Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.4.20

Ένα ποίημα και ένα διήγημα από τον Τρικαλινό Ετεοκλή [πρώην Γιάννης]

Φίλες και φίλοι καλησπέρα, χρόνια καλά στις εορτάζουσες και τους εορτάζοντες 23 Απριλίου σήμερα και σε τρεις μέρες τα μέλη της Π.Η.Ε.Φ. σε ολόκληρο τον πλανήτη θα γιορτάσουμε και θα τιμήσουμε την ημέρα της φιλίας. Αυτό συμβαίνει κάθε χρόνο στις 26 Απριλίου.
Είναι μια ξεχωριστή μέρα η 26τη Απριλίου για όσες και όσους συμμετέχουν σ' αυτή τη Χρυσή αλυσίδα φιλίας.

Ας έρθω τώρα στην ουσία της σημερινής ανάρτησης, αφορά ένα ποίημα και ένα διήγημα.
Πριν λίγα χρόνια είχα τη χαρά να γνωρίσω έναν ποιητικό νέο, έτυχε να είμαι εκεί την ώρα που ζωγράφιζε!!! 

Με βάση μια δημοτική παραδοσιακή χορογραφία άφησε εκστασιασμένους τους λάτρεις του χορού.
Για όση ώρα ζωγράφιζε με τις διάφορες φιγούρες που έκανε στον καμβά της τέχνης του χορού, όλοι οι παραβρισκόμενοι παρατηρούσαν αυτή την ιεροτελεστία μαγεμένοι.
Ένα μόνο θα σας πω, Παρ' ό,τι κρατούσα στα χέρια μου την κάμερα και θα μπορούσα να έχω καταγράψει όλη την μυσταγωγία δυστυχώς δεν το έκανα γιατί ήμουν τόσο απορροφημένος μ' αυτό που έβλεπα που ξεχάστηκα!!
Από αυτόν τον δεινό χορευτή και υπέροχο άνθρωπο έλαβα χθες βράδυ τα δύο κείμενα της σημερινής ανάρτησης.
Αγαπητέ φίλε Ετεοκλή σ' ευχαριστώ για την παραχώρηση της πνευματικής τροφής, ελπίζουμε πως στο άμεσο μέλλον θα έχουμε τη χαρά και την τιμή να αναρτήσουμε ξανά δικά σου κείμενα.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο δόκιμος Επικούρειος και δόκιμος άνθρωπος Επικούρειος Πέπος.

Tις καθημερινές σκηνές θυμάμαι
Στης Μύρινας το λιμανάκι
Κι από το κάστρο, βλέπω δυο γιαλούς
Της άνοιξης φυσά δροσάτο αεράκι
«Ασμάτων ήχοι έρχονται, ακούς;»
Μόνος μου το ρωτούσα, πώς λυπάμαι!

Μια μέρα, έσβησα δίπλα στο κύμα
Αδειάζοντας μπρούσκο λημνιό κρασί
Κι ο χρόνος της εξόδου μου, γοργα, κυλούσε
Μ’ αγκάλιασε με θλίψη το νησί
Έκανε το φεγγάρι πως μιλούσε
Τόσο ήμουν έρημος, θεέ μου τι κρίμα

Μια νύχτα κόκκινη, κι έναν τέτοιον καιρό
Έπρεπε να’ μαι εγώ κι εκείνη π’ αγαπούσα
Ήθελα μια πραγματική επαφή
«Μα ποια ζητώ;» του φεγγαριού ρωτούσα
«Κάθε παλιάς αγάπης την υφή»
Απάνταγε βουτώντας στ’ αλμυρό νερό

Κι έτσι καθώς τα μάτια μου σχεδόν κλειστά
Απ’ του νυχτιάτικου ήλιου το μανδύα
Τ’ άσμα του φεγγαριού λέγαν τ’ αηδόνια
Κάπου έβριζε κι ο διοικητής το Δία
Και τόσο μ’ έκαιαν της καρδιάς τα χιόνια
Μεσονυχτίς, ρούφηξα του κρασιού στερνή γουλιά


Με σφιχταγκάλιασε όλη η δυτική ακτή
Δε μ’ άφηνε να φύγω, ένα πράγμα
Να κλάψω μ’ ήρθε μα ντρεπόμουν τη σελήνη
«Σε τέτοια χάλια πώς γυρνάς, πίσω, στο τάγμα;»
Ερωτευμένος μ’ ότι μ’ είχε απομείνει
«Ποιο υπόγειο να με κρύψει, ποιά καταπακτή;»

«Τρελάθηκες!» φώναξαν οι φαντάροι
«Τρελάθηκα», είπα  «και τι να κάνω;»
Ερωτευμένος με της λησμονιάς το πλάσμα
«Άμα γλυτώσω απόψε, θε να μην πεθάνω»
Κι έκανε πως μου τραγουδούσε τ’ άσμα
Κι έκανε πως μιλούσε το φεγγάρι.
Ετεοκλής ο νεότερος.

ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ.
Πάντα ήθελα να παίξω ντραμς, αλλά κατέληξα να παίζω κάτι κρουστά χωρίς  ρυθμό, που όμως στ’ αφτιά μου ακούγονταν σα μουσική. Ήταν ένας καιρός, που ξεκίνησα να διαγράφω μια πορεία χωρίς γνωστή κατεύθυνση και κάπου στις αρχές της, πέρασα μέσα από ένα τούνελ, που είχε τόση ησυχία, ώστε κατάφερα ν’ ακούσω τη φωνή μου με το στόμα κλειστό. Αργότερα θα διαπίστωνα ότι ήταν απλώς το πρώτο. Σύντομα, είδα πάλι το φως της μέρας, σ’ ένα καφέ μπροστά στην πλατεία της οδού Μαβίλη 22 , κάτω απ’ το αγαπημένο μου πλυσταριό που διέμενα τότε, στον –κατά παράδοση- όχι ελίτ Βαρδάρη, στη Θεσσαλονίκη, με μια συστάδα από χειρόγραφα στα χέρια, έτοιμος να τα μοιραστώ με όποιον θα έδειχνε το πρώτο ενδιαφέρον. Λίγες εβδομάδες αργότερα, έμεινα καθιστός μπροστά στο τρίποδο τραπεζάκι, περικυκλώνοντάς το με μια παρέα που δεν ξανασυνάντησα έκτοτε, και μοιράστηκα τις ανησυχίες μου με τις δικές τους, ως τη στιγμή που η νηφαλιότητά μας, δε θα κινδύνευε απ’ το κρασί, αλλά από τα όνειρά μας, όχι τόσο αυτά που από καιρό μας βασάνιζαν γλυκά, αλλά πολύ περισσότερο από κείνα που μόλις ανακαλύπταμε, μες στην ιεροτελεστία της περί βοριάδων και χειμάρρων συζήτησης, εν τα βαθιά μιας ξάστερης, θερινής νύχτας, κάτω απ’ τη ρετρό διακόσμηση που στόλιζε το επίσης κι επάξια φιλόδοξο μαγαζάκι.
Έτσι έγινε και, λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι για τα σπίτια μας, άφησα τα χειρόγραφα σε μια φίλη της παρέας, ενώ σε κάτι που έμοιαζε μ ’αντάλλαγμα, δέχτηκα εντελώς αναπάντεχα, μια παλιά γραφομηχανή, δανεικό δώρο από τ’ αγόρι της. Την είχε ανακαλύψει, μου είπε, καθώς μετακομίζανε. Η Έλλη, που δίδασκε στα νιάνιαρα, πως χωρίς κομμένα νύχια, δε θα μπορέσουν να παίξουν το τσέλο κι ο Γιώργος, αγιογράφος, ο οποίος επίσης κάποιον μαθήτευε εκείνη την περίοδο, κάνανε σχέδια χρωματιστά για κοινό βίο. Το επόμενο πρωί, μια φωνή σαν παρατεταμένος κρότος θα περνούσε ανάμεσα από χαραμάδες, ακάλυπτους κι ανελκυστήρες: «Γιάννη σκάσε!». Είχα αρχίσει ήδη να παίζω τα κρουστά μου, ξεσκονίζοντας τα πλήκτρα της κόκκινης “Olivetti Lettera 22” κι αφήνοντας την αδερφή μου στο διπλανό δωμάτιο, να ξεχάσει τι όνειρο είχε δει, πριν ξυπνήσει ακόμα. Την αγνόησα σα μικρό παιδί.
Ήταν μια μέρα τόσο φωτεινή, από κείνες που δε μπορούσα ν’ αντισταθώ στην ανατολή, ξεχνώντας την εξάντληση της άγρυπνης νύχτας, καθώς τρεφόμουν μ’ ενθουσιασμό κι ανάσαινα λέξεις. Ένα ποτήρι με φραπέ, μια «χρυσή κασετίνα», η πρωινή δροσιά στο διαμπερές διαμέρισμα, λίγη μουσική  κι η χαρά (όχι της ζωγραφικής) του να ταιριάζω τις λέξεις σε μιαν ακολουθία, ήταν κάτι παραπάνω από αρκετά, ώστε να επιτύχω μια προσωρινή  απεξάρτηση απ’ την ανάγκη του ύπνου. Ήταν εκείνες οι μέρες, που ανακάλυπτα, θα έλεγα, πόση μαγεία κρύβει το γράψιμο και το συγκεκριμένο πρωινό είχε και κάτι σαν παιχνίδι στο μενού: θα πληκτρολογούσα πάνω στη γραφομηχανή ένα διήγημα (δείγμα γραφής μάλλον) που ακόμα βρίσκονταν στα αρχεία, ως δυνητικό υλικό για κάτι καλύτερο στο μέλλον, σε μια ταυτόχρονη προσπάθεια να βιώσω, μέσα από τη «βουή και τη μανία» της γραφομηχανής, ένα ταξίδι σε ένδοξα παρελθόντα! Είχα ξεχάσει φαίνεται, πως το έδωσα στην Έλλη το προηγούμενο βράδυ και –στιγμιαία- δε χάρηκα ιδιαίτερα, όχι που δεν είχα τα χειρόγραφα, αλλά από κόμπλεξ, ότι ήταν άκρως κακογραμμένα. Αποτελούσαν το πρώτο αποτέλεσμα που προέκυψε, όταν ένα δύσκολο βράδυ αποφάσισα, χωρίς πολλή σκέψη, να γράψω ένα διήγημα. Σίγουρα δεν ήταν ό, τι καλύτερο. Πάντως ο Σίμος, ο μαγαζάτορας, με είχε καθησυχάσει το προηγούμενο βράδυ, λίγο μετά που η Έλλη με ρώτησε αν θα μπορούσε να κρατήσει τα πρώτα μου γραπτά, την ώρα που αποχωρούσαν.
-«Την κέρδισες!», είπε. «Όταν τραβάς την προσοχή μιας μουσικού, σημαίνει πολλά».
Τόση ήταν η πειθώ του, ώστε το είχα πάρει πάνω μου. Άλλωστε, ό, τι είχε να πει ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο, το έλεγε πάντα ξάστερα κι επιπλέον ήταν κι ο ίδιος μουσικός, ο οποίος έπαιζε πιάνο για πάρτη του πια και δημόσια σε ιδιαίτερες στιγμές, καθώς η νύχτα, όπως ο ίδιος υποστήριζε, μετά από ένα σημείο είχε αρχίσει να καταβροχθίζει τη ζωή του. Σε παλιότερη κουβέντα που είχαμε, με αφορμή κάποιον ενοχλητικό πελάτη, ακραίο κι αυστηρό επικριτή, με προέτρεπε με μια πραότητα και κάπως φωναχτά για ν’ ακουστεί:
-«Θα λες τα λάθη σου κι όποιος τ’ αντέχει: έχω κάνει αυτό και το άλλο», έλεγε, «δε θα φοβάσαι κανέναν!».
Ότι είχα κάποιους φόβους, αληθεύει. Κάποιοι άνθρωποι θα μπορούσαν να μου κάνουν τη ζωή αρκετά δύσκολη λογομαχώντας και δεν είχα καμία τέτοια όρεξη, του το δήλωσα. Χαμογέλασε με κατανόηση.
Ήταν ο πρώτος που είχε διαβάσει την πρώτη μου ολοκληρωμένη γραπτή δουλειά κι όταν ετοιμαζόμουν να του ζητήσω σχόλια, με πρόλαβε με μια νότα ειλικρίνειας.
-«Το διάβασα δυο φορές», είπε, «δε θα μπορούσα να σχολιάσω τίποτα, αν δεν το έκανα».
-«Αυτό σημαίνει ότι το’ χω;», απάντησα μ’ ερωτηματικό, «πρώτη φορά κάνω κάτι τόσο διασκεδαστικό και θέλω να ξέρω…».
-«Συνέχισε να το δουλεύεις κι ας μην ξέρεις για την ώρα!», με διέκοψε με το ευγενικό εκείνο χαμόγελο.
Λίγες μέρες αργότερα, κι αφού είχαμε σμίξει δυο παρέες κι η κουβέντα σίγουρα θα έφτανε στα ενδιαφέροντά μας, τον είδα να βγαίνει απ’ το μαγαζί με τις εν λόγω μουτζούρες. Δεν αγχώθηκα. Το άφησα να συμβεί. Είχα αρχίσει να γράφω, γιατί να το έκρυβα; Άλλωστε δεν υποχρέωνα κανέναν να πει τα καλύτερα. Απλώς ήμουν σε μια διαρκή αναζήτηση, γιατί γράφω και που θέλω να φτάσω μ’ όλα αυτά, ερωτήματα στα οποία δεν έχω απαντήσει ακόμα.
-«Θα σε κάνω διάσημο», έλεγε κι έδινε το «σκέφτομαι και γράφω» μου, σε όποιον θεωρούσε κατάλληλο, ως τη μέρα που η Έλλη το κράτησε μαζί της για πάντα.
 Μέχρι τότε, πάντως, το είχανε διαβάσει κάποιοι ακόμα, ώστε στα δέκα εκείνα τετραγωνικά του μαγαζιού, κατέληξα να είμαι γνωστός ως συγγραφέας.

Ήταν κι η Αντιγόνη, μια κοπέλα όμορφη όσο και το όνομά της, η οποία πέρασε απ’ την καθημερινότητα του καφέ για λίγες μέρες κι έπειτα εξαφανίστηκε. Δεν έκανε το ίδιο κι η φήμη της. Με τα λίγα «καλημέρα» και «καλησπέρα» της, διέγειρε τα ενοχλητικά βλέμματα των ανδρών κι αναδίδονταν, ασφυκτικό, το φαινόμενο της καψούρας. Ένα απόγευμα, κάθισε για μια στιγμή  στο τραπέζι μου, ώστε να πάρει λίγο απ’ τον καπνό μου κι εγώ πολλή από την αύρα της.
-«Ευχαριστώ πολύ», είπε, «θα στο χρωστάω» κι έφυγε κατηφορίζοντας για την παραλία.
Δεν της απάντησα. Είχα τρελαθεί μάλλον. Γιατί δεν της πρότεινα να πιεί καφέ μαζί μου;
-«Έχεις ένα ατού πάντως, που ρίχνει τις γυναίκες σαν τον κυνηγό τις πέρδικες», ακούστηκε ο Σίμος την ώρα που ακουμπούσε το φραπέ του στο τραπέζι, σε μια μάταιη προσπάθειά του να μην πιω τον καφέ μου μόνος. «Δεν τα δίνεις όλα κι αυτό τις τρελαίνει, όμως πρόσεχε, κάποια στιγμή πρέπει να το κάνεις», είπε, «μια μέρα θα γράφεις αριστουργήματα μ’ αυτά που έχει να σου δώσει αυτή η γυναίκα».
Δεν του έδωσα σημασία, αλλά τώρα ξέρω πως είχε δίκιο.
Κάποια άλλη φορά, η τύχη με βρήκε μαζί της, πάλι στο ίδιο τραπέζι, με μια κουβέντα που απογείωνε τη γαστρονομία κι εμένα να παινεύω τη σπεσιαλιτέ μου: μακαρονάδα με μύδια σε κόκκινη σάλτσα.
-«Κανόνισε πότε θα δοκιμάσω απ’ τη μακαρονάδα σου», με διέκοψε κάπως προστακτικά, ενώ είχα αρχίσει να μιλώ για γεύσεις ακατάπαυστα, «κι εγώ θα βρω κανένα καλό ροζέ να τη συνοδέψει».
-«Σίγουρα, όμως μετά το καλοκαίρι, γιατί φεύγω σε δυο μέρες», απάντησα χωρίς να ξέρω αν συμφωνούσα με τον εαυτό μου.
-«Περιμένω!», επέμεινε.
Ξεκινούσε κάτι τόσο ωραίο, που σίγουρα θα ευχόμουν κάποτε γι’ αυτό, όμως τώρα το έκανα κομματάκια, όχι γιατί δε γούσταρα, αλλά γιατί είχα κανονίσει από καιρό ένα ταξίδι αναψυχής-μαζί με κάτι σαν εξόρμηση- εξίσου σημαντικό για την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν εκείνη την περίοδο. Ίσως η πιο κατάλληλη γυναίκα, την ακαταλληλότερη, μέχρι τότε, στιγμή. Μπορεί ο πιο ακατάλληλος άντρας για κείνη τη γυναίκα.
Το μέλλον μας θα ήταν άλλες δυο στιγμιαίες συναντήσεις, που δε θα τις ξεχάσω ποτέ: τη μέρα που θα έφευγα και, το βράδυ πριν, όταν χαιρετούσα τους υπόλοιπους στο μαγαζί, καθώς με τη σχολή έφτανα στο τέλος, κι ίσως να μην ξανάβλεπα κανέναν, μιας και θα επέστρεφα μόνο αυθημερόν, ίσα-ίσα για τις τελευταίες μου εξετάσεις. Το ευχόμουν. Ήθελα πολύ να αφήσω αυτή την πόλη και να μην επέστρεφα ξανά, αν ήταν να το κάνω μόνος. Είχα δυο χρόνια που το’ χα διαλύσει με μια μικρή γυναίκα, που με είχε χωρίς να την έχω κάποτε, ώστε τώρα όλο αυτό το έβγαζα πάνω σε μια  οπτασία που με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα που μάλλον δεν είχα εκπαιδευτεί να τ’ αντέξω ακόμα, ώσπου εκείνο το βράδυ, η ζεστασιά της ανάσας της, μου ψιθύρισε προκλητικά στ’ αυτί, λίγο πριν κατηφορίσει ξανά για τη νυχτερινή της έξοδο προς την παραλία.
-«Ξέρεις και γράφεις, όμως δε σε κόβω να ξέρεις να ζεις».
Είχα διαβαστεί κι απ’ αυτήν. Δεν πρόλαβα να της απαντήσω, πως είναι εξίσου μαγικό να γράφεις και για ό, τι δε ζεις. Ήθελα να της το χτυπήσω αντιδρώντας από εγωισμό μάλλον, όμως καλύτερα έτσι, είχε ακράδαντα δίκιο. Άλλο ήταν το κόλλημα: είχα μάθει να τα καταφέρνω τόσο καλά μόνος μου, ώστε εγκλωβίστηκα στην ίδια την ελευθερία μου. Δεν επρόκειτο καν για ατού.
Την επόμενη τ’ απόγευμα κι ενώ βάδιζα προς τη στάση για τα ΚΤΕΛ, κάπως βαριά καθώς κουβαλούσα μαζί μου ολόκληρο το δωμάτιο, τη συνάντησα την ώρα που ανέβαινε για το σπίτι της, το οποίο επίσης άφησε κι η ίδια, λίγες μέρες αργότερα, αντιδρώντας ίσως πιο έγκαιρα σε σχέση με μένα, στην τόση μοναξιά της φτωχής γειτονιάς: είχε ακόμα μισή φοιτητική ζωή μπροστά της.
-«Διακοπές, έ;», με ρώτησε κάπως αμήχανη.
-«Καλοκαιράκι!», απάντησα ανόητα, ανασαίνοντας βαθιά έναν αέρα που δε μου έφτανε και χαζογελώντας για να μη δακρύσω, καθώς κοίταζα τα μάτια της να κοκκινίζουν και να λάμπουν με έναν τρόπο που γινόταν κολλητικός.
-«Κάνεις ό, τι καλύτερο», ψιθύρισε τη στιγμή που αγκαλιαστήκαμε, «να το θυμάσαι» και με μια βιαστική κίνηση πέρασε στα δάχτυλά μου ένα τσιγάρο που είχε στρίψει για τον εαυτό της, πριν τη συναντήσω.
 Έφυγε και την ατένιζα ν’ απομακρύνεται. Γύρισε και με κοίταξε με μια αστεία γκριμάτσα, γνωρίζοντας ότι την κοιτάζω, την ώρα που προσπαθούσα να μαζέψω τη θλιμμένη φάτσα μου.

Τελικά επέστρεψα, μόνος μου πάλι, μια νύχτα μ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι, για να μάθω πως είχε μετακομίσει. Ήμουν έτοιμος να ψάξω για κανένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής και καμιά δουλειά σ’ εφημερίδα, ώστε να μάθω να γράφω και να χαρτζιλικώνομαι μαζί, αποκτώντας κι ένα λόγο για να μη διακόψω την αναβολή της στρατιωτικής μου θητείας ακόμα. Αφού ήταν ήδη τέσσερις το ξημέρωμα κι η παρέα με τη γραφομηχανή είχε αποχωρήσει, έκανα πως βοηθούσα το Σίμο να κλείσει το μαγαζί, την ώρα που μου ξέφυγε μια σκέψη.
-«Μάλλον δε θα γράψω για την Αντιγόνη ποτέ!».
 Με κοίταξε με θυμό, αλλά δε μου τόνισε ξανά, αυτά που κατά τη γνώμη του έκανα λάθος. Άλλωστε, είναι δύσκολο να ορίσεις το λάθος κι όποτε το κάνεις αβίαστα, απλώς κατορθώνεις να το βιώσεις κιόλας. Μόνο με ρώτησε, κάπως ρητορικά, αυτό που με ρωτούσαν όλοι, αν ήταν πραγματικότητα τα συμβάντα του διηγήματος. Περιέγραφα μια κατάσταση, στην οποία κάποιος δε βρίσκει τον τρόπο να εκφράσει αυτά που νοιώθει για κάποια, τη μία και μοναδική φορά που τη συναντά, καθώς τι να της έλεγε, έτσι άγνωστος που της ήταν. Κάνει το λάθος και καταλήγει να τα λέει… μόνος του, αυτός με το υπόλοιπό του, το καλύτερο βράδυ του καλοκαιριού, ώστε παραδέχεται πως θέλει λίγη τρέλα για να συμβεί κάτι αληθινό κι ωραίο και πως είναι προτιμότερο να χάσεις, παρά να μην προσπαθήσεις καν και λοιπές ρητορείες. Του απάντησα πως μοιάζουν σίγουρα προφητικά –δεν ήταν πάντως-. Γελάσαμε.
-«Και τώρα;», τον ρώτησα, από περιέργεια να δω τι συμπέρασμα έβγαζε απ’ όλα αυτά.
-«Συνεχίζεις, βλέπεις και κάνεις», με καληνύχτισε. Κι έτσι έκανα.
Στις δέκα η ώρα το πρωί κι αφού η συγγενική μου συγκάτοικος, μου έκανε τη χάρη να μ’ αφήσει μόνο στο σπίτι, αποφάσισα να γράψω κι άλλα τέτοια δείγματα, ετοιμάζοντας έτσι υλικό για μια πιθανή πρώτη μου δουλειά σε περιοδικό ή εφημερίδα με διηγήματα. Λίγο νωρίτερα, είχα πληκτρολογήσει φασαριόζικα, έτσι δοκιμαστικά, τ’ όνομά μου, με τόσους διαφορετικούς τρόπους, ώστε κατάφερα να τη διώξω για μάθημα. φανταζόμουνα τους λίγους συγγραφείς που είχα διαβάσει ως τότε, να κάθονται μπροστά σε μια “ollivetti lettera 22”, όπως κι εγώ. Η ατμόσφαιρα ήταν πια κατάλληλη, έτσι πέρασα μια καινούρια κόλλα Α4 κι αποφάσισα να γράψω ολόκληρο το πρώτο μου διήγημα προς δημοσίευση, πάνω στη γραφομηχανή, όμως σύντομα σκάλωσα. Δεν είχα ιδέα τι θα έγραφα.
Σκέφτηκα να γράψω για ό, τι θα περνούσε πρώτο απ’ το μυαλό μου:  μια ανάμνηση απ’ τα δέκα, τότε που μάθαινα ματαίως την προπαίδεια, όταν έγραφα για μια φάρμα που ως δια μαγείας κάθε μέρα τα δυο άλογα γεννούσαν άλλα δύο και την τρίτη μέρα ήταν οχτώ και πάει λέγοντας. Οι σκέψεις όμως δεν έρχονται ποτέ σ’ ακολουθία, μα κουβάρια. Θυμήθηκα τις επισκέψεις που κάναμε οικογενειακώς στο διακοσμημένο σπίτι μιας θείας και πως απ’ όλα τα αντικείμενα, τη προσοχή μου τραβούσε μια άσπρο-μπλε, όχι επαγγελματική, γραφομηχανή, στο δωμάτιο της ξαδέρφης μου.
Άργησα κάπως ν’ αρχίσω το γράψιμο, καθώς έμεινα να σκέφτομαι πόσο πιθανό θα ήταν γράφοντας, να κάνω την ιδέα που πάντα είχα, για μια ζωή σε φάρμα, τόσο μακρινή σαν το Θιβέτ, κι αυτό το όνειρο για ταξίδι, ακόμα πιο άπιαστο. Σκέφτηκα τα λόγια της Αντιγόνης κι ένοιωσα, κάπως πρόωρα, τη μοναξιά του συγγραφέα. Σύντομα σταμάτησα, θα την ψώνιζα αν συνέχιζα έτσι. Κι ύστερα ήρθαν οι σκέψεις αντίδοτα, ότι κι αν έκανα αλλιώς, τώρα πια θα ένοιωθα τη μοναξιά της εσωστρέφειας. Άλλωστε δεν υπέγραψα και κάνα συμβόλαιο για το μέλλον! Δοκίμασα να δω τι δεν ήθελα να γράψω, μήπως και βοηθούσε, όμως είχε ήδη μεσημεριάσει, κι είχα ξεμείνει από τσιγάρα κι έτσι ασυναίσθητα, μιας και δεν έβλεπα να ξεκολλάω, πάτησα έναν τίτλο με κεφαλαία ελληνικά κι ύστερα κατέβηκα ως το περίπτερο. Θα το συνέχιζα μετά κι όπου έβγαζε. Τι θα συνέχιζα, τον τίτλο;

Αρκετούς μήνες μετά κι αφού τελικά δε γλύτωσε η θητεία από μένα, ετοιμαζόμουν για συνάντηση με την αρχισυντάκτρια ενός lifestyle περιοδικού. Περίμενα από πολύ νωρίς στο χολ έξω απ’ το γραφείο της. Μετά από αρκετή ώρα μπήκε -τρέχοντας-, με μια αγκαλιά από έντυπα απειλούμενα από μια χάρτινη κούπα γεμάτη με καφέ, κοιτάχτηκε με μια συντάκτρια συνάδελφό της μ’ αυτόν τον γυναικείο τρόπο που προδίδει ότι δυο γυναίκες κάτι σου «μαγειρεύουν» και λίγο πριν μπει στο γραφείο της, με πλησίασε με ύφος. Πρέπει να ήταν τριάντα πέντε με σαράντα χρονών και σίγουρα παντρεμένη με παιδιά, όλα πάνω της το μαρτυρούσαν, χύμα αντί στη τρίχα, χωρίς πολλά φτιασιδώματα και περισσότερο, δε θα την πρόδιδαν άλλα γνωρίσματα, παρά οι διάσπαρτες μικροσκοπικές κηλίδες σάλτσας, ενός δείπνου που έπρεπε να είναι έτοιμο απ’ το πρωί, πριν τη δουλειά.
Αφού γλύτωσα απ’ τον καυτό καφέ της κι εκείνη ξελαχάνιασε, μου πέταξε δυο κουβέντες, που χρειάστηκα λίγο μέλλον, ώστε να καταλάβω που το πήγαινε.
-«Προσπαθείς να μου πεις κάτι;», με ρώτησε κάπως ηλεκτρισμένα.
Πριν από δυο μέρες είχα αφήσει κάποια δείγματα από τη δουλειά μου, στη γραμματέα της.
-«Μ’ ενδιαφέρει να γράφω, εβδομαδιαίως, διηγήματα σε μια στήλη, ώστε…»
-«Εννοώ το «ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ», είναι πραγματικότητα;», με διέκοψε.
-«Τι σημασία έχει, θα μπορούσε τόσο να είναι, όσο και να μην είναι», της απάντησα κι εκείνη έφυγε για μέσα, χαζογελώντας που με ψάρωσε, σα στο στρατό.
Σε δυο λεπτά το ίδιο θα έκανε κι η συνεργός στο χιούμορ της, ενώ με κοίταζε με τον «σε τσακώσαμε μπαγάσα» τρόπο της.
-«Η κυρία Αντιγόνη είναι έτοιμη να σας δεχτεί».
-«Η κυρία…;», γέλασα. Επιτέλους αποκάλυψη!
Τι μπορούσε να τη νοιάζει αν η γραφομηχανή ήταν “lettera 22”, ή αν το καφέ βρισκόταν στη Μαβίλη 22, ή πως όταν προέκυψε εκείνο το πρωτόλειο διήγημα, είχα μόλις κλείσει τα 22; Αυτή είναι η μαγεία, να γράφεις για μια Αντιγόνη ενώ το απέφευγες, και τώρα να θες να τεντωθείς στα γέλια, όταν η κατά πολύ μεγαλύτερή σου, παντρεμένη με παιδιά κι ομώνυμη συντάκτρια, σ’ αφήνει να νομίζεις πως έπεσες θύμα τέτοιας παρεξήγησης! Κι η συνάδελφος «όλα τα λεφτά»! Προλαβαίνω ακόμα να φύγω! Ή μήπως όχι;

-Κι ο χρόνος περνά, η ζωή είναι τόσο ωραία που δεν την χορταίνω μερικές φορές και παραληρώ με τα χέρια μου πάνω στη “lettera”, σα σε μια προσπάθεια να προλάβω να αποτυπώσω την ύπαρξή μου, ή να με προκαλέσω να τη ζήσω.-

Και δεν ξέρω τελικά αν είναι πιο έντονα τα γεγονότα ή η εξιστόρησή τους. Δεν έμαθα ακόμα αν οι συγκινήσεις είναι πιότερες στη διήγηση ή στο σκέτο βίο. Όμως σήμερα, ένα ζευγάρι ωραίοι άνθρωποι μειώνουν τα έξοδά τους, πολλαπλασιάζοντας τον έρωτά τους, στο κοινό για πρώτη φορά σπίτι τους. Ένας μουσικός ομορφαίνει τη γωνιά μιας ερημωμένης, από την… κρίση, γειτονιάς, γεμίζοντάς την ξανά με κόσμο και φυτά στα παρτέρια που από καιρό ο δήμος εγκατέλειψε. Μια μικρή φοιτήτρια επιλέγει έγκαιρα να ζήσει τη ζωή της και συμβουλεύει κάποιον άλλον για το που βαδίζει. Κι αυτός δεν την αγνοεί πέρα ως πέρα, όμως για την ώρα συνεχίζει για κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιος, αλλά που όταν το κάνει, καταφέρνει και νοιώθει λιγότερο αβέβαιος, γιατί ανακαλύπτει μικρά σημάδια που ομορφαίνουν τη ζωή και την Α4 κόλλα του, πάνω στη γραφομηχανή. Τα 22αρια πάντως, ήταν πραγματικότητα. Ή όχι;
Ετεοκλής ο νεότερος.

Η ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Parallaxi Magazine, free press της Θεσσαλονίκης, 2014.

17.4.20

«Ο ΘΆΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΘΕΏΝ» (ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΌΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΌΣ) του Ηλία Γιαννακόπουλου.


«Οι Φρύγες, επίσης, που πίστευαν ότι ο Θεός κοιμάται τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι είναι ξυπνητός….», Πλούταρχος, Ηθικά.


Ο πρωτόγονος άνθρωπος βρέθηκε μπροστά σε δυο πραγματικότητες απέναντι στις οποίες ένιωσε αδύναμος βιολογικά. Αυτές ήταν το φυσικό περιβάλλον και ο Θάνατος. Ως προς το φυσικό περιβάλλον ένιωσε άμεσα εξαρτημένος, αφού αυτό αποτελούσε (εί) πηγή της βιολογικής του συντήρησης και επιβίωσης. Απέναντι στις φυσικές δυνάμεις (βροχή, σεισμός, εναλλαγή εποχών…) ήταν άοπλος και εκτεθειμένος στη μη προβλεψιμότητά τους.

 Ο θάνατος για τον πρωτόγονο στο βαθμό που ταυτίστηκε με τη βιολογική περατότητά του συνιστούσε τον απόλυτο φόβο και απέκτησε ένα μυστηριακό χαρακτήρα που ακόμη και σήμερα η επιστήμη – φιλοσοφία δεν απάντησε στο ερώτημα «γιατί πεθαίνουμε».

 Έτσι τις δυο αυτές πραγματικότητες (φυσικό περιβάλλον – θάνατος) σε μια ύστερη φάση τις αναγνώρισε ως νομοτέλεια και αναγκαιότητα. Ωστόσο αυτή η αναγνώριση δεν σήμανε και μια τυφλή παραίτηση ή αποδοχή αλλά το πρώτο βήμα για να τις ερμηνεύσει και να τις υπερβεί. Απώτατος στόχος να νιώσει ελεύθερος και ασφαλής «Ελευθερία είναι η αποδοχή της αναγκαιότητας» (Έγελος).

Η θεοποίηση της φύσης

 Όσο κι αν η θέση του Hegel συνιστά οξύμωρο σχήμα δεν παύει να υποδηλώνει την αγωνία του ανθρώπου να επιβιώσει (βιολογικά – πνευματικά – ηθικά…) μέσα από τις επιταγές μιας αδήριτης αναγκαιότητας. Προς το σκοπό αυτό θεοποίησε τις φυσικές δυνάμεις ως μια μορφή άμυνας απέναντι στη «δύναμή» τους.


 Ο Ουρανός και η Γαία (γη) αποτέλεσαν το πρώτο δίδυμο των θεών. Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλες θεοποιήσεις σε μια προσπάθεια να κατανοήσει την αναγκαιότητα της δύναμης της φύσης και να συμφιλιωθεί μαζί της. Κι αυτό γιατί αυτή για τον άνθρωπο ήταν ο μέγιστος «χορηγός» και «διδάσκαλος». Η δικαιοσύνη, το μέτρο, η κοσμιότητα και η αρμονία αποτελούσαν τα βασικά στοιχεία της ύπαρξής της.

  Έτσι η φύση δεν άργησε να αποτελέσει αντικείμενο λατρείας μέσα από τη δημιουργία της θρησκείας και των διαφόρων θεοτήτων που αντιπροσώπευαν βασικές εκφράσεις του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και των ανθρώπινων αναγκών. Η Δήμητρα, η Άρτεμις, ο Διόνυσος, οι Νύμφες, οι Ναϊάδες, οι Ορεστιάδες, οι Δρυάδες και οι Νηρηίδες αποτελούσαν αντικείμενο λατρείας και θεοποίησης. Όλες αυτές οι θεότητες δεν ήταν κάτι απόκοσμο αλλά στοιχείο της καθημερινότητας των ανθρώπων.

 Έτσι μέσα από τη θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων ο άνθρωπος συμφιλιώθηκε και με την ιδέα του θανάτου προσδίδοντας στους ανθρωπόμορφους θεούς του το στοιχείο της αθανασίας. Οι θεοί πάσχουν, υποφέρουν, πονούν αλλά δεν πεθαίνουν. Κι αν αυτό συμβεί, είναι προσωρινό γιατί πάντα ακολουθεί η ανάστασή τους. Επομένως το σχήμα Ζωή – Θάνατος – Ανάσταση είναι κοινός τόπος όχι μόνο της Ελληνικής μυθολογίας – θρησκείας αλλά και πολλών άλλων θρησκειών.

Το παράλογο του θανάτου των Θεών

Αυτό καταδεικνύει πως τα δυο κομβικά στοιχεία του χριστιανισμού η Σταύρωση και η Ανάσταση έλκουν την καταγωγή τους τόσο από την αρχαία μυθολογία αλλά κι από τους μύθους – θρησκείες άλλων λαών, με τις αναγκαίες κάθε φορά παραλλαγές. Ωστόσο το βασικό μοτίβο – σχήμα ο Θάνατος – η Ανάσταση του θεού παραμένει ως μια εκδήλωση της ανθρώπινης – διαχρονικής και επίμονης – επιθυμίας αλλά και αγωνίας του ανθρώπου να συγκρουστεί με το παράλογο «absurdum» του θανάτου και της ανάστασης.


  Εξάλλου ο πρωτόγονος – αλλά και ο σύγχρονος – άνθρωπος αυτό που βιώνει εκατομμύρια χρόνια είναι ο κύκλος της φυσικής λειτουργίας μέσα από τις εποχές και κυρίως το χειμώνα και το καλοκαίρι (η ακαρπία – η φθορά vs βλάστηση – ευφορία – αναγέννηση της φύσης). Δίπλα σε αυτά το Πένθος και η Χαρά κυριαρχούν ως ανθρώπινα συναισθήματα και συγκροτούν το πλαίσιο ζωής του θνητού ανθρώπου.

  Η αλλαγή, λοιπόν, των εποχών, η γονιμότητα και η ακαρπία, η βλάστηση και η «ύπνωση» της φύσης υφαίνουν τον ιστό πολλών μύθων και θρησκευτικών δοξασιών ή λατρειών σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξάλλου, γρήγορα οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πως ο κυκλικός χρόνος (γέννηση – θάνατος – αναγέννηση) συνιστά το θεμέλιο της κοσμικής τάξης. Αυτή η κοσμική τάξη αποτέλεσε το βάθρο πάνω στο οποίο η ανθρωπότητα οικοδόμησε το ηθικό και κοινωνικοπολιτικό σύστημα αλλά και τις προοπτικές για μια ζωή με πνευματικότητα και συναισθηματική πληρότητα.

 «Αυτό που σήμερα αποκαλείται Χριστιανική θρησκεία, υπήρχε ήδη ανάμεσα στους αρχαίους και δεν έλειπε και στις απαρχές της ανθρώπινης φυλής. Όταν ο Χριστός εμφανίστηκε ένσαρκος, η αληθινή θρησκεία, που ήδη υπήρχε, έλαβε την ονομασία Χριστιανική» (Άγιος Αυγουστίνος).

Διανύοντας, λοιπόν τη Μεγάλη Εβδομάδα και τα Πάθη του Χριστού και προσδοκώντας την Ανάσταση αναγκαία κρίνεται η αναφορά σε εκείνες τις θεϊκές οντότητες που γεννήθηκαν ως θνητές, υπέφεραν, πέθαναν και αναστήθηκαν. Το πρότυπο του Θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται επαναλαμβάνεται διαρκώς σε διαφορετικά πολιτισμικά και θρησκευτικά περιβάλλοντα.

Θρησκευτικός συγκρητισμός

Παρόλες τις διαφορές οι αρχαίες παγανιστικές θρησκείες και ο χριστιανισμός μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός αποτέλεσε μια πραγματικότητα ενισχύοντας ή και διευκολύνοντας τις πνευματικές – πολιτιστικές προσαρμογές «με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» (Κ. Καβάφης).


Μπορεί η «Ανάσταση του Ιησού» να συνιστά την απόλυτη απόδειξη για τη θεϊκή φύση του Χριστού, ωστόσο η ιστορική αλήθεια έχει τις ρίζες της και σε άλλες αρχαίες θρησκείες που πίστευαν σε θεούς που πέθαιναν και ανασταίνονταν. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο ο Χριστιανισμός που θεμελιώνει την πίστη πάνω στην Ανάσταση «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών» (Απόστολος Παύλος, Επιστολή Α προς Κορινθίους, ιε, 17), αλλά και πολλές άλλες θρησκείες περιλαμβάνουν στις λατρευτικές τους εκδηλώσεις το στοιχείο της Ανάστασης.

 Μια αδρομερής καταγραφή του μοντέλου «ο θάνατος και η ανάσταση του θεού» θα ήταν ωφέλιμη για την κατανόηση του θρησκευτικού συγκρητισμού και τη γονιμοποιό δύναμή του στην αλληλοκατανόηση και ειρηνική συνύπαρξη Θρησκειών και λαών. Η λεπτομερής καταγραφή υπερβαίνει το σκοπό του παρόντος άρθρου.

 Ο Άδωνις (σημιτικός θεός που έγινε αποδεκτός κι από τους Έλληνες), ο θρακικός Διόνυσος (ο επανομαζόμενος και Ζαγρεύς), ο Αιγύπτιος Όσιρις, ο Ινδός Κρίσνα, ο Μίθρα (Πέρσης θεός), ο Ταμούζ (Ασσυροβαβυλώνιος θεός), ο Άττις (Φρυγία), ο Όντιν (σκανδιναβική θεότητα), ο Κετζαλκόατλ (Κεντρική Αμερική), ο Υάκινθος, η Περσεφόνη είναι μερικά παραδείγματα που πιστοποιούν τις διάφορες παραλλαγές του αναστημένου θεού.

Εις τα καθ’ ημάς δέσποζε ο μύθος της Δήμητρας – Περσεφόνης και τα Αδώνεια, όπως βέβαια και Βακχικές τελετές ή του Διόνυσου. Ειδικότερα ο μύθος της Δήμητρας – Περσεφόνης συμβόλιζε την εναλλαγή των εποχών με ευθεία αναφορά στο φαινόμενο του σπόρου που περιμένει υπομονετικά να έρθει η άνοιξη για να αναπτυχθεί και να καρπίσει.

Ημίθεοι

Οι Αδώνιες τελετές παραπέμπουν στις αντίστοιχες του Χριστιανικού Πάσχα, με την αναπαράσταση του θανάτου και της ανάστασης του Άδωνι. Η πρώτη ημέρα των «Αδώνειων μυστηρίων» λεγόταν «αφανισμός» και ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του θεού. Η δεύτερη μέρα λεγόταν «εύρεσις» και αντιστοιχούσε με τη δική μας Ανάσταση (ημέρα χαράς και αγαλλίασης).


Επιμύθιο

Παρακολουθώντας τα δρώμενα σε θεολογικό επίπεδο διαπιστώνουμε ομοιότητες και επαναλήψεις αρχαίων Ελληνικών συμβόλων στον Χριστιανισμό. Εξάλλου οι μορφές του Προμηθέα και Χριστού βαδίζουν παράλληλα, αφού και οι δυο πάσχουν για τον άνθρωπο.

Όσα, λοιπόν, αντίκεινται στους φυσικούς νόμους, στην ανθρώπινη εμπειρία και στον επιστημονικό ορθολογισμό μπορεί να μας τρομάζουν αλλά είναι η άλλη – η αθέατη πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι οι πολλαπλές εκδοχές του ανθρώπινου πνεύματος και του πολιτισμού, τον οποίο πρέπει να εξετάζουμε στην ολότητά του και στη διαχρονικότητά του. Έτσι κατανοούμε καλύτερα το παρελθόν, συνειδητοποιούμε τη θέση μας στο παρόν και αισιοδοξούμε για το μέλλον.

«Όποιος έχει στα χέρια του τον πολιτισμό, έχει στα χέρια του τον κόσμο» (Καντ).

13.4.20

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΕΣΣΙΑ του συγγραφέα κ.ο.μ. Ηλία Γιαννακόπουλου.

«Η ιστορία δεν καθορίζεται τελικά παρά μόνο από την καθοριστική δράση του ανθρώπου»

Οι ύμνοι της Κυριακής των Βαΐων και οι ήχοι της μουσικής του Χαίντελ από το έργο «Ο Μεσσίας» ανασύρουν άθελά μας σκέψεις και συναισθήματα που συνειρμικά παραπέμπουν στο φαινόμενο του Μεσσιανισμού. Αρωγός στους παραπάνω ύμνους και ήχους έρχεται και η εποχή μας που χαρακτηρίζεται από φαινόμενα αταξίας, αβεβαιότητας και ριζικών αναδιαρθρώσεων και ανακατατάξεων. Όλα αυτά γεννούν σε άτομα, κοινωνίες, λαούς και έθνη αισθήματα ανασφάλειας για το παρόν και το μέλλον και εμποδίζουν την ορθολογική ερμηνεία της πραγματικότητας και την ψύχραιμη αντιμετώπιση των προβλημάτων. Αυτή, λοιπόν, η εξωτερική πραγματικότητα σε συνδυασμό με την ψυχολογία των ανθρώπων συνθέτουν τους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες που επωάζουν – συντηρούν το φαινόμενο του Μεσσιανισμού.


Κριτήριο αξιολόγησης ενός ατόμου, μιας κοινωνίας, ενός λαού ή Έθνους συνιστά ο τρόπος αντίδρασης απέναντι στα σοβαρά προβλήματα, στα αδιέξοδα και στις πολυποίκιλες κρίσεις. Αναντίρρητα η αγωνιστικότητα, η ανάληψη πρωτοβουλιών και ο υψηλός βαθμός αυτοεκτίμησης – αυτοπεποίθησης χαρακτηρίζουν εκείνα τα άτομα ή λαούς που αναζητούν διέξοδο και λύσεις όχι σε κάποια υπερβατική δύναμη ή πρόσωπο αλλά στη δική τους δράση. Ωστόσο υπάρχουν στιγμές που ένας Θεός, ένα πρόσωπο (πολιτικός, στρατηγός…) ή μια ιδεολογία προβάλλει ως «υπόσχεση» ή προσδοκία για επίλυση των προβλημάτων (ατομικών – εθνικών). Σε αυτό το πλαίσιο συναθροίζονται όλα τα στοιχεία που συνυφαίνουν το φαινόμενο του Μεσσιανισμού. Αυτός ως φαινόμενο βαδίζει παράλληλα με τον άνθρωπο και την ιστορία των Εθνών.

Η ερμηνεία του μεσσιανισμού

Το φαινόμενο του Μεσσιανισμού – όχι μόνο στη θρησκευτική του έκφραση – απασχόλησε πολλούς μελετητές της ανθρώπινης ψυχολογίας αλλά και της ψυχολογίας του όχλου (κοινωνιοψυχολογία). Για το μεσσιανισμό και τις παράλληλες ανθρώπινες συμπεριφορές ο Έριχ Φρομ επισημαίνει: «Η εκμηδένιση του ατομικού εγώ και η προσπάθεια να υπερνικηθεί με αυτόν τον τρόπο το ανυπόφορο αίσθημα της αδυναμίας, είναι μια μόνο πλευρά των μαζοχιστικών τάσεων. Η άλλη πλευρά είναι η προσπάθεια του ατόμου να αποτελέσει μέρος ενός ευρύτερου και ισχυρότερου συνόλου έξω από τον εαυτό του, να διαλυθεί και να συμμετέχει σε αυτό. Τη δύναμη αυτή  μπορεί να αναζητήσει σε ένα πρόσωπο, σε ένα θεσμό, στο Θεό, στο Έθνος, στη συνείδηση ή σε ένα φυσικό  καταναγκασμό. Με το να γίνει μέρος μιας δύναμης που τη θεωρεί αδιατάραχτη, πανίσχυρη, αιώνια και ένδοξη συμμερίζεται τη δύναμη και τη δόξα της, παραδίδει το ατομικό του εγώ και απαρνείται κάθε δύναμη και υπερηφάνεια που συνδέεται με αυτό, χάνει την ακεραιότητά του σαν άτομο και εγκαταλείπει την ελευθερία. Εξασφαλίζει, όμως, μια νέου είδους σιγουριά και μια νέα υπερηφάνεια, συμμετέχοντας στη δύναμη μέσα στην οποία διαλύθηκε. Εξασφαλίζει, επίσης, βεβαιότητα για να αντιμετωπίσει το βασανιστήριο της αμφιβολίας».

Συνεχίζοντας ο Γερμανός διανοητής τονίζει πως «το πρόσωπο απαλλάσσεται από την αμφιβολία του ποιο είναι το νόημα της ζωής του και ποιος είναι «αυτός». Στα ερωτήματα αυτά δίνει απαντήσεις η σχέση του προς την εξουσία στην έχει προσκολληθεί. Το νόημα της ζωής του και η  ταυτότητά του καθορίζονται από το ευρύτερο σύνολο μέσα στο οποίο έχει διαλυθεί». Όλα αυτά, επομένως, τρέφουν και οξύνουν προφητείες και όνειρα με έντονα σωτηριολογικό χαρακτήρα. Όσο κι αν ο μεσσιανισμός καταγράφεται ως μια αρνητική στάση ζωής πολλές φορές λειτούργησε θεραπευτικά στην ψυχολογία του απλού ανθρώπου, αφύπνισε τις μάζες και πυροδότησε τη λαϊκή οργή και δυσαρέσκεια.

Αναγκαία, όμως, κρίνεται η παρακολούθηση της ιστορικής διαδρομής του Μεσσιανισμού αλλά και η καταγραφή των διαφόρων μορφών που αυτός έλαβε. Ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από την Εβραϊκή λέξη Μεσσίας και σημαίνει Σωτήρας. Παραπέμπει στην πίστη, στην ύπαρξη ενός Σωτήρα ή στην προσδοκία της έλευσης ενός Λυτρωτή. Αν και ως φαινόμενο ταυτίστηκε με τη θρησκεία και ιδιαίτερα με τις ανατολικές θρησκείες γρήγορα εξαπλώθηκε ως ψυχολογική αντίδραση και συμπεριφορά και σε άλλους χώρους.

Οι μορφές του μεσσιανισμού

Ειδικότερα οι μορφές του Μεσσιανισμού είναι:


α. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ: Η πίστη στην ύπαρξη ενός Θεού μεσσία που η έλευσή του θα σώσει τους πιστούς. Μεσσιανικές αντιλήψεις εκφράστηκαν σε όλες τις θρησκείες: Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός, Ισλαμισμός. Η μορφή αυτή του μεσσιανισμού συνοδεύτηκε κι από ανάλογες λατρευτικές εκδηλώσεις.

β. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ – ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ: Στο χώρο αυτό προβλήθηκαν ή λατρεύτηκαν πολιτικά πρόσωπα ως μεσσίες – σωτήρες σε λαούς με έντονα οικονομικά, κοινωνικά, ψυχολογικά ή και εθνικά προβλήματα. Επίσης, ιδεολογίες κοινωνικο – πολιτικές εμπεριείχαν στοιχεία μεσσιανισμού παρασέρνοντας τις μάζες σε μια άκριτη αποδοχή. Κορυφαίο παράδειγμα τέτοιας μορφής μεσσιανισμού η κομμουνιστική θεωρία που θεμελιώθηκε πάνω στη βάση της Μαρξιστικής Σκέψης. Ανάλογα φαινόμενα μεσσιανικών προσδοκιών καταγράφηκαν και στην ιδεολογία του Ναζισμού και του Φασισμού.


γ. ΕΘΝΙΚΟΣ – ΙΣΤΙΚΟΣ ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ: Πολλά Έθνη έκτισαν μύθους για να αιτιολογήσουν – δικαιολογήσουν την κυριαρχία του εις βάρος άλλων εθνών. Οι μύθοι αυτοί αποτέλεσαν κίνητρο ψυχολογικό για λαούς που υπεράσπισαν με τυφλό πάθος την ιδέα για την ανωτερότητα – καθαρότητα του Έθνους τους. Δίπλα στον Εθνικό μεσσιανισμό γεννήθηκε και ο Ρατσιστικός μεσσιανισμός (αν και είναι δύσκολος ο διαχωρισμός τους) που πρόβαλε με έμφαση την ανωτερότητα μιας φυλής έναντι των άλλων. Αντιπρόσωπος του Ρατσιστικού μεσσιανισμού ο Γερμανός Χιούστον Τσάμπερλεν που υποστήριζε την υπεροχή  της Αρείας Φυλής και του γερμανικού στοιχείου έναντι των άλλων. Το ρατσιστικό αυτό ιδεολόγημα οδήγησε εκατομμύρια Εβραίους στην εξόντωση. Απότοκα φαινόμενα αυτής της μορφής μεσσιανισμού ο ναζισμός, ο σιωνισμός, τα αποικιοκρατικά ρεύματα (Ισπανοί, Πορτογάλοι) και κάποια εθνικιστικά κινήματα του 20ού αιώνα.

δ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ: Η εκρηκτική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας τρέφει τη νέα αυτή μορφή του μεσσιανισμού. Οι άνθρωποι επενδύουν τις ελπίδες τους στις δυνατότητες της τεχνολογίας για πραγμάτωση όλων των επιθυμιών τους. Εδώ ο Μεσσίας δεν είναι κάποιο πρόσωπο αλλά ένα ανθρώπινο δημιούργημα, η τεχνολογία. Προνομιακό χώρο σε αυτόν τον τομέα κατέχει η Γενετική αλλά και οι Η/Υ. Όλοι προσδοκούν στη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου, του «μετανθρώπου».


Στις παραπάνω μορφές μεσσιανισμού μπορεί να προστεθεί και ο Φονταμενταλισμός. Αυτός το ιδιαίτερο είδος – sui generis – του μεσσιανισμού σημαίνει την απόλυτη και κατά γράμμα προσήλωση στα θεμελιώδη δόγματα μιας θρησκείας, όπως αυτά ορίζονται στα ιερά κείμενα. Οι Φονταμενταλιστές πιστεύουν ότι οι λέξεις του ιερού βιβλίου της θρησκείας τους αντιπροσωπεύουν την απόλυτη αλήθεια και ότι αυτές πρέπει να ερμηνεύονται μόνο κυριολεκτικά. Για τους φονταμενταλιστές η σωτηρία του ατόμου και των λαών πηγάζει από την πιστή τήρηση όσων επιτάσσουν τα ιερά κείμενα.

Η στάση μας

Με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται ο μεσσιανισμός οι συνέπειές του τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο είναι εμφανείς και ανησυχητικές. Κυριαρχεί ο ανορθολογισμός, το άτομο αδυνατεί να αυτοπροσδιοριστεί ψυχολογικά, το πλήθος χειραγωγείται και ακολουθεί τυφλά τους κανόνες της «αγέλης». Ανθοφορεί η προσωπολατρία και η μοιρολατρία. Οι κοινωνίες διαποτίζονται από ιδεοληψίες και αναζητούν τη «φαντασιακή διαφυγή» μέσα από τη λατρεία του Μεσσία.


Η αντιμετώπιση, λοιπόν, του Μεσσιανισμού και η εξάλειψη των παρενεργειών του προϋποθέτουν σε ατομικό επίπεδο έναν υψηλό βαθμό αυτογνωσίας κα αυτοπεποίθησης. Σε συλλογικό επίπεδο αναγκαία κρίνεται η συνειδητοποίησή πως η πορεία ενός λαού προδιαγράφεται και καθορίζεται μόνο από τη δική του δράση. Οι «σωτήρες» είναι κατασκευάσματα της ανασφάλειας και της πνευματικής έκπτωσης ατόμων και λαών. Μόνο όσοι αισθάνονται δυνατοί και σίγουροι για τον εαυτό τους μπορούν να διαβούν τα δύσβατα μονοπάτια της ιστορίας.

«Η ιδέα ενός ιστορικού νόμου, εγγυητή μιας ιδανικής κοινωνίας, είναι ιδέα άγνωστη στους Έλληνες, όπως άγνωστος είναι ο μεσσιανισμός ή η δυνατότητα εξωκοσμικής φυγής. Η θεώρηση αυτή εμπνέει μια στάση, σύμφωνα με την οποία ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει εδώ» (Καστοριάδης).

Πηγή:iliasgiannakopoulos.blogspot.

Η προσωπική μαρτυρία του Έλληνα που γλίτωσε απ’ τα γερμανικά πολυβόλα. Αλήθεια όλα αυτά τα γνωρίζουν οι σημερινοί Γερμανοί;

Γλύτωσε από τις φυλακές της GESTAPO, τις φυλακές του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκης και το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο
Στάϊν της Αυστρίας. Έθαψε 700 από τους συντρόφους του που εκτέλεσαν τα SS στο μακελειό της 6ης Απριλίου 1945. Ο ίδιος επέζησε πέφτοντας κάτω λίγο πριν ακουστεί το κροτάλισμα του πολυβόλου. Και χτες «έχω τα μυαλά μου τετρακόσια…» δήλωσε και γιόρτασε τα 100α του γενέθλια.
Στη Σκάλα των Μυστεγνών με τους φίλους του, του «Φίλους της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής δημιουργίας», που οργάνωσαν τη γιορτή, τις κόρες του στην Αυστραλία να συμμετέχουν μέσω τηλεδιάσκεψης, εκπρόσωπο του χωριού του, το Σκαλοχώρι, και των ανθρώπων του.
Ένας Μυτιληνιός αυτόπτης μάρτυρας της ναζιστικής θηριωδίας, της θηριωδίας του πολέμου είναι ο μπάρμπα Γιάννης, ο Γιάννης Καραγεωργίου. Και το να τον ακούς να διηγιέται την ιστορία του σε καθηλώνει.
Τον Απρίλιο του 1942, ο Γιάννης Καραγεωργίου με τον αδελφό του Λάμπρο και με άλλους 18 νέους από το βορειοδυτικό τμήμα του νησιού αποφασίζουν να διαφύγουν και να πάνε στη Μέση Ανατολή για να πολεμήσουν τον Άξονα. Στο εκκλησάκι του Αγίου Φωκά, όπου έψαχναν μέσο για να αναχωρήσουν, συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς και μεταφέρονται στις φυλακές της GESTAPO στη Σουράδα της πόλης.
Μια επιστολή στα πράγματα ενός από τους συλληφθέντες που απευθύνεται σε αξιωματικό που υπηρετεί στη Μέση Ανατολή αποτελεί το υλικό στη βάση του οποίου οι 20 νέοι καταδικάζονται σε πενταετή φυλάκιση. Οδηγούνται στις φυλακές – στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, όπου δυο χάνουν τη ζωή τους από τις κακουχίες. Τον Απρίλιο του 1944 μεταφέρονται σε φυλακές – κάτεργα στο Στάιν της Αυστρίας. Λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας, τα SS εκτελούν 800 κρατούμενους των φυλακών. Ανάμεσα τους και τέσσερις από τους 18 Μυτιληνιούς. Τελευταία στιγμή ο Γιάννης Καραγεωργίου γλυτώνει.
Η αφήγησή του λίγο μετά το σβήσιμο των κεριών της τούρτας των 100ων του γενεθλίων συγκλονίζει: «Μας πήγαν και μας στήσαν σ’ ένα τοίχο… Εγώ ήμουν …κατά τριάδες προς τη μεριά κοντά στον τοίχο, μπροστά μου ήταν άλλοι δυο… Προτού βάλει… σε 20-30 μέτρα είχε πολυβόλα, έπεσα κάτω… δίπλα στο τοίχο … και έπεσαν τα πτώματα πάνω μου… Κατάλαβα ότι δεν είχα φάει καμιά!
“Έκατσα εκεί πέρα μια μιάμιση ώρα… πάνω και δίπλα μου θα ‘χαν πέσει 25 πτώματα… εγώ το ψόφιο το κοριό! Καμιά φορά φέρανε μια άλλη παρτίδα να σκοτώσουν… αλλά ήταν Ιταλοί εργάτες που είχαν χαρτιά… δεν τους σκότωσαν… αλλά και δε τους διώξανε… Τους ‘δωσαν ανά δυο μια κουβέρτα και τους σκοτωμένους τους πέραναν αποδώ και τους πήγαιναν 20 μέτρα πιο πέρα για ν’ ανοίξουν τάφους.
“Καμιά φορά ήρθε κι η δική μου η σειρά … πιάσαν με ‘βαλαν σε μια κουβέρτα… σηκώθηκα κι εγώ πάνω στο κώλο μου κι έκατσα. Κοίταξα πλάγια μου αν υπάρχει Γερμανός να με δει… δεν ήταν κανένας. Λέω στους Ιταλούς γερμανικά ρούλεν, θα πει μη μιλάς… πήγα κι εγώ κι έπιασα την άκρη μιας κουβέρτας… κι ευτυχώς που από την αποθήκη πήρα τα ρούχα.
“Δε σας το είπα ότι όταν ήρθαμε στις φυλακές δώσαμε τα ρούχα μας, τα ‘βαλαν σ΄ένα κουτί και μας έδωσαν τα ρούχα της φυλακής (ριγωτές φόρμες) αλλά επειδή η αποχώρησή μας από τις φυλακές έγινε άτακτα – που να βρω το δικό μου !!!- πήγα και πήρα ένα άλλο κουτί… Είχε μέσα ένα καφέ κουστούμι, πέταξα τα ρούχα της φυλακής κι έβαλα το καφέ κουστούμι…
“Είχε κάτι αίματα επάνω τα σκούπισα λίγο, καφέ ήταν δε φαινόταν πολύ… πιάσα κι εγώ – είπα στους Ιταλούς μη μιλάτε να δούμε τι θα γιν’… σήκωνα κι εγώ και τους πηγαίναμε κει που θ’ άνοιγαν τάφους… Συνάμα σκοτώναν αράδα… καμιά φορά έρχεται ένας μ’ ένα χάρακα και σημαδεύει δυο τάφους τρία επί τέσσερα μέτρα και λέει τρία μέτρα ερούντα- θα πει 3 μέτρα κάτω…
“Μας πήγε σε μια αποθήκη, μας δίν’ κασμά και φτιάρ’. Αρπώ ιγώ μια κασμαδάρα… Αλλά πάντα το κεφάλι κάτω, να μη με βλέπουν… Οι Ιταλοί γελούσαν… τους λέω μη γελάτε. Τελικά σκάβαμε… όλη τη μέρα σκοτώναν… σκοτώσαν κάπου 700 νομάτοι. Συνάμα εγώ όταν ανοίξαμε τους τάφους κατέβηκα κάτω… Μια πατουσά ανθρώπ’, πώς παστώνουν τσ’ σαρδέλις, μια πατουσά χώμα, μια πατουσά ανθρώπ’, μια πατουσά χώμα… Να μη τα πολυλογούμε πιτάξαν καμιά 700 ανθρώπ’ μέσα στους δυο λάκκους…
“Εγώ πάντα μέχρι το βράδι πάστουνα… σα τσ’ σαρδέλις… Όταν ο λάκκος έφτασε μισό μέτρο από το έδαφος, φέρανε φορτηγά ασβέστη – και τον σβήσαν από πάνω… Ξέρεις γιατί; Για να μη βρωμά… όπως έμαθα αργότερα. Και τους θάψαμε λοιπόν τσ’ ανθρώπ’… Μας ξαναπάν πάλι στα κελιά… Μετά από δυο μέρες μας πήραν από τις φυλακές, μας βάλαν σ’ ένα σαπιοκάραβο του Δουνάβεως και μας πήγαν απ’ την Αυστρία στη Βαυαρία… σ΄ ένα χωριό που το λέν’ Μπερνάου…».
Από την παρέα των 20 νεαρών που θέλανε να πολεμήσουν τους Ναζί στη Μυτιλήνη επέστρεψαν οι 14. Ο μπάρμπα Γιάννης 100 χρονών γιόρτασε τα γενέθλια του. «’Αντε να δούμε τι θα γιν’…» έλεγε και ξανάλεγε χαμογελώντας.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Eξέγερση… Έσχατη μάχη του Β’ Παγκοσμίου, 12 μέρες μετά τη λήξη του.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί σχημάτισαν πληθώρα μονάδων επανδρωμένων με Σοβιετικούς υπηκόους. Ένας από τους σχηματισμούς αυτούς ήταν η Γεωργιανή Λεγεώνα. Σε αυτήν κατατάχθηκαν όχι μόνο αιχμάλωτοι του Κόκκινου Στρατού που ήθελαν να ξεφύγουν από τον φρικτό θάνατο που οι Γερμανοί επεφύλασσαν στους αιχμαλώτους, αλλά και αντικομμουνιστές και οπαδοί της ανεξαρτησίας της; Γεωργίας εθελοντές.
Ένα από τα τάγματα της εν λόγω Λεγεώνας ήταν και το 882ο Τάγμα Πεζικού (ΤΠ) της «βασίλισσας Ταμάρα» (Θάμαρ) το οποίο είχε δύναμη 800 περίπου Γεωργιανών και 400 Γερμανών και φρουρούσε το καλά οχυρωμένο ολλανδικό νησί Τέξελ. Οι Γεωργιανοί του τάγματος ήταν σχεδόν όλοι πρώην στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που είχαν αιχμαλωτιστεί.Το 882ο ΤΠ είχε συγκροτηθεί στην Πολωνία τον Ιούνιο του 1943 και από τον Σεπτέμβριο του 1943 στάθμευε στην Ολλανδία. Στον τομέα του Τέξελ στάλθηκε τον Φεβρουάριο του 1945. 
Στα τέλη Μαρτίου οι Γερμανοί αποφάσισαν να στείλουν το τάγμα στην ηπειρωτική Ολλανδία για να πολεμήσει κατά των Συμμάχων. Αυτή ήταν και η αφορμή της εξέγερσης των Γεωργιανών που ξέσπασε τη νύκτα της 5ης προς 6η Απριλίου 1945 και διήρκεσε έως τις 20 Μαΐου, δηλαδή 12 ημέρες μετά τη λήψη του Β’ Παγκοσμίου στην Ευρώπη.
Εξέγερση των καταδικασμένων
Υπό την ηγεσία του Σάλβα Λολάζντε, σμηναγού της Ερυθράς Αεροπορίας που είχε αιχμαλωτιστεί και υπηρετούσε στο 882ο ΤΠ με τον βαθμό του υπολοχαγού, οι Γεωργιανοί επιτέθηκαν στους Γερμανούς την ώρα που οι περισσότεροι κοιμόταν και τους κατάσφαξαν με μαχαίρια, ξιφολόγχες και πτυοσκάπανα. Επίσης σκότωσαν και τους Γερμανούς φρουρούς που όμως πρόλαβαν να πυροβολήσουν ειδοποιώντας έτσι τις φρουρές των παράκτιων πυροβολείων.
Οι Γεωργιανοί είχαν έρθει σε επαφή με την ολλανδική αντίσταση ενώ αναμενόταν και απόβαση των Συμμάχων. Οι Ολλανδοί αντιστασιακοί πράγματι ενώθηκαν με τους Γεωργιανούς και βοήθησαν. Η απόβαση των Συμμάχων όμως δεν έγινε ποτέ. Οι Γερμανοί από την πλευρά τους, αν και είχαν ήδη χάσει τον πόλεμο και το γνώριζαν, αντέδρασαν άμεσα…
Αμέσως το 163ο Σύνταγμα Πεζοναυτών, δυνάμεως 2.000 ανδρών, αποβιβάστηκε στο νησί υπό την κάλυψη των παράκτιων πυροβόλων. Ακολούθησαν άγριες μάχες πέντε εβδομάδων. Οι Γεωργιανοί και οι Ολλανδοί πολέμησαν πραγματικά ηρωικά. Στις 25 Απριλίου ο Λολάζντε σκοτώθηκε, αλλά η αντίσταση συνεχίστηκε, ειδικά στην περιοχή Έιρλαντ και στον φάρο του νησιού.
Οι Γερμανοί δεν έπιαναν αιχμαλώτους. Υποχρέωναν όσους έπιαναν να σκάβουν τον ίδιο τους τον τάφο και τους εκτελούσαν, χαρακτηρίζοντας τους «προδότες». Συγκινητική ήταν και η προσφορά, αλλά και η αυτοθυσία των Ολλανδών κατοίκων του νησιού που επιχείρησαν να κρύψουν Γεωργιανούς. Η μάχη στο νησί συνεχίστηκε και μετά τις 5 Μαΐου, όταν οι λοιπές Γερμανικές δυνάμεις στην Ολλανδία συνθηκολόγησαν, αλλά και μετά τις 8 Μαΐου, όταν η Γερμανία παραδόθηκε…
Τέτοια ήταν η λύσσα των Γερμανών στο νησί κατά των Γεωργιανών. Στην πραγματικότητα η μάχη έληξε μόλις στις 20 Μαΐου, όταν τελικά έφτασαν στο νησί καναδικά στρατεύματα, καθιστώντας την μάχη στο Τέξελ, ίσως την έσχατη του Β’ ΠΠ στην Ευρώπη. Από την σύγκρουση το νησί καταστράφηκε. Δεκάδες σπίτια και αγροκτήματα πυρπολήθηκαν. Στη μάχη σκοτώθηκαν τουλάχιστον 565 Γεωργιανοί, 812 Γερμανοί και 120 Ολλανδοί.
Η τύχη που περίμενε τους 228 επιζώντες Γεωργιανούς δεν ήταν καλύτερη. Όλοι, σχεδόν, παραδόθηκαν στους Σοβιετικούς. Από αυτούς 26 μαζί με τις οικογένειές του που είχαν επίσης συλληφθεί εξαφανίστηκαν διά παντός. Οι υπόλοιποι στάλθηκαν σε γκουλάγκ. Ελάχιστοι που επέζησαν απελευθερώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1950.