Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.11.15

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ Συνώνυμο του καλού Ραδιοφώνου. 'Ενας κορυφαίος ραδιοφωνάνθρωπος

Ο Γιώργος Παπαστεφάνου Ήταν Πάντα Εκεί, Φίλες και Φίλοι καλησπέρα η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σ' έναν άνθρωπο του ραδιοφώνου, σ' έναν άνθρωπο που μας έχει κρατήσει πολλές ώρες συντροφιά στο ραδιόφωνο κυρίως, αλλά και στην τηλεόραση. Κύριε Παπαστεφάνου σας ευχαριστούμε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.
Στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, σε όλες τις σημαντικές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Διαβάστε τις ιστορίες μιας συναρπαστικής ζωής ενός ανθρώπου που ήταν πάντα πολλά παραπάνω από μια υπέροχη φωνή.
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS
Το όνομα του έγινε συνώνυμο του ραδιοφώνου. Ή μάλλον του καλού ελληνικού ραδιοφώνου. Θέλεις η φυσική ευγένεια; Θέλεις η καθαρότητα της γνώριμης φωνής; Θέλεις το χαμόγελο που αντιλαμβάνεσαι ότι διαγράφεται στο πρόσωπό του όταν μιλάει στο μικρόφωνο; Θέλεις το μοναδικό, πολύπλευρο ταλέντο του που κατέστησε επιτυχημένο το πέρασμά του και από την τηλεόραση, ενώ τον καθιέρωσε και ως σημαντικό στιχουργό αγαπημένων διαχρονικών τραγουδιών; Επισκεφθήκαμε τον Γιώργο Παπαστεφάνου ένα απόγευμα στο σπίτι του στο Παγκράτι κι απλά αφήσαμε το κασετοφωνάκι (και την κάμερα) να γράφει. Ο λόγος του είναι ανακουφιστικός, η αφήγηση του καθηλωτική, οι ιστορίες πάμπολλες - σχεδόν σαν να περνάει μπροστά σου η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού των τελευταίων 50+ χρόνων. Απολαύστε μια ζωή τόσο συναρπαστική όσο μια καλοφτιαγμένη ραδιοφωνική εκπομπή, γεμάτη εκπλήξεις.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα κοντά στην Ομόνοια, στην Αγίου Κωνσταντίνου. Στα Δεκεμβριανά απείλησαν ότι θα ανατινάξουν την πολυκατοικία που μέναμε και φύγαμε. Ήταν από τις πρώτες της Αθήνας-κτίριο του 1926- και υπάρχει ακόμα.
AdTech Ad
Η μητέρα μου ήταν μεγαλοαστή με καταγωγή από την Ρόδο και την Αίγυπτο. Πρώτα ξαδέλφια της μητέρας μου ήταν οι Νίκος και Μανώλης Κάσδαγλης.  Στο σπίτι του Μανώλη που ήταν παντρεμένος με την ποιήτρια Λίνα Κάσδαγλη (και γιος τους είναι ο Χριστόφορος, δημοσιογράφος και συγγραφέας σήμερα), γνώρισα  πολλά πρόσωπα της λογοτεχνίας. Το περιβάλλον ήταν αυτό που λέμε «πνευματικό».
Η οικογένεια του πατέρα μου, αντίθετα, δεν ήταν μεγαλοαστική. Ο παππούς μου ήταν παπάς και λεγόταν Στέφανος. Έτσι  προέκυψε το επώνυμό μας. Δεν τον πρόλαβα, αλλά μου είπαν ότι ήταν αντάρτης και φανατικά βενιζελικός, κάνοντας φυλακή για αυτό. Παπάς ήταν και ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα μου και επιστήθιος φίλος του Καζαντζάκη. Από την αλληλογραφία τους φαίνεται μεγάλη αλληλοεκτίμηση ανάμεσά τους.
Στο σπίτι πάντα κυκλοφορούσαν δύο εφημερίδες, κάτι που με έκανε να απορώ. «Για να δεις ότι καθένας τα σερβίρει με τον τρόπο του», έλεγε ο πατέρας μου. Στη Βαρβάκειο είχα μάλιστα συμμαθητή τον γιο του Κυριαζή, διευθυντή του Έθνους. Όταν τον ρώτησα γιατί στην αρχή στήριζαν μια παράταξη και στη συνέχεια άλλη, μου είπε: «Δε μας έδιναν ατέλεια χάρτου». Όλα αυτά με βοήθησαν να δω το παρασκήνιο από πρώτο χέρι όταν μπήκα στην ΕΡΤ. Με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, μέχρι τη δικτατορία, η γεύση ήταν ίδια.
Το εργοστάσιο του πατέρα μου έβγαζε μια επιτυχημένη φίρμα από μπαταρίες. Από εκεί απέκτησα το πρώτο τρανζίστορ,  στα 7 μου. Κι έλεγα ότι ήθελα να γίνω ραδιοφωνικός εκφωνητής, αν και ο πατέρας μου ήθελε να συνεχίσω την δουλειά στο εργοστάσιο Σε ηλικία οκτώ χρόνων με έβαλε να δουλεύω τα απογεύματα του Σαββάτου με χαρτζιλίκι οκτώ δραχμών. Όντας όμως ξεμυαλισμένος, τραγουδούσα συνεχώς παρασύροντας και τις εργάτριες, με αποτέλεσμα να με απολύσει. Πάντως, αν και δεν μου το καλλιεργούσαν από το σπίτι, η ιδιότητα του κληρονόμου της επιχείρησης ήταν ένας εφιάλτης που με ακολούθησε για χρόνια. Αργότερα, έκανα μια ιδιαίτερη συλλογή. Όταν βγήκαν οι αυτόματοι τηλεφωνητές, δεν σήκωνα τηλέφωνα σε γενέθλια και γιορτές. Άφηνα τον τηλεφωνητή να απαντήσει και στο τέλος έκανα μια ωραία συλλογή με τις φωνές φίλων και γνωστών που μου εύχονταν.
Οι γονείς μου με πρωτοπήγαν στο θέατρο. Έχω δει την Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Πιλάβιο να παίζουν σε παραμύθι του Άντερσεν, σαν παιδιά-θαύματα. Μέσα σε έναν χειμώνα είδα την Κυβέλη στο Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας, τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή με Νέζερ-Βαλάκου και σε πρώτη εμφάνιση την Αλίκη! Επίσης, είδα τον Λογοθετίδη στην Σάντα Τσικίτα και το Θανασάκης ο Πολιτευόμενος με Ηλιόπουλο και Συνοδινού. Εκεί κατάλαβα  τη βρωμιά και το ψώνιο της πολιτικής. Ήμουν δε μέλος στην κινηματογραφική λέσχη από τα 15.  Εκεί πηγαίναμε κάθε Κυριακή πρωί ανελλιπώς, χάνοντας ακόμα κι εκδρομές. Τις προβολές προλόγιζαν προσωπικότητες όπως οι Αγλαΐα Μητροπούλου, Ρωζίτα Σώκου, Λέων Καραπαναγιώτης, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Την πρώτη φορά που πήγα μίλαγε η Ροζίτα. Θεωρώ ότι εκείνη μας έμαθε σινεμά.
Σιχαίνομαι τον τηλεθεατή που βλέπει μια εκπομπή που έχει να πει μια ιστορία κι εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο ή σαχλαμαρίζει.

Τον επόμενο χρόνο ο Κακογιάννης θα έκανε ταινία την Eroica του Κοσμά Πολίτη που βασίζεται σε παιδιά. Έβγαλε ανακοίνωση για οντισιόν στο θέατρο Αλίκη και ένας φίλος μου που ήθελε να γίνει ηθοποιός  μου ζήτησε να πάμε παρέα για να συμμετάσχει. Μόλις με είδε ο Κακογιάννης είπε «εσένα σε θέλω». Τα γυρίσματα ξεκινούσαν με ένα μπαλ μασκέ σε ένα σπίτι της Κηφισιάς, ενώ τα εξωτερικά θα γίνονταν στον Πόρο. Έζησα όλο το παρασκήνιο με τα κοστούμια του Τσαρούχη και την Ελευθερία Κωνσταντινίδου να τραγουδάει «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Έτσι το πρωτάκουσα και όχι από τον Καζαντζίδη. Πήγα για δύο βραδιές στο γύρισμα όπου γνωρίστηκα με δυο παιδιά, τον ζωγράφο  Δήμο Σκουλάκη  και έναν νέο ηθοποιό που ήρθε να δει πώς γίνεται ένα γύρισμα. Το δεύτερο βράδυ με παρακάλεσε να του δανείσω ένα εικοσάρικο γιατί του άρεσε μια Εγγλέζα και ήθελε να της «κολλήσει». Του το έδωσα, αλλά δεν ξαναπήγα σε γύρισμα λόγω του σχολείου. Μετά από τρία χρόνια τον συνάντησα στον δρόμο και μου είπε «να σου γνωρίσω την γυναίκα μου». Ήταν η Εγγλέζα, η οποία μου θύμισε ότι μου χρωστούσαν είκοσι δραχμές. Της είπα ότι ήταν το γαμήλιο δώρο μου. Ο νεαρός ηθοποιός ήταν ο Γιάννης Βόγλης.

Με έναν άλλο φίλο μου είπαμε στην Ελένη Χαλκούση ότι θέλαμε να γίνουμε ηθοποιοί. Μόλις το άκουσε, τρόμαξε. «Όχι, δεν θέλουμε άλλους ηθοποιούς. Θέλουμε καλούς θεατές στην πλατεία», είπε. Αυτούς τους καλούς θεατές της πλατείας είχα στο μυαλό μου όταν έκανα τις εκπομπές στην τηλεόραση. Σιχαίνομαι τον τηλεθεατή που βλέπει μια εκπομπή που έχει να πει μια ιστορία κι εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο ή σαχλαμαρίζει.
Το '58 ξεκίνησε, στο δεύτερο πρόγραμμα, μια εκπομπή με πιο εξευγενισμένα  λαϊκά, όπως την «Συννεφιασμένη Κυριακή», την «Αρχόντισσα» κ.ά. Δεν είχα βρεθεί σε λαϊκό κέντρο κι από λαϊκό τραγούδι ήξερα μόνο ότι παιζόταν στα διαλείμματα του σινεμά. Εντυπωσιάστηκα. Κράτησα το όνομα της παραγωγού και σκέφτηκα να της τηλεφωνήσω κάποια στιγμή. Ήταν ήδη τέλος του '59 όταν την πήρα. Ήταν η Φραγκίσκη Ψαχαροπούλου-Καρόρη. Το σήκωσε ο πατέρας της και μου είπε ότι βρισκόταν στο μαιευτήριο γιατί μόλις είχε γεννήσει (την Τζουλιέτα Καρόρη). Εκείνος νόμιζε ότι το τηλεφώνημά μου ήταν επαγγελματικό και ζήτησε το τηλέφωνό μου να της το δώσει. Στις 11 Φεβρουαρίου μου τηλεφώνησε και με ξετίναξε επί δύο ώρες με διάφορες ερωτήσεις από την ηλικία μου μέχρι λογοτεχνία, θέατρο και πολλά άλλα. Στο τέλος μού είπε ότι της έκανα για το ραδιόφωνο  και την επόμενη θα μιλούσε στους υπεύθυνους του σταθμού. Με ρώτησε αν η οικογένειά μου είχε κάποια γνωριμία στην ΕΡΤ. Εκείνη την περίοδο ήταν τεχνικός διευθυντής κάποιος Ασλανίδης, παιδικός φίλος της μητέρας μου. Μόλις κλείσαμε πήγα ενθουσιασμένος στους γονείς μου και τους τα είπα. Ο πατέρας μου συμφώνησε αρκεί να έπαιρνα το πτυχίο μου πρώτα. Είπα στη μητέρα μου να τηλεφωνήσει στον Ασλανίδη. Μόλις του είπε τι θέλαμε εκείνος απάντησε «γιατί θέλεις να καταστρέψεις το παιδί;». Τελικά, συμφώνησαν να πάω στο γραφείο του. Όταν συναντηθήκαμε είπε «θέλεις πραγματικά να πεθάνεις μέσα στην ραδιοφωνία;». Η Καρόρη είχε ήδη μιλήσει σε κάποιον Σιάσκα που ήταν διευθυντής, τον οποίο αναγκάστηκε να πάρει και ο Ασλανίδης. Μπροστά μου του είπε, «θα σου τον στείλω, αλλά μην τον πάρεις γιατί θα τον καταστρέψεις».
Όταν ξεκίνησα υπέγραψα ένα χαρτί που έλεγε ότι θα με δοκιμάσουν για δύο μήνες  χωρίς καμία οικονομική απαίτηση. Κόλλησα επάνω στην Φραγκίσκη με απίστευτο πάθος.  Άρχισα με κάτι ψευτοεκπομπές και στο δίμηνο μου δίνουν να κάνω κάτι δύσκολο. Έπρεπε σε μια ώρα να χωρέσω πενήντα ρεφρέν τραγουδιών. Τα δύο τελευταία ήταν της Μελίνας. Την επομένη πήγα στο μαγαζί Κύκλος της Ρηνιώς Παπανικόλα  και μου λέει η υπάλληλος «άκουσα χθες μια καταπληκτική εκπομπή σας». Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας πελάτης και λέει «άκουσα χθες το απόγευμα δυο τραγούδια της Μελίνας σε μια καταπληκτική εκπομπή». Κοκκίνισα και του είπα «εγώ την έκανα». Έτσι, άρχισα λιγάκι να «ψηλώνω». Στην ραδιοφωνία μόλις με έβλεπαν, μου έλεγαν «Τι πράγμα ήταν αυτό χθες;». Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Κατά τις 11 μου τηλεφώνησαν από το γραφείο του Σπυρομήλιου να μου πουν ότι προσλαμβάνομαι. Ήταν 15 Φεβρουαρίου του '60.
Ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε ότι ήθελε να τα πει μόνος του. Πώς θα έλεγα κάτι τέτοιο στην Μπέλλου; Την πήρα τηλέφωνο και πριν πω οτιδήποτε, το είχε καταλάβει «Ξέρω, είναι του βλάχου το κόλλημα. Θα έρθω για ένα τραγούδι».
 Το ΄72 με έβγαλε η Χαραμή με το ζόρι στην τηλεόραση. Από τη μία θεωρούσα ότι η τηλεόραση δεν ταιριάζει σε άνθρωπο με λίγα μαλλιά και γυαλιά και από την άλλη ήξερα ότι σου κόβει την ιδιωτική ζωή. Το είχα ζήσει με τον Σπανό που ανέκαθεν ήταν πρόσχαρος άνθρωπος. Όταν πηγαίναμε στα κέντρα τον αναγνωρίζανε και μόλις του μιλούσαν, εκείνος, άθελά του, μαγκωνόταν. «Αυτό είναι η δημοσιότητα, σκλαβιά», σκεφτόμουν.
Οι εκπομπές μου γίνονταν πάντα με σενάριο. Έχω φέρει τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου  ή την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ να μου γράψουν κείμενα. Ήταν σημαντικό να τους έχω. Επίσης, σημαντικοί ήταν οι συνδυασμοί τραγουδιστών όπως Μαρινέλλα-Μπέλλου. Παρόλ' αυτά, δεν πίστευα ότι όσα κάναμε ήταν κάποιο είδος παρακαταθήκης. Μαζί με τους συνεργάτες μου κάναμε το κέφι μας. Πολλά από αυτά δεν τα πληρωνόμασταν. Απλά, γνωρίζαμε ότι από την άλλη πλευρά υπήρχαν άνθρωποι (τηλεθεατές ή ακροατές) που το εισέπρατταν.
Ας πούμε, η Ρόζα Εσκενάζι δεν ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε στην τηλεόραση. Την γνώρισα σε μια μπουάτ, στην Πλάκα, που είχε κάνει η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου και έφερνε μόνο παλιούς, ξεχασμένους ρεμπέτες. Η εμφάνισή της όμως  στην εκπομπή μου ήταν η πρώτη σε τηλεοπτικό στούντιο. Θυμάμαι ότι ξαφνιάστηκε με τον έντονο φωτισμό. Ήταν Μάιος και  όταν τελειώσαμε και βγήκε στο φως του ήλιου, είπε «μπα, μέρα είναι ακόμα;». Ήταν μια γόησσα, παρόλο που ήταν ηλικιωμένη. Περισσότερο από όλους όμως, με γοήτευσε η  Μοσχολιού. Ήταν ένα αντράκι με πολλή λεβεντιά, μπέσα και χιούμορ. Παρόλο που δεν ήταν μορφωμένη, μιλούσε υπέροχα. Η Ρεζάν μου έλεγε «η Μοσχολιού είναι η μόνη που ξέρει να δίνει συνεντεύξεις».

Στη Μουσική Βραδιά έκανα μια εκπομπή με τον Γιώργο Νταλάρα. Την  ημέρα της προβολής, με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής της ΕΡΤ Φώτης Μεσθεναίος και μου είπε ότι θα του άναβα φωτιές γιατί ο Νταλάρας θα έλεγε το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» του Λοΐζου που μιλούσε για απεργίες. Παρόλο που αυτό το κομμάτι ακουγότανε στα διαφημιστικά της Μίνος, σε όλες τις ραδιοφωνικές εκπομπές, μου είπε ότι θα το έκοβε. Ενημέρωσα τον Νταλάρα που εκνευρίστηκε πολύ, αλλά για χάρη μου δεν το έκανε θέμα. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής του ζήτησα να πει μια στροφή από το «Δέντρο» του Λοΐζου, χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν ύμνος της ΚΝΕ. Είπε την στροφή και μετά από δύο μέρες βγήκε μια εφημερίδα γρόφοντας ότι κάναμε κομμουνιστική προπαγάνδα. Εκείνη την περίοδο, ετοίμαζα για επόμενο θέμα τα «Τραγούδια Διαμαρτυρίας» της Φαραντούρη, αλλά ο Μεσθεναίος μου είπε να το ξεχάσω. Τελικά, έκανα μια «ανώδυνη» εκπομπή με τραγούδια αγάπης. Θυμήθηκα που είχα πρωτοβγάλει την Άννα Βίσση στην τηλεόραση το '74, στις Χρυσές Φωνές και μου είχαν κάνει εντύπωση η εξυπνάδα, το θάρρος και η ομορφιά της. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλή κι επιβεβαιώθηκα.
Η Μπέλλου με έφερε σε επαφή με τον Τσιτσάνη για να κανονίσουμε την εκπομπή που θα έβγαιναν μαζί. Όταν φτάσαμε στο τι τραγούδια θα έλεγαν, ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε ότι ήθελε να τα πει μόνος του. Πώς θα έλεγα κάτι τέτοιο στην Μπέλλου, αφού το είχαμε ξεκινήσει με εκείνη; Την πήρα τηλέφωνο και πριν πω οτιδήποτε, το είχε καταλάβει «Ξέρω, είναι του βλάχου το κόλλημα. Θα έρθω για ένα τραγούδι». Ήταν συγκλονιστικό. Την ώρα που άνοιξε το στόμα της και είπε «Σαν απόκληρος γυρίζω» ανατρίχιασα!

Αυτό το είχα ξαναζήσει μαζί της, όταν την πρωτοάκουσα στη «Νήσο Ύδρα», στην Κολοκυνθούς. Ήταν στη δεύτερη καριέρα της κάπου στο '65, όταν ήμουν φαντάρος. Είχε χαθεί για δυο χρόνια και μόλις μάθαμε ότι τραγουδάει εκεί, πήγαμε. Μάλιστα, βάλαμε μια εκφωνήτρια του σταθμού ενόπλων δυνάμεων που την γνώριζε να κλείσει τραπέζι. Φανταζόμασταν ότι θα έχει ουρά από κόσμο. Τελικά, το κέντρο ήταν άδειο. Είχε ακόμα αποκριάτικο διάκοσμο, παρόλο που είχε περάσει το Πάσχα. Επίσης, εκεί έπαιζε και η ορχήστρα του σπουδαίου Γιώργου Ροβερτάκη. Η Σωτηρία ήρθε στο τραπέζι μας και της ζητήσαμε να μας πει ένα τραγούδι εκεί, παρεΐστικα. Άρχισε να λέει την «Αχάριστη» και τρελαθήκαμε .
Είχα τη χαρά να ζήσω πολλές τέτοιες στιγμές. Έζησα όμως και το αντίστροφο, όπως όταν είχε έρθει ο κλασικός βιολιστής Σλόμο Μιντς  να εμφανιστεί στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Θα παρουσίαζα την συναυλία του και πήγαμε για πρόβα. Στο θέατρο ήμαστε εμείς της ΕΡΤ, κάποιοι του θεάτρου, κάποιοι του φεστιβάλ και η ορχήστρα με τον Μιντς κάτω από ένα ρομαντικό φεγγάρι. Καθώς άρχισε να παίζει το κοντσέρτο, είπα μέσα μου: «Τι ευτυχία! Να κάνεις το επάγγελμα που αγαπάς και να ζεις αυτή τη στιγμή». Την ώρα που τα σκεφτόμουν αυτά, ακούω έναν εικονολήπτη να λέει «τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα τελειώσεις καμιά φορά να πάμε σπίτι μας;».
Μου έχει τύχει καλεσμένος  που απαντούσε μονολεκτικά. Ήταν την περίοδο της χούντας κι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε εξαιτίας της λογοκρισίας. Είχα καλεσμένο τον Αντώνη Καλογιάννη που ήταν ο τραγουδιστής του Μίκη στο εξωτερικό. Ήταν ομιλητικότατος, αλλά είχαμε την έννοια μην πει κάτι περίεργο. Ξεκίνησα με την πρώτη ερώτηση και μου απαντάει «ναι». Συνεχίζω με την δεύτερη και λέει «όχι» κ.ο.κ. Τελικά, διέκοψα και του είπα ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε έτσι εκπομπή. Την ξανακάναμε και την απλώσαμε. Επίσης, μου έχει τύχει να γράψω την απάντηση καλεσμένων μου όταν κάποιοι (δεν λέμε ονόματα) δεν μπορούσαν να τα πουν.
Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης είναι συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς και νομίζω ότι αδικήθηκαν που έζησαν σε μικρή χώρα. Μιλούν όλοι για τους αμερικάνους τραγουδοποιούς όπως οι Μπερτ Μπάκαρα και Χένρι Μαντσίνι που όμως δεν είναι τίποτα μπροστά τους.
 Υπήρξε μια εποχή που το τραγούδι αφορούσε πολύ τον κόσμο. Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης το είχαν κάνει πρωτοσέλιδο! Αισθανόσουν ότι συνέβαιναν καυτά πράγματα. Επίσης, ήταν εποχή που κοιτούσαμε ψηλά. Η Ελλάδα έπαιρνε Νόμπελ, τα θέατρα Τέχνης κι Εθνικό ακούγονταν στο εξωτερικό, είχαμε το Ποτέ την Κυριακή με τη Μελίνα, ο Χατζιδάκις με «Τα παιδιά του Πειραιά», ο Θεοδωράκης που μελοποιούσε ποιητές. Ήταν  μια εποχή που ο πολιτισμός μας αφορούσε όλους και υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι μπορεί ο κόσμος να αλλάξει. Πολύς κόσμος που δεν ήταν της μουσικής ασχολήθηκε με το τραγούδι είτε γράφοντας στίχο είτε γρατζουνώντας μια κιθάρα είτε τραγουδώντας. Στα πρόσωπα που πέρασαν από τις μπουάτ συναντάμε πολλούς ηθοποιούς, ζωγράφους, φοιτητές. Δεν ξεκίνησαν όλοι να κάνουν μουσική. Μέσα σ' αυτό το κλίμα έγραψα κι εγώ στιχάκια, χωρίς ποτέ να πιστέψω ότι έχω κάποιο ταλέντο. Τον πρώτο καιρό «κρυβόμουν». Κάθε φορά που ένα τραγούδι μου γινόταν επιτυχία δεν το πίστευα, όπως δεν πιστεύω και σήμερα ότι μερικά από αυτά έχουν αντοχή στον χρόνο. Ήταν μια παρένθεση για την οποία χαίρομαι πολύ. Μέσα σ' αυτό το παιχνίδι των στίχων ανακάλυψα καλλιτέχνες όπως οι Καίτη Χωματά, Αρλέτα, Γιάννης Σπανός (ενώ στο ραδιόφωνο είχα την πρώτη παρουσίαση του Σταύρου Ξαρχάκου, στην αρχή της καριέρας του το 1962). Σαν θεατής έχω ζήσει πολλά σημαντικά πράγματα, όπως η γνωστή συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν, το 1961 με τον Χατζιδάκι στο πιάνο και τον Θεοδωράκη μαέστρο. Εκείνη τη μέρα ξέραμε ότι γινόταν κάτι ιστορικό.
Το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» το έγραψα στο πανεπιστήμιο, σε μια βαρετή παράδοση κάποιου καθηγητή Ράμου που παρακολουθούσα υποχρεωτικά γιατί έπαιρνε παρουσίες. Το μάθημα ήταν 4-5μμ, μόλις τελείωνα την δουλειά στην Ραδιοφωνία και ήμουν κουρασμένος. Για να περάσει η ώρα, έγραψα ένα στιχάκι και έτσι γεννήθηκε το τραγούδι.
Μια κοπέλα που ήμασταν μαζί τότε, ήταν συγγενής της οικογένειας Μπότση και εξασφάλισε μια σελίδα σε ένα περιοδικό που ανήκε στην Ακρόπολη και την Απογευματινή για να γράφουμε μαζί μουσικά θέματα. Υπογράφαμε σαν Ρένια Στεφάνου (εκείνη λεγόταν Ρενέ κι εγώ Παπαστεφάνου). Κάποια μέρα αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή, όταν φεύγαμε στο εξωτερικό, για να μην χανόμαστε στις μεγάλες πόλεις, μαζεύαμε τηλέφωνα από γνωστούς για να έχουμε έναν άνθρωπο μόλις φτάναμε. Πήρα έναν φίλο μου και μου είπε ότι εκεί βρισκόταν ένας πιανίστας που παίζει στις μπουάτ. Μου έδωσε το τηλέφωνό του και μου είπε ότι λέγεται Γιάννης Σπανός. Σκέφτηκα ότι θα του έπαιρνα και συνέντευξη για το περιοδικό και του τηλεφώνησα. «Έλα απόψε, θα έχουμε μακαρονάδα», είπε. Πήγα και μου έδειξε σκίτσα που έφτιαχνε για περιοδικά, ενώ παράλληλα μου έδωσε κι ένα δισκάκι που είχε ήδη βγάλει. Όταν γύρισα άρχισα να το παίζω στο ραδιόφωνο από όπου το άκουσε ο Πατσιφάς και του άρεσε.
Με τα χρόνια όμως τα μεγέθη μικραίνουν. Σήμερα υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι, αλλά δεν υπάρχουν πνευματικοί ηγέτες. Το τεράστιο άνοιγμα στον πολιτισμό που έκαναν οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης, έπρεπε να έχεις την προσωπικότητα και την παιδεία αυτών των ανθρώπων για να το πετύχεις. Πιστεύω ότι, όπως και τότε, που μετά τους πολέμους ο πολιτισμός μας έδωσε ανάταση, έτσι και τώρα, μετά από τον οικονομικό πόλεμο, ο πολιτισμός θα μας βοηθήσει. Επίσης, όμως, θεωρώ ότι πρέπει να δούμε περισσότερο μέσα μας και να πετάξουμε ό,τι περιττό αποκτήσαμε όλο αυτό το διάστημα. Από την εποχή του lifestyle και της ιδιωτικής τηλεόρασης και ραδιοφωνίας, το κακό που απλά υπήρχε, πλέον πρωταγωνιστεί. Στην εποχή των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Κουν, Μινωτή υπήρχε επίσης το φτηνιάρικο εμπορικό θέατρο ή η φθηνή κινηματογραφική ταινία, αλλά ξέραμε να βάζουμε το κάθε πράγμα στο ράφι του. Αν δεν απαλλαγούμε από τη νοοτροπία του lifestyle, ίσως δυσκολευτούμε να ξαναβρούμε την χαμένη πνευματικότητα. Παρόλα αυτά, οι πολιτισμοί κάνουν κύκλους και πάντα μετά από το σκοτάδι έρχεται το φως. Αυτό ανατίθεται στις επόμενες γενιές. Γι' αυτό και όταν με ρωτούν για όσα συμβαίνουν σήμερα στη μουσική, απαντώ να ρωτήσουν τα νέα παιδιά μιας κι εκείνους αφορά.
Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης είναι συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς και νομίζω ότι αδικήθηκαν που έζησαν σε μικρή χώρα. Αν τους είχε η Αμερική ή η Αγγλία, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και παρόλο που ο Χατζιδάκις πήρε το Όσκαρ, θεωρώ ότι δεν είχε την καριέρα που του άξιζε.  Μιλούν όλοι για τους αμερικάνους τραγουδοποιούς όπως οι Μπερτ Μπάκαρα και Χένρι Μαντσίνι που όμως δεν είναι τίποτα μπροστά τους. Στην αγορά για να μπορέσεις να επιβληθείς πρέπει να ζεις στα μεγάλα κέντρα. Αυτό το έκαναν οι Μούσχουρη, Παπαθανασίου, Μπάλτσα κ.ά. Είναι δύσκολο να ζεις εδώ, να είσαι, π.χ., ο σούπερ ταλαντούχος Κραουνάκης και να σε ανακαλύψουν από το εξωτερικό.
Η Μελίνα ήταν τεράστια. Μπορεί μια ηθοποιός να παίξει δυο μεγάλους ρόλους και να καθαρίσει για όλη την καριέρα της. Η Βίβιαν Λι έπαιξε στο Λεωφορείον ο Πόθος και καθάρισε. Η Μελίνα έπαιξε συγκλονιστικά τόσο στο Γλυκό Πουλί της Νιότης και στην Στέλλα. Δεν ήταν όμως και τόσο κινηματογραφική. Το πληθωρικό ταμπεραμέντο της  δεν «γράφει» καλά στον κινηματογράφο που χρειάζεται μέτρο και έλεγχο στην ερμηνεία. Ήταν σπουδαία προσωπικότητα και ήμουν ερωτευμένος μαζί της από την πρώτη μέρα που την είδα, στα 14 μου!
Το '93 έφυγα δυσαρεστημένος από την ΕΡΤ και πήγα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ. Οι τότε κρατούντες της ΕΡΤ μου φέρθηκαν άσχημα, παρόλο που ήμουν ψηλά στην ιεραρχεία και ο αρχαιότερος . Στον ΣΚΑΙ βρήκα τον σεβασμό που δεν μου έδειξαν τα τελευταία χρόνια στην ΕΡΤ. Εκείνη την εποχή ήταν διευθύντρια η Σοφία Μιχαλίτση. Δεν ασχοληθήκαμε ποτέ με νούμερα ακροαματικότητας. Ξεκινήσαμε με σκοπό να συνεργαστούμε τρεις μήνες και έμεινα τέσσερα χρόνια!
Για πολλά χρόνια κοιμόμουν λίγο κι έβγαινα πολύ. Πλέον, δεν βγαίνω συχνά, αλλά προτιμώ να βλέπω dvd. Θεωρώ ότι οι καλύτεροι ηθοποιοί του κόσμου είναι οι Τούρκοι. Μιλάνε με τα μάτια. Θα έπρεπε να παραδίδουν σεμινάρια. Βλέπω τούρκικες ταινίες και σήριαλ και ζηλεύω που είναι τόσο επαγγελματίες και έχουν καταπληκτική κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία.
Ανέκαθεν θεωρούσα ότι ο ύπνος χρειάζεται μόνο για να παίρνεις μια ανάσα. Μια μέρα θα κοιμόμαστε μονίμως. Το κρεβάτι με διώχνει.
Πηγή: POPΔAGANTA
Ανιχνευτής: Fuji Tomo Kazu

3.11.15

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ένας Τρικαλινός κορυφαίος συνθέτης - μουσικός. Ο Μπετόβεν της Ελλάδας.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ 1915-1984
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί μουσικόφιλοι και μουσικάντηδες καλησπέρα κ.ο.μ. Η σημερινή ανάρτηση είναι ξεχωριστή γιατί αφορά τον Κορυφαίο των Κορυφαίων, πριν λίγες μέρες επικοινώνησε μαζίμου ο μέγας βιρτουόζος της κιθάρας ο ΓΚΟΤΖΙΟ ο οποίος αν είχε γεννηθεί στην Ισπανία θα ήταν σήμερα το εθνικό της σύμβολο, δυστυχώς όμως γεννήθηκε στο Μαγευτικό και Πανέμορφο μεν Γοργογύρι αλλά προφανώς λόγω διαφορετικών ακουσμάτων αυτός ο κλασικός γίγαντας αδικείται, άντε τώρα να καταλάβει ο Αμίγος π.χ. και ο Βύρωνας την κλασική παιδεία του ΓΚΟΤΖΙΟ κι όμως αυτόν τον διεθνούς φήμης καλλιτέχνη ελάχιστοι τον γνωρίζουν στην Ελλάδα, και ακόμα πιο ελάχιστοι τον ακούν όταν παίζει την Ισπανική υποχώρηση, η όταν ξεσηκώνει το γυναικείο φύλλο με τις μελωδίες του, το ευτύχημα είναι που δεν τον ζηλεύει η γυναίκα του γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε μεγάλα ντράβαλα. Αυτός λοιπόν ο χρυσοδάκτυλος καλλιτέχνης μου έκανε την πρόταση να ξεκινήσω ένα αφιέρωμα στον δικό μας Μπετόβεν, στον δικό μας Μότσαρτ τον ανεπανάληπτο ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση στις μελωδίες του. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.

Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ' αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν»,  όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Με τη Μαρίκα Νίνου
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα...
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.
Πηγή: Σαν σήμερα gr.
Aνιχνευτής: Ενδυμίων.

2.11.15

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ ΕΝΑΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΖΩΗΣ

Οι υπουργοί βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον με ύφος θλιμμένο κ μας ανακοινώνουν ότι χάσαμε την τάδε κ την δείνα μάχη κ πρέπει να πληρώσουμε κι άλλα
Ο πρωθυπουργός βγαίνει κι αυτός θλιμμένος κ μας ανακοινώνει ότι δεν συμφωνεί με όλα αυτά που καλείται να περάσει αλλά δεν μπορεί να πράξει αλλιώς
Ο Σύριζα βγαίνει με πρόσκληση "όλων των δημοκρατικών πολιτών" να διαδηλώσουν ενάντια στην ανάλγητη Ευρώπη που δεν δέχεται με την πολιτική της να γκρεμισει η "αριστερή" ελληνική "κυβέρνηση" τον φράχτη της ντροπής στον Έβρο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις περισσότερες δολοφονίες στα νερά του Αιγαίου.

Είναι φανερό από όλην αυτή την πολιτική στάση ότι η "κυβέρνηση" κινείται επί ενός κ μόνον σχεδίου. Να παρουσιάζει τον εαυτό της άμοιρο ευθυνών κ αιχμάλωτο της ευρωπαικής πολιτικής επί όλων των θεμάτων, πολιτική την οποία οι ίδιοι προσπαθούν δήθεν εκ των έσω να αλλάξουν την ίδια ώρα που την υπηρετούν πιο πειθήνια από κάθε προηγούμενη "κυβέρνηση". Την ίδια ώρα που δεν έχουν καν φροντίσει να μην προδίδονται από τα χαζογελάκια τους στη Βουλή κ από τα χειροκροτήματα, τις αγκαλιές, τα συχαρίκια, τους πανηγυρισμούς μετά από κάθε εφαρμοστικό νόμο εξαθλίωσης κ εκποίησής μας που ψηφίζουν. Την ίδια ώρα που ενώ αυτοπροβάλλονται ως αιχμάλωτοι, κάνουν κιτς φιέστες και γελοίες δηλώσεις περί ανεξάρτητου και κυρίαρχου ελληνικού κράτους.
Αν δεν ήταν τόσο ανηθικο, τόσο χυδαίο, τόσο υποκριτικό, υστερόβουλο, ιδιοτελές κ ανάλγητο, θα ήταν μόνον ανόητο το σχέδιό τους αυτό
Στα κοινωνικά δίκτυα φαίνεται θυμωμένος, στα βιβλία του ευαίσθητος. Πώς είναι όταν τον συναντήσεις από κοντά;
ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΩΛΕΛΗ
Πριν από οχτώ χρόνια 
περίπου έπεσε στα χέρια 
 μουένα βιβλίο αρκετά 
 διαφορετικό. Τίτλος: «Ανάμισης ντενεκές», γλώσσα διαφορετική, 
βασισμένο στη λαϊκή αφήγηση, ντοπιολαλιά και μαρτυρίες. 
Μυθοπλασία συνδυασμένη με έρευνα,μια ιστορία που συναρπάζει. 
Η φωτογραφία του συγγραφέα στο 
εσώφυλλο έδειχνε ένα νέο άνθρωπο. Ασυνήθιστο υλικό στα
χέρια μου. Τελείωσα τοβιβλίο σε χρόνο μηδέν. Ποιος να είναι, 
άρχισα να ρωτάω βιβλιοφάγους φίλους. Γνωρίζαμε ελάχιστα 
πράγματα για εκείνον τότε. 
Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Γιάννης Μακριδάκης μάς αιφνιδίασε 
ξανά και ξανά μέσα από τα βιβλία του. Τον γνωρίσαμε καλύτερα ως 
συγγραφέα μέσα από τα επόμενα βιβλία-εκπλήξεις και μέσα από μια 
μαχητική αρθρογραφία. Υπέρμαχος της απλότητας, καλλιεργητής 
της γης, ζει μόνιμα στη Χίο και υπερασπίζεται με σθένος τα 
«εφ ω ετάχθη». Τον Φεβρουάριο μάς ξαναέκανε τοκ-τοκ στην
πόρτα με το βιβλίο του «Αντί Στεφάνου» (εκδόσεις Εστία), μια 
νουβέλα που απεικονίζει με τον πιο σαφή τρόπο την αντιμετώπιση 
που έχει όποιος συνειδητά ή μη αποφασίσει να μη βαδίσει στην 
πεπατημένη. Μια μικρή κοινωνία που παρατηρεί, σχολιάζει 
και κρίνει τον «λοξό». Γέλιο, προβληματισμός και η 
ελληνική επαρχία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια και όλη της
τη μικροπρέπεια.
Είναι γνωστό πια πως πέρα από τη συγγραφική σου ιδιότητα είσαι φυσικός καλλιεργητής και υπέρμαχος της απλής ζωής. Είναι της μόδας ο «λιτός βίος»;
Είμαι υπέρμαχος της φυσικής ζωής, η οποία προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση της φυσικής μας υπόστασης και της θέσης μας ανάμεσα στα άλλα πλάσματα. Προϋποθέτει επίσης τη συνειδητοποίηση της ευθύνης μας ως προς τη λελογισμένη χρήση και αναπλήρωση των φυσικών πόρων που χρησιμοποιούμε για να ζούμε καθημερινά, προϋποθέτει, τέλος, και την απόλυτη ένταξή μας στον κύκλο της ζωής, ήτοι ζωή να λαμβάνουμε από το οικοσύστημα και ζωή να παραδίδουμε σ' αυτό καθημερινά αλλά και αναχωρώντας, όχι πια απορρίμματα και χημικές ουσίες και σαρκία. Είμαι δηλαδή υπέρμαχος της οικουμενικής θεώρησης των πάντων, της θεώρησης με βάση το αυθύπαρκτο οικοσύστημα και όχι το τεχνητό χρηματοοικονομικό σύστημα. Ο λιτός βίος ορίζεται λοιπόν ως εξοικονόμηση, σοφή χρήση και αναπλήρωση των φυσικών πόρων, του αέναου και μοναδικού πλούτου μας δηλαδή, των αρχέγονων αγαθών κοινοκτημοσύνης όλων των πλασμάτων του σύμπαντος κόσμου, και η λιτότητα είναι αρετή την οποίαν έχουν υμνήσει όλες οι θρησκείες και οι φιλοσοφίες στην πορεία της ανθρωπότητας. Δεν νομίζω λοιπόν ότι είναι στη μόδα όλα αυτά, δυστυχώς. Ίσως ως έκφραση ο λιτός βίος και ως πολιτική η λιτότητα να είναι στη μόδα, ναι, αλλά η ανθρωπότητα των καταναλωτών αλλιώς τα ερμηνεύει και αλλιώς τα ορίζει, σε άλλο σύστημα, πλαστό, χωλό, ανήθικο και πλάνο, αλλιώς τα κατανοεί και δεν τα νιώθει πια.   Ο Homo Hydeous Katanaloticus, όπως αποκαλείς το σύγχρονο άνθρωπο, τι μπορεί να κάνει μέσα στις πόλεις που ζει ώστε να διώξει από πάνω του τον τίτλο;
Έχουμε φτάσει στο υπέρτατο σημείο της ύβρης, νομίζω. Άλωση, ανάλωση, κατανάλωση, βαθμός υπερθετικός. Έννοια χυδαία για να ορίζει πλάσμα φυσικό, πόσο μάλλον τον άνθρωπο. Φτάσαμε στο σημείο να αυτοχαρακτηριζόμαστε δίχως ντροπή καταναλωτές, να γυρνάμε ολημερίς γύρω από τον εαυτό μας προσπαθώντας με κάθε τρόπο να βγάλει λεφτά ο ένας από τον άλλον. Ανοησία και σπατάλη ζωής. Φτάσαμε στο σημείο να απομυζούμε κατά τη διάρκεια της καθημερινής ζωής μας το οικοσύστημα δίχως να σκεφτόμαστε καν ότι ίσως και να έχουμε χρέος να αναπληρώσουμε έστω και ένα μικρό ποσοστό από τους πόρους που χρησιμοποιούμε, ώστε να μπορούν να ζήσουν και τα άλλα πλάσματα γύρω μας ή τα τέκνα μας στο μέλλον το άμεσο. Εξ-αφανίζουμε πλάσματα και είδη ζωής από τον πλανήτη καταστρέφοντας τους βιοτόπους τους με την αστική καταναλωτική μας διαβίωση. Χρησιμοποιούμε το ρήμα «καταναλώνω» για να περιγράψουμε τις φυσικές μας λειτουργίες σαν να είμαστε μηχανήματα, δεν τρώμε πια φυσικά παραγόμενες τροφές αλλά καταναλώνουμε μαζικά παρασκευασμένα τρόφιμα, συντηρημένα με χημικά και συσκευασμένα μέσα σε απορρίμματα. Πετάμε μέσα μας το χημικό απόρριμμα-τρόφιμο καθιστώντας τον εαυτό μας όμοιό του, πετάμε και γύρω μας τα απορρίμματα της συσκευασίας του. Βρομίζουμε και ταυτόχρονα φτωχαίνουμε τον πλανήτη κάθε μέρα με τη ζωή μας. Υποθηκεύουμε τον εαυτό μας, την υγεία μας αλλά και τις επόμενες γενιές, οι οποίες θα ζουν ανάμεσα στα σκουπίδια μας, σκουπίδια και οι ίδιοι με όσα θα καταναλώνουν τρεφόμενοι και με όσα θα τους κληροδοτήσουμε ως χημικοί τους γονείς, θα απομείνουν στο τέλος μόνοι, δίχως άλλα πλάσματα γύρω τους. Αυτοκαταστρεφόμαστε δηλαδή ως ανθρωπότητα, καταναλώνουμε τον ίδιο τον εαυτό μας και πεθαίνουμε ο καθένας μόνος, ασθενής και έντρομος. Ο σύγχρονος άνθρωπος που ζει στις πόλεις δεν μπορεί να κάνει πολλά για να αναστρέψει αυτή την κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε με διολίσθηση χρόνων, και με τα χρόνια πάλι θα αλλάξει, ίσως όμως και με μια «στιγμιαία» οδυνηρή κατάρρευση του συστήματος και του πύργου της ύβρης μας. Μία πιο συνειδητή διαβίωση, ήτοι η συνειδητοποίηση ότι κάθε μικρή ή μεγάλη καθημερινή μας κίνηση έχει συνέπειες χαοτικές στο οικοσύστημα και ότι η κατανάλωση μας καθιστά ασθενείς και υποχείρια όσων «πλουτίζουν» εις βάρος μας και εις βάρος του πλανήτη, είναι ένα πρώτο βήμα προς την αλλαγή πορείας, προς την αποκαθήλωση σιγά-σιγά του οικοδομήματος της ύβρης μας με πλήρη και ολιστική στροφή προς την φυσική μας υπόσταση και τη φυσική ζωή...
H λοξή πορεία συνεχίζει να σε συναρπάζει αλλά πλέον, όπως τα 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια, οι «λοξοί» ήρωες των βιβλίων σου αρχίζουν να δικαιώνονται.Το διακρίνεις;
Κάτι ψυλλιάζομαι! Ακόμη όμως χρειάζεται χρόνος και αλλεπάλληλες σπορές λόγου με κάθε τρόπο και μέσον για να γίνουμε όλοι εμείς οι λοξοί η κρίσιμη μάζα που θα αλλάξει και πολιτικά την κατάσταση και την πορεία της ανθρωπότητας προς την ωριμότητα, την αποδοχή δηλαδή της αργής φυσικής ανάπτυξης και την υιοθέτηση φιλοσοφίας και στάσης ζωής με βάση τη μη βία των φυσικών ρυθμών και νόμων που μας ορίζουν.
Έχεις αγαπημένο ήρωα από αυτούς που έχουμε γνωρίσει μέσα από τα βιβλία σου;
Όλους τους αγαπώ. Ο καθένας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ίσως, επειδή είναι η εποχή τέτοια, μπορώ να μνημονεύσω λίγο παραπάνω τον καπτά Σίμο το Σφαντό, τον γέρο ψαρά στο «Λαγού μαλλί», ο οποίος, αν και το βιβλίο γράφτηκε τις πρώτες μέρες των μνημονίων, όταν ακόμη δεν ξέραμε τι μας περιμένει, θέτει σαφώς και επιτακτικά το ζήτημα της αξιοπρέπειας, αυτής που χάσαμε στην πορεία των τελευταίων χρόνων ως χώρα και ως πολίτες της.
Στο βιβλίο σου «Ήλιος με δόντια» ο ήρωας, ο Κωνσταντής, είναι ένας άνδρας που έχει πέσει θύμα χλεύης και ρατσισμού λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται πριν και μετά το 1920. Ο ρατσισμός και η ομοφοβία όμως, ειδικά σε κλειστές κοινωνίες, δεν έπαψαν να υπάρχουν. Βλέπεις συχνά έναν Κωνσταντή μέσα στην κοινωνία;
Πριν λίγες μέρες βρέθηκε νεκρός ο νεαρός σπουδαστής από την Κρήτη, ο οποίος είχε πέσει κατ' επανάληψη θύμα βίας, χλεύης και ρατσισμού, όπως είχαμε πληροφορηθεί. Εκείνη την Κυριακή που βρέθηκε το πτώμα του άτυχου παιδιού, έλαβα δύο μέιλ από αναγνώστες που διάβαζαν εκείνη ακριβώς τη μέρα το βιβλίο μου και μου έγραψαν τα συναισθήματά τους για την περίπτωση του νεκρού φοιτητή παραλληλίζοντάς την με τον ήρωα, τον Κωνσταντή. Άρα δυστυχώς υπάρχουν σύγχρονοι Κωνσταντήδες, ευτυχώς όμως τους αντιλαμβάνονται, τους αναγνωρίζουν, τους νιώθουν και τους υποστηρίζουν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι νομίζω, και είναι αυτό ένα βήμα της ανθρωπότητας προς τη συνειδητότητα και τον πολιτισμό.
Αυτός ο παραλληλισμός που πολλές φορές έχει γίνει με τη γραφή του Παπαδιαμάντη και τη γραφή σου, που πιθανά δεν οφείλεται μόνο στη γλώσσα αλλά και στη γλαφυρή περιγραφή της εκάστοτε πραγματικότητας που αγγίζεις, τι συναισθήματα σου γεννάει;
Αδιαμφισβήτητα είναι μεγάλη τιμή αυτός ο παραλληλισμός αλλά προσωπικά δεν νιώθω ούτε καν συγγραφέας, πόσω μάλλον μέγιστος λογοτέχνης όπως ο Παπαδιαμάντης. Νιώθω απλά ασκητής στη γη και στη λογοτεχνία. Στο τέλος αποδίδονται οι τίτλοι, αν τους αξίζει αυτός που φεύγει. Διότι τα στερνά τιμούν τα πρώτα, όπως λέει ο λαός, μιας και η ζωή είναι γεμάτη προκλήσεις που έχουν στόχο τη μικρότητα και όχι το μεγαλείο μας.
Έχεις κοινά στοιχεία με τον Στέφανο, τον ήρωα του «Αντί Στεφάνου»; Έχεις νιώσει να σε αντιμετωπίζει μια μικρή κοινωνία με διστακτικότητα ή ακόμα και αμφισβήτηση;
Ο Στέφανος είμαι εγώ. Η ζωή του είναι σχεδόν η ζωή που κάνω. Λιτή ως προς τη χρήση πόρων φυσικών και το σαρκίο μου σημείο του κύκλου της ζωής στη γη. Στο παρελθόν έχω νιώσει πολύ τη διστακτικότητα, την αμφισβήτηση αλλά και την επιθετικότητα της κοινωνίας προς τη διαφορετική μου θεώρηση της ζωής. Τώρα είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα. Βοήθησε σε αυτή την αλλαγή η λογοτεχνία φυσικά και η αποδοχή των έργων μου από τους ανθρώπους.
Αν κάποιος σε γνωρίσει είσαι ένας ιδιαίτερα γελαστός και ζεστός άνθρωπος. Αν σε γνωρίσει μέσα από τα βιβλία σου είναι πολύ ευδιάκριτη μια βαθιά κατανόηση και  ευαισθησία προς τους ανθρώπους και προς τη φύση. Αν όμως κάποιος σε γνωρίσει μέσα από την αρθρογραφία σου ή τις αναρτήσεις σου στα κοινωνικά δίκτυα, θα δει έναν πολύ πιο θυμωμένο άνθρωπο που ενοχλείται συχνά από συμπεριφορές. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Όλοι είμαστε όλα. Μεγαλείο και μικρότητα είναι ο άνθρωπος. Όσο πιο πολυσχιδής δε η προσωπικότητά του και όσο πιο καλλιτεχνική και ψυχωμένη η φύση του, τόσο πιο αλλοπρόσαλλες οι στιγμιαίες εικόνες της. Όποιος δεν έχει απωθημένα, ούτε ενοχές, όποιος έχει αυτοπεποίθηση, αυθορμητισμό, ζει με αλήθεια και αξιοπρέπεια, δεν ντρέπεται για καμία από τις πτυχές του χαρακτήρα του και δεν νοιάζεται να κρατάει κρυφές κάποιες από αυτές. Όποιος παρεξηγεί έχει το πρόβλημα και όχι όποιος παρεξηγείται. Προσωπικά νομίζω ότι όλα τα συναισθήματα και όλες οι πτυχές πρέπει να καταγράφονται, να επικοινωνούνται στην ώρα τους. Διότι όλα αυτά μαζί συνθέτουν την προσωπικότητα και την Τέχνη που παράγει, όποιας αξίας κι αν είναι αυτή.
Θα δανειστώ το στίχο ενός φίλου για να σε ρωτήσω κάτι για την έμπνευση. «Τι χρώμα έχουν οι μέρες όταν έρχεται»;
 Συνήθως το χρώμα μοναχικής οκτωβριάτικης φουσκοθαλασσιάς, νοτιαδούρα με σουέλ, να αγκομαχεί το πέλαγος σαν λαβωμένο θερίο αλλά να αχνοφαίνεται στο βάθος ο ορίζοντας και ο ήλιος κάπου πίσω, να ανατέλλει.
Aνιχνευτής: Ενδυμίων

31.10.15

ΠΙΚΟ ΝΤΕΛΑ ΜΙΡΑΝΤΟΛΑ Η αξιοπρέπεια και το «μανιφέστο της Αναγέννησης»

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί  επισκέπτες του ιστολογίου  σας καλημερίζω και σας εύχομαι καλές και πολλές αναγνώσεις. H σημερινή ανάρτηση αφορά ένα φωτεινό πνεύμα του Μεσαίωνα τον Πικο ντελα Μιράντολα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.

Ενα αιρετικό κείμενο της Αναγέννησης για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη βούληση για γνώση από έναν συγγραφέα που πλήρωσε την τόλμη του με τη ζωή του.


Οταν στα 1486, μεσούσης της Αναγέννησης, έγραφε τον «Λόγο περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου» που προοριζόταν να λειτουργήσει ως εισαγωγή στις «Εννιακόσιες φιλοσοφικές, θεολογικές και καβαλιστικές θέσεις» του, ο Πίκο ντέλα Μιράντολα (1463-1494) ήταν μετά βίας είκοσι τεσσάρων ετών. Εχοντας πλήρη συνείδηση ότι η τολμηρή αυτή απόπειρα δεν άρμοζε στην ηλικία ούτε ίσως στην κοινωνική του τάξη, αποπειράται ωστόσο να παρουσιάσει στους Πατέρες της εποχής μια νέα ανοιχτή φιλοσοφία η οποία αγκαλιάζει όλα όσα απορρέουν από τη «θέληση για αλήθεια». Κατασκευάζει λοιπόν ένα είδος γενεαλογίας της φιλοσοφίας που τραβάει τη γραμμή πίσω στην εποχή των αρχαίων μυστηρίων, μέχρι τις αποκαλυπτικές θρησκείες, περνώντας από τον Πλάτωνα και τον Πυθαγόρα. Αναζητεί επομένως το πρότυπο της ολιστικής γνώσης μέσα από ένα ευαγγέλιο ριζικής ελευθερίας. Στο σύντομο αυτό κείμενο ο Αδάμ δεν συνοψίζει απλώς το σύνολο του έμβιου και άβιου κόσμου. Γίνεται ο ίδιος κατασκευαστής του εαυτού του ασκώντας την ελευθερία του μέχρι τα έσχατα όριά της.
Κέντρο ο άνθρωπος
Το παρόν κείμενο κατέληξε να θεωρείται, όπως σημειώνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «μανιφέστο της Αναγέννησης και πρότυπο της ολιστικής γνώσης». Στο κέντρο της φιλοσοφίας του Μιράντολα βρίσκεται ο άνθρωπος σε αναζήτηση της ελευθερίας του. Θεωρεί ότι η θεϊκή δύναμη έχει προικίσει το είδος μας με βούληση για εξεύρεση της αλήθειας των πραγμάτων, μια βούληση την οποία μπορεί να χειριστεί κατά το δοκούν, καθιστάμενος «δημιουργός του εαυτού του». Και αυτήν ακριβώς τη «δύναμη της θέλησης», τη θέληση να κατακτήσουν το «γνώθι σαυτόν», ο Πίκο τη συναντά τόσο στους έλληνες και τους ανατολίτες σοφούς όσο και στην εβραϊκή Καβάλα, στον Ζωροάστρη, στους άραβες λόγιους, στους σχολαστικούς αλλά και στους χριστιανούς συγγραφείς του Μεσαίωνα. Μήπως πρόκειται, θα ρωτήσει κανείς, για οικουμενισμό χωρίς όρια σε μια εποχή που ευνοούσε τις φιλόδοξες συνθέσεις στις τέχνες και τις επιστήμες στρέφοντας την πλάτη στον μεσαιωνικό σχολαστικισμό; Κατά τη γνώμη μου πρόκειται περισσότερο για την «οργανική ικανότητα»  ενός ιδιοφυούς  ανθρώπου να συνθέτει και να συγκρίνει φαινομενικά ετερώνυμα φιλοσοφικά ρεύματα και διαφορετικά γνωστικά συστήματα.
Η παπική εξουσία
Οι ογκώδεις «Θέσεις» του έμειναν τελικά ανέκδοτες. Ο «Λόγος» τυπώθηκε το 1486, η παπική εξουσία δεν θέλησε όμως να συζητήσει το έργο - θα ήταν άλλωστε περίεργο αν αποδεχόταν ένα σύστημα σκέψης που απέκλινε από το καθολικό δόγμα και έναν ραφιναρισμένο ουμανισμό που αναζητά την ουσία του ανθρώπου. Ο Πίκο αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στη Γαλλία, αλλά δεν κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη και τη φυλάκιση στο κάστρο της Βενσέν τον επόμενο χρόνο. Αυτό ωστόσο δεν τον εμπόδισε να συγγράψει και άλλα σημαντικά έργα όπως τα καταγράφει στη διαφωτιστική εισαγωγή του ο σπουδαίος μελετητής της Αναγέννησης και του ίδιου του Πίκο, ο Yves Hersant. Επέστρεψε εν τέλει στην Ιταλία και συγχωρήθηκε από τον Πάπα. Πέθανε μόλις τριάντα ενός χρόνων, την 17η Νοεμβρίου του 1494 και ενώ τα στρατεύματα του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Η' έμπαιναν στη Φλωρεντία των Μεδίκων. Για λόγους ιστορικούς, ας προσθέσουμε ότι θάφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου και τον επικήδειό του εκφώνησε ο Σαβοναρόλα, η φιλία του με τον οποίο πιθανότατα οδήγησε τους εχθρούς του να τον δηλητηριάσουν.
Παρθένος και επίκαιρος
Με τη νεανική του ζέση, ο λόγος του Πίκο παραμένει παράδοξα ακέραιος, παρθένος και επίκαιρος. Επικαλείται, τότε όπως και τώρα, τον αξιοπρεπή άνθρωπο, το ελεύθερο πνεύμα, τον ιχνηλάτη της αλήθειας, προσφέροντάς μας ένα από τα εντιμότερα μνημεία της ηθικής φιλοσοφίας στην ιταλική Αναγέννηση. Γράφει λόγου χάριν (σελ. 113):
«Είναι πράγματι ένδειξη ευτέλειας, όπως γράφει ο Σενέκας, να τα γνωρίζουμε όλα από τους σχολιαστές, σαν να μας έχει κλείσει τον δρόμο προς τη φιλομάθεια η ευρηματικότητα των προγόνων μας και η δύναμη της φύσης να έχει εξασθενήσει μέσα μας, και να μην έχουμε να κομίσουμε κάτι δικό μας, που ακόμη κι αν δεν δείχνει ευθέως την αλήθεια τουλάχιστον να τη δείχνει από μακριά. Γιατί εάν ένας καλλιεργητής μισεί τη στειρότητα της γης του κι ένας σύζυγος εκείνην της γυναίκας του, είναι βέβαιο ότι και το Θείο Πνεύμα θα μισήσει ακόμη περισσότερο μιαν άγονη  ψυχή όταν βρεθεί και σμίξει μαζί της. Γιατί θα επιθυμούσε να έχει από αυτήν έναν κατά πολύ ευγενέστερο απόγονο».
Η δίγλωσση αυτή έκδοση συνοδεύεται από εισαγωγή, χρονολόγιο και σημειώσεις. Πρόκειται εν τέλει για ένα κείμενο ιδιαίτερα επίκαιρο στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, με πολεμική διάθεση απέναντι στη συμβατική σκέψη και στον δογματισμό, θαυμάσια μεταφρασμένο από την καθηγήτρια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου απευθείας από τα λατινικά.
Pico della Mirandola
Λόγος περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου
Μτφ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
Εισαγωγή - Σημειώσεις: Yves Hersant
Εκδ. Αγρα, 2014, Σελ. 152
Τιμή: 14 ευρώ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ενα κείμενο της Αναγέννησης, που στην εποχή του θεωρήθηκε προκλητικό και βλάσφημο, κυκλοφορεί  για πρώτη φορά στα ελληνικά και μας θυμίζει ότι τα κείμενα που γράφονται με ψυχή απευθύνονται σε κάθε γενιά και δεν ξεθωριάζουν ποτέ.
«Εάν λοιπόν βλέπετε έναν άνθρωπο κοιλιόδουλο να σέρνεται στο χώμα , αυτό που βλέπετε δεν είναι άνθρωπος, αλλά φυτό. Εάν βλέπετε έναν άνθρωπο που οι ηδονές του θόλωσαν την όραση, σαν να τον τύφλωσε η Καλυψώ, και που τον τρώει η ψώρα της σαγήνης τους, αυτό που βλέπεται είναι κτήνος, δεν είναι άνθρωπος. Εάν βλέπετε έναν άνθρωπο να συλλαμβάνει τα πράγματα σύμφωνα με τον ορθό λόγο, αυτόν να τον λατρέψετε, γιατί δεν είναι πλάσμα γήινο, αλλά ουράνιο».
Όταν ο Πίκο ντέλλα  Μιράντολα  γράφει το παραπάνω κείμενο είναι μόλις 24 χρονών και απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, τον έβαλε στο κέντρο του κόσμου και του έδωσε την ελευθερία και τη δυνατότητα να μπορεί να διαμορφώσει μόνος του τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι δημιουργός του εαυτού του, το μοναδικό από τα γήινα πλάσματα που μπορεί, ανάλογα με την επιθυμία και την κρίση του, να γίνει αυτός που ο ίδιος θα αποφασίσει, χωρίς να τον δεσμεύει κανένας περιορισμός.
Ο νεαρός Πίκο είναι πλούσιος, μελετηρός και φιλόδοξος. Το 1485 ανακοινώνει ένα πρωτόγνωρο σχέδιο: θέλει να συγκεντρώσει τη Ρώμη όλους τους σοφούς της εποχής σε μια δημόσια συζήτηση γύρω από τα μυστήρια του χριστιανισμού, τη φιλοσοφίας και τις άγνωστες διδασκαλίες. Στόχος του είναι μέσα από μια  μεγάλη ιστορική αναδρομή να εξετάσει το ανθρώπινο πνεύμα∙ από τους σχολαστικούς φιλόσοφους μέχρι τον Ζωροάστρη και από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τους Άραβες, τους καββαλιστές και τους χριστιανούς συγγραφείς. Ο Μιράντολα θέλει να υποβάλει τις θέσεις και τις ερμηνείες του και να αποδείξει σε όλους τη συνοχή και τη συνάφεια που χαρακτηρίζει τα διαφορετικά δόγματα. Το σχέδιό του, όπως ήταν αναμενόμενο, απέτυχε. Ο Πίκο ήταν πολύ νέος, πολύ ζωηρός, πολύ φιλόδοξος και έκανε το λάθος να ανακατέψει  την μαγεία και την ειδωλολατρία στις θέσεις του. Ακολούθησε η σύγκρουση με τον επίσκοπο, ο χαρακτηρισμός του αιρετικού, η λογοκρισία του έργου του, η φυγή στη Γαλλία, η σύλληψη, η φυλάκιση και ο θάνατός του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Πηγή: iefimerida.gr
Aνιχνευτής: Ενδυμίων.

30.10.15

Ο "βιβλιοπώλης της υπόγας" - Μανώλης Μπαρμπουνάκης (1932 - 2010)

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές της αδράνειας και της αποδοχής της ασχήμιας σας καλησπερίζω, σήμερα η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη ενός βιβλιοπώλη, ενός βιβλιοπώλη μιας άλλης εποχής, και μιας και αναφερθήκαμε σε βιβλιοπώλες θα μνημονεύσω έναν πολύ καλό βιβλιοπώλη που για αρκετά χρόνια όταν μέναμε στο Νέο Κόσμο ήμουν ίσως ο πιο τακτικός πελάτης γι' αυτό είχα και προνομιακή τιμή στα βιβλία, σας μιλάω για τον Σωτήρη, το βιβλιοπωλείο του είναι στο Κουκάκι στην οδό Δημητρακοπούλου και Δράκου γωνία, σ' αυτόν τον υπέροχο βιβλιοπώλη και καλό φίλο τον Σωτήρη θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις πολύ καλές προτάσεις του και για τις πολύ καλές τιμές που μου έκανε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu. Υ.Γ. Όλα αυτά που έζησα στο παρελθόν κοντά σε ανθρώπους που λάτρευαν το βιβλίο, και σε ανθρώπους όπως ό Σωτήρης στο Κουκάκι, ήταν το καλύτερο σχολείο και γι' αυτό προσπαθώ να φανώ κι εγώ χρήσιμος όταν παραβρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο του αδερφού μου''Καλειδοσκόπιο'' στο Κορωπί.

Ο "βιβλιοπώλης της υπόγας" - Μανώλης Μπαρμπουνάκης (1932 - 2010)

'Εφτασε στο τέλος το "μεγάλο της ζωής του ταξίδιον" έπειτα από παραπάνω από μισό αιώνα παρουσίας εκεί στη θρυλική υπόγα της Αριστοτέλους, στη Θεσσαλονίκη, ο Μανώλης Μπαρμπουνάκης, ο πρώτος Ελληνας βιβλιοπώλης που «θεσμοθέτησε» τις παρουσιάσεις βιβλίων από τους ίδιους τους συγγραφείς.

«Ενα τίποτα είναι ο θάνατος: 
όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος είναι απών 
και 
όταν ο θάνατος είναι παρών,
δεν υπάρχουμε εμείς».
(Μανώλης Μπαρμπουνάκης) 

Το ταξίδι του περιλάμβανε αρκετούς σταθμούς όπου ανακατεύονταν βιβλία, εξώφυλλα, συγγραφείς μα και πιστοί αναγώστες που καθημερινά κατέκλυζαν το «Κατώι» ένα χώρο "δέκα σκαλιά κάτω από τη γη" - εξ ου και το παρατσούκλι του...."ο βιβλιοπώλης της υπόγας".....

«Στη χούντα, πολλά βιβλία δεσμεύονταν, η αγορά ήταν περιορισμένη», αλλά ήταν η εποχή που οι δύσκολες καταστάσεις τον έφεραν κοντά με σπουδαίους ανθρώπους. Ανάμεσα τους ο Μενέλαος Λουντέμης, «ένας ευαίσθητος, πανέξυπνος άνθρωπος, λάτρης της ζωής, που έφυγε ταλαιπωρημένος, αλλά διψασμένος για ζωή και αγάπη», ο Μάνος Κατράκης που σφράγισε τη βαθιά του φιλία με κουμπαριά, ο Κίτσος Τεγόπουλος που «στάθηκε παλικαρίσια κοντά του σε πολύ δύσκολους καιρούς».

Ο Μανώλης Μπαρμπουνάκης γεννήθηκε την 10 Νοεμβρίου του 1932 στα Περιβόλια Ρεθύμνου Κρήτης. Εγκατέλειψε το χωριό του τον Οκτώβρη του '50 έφηβος γύρω στα 17 για να μείνει αρχικά στην Αθήνα και από τις 5 Οκτωβρίου του 1959 να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη που τότε φάνταζε σαν την Αμερική στα μάτια της κυρά Λένης, της μάνας του. 

"Γεννήθηκα στο Ρέθυμνο (στου Κόρακα την Καμάρα) το 1932. Eνώ πήγαινα στο δημοτικό σχολείο, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έβοσκα ξυπόλητος και τα πρόβατα της οικογένειάς μας. Ήμασταν μια οικογένεια με επτά παιδιά. Ζούσαμε όχι με ανέσεις αλλά με λίγα χρήματα και πολλή αγάπη. Ο ένας πρόσεχε πάντα τον άλλο. Μόλις τελείωσα το τότε γυμνάσιο (1950), πήγα στην Αθήνα να σπουδάσω. Μαζί με τις άλλες σπουδές, δούλευα στο εργοστάσιο (Υφαντουργείο) του Μποδοσάκη, στα Άνω Πατήσια. Ξυπνούσα στις 5 το πρωί. Επειδή τα υφαντουργεία στην Ελλάδα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο ο εργοστάσιο έκλεισε. Από μικρός μου άρεσαν τα βιβλία και ήταν η τύχη μου που γνωρίστηκα με το Σταύρο Μπίρη. 'Έτσι άρχισε η σταδιοδρομία μου (1958) στα βιβλία. Μετά από ένα χρόνο (1959) οι εκδότες, ο Γκοβόστης και ο Μπίρης, μ' έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Ένα μικρό δωμάτιο του 2ου ορόφου στην οδό Φραγκίνη (στα Λουλουδάδικα), αποτέλεσε το πρώτο μου γραφείο, που χωρισμένο μ' ένα ξυλοτέξ, ήταν και το μέρος που κοιμόμουν. Έπειτα από λίγο καιρό, πήρα ένα μεγαλύτερο γραφείο στον 4ο όροφο, χωρισμένο κ ατό με ράφια από βιβλία.
1962. Διαμερισματάκι στην οδό Τσιμισκή 64, μεσώροφος, όπου έμενα και πάλι μαζί με τα βιβλία μου.
1964. Το πρώτο μου βιβλιοπωλείο στην Αριστοτέλους 4, όπου ήταν και το μοναδικό βιβλιοπωλείο της περιοχής.

1965. Το δεύτερο βιβλιοπωλείο μου στην Εγνατία 156. 
1980. Το Κατώι του Βιβλίου.
1985. Το Σπιτάκι του παιδιού, που ήταν καθαρά παιδικό βιβλιοπωλείο, μοναδικό στην Ελλάδα.

Το 1959 άρχισε αν εργάζεται ως αντιπρόσωπος ενός εκδοτικού οίκου μέχρι να φτιάξει τον δικό του εκδοτικό οίκο. «Ημουν ο πρώτος στην Ελλάδα που ξεκίνησα εκδηλώσεις για το βιβλίο», καυχιέται. Από το υπόγειο, όπου πέρασαν ο Φρέντυ Γερμανός, ο Μουρσελάς, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Νίκος Μπακόλας, η Μαλβίνα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη...Οι φωτογραφίες τους πάνω από τα σκονισμένα ράφια, τραβηγμένες από τον ίδιο, βεβαιώνουν «του λόγου το ασφαλές» και παραπέμπουν σε ένδοξες στιγμές του υπογείου.
Στο "Κατώϊ" του (όνομα και πράμα) μεταξύ μεσημεριανού ύπνου και τσικουδιάς έδινε τροφή σε συζητήσεις με σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών, της πολιτικής ενώ που και που τη συζήτηση και τις μαντινάδες που απήγγειλε τα διέκοπταν τα κραξίματα των παπαγάλων του. Οι μαντινάδες που έγραφε εκδόθηκαν σε τρεις μικρούς τόμους, ενώ τα τελευταία πέντε χρόνια μια μαντινάδα του φιλοξενούνταν κάθε εβδομάδα στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής».

«Οι Ελληνες ποτέ δεν αγόραζαν βιβλία. Πρώτα σκέφτονται το ταβερνάκι και τη διασκέδασή τους και μετά το διάβασμα. Ετσι ήταν πάντα κι έτσι παραμένει. Η μόνη διαφορά από παλαιά είναι ότι τότε υπήρχαν περισσότεροι αναγνώστες νεαρής ηλικίας ...» έλεγε...

Σε ηλικία 77 ετών άφησε τη τελευταία του πνοή.....
Μέχρι τελευταία σαν τον ρωτούσες ποιές είναι οι εμπιερίες που αποκόμισε από τη μακρόχρονη διαδρομή του στον χώρο του βιβλίου απαντούσε με παράπονο....
......"Ψάχνω να βρω ανθρώπους" ....... 

«Δουλεύω μέχρι τώρα -μαζί με το στρατό- 56 χρόνια αδιάκοπα. Το τι έφτιαξα σε μια γενιά, θα το κρίνουν οι άλλοι. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος σε καμία οργάνωση, κόμμα ή κάστα και δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους από το χρώμα, τη φυλή ή τη θρησκεία... 

Το 1965 στην έκδοσή μου το "Ασμα Ασμάτων" σε μετάφραση Γιόσεφ Ελιγιά, έγραψα σε μια αφιέρωση: .

..και σ' όσους αγωνίζονται και άξια πεθαίνουν....
.....σε όποια φυλή κι αν ανήκουν....
.....όπου κι αν μένουν....
.....και σε όποια πίστη κι αν είναι δοσμένοι!...» 

(Μανώλης Μπαρμπουνάκης, «Μαντινάδες Γ'»).

"Έσβησ' ο λύχνος κι η νυχτιά
μας σκέπασαν σκοτάδια
ψάχνουμε φως μα πουθενά
δε δείχνουν τα σημάδια" 
("Μαντινάδες Α΄", σελ. 31)

Στη ζωή μου γνώρισα πολλούς.
Άλλους μικρούς κι άλλους μεγάλους. 
Άλλοι άξιζαν, άλλοι όχι.
Άλλοι με βοήθησαν και με βοηθάνε, άλλοι το αντίθετο. 
....Αυτά.... 
Ανιχνευτής ο Ενδυμίων

29.10.15

ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟ ΥΨΩΜΑ 731!!!!!!!!!! Τιμή και δόξα στους αληθινούς Ήρωες.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί αστροσπαρμένοι, πολυφάραγγοι και ψηλοβροντορίχτες καλημέρα και καλή ανάγνωση, ο φίλος μου ο ά-σοφος! Γεώργιος λέει πως σ' αυτον τον τόπο, δηλαδή στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν Έλληνες!!!!!!!!!! στην καλύτερη των περιπτώσεων άντε να είμαστε φιλέλληνες!!!!!!!!!! Εσείς τι λέτε; Ο δε δάσκαλος Λιαντίνης είχε πει πως δεν είμαστε ούτε καν φιλέλληνες, απλά είμαστε Ελληνοέλληνες!!!! Αυτό βέβαια είναι τριςχειρότερο, εσείς τι λέτε; Σε συνέχεια της χθεσινής ιστορίας σας στέλνω σήμερα την ιστορία του Νικόλα, ο Νικόλας θα μπορούσε να ήταν ο καθ' ένας από εμάς. Φαντασθείτε τώρα όλους εκείνους τους Άγιους Ήρωες που έχασαν τη ζωή τους εκείνη την περίοδο του πολέμου και της αντίστασης, πόση πίκρα θα ένιωθαν όταν θα αντίκριζαν μετά τον πόλεμο όλους τους συνεργάτες του κατακτητή να κυβερνούν αυτόν τον τόπο για τον οποίον αυτοί έδωσαν τη ζωή τους!!!!!!!!! Για φαντάσου!!!!!!! Τέτοια ώρα ο Γκοτζιόλας λέει: Άντε γανωθείτε καριόληδες!!!! Σας παρακαλώ κάποια στιγμή σήμερα αναζητήστε την απίστευτη ιστορία για το ύψωμα 731!!!! αλήθεια πόσο υπερήφανοι θα ένιωθαν εκείνοι οι Άγιοι Ήρωες για μας, και για τους σημερινούς ηγέτες του ΝΑΙ σε όλα; Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Προμηθέας.

Ο Νικόλας - Μια άγνωστη ιστορία από τον πόλεμο του 40

Στη φωτό Ο Νικόλας και η αγαπημένη του
την ημέρα του γάμου τους

"Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον" έλεγαν οι παλιοί.
Ετσι και στην περίπτωση του Νικόλα. Κάποιες τραγικές συμπτώσεις έμελλαν να αλλάξουν τον ρου της ζωής του και να τον εξαναγκάσουν να φύγει από το μικρό χωριό της Εύβοιας στο οποίο ζούσε και να μετεγκατασταθεί σε μια μικρή κωμόπολη της Ν. Ιταλίας όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Οι παλιοί έλεγαν ακόμη
"Ουδέν κακόν αμιγές καλού"

Κι έτσι είναι. Μπορεί ο πόλεμος και οι κακουχίες να ήταν υπεύθυνα που αμούστακο παλλικαράκι ακόμη ο Νικόλας αποχωρίστηκε από τη μάνα του, τα αδέλφια του και το αγαπημένο του χωριό, όμως ο ίδιος ο πόλεμος έμελλε να τον κάνει να γνωρίσει τη σύντροφό του με την οποία έζησε ευτυχισμένα και πάντα ερωτευμένος για 55 ολόκληρα χρόνια!!!!
Μοναχά ο θάνατος τους χώρισε.....

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο Νικόλας γεννήθηκε λίγο μετά από το θάνατο του πατέρα του ο οποίος σκοτώθηκε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Μεγάλωσε με την μητέρα του και τα αδέλφια του με πολλή στέρηση. Εγινε παλλικαράκι, μα δεν πρόλαβε να χαρεί, ήρθε ο επόμενος πόλεμος με τις αγριότητες, τη θηριωδία,τη φτώχεια, τη πείνα, τη στέρηση....Και νάτανε μόνο αυτό? Ηρθαν οι Γερμανοί στο χωριό του, τον συλλάβανε και τον στείλανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Στα είκοσί του θάτανε θαρρώ. Από τότε οι δικοί του έχασαν τα ίχνη του. Δεν γνώριζαν εάν ζούσε η εάν σκοτώθηκε. Το ίδιο και αυτός.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Εκεί στη Γερμανία, ο Νικόλας νεαρό παλλικαράκι βρέθηκε για πρώτη φορά μακριά από το ζεστό σπιτικό του μικρού χωριού του, μακριά από τους δικούς του ανθρώπους, βίωσε τη μοναξιά, μόνος σε μια ξένη χώρα φυλακισμένος στον αφιλόξενο χώρο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης.... Δύσκολες οι συνθήκες....μοναδική συντροφιά του ένας Ελληνας από το χωριό του που τον είχαν πάρει και αυτόν οι Γερμανοί στο στρατόπεδο, και ένας Ιταλός, ο Μάριος....Αυτός ο Ιταλός δεν ήταν σαν τους άλλους῎ ήταν καλός και πρόσχαρος άνθρωπος και νοιαζόταν για τον Νικόλα.
"Αμα τελειώσει ο πόλεμος θα σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία"
έλεγε ο Μάριος στο Νικόλα
"Ναι, θάρθω Μάριε στην Ιταλία μαζί σου"
του απαντούσε ο Νικόλας με βουρκωμένα μάτια...αφού πίστευε πως δεν τούχε απομείνει κανένας στον κόσμο...βλέπετε είχε χάσει τα ίχνη τους και τότε δεν ήταν εύκολες οι επικοινωνίες σαν τώρα, ούτε τηλέφωνα υπήρχαν, ούτε εύκολη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών. Τους δικούς του τους ήξερε για σκοτωμένους, το είχε πάρει πια απόφαση.
Με τον συγχωριανό του κάθε βράδυ ονειρεύονταν την επιστροφή στην πατρίδα. Σε αυτή την υγρή φυλακή το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα έμοιαζε με ηλιαχτίδα που τρύπωνε στη καρδιά, τους ζέσταινε και τους κρατούσε ζωντανούς.....αυτό το όνειρο ήταν που τους έδινε δύναμη να αντέξουν στις κακουχίες.....

Πέρασε ο καιρός, τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε η ώρα να φύγει ο Μάριος
"Vienni" του λέει, "δεν ξεχνώ την υπόσχεσή μου, θάρθεις μαζί μου στην Ιταλία,θα σε πάρω στο σπίτι μου, θα σε γνωρίσω στους γονείς μου, στα αδέλφια μου"

"Ελα"
του λέει και ο συγχωριανός του, "έμαθα πως μεθαύριο φεύγει ένα καράβι για την Ελλάδα, θα γυρίσουμε παρέα στο χωριό"


Το βράδυ ο Νικόλας ξαγρύπνησε, δεν ήξερε τι να κάνει...
Τον Μάριο τον συμπαθούσε πολύ, μα να πάει σε μια ξένη χώρα?
Αλλά και στο χωριό να κάνει τι?
Αφού δεν είχε κανένα νέο από τους δικούς του, ορφανός τι θάκανε εκεί μοναχός του?
Τα χαράματα πήρε την απόφαση :
ΟΧΙ. Δεν θα γύρναγε στον τόπο του.
Θα ακολουθούσε τον Μάριο στην Ιταλία.....
Ο συγχωριανός του σαν τάκουσε στεναχωρέθηκε, δάκρυσε, αγκάλιασε τον Νικόλα σφιχτά σαν νάταν η στερνή φορά που βλέπονταν και του είπε "καλή αντάμωση".
Μα ήταν πράγματι η στερνή φορά που αγκαλιάζονταν...
Το καράβι με το οποίο ταξίδεψε ο συγχωριανός του στην Ελλάδα βούλιαξε και ο παιδικός του φίλος πνίγηκε.....
Αν τον είχε ακολουθήσει ο Νικόλας...
Μα το λαδάκι στο καντηλάκι του δεν είχε στερέψει ακόμη
Ο Μάριος κράτησε το λόγο του και πήρε τον Νικόλα στο σπίτι του. Τον φρόντισε, τον ενσωμάτωσε στην δική του οικογένεια, στα δικά του τα αδέλφια....τον ένοιωθε πια σαν αληθινό αδελφό του....πράγμα που δεν άργησε να γίνει και στην πραγματικότητα.....
Μία από τις αδελφές του Μάριου ήταν πανέμορφη και πολύ καλή κοπέλα. Αντουανέτα ήταν το όνομά της. Ενας άγγελος που από τη πρώτη στιγμή που ειδωθήκανε με τον Νικόλα ερωτοχτυπηθήκανε. Μια αγάπη γεμάτη από σεβασμό και αλληλοεκτίμηση και ας τους χώριζαν 10 ολόκληρα χρόνια.
Εκείνη ήταν μεγαλύτερή του.
....."Ο έρως χρόνια δεν κοιτά" λέγανε οι παλιοί.....
Μαζί απόκτησαν 3 παιδιά, η οικογένειά τους και το σπιτικό τους ήταν πάντα χαρούμενο και γεμάτο από κόσμο. Η γυναίκα του ήταν όπως οι περισσότερες ΝοτιοΙταλίδες καταπληκτική μαγείρισα και αφού καθώς λένε "ο έρωτας περνά πρώτα από το στομάχι" και το στομάχι γέμιζε πάντα με νοστιμιές, έτσι νόστιμος παρέμενε για πολλά-πολλά χρόνια και ο έρωτας . Ποτέ δεν άκουγες γκρίνιες και διαπληκτισμούς μέσα στο σπιτικό του Νικόλα. Μετά τον θάνατο του πεθερού του, ο Νικόλας ανέλαβε το μικρό ρολογάδικο, αφού εν τω μεταξύ του είχε μάθει την τέχνη από τον πεθερό του.

Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν, μα τον Νικόλα τον έτρωγε το μαράζι της πατρίδας. Τι κι αν οι δικοί του ήταν σκοτωμένοι? Ηθελε να γυρίσει, να βρει τον τάφο τους και να ανάψει ένα κεράκι. Ηθελε να δει για μια φορά το χωριό του, αφού εκεί είχε γεννηθεί. Η νοσταλγία, ο νόστος, κακό πράμα νάσαι ξενιτεμένος.....
Βέβαια όταν επιχείρησε να αρχίσει τη διαδικασία να φτιάξει διαβατήριο, διαπίστωσε πως δεν ήταν καθόλου εύκολο....Στην Ελλάδα τον θεωρούσαν "λιποτάκτη"!!!!! Αν και δεν έφταιγε ο ίδιος που τον είχαν πάρει οι Γερμανοί από την Ελλάδα προτού να υπηρετήσει φαντάρος, οι Ελληνικές αρχές τον θεώρησαν λιποτάκτη....
Γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα της επιστροφής στην Ελλάδα και σκέφτηκε να αναζητήσει κανέναν θείο, καμία θεία, τίποτα ξαδέλφια για να μάθει τι συνέβη στους δικούς του.....

Ετσι απευθύνθηκε στον ΕΕΣ (Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό)!
Μετά από χρόνια ερευνών ο ΕΕΣ βρήκε τα ίχνη της χαμένης του οικογένειας και του έστειλε μια χαρμόσυνη είδηση : Τα αδέλφια του ζούσαν!!!! Μόλις του έδωσαν τη διεύθυνση έστειλε ένα απερίγραπτο γράμμα γεμάτο αγωνία. Ηθελε να μάθει νέα τους. Γρήγορα πήρε απάντηση και από τότε άρχισαν να αλληλογραφούν με τα αδέλφια του. Η μητέρα τους είχε πεθάνει από τις κακουχίες του πολέμου. Γράμματα συγκίνησης, απερίγραπτα λόγια αγάπης που πήγαιναν κι έρχονταν με το ταχυδρομείο, συνοδεύονταν με τις φωτογραφίες των παιδιών που είχαν αποκτήσει τα αδέλφια του αλλά και των δικών του. Λες και μέσα από τα γράμματα να προσπαθούσαν τα αδέλφια να απαλείψουν τα χρόνια που τους είχε χωρίσει ο πόλεμος.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....

Αφού ο Νικόλας δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να μην τον πιάσουν για λιποτάκτη, αποφάσισε ο ένας του αδελφός να πάει να τον βρει στην Ιταλία. Πρώτη φορά ταξίδευε εκτός Ελλάδος και μάλιστα σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη η χούντα. Πήρε το καράβι από την Πάτρα και ξεμπάρκαρε με την οικογένεια στο Μπρίντιζι. Οι τοίχοι γύρω ήταν γραμμένοι με συνθήματα κατά της χούντας. Ρώτησε κάποιους Ιταλούς πως μπορούσε να βγει στο δρόμο για την μικρή κωμόπολη. Θυμόταν τα Ιταλικά από τον πόλεμο (όλοι όσοι έζησαν τον πόλεμο έμαθαν Ιταλικά). Μετά από 3 περίπου ώρες έφτασε.....
Που θα πήγαινε όμως? Ηταν βράδυ.... Πως θα γνωρίζονταν με τον αδελφό του? Από αμούστακα παιδιά είχαν χωρίσει.....Ξάφνου άκουσε μια φωνή στα Ιταλικά "zio" (θείε).....Ηταν μια νεαρή όμορφη κοπέλα....Ιδια η μάνα του. Μετά έμαθε πως την λέγανε Ελένη. Ηταν η κόρη του Νικόλα που τους έψαχνε. Είχε δει στο σκοτάδι τις Ελληνικές πινακίδες και κατάλαβε.....Οδηγούσε ένα μικρό αυτοκινητάκι. Μπήκε μπροστά για να τους οδηγήσει.....σε λίγη ώρα έφτασαν στο σπίτι του Νικόλα.....Οταν άνοιξε η πόρτα τα δύο αδέλφια ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ξεσπώντας σε λυγμούς....Μιλούσαν και οι δύο ασταμάτητα, χωρίς ανάσα, σαν να ήθελαν να πουν όλα αυτά που κρατούσαν στο μυαλό τους τόσα χρόνια.....

Ξημέρωσαν....κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί εκείνη τη βραδιά....Τα δύο αδέλφια προσπαθώντας να προλάβουν να πουν τις ιστορίες τους και τα υπόλοιπα μέλη προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν πως ήταν συγγενείς....Δύσκολες καταστάσεις....Δύσκολη και η επικοινωνία αφού ούτε οι μεν μιλούσαν Ελληνικά ούτε οι δε Ιταλικά. Στο τέλος όμως κατάφερναν να συνενοηθούν αφού εκείνη τη βραδιά όλοι μιλούσαν με τη γλώσσα της καρδιάς.....

Τα επόμενα χρόνια ήρθαν τα παιδιά του Νικόλα για γαμήλιο ταξίδι στην Ελλάδα και επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το χωριό του πατέρα τους.....

Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ο Νικόλας να ξεπεράσει τις πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες με την στρατολογία (για την "λιποταξία"). Γέρασε πια και μοναχά τότε κατάφερε να δει για τελευταία φορά το χωριό του....
Το αδίκημα της λιποταξίας λέει αίρεται άμα γεράσει ο άνθρωπος...
Δύο φορές όλες κι όλες κατάφερε να επισκεφτεί την Ελλάδα.

Ολα του τα χρόνια ο Νικόλας τα έζησε με την πολυαγαπημένη του γυναίκα στην μικρή κωμόπολη της Ιταλίας. Περάσανε τα χρόνια κι εκείνη έμεινε κατάκοιτη για 4 χρόνια...Εκείνος σπάνια πια έβγαινε από το σπίτι. Προτιμούσε να της κρατά συντροφιά και να της μιλά κρατώντας τρυφερά το χέρι της, και εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια και αν και στο κρεββάτι του πόνου έκανε τα χωρατά της....
Ηταν γυναίκα που δεν ήθελε να στεναχωρεί και να επιβαρύνει τους άλλους...
....Και οι δυό τους εξακολουθούσαν να είναι ακόμη ερωτευμένοι όπως τον πρώτο καιρό.....
....Η κοινή τους ζωή κράτησε 55 ολόκληρα χρόνια.....
Οταν εκείνη έφυγε στα 90 της χρόνια, μετά από 8 μήνες την ακολούθησε κι εκείνος απαρηγόρητος από τον χαμό της....

Σήμερα τα παιδιά του Νικόλα και τα εγγόνια ζουν στην ίδια κωμόπολη της Ν. Ιταλίας, στο Αβελίνο, εκεί που πέρασε τα χρόνια του ο Νικόλας, αλλά μακριά από τους φυσικούς τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα τους.
Είναι Ιταλοί πολίτες και δεν μιλούν την Ελληνική γλώσσα.
Το Ελληνικό επώνυμο είναι το μόνο που απόμεινε να θυμίζει την Ελληνική καταγωγή τους....
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες εξ αιτίας των πολέμων.
Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Πηγή:Δυοσμαράκι.
Ανιχνευτής: Eνδυμίων