«Το θείον και οι νόμοι, ευ μεν αγόντων, εισίν ωφέλιμοι, κακώς δε αγόντων ουδέν ωφελούσιν»
(Όταν η θρησκεία και οι νόμοι εφαρμόζονται σωστά είναι ωφέλιμοι, αλλά όταν εφαρμόζονται λάθος δεν έχουν καμιά ωφέλεια, Σόλων)
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανεξαρτήτου αποτελέσματος και των εκατέρωθεν ευθυνών – έθεσε σε δοκιμασία την χρησιμότητα και αποτελεσματικότητα παραδοσιακών θεσμών, κινημάτων ή και ομάδων ανθρώπων. Κι αυτό γιατί κανένας θεσμός, πρόσωπο ή κίνημα δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον συγκεκριμένο πόλεμο παρόλη την ενημέρωση και τα μέσα που παρέχει η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη και διαπλανητική επικοινωνία. Το γεγονός αυτό προκαλεί έναν προβληματισμό αλλά και μία αμφισβήτηση για την αναγκαιότητα ύπαρξης αυτών των θεσμών, αφού αποδείχτηκαν ανεπαρκείς στο «μείζον», την αποτροπή ενός πολέμου στην Ευρώπη του 2022.
Όταν το διεθνές δίκαιο καταπατείται βάναυσα και όταν μία στρατιωτική επιχείρηση με όλα τα «αξεσουάρ» της (αεροπλάνα, τανκς, στρατιώτες…) βαπτίζεται από τον εισβολέα ως «πατριωτικό καθήκον», τότε ο κάθε πολίτης όπου γης αναρωτιέται προς τι η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα κάποιων θεσμών;
Κι αυτά τα ερωτήματα διατυπώνονται κι από ένα μεγάλο πλήθος Ρώσων στο εσωτερικό της χώρας. Και όλοι αυτοί οι θεσμοί και τα πρόσωπα δεν αποδείχτηκαν μόνον ανεπαρκείς στην πρόληψη – αποτροπή του συγκεκριμένου πολέμου, αλλά και αδύναμοι να επηρεάσουν τον υπαίτιο για την λήξη του, αφού άρχισε και προκάλεσε πολλά προβλήματα ανθρωπιστικού περιεχομένου (πρόσφυγες…).
Στην ομάδα των θεσμών, των κινημάτων και των προσώπων που αποδείχτηκαν αναποτελεσματικοί ανήκει ο Ο.Η.Ε., το Συμβούλιο Ασφαλείας, το Διεθνές Δικαστήριο, τα διάφορα κινήματα Ειρήνης, οι διπλωμάτες, οι διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις ή ακόμη και κάποιες ακτιβιστικές οργανώσεις, όπως και η ηχηρή απουσία των πνευματικών ανθρώπων. Ωστόσο η μεγάλη απούσα ήταν η Εκκλησία τόσο η Ορθόδοξη όσο και η Καθολική.
Οι αντιδράσεις των Εκκλησιών
Οι προκαθήμενοι των δύο χριστιανικών εκκλησιών εκτός από τη συνήθη καταδίκη του πολέμου, τις επιστολές προς τον Πούτιν και την παροχή κάποιας ανθρωπιστικής βοήθειας «ουδέν έτερον». Η Ρώσικη Εκκλησία έτσι κι αλλιώς είναι απόλυτα συντεταγμένη στα σχέδια και τις αποφάσεις του Ρώσου Ηγέτη. Η Ουκρανική Εκκλησία μετά την αναγνώρισή της από το πατριαρχείο Κων/λεως ως αυτοκέφαλη διέρρηξε τις σχέσεις της με την Ρωσική εκκλησία και ως εκ τούτου αδυνατεί να παρέμβει. Το ανησυχητικό έως απογοητευτικό είναι πως ο πόλεμος διεξάγεται από δύο ορθόδοξες χώρες και οι «ορθόδοξες οβίδες» σκοτώνουν ορθόδοξους στρατιώτες και άμαχους.
Όταν τελειώσει αυτός ο πόλεμος οι εκκλησίες και οι εκπρόσωποί της θα επαίρονται για το ανθρωπιστικό έργο και θα εκφράζουν την συμπάθειά τους στους πρόσφυγες. Ίσως – ίσως για εντυπωσιασμό να επισκεφτούν τις δομές των προσφύγων, να σφίξουν χέρια, να φωτογραφηθούν, να μοιράσουν δώρα στα μικρά παιδιά και να δηλώσουν τον «αποτροπιασμό» τους για τον πόλεμο. Ένας πόλεμος που ακυρώνει τα ορθόδοξα ήθη, και αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο των ανθρώπινων παθών που είναι ισχυρότερα από κάθε χριστιανική διδαχή και ηθική. Ένας πόλεμος που φανερώνει την υποκρισία κάποιων ηγετών στο βαθμό που η «θρησκευτική» τους εικόνα είναι μη συμβατή με τις αποφάσεις που λαμβάνουν για την κήρυξη – διεξαγωγή του πολέμου (επίσκεψη και προσκύνημα Πούτιν στο Άγιον Όρος).
Αναγκαίος ένας ακτιβισμός της Εκκλησίας
Η εκκλησία έχασε στον πόλεμο αυτό μία ευκαιρία για να δείξει τον ειρηνοποιό της ρόλο και τη δύναμή της. Έπρεπε να λειτουργήσει με τις πρακτικές ενός sui generis «θρησκευτικού ακτιβισμού». Πατριάρχης και Πάπας θα μπορούσαν μπαίνοντας στο ίδιο αεροπλάνο να «πετάξουν» για μία συνάντηση με τον Πούτιν στην Μόσχα. Σε περίπτωση άρνησης του Πούτιν οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να συλλειτουργήσουν στην κόκκινη Πλατεία απευθύνοντας έκκληση για συμμετοχή και στον πατριάρχη Ρωσίας κ. Κύριλλο. Έτσι θα κινητοποιούσαν και τους Ρώσους πολίτες – που δεν είναι λίγοι – σε αντιπολεμικές εκδηλώσεις. Γιατί αυτό που τόλμησε η Μαρίνα Οβσιανίκοβα στη ρωσική TV να μην το τολμήσουν οι θρησκευτικοί ηγέτες με τον τρόπο τους;
Η παραπάνω ενέργεια είναι πιο συμβατή με τη ζωή και τη δράση του Χριστού απ’ ό,τι οι πλατωνικές και άνευρες δηλώσεις τους για ειρήνη. Ο αντίκτυπος θα ήταν μεγάλος, αφού οι κάμερες όλου του κόσμου θα ήταν στραμμένες και θα εστίαζαν στο γεγονός αυτό της δυναμικής παρέμβασης των θρησκευτικών ηγετών. Αλήθεια πόση αντοχή θα μπορούσε να επιδείξει ο κ.Πούτιν και με ποια επιχειρήματα θα αντέκρουε το αίτημα για παύση του πολέμου; Μία τέτοια ενέργεια ίσως ξυπνούσε από το λήθαργο όλες τις χριστιανικές εκκλησίες του κόσμου αλλά και την παγκόσμια συνείδηση που αναλώνεται σε αναλύσεις του τύπου «Τα ίδια έκαναν και οι Αμερικάνοι».
Ίσως – ίσως αν αποτύγχανε η επίσκεψή τους στη Μόσχα θα μπορούσαν να κατασκηνώσουν για μέρες στις βομβαρδισμένες πόλεις της Ουκρανίας για να σταματήσουν την καταστροφή τους και τα κύματα των προσφύγων. Πόση βαρβαρότητα θα μπορούσε να επιδείξει ο Ρώσος ηγέτης βομβαρδίζοντας περιοχές όπου για διαμαρτυρία είχαν κατασκηνώσει οι θρησκευτικοί ηγέτες; Ποιος πολίτης ανά την υφήλιο δεν θα εκτιμούσε μία τέτοια στάση της εκκλησίας που θα αποδείκνυε με πράξεις ότι νοιάζεται για τον άνθρωπο και την ειρήνη και όχι για άλλα ξένα προς την ζωή και τις προσδοκίες των λαών του κόσμου;
Η εκκοσμίκευση της εκκλησίας
Κάποιοι, βέβαια, θα αντιτείνουν πως έργο της εκκλησίας είναι η «σωτηρία των ψυχών» και όχι η ανάμειξή της σε γεγονότα που ενέχουν και το στοιχείο της πολιτικής. Όμως τι να την κάνεις την «σωτηρία της ψυχής» όταν καταστρέφεται μία χώρα, όταν 3.000.000 άνθρωποι πήραν το δρόμο της φυγής και της προσφυγιάς (τα μισά είναι παιδιά) και οι μαχητές στην Οδησσό και το Κίεβο κινδυνεύουν να γίνουν ολοκαύτωμα ενός αναίτιου και παράλογου πολέμου; Όταν χύνεται αίμα άδικα και το σώμα πληγώνεται, τότε οι προσευχές και οι εκκλήσεις για πνευματική ανάταση και ψυχική σωτηρία είναι ατελέσφορες.
Πολλοί μιλούν για έναν εκκοσμικευμένο χριστιανισμό, φορέα κοσμικής εξουσίας, με εκκλησιαστικές ηγεσίες κατ’ όνομα χριστιανικές (και μάλιστα ορθόδοξες) στην ουσία, όμως, διεκδικήτριες κοσμικής εξουσίας και προβολής. Η εκκοσμίκευση συνιστά μία φαρισαϊκή συμμόρφωση στα πρότυπα της φιλαυτίας και του ανθρώπινου εγωισμού. Αποτέλεσμα αυτής της εκκοσμίκευσης είναι ο περιορισμός του ρόλου της θρησκείας στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι η μείωση της θρησκευτικότητας. Αυτός ο θρησκευτικός αποχρωματισμός και η περιθωριοποίηση της εκκλησίας αποδυναμώνει τόσο τον ρόλο της εκκλησίας και την παρεμβατική της δύναμη όσο και την εμπιστοσύνη των πιστών προς αυτήν.
«Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί»
Διάχυτη, λοιπόν, είναι μία υποβόσκουσα απογοήτευση για την απουσία της εκκλησίας από τον σημερινό πόλεμο. Ίσως όλοι μας περιμέναμε μία πιο έντονη διαμαρτυρία και καταγγελία. Ο Χριστός όταν διείδε κάποιο λάθος ή παραβίαση των ιερών κανόνων και του δικαίου μεταχειρίστηκε σκληρή γλώσσα εναντίον όλων εκείνων που θεώρησε υπεύθυνους: Το εμβληματικό «Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί» συνιστά το διαχρονικό ηθικό ράπισμα σε κάθε εξουσία που θυσιάζει τον άνθρωπο στα ανομολόγητα συμφέροντά της. Αντί αυτού, όμως, οι σημερινοί εκκλησιαστικοί ηγέτες περιορίστηκαν σε μία άνευρη επιστολή προς τον Ρώσο ηγέτη, σε μία καταγγελία διπλωματών.
Το σύγχρονο «κακό» και το «άδικο» απαιτούν έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης και μία εκκλησία να μην χάνεται στην τυπολατρία και σε κάποιους αναχρονιστικούς ιερούς κανόνες. Οι πιστοί και το εκκλησίασμα θέλουν μία εκκλησία καταγγελτική απέναντι στο άδικο και σε ό,τι υποβιβάζει ή αφαιρεί την ανθρώπινη ζωή. Θέλουν τους εκκλησιαστικούς ηγέτες να υψώνουν το δικό τους ανάστημα απέναντι στις «αμαρτίες» και ηθικές παρεκτροπές της πολιτικής εξουσίας.
Η χριστιανική Ευρώπη και οι εκκλησίες της Ευρώπης (Ορθόδοξες, Καθολικές…) έχασαν μία ευκαιρία για μία συν-ένωση ή σύμπραξη για την καταγγελία του άδικου πολέμου. Μία ευκαιρία για να αναδειχτεί η δύναμή της και να μη θεωρηθεί διάκονος των αυθαιρεσιών της πολιτικής εξουσίας (Ρωσική εκκλησία) και της ισορροπίας ή των ίσων αποστάσεων απέναντι στους «μεγάλους» της Γης.