Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

10.2.19

«15 Θέσεις Για Την Ιστορία»... Ηλία Γιαννακόπουλος Φιλόλογος

«Η ιστορία διδάσκει τούτο: ότι οι λαοί και οι κυβερνήσεις ποτέ δεν έμαθαν τίποτε από την ιστορία». (Έγελος)
 Το μακεδονικό και οι συζητήσεις για τη συμφωνία των Πρεσπών πέραν όλων των άλλων ανέδειξαν και το ρόλο της ιστορικής γνώσης στη διαμόρφωση της ατομικής συνείδησης αλλά και της πορείας στο χρόνο των κοινωνιών και των κρατών. 
Άτομα, λαοί και έθνη διαμορφώνονται από την ιστορία τους ανεξάρτητα από τη βούλησή τους και από το βαθμό γνώσης του ιστορικού τους παρελθόντος.
 Κάθε άτομο και λαός δεν είναι ένα αυτοφυές δημιούργημα, ούτε προϊόν αυθαίρετης δημιουργίας του παρόντος αλλά είναι ένα ιστορικό δημιούργημα. Η πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη είναι η συνισταμένη των τριών διαστάσεων του χρόνου, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Από τις τρείς αυτές διαστάσεις του χρόνου, το παρελθόν είναι αυτό που καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την πορεία του ανθρώπου τόσο κατά την διάρκεια του παρόντος όσο και στο μέλλον. Η ιστορία, ως συμπυκνωμένη εμπειρία και σοφία του παρελθόντος, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την εξέλιξη και πρόοδο κάθε λαού.
 Η ιστορία, δεν είναι μόνο ένας κλάδος της επιστήμης ή ένα μάθημα για την εθνική διαπαιδαγώγηση των νέων αλλά είναι το ατομικό και εθνικό «θησαυροφυλάκιο» μέσα στο οποίο βρίσκονται στοιχεία απαραίτητα για την ατομική και εθνική μας συγκρότηση. Η ιστορία είναι η ατομική και εθνική μας μνήμη. Η ίδια η ζωή χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα – ικανότητα να ανακαλεί σκέψεις και γεγονότα του παρελθόντος και με βάση αυτά να προγραμματίζει το μέλλον. Η σχέση ιστορίας και μνήμης επιβεβαιώνει και επικυρώνεται το κύρος της διαπίστωσης πως «χωρίς παρελθόν και μνήμη δεν υπάρχει μέλλον και ζωή».

Η Αναγκαιότητα

 Όντας η ιστορία αναπόσπαστο κομμάτι τόσο της ατομικής μας όσο και της εθνικής μας ταυτότητας μάς επιβάλλει μία σειρά υποχρεώσεων και αναγκαιοτήτων απέναντί της. Η ανάγκη για διατήρηση της εθνικής ταυτότητας περνά μέσα από τη διατήρηση της εθνικής μνήμης και αυτή με τη σειρά της φαίνεται να επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της ιστορικής γνώσης. Η διαφύλαξη και προαγωγή της ιστορικής γνώσης γίνεται εθνικά αναγκαία στις μέρες μας, όπου τόσο τα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά προβλήματα δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την εθνική μας επιβίωση.
 Η αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας, η παγκόσμια αβεβαιότητα και ρευστότητα, τα κύματα των προσφύγων και μεταναστών, οι νέες προοπτικές που ανοίγονται από τη διαφαινόμενη επικράτηση ενός παγκόσμιου πολιτισμού και η τάση πολλών ατόμων να αντιμετωπίζουν το παρελθόν με μία απόλυτα αρνητική – απορριπτική στάση είναι μερικά από τα φαινόμενα που προβάλλουν την ανάγκη διαφύλαξης της ιστορικής γνώσης.
 «Επειδή καμιά μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας, είτε στον επιστημονικό είτε στον καλλιτεχνικό χώρο, δεν είναι αυτόνομη, αλλά βασίζεται στο παρελθόν, αποτελεί συνέχειά του, θα πρέπει να δεχτούμε ότι και η ανθρώπινη ιστορία, όχι μόνο η ατομική, αλλά και η κοινωνική, δεν είναι ξεκομμένη από το παρελθόν, δεν είναι ασυνεχής.
 Ακόμα, αφού ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι υποκείμενο της ιστορίας, δηλαδή δημιουργός της, θα πρέπει να συνδέεται με το παρελθόν, να στρέφεται συνειδητά προς αυτό, για να διαγραφεί ένα ενεργητικό παρόν, που οπωσδήποτε θα έχει στόχο το μέλλον, θα έχει δηλαδή προοπτική.
 Από την άποψη αυτή ο σκοπός της ιστορικής μελέτης είναι πρακτικός χωρίς αυτό να σημαίνει «χρηστικός» με την έννοια της άντλησης παραδειγμάτων, όπως είπαμε πιο πάνω. Έτσι, λοιπόν, ο άνθρωπος έχει σα στόχο την απόκτηση ιστορικής συνείδησης που δεν είναι απλώς γνώση του παρελθόντος, αποθήκευση γνώσεων». (Δημοσίευμα)


  «Η ιστορία δείχνει τον ευρύτατο ορίζοντα της ανθρωπότητας, φέρνει τη ζωή μας στα θεμελιώδη μυστικά της παράδοσης, μας παρέχει τους κανόνες για το παρόν, μας απελευθερώνει από τις δεσμεύσεις στη δική μας εποχή, μας διδάσκει να δούμε τον άνθρωπο στην ύψιστη δυνατότητά του αλλά και στη παροδική του δημιουργία». (Karl Jaspers)


 Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν την αξία της ιστορικής γνώσης και οδηγούν στη διατύπωση των παρακάτω θέσεων, ως των ασφαλέστερων οδηγών τόσο στην προσωπική όσο και στην εθνική ζωή. Ο φόβος της επαλήθευσης «όποιος δε γνωρίζει την ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει» (Santayana) κάνει αναγκαία τη μελέτη και αποδοχή αυτών των θέσεων.

Οι Θέσεις

  1. 1] Η ιστορία συμβάλλει τόσο στη διαμόρφωση και διατήρηση της εθνικής συνείδησης όσο και στον αυτοπροσδιορισμό του κάθε ατόμου χωριστά, ως ιστορικής οντότητας.
  2. 2] Η ιστορική γνώση ενισχύει και τροφοδοτεί το «συλλογικό υποσυνείδητο» μιας κοινωνίας ή ενός λαού και με την έννοια αυτή αποτελεί ενοποιητικό παράγοντα για τα μέλη ενός έθνους.
  3. 3] Επιπρόσθετα η μελέτη της ιστορίας αναδύει – αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ατόμου στην εξέλιξη των κοινωνιών και του κόσμου ολόκληρου. Η διαπίστωση του πρωταγωνιστικού ρόλου του ανθρώπου έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η ιστορία δεν καθορίζεται τελικά παρά μόνο από την καθοριστική δράση του ανθρώπου. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι μία αυθαίρετη άποψη ή μία προσωπική βιωμένη εμπειρία αλλά προϊόν της μελέτης της ιστορικής γνώσης…..
  4. 4] Η ιστορική γνώση συμβάλλει στην κατανόηση ότι ο άνθρωπος ως κοινωνική, ψυχική, ηθική και πνευματική ύπαρξη – «ον» είναι ιστορικό δημιούργημα.
  5. 5] Η ιστορική γνώση χρησιμοποιείται για να προβάλλει πρότυπα ζωής και προσφοράς και για να δώσουμε σκοπούς ζωής και ιδανικά δράσης. (Ο διαπαιδαγωγικός ρόλος της ιστορίας….)
  6. 6] Ιστορική συνείδηση, προϊόν της ιστορικής γνώσης, προφυλάσσει το σύγχρονο άτομο από φαινόμενα εθνικής αλλοτρίωσης που έχουν την αιτία τους στις σύγχρονες διεθνείς συγκυρίες (οικουμενικός πολιτισμός).
  7. 7] Μέσα από την ιστορική γνώση καλλιεργούνται τρόποι κατανόησης, ερμηνείας καιαξιολόγησης της συλλογικής και ατομικής δράσης ατόμων και λαών.
  8. 8] Η μελέτη και η γνώση της ιστορίας είναι η πιο άμεση και ορατή οδός για τηνανθρωπογνωσία (η γνώση της ανθρώπινης φύσης) και κοινωνιογνωσία.
  9. 9] Μέσα από τη μελέτη των ιστορικών γεγονότων ο άνθρωπος διαβάζει τον εαυτό του, την κοινωνία, ανακαλύπτει τους κανόνες της δράσης και τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης.
  «Συνήθως την ιστορία την γράφουν οι νικητές. Μερικές φορές, όμως, οι χαμένοι κατακτούν την συνείδηση ότι η μακρόχρονη ήτα τους είναι προσωρινή, και τότε η ιστορία δεν γράφεται, ΓΙΝΕΤΑΙ» (Σύνθημα αναρχικών).

  1. 10] Η ιστορική γνώση εθίζει τους νέους να βλέπουν, να μετρούν, να αξιοποιούν την πραγματικότητα και να εκτιμούν την αξία της συνεργασίας και της συλλογικής προσπάθειας.
  2. 11] Μέσα από την ιστορική γνώση προσπαθούμε να δώσουμε και να αποκαλύψουμε τονόημα της εξέλιξης στην κοινωνία και να καλλιεργήσουμε τρόπους επιστημονικής σκέψης και έρευνας (αλληλουχία γεγονότων και αναζήτηση αιτιακών σχέσεων).
  3. 12] Ιστορική γνώση συνδυαζόμενη με τη γνώση της σύγχρονης εσωτερικής και παγκόσμιας πραγματικότητας βοηθά στον προσανατολισμό του ατόμου σ΄ ένα κόσμο όπου βασιλεύει και κυριαρχεί η σύγχυση, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια.
  4. 13] Η ιστορική γνώση επικυρώνει τη συνέχεια ενός λαού στο βάθος του χρόνου, στοιχείο απαραίτητο για τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό κάθε ατόμου και λαού.
  5. 14] Η γνώση της ιστορίας, όταν είναι απαλλαγμένη από εθνικιστικές ανακρίβειες, συντελείστην καλλιέργεια της αγάπης προς την πατρίδα, της φιλοπατρίας – πατριωτισμού.
  6. 15] Η ιστορική γνώση καλλιεργεί την κρίση, την αντίληψη, εθίζει το άτομο στη διαλεκτική αντιμετώπιση των γεγονότων και γενικά αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την πνευματική καλλιέργεια και ωρίμανση του ατόμου.
 Και όλα αυτά, γιατί η ιστορία είναι τα πάντα:
  

«Ιστορία είναι η εμφάνιση, η αύξηση, ο πολλαπλασιασμός και η πάλη μέχρι θανάτου των κρατών μεταξύ τους˙ είναι η κατάκτηση, η εισβολή, η υποδούλωση, και είναι η αντίσταση, η επανάσταση, η σύγκρουση˙ είναι οι μάχες, τα ερείπια, τα πραξικοπήματα και οι συνωμοσίες˙ είναι το κύμα της δύναμης και της βίας, είναι η υπερβολή της εξουσίας˙ είναι η τρομοκρατική βασιλεία των διψασμένων για αίμα θεών˙ είναι η υποδούλωση της μάζας και η σφαγή των μαζών˙ είναι η ανέγερση των μεγαλοπρεπών ναών, παλατιών, πυραμίδων, είναι η ανάπτυξη της τεχνικής και της τέχνης˙ είναι η εμφάνιση και η εξέλιξη της γραφής, είναι το εμπόριο δια ξηράς και θαλάσσης προϊόντων και ιδεών˙ κάποτε επίσης, είναι ένα μήνυμα ελέους και συμπάθειας και άλλοτε μια σκέψη που αναρωτιέται για το μυστήριο του κόσμου»(ΕΝΤΓΚΑΡ ΜΟΡΕΝ)
Πηγή: Ιδεοπηγή.

31.1.19

«Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ: Αποδοχή ή άρνηση;» ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

«Ώστε δια την άγαν των πλεόνων επιθυμίαν, ει τω άρα και μη ήρεσκε, δεδιώς μη αντιχειροτονών κακόνους δόξειεν είναι τη πόλει ησυχίαν ήγεν»
(Γι’αυτό, λοιπόν, εξαιτίας της μεγάλης επιθυμίας των περισσότερων, κι αν τυχόν σε κάποιον δεν άρεσε (αυτό), επειδή φοβόταν μήπως, αν προτείνει τα αντίθετα, φανεί ότι είναι με κακή διάθεση προς την πόλη, δεν εκδήλωνε καμία αντίδραση (ησύχαζε)).
Κοινή γνώμη και πολιτική
Η κοινοβουλευτική – και όχι μόνο – συζήτηση για την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών ανέδειξε τους προβληματισμούς σχετικά με τη στάση των πολιτικών απέναντι στη δύναμη της κοινής γνώμης. Κάποιοι στέκονται επικριτικά προς τον πρωθυπουργόεπειδή αγνόησε την κοινή γνώμη που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις είναι αντίθετη προς τη συμφωνία των Πρεσπών (65%). Θεωρούν πως αυτό συνιστά μία αντιδημοκρατική στάση, αφού στις δημοκρατίες η θέληση των πολλών συνιστά το πυρηνικό τους στοιχείο.
Ωστόσο, υπάρχουν κι εκείνοι που διαβλέπουν στη θέση του πρωθυπουργού (κύρωση της συμφωνίας) έναν πολιτικό ρεαλισμό και ίσως – ίσως στοιχεία – γνωρίσματα πολιτικού ηγέτη που τολμά να συγκρούεται με την πλειοψηφία στο όνομα του εθνικού συμφέροντος. Αναπόφευκτα η στάση αυτή παραπέμπει στη γνωστή θέση του Θουκυδίδη «κατείχε το πλήθος ελευθέρως, και ουκ ήγετο μάλλον υπ΄ αυτού ή αυτός ήγεν..» Οι θιασώτες αυτής της θέσης πρεσβεύουν πως ο πρωθυπουργός κωφεύοντας στις δημαγωγικές κραυγές της εκλογικής πελατείας και στα συλλαλητήρια και επιδεικνύοντας πολιτικό θάρρος επέλεξε τη διακονία του μακροχρόνιου εθνικού συμφέροντος, όπως αυτός το ερμηνεύει.
Παράπλευροι, όμως, προβληματισμοί αναπτύχθηκαν και για τη γενικότερη στάση του ατόμου – και όχι μόνο των πολιτικών – απέναντι στη δύναμη της κοινής γνώμης που άτυπα λειτουργεί ως λαϊκό δικαστήριο και επιβάλλει τις δικές της ποινές σε κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά.
Κοινή γνώμη και Δημοκρατία
Πρώτος ο Θουκυδίδης διείδε καθαρά την αδυναμία ή το φόβο κάποιου ή κάποιων να εκφράσουν διαφορετικήάποψη προς αυτήν της πλειοψηφίας. Οι περισσότεροι συνειδητά ή ασυνείδητα συμπλέουν με τη δύναμη της πλειοψηφίας προσδοκώντας από αυτή τη σύμπλευση την κοινωνική αποδοχή και προσωπική αυτοεπιβεβαίωση. Είναι τέτοια η δύναμη που ασκεί η εξουσία της κοινής γνώμης που κάθε διαφωνία ή αντίλογος εκλαμβάνεται ως «ιδιοτροπία» ή αντικοινωνική (αντεθνική στάση) ή όχι και σπάνια αδυναμία κατανόησης και προσαρμογής στην εκάστοτε αναγκαιότητ
Η ανέκφραστη, όμως, διαφωνία προς τη γνώμη της πλειοψηφίας – κοινής γνώμης θεωρείται αδυναμία της δημοκρατίας και συνοδεύεται από αρνητικά φαινόμενα που πλήττουν – τραυματίζουν τόσο το «υποκείμενο» όσο και την κοινωνία – δημοκρατία.
Ο φόβος μήπως κάποιος θεωρηθεί «κακόνους» οδήγησε την Αθήνα στην καταστροφή (Σικελική εκστρατεία 415-413 π.Χ.). Πόσο, όμως, διδαχτήκαμε ως κοινωνία και ως δημοκρατία από αυτήν την εξέλιξη; Πόσο θωρακίσαμε τη δημοκρατία μας από τα αρνητικά της ανέκφραστης γνώμης της μειοψηφίας και των ολίγων; Πως διαπαιδαγωγηθήκαμε ως προς τη στάση μας προς τη  εξουσία της κοινής γνώμης που φαίνεται να αποδιοργανώνει τους νοητικούς μας μηχανισμούς και να μας καθιστά ψυχολογικά ανδράποδα από το φόβο της απόρριψης;
Η δύναμη της κοινής γνώμης
«Η πλειοψηφία έχει τη δύναμη – εξουσία, αλλά όχι υποχρεωτικά και το δίκαιο».
Η κοινή γνώμη, ισχυρή και ανώνυμη, συνιστά μια πολιτική δύναμη που δεν  προβλέπεται από κανένα σύνταγμα και επηρεάζει καταλυτικά κάθε πτυχή της ατομικής, κοινωνικής και εθνικής ζωής. Όλοι την επικαλούνται όταν συμφωνεί μαζί τους και όλοι την υποτιμούν όταν αντίκειται στα σχέδιά τους. Τότε θεωρούν πως αυτή συνιστά προϊόν εξαπάτησης και παραπληροφόρησης κι ενός επικίνδυνου λαϊκισμού που στοχεύει στη διακονία ιδιοτελών σκοπιμοτήτων.
Μια κοινή γνώμη, λοιπόν, που από τη μια πλευρά διαμορφώνει συνειδήσεις, σκέψεις, συμπεριφορές και πολιτικές πρακτικές κι από την άλλη διαμορφώνεται από ιδεολογίες, κοινωνικά στερεότυπα, ηθικές αξίες, πολιτικές σκοπιμότητες, πολιτιστικά πρότυπα και βέβαια από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (σχολείο, θεσμοί….).
Η κοινή γνώμη αποτελεί μια πραγματικότητα και ως τέτοια πρέπει κάθε φορά να την αντιμετωπίζουμε. Οι ειδικοί δεν αναζητούν μόνο τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν και τη δύναμη που ασκεί σε άτομα και κοινωνία (θετικά και αρνητικά) αλλά καταγράφουν και τη στάση μας προς αυτήν προτείνοντας ταυτόχρονα τη «δέουσα» κατά περίπτωση.
Οι στάσεις
Παραδοσιακά ο «μέσος πολίτης» διαμόρφωσε τρεις διαφορετικές στάσεις που ξεκινούν από την πλήρη αποδοχή και συμμόρφωση προς τις επιταγές της κοινής γνώμης έως την πλήρη άρνηση – απόρριψη. Υπάρχει, βέβαια, και η ενδιάμεση στάση, αυτή της κριτικής αντιμετώπισης που χαρακτηρίζει όλους εκείνους που έχουν συνείδηση της θέσης τους μέσα στο κοινωνικό σώμα και κυρίως των ορίων της συμπεριφοράς τους.
Μια καταγραφή των επί μέρους στοιχείων τω τριών αυτών στάσεων θα διευκόλυνε και τη δική μας στάση. Στόχος μας η αναζήτηση της αλήθειας με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
«Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, παρά μόνον η αλήθεια» (Αισχύλος)
α. Η πρώτη στάση: Η απόλυτη αποδοχή και συμμόρφωση στις εντολές της κοινής γνώμης. Όσοι ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία παραιτούνται από κάθε δικαίωμα αυτοκαθορισμού και αυτοβουλίας. Αυτό σημαίνει αλλοίωση των ιδιαίτερων στοιχείων της προσωπικής ταυτότητας και τελικά άρνηση της ίδιας της αυτονομίας τους.
Η στάση αυτή χαρακτηρίζει άτομα που έχουν μειωμένο αίσθημα αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Εξάλλου η απόλυτη συμμόρφωση στις εντολές της κοινής γνώμης – πλειοψηφούσας άποψης είναι συνάρτηση της ψυχολογικής ευπάθειας ενός ατόμου και χαρακτηρίζει όσους φοβούνται την κοινωνική απόρριψη και πάσχουν από διανοητική οκνηρία.
Το άτομο αυτής της κατηγορίας χάνει την ατομικότητά του, την ελευθερία του και γίνεται υποχείριο της πλειοψηφίας. Αδυνατεί να πάρει πρωτοβουλίες και καθίσταται έρμαιο της επιρροής του πλήθους και «ησυχίαν άγει». Αυτή η ψυχολογική εξάρτηση από τη γνώμη των πολλών τρέφει την ανασφάλεια που βρίσκει το αντίδοτό της στην οπαδοποίηση και το φανατισμό. «Ο φανατισμός είναι η μορφή θέλησης που μπορεί να διαπνέει τους αδύναμους και τους ντροπαλούς» (Κλιντ Ίστγουντ)
β. Η δεύτερη στάση: Η απόρριψη και η άρνηση συμμόρφωσης στα κελεύσματα της κοινής γνώμης. Σύμφωνα με τους ειδικούς η κατηγορία αυτή των ανθρώπων χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αυτοεκτίμησης – αυτοπεποίθησης και εσωτερική επάρκεια – αυτάρκεια. Η διαφοροποίηση από τις θέσεις της πλειοψηφίας – κοινής γνώμης προϋποθέτει μεγάλη αντοχή στα εμπόδια που θα συναντήσει από τη δυσπιστία των άλλων, των πολλών.
Κι αυτό γιατί υπάρχει ο κίνδυνος μήπως χαρακτηριστεί ως εχθρός ή «κακόνους», όταν εκφράσει τη διαφωνία του προς την επικρατούσα θέση «αντιχειροτονών». Ενδεχομένως να γίνει αντικείμενο χλευασμού και περιφρόνησης του πλήθους και τεθεί στο περιθώριο ως «απροσάρμοστος».
Όσοι επιλέγουν το δρόμο της μη – συμμόρφωσης προς τις ιδέες της πλειοψηφίας – κοινής γνώμης μπορεί ως ένα βαθμό να στιγματίζονται και να λιθοβολούνται από την άλλη, όμως, διασώζουν την αυτονομία τους και την ατομικότητά τους. Σύμφωνα με τους ψυχολόγους από αυτήν την ομάδα ανθρώπων αναδεικνύονται οι ηγέτες που ανοίγουν δρόμους και εμπνέουν. Εξάλλου «ελευθερία είναι το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν» (Όργουελ)
γ. Η τρίτη στάση: Η κριτική στάση και η λογική αντιμετώπιση των επιταγών της κοινής γνώμης. Η ιστορική εμπειρία κατέδειξε πως οι ακρότητες στη ζωή συνιστούν μια υπερβολή. Η μεσότητα με την Αριστοτελική της σημασία συνιστά ατομική και κοινωνική αρετή. Το κάθε άτομο χωριστά επιβάλλεται να επιλέξει τα όριαεπέμβασης της κοινής γνώμης σε θέματα που αφορούν προσωπικές πτυχές της ύπαρξής του.
Η καλλιέργεια των μηχανισμών αξιολόγησης των κανόνων και θέσεων της κοινής γνώμης συνιστά τον αναγκαίο όρο για να πετύχουμε την ατομική μας επιβίωση (διανοητική, ηθική….) αλλά και να συμβάλλουμε στην κοινωνική πρόοδο. Η αξία του μέτρου σε όλες τις μορφές της κοινωνικής συμπεριφοράς συνιστά διαχρονική αρετή.
Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από τη φρόνιμη άρνηση και όχι από τις απολυτότητες του μηδενισμού και της τυφλής συμμόρφωσης στα θέσφατα της απρόσωπης εξουσίας της κοινής γνώμης.
Γιατί πρέπει να γνωρίζουμε πως «κάθε υπερβολή, κάθε υπέρβαση των ορίων μας πρέπει να πληρωθεί. Κανείς δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά είτε ως προς την ανεξαρτησία, είτε ως προς τον συμβιβασμό, ατιμωρητί».
Ηλίας Γιαννακόπουλος – Φιλόλογος

29.1.19

«Μακεδονικό: Αλήθειες και Προσδοκίες» του Φιλόλογου Ηλία Γιαννακόπουλου.

«Είναι σπουδαίο να αγαπάς τον τόπο σου, τον πολιτισμό, το κλίμα, την ιστορία του. Αλλά είναι μεγαλύτερο δείγμα πατριωτισμού το να αντιπαρατίθεσαι στους δικούς σου όταν νομίζεις ότι έχουν άδικο» (Αμικάι, Εβραίος ποιητής).
Η ανακίνηση της ονοματολογίας γύρω από το όνομα του κράτους των Σκοπίων (ΠΓΔΜ) πυροδότησε πολιτικές αντιπαραθέσεις, εθνικιστικές εξάρσεις, μανιχαϊστικές θέσεις (Πατριώτες – Προδότες) και ατελέσφορες ιδεοληψίες. Το Μακεδονικό για άλλους αποτέλεσε ευκαιρία για επίδειξη ενός ανέξοδου πατριωτισμού και για άλλους ευκαιρία να ανατρέξουν σε βιβλία και άρθρα για την ιστορία της Μακεδονίας.
Έτσι, η ιστορική αλήθεια καθίσταται δυσπρόσιτη, ενώ πλεονάζουν τα συνθήματα και η προπαγάνδα ενδεδυμένη με στοιχεία πατριωτικών συναισθημάτων. Οι εκδηλώσεις ενός υγιούς πατριωτισμού από πολλούς Έλληνες κεφαλαιοποιούνται πολιτικά από τα κόμματα, ενώ τα επιχειρήματα και ο ρεαλισμός εκλείπουν ή κατηγορούνται για ηττοπάθεια οι εκφραστές τους. Όμως «όσο οι άνθρωποι μαθαίνουν να σκέπτονται μόνο με συνθήματα είναι πάντα έτοιμοι να μιλήσουν με πυροβολισμούς» (Όργουελ).
Η μυστική διπλωματία για ένα τόσο κρίσιμο και πολύπλοκο εθνικό θέμα διχάζει τους πολιτικούς που ερίζουν για τα όρια της υποχώρησης της Ελλάδας στο θέμα του ονόματος. Αλήθεια, όμως, από πότε οι διπλωμάτες συζητούν για θέματα εθνικά με ανοιχτές «πόρτες»;
Άλλο η ενημέρωση σε θεσμικό επίπεδο κι άλλο η κοινοποίηση των βασικών θέσεων της χώρας μας στο όνομα μιας συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας στην ενημέρωση. Ακούγεται παρανοϊκό οι διπλωμάτες να εκδίδουν δελτίο τύπου μετά το τέλος κάθε διαπραγμάτευσης. Το δικαίωμα να γνωρίζει ο Ελληνικός λαός τις βασικές θέσεις για ένα θέμα εθνικά ευαίσθητο απέχει πολύ από το να διεκδικούμε οι διαπραγματεύσεις να γίνονται παρουσία δημοσιογράφων.
Είναι δικαίωμα του λαού να γνωρίζει τους βασικούς στόχους μιας διαπραγμάτευσης, αλλά οι μέθοδοι και οι τεχνικές επίτευξης του επιθυμητού στόχου ανήκουν στην αρμοδιότητα των αρμόδιων υπουργών και των διπλωματών.
Έτσι λειτουργούν οι σύγχρονες δημοκρατίες και η διεθνής διπλωματία, αρκεί οι «υπόγειες διαδρομές» να μην αποκρύπτουν την «αλήθεια» και να μην εισάγουν τα εθνικά δίκαια – συμφέροντα στο πολιτικό χρηματιστήριο. Φαίνεται πως δεν γίνεται διαφορετικά παρά να έρχονται σε σύγκρουση η θέση του Σολωμού «Ο λαός πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθινό» με την άποψη «Το δύσκολο για ένα διπλωμάτη δεν είναι το να είναι ειλικρινής, αλλά το να πείθει τους άλλους για την ειλικρίνειά του».
Ωστόσο, όποια κι αν είναι η έκβαση για την επίλυση του Σκοπιανού ή του Μακεδονικού (άλλη μια διαφωνία κι αυτή) πρέπει να διατυπωθούν κάποιες αλήθειες. Γιατί μόνο με τη βοήθειά τους μπορούμε να λειτουργήσουμε σωστά ως υπεύθυνοι πολίτες. Αλήθειες που μπορεί να ματώνουν και να πληγώνουν ή να απομυθοποιούναλλά στο τέλος συνδράμουν θετικά στη διαμόρφωση μιας υγιούς στάσης – θέσης απέναντι στα εθνικά θέματα.
Γιατί τα άτομα και οι λαοί αρέσκονται να ζουν με τις ψευδαισθήσεις τους, αφού η αλήθεια τους τρομάζει, δικαιώνοντας το Νίτσε «Μερικές φορές οι άνθρωποι δε θέλουν να ακούσουν την αλήθεια, γιατί δε θέλουν να καταστρέψουν τις ψευδαισθήσεις».
ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Αλήθεια 1: Η Μακεδονία ως γεωγραφικός χώρος από την αρχαιότητα έως σήμερα εκτείνεται πέραν της Ελληνικής Μακεδονίας και μέρος αυτής βρίσκεται στο κράτος των Σκοπίων και της Βουλγαρίας. Τα όριακατά καιρούς αλλάζουν και ο κάθε λαός τα επεκτείνει ή τα συρρικνώνει ανάλογα με τις εθνικές σκοπιμότητες. Αυτή η ελαστικότητα των συνόρων δημιουργεί σύγχυση και επιτρέπει σε κάθε κράτος να διεκδικεί το «κομμάτι» που του ανήκει.
Ωστόσο, ένα πράγμα δεν αμφισβητείται, η Ελληνικότητα του αρχαίου κράτους των Μακεδόνων (Περδίκκας Α, Φίλιππος, Μ. Αλέξανδρος).
Οι Σκοπιανοί αμφισβητούν κατά κύριο λόγο το δικαίωμα της «μονοχρησίας» του ονόματος Μακεδονία. Αυτή η εγγενής αδυναμία σαφούς γεωγραφικού προσδιορισμού της Μακεδονίας γεννά τις αμφισβητήσεις, τις αντιπαλότητες και επωάζει τους παντοειδείς αλυτρωτισμούς.
Το πρόβλημα, λοιπόν, εστιάζεται όχι τόσο στα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας όσο στο αν αυτοί που κατοικούν στη Μακεδονία είναι Μακεδόνες. Αναπόφευκτα οδηγούμαστε στην καταγραφή και αποδοχή μιας άλλης – της δεύτερης αλήθειας.
Αλήθεια 2: Για τους Μακεδόνες της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας δεν υφίσταται καμία αμφισβήτηση, ακόμη κι από τους θανάσιμους εχθρούς της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Κι αυτό γιατί κατοικούν σε μια περιοχή από τη γέννηση του Μακεδονικού κράτους (8ος αιώνας π.Χ) μέχρι σήμερα. Οι Μακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας είναι Έλληνες, αφού η έννοια Μακεδόνας είναι υπάλληλη της έννοιας – γένουςΈλληνας.
Ποιους, όμως, μπορούν να πείσουν οι Σκοπιανοί ότι και οι ίδιοι είναι Μακεδόνες; Οι κάτοικοι των Σκοπίων κατά κύριο λόγο είναι απόγονοι των διαφόρων Σλαβικών φύλων που εγκαταστάθηκαν στο γεωγραφικό διαμέρισμα των σημερινών Σκοπίων κατά τον 6ο – 7ο αιώνα μ.Χ. Απλές αλήθειες και ιστορικά γεγονότα. Εθνολογικά και αιματολογικά οι Σκοπιανοί δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες.
Όποια παραχάραξη της ιστορίας κι αν επιχειρήσουν, δύσκολα θα γίνουν πιστευτοί.
Αλήθεια 3: Στην παραπάνω αλήθεια, όμως, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει (σεβόμενος τους κανόνες των «δισσών λόγων») το δικαίωμα κάθε ανθρώπου ή λαού να «α υ τ ο π ρ ο σ δ ι ο ρ ί ζ ε τ α ι». Το δικαίωμα αυτό, του ατομικού ή εθνικού αυτοπροσδιορισμού είναι διεθνώς κατοχυρωμένο στο βαθμό που δεν υποκρύπτει σκοπιμότητες αμφισβήτησης του δικαιώματος κάποιων άλλων να αυτοπροσδιορίζονται πάνω στη βάση αδιαμφισβήτητων ιστορικών γεγονότων.
Αν οι σημερινοί Σκοπιανοί ψυχολογικά νιώθουν Μακεδόνες, αυτό θα συνιστούσε έπαινο για το μεγαλείο της αρχαίας Μακεδονίας, που ήταν αμιγώς Ελληνική. Πολιτιστικά, αιματολογικά και εθνολογικά, όμως, μια τέτοια αίσθηση και επιθυμία αυτοπροσδιορισμού είναι επιτρεπτή και αθώα ή υποκρύπτει έναν επικίνδυνο αλυτρωτισμό στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων;
Ίσως στη σκέψη των διεθνών οργανισμών αλλά και των κυβερνώντων των διαφόρων ξένων κρατών να φαίνεται ακατανόητη και παράλογη η άρνηση της Ελλάδας να αποδεχτεί το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των Σκοπιανών, ως Μακεδόνων. Και αυτό γιατί οι Σκοπιανοί έχουν ένα απλό επιχείρημα. Ζούνε σε μια περιοχή που ονομάζεται Μακεδονία (αν και όχι σε όλη της την έκταση) και γι’ αυτό νομιμοποιούνται να αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες.
Η άρνησή τους να ονομάζονται ΔαρδανοίΠαίονες ή Σλάβοι (που ως όνομα βρίσκεται πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια) βεβαιότατα φανερώνει έναν διακηρυγμένο αλυτρωτισμό που είναι καταγεγραμμένος στο προοίμιο και σε κάποια άρθρα του συντάγματος των Σκοπίων.
Η οικειοποίηση κάποιων προσώπων (Μ. Αλέξανδρος) ή συμβόλων (ο ήλιος της Βεργίνας) αποκαλύπτει με τον πιο εναργή τρόπο τις μύχιες εθνικές τους προθέσεις – επιδιώξεις.
Αλήθεια 4: Στις παραπάνω φοβίες και ενστάσεις των Ελλήνων οι Σκοπιανοί θα μπορούσαν να αντιτείνουν πως το κράτος τους υφίσταται με το όνομα Μακεδονία από το 1945, με νονό τον Τίτο. Άλλοι γυρίζουν πιο πίσω, μέχρι το 1913 όταν με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η «Τουρκική» Μακεδονία με ασαφή γεωγραφικά όρια γνωρίζει μια μετακίνηση πληθυσμών με τον καθορισμό των νέων συνόρων των Βαλκανίων.
Μπροστά στα νέα αυτά δεδομένα που προέκυψαν με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων λαοί και κράτη προσπαθούσαν να αυτοπροσδιοριστούν άλλοτε με εθνολογικά – αιματολογικά κριτήρια κι άλλοτε με πολιτιστικά ή γεωγραφικά. Έτσι ο όρος Μακεδονία κατέστη πεδίον όπου συγκρούονται συμφέροντα και ανομολόγητες βλέψεις.
Από τα πράγματα ο σαφής γεωγραφικός προσδιορισμός του χώρου της Μακεδονίας καθίσταται δύσκολος, αφού σε αυτόν κυριαρχούν περισσότερο οι εθνικιστικές συμπεριφορές και λιγότερο η ιστορία και τα ιστορικά δεδομένα.
Οι Σκοπιανοί, λοιπόν, υποστηρίζουν πως ποτέ από το 1913 και περισσότερο από το 1945 δεν ετέθη θέμα αμφισβήτησης του ονόματος της χώρας τους. Οι Έλληνες, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, δεν αντέδρασαν στην οικειοποίηση του ονόματος Μακεδονία από τη χώρα – κράτος των Σκοπίων. Μια γενιά Σκοπιανών γεννήθηκε, μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε με το όνομα Μακεδονία χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί από ΄κάποιο κράτος ή διεθνή οργανισμό η ταυτότητά τους.
Αν οι Έλληνες κατηγορούν τους Σκοπιανούς για καιροσκοπισμό και κλοπή ονόματος και συμβόλων, τότε τι μπορούμε εμείς οι νεότεροι να προσάψουμε στην μυωπία της ελληνικής διπλωματίας και στην ανεπάρκεια των Ελλήνων πολιτικών;
Τώρα καλούνται οι σημερινοί Έλληνες διπλωμάτες να βρουν πειστικά επιχειρήματα για να πείσουν τους σύγχρονους Σκοπιανούς πως δεν είναι Μακεδόνες γιατί έγινε κάποιο λάθος ή πως το όνομά τους είναι προϊόν κλοπής και αυθαίρετης οικειοποίησης. Θα το μπορέσουν;
Αλήθεια 5: Η πέμπτη αλήθεια συμπυκνώνει όλες τις προηγούμενες και αποτυπώνει την πραγματικότητα για το όνομα της FYROM. Από την ανεξαρτησία του 1991 και εντεύθεν ονομάζεται Μακεδονία. Το συνταγματικό όνομα της χώρας, «Μακεδονία» έγινε αποδεκτό από 130 χώρες (και πληθαίνουν συνέχεια) και από τον ΟΗΕως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Με το όνομα αυτό συντάχθηκε και ηΕλλάδα με επί μέρος συμφωνίες (1995, 2008), μέχρι την τελική συμφωνία για την οριστικοποίηση του ονόματος.
Στις διεθνείς σχέσεις και συναλλαγές η FYROM, άμεσα ή έμμεσα, επιβάλλει το συνταγματικό της όνομα (Μακεδονία) χωρίς ιδιαίτερες αμφισβητήσεις από τις άλλες χώρες, πλην εξαιρέσεων. Οι κάτοικοι των ξένων χωρών αποκαλούν τη FYROM Μακεδονία κι αδυνατούν να κατανοήσουν την εμμονή των Ελλήνων για άρνηση του ονόματος Μακεδονία.
Οι γειτονικές χώρες Αλβανία, Βουλγαρία και Τουρκία χρησιμοποιούν το όνομα Μακεδονία για τη FYROM, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χώρα μας. Το 1977 ο ΟΗΕ και κατ’ ακολουθία και η Ελλάδα αναγνώρισαν την ύπαρξη στα Σκόπια της «μακεδονικής» γλώσσας.
Από το 2007 κι εντεύθεν πολιτικοί, κόμματα, διπλωμάτες κι επιστήμονες προτείνουν μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes).
«Το κακό με τους περισσότερους ανθρώπους είναι ότι σκέφτονται με τις ελπίδες, τους φόβους ή τις επιθυμίες τους αντί με το μυαλό τους» (Γουίλ Ντουράντ).
Έχοντας ως αφετηρία τις παραπάνω πέντε θέσεις κι ακολουθώντας την παραγωγική μέθοδο νομοτελειακά οδηγούμεθα στην σκιαγράφηση των πιθανών ωφελημάτων ή ζημιών από μια πιθανή λύση στο θέμα του ονόματος της FYROM.
Η ΛΥΣΗ: ΚΕΡΔΗ – ΖΗΜΙΕΣ
Σε μια διαπραγμάτευση η κάθε χώρα θέτει ως στόχο το «μέγιστο» που μπορεί να πετύχει αλλά και το «ελάχιστο» που μπορεί να αποκομίσει. Στον πόλεμο αλλά και στις διαπραγματεύσεις ο δυνατός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του.
Για την Ελλάδα το μέγιστο θα είναι η απουσία του ονόματος Μακεδονία ή παραγώγου της στο όνομα των Σκοπίων. Θεμιτό και επιβεβλημένο θεωρείται και η απάλειψη από το σύνταγμα των Σκοπίων κάθε αναφοράς σε αλυτρωτικές ή επεκτατικές βλέψεις της γειτονικής χώρας.
Το ελάχιστο που μπορεί να δεχτεί η Ελλάδα – σύμφωνα και με τις δηλώσεις κομμάτων και πολιτικών – είναι μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό (ή χρονολογικό) προσδιορισμό του τύπου: Άνω ή Βόρεια Μακεδονία, Άνω Μακεδονία, Μακεδονία του Βαρδάρη ή άλλοι συνδυασμοί (όνομα στη σλαβική γλώσσα αμετάφραστο).
Η επίτευξη του μέγιστου θα ήταν η απόλυτη επιτυχία της Ελλάδας που προϋποθέτει την άτακτη υποχώρηση των Σκοπίων. Κάτι τέτοιο φαντάζει ουτοπικό με βάση τα δεδομένα.
Έχοντας υπόψη πως «Η ουτοπία ανήκει στη σφαίρα του δυνητικού҅˙ η ιστορία στη σφαίρα της αναγκαιότητας», η Ελλάδα ετοιμάζεται να κινηθεί στη μεγιστοποίηση των ωφελημάτων από το «ελάχιστο». Στον τομέα αυτό οι διπλωμάτες και οι πολιτικοί μπορούν να κάνουν πολλά γνωρίζοντας και τα δεδομένα των Βαλκανίων, των πιέσεων των διεθνών οργανισμών αλλά και τα συμφέροντα των Μεγάλων δυνάμεων.
Σίγουρα ο συμβιβασμός σε μια ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό (Άνω Μακεδονία….) θα πληγώσειπολλούς Έλληνες, γιατί θεωρούν πως μελλοντικά αυτό θα αποτελέσει για τη FYROM ευκαιρία για επεκτατικές ενέργειες. Υπάρχει ο φόβος ενός «ντόμινο» διεκδικήσεων κι από άλλες «Μακεδονίες» (Πιρίν – Βουλγαρία….).
Οι Σκοπιανοί θα νιώσουν απόλυτα δικαιωμένοι μόνον όταν και οι Έλληνες τους αναγνωρίσουν ως Μακεδονία, άσχετα από τον αριθμό των χωρών που τους αναγνώρισαν με το συνταγματικό τους όνομα. Η Ελλάδα ένιωσε ανεξάρτητη ως χώρα με τη συνθήκη του 1832 στην οποία και οι Τούρκοι υπέγραψαν την ανεξαρτησία μας.
Η ΜΗ – ΛΥΣΗ: ΚΕΡΔΗ –ΖΗΜΙΕΣ
Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται να επείγεται για τη λύση του ονοματολογικού προκρίνοντας τη Μη – λύση. Το σκεπτικό αυτό εδράζεται στη λογική πως στο μέλλον ίσως βρεθεί η Ελλάδα σε πιο πλεονεκτική θέση έναντι των Σκοπίων (διάλυση;).
Έτσι ικανοποιείται ο «πατριωτισμός» των Ελλήνων – και όχι μόνο των Μακεδόνων, αφού η Ελλάδα θα αποφύγει να υπογράψει η ίδια την παραχώρηση ενός ιστορικού ονόματος και θα εμφανίζεται ως ο μοναδικός ιδιοκτήτης και συνεχιστής της Αρχαίας Μακεδονίας.
Στην αντίπερα όχθη, όμως, βρίσκονται κι εκείνοι που πρεσβεύουν πως η «μη-λύση» είναι χειρότερη κι από τη λύση με την ονομασία των Σκοπίων με παράγωγα του ονόματος Μακεδονία (Βόρεια – άνω…. Μακεδονία). Το βασικό επιχείρημα αυτής της θέσης είναι πως η αναβλητικότητα θα λειτουργήσει υπέρ των Σκοπίων, αφού στο μέλλον όλες οι χώρες θα αναγνωρίσουν τη γείτονα χώρα με το όνομα
Μακεδονία χωρίς παράγωγα και χωρίς αλλαγή του συντάγματος.
Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με την προοπτική αυτή; Η εμπειρία (1992-2018) αυτό έδειξε. Η Ελλάδα θα απομονωθεί και οι ξένοι θα μας κατηγορούν για αδιαλλαξία και εμμονές σε ένα όνομα που γι’ αυτούς δεν είναι και το κυρίαρχο θέμα. Η μη – λύση για πολλούς συνιστά εθνική αυτοκτονία και θα οδηγήσει τη χώρα σε νέα αδιέξοδα (Κυπριακό, Μακεδονικό….). Το θέμα του ονόματος θα σαπίσει και θα κακοφορμίσει.
Η άποψη πως το θέμα του ονοματολογικού θα έπρεπε να το λύσουμε με καλύτερους όρους το 1992 φαίνεται δικαιωμένη.
Χάρτης Αρχαίας Μακεδονίας
ΓΕΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
Έχοντας υπόψη όλες τις αντιτιθέμενες απόψεις γύρω από το ονοματολογικό νομοτελειακά οδηγούμαστε σε κάποιες γενικές θέσεις:
● Η Ελλάδα δεν πρέπει στη διαπραγμάτευση να λειτουργεί φοβικά απέναντι σε μια χώρα που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση (οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτισμικά…..).
● Το όνομα είναι μείζον εθνικό θέμα, αλλά δεν είναι το «άπαν». Ο αλυτρωτισμός στο σύνταγμα των Σκοπίων, ίσως να είναι πιο σοβαρό ζήτημα.
● Το όνομα μιας χώρας δεν συνιστά και την αναγκαία αιτία για την πρόοδο ή την καταστροφή της. Η χώρα μας θαυματούργησε ως «Ρωμιοσύνη» ενώ ως Ελλάδα – Greece είχαμε και ήττες και οικονομικές αποτυχίες.
● Στην Ελλάδα συμφέρει να υπάρχει το κράτος των Σκοπίων και είναι λανθασμένη η άποψη πως η χώρα μας θα πρέπει να περιμένει – εύχεται τη διάλυση της γείτονος χώρας λόγω των πολλών – διαφορετικής εθνότητας – κατοίκων (Αλβανοί, Βούλγαροι, Σλάβοι….). Τυχόν διαμελισμός των Σκοπίων θα ισχυροποιήσει την Αλβανία και τη Βουλγαρία. Εξάλλου ένα κράτος των Σκοπίων εχθρικό με την Ελλάδα θα είναι ευάλωτο στις πλαγιοκοπήσεις των γειτονικών κρατών (Αλβανία, Βουλγαρία και Τουρκία) και εύκολα χειραγωγήσιμο.
● Η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη στις επεκτατικές βλέψεις – συμπεριφορές τόσο του ανατολικού τόξου(Τουρκία) όσο και του βόρειου (Αλβανία – Σκόπια – Βουλγαρία). Είναι προς το εθνικό συμφέρον να έχουμε φιλικές σχέσεις με τους γείτονες. Δεν αντέχει η Ελλάδα να βρίσκεται σε ποικίλες αντιπαραθέσεις με όλες τις γειτονικές χώρες, που άμεσα ή έμμεσα εποφθαλμιούν την εδαφική μας ακεραιότητα. Σε περίπτωση ενός τοπικού πολέμου (απευκταίου) ποιο μέτωπο μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει στρατιωτικά με αποτελεσματικό τρόπο;
● Ως χώρα έχουμε ως περιουσιακό στοιχείο μια Ιστορία και έναν Πολιτισμό με παγκόσμια αναγνώριση. Εναπόκειται σε μας να τον εξάγουμε – διαδώσουμε. Η πολιτιστική διείσδυση είναι ο πιο «ειρηνικός πόλεμος» με πολλαπλά εθνικά και οικονομικά οφέλη.
● Πρέπει ως χώρα να βρίσκουμε – χτίζουμε συμμαχίες και όχι να συντηρούμε αντιπαλότητες. Έτσι προασπίζουμε τα εθνικά μας δίκαια και συμφέροντα. Βασική αρχή της διπλωματίας η θέση του Χόχουτ «Η φιλία είναι μεταξύ ατόμων. Μεταξύ κρατών υπάρχουν μόνο συμφέροντα».
● Η Ελλάδα έχει ανάγκη από εθνική ενότητα και ομοψυχία. Ο διαχωρισμός και η κατηγοριοποίηση σε Υπερπατριώτες και Προδότες – ενδοτικούς είναι εθνικά καταστροφική. Και ο Δημοσθένης αγωνίστηκε ως Αθηναίος εναντίον της Μακεδονίας αλλά δεν κατηγορήθηκε ως προδότης ή ανθέλλην «Ου μόνον ουχ Έλληνος όντος ουδέ προσήκοντος ουδέν τοις Έλλησιν, αλλ’ ουδέν βαρβάρων εντεύθεν
όθεν καλόν ειπείν, αλλ’ ολέθρου Μακεδόνος, όθεν ουδ’ ανδράποδον πρίαιτό τις αν ποτε»
 (Δημοσθένης, Κατά Φιλίππου, Γ’ 31)
● Καμία χώρα και κανένας λαός δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο με το παρελθόν και την Ιστορία του. Η άγνοια, βέβαια, και η αποκοπή από την παράδοσή του μόνο δεινά μπορούν να επιφέρουν. Ωστόσο, θα είναι άδικο για την Ιστορία και την Ελληνικότητά μας να βρίσκουμε αντιπάλους για να αυτοπροσδιοριζόμαστε. Αυτό ας το αφήσουμε σε όσους δεν έχουν παρελθόν και ιστορία «πολλοί (λαοί και άτομα) κατασκευάζουν – εφευρίσκουν τον «άλλον» και στο πρόσωπο αυτού ορίζουν αντιθετικά την ταυτότητά τους και διαφυλάσσουν την υποστατική συνοχή τους»
● Οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες είναι υποχρεωμένοι να βρίσκουν λύσεις εθνικά επωφελείς λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ευαισθησίες αλλά και να κωφεύσουν στις κραυγές των υπερβολών. Τα λάθη τα βρίσκουμε μπροστά μας όταν δεν προνοούμε. Όταν όμως η αναβλητικότητα και ο Λαϊκισμός κυριαρχούν ως μέθοδος άσκησης της εξουσίας υπνωτίζουν το λαό και αδυνατίζουν το υγιές εθνικό συμφέρον.
Πολιτικοί, διπλωμάτες και Λαός οφείλουμε να έχουμε ως βάση κάθε ενέργειά μας τη θέση του H. MORGENTHAN:
«Ποτέ μη βρεθείς σε μια θέση από την οποία δεν θα μπορείς να προχωρήσεις χωρίς καταστροφικές επιπτώσεις και δεν θα μπορείς να υποχωρήσεις χωρίς ταπεινωτική απώλεια κύρους».
Ηλίας Γιαννακόπουλος. Πηγή κειμένου Mouzaki news.

24.1.19

ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ: Κατασκευή Υπηκόων του Ηλία Γιαννακόπουλου.

΄΄Όσο περισσότερο, όμως, βασίζεσαι σε δυνάμεις έξω από σένα, τόσο περισσότερο εξουσιάζεσαι απ’ αυτές».(Χάρολντ Σέρμαν)
«Όσο συχνότερα κάνουμε πράξεις χωρίς να ξέρουμε τους λόγους, τις προϋποθέσεις και το αποτέλεσμά τους, τόσο συχνότερα γινόμαστε οι ίδιοι λόγος, προϋπόθεση και αποτέλεσμα των πράξεων άλλων. Όσο περισσότερο πιστεύουμε ότι είμαστε κύριοι πράξεων, των οποίων οι πραγματικοί κύριοι είναι άλλοι, τόσο περισσότερο θα είναι άλλοι κύριοί μας». Η διαπίστωση αυτή του Ε.Α Ράουτερ «Η κατασκευή υπηκόων» περιγράφει με ενάργεια την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος – αντικείμενο της προπαγάνδας. Βρίσκεται, δηλαδή, σε μια σύγχυση (διανοητική, ψυχική…) αφού αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τα όρια των δύο πραγματικοτήτων, που καθορίζουν τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής του.
 Η μια πραγματικότητα είναι αυτή που συνθέτει την αληθινή πλευρά του Εγώ του και η άλλη είναι αυτή πουφαντασιώνεται και τον περιχαρακώνει σε μια ψευδή μορφή ελευθερίας και αυτοβουλίας. Τη δεύτερη μορφή πραγματικότητας διαμορφώνει και επιβάλλει στο άτομο η προπαγάνδα μέσα από αφανείς μηχανισμούς χειραγώγησης και εκμαυλισμού των συνειδήσεων.
 Το άτομο, δηλαδή, περισσότερο πείθεται από άτομα που διεγείρουν τα συναισθήματά του και λιγότερο από τα αντικειμενικά γεγονότα. Η πλαστή πραγματικότητα – προϊόν φόβων, ελπίδων και ανασφαλειών – λειτουργεί ανασχετικά στη δυνατότητα του ατόμου να σκεφτεί ορθολογικά. Στην ουσία βιώνει τις συνέπειες της «μετα-αλήθειας» που ανακηρύχθηκε ως η λέξη της χρονιάς από το λεξικό της Οξφόρδης και μεταφράζεται ως «η πολιτική ρητορική – πρακτική που αγνοεί την αλήθεια και βασίζεται σε μια προσωπική, ενίοτε εντελώς πλαστή, εκδοχή της πραγματικότητας» ή για άλλους – Λεξικό Οξφόρδης «η μετα-αλήθεια χαρακτηρίζει καταστάσεις στις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα ασκούν λιγότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης συγκριτικά με εκκλήσεις σε συναισθήματα και σε προσωπικές πεποιθήσεις».
Η φυγή
 Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω η προπαγάνδα (σε όλες της τις μορφές) σε ατομικό επίπεδο εξασφαλίζει έναν τρόπο φυγής από την αρνητική πραγματικότητα. Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση πως το άτομο, όταν βιώνει μια ζοφερή πραγματικότητα αναζητά ασφαλή διέξοδο. Η πίεση που νιώθει ενεργοποιεί τα αντισώματά του και κινητοποιεί κάθε μέσο για την απελευθέρωσή του. Ωστόσο, αυτή η διαφυγή δεν είναι πάντα εφικτή και γι’ αυτό το άτομο είναι ευάλωτο σε υποσχέσεις που ευαγγελίζονται μια άλλη «φωτεινή» πραγματικότητα.
 Πάνω στην εσωτερική αυτή ανάγκη εδράζεται η δύναμη της προπαγάνδας που υπόσχεται έναν εύσχημο λόγο – τρόπο «φυγής» από τα αρνητικά βιώματα της κοινωνικής πραγματικότητας. Εξάλλου «δεν είναι τόσο τα γεγονότα που μας θλίβουν, όσο η ψευδής παράσταση που έχουμε γι’ αυτά» (Laupies). Έτσι, οι φορείς της προπαγάνδας με τη βοήθεια της γλώσσας – ρητορικής δομούν μια άλλη πραγματικότητα, αυτή της ψευδαίσθησης και της αυταπάτης. Δέσμιος ο ανασφαλής άνθρωπος της εποχής μας στα απατηλά συνθήματα των προπαγανδιστών, αδυνατεί να διακρίνει τα όρια του αληθινού και του φανταστικού και υποτάσσεται άκριτα στην εξουσία τους.
 Βιώνει, δηλαδή, το άτομο – αντικείμενο της προπαγάνδας ένα σύνολο θετικών συναισθημάτων, αφού ερμηνεύει και εσωτερικεύει την πλαστή πραγματικότητα ως αληθινή. Με αδυνατισμένους τους νοητικούς του μηχανισμούς το άτομο και κάτω από το βάρος αρνητικών συναισθημάτων (άγχος, φόβος, αβεβαιότητα) καθίσταται εύκολο θύμα κάθε υπόσχεσης. Οι ειδικοί της προπαγάνδας χρησιμοποιώντας ειδικό λεξιλόγιο κατασκευάζουν με ψευδείς συλλογισμούς και ατεκμηρίωτα επιχειρήματα μια ανύπαρκτη πραγματικότητα που εκπέμπει ελπίδα και σιγουριά στους απογοητευμένους. Έτσι οι ψευδαισθήσεις εξουσιάζουν το νου του ανθρώπου, καταπραΰνουν τον ψυχικό πόνο και χαρίζουν φρούδες και ανείσπρακτες ελπίδες. «Όσο περισσότερο, όμως, εξουσιάζεται από δυνάμεις έξω από σένα, τόσο περισσότερο εξουσιάζεται απ’ αυτές».(Χάρολντ Σέρμαν)
Ο μαζάνθρωπος
            Ένα άλλο στοιχείο που είναι συνυφασμένο με την προπαγάνδα είναι και το φαινόμενο τηςομοιομορφίας που γεννά ένα νέο τύπο ανθρώπου, το μαζάνθρωπο. Η προπαγάνδα ως μια διαδικασία ενστάλαξης στο νου του ανθρώπου ιδεών, αρχών και πολιτικών απόψεων με στόχο τον επηρεασμό της κοινής γνώμης ρυθμίζει καταλυτικά τη συμπεριφορά της. Μέσα από αφανείς μηχανισμούς και τελειοποιημένα τεχνικά μέσα (εικόνα, ήχο….) το άτομο οδηγείται σε μια πνευματική τύφλωση και πιέζεται να ομοιωθεί προς τους άλλους. Συμμορφώνεται τυφλά προς τις ιδέες που διοχετεύονται, αφού πριν έχουν απενεργοποιηθεί οι αμυντικοί μηχανισμοί της λογικής.
 Το άτομο, δηλαδή, χάνει την αυτοβουλία του και καθίσταται υπηρέτης των υποσυνείδητων δραστηριοτήτων του, τις οποίες οι προπαγανδιστές καθοδηγούν κατά βούληση. Οι πολίτες δεν λειτουργούν πλέον ως πολιτικά υποκείμενα αλλά μεταπίπτουν στην κατάσταση της «μάζας» που χαρακτηρίζεται από την αγελαία συνείδησηκι από την επιθυμία να αναζητά «ηγέτες» και «μεσσίες». Γιατί «Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος, και η δύναμη του λύκου είναι η αγέλη».
 Τα μαζικά άτομα, κάτω από το καθεστώς μιας «υποχρεωτικής ομοιομορφίας» δεν σκέφτονται λογικά, δεν γνωρίζουν τις αποχρώσεις, δεν ανέχονται τον αντίλογο και δεν προάγουν – καλλιεργούν στο εσωτερικό τους τις διαλεκτικές συζητήσεις. Αντιδρούν μανιχαϊστικά. Είναι ετεροκίνητα, εύπιστα, ευμετάβλητα, ασταθή, παρορμητικά και συντηρητικά. Σκύβουν με δουλοπρέπεια μπροστά σε μια ισχυρή εξουσία.
 Το θύμα της προπαγάνδας αισθάνεται σιγουριά μέσα στην «αγέλη» των άλλων, που κι αυτοί έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου.
 Μια διαδικασία, δηλαδή, που ακυρώνει τις ιδιαιτερότητες, διαβρώνει το διαφορετικό και επιβάλλει μια μαζική ταυτότητα.
 Έτσι το μαζικό άτομο, θύμα της προπαγάνδας, πνευματικά ατροφικό και υπεξούσιο, κυριευμένο από ένα αίσθημα ανασφάλειας και ηθικά ετερόνομο, παύει να νιώθει ξεχωριστή οντότητα και βιώνει τις συνέπειες μιας γενικευμένης αλλοτρίωσης.
Ο ανορθολογισμός
 Όταν, λοιπόν, οι πολίτες είναι έκθετοι στους μηχανισμούς της προπαγάνδας κι αδυνατούν να χειριστούν τις ψευδαισθήσεις και τις ανασφάλειές τους, τότε παύουν να λειτουργούν και ως πολίτες με τη ριζική έννοια του όρου. Καθίστανται επιρρεπείς στην κοινωνική ποδηγέτηση, στην πολιτική χαλιναγώγηση και στην ιδεολογική χειραγώγηση.
 Αποστρέφονται την αλήθεια κι αναζητούν διεξόδους στην πραγματικότητα των συνθημάτων των επιτήδειων της προπαγάνδας. Είναι τόσο έντονη η επιθυμία τους να υπερβούν τα καταπιεστικά συναισθήματα που τους κατακυριεύουν, που απορρίπτουν κάθε προσπάθεια ορθής κρίσης. Γι’ αυτούς η αλήθεια είναι ο κίνδυνος που μπορεί να αποδομήσει το «κράτος» των ψευδαισθήσεών τους. Εδώ δικαιώνεται η θέση του Νίτσε «Μερικές φορές οι άνθρωποι δε θέλουν να ακούσουν την αλήθεια, γιατί δε θέλουν να καταστρέψουν τις ψευδαισθήσεις τους».
 
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Όταν, όμως, οι πολίτες συμπεριφέρονται ανορθολογικά και αρέσκονται στη βεβαιότητα – δύναμη της αγέλης, όταν επιλέγουν τη συμμόρφωση από τη διαφωνία και όταν άκριτα καθίστανται οι ιμάντες μιας «συναίνεσης» που έντεχνα προωθούν οι φορείς της προπαγάνδας τότε δεν πλήττεται μόνο το αυτεξούσιό τους αλλά και η δημοκρατία.
 «Στις καταπιεστικές κοινωνίες χρησιμοποιείται η κάνη των όπλων. Στις δημοκρατικές η συναίνεση κατασκευάζεται με την προπαγάνδα» (Τσόμσκι).
 Η διέξοδος βρίσκεται στην ανησυχία, στη διαφορετικότητα και στην αντίσταση σε ό,τι μας υποβιβάζει ως αυτόβουλα όντα. Οι μυλόπετρες της προπαγανδιστικής ομοιομορφίας δεν μπορούν να πολτοποιήσουν την καθαρή σκέψη και την ατομικότητα.  Πηγή:https://mouzakinews.gr