Γράφει η Αργυρώ Μουντάκη //
Μπαμπά.(μια κανονική ημέρα), Αντώνης Δούμας-Κανάκης, Εκδόσεις Ιανός, 2015, σελ. 80
«Η
ύπαρξή του για μένα είναι η βασικότερη πηγή δύναμης. Το βασικότερο
σημείο αναφοράς, η μοναδική σταθερά, η πυξίδα. Πώς με αμολάς, ρε φίλε,
στα καλά καθούμενα, νυχτιάτικα, στις φουρτουνιασμένες θάλασσες και μου
παίρνεις την πυξίδα μου. Τι να κάνω, δηλαδή, εγώ τώρα; Πού να πάω; Πού
να στρίψω;» (σελ. 57)
Αντιμέτωπος με τον θάνατο, με την πιο σκληρή έκφραση της ζωής, ο Αντώνης Δούμας-Κανάκης ζητάει να μας επικοινωνήσει, στους άγνωστους φίλους του, την θλίψη του για την απώλεια του αγαπημένου του πατέρα. Είκοσι ημέρες από την στιγμή της ασθένειας του πατέρα του έως την κατάληξη του, περιγράφονται με σαφήνεια στην ένταση των συναισθημάτων, με γλαφυρότητα στις καταστάσεις και με τη δυνατόν νηφαλιότητα δεδομένου ότι ο συγγραφέας δεν έχει προλάβει να πάρει αποστάσεις από το τραγικό γεγονός. Και αυτό θέλει και ο ίδιος απ' ότι φαίνεται: Να μιλήσει εν θερμώ. Να επικοινωνήσει τον πόνο και την απύθμενη θλίψη του, ίσως όχι για να ξορκίσει το κακό, αυτό δύσκολα ξορκίζεται, αν ξορκίζεται ποτέ, αλλά για να πει στους φίλους του, στους ανθρώπους που τον διαβάζουν, που ενδεχομένως τον ξέρουν και τον παρακολουθούν χρόνια από τα μέσα, να τους προτρέψει να απολαμβάνουν τις στιγμές με τους αγαπημένους τους, να ζουν τις στιγμές μαζί τους, να εκφράζουν την αγάπη τους.
[.] «Είχα πολλή δουλειά εκείνη την ημέρα. Τον κοιτούσα
από το παράθυρο χωρίς να με αντιληφθεί και σκέφτηκα "βγες έξω, βρε, να
τον χαιρετήσεις, να τον αγκαλιάσεις, κάποτε δεν θα είναι εδώ". Αυτό
σκέφτηκα μερικές ημέρες πριν! Αμέσως έδιωξα αυτή τη σκέψη από το μυαλό
μου. Δεν μου άρεσε να σκέφτομαι ότι κάποτε δεν θα είναι εδώ. Την έδιωξα,
αλλά το σκεφτόμουν ακόμη. να βγω, να μη βγω. Συνέχισα να κατεβαίνω τις
σκάλες και ξεκίνησα τις δουλειές μου. Δεν βγήκα ποτέ εκείνη την ημέρα.
Δεν μιλήσαμε ποτέ εκείνη την ημέρα.» (σελ. 20)
Ο Αντώνης Δούμας-Κανάκης εκφράζει με κραυγή απόγνωσης την απώλεια του πατέρα του, δίχως να θέλει να τραβήξει τα αδιάκριτα βλέμματα όμως, σίγουρα όμως θέλοντας να παρακινήσει την ανθρωπιά των ανθρώπων στους δικούς τους ανθρώπους.
«Έχω περάσει πολλές στιγμές μόνος μου, πολλά χρόνια μόνος
μου, πρώτη φορά αισθάνομαι πραγματικά μόνος μου. Μια απέραντη μοναξιά.
Νιώθω έναν κόσμο δισεκατομμυρίων γαλαξιών, έναν πλανήτη δισεκατομμυρίων
ανθρώπων, τελείως άδειο. Έρημο. Δέχομαι επίθεση ενοχών, πονάνε τα σωθικά
μου. Κραυγάζω μόνος μου, με βρίζω, με βρίζω, με βρίζω συνέχεια.
Έρχονται στο μυαλό μου όλες οι στιγμές που του φώναξα, όλες οι στιγμές
που δεν του έδωσα τη σημασία που του άξιζε, όλοςο κόσμος που θα μπορούσα
να ξοδέψω μαζί του και δεν το έκανα και σπαράζω, πονάω όπως ποτέ άλλοτε
και με βρίζω.» (σελ.20)
Ο θαυμασμός του για τον πατέρα του είναι διάχυτος σε όλο το βιβλίο,
σε κάθε αράδα, σε κάθε λέξη, σε κάθε τόνο και θαυμαστικό που βάζει στο
κείμενό του:
«Γενικότερα, είχε μεγάλο ταλέντο στην ευτυχία. Τα λίγα,
τα απλά, τα καθημερινά, τα σημαντικότερα, δηλαδή, που οι περισσότεροι τα
θεωρούμε πολλές φορές ασήμαντα, αυτά τον κάνανε ευτυχισμένο.» (σελ. 29)
Ξέχειλη πίσω από τις γραμμές και ανάμεσα σε αυτές, στο μελάνι που
χαϊδεύει απαλά το τρυφερό χαρτί, είναι η αγάπη του για τον πατέρα του.
[.] «Που με μεγάλωσε με τα βασικότερα συστατικά, αγάπη,
ασφάλεια, εμπιστοσύνη, ελευθερία. Που μου ενέπνευσε τα ανεκτίμητα
ιδανικά της καλοσύνης, της δικαιοσύνης, της αλήθειας, της εντιμότητας,
της ευγνωμοσύνης, της αφοσίωσης, της εργατικότητας, της προσφοράς, της
αξιοπρέπειας, της αγάπης.» (σελ.66)
Είναι πολύ συγκινητικό κείμενο, ανθρώπινο, απτό, ρεαλιστικό και
συναισθηματικό συνάμα, δίχως να επιδιώκει να είναι λογοτεχνία,
καταφέρνει όμως να είναι, λογοτεχνία, όπως κάθε φορά που στο χαρτί
αποτυπώνεται η αλήθεια μιας ζωής, η αλήθεια ενός ανθρώπου. Περνώντας από
όλα τα συναισθηματικά στάδια, την άρνηση, το θυμό, τη διαπραγμάτευση
και την αποδοχή, όλα αυτά τα στάδια της ψυχολογικής θεωρίας
περιγράφονται ένα προς ένα, δίχως όμως να ονομάζονται, από τον συγγραφέα
που τα βιώνει έντονα και οδυνηρά.
«Τον Θάνατο δεν τον φοβάμαι πλέον, γιατί αρχίζω και
ψυλλιάζομαι πως ό,τι και να κάνει ο γαμημένος, πάντα χαμένος θα βγαίνει.
Πάντα η αγάπη θα κερδίζει. Όσο αυτός επιμένει και όποτε εμφανίζεται,
τόσο θα αναδεικνύει την αγάπη. Αυτήν δεν μπορεί να την σκοτώσει και αυτό
είναι που τον σκοτώνει τελικά. [.] Πάντα η αγάπη τον νικάει. Πάντα τον
ακυρώνει. Πάντα του θυμίζει ποιος είναι το αφεντικό. Ένας αποτυχημένος
και μισός είναι.» (σελ. 69)
Το βιβλίο κλείνει σίγουρα με την θλίψη που συνοδεύει τον συγγραφέα
του, αλλά και με την περηφάνια ότι είχε πατέρα έναν ξεχωριστό άνθρωπο,
στον οποίο -γίνεται σαφές μέσα από το βιβλίο- οφείλεται σε πολύ μεγάλο
βαθμό αυτό που είναι σήμερα ο Αντώνης Δούμας-Κανάκης, ένας επαγγελματικά
επιτυχημένος άνθρωπος, με αυτοπεποίθηση και σταθερότητα στο βλέμμα και
στις θέσεις του.
Συλλυπητήρια στον ίδιο και την οικογένειά του, συγχαρητήρια για την αλήθεια του γραπτού του και την σεμνότητα, αγνότητα του κειμένου του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣΣυλλυπητήρια στον ίδιο και την οικογένειά του, συγχαρητήρια για την αλήθεια του γραπτού του και την σεμνότητα, αγνότητα του κειμένου του.