Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

18.12.21

Η σχέση μας με το Παρελθόν: Μία απρόσμενη συνάντηση του Χριστού με τον Νίτσε. Μία ανάγνωση του βιβλίου «Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου»

 

α.«Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»

(Λουκάς, β, 14)

β.«Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην∙ ουκ ήλθον βαλείν, ειρήνην, αλλά μάχαιραν».(Ματθαίος, 10, 34)

γ.«Ο δε Ιησούς είπεν αυτώ∙ ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς».(Ματθαίος, 8, 21)

δ.«Όταν η σκέψη του παρελθόντος γίνεται ασταμάτητος μηρυκασμός, επέρχεται εξάντληση και καταθλιπτικός μαρασμός της ζωής».(Νίτσε)

 

Είναι κάποια βιβλία που σε κερδίζουν με τον τίτλο τους στο βαθμό που δεν υπηρετεί καθαρά εμπορικούς σκοπούς. Κάποια άλλα βιβλία προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη με το οπισθόφυλλό τους. Το όνομα του συγγραφέα λειτουργεί πάντοτε ως «κράχτης» για την αγορά και ανάγνωση ενός βιβλίου. Θετικό ρόλο, επίσης, στην αγορά ενός βιβλίου διαδραματίζει και η γρήγορη ανάγνωση του προλογικού σημειώματος ή κάποιων τυχαίων σελίδων του βιβλίου. Δεν λείπουν, όμως, και οι περιπτώσεις που η τυχαία επιλογή ενός βιβλίου ξεπερνά τις προσδοκίες και του πιο απαιτητικού αναγνώστη.

Το βιβλίο του Massimo Recalcati«Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου» προκάλεσε την «αναγνωστική μου περιέργεια» τόσο με τον τίτλο του όσο και με το οπισθόφυλλό του. Ωστόσο εκείνο το στοιχείο που το κατέταξε στα πιο ενδιαφέροντα βιβλία της χρονιάς που έφυγε είναι ότι με «παρακίνησε» να δω με άλλη ματιά κάποια «δεδομένα»«αυτονόητα» ή στερεοτυπικές μονολιθικές αλήθειες. Και δεν είναι πάντα εύκολο για τον αναγνώστη, με την ανάγνωση ενός και μόνο βιβλίου, να αναθεωρήσει και να ερμηνεύσει διαφορετικά κάποιες ακλόνητες αλήθειες του παρελθόντος. Αυτό, ωστόσο, είναι και το αδιαπραγμάτευτο κέρδος από την ανάγνωση ενός βιβλίου.

Ένα τράνταγμα της συνείδησης

Για λόγους «οικονομίας χώρου» θα προσπεράσω το βασικό θέμα του βιβλίου το «Νόμο του Λόγου» και τις σχέσεις των σύγχρονων νέων με τον πατέρα – γονείς. «Με τον όρο «σύμπλεγμα του Τηλέμαχου» επιχειρώ να προσεγγίσω την καινούρια μορφή δυσφορίας των νέων και να αναγνώσω διαφορετικά τη σχέση γονιών και παιδιών σε μια εποχή κατά την οποία η συμβολική εξουσία του πατέρα έχει χάσει το εκτόπισμά της, εξέλειψε, έδυσε αμετάκλητα»­.

Η ανάπτυξη θα επεκταθεί σε κάποιες θέσεις ή φράσεις του βιβλίου που παραπέμπουν σε κάποιες άλλες που όταν συνεξετάζονται προκαλούν ένα τράνταγμα στη συνείδησή μας και στα «γνωστικά στερεότυπά» μας. Κι αυτό είναι το πνευματικό κληροδότημα αυτού του βιβλίου, αφού σε οδηγεί σε χώρους σκέψης που χρειάζονται άλλη αντίληψη και ίσως άλλους ερμηνευτικούς κώδικες. Βάση και αφετηρία της ανάγνωσης και ανάλυσης θα είναι οι εισαγωγικές φράσεις (α, β, γ, δ) που μπορεί να αποτελούν δύο υποομάδες (α,β/ γ,δ) ωστόσο ο στόχος και η αναφορά τους είναι κοινή.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το «Νόμο του Λόγου» καταγράφεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο η έννοια του «κληρονόμου» και του «κληρονομείν». Το ενδιαφέρον της ανάλυσης βρίσκεται στο γεγονός πως ο συγγραφέας Massimo Recalcati διαβλέπει μία σύγκλιση απόψεων ανάμεσα στον Ιησού Χριστό και τον Νίτσε.

Η αποκόλληση από το παρελθόν

«Αυτό που κληρονόμησες από τους πατέρες πρέπει να το ανακτήσεις, αν θες να το κάνεις πραγματικά δικό σου».(Φρόιντ)

Τα δύο ζεύγη (α – β/ γ – δ) των παραθεμάτων συνεξεταζόμενα προτείνουν την ανάγκη αποδέσμευσης από μία τυπολατρική αντίληψη της παράδοσης, του παρελθόντος και της ιστορίας. Κι αυτό γιατί η εξιδανίκευση του παρελθόντος και η άγονη προσκόλληση σε αυτό δημιουργεί προσκόμματα στην πρόοδο, την δημιουργία και την ίδια τη ζωή μας. Άτομα, κοινωνίες και έθνη οφείλουν να επαναξιολογήσουν τη σχέση τους με την ιστορία και τον τρόπο «χρήσης» της. Χρειάζεται, δηλαδή, μία ενεργητική στάση απέναντι στο κληροδότημα του παρελθόντος και όχι μία «παθητική αναπαραγωγή ενός ιδανικού προτύπου από το παρελθόν» (MR.)­.

Ειδικότερα μία ανάγνωση των παραθεμάτων (α και β) ίσως θα αποδομούσε τον «ειρηνοποιό» ρόλο του Χριστού και την εικόνα που παρέδωσαν οι ευαγγελιστές για το ειρηνικό μήνυμα της γέννησής του (α). Στο παράθεμα (β) ο Χριστός φαίνεται να διεκδικεί το ρόλο μιας βίαιης ανατροπής ή και αποκόλλησης από ένα φθαρμένο παρελθόν. Διαψεύδει όσους νόμισαν πως ο ερχομός θα ήταν ουδέτερος και ειρηνικός «ότι ήλθον βαλείν ειρήνην» και απερίφραστα δηλώνει πως «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνης, αλλά μάχαιραν». Σπανίζουν τα παραθέματα και οι πηγές που εμφανίζουν τον Χριστό τόσο αποφασιστικό και «βίαιο».

Η εικόνα του Χριστού «ήλθον βαλείν μάχαιραν» είναι συμβατή με την γενική θέση του συγγραφέα Recalcati πως ο εναγκαλισμός και η τυφλή προσκόλληση στο παρελθόν συνιστά μία αρνητική στάση ζωής και χρειάζεται μία δυναμική ανατροπή όλων εκείνων των δεσμών με το παρελθόν που μάς εμποδίζουν να δούμε καθαρά το χθες και να σκεφτούμε δημιουργικά για το σήμερα και το αύριο. Την σταθερότητα της θέσης του Χριστού προς το παρελθόν την ανιχνεύουμε και στην απάντησή του προς κάποιον μαθητή του, που ζήτησε την «άδεια» για να θάψει τον πατέρα του:

«Ακολούθησέ με και άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους».(γ)

Την προτροπή αυτή του Ιησού συμπληρώνει μία άλλη που και αυτή τονίζει την ανάγκη να κοιτάξουμε μπροστά και να αποχωριστούμε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν.

«Όποιος πιάνει το αλέτρι και κοιτάζει προς τα πίσω δεν είναι άξιος για τη βασιλεία του Θεού».(Λουκάς, 9, 62)

Οι σχέσεις Μνήμης και Λήθης

Με τις παραπάνω ρηξικέλευθες θέσεις του Χριστού φαίνεται να συντάσσεται και ο Νίτσε που θεωρεί πως το παρελθόν και η παράδοση είναι ένα βαρύ φορτίο που βαραίνει τους ώμους του ανθρώπου και εμποδίζει την πρωτοπόρα σκέψη και την δημιουργική δράση. Έτσι και οι δύο απορρίπτουν την άγονη προσκόλληση στο ιστορικό παρελθόν και την παθητική αποδοχή του. Ανάλογη είναι και η θέση του Φρόϊντ που κι αυτός με τον δικό του τρόπο επισημαίνει τους κινδύνους από την άκριτη πρόσδεση στα κελεύσματα του παρελθόντος. Σχετικά ο Recalcati γράφει:

«Παραμένουμε γαντζωμένοι στο παρελθόν μας, απορρίπτουμε την εμπειρία του αποχωρισμού, εμμένουμε σταθερά προσκολλημένοι στο χαμένο αντικείμενο, ανάγουμε την κληρονομιά στην παθητική και αέναη επανάληψη αυτού που ήδη υπήρξε»­.

Οι προτροπές τόσο του Χριστού όσο και του Νίτσε θέτουν στη σωστή βάση τις σχέσεις και τα όρια Μνήμης και Λήθης. Κανείς δεν αρνείται το ρόλο και την αξία της Μνήμης, αρκεί, όμως, αυτή να μην μάς εγκλωβίζει στα σχήματα του χθες και αδυνατίζει την όρασή μας για μια άλλη μορφή ζωής. Οι υπερβολές αποφλοιώνουν την αλήθεια γιατί οδηγούν σε δογματική θέαση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό ο συγγραφέας του έργου «Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου» θέτει τη βάση λειτουργίας της Μνήμης και Λήθης έτσι ώστε η «κληρονομιά» του χθες να έχει θετικό πρόσημο:

«Η κίνηση του κληρονομείν τοποθετείται στο όριο μεταξύ μνήμης και λήθης, πίστης και προδοσίας, ανήκειν και περιπλανάσθαι…»­.

Ο Τηλέμαχος και η νέα γενιά

Το απόσταγμα των παραπάνω αναφορών του Massimo Recalcati («Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου») αλλά και του προβληματισμού που αναδύθηκε από τις θέσεις του Χριστού και του Νίτσε (φράσεις – θέσεις α, β, γ, δ) είναι πως για να κερδίσουμε την ζωή και να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό αύριο πρέπει να ξαναδούμε εξ υπαρχής τη θέση μας σε αυτό το κοσμικό σύμπαν. Να μην παγιδευτούμε στην ειδωλολατρία του παρελθόντος αλλά ούτε και να προχωρήσουμε σε μία «επαναστατική» απόρριψή του.

Η «ξαναγέννηση» που προτείνει (πνευματική…) ο Χριστός στον Νικόδημο προϋποθέτει τόλμη και έξοδο από το κέλυφός μας. Οι ασυνέχειες στην πορεία μας ίσως να είναι και δημιουργικό στοιχείο. Η μακαριότητα που μάς χάριζε η προσκόλληση στο παρελθόν μπορεί να είναι και μία «πνευματική» τύφλωση. Πολλές φορές η παράδοση είναι ο αφόρητος «ζυγός» μας. Μπορούμε να δούμε διαφορετικά τα κληροδοτήματα του παρελθόντος και να μην λυγίσουμε από το βαρύ φορτίο της ιστορικής μνήμης

Η νέα γενιά χρειάζεται μία άλλη σχέση με τους γονείς και τον πατέρα πρότυπο. Δεν έχει ανάγκη από μία πατροκτονία (Οιδίποδας) ούτε από έναν Νάρκισσο. Πιο κοντά σε αυτήν βρίσκεται ο Τηλέμαχος που περιμένει το Νόμο του πατέρα – Οδυσσέα, χωρίς εξιδανικεύσεις. Τότε θα μπορούμε όλοι να νιώσουμε σωστοί «κληρονόμοι».

«Αλλά για να κληρονομήσουμε, δεν πρέπει να μας παγιδεύει η απώλεια του Ιδεώδους ούτε η φρίκη του παρόντος – αυτό συμβαίνει με η γενιά που δεν βλέπει τίποτα μπροστά της, κανέναν ορίζοντα, κανένα Ιδανικό»­.



 Σημείωση: Οι φράσεις με * ­ έχουν ληφθεί από το βιβλίο του Massimo Recalcati«Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου».

8.12.21

Το «μοιρολόγι της φώκιας» και τα πάθη από τον κορωνοϊό (Τα πάθια και οι καημοί του κόσμου). Ηλίας Γιαννακόπουλος.

 α. «Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε

ποια είναι η τελευταία».(Ελύτης)

β.«Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο».(Σολωμός)

 

Σε καθημερινό επίπεδο τείνει να γίνει συνήθεια η απογευματινή ενημέρωση από τους υπεύθυνους του Εθνικού Οργανισμού Υγείας (Ε.Ο.Δ.Υ.). Σε ανακοινώσεις του τύπου «Βαρύ και σήμερα το ιικό φορτίο με 6.393 κρούσματα, 93 θανάτους και 459 διασωληνωμένους…» άλλοτε ως ακροατές κι άλλοτε ως αναγνώστες αντιδρούμε με μία περίεργη αμφιθυμία. Μία αμφιθυμία που άλλοτε εμπεριέχει συναισθήματα αγωνίας, φόβου και ανασφάλειας για το αύριο κι άλλοτε μία απάθεια του τύπου «αυτό είναι αναμενόμενο, αφού δεν βρέθηκε ακόμη το κατάλληλο φάρμακο».

Η λεπτομερής περιγραφή από τα Μ.Μ.Ε. του αριθμού και του τρόπου θανάτου των θυμάτων του κορωνοϊού προκαλεί έντονο προβληματισμό τόσο για την επιβίωσή μας – που δεν είναι καθόλου δεδομένη – όσο και για τη φύση της ανθρώπινης μοίρας. Άλλοι τρομάζουν με τους αριθμούς ανθρώπων που καθημερινά χάνονται από τον κορωνοϊό κι άλλοι μακαρίζουν τον εαυτό τους που ακόμη ζουν. Δεν λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που αφορμώμενοι από την φονική επέλαση του covid 19 φιλοσοφούν πάνω στο ευμετάβλητο της ανθρώπινης ύπαρξης και στο αβέβαιο της ζωής.

Η ψυχρή φωνή του εκφωνητή της ανακοίνωσης των θανάτων – σε αντίθεση με το δάκρυ του Σ. Τσιόρδα των πρώτων ημερών – υπόρρητα δημιουργεί ένα κλίμα συμβιβασμού με την σκληρή πραγματικότητα που επιβάλλει η δύναμη του κορωνοϊού. Και η σκληρή πραγματικότητα είναι το εφήμερον της ανθρώπινης ύπαρξης και η άνιση μάχη μεταξύ Ζωής και Θανάτου.

Ωστόσο η καθημερινή θανατολογία ή θανατογραφία νομοτελειακά μάς οδηγεί σε διαπιστώσεις για το εύθραυστον και την τραγικότητα της ανθρώπινης ζωής που μόνιμα είναι εκτεθειμένη σε ένα αόρατο και απροσδιόριστο πλέγμα κινδύνων και παθών. Αυτό το πλέγμα της αβεβαιότητας και τα ατέλειωτα πάθη του ανθρώπου κεντρίζουν καθημερινά τις ανασφάλειές μας και ανακαλούν στη μνήμη μας το «μοιρολόγι της φώκιας» που συνιστά την πιο μεγάλη και διαχρονική αλήθεια δοσμένη με τον πιο απλό και λυρικό τρόπο.

«Σα να ‘χαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθια και οι καημοί του κόσμου»

Ο θάνατος ως φυσική αναγκαιότητα

Η παραπάνω φιλοσοφική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη με την επικουρία ενός ποιητικού ευρήματος – της φώκιας – καταγράφει με περισσή ενάργεια την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας γενικεύοντας μία ειδική περίπτωση (θάνατος – πνιγμός της Ακριβούλας).

Στο διήγημα«Το μοιρολόγι της φώκιας» ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα τοπίο – μοτίβο θανάτου που ωστόσο συμπλέει με ένα ανάλογο μοτίβο ζωής. Θάνατος και Ζωήλύπη και χαράαπελπισία και ελπίδαπόνος και λύτρωση συνυπάρχουν, συγκρούονται, συμπλέκονται και τελικά οδηγούν σε μία εύθραυστη ισορροπία – αρμονία που αποτελεί και τον απόλυτο συμπαντικό νόμο. Ο Ηράκλειτος τον νόμο αυτόν τον απέδωσε με τη γνωστή του θεωρία: Η παλίντονος αρμονία.

Το μοιρολόγι της φώκιας είναι ένα διαχρονικό και πικρό τραγούδι για την ανθρώπινη ζωή. Μέσα από αυτό αναδύονται αλήθειες που επικυρώνει η πραγματικότητα και που είναι δύσκολο να τις παραβλέψουμε. Δεν ζούμε χρόνια παρά μόνο στιγμές… Τα «πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου» δεν πρόκειται να σταματήσουν όσο θα υπάρχει άνθρωπος.

Ο θάνατος στο διήγημα του Παπαδιαμάντη συνιστά μία φυσική αναγκαιότητα. Η μη αποδοχή αυτής της αναγκαιότητας θα παρέπεμπε σε μία ρομαντική ανταρσία ατελέσφορη. Η κοσμική τάξη δεν ανατρέπεται με την ασύγγνωστη εθελοτυφλία του ανθρώπινου ναρκισσισμού. Το γεγονός του θανάτου, ως σκληρή άρνηση και ακύρωση της ζωής, σκοτεινός και ανερμήνευτος, δεν βιώνεται ούτε και εξηγείται με τους κωδικούς της κοινής ανθρώπινης λογικής. Ο θάνατος συνιστά μία αταξία και πηγή εντροπίας.

Κριτική και μία έμμεση αμφισβήτηση της εξουσίας του θανάτου μόνον ο Καζαντζάκης τόλμησε με το παροιμιώδες:

«Απάνω στην κοπριά του κόσμου ετούτου κάθεται ο νους μου, σαν τον Ιώβ, και φωνάζει: Είναι άδικο, άδικο, δεν το δέχομαι».

Θανατολογία ή Ρεαλισμός;

Πολλοί αναγνώστες του διηγήματος «Το μοιρολόγι της φώκιας» διαβλέπουν μια απαισιόδοξη θεώρηση της ζωής, μία άμετρη μοιρολατρία και θανατολογία του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο ο συγγραφέας περισσότερο διαπιστώνει και λιγότερο θρηνολογεί. Κι αυτό γιατί η ανθρώπινη ζωή συντίθεται από ένα πλήθος παθημάτων και πόνων – δυστυχιών. Είναι αυτά που τη νοηματοδοτούν σε μια προοπτική χρόνου. Ο Παπαδιαμάντης τονίζει με έναν ρεαλιστικό τρόπο μία σκληρή πραγματικότητα που φαίνεται να συνοδεύει τον άνθρωπο μετά την έξοδο - εκδίωξή του από τον παράδεισο.

Ο τρόπος που καταγράφει αυτήν την πραγματικότητα δεν συνιστά κατ’ ανάγκην και μία απαισιόδοξη αποτίμηση της ζωής ή ένα κάλεσμα για παραίτηση και μοιρολατρία. Είναι μία βιοθεωρία, μία αντίληψη για το περιεχόμενο της ζωής, την πορεία του ανθρώπου και την απόλυτη κυριαρχία του κακού, του θανάτου, της λύπης και της δυστυχίας δίπλα στην επιθυμία και προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει – ζήσει. Κάπου και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης διερωτάται για το άδικο του θανάτου:

«Αλλά τώρα θα είπωσι: πού το δίκαιον; Και δεν είναι όλα τυφλή ειρμαμένη; Και κατά τι είχε πταίσει η κόρη δια να τιμωρηθεί τόσον σκληρώς;».

Η δύναμη της ζωής

Παρόλα αυτά η ζωή στο διήγημα έχει τη δική της δύναμη και δυναμική που αισθητοποιείται μέσα από το λεκτικό εφεύρημα του πεζογράφου «Εξηκολούθει…». Όσο κι αν η ζωή σύμφωνα και με τη διαπίστωση του Καζαντζάκη «Ερχόμαστε από μία σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο, το φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή» είναι βραχύχρονη, δεν παύει να αποτελεί «μέγα καλό και πρώτο».

Ο Παπαδιαμάντης με έναν αξιωματικό κι απόλυτο τρόπο δηλώνει πως μπορεί ο θάνατος να κυριαρχεί, ωστόσο η ζωή συνεχίζεται… Μέσα σε ένα οδοιπορικό και τοπίο θανάτου με βάσανα, αδιέξοδα, παγιδεύσεις και λύπες η ζωή αντιστέκεται και διεκδικεί τα «δικαιώματά» της στο κοσμικό σύμπαν. Η επανάληψη του «εξηκολούθει» αυτό υπονοεί. Την αέναη προσπάθεια της ζωής ενάντια στο πεπρωμένο…

«Κι εξηκολούθει τον δρόμον της (η γριά Λούκαινα). Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολνταντζάρη… Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του…»

Η επανάληψη του «εξηκολούθει» συνιστά την άλλη νομοτέλεια που αποτελεί και το κυρίαρχο στοιχείο της ζωής. Η πίστη στη ζωή είναι και η δύναμή της. Αυτό το διδάσκει και η ίδια η φύση που αντιπαλεύει με όλες τις δυνάμεις χωρίς να «φοβάται».

«Βίος βίου δεόμενος ουκ έστω βίος»

(Η ζωή που φοβάται τη ζωή δεν είναι ζωή, Μένανδρος)

 

30.11.21

Ευτυχία και Πνευματικότητα: Παράλληλη πορεία. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 Δεν μπορείς να ταξιδέψεις στην ευτυχία. Δεν μπορείς να την κατακτήσεις, να την κερδίσεις ή να την καταναλώσεις. Η ευτυχία είναι μία πνευματική εμπειρία…».(Denis Waitley)

Στο λεξιλόγιό μας υπάρχουν έννοιες που τα λεξικά αδυνατούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια το περιεχόμενό τους. Ωστόσο αυτές τις λέξεις – έννοιες τις χρησιμοποιούμε τακτικά γιατί παραπέμπουν σε μία επιθυμητή και προσδοκώμενη κατάσταση. Στο σημείο αυτό ανιχνεύεται η πρώτη παραδοξότητα και εγείρεται το απότοκο ερώτημαΠώς είναι δυνατόν το υποκείμενο να προσδένεται στο όραμα μιας θετικής κατάστασης (ψυχολογικής, πνευματικής, ηθικής…) με τη βοήθεια της λέξης που το νοηματικό της φορτίο δεν είναι σαφές; Η εξήγηση είναι μία. Ο καθένας βιώνει σε φαντασιακό επίπεδο την επιθυμητή κατάσταση αδιαφορώντας αν η γλωσσική αποτύπωσή της, δηλαδή η λέξη, μπορεί να αποδώσει με καθαρότητα το βίωμά του. Εξάλλου όλοι γνωρίζουν πως το σημαίνον (ήχος, εικόνα…) και το σημαινόμενο (έννοια, ιδέα, αντίληψη) τα διέπει μία αυθαίρετη σχέση. 

Στην κατηγορία αυτών των λέξεων ανήκουν και η Ευτυχία καθώς και η Πνευματικότητα. Η επιλογή αυτών των δύο λέξεων στοχεύει στην καταγραφή της σχέσης μεταξύ τους στο βαθμό που μπορεί να οριοθετηθεί με σαφήνεια το περιεχόμενό τους. Μία γρήγορη περιδιάβαση στο χώρο των λεξικών θα μάς έδινε τα παρακάτω γνωρίσματα του νοηματικού πεδίου των δύο αυτών όρων.

Ως Ευτυχία ορίζεται το αίσθημα εσωτερικής πληρότητας του ανθρώπου και ό,τι ακολουθεί αυτό το αίσθημα. Η ετυμολογία της λέξης Ευ+τύχη (τυγχάνω) πολύ λίγο μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση και κοινή αποδοχή του περιεχομένου της. Κι αυτό γιατί την ευτυχία άλλοι την κατατάσσουν στο συναίσθημα και στο βίωμα. Άλλοι τη θεωρούν ως στόχο ή ουτοπική κατάσταση. Άλλοι τονίζουν πως η ευτυχία είναι περισσότερο στιγμές και λιγότερο μία μόνιμη ή διαρκής κατάσταση. Για τον Καντ ως ευτυχία ορίζεται:

«Η ικανοποίηση όλων των κλίσεών μας τόσο σε έκταση, δηλαδή σε πολλαπλότητα, όσο και σε ένταση, δηλαδή σε διάρκεια».

Η έννοια της Πνευματικότητας παρουσιάζει κι αυτή μεγάλα προβλήματα στην σαφή οριοθέτηση του περιεχομένου της αφού αλλάζει συνεχώς. Έχουν δοθεί πάμπολλοι ορισμοί ανάλογα με τη σκοπιά που εξετάζει κανείς την έννοια. Άλλοι θεωρούν πως η πνευματικότητα συνδέεται με την αναζήτηση ενός νοήματος ζωής. Άλλοι τονίζουν την επίτευξη μιας εσωτερικής αρμονίας και ισορροπίας. Κάποιοι άλλοι επισημαίνουν το στοιχείο τη αυθυπέρβασης. Ίσως για κάποιους η πνευματικότητα να είναι η αναγκαία κατάσταση (πνευματική – ηθική) για την μέθεξη με το θείο. Η πνευματική, ψυχολογική, κοινωνική και ηθική διάσταση της έννοιας την καθιστούν δυσερμήνευτη και γι’ αυτό δεν μπορεί να χωρέσει σε έναν ορισμό. Κι αυτό γιατί:

«Το πνευματικό ταξίδι δεν είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης αλλά

ένα ταξίδι αποκατάστασης. Είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης

της εσωτερικής σου φύσης».(Billy Gorgan)

Η σχέση Ευτυχίας και Πνευματικότητας

Η πνευματικότητα, λοιπόν, με όποια σημασία κι αν την εκλάβουμε συνιστά τον αναγκαίο όρο για την πραγμάτωση της Ευτυχίας. Βέβαια, κάποιοι άλλοι θα αντιτείνουν πως η πνευματικότητα μπορεί να συνιστά την αναγκαία «αιτία» για την βίωση της ευτυχίας αλλά δεν είναι και «επαρκής» σύμφωνα με τους κανόνες ενός «τέλειου» επαγωγικού συλλογισμού.

Ωστόσο θα πρέπει να τονιστεί πως η πορεία του ανθρώπου προς την πνευματικότητα, ως μία προσπάθεια αυθυπέρβασης δεν είναι και τόσο ακύμαντη. Προσκρούει πάντα σε πολλά εμπόδια που παρεμβάλλονται τόσο από το εξωτερικό περιβάλλον όσο κι από το εσωτερικό. Τα εμπόδια αυτά αντανακλούν την αντιφατικότητα της κοινωνίας μας, όπως γλαφυρά την απέδωσε ο Χόρχε  Μπουκάϊ στο έργο του «Ο δρόμος της Πνευματικότητας».

Με οδηγό, λοιπόν, τις επισημάνσεις του Χόρχε Μπουκάϊ θα δοθούν οι παράπλευρες απώλειες που επιφέρουν οι αντιφατικότητες της ζωής μας στην κατάσταση της πνευματικότητας και κατ’ ακολουθίαν της ευτυχίας 

Οι αντιφατικότητες

α.«Ζούμε σε κτίρια πιο ψηλά… αλλά μια ζωή χωρίς βάθος»

Ο σύγχρονος άνθρωπος και ιδιαίτερα αυτός των μεγαλουπόλεων βιώνει το οδυνηρό αίσθημα της απώλειας νοήματος ζωής. Η καθημερινότητα επιβάλλει τους γρήγορους ρυθμούς ζωής, την παροδικότητα και το επιφανειακό. Από την άλλη πλευρά η υλιστική αντίληψη ζωής με τον άκριτο καταναλωτισμό οδηγούν στην αποβιταμίνωση κάθε πνευματικού στοιχείου της ζωής μας. Η ρηχότητα, όμως, και η επιπεδότητα της ζωής μας δεν μπορούν να αναιρεθούν από τα απρόσωπα και τερατώδη κτίρια που εγκλωβίζουν την ύπαρξή μας στα στενά πλαίσια μιας παράλογης και απάνθρωπης οικιστικής αρχιτεκτονικής. Το ύψος, δηλαδή, των κτιρίων – ως μία κακοσχεδιασμένη αντίληψη φυγής προς το υπερπέραν – προκαλεί ίλιγγο και μάς απογυμνώνει από κάθε γνήσιο και γήϊνο στοιχείο της ύπαρξής μας.

β.«Έχουμε περισσότερους ειδικούς… και λιγότερες λύσεις»

Η ανάγκη για εξειδίκευση επέβαλε την εξουσία των ειδικών και των τεχνοκρατών σε κάθε έκφανση της ζωής μας. Αποτέλεσμα αυτής της εξουσίας η παραίτησή μας από κάθε προσπάθεια για εξεύρεση εκείνης της λύσης που θα μας αναδείξει ως πρωταγωνιστές της ζωής μας. Αφεθήκαμε στη γνώμη των ειδικών ακόμη και σε θέματα που αφορούν λεπτές και προσωπικές πτυχές της ζωής μας. Έτσι αναδύθηκε ένας ιδιαίτερος «κρετινισμός» που μάς καθοδηγεί ως κοινωνικά και πολιτικά όντα. Κι ενώ πιστεύαμε πως η γνώση των ειδικών θα υποδείκνυε και τις ανάλογες λύσεις σε ένα πλήθος προβλημάτων, με απογοήτευση διακρίνουμε μία αδυναμία να επιπλεύσουμε στις φουρτούνες της ζωής. Βρήκαμε το δέντρο, αλλά χάσαμε το δάσος. Ο άνθρωπος είναι μία ολότητα συμπαντική και όχι μόνο μία «ειδική» περίπτωση. 

 


γ.«Υψώνουμε τις σημαίες της ισότητας, αλλά κρατάμε τις προκαταλήψεις»

Η εποχή μας και οι κοινωνίες μας επαίρονται για την θεσμοθετημένη ισότητα αλλά αδιαφορούν ή διάκεινται εχθρικά απέναντι σε ό,τι θρυμματίζει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις μας. Διατυμπανίζουμε την ισότητα δικαιωμάτων αλλά είμαστε καχύποπτοι και ειρωνικοί απέναντι στο διαφορετικό και στην «άλλη άποψη». Αυτοπαρουσιαζόμαστε ως προοδευτικοί και υπερασπιστές της αλλαγής, αλλά δεν θέλουμε να αποκοπούμε από τις κοινωνικές, πολιτικές, ηθικές και πνευματικές μας προκαταλήψεις. Γινόμαστε σημαιοφόροι της ισότητας αλλά την ίδια στιγμή αρνούμαστε να παραχωρήσουμε οποιοδήποτε δικό μας «κεκτημένο». Βαθιά ριζωμένοι στις αναχρονιστικές μας προκαταλήψεις προπαγανδίζουμε την ισότητα χωρίς ίχνος αυτογνωσίας αλλά με μεγάλη δόση υποκρισίας

Ο Χαράρι για την ευτυχία

Για το ανέφικτο της ευτυχίας ο Ισραηλινός συγγραφέας Yuval Noah Harari δίνει μία άλλη διάσταση, αφού συνδέει την ευτυχία με τις αντικειμενικές συνθήκες και τις προσδοκίες μας:

«Ο χόμο σάπιενς δεν μπορεί ποτέ να είναι ικανοποιημένος. Η ανθρώπινη ευτυχία εξαρτάται λιγότερο από τις αντικειμενικές συνθήκες και περισσότερο από τις προσδοκίες μας. Οι προσδοκίες, ωστόσο, έχουν την τάση να προσαρμόζονται στις υπάρχουσες συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών στις οποίες ζουν οι άλλοι. Όταν τα πράγματα βελτιώνονται, οι προσδοκίες μας μεγαλώνουν και, συνεπώς, ακόμα και με τεράστιες βελτιώσεις στις συνθήκες μπορεί να μείνουμε το ίδιο ανικανοποίητοι όπως και πριν. Αν η καθολική βασική υποστήριξη έχει στόχο να βελτιώσεις τις αντικειμενικές συνθήκες του μέσου ανθρώπου το 2050, έχει αρκετές πιθανότητες να πετύχει. Αν, όμως, ο στόχος της είναι να κάνει τους ανθρώπους αντικειμενικά πιο ικανοποιημένους με τη μοίρα τους και να προλάβει την κοινωνική δυσαρέσκεια, μάλλον θα αποτύχει».

 * Xρήσιμα Βιβλία

       ** 1."Ο δρόμος της Πνευματικότητας",Χόρχε  Μπουκάι

   2." 21 μαθήματα για τον 21ο αιώνα ",Yuval Noah Harari

 

Η επανάσταση του 1821 και τα τρία διλήμματα των Ελλήνων. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κόσμω δεν αφήσαμεν όπισθεν δούλους

τους Έλληνας».(Μπουμπουλίνα)

Οι επετειακές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 δεν τροφοδότησαν μόνον την εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων, δεν ανέδειξαν μόνον την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, δεν πρόβαλαν εμφαντικά μόνον τον πόθο για ελευθερία ως το κατεξοχήν προσδιοριστικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης και της συνέχειας ενός έθνους, αλλά και εκείνες τις συνθήκες που επώασαν την μεγάλη απόφαση των αγωνιστών του 1821. Μία απόφαση που επρόκειτο να θέσει τα θεμέλια του Νεοελληνικού κράτους αλλά και να καταδείξει σε όλη την ανθρωπότητα πως:

«Η μεγαλοσύνη στα Έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».

Ίσως μέσα στον εθνικό ενθουσιασμό, στους πομπώδεις πανηγυρικούς και στην πατριωτική ευωχία να ξεθωριάζουν κάποια γεγονότα ή στοιχεία που θα μπορούσαν να φωτίσουν πληρέστερα τις διαδικασίες που οδήγησαν στο εθνικό τόλμημα για αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού. Είναι ιστορικό λάθος να θεωρείται πως η επανάσταση του 1821 υπήρξε μία έξαρση τόλμης της στιγμής χωρίς επιφυλάξεις, προβληματισμούς και διλήμματα.

Μπορεί ο διαχρονικός πόθος της ελευθερίας και η ιδέα για έναν απελευθερωτικό αγώνα να επωάζονταν για πολύ χρόνο στους υπόδουλους Έλληνες ωστόσο η στρατιωτική πραγματικότητα (απουσία στρατού και ενός κεντρικού συντονιστικού οργάνου, οι συντριπτικά υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, δυσμενές διεθνές κλίμα…) λειτουργούσε ανασταλτικά στην πραγμάτωση του επαναστατικού οράματος. Μπορεί οι αγωνιστές του ’21 να επέδειξαν μίαν απαράμιλλη τόλμη, ωστόσο υπήρξαν κι αυτοί πολλοί ανθρώπινοι και γήινοι.

Τα τρία διλήμματα

Ο υπόδουλος Ελληνισμός καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα όταν ωρίμασαν οι συνθήκες για την εξέγερση δοκιμαζόταν  στο καμίνι τριών διλημμάτων. Το αδούλωτο φρόνημα έδινε τον δικό του αγώνα να υπερβεί τις αμφιβολίες και τον σκεπτικισμό που τροφοδοτούσαν τα τρία διλήμματα.

Το πρώτο δίλημμα εκφράστηκε μέσα από μία ερωτηματική διατύπωση: Να πολεμήσουν μόνοι τους ή με τη βοήθεια των Ξένων Δυνάμεων; Αυτό το δίλημμα το ξεπέρασαν γρήγορα όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επέδειξαν την ανάλογη προθυμία και βούληση. Η σκιά της Ιεράς Συμμαχίας έπεφτε βαριά πάνω σε κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης και ανατροπής του διεθνούς status quo. Οι όποιες φιλελληνικές φωνές και συμπάθειες εκφράστηκαν από κάποιους ηγέτες προσέκρουαν πάντα στην λεπτή ισορροπία των συμφερόντων με τις άλλες χώρες που διεκδικούσαν όλες τον αναγκαίο ζωτικό χώρο τους στην περιοχή. Ο Σολωμός απέδωσε ποιητικά με ακρίβεια την προσπάθεια των Ελλήνων να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των ξένων χωρών με αντικειμενικό στόχο την στρατιωτική βοήθεια.

«Μοναχή τον δρόμο επήρες/ εξανάλθες μοναχή∙/ Δεν είναι εύκολες οι θύρες/ εάν η χρεία τες κουρταλή»

Η μεταστροφή της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων που εκδηλώθηκε αργότερα (Ναυμαχία Ναβαρίνο…) ήταν αποτέλεσμα των νικών των Ελλήνων και της διαφαινόμενης κατάρρευσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Το δεύτερο δίλημμα σχετιζόταν με τις προϋποθέσεις που έπρεπε να καλλιεργηθούν σε επίπεδο ιδεολογικής και εθνικής αυτοσυνειδησίας. Η μία θέση πρέσβευε πως «αν δεν συνειδητοποιήσουν δεν θα επαναστατήσουν» δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης ως αναγκαίο όρο για την επανάσταση. Στην αντίπερα όχθη αναπτύχθηκε η θέση πως «αν δεν επαναστατήσουν δεν θα συνειδητοποιήσουν». Η θέση αυτή λογάριαζε ως αφετηρία κάθε αλλαγής την πράξη και όχι το στοχασμό. Στο τέλος επικράτησε η «τρέλα» του Κολοκοτρώνη και η μεγάλη ψυχή των ανώνυμων αγωνιστών. Ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με την Οθωμανική βαρβαρότητα διεκδικώντας το δικαίωμα να ζει ελεύθερη κάνοντας το όραμα πραγματικότητα.

Ελευθερία ή Θάνατος

Το τρίτο και κορυφαίο δίλημμα των εξεγερμένων Ελλήνων εκφράστηκε με εκείνο το απαράμιλλο και αποφθεγματικά διατυπωμένο «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ». Σημασιολογικά το δίλημμα παραπέμπει στο «Ζωή ή Θάνατος», αφού στη συνείδηση των Ελλήνων η Ελευθερία είναι ταυτισμένη με την Ελευθερία∙ «και οι Σουλιώτισες δεν ζούνε δίχως την ελευθερία». Η ελευθερία αποτελεί για τον Έλληνα τον αναγκαίο όρο για τη ζωή και η ζωή τροφοδοτεί με νέο περιεχόμενο κάθε φορά την Ελληνική ελευθερία. Ο θάνατος, ο άλλος πόλος του διλήμματος, δεν συνιστά μία «απουσία» αλλά μία επιλογή – κατάσταση που ακυρώνει την έλλειψη ελευθερίας και τον ανθρώπινο εξευτελισμό. Ο θάνατος προκρίνεται ως λύση όχι από μία πεσιμιστική διάθεση προς τη ζωή, όχι από δειλία, όχι από ένα πνεύμα παραίτησης και άρνησης της ζωής αλλά αντίθετα από ένα υψηλό φρόνημα, που στοχεύει στην υπέρβαση όλων εκείνων των παραγόντων που αλλοιώνουν τον πυρήνα της ζωής, την ελευθερία.

Το δίλημμα, λοιπόν, «Ελευθερία ή Θάνατος» εμπεριείχε μία δεινή διάζευξη που απέκλειε κάθε συμβιβασμό ή υποχώρηση: «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Οι εξεγερμένοι Έλληνες, αν και απόγονοι του Αριστοτέλη, του φιλόσοφου της Λογικής, δεν γνώρισαν ούτε αποδέχτηκαν τη ΜΕΣΟΤΗΤΑ ως αξία ζωής. Επέλεξαν τα άκρα, ως καταστάσεις που εμπερικλείουν το βαθύτερο νόημα της ζωής. Η διεκδίκηση της ελευθερίας με τίμημα το θάνατο για τους Ξένους ήταν ένας παραλογισμός με βάση τα αριθμητικά δεδομένα Ελλήνων και Τούρκων. Αυτός ο παραλογισμός και η αποκοτιά δεν μπόρεσαν να χωρέσουν στους κώδικες ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο δυτικός ορθολογισμός και η λογική της στατιστικής αδυνατούσαν να συλλάβουν το μέγεθος του τολμήματος αλλά και την ποιότητα του διλήμματος «Ελευθερία ή Θάνατος».

Το κορυφαίο αυτό σύνθημα στάθηκε η ιδιαίτερη εκδοχή της ζωής και αποτέλεσε ιστορικά τον κύριο συντελεστή της Ελληνικής ετερότητας, που χωρίς την αίσθηση και τη βίωσή της ο ελληνισμός δεν θα είχε ίσως συντηρηθεί ως ιδιαίτερη και ζωντανή εθνική και πολιτισμική μονάδα. Το Μεσολόγγι ύψιστο δείγμα ηρωισμού ανέδειξε με το δικό του τρόπο το νόημα του τραγικού διλήμματος: «με μίαν απόφασιν επροκρίναμεν ν’ αποθάνωμεν παρά να κλίνωμεν τον αυχένα».

Το δίλημμα, λοιπόν, «Ελευθερία ή Θάνατος» συμπύκνωσε την ηθική στάση ζωής των Ελλήνων στην διαχρονική τους πορεία. Κατέδειξε περίτρανα πως η ύπαρξη ενός έθνους και η επιβίωσή του στη φθορά του χρόνου και των εχθρών του δεν συνιστά προϊόν μόνον των υλικών παραγόντων αλλά ταυτόχρονα κι ενός άλλου στοιχείου που σημασιοδοτεί τη ζωή των ανθρώπων του και τους προφυλάσσει από την διαβρωτική λειτουργία της «συνήθειας» και της έγνοιας της υλικής επιβίωσης.

Αν η ιστορική λήθη λειτουργεί ως μία μορφή εθνοκτονίας άλλο τόσο αρνητικός είναι και ο ρόλος της εξιδανίκευσης του παρελθόντος και των αρετών της φυλής μας. Η καταγραφή των πραγματικών ιστορικών γεγονότων βοηθά στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό μας και στην κατανόηση της θέσης μας ως έθνος στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες.

Η αξία και η μοναδικότητα ενός εθνικού ιστορικού γεγονότος δεν είναι συνάρτηση της λαμπρότητας των επετειακών του εκδηλώσεων αλλά του βαθμού αποδοχής του από τις επόμενες γενιές. Το 1821 ευτύχησε να γίνει καθολικά αποδεκτό και να ενσωματωθεί στο αξιακό σύστημα των επόμενων γενιών αναδεικνύοντας την ελληνικότητα σε καθολική αξία.

Η απάντηση των Σουλιωτών προς τον Αλή πασά είναι ενδεικτική της βαθύτερης ουσίας του Ελληνισμού:

«Βεζύρ Αλή πασά σε χαιρετούμεν. Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα και από τα πουγκεία σου, και από τους ευτυχείς τόπους, τους οποίους υπόσχεσαι να μας δώσεις. Όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δεν πωλείται, ούτ’ αγοράζεται σχεδόν με όλους τους θησαυρούς της γης, παρά με το αίμα και θάνατον έως του τελευταίου Σουλιώτου… Όλοι οι Σουλιώτες μικροί και μεγάλοι».

 

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 Οι Έλληνες για να πάνε μπροστά, πρέπει να κοιτάζουν πίσω»

(Δ. Καμπούρογλου)

Στο μεταίχμιο δύο επετείων – 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 και 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή του 1921 – ο Έλληνας πολίτης νιώθει την ανάγκη να ισορροπήσει πάνω σε ένα δύσκολο τοπίο που το διαμορφώνουν οι αυστηροί κανόνες της λογικής και οι εξάρσεις του συναισθήματος. Κι αυτό γιατί οι επέτειοι λειτουργούν αμφίσημα. Από τη μια πλευρά μάς δίνουν την ευκαιρία για μία εις βάθος εθνική αυτογνωσία κι από την άλλη τονώνουν το εθνικό φρόνημα και τροφοδοτούν την «πατριωτική ευωχία».

Οι τρεις δρόμοι

Κάθε εθνική επέτειος μάς προκαλεί να διαβούμε με περίσκεψη τρεις δρόμους. Αρχικά τον δρόμο του παρελθόντος για να γνωρίσουμε καλά όλα εκείνα τα γεγονότα που σήμερα γιορτάζουμε χωρίς την απόκρυψη κάποιων που καταστρέφουν την εξιδανικευμένη εικόνα της φυλής μα. Αρνητική, επίσης, κρίνεται στο οδοιπορικό αυτό και η προβολή ιστορικών αναληθειών που διακονούν σκοπιμότητες και εξωραΐζουν την εθνική μας ιστορία – πορεία. 

Ο δεύτερος δρόμος είναι αυτός του παρόντος, του σήμερα για να ανιχνεύσουμε το κατά πόσο το «δοξασμένο» παρελθόν (1821) διαμορφώνει και διαποτίζει την συμπεριφορά μας ως άτομα και ως Έλληνες. Η «ηρωϊκή αποκοτιά» των αγωνιστών του 1821 σε ποιο βαθμό έχει ενσωματωθεί από τον σύγχρονο Έλληνα στο αξιακό του σύστημα; Ο πόθος για εθνική ελευθερία σε ποιο βαθμό συγκλονίζει το «πατριωτικό» Εγώ του σημερινού Έλληνα και ιδιαίτερα του νέου;

Στον τρίτο δρόμο του μέλλοντος οφείλουμε ως άτομα και ως «πατριώτες» να πραγματοποιήσουμε τα βήματά μας με βάση τις εμπειρίες, τη γνώση και τα διδάγματα του παρελθόντος αλλά και τις ανάγκες του αύριο. Αν ένα ιστορικό γεγονός και οι επετειακές εκδηλώσεις αδυνατούν να ερμηνεύσουν και να διδάξουν γρήγορα θα περιπέσουν στην ιστορική λήθη και στα ιστορικά αζήτητα. Όταν τα σύμβολα του ιστορικού παρελθόντος εξαϋλώνονται από τη φθορά του χρόνου και αναβιώνουν μόνον στις επετειακές εκδηλώσεις, τότε οφείλουμε ως εθνική κοινότητα να στοχαστούμε για το περιεχόμενο και την ανάγκη νέων συμβόλων. Κι αυτό γιατί η απουσία εθνικών συμβόλων προκαλεί εθνικές ανισορροπίες και λειαίνει το έδαφος για την εθνική ασυνέχεια.

Τα διδάγματα

«Ποτέ δεν αποτυχαίνουν αυτοί που πεθαίνουν για έναν μεγάλο σκοπό»

(Λόρδος Βύρων)

Η επανάσταση του 1821 δεν ανήκει σε εκείνες τις εθνικές επετείους που απλά μάς υποχρεώνει να θυμηθούμε τα γεγονότα του παρελθόντος. Δεν είναι μία δοκιμασία της ιστορικής μας μνήμης. Το 1821 ως γεγονός μάς διδάσκει, μάς διαπαιδαγωγεί, μάς φρονηματίζει, μάς συγκλονίζει και μάς παρακινεί να ζούμε και να αντιδρούμε ως άτομα, κοινωνία και έθνος έξω από τα συμβατικά όρια – πλαίσια και κανόνες που θέτουν η πεζή καθημερινότητα, οι ανάγκες της υλικής επιβίωσης και οι πολυποίκιλες αναγκαιότητες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές…).

Τα πρόσωπα – πρωταγωνιστές του ’21 ήταν πολύ ανθρώπινοι τύποι, απρόβλεπτοι, ακανόνιστοι και γήινοι. Είχαν όλα εκείνα τα «χαρίσματα» και τα γνωρίσματα που ήταν αναγκαία για την επίτευξη της εθνικής ελευθερίας μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς. Ο Κάλβος χώρεσε όλα αυτά σε δύο λέξεις: «Αρετήν και Τόλμη». Οι ήρωες του 1821 δεν ζητούν από εμάς σήμερα να αρκεστούμε στους φθηνούς πανηγυρισμούς, στα άχρωμα και άνευρα ζήτω και στις ατελέσφορες εθνικές δοξολογίες. Μάς ζητούν να διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη εκείνης της επαναστατικής περιόδου όχι από εθνική υποχρέωση και πατριωτικό καθήκον, αλλά γιατί πρέπει ως Έλληνες να αγαπάμε και να διεκδικούμε με πάθος και γνώση ό,τι χαρακτηρίζει και συνθέτει την ανθρώπινη ύπαρξη: Την ατελεύτητη εμμονή μας στην ελευθερία και στην εθνική αξιοπρέπεια – εθνικό φιλότιμο.

Ζητούν, δηλαδή, να υπερβούμε για λίγο τη λογική και συρματοπλέγματα ενός αρρωστημένου και αντικοινωνικού ατομικισμού και να αναζητήσουμε με επιμονή τα όρια ενός εθνικού και συλλογικού Εμείς.

Και όλα αυτά γιατί η επανάσταση του 1821 δεν αποτέλεσε μόνον την ληξιαρχική πράξη γέννησης του νεοελληνικού κράτους αλλά και την απαρχή μιας νέας αντίληψης για την ζωή, τον θάνατο, τον άνθρωπο, την ελευθερία και την πατρίδα.

«Είμαστε ωραίοι ως Έλληνες…»

Η επανάσταση του 1821 ως ιστορικό γεγονός ακύρωσε κάποιες ακλόνητες αλήθειες της διεθνούς διπλωματίας και των ειδικών στις πολεμικές επιχειρήσεις. Διέψευσε, επίσης, τις επιστήμες της λογικής του πολέμου και των στατιστικών της στρατιωτικής μάχης. Κι αυτό γιατί η «τρέλα» των αγωνιστών του ’21 δεν μπορεί να χωρέσει στην επιστήμη της ιστορίας και του πολέμου.

«Ο κόσμος μάς έλεγεν τρελούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί,

δεν εκάναμε την επανάσταση…».(Κολοκοτρώνης)

Η επανάσταση εκτός των άλλων πρόβαλε εμφαντικά τον ανθρώπινο ηρωισμό ως βασικό συστατικό στοιχείο του διαχρονικού ανθρώπου. Δίδαξε, δηλαδή, πως ο κεντρικός στόχος του ανθρώπου δεν είναι η απλή επιβίωση, αλλά η ζωή που πραγματώνεται μέσα σε συνθήκες προσωπικής ελευθερίας και εθνικής αυτονομίας.

Το 1821 κηρύσσει ακόμη και σήμερα την δικαίωση του ελεύθερου ανθρώπου αλλά και του ανυπότακτου ελληνικού φρονήματος που γνωρίζει, όμως, να πειθαρχεί στους νόμους της λεβεντιάς, του φιλότιμου και της εθνικής αξιοπρέπειας.

Τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 δοκιμάζουν την λογική μας, κεντρίζουν το θυμικό μας, αναδιαμορφώνουν το αξιακό μας σύστημα και σαλπίζουν αιώνιες αξίες και ιδανικά για τον διαχρονικό και οικουμενικό άνθρωπο. Θα ήταν ευτύχημα στο τέλος των επετειακών εκδηλώσεων να μπορούσαμε να βροντοφωνάξουμε απαλλαγμένοι από κάποια στοιχεία εθνικού ναρκισσισμού και παραφράζοντας τον γνωστό στίχο του Εγγονόπουλου:

                                          Είμαστε ωραίοι ως Έλληνες.