοινωνίες ο εθελοντισμός επιβάλλεται να αποτελέσει την «πρώτη» και ύψιστη προτεραιότητα και κοινωνική αξία. Το κοινωνικό και δημοκρατικό έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί από τη δράση της «κοινωνίας των πολιτών» και των εθελοντών. Βέβαια, ο εθελοντισμός δεν υπαγορεύεται, δεν καθοδηγείται και δεν υποτάσσεται. Καλλιεργείται, όμως, ως συμπεριφορά στην οικογένεια, το σχολείο, στην κοινωνία, στον εργατικό  χώρο και σε όλο το φάσμα των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων. 
Ο εθελοντισμός είναι ένα καθημερινό εκγύμνασμα ψυχής που ολοκληρώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και την απελευθερώνει από τη μοιρολατρία, την παραίτηση και την παθητικότητα.
Για να ζήσει και να ενημερώσει ο άνθρωπος χρειάζεται τον άνθρωπο – συνάνθρωπο.
Τηλ. 6972819862      Email: iliasgia53@gmail.com       

4.12.18

''ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ'' ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ

ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
Όσοι προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις θεμελιώδεις διαφορές του ανθρώπου με το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο εύκολα καταλήγουν στις ακόλουθες διαπιστώσεις: α. Ο άνθρωπος υπερτερεί των ζώων αφού διαθέτει νου, λογική και καθορίζει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, β. Διαθέτει «γλώσσα» και εννοιακή σκέψη. Σκέπτεται με λέξεις και εκφράζει τη σκέψη του με λέξεις, γ. Έχει συνείδηση της ύπαρξής του και στοχεύει στη γνώση του βαθύτερου είναι του (αυτογνωσία), δ. Μπορεί να ξεχωρίζει το δίκαιο από το άδικο, το ηθικό από το ανήθικο, το ωραίο από το άσχημο. Η ηθική και η αισθητική συνιστούν ευδιάκριτα γνωρίσματα του ανθρώπινου είδους.   
Σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να συνυπολογίσει την ανάγκη του ανθρώπου για αναγνώριση κι αποδοχή από τους συνανθρώπους του. Η αυτοεκτίμησή του είναι συνάρτηση της κοινωνικής επιβεβαίωσής του. Ένα άλλο στοιχείο που τον διαφοροποιεί από τα άλλα έμβια όντα είναι η δυνατότητα – ανάγκη να ερωτά, να αμφισβητεί και να οραματίζεται θέτοντας στόχους υψηλούς που όχι σπάνια υπερβαίνουν τις δυνάμεις του. Συμπληρωματικά θα μπορούσε να επισημάνει κάποιος την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να βρίσκει ένα νόημα ζωής και να νιώθει «κενός» όταν αυτό απουσιάζει. 

Κατεξοχήν, όμως, εκείνο που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και τον προβιβάζει στην κορυφή της θεϊκής – φυσικής δημιουργίας είναι το συνειδητό ενδιαφέρον του για το «καλό» και την ευημερία του συνανθρώπου του. Το γνώρισμα αυτό στα ζώα εκδηλώνεται μόνο από την πλευρά της μητέρας στο παιδί και συνιστά μια ενστικτώδη συμπεριφορά. Αυτό το ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο συμπυκνώνει τα δυο βασικά συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και του πολιτισμού μας: Το έλλογο στοιχείο και την κοινωνικότητα. Βασική έκφραση αυτής της συμπύκνωσης ο εθελοντισμός. 
α. Η έννοια
Ο εθελοντισμός, λοιπόν, είναι η ατομική έκφραση της ανώτερης συλλογικής συνείδησης. Είναι η πηγαία και φυσική βούληση για προσφορά του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και την κοινωνία. Είναι η εκούσια και χωρίς υλική αμοιβή, μη κερδοσκοπική αμοιβή προσφορά έργου κοινωφελούς χαρακτήρα. Δεν αποβλέπει στην ατομική προβολή, στην επαγγελματική ανέλιξη ή κοινωνική αναγνώριση. Σηματοδοτεί τη μετάβαση από την «ελεημοσύνη» στην ανθρωπιστική δράση και στην ενεργό συμμετοχή για την ανακούφιση των συνανθρώπων αλλά και για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων της κοινωνίας. 

«Ο εθελοντισμός, επίσης, αποτελεί έκφραση των αρχών του πλουραλισμού, της συμμετοχής, της αλληλεγγύης και της επικουρικότητας. Συγκεκριμένα, ο εθελοντισμός αποτελεί μια μορφή – αυτοοργάνωσης της κοινωνίας (πλουραλισμός), που προσφέρει μια σημαντική δυνατότητα στους πολίτες να διαμορφώσουν ή να τροποποιήσουν την κοινωνική πραγματικότητα (συμμετοχή) με την αυθόρμητη και ανιδιοτελή παροχή υπηρεσιών από τις οποίες ωφελούνται άμεσα «τρίτοι» συμπολίτες τους (αλληλεγγύη), σε μια σχέση συνεργασίας και επικοινωνίας με τους δημόσιους θεσμούς (επικουρικότητα)» (δημοσίευμα…).  
Όλα αυτά τα στοιχεία του εθελοντισμού παραπέμπουν σε συναφείς έννοιες όπως «κοινωνική αλληλεγγύη», «συλλογική δράση» και «κοινωνία των πολιτών». Σε ένα άλλο επίπεδο ο εθελοντισμός εννοιολογικά θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως μια μορφή πολιτικής δράσης. 
   
β. Εθελοντισμός και πολιτική συμμετοχή
Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος ως το κατεξοχήν «πολιτικό ον», με την Αριστοτελική έννοια του όρου, επιβεβαιώνεται στο βαθμό που συμμετέχει ενεργά στις κοινές υποθέσεις της ομάδας – κοινότητας στην οποία ζει. Η πολιτική δράση και συμμετοχή στα κοινά αποτελούν τον πυρήνα της πολιτικής της υπόστασης. Πολιτική δράση, όμως, και συμμετοχή στα κοινά προϋποθέτουν και συνεπάγονται την υπέρβαση του Εγώ και την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο. Στο σημείο αυτό ακριβώς συναντάται ο εθελοντισμός με την πολιτική δράση. Γιατί ο εθελοντισμός συνιστά μια συνειδητή και ανιδιοτελή πράξη – προσφορά, που δεν αποβλέπει στην ατομική προβολή αλλά στην ευημερία του συνανθρώπου, της ομάδας και στην πρόοδο της κοινωνίας. 
Από μια άλλη πλευρά η πολιτική δράση προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής συνείδησης και περίσσευμα αλτρουισμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί η συμμετοχή στα κοινά στοχεύει στην προοπτική μιας καλύτερης κοινωνίας όπου το «συλλογικό καλό» αποτελεί την πρώτιστη αξία. Ο εθελοντισμός ως κίνημα και δράση χαρακτηρίζεται από το πνεύμα της ενεργητικής συμμετοχής σε πράξεις που αποβλέπουν στην επίλυση προβλημάτων που ταλανίζουν το κοινωνικό σώμα. Ως ιδέα και ως βιοθεωρία ο εθελοντισμός αποστρέφεται την παραίτηση, το φαταλισμό και την ευτυχία της «αδράνειας». 
 
Ο εθελοντισμός και η πολιτική δράση συμπυκνώνουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό μια ώριμη πολιτική σκέψη από την οποία απουσιάζουν οι κομματικές αγκυλώσεις, οι ιδεολογικές εξαρτήσεις και οι πολιτικές σκοπιμότητες. Γι’ αυτό και ο εθελοντισμός για πολλούς ορίζεται ως ένας ριζοσπαστικός τρόπος συμμετοχής στα κοινά που υπερβαίνει τις παραδοσιακές πολιτικές αντιλήψεις και προτείνει μια άλλη μορφή πολιτικής δράσης που θρυμματίζει τις παγωμένες πολιτικές και κομματικές μορφές οργάνωσης. Συνιστά μια sui generis μορφή ακτιβισμού που δεν ανταγωνίζεται υποχρεωτικά το κράτος αλλά ούτε και είναι υποκατάστατό του. Στοχεύει σε μια αυτόνομη συνεργασία με αυτό επιδιώκοντας την από κοινού αποτελεσματικότερη επίλυση των σύγχρονων σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων.  
γ. Εθελοντισμός και κοινωνία των πολιτών
Καθίσταται, επομένως, εναργής η γειτνίαση, αν όχι η ταύτιση, του εθελοντισμού με μια προωθημένη και ρηξικέλευθη μορφή πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης. Αυτή τη μορφή παρέμβασης την επιβάλλουν ως αναγκαιότητα ο σύγχρονες κοινωνίες που είναι δομημένες σε ένα σύνθετο και γραφειοκρατικό πλαίσιο όπου θεσμοθετημένα και κατοχυρωμένα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα παραβιάζονται ή ατονούν. Ο εθελοντισμός, ως μια μορφή κοινωνικής και πολιτικής δράσης φιλοδοξεί να συμβάλει στην προώθηση – βάθεμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον εκδημοκρατισμό των θεσμών, τη διαφάνεια στην πολιτική και στην προστασία των αδύναμων ομάδων από τον κρατικό αυταρχισμό.
   
Βέβαια ο εθελοντισμός δεν υποκαθιστά τα πολιτικά κόμματα και τα θεσμικά όργανα της πολιτικής κοινωνίας. Λειτουργεί συμπληρωματικά και καλύπτει το κενό εξουσίας και της διοίκησης. Εξάλλου ο πολίτης καθημερινά υφίσταται μια επίθεση που αμφισβητεί – ακυρώνει τα βασικά βάθρα της πολιτικής δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους. Παρατηρείται, δηλαδή, μια έκπτωση του πολίτη και ο μετασχηματισμός του σε έναν άνευρο ψηφοφόρο. Το δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης αλλοιώνεται κάτω από το βάρος των αφανών μηχανισμών της παραπληροφόρησης και της απότοκης πολιτικής χειραγώγησης. Ζούμε εξάλλου στον αστερισμό της μετα-αλήθειας και των ψευδών ειδήσεων (Fake news). 
Οι κοινωνικά αδύναμοι σαρώνονται από τους μηχανισμούς της αγοράς και τον πολιτικό λαϊκισμό. Η πολιτική συμμετοχή και η κοινωνική δράση εξαντλούνται στην τηλεθέαση που γεννά την παθητικότητα και την ιδιώτευση. Απέναντι σε όλα αυτά τα εκφυλιστικά συμπτώματα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ο εθελοντισμός στοχεύει στην αφύπνιση των πολιτών και στην ενεργοποίηση των πολιτικών αντισωμάτων με στόχο το βάθεμα της δημοκρατίας και τον εξανθρωπισμό της πολιτικής που κυριαρχείται από την τεχνοκρατική λογική.  
Στο σημείο αυτό ο εθελοντισμός ως ανιδιοτελής και κομματικά ανεξάρτητη πολιτική δράση γειτνιάζει και αλληλοκαλύπτεται από την «κοινωνία των πολιτών». Δεν φανατίζει, δεν πολιτικολογεί, δεν λαϊκίζει. Προτείνει και απαιτεί τη συστράτευση των πολιτών, όντας ιδεολογικά «αστράτευτος». Ο εθελοντισμός φωτίζει εκείνες τις σκιές του πολιτικού σκηνικού που δεν φωτίζουν τα φώτα των ΜΜΕ. Προβάλλει την ανιδιοτέλεια σε αντίθεση με τις σκοπιμότητες της πολιτικής εξουσίας. Διδάσκει την υπέρβαση της λογικής της ιδιώτευσης και την επιστροφή στον αυθεντικό χώρο της πολιτικής.  
Ο εθελοντισμός είναι η δόξα του Homo politicus (άνθρωπος πολίτης) και το requiem του Homo idiot (άνθρωπος ιδιώτης).
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Φιλόλογος
Τηλ. 6972819862      Email: iliasgia53@gmail.com