Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"
"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.
12.2.16
10.2.16
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΡΕΜΠΕΤΗΣ
Ετούτη τη μέρα, 8η Φεβρουαρίου του
1972, ο μέγας Μάρκος Βαμβακάρης, (είναι μελό, είναι χιλιοειπωμένο, αλλά θα το
πω διότι έτσι το νοιώθω), έφυγε από τη ζωή αυτή και πήγε στη Γειτονιά των Αγγέλων.
Ο θάνατός του επήλθε από συνέπειες της νεφρικής
ανεπάρκειας που δημιουργήθηκε εξαιτίας του σακχαρώδη διαβήτη που είχε.
Πέθανε στην Νίκαια στα 66 του χρόνια, μέσα σε
βαθιά φτώχεια. Όπως μετέδωσε ο Χρίστος Βασιλόπουλος στην εξαιρετική του εκπομπή
Η Μηχανή του Χρόνου, η ζωή του Μάρκου στην πρωτεύουσα ήταν πολύ δύσκολη.
Ο κόσμος υπέφερε από τη φτώχεια. Το ίδιο και ο
Βαμβακάρης, που δεν είχε δουλειά και όλοι τον είχαν ξεχάσει. Για να συντηρήσει
την οικογένειά του, υπήρχε μια λύση. Η «σφουγγάρα».
«Σφουγγάρα» έλεγαν οι μουσικοί, το πιατάκι που
έβγαζαν στις ταβέρνες, για να ρίξουν κέρματα οι θαμώνες. Στην περίπτωση του
Βαμβακάρη, το πιατάκι το κρατούσε ο πεντάχρονος τότε γιος του. Ο ίδιος ο
μεγάλος ρεμπέτης, δεν άντεχε αυτόν τον εξευτελισμό. Δεν είχε όμως άλλη λύση.
Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε, να αποφύγει τη «ζητιανιά»....
Κηδεύτηκε μέσα σε βουβό πένθος ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους, και ρεμπέτες συναδέλφους του, σε έναν προσωρινό τάφο.
Κηδεύτηκε μέσα σε βουβό πένθος ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους, και ρεμπέτες συναδέλφους του, σε έναν προσωρινό τάφο.
Όπως δήλωσε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.
«Οταν πέθανε, κάναμε έρανο για να μαζέψουμε
χρήματα για την ταφή. Τέτοια ήταν η δυστυχία μας εκείνα τα χρόνια. Και έτσι
ακόμα και σήμερα είναι χωρίς τάφο. Χωρίς να υπάρχει ένα μνήμα να του ανάβουμε
το καντήλι. Να τον μνημονεύουμε», δήλωσε σε εφημερίδα το 2013 η χήρα του
Βαγγελιώ, που πέθανε στις 29.9.2014 σε ηλικία 96 ετών και ετάφη στο Τρίτο
Νεκροταφείο.
Μέχρι το τέλος τοχε καημό ότι δεν αξιώθηκε να κάνει
στον αγαπημένο της έναν τάφο.
«Πολλοί έταξαν σε μένα και τα παιδιά μου ότι θα
του φτιάξουν ένα μνήμα να μπορούμε όλοι να προσκυνάμε και να τον μνημονεύουμε. Όσο
το είδατε εσείς, το είδαμε και εμείς. Όλοι έλεγαν, αλλά κανείς δεν το έφτιαξε.
Πολιτικοί και καλλιτέχνες. Δεν πειράζει, να είναι καλά. Τώρα έχουν τα οστά του
σε ένα μικρό κουτάκι, σε οστεοφυλάκιο και πηγαίνουμε και τα προσκυνάμε».
Ο ίδιος, δεν νομίζω ότι θα τον πείραζε αυτό.
«Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε ποτές μου να
φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή
μου όπως την έζησα. Και γι αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον
κόσμο. Σε ένα κόσμο πού εγώ πρώτος τού τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα
πλούτη και την φτώχεια του και την ορφάνια του.
Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι για τούς οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράψω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός τής περιγραφής και εξιστορήσεως τής ζωής μου, δηλαδή η συγνώμη και η συγχώρεση», είπε σε κάποια συνέντευξη-εξομολόγησή του.
ΠΗΓΗ: filoftero Xρήστος Μιχαηλίδης.
Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι για τούς οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράψω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός τής περιγραφής και εξιστορήσεως τής ζωής μου, δηλαδή η συγνώμη και η συγχώρεση», είπε σε κάποια συνέντευξη-εξομολόγησή του.
ΠΗΓΗ: filoftero Xρήστος Μιχαηλίδης.
9.2.16
Ορφικός ύμνος Ηούς, Αφροδίτης, Αθηνάς,Άρτεμις,Περσεφόνης.
«Εισάκουσέ
με θεά, που δίνεις το φως στους ανθρώπους, ω Ηώ, ακτινοβολούσα με το
κόκκινο λαμπρό φως κι αγγελιοφόρε του ενδόξου θεού, του λαμπρού Τιτάνα.
Εσύ είσαι που τη σκοτεινή διαδρομή της νύχτας απομακρύνεις με την
εμφάνισή σου στέλνοντάς την στα έγκατα της γης...
Εσύ προηγείσαι των ανθρωπίνων έργων, αφού διευκολύνεις τη ζωή των ανθρώπων. Με την εμφάνισή σου ζωογονείται η γενεά των ανθρώπων, διότι κανείς δεν αποστρέφει το πρόσωπό του από εσένα, που είσαι η μεγαλύτερη θεά όλων, απομακρύνοντας το γαλήνιο ύπνο απ’ τα ανθρώπινα βλέφαρα κάνοντας κάθε άνθρωπο να τέρπεται αντικρίζοντας σε, όπως αυτό συμβαίνει σε κάθε ερπετό, σ’ όλες τις οικογένειες των ζώων, των πτηνών και πολλών γενών των θαλασσινών ζώων. Εσύ που οδηγείς συνεχώς τους ανθρώπους δίδοντάς τους την εργασία στη ζωή για να επιβιώσουν. Μακάρι, ω, αγνή και ευτυχή θεά, να καλύψεις με το ιερό φως σου τους μυημένους».
Κλῦθι, θεά, θνητοῖς φαεσίμβροτον ἦμαρ ἄγουσα, Ἠὼς λαμπροφαής, ἐρυθαινομένη κατὰ κόσμον, ἀγγέλτειρα θεοῦ μεγάλου Τιτᾶνος ἀγαυοῦ, ἣ νυκτὸς ζοφερήν τε καὶ αἰολόχρωτα πορείην ἀντολίαις ταῖς σαῖς πέμπεις ὑπὸ νέρτερα γαίης· ἔργων ἡγήτειρα, βίου πρόπολε θνητοῖσιν· ἧι χαίρει θνητῶν μερόπων γένος· οὐδέ τίς ἐστιν, ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν, ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις, πᾶς δὲ βροτὸς γήθει, πᾶν ἑρπετὸν ἄλλα τε φῦλα τετραπόδων πτηνῶν τε καὶ εἰναλίων πολυεθνῶν· πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις. ἀλλά, μάκαιρ᾽, ἁγνή, μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις.
Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ
την τρομερή, που με τον Άρη έργα πολεμικά σχεδιάζει...
και λεηλασίες πόλεων, πολέμους κι αλαλάγματα,
και προστατεύει το στρατό κι όταν υποχωρεί κι όταν ορμάει.
Χαίρε θεά, δος μου καλοτυχία κι ευδαιμονία.`
Παλλάδ’ Ἀθηναίην ἐρυσίπτολιν ἄρχομ’ ἀείδειν,
δεινήν, ᾗ σὺν Ἄρηι μέλει πολεμήια ἔργα
περθόμεναί τε πόληες ἀϋτή τε πτόλεμοί τε,
καί τ’ ἐῤῥύσατο λαὸν ἰόντα τε νισσόμενόν τε.
χαῖρε, θεά, δὸς δ’ ἄμμι τύχην εὐδαιμονίην τε.
Την Άρτεμη την αδερφή του Εκάτου ύμνησε Μούσα
την τοξότρια παρθένα, ομογάλακτη του Απόλλωνα,
αυτή που τ’ άλογα του βουρλοσκεπασμένου Μέλητος ποτίζει..
και γρήγορα το άρμα τ’ ολόχρυσο απ’ τη Σμύρνη το πηγαίνει
στην αμπελόφυτη την Κλάρο, εκεί που ο αργυρότοξος Απόλλων
κάθεται την τηλεύστοχη τοξότρια περιμένοντας.
Έτσι κι εσύ κι όλες οι θεές μαζί σου ας χαίρεσαι με το άσμα μου,
όμως εγώ εσένα πρώτα κι από σένα αρχίζω να υμνώ,
κι αφού από σένα αρχίσω θα περάσω σ’ άλλον ύμνο.
Ἄρτεμιν ὕμνει, Μοῦσα, κασιγνήτην Ἑκάτοιο.
παρθένον ἰοχέαιραν, ὁμότροφον Ἀπόλλωνος,
ἥθ’ ἵππους ἄρσασα βαθυσχοίνοιο Μέλητος
ῥίμφα διὰ Σμύρνης παγχρύσεον ἅρμα διώκει
ἐς Κλάρον ἀμπελόεσσαν, ὅθ’ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν.
καὶ σὺ μὲν οὕτω χαῖρε θεαί θ’ ἅμα πᾶσαι ἀοιδῇ:
αὐτὰρ ἐγώ σε πρῶτα καὶ ἐκ σέθεν ἄρχομ’ ἀείδειν,
σεῦ δ’ ἐγὼ ἀρξάμενος μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον.
Ώ Περσεφόνη, θυγατέρα του μεγάλου Διός.
έλα ώ μακαριά, συ η μονογενής θεά, και δέξου την θυσίαν την ευάρεστη πολύτιμε σύζυγε του Πλούτωνος, ένδοξε, πού δίδεις ζωήν...
πού κατέχεις τάς πύλας του Άδου εις τα υποχθόνια της γης.
Πραξιδίκη με τα επέραστα πλοκάμια, της Δηούς αγνό βλαστάρι (τέκνον). μητέρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των καταχθόνιων (των νεκρών), την κόρην πού εγέννησεν ό Ζευς με ανέκφραστον τοκετό ώ μητέρα του πολύβροντου και πολύμορφου Ευβουλέως πού παίζεις μαζί με τις εποχές και φέρεις το φως εσύ με την ωραίαν μορφήν σεμνή, παντοδύναμος κόρη που είσαι γεμάτη από καρπούς, και φέγγεις λαμπρά έχεις κέρατα, και εσύ μόνον είσαι περιπόθητη εις τους ανθρώπους διότι είσαι εαρινή και χαίρεσαι με τις πνοές των λιβαδιών, και φανερώνεις το ιερόν σώμα σου τους βλαστούς, που παράγουν χλωρούς καρπούς ενυμφεύθης το φθινόπωρον κατόπιν αρπαγής μόνη εσύ είσαι η ζωή και ο θάνατος εις τους ανθρώπους τους πολυβασανισμένους, διότι συ ή Φερσεφόνη (η Περσεφόνη) φέρεις πάντοτε την ζωήν (την άνοιξιν) και τα πάντα φονεύεις (τον χειμώνα). Άκουσε με μακαρία θεά και φέρε καρπούς εις την γην, δίδε ειρήνη και εύχάριστον υγείαν και βίον ευτυχή, πού οδηγεί ώ βασίλισσα, τα ήσυχα γηρατειά κάτω προς τον ιδικόν σου χώρον και προς τον δυνατόν Πλούτωνα.
Φερσεφόνη, θύγατερ μεγάλου Διός, ἐλθέ, μάκαιρα, μουνογένεια θεά, κεχαρισμένα δ᾽ ἱερὰ δέξαι, Πλούτωνος πολύτιμε δάμαρ, κεδνή, βιοδῶτι, ἣ κατέχεις Ἀίδαο πύλας ὑπὸ κεύθεα γαίης, Πραξιδίκη, ἐρατοπλόκαμε, Δηοῦς θάλος ἁγνόν, Εὐμενίδων γενέτειρα, ὑποχθονίων βασίλεια, ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην, μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος, Ὡρῶν συμπαίκτειρα, φαεσφόρε, ἀγλαόμορφε, σεμνή, παντοκράτειρα, κόρη καρποῖσι βρύουσα, εὐφεγγής, κερόεσσα, μόνη θνητοῖσι ποθεινή, εἰαρινή, λειμωνιάσιν χαίρουσα πνοῆισιν, ἱερὸν ἐκφαίνουσα δέμας βλαστοῖς χλοοκάρποις, ἁρπαγιμαῖα λέχη μετοπωρινὰ νυμφευθεῖσα, ζωὴ καὶ θάνατος μούνη θνητοῖς πολυμόχθοις, Φερσεφόνη· φέρβεις γὰρ ἀεὶ καὶ πάντα φονεύεις. κλῦθι, μάκαιρα θεά, καρποὺς δ᾽ ἀνάπεμπ᾽ ἀπὸ γαίης εἰρήνηι θάλλουσα καὶ ἠπιοχείρωι ὑγείαι καὶ βίωι εὐόλβωι λιπαρὸν γῆρας κατάγοντι πρὸς σὸν χῶρον, ἄνασσα, καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα.
Εσύ προηγείσαι των ανθρωπίνων έργων, αφού διευκολύνεις τη ζωή των ανθρώπων. Με την εμφάνισή σου ζωογονείται η γενεά των ανθρώπων, διότι κανείς δεν αποστρέφει το πρόσωπό του από εσένα, που είσαι η μεγαλύτερη θεά όλων, απομακρύνοντας το γαλήνιο ύπνο απ’ τα ανθρώπινα βλέφαρα κάνοντας κάθε άνθρωπο να τέρπεται αντικρίζοντας σε, όπως αυτό συμβαίνει σε κάθε ερπετό, σ’ όλες τις οικογένειες των ζώων, των πτηνών και πολλών γενών των θαλασσινών ζώων. Εσύ που οδηγείς συνεχώς τους ανθρώπους δίδοντάς τους την εργασία στη ζωή για να επιβιώσουν. Μακάρι, ω, αγνή και ευτυχή θεά, να καλύψεις με το ιερό φως σου τους μυημένους».
Κλῦθι, θεά, θνητοῖς φαεσίμβροτον ἦμαρ ἄγουσα, Ἠὼς λαμπροφαής, ἐρυθαινομένη κατὰ κόσμον, ἀγγέλτειρα θεοῦ μεγάλου Τιτᾶνος ἀγαυοῦ, ἣ νυκτὸς ζοφερήν τε καὶ αἰολόχρωτα πορείην ἀντολίαις ταῖς σαῖς πέμπεις ὑπὸ νέρτερα γαίης· ἔργων ἡγήτειρα, βίου πρόπολε θνητοῖσιν· ἧι χαίρει θνητῶν μερόπων γένος· οὐδέ τίς ἐστιν, ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν, ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις, πᾶς δὲ βροτὸς γήθει, πᾶν ἑρπετὸν ἄλλα τε φῦλα τετραπόδων πτηνῶν τε καὶ εἰναλίων πολυεθνῶν· πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις. ἀλλά, μάκαιρ᾽, ἁγνή, μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις.
Ομηρικός ύμνος στην Αφροδίτη
δίνει μειλίχια δώρα, και το ερωτοπόθητό της πρόσωπο
πάντα χαμογελάει και λάμψη ερωτική το τριγυρίζει...
Χαίρε βασίλισσα της ομορφοχτισμένης Σαλαμίνος
και της θάλασσας Κύπρου, δος μου το περιπόθητο άσμα.
Όμως εγώ και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.
κυπρογενῆ Κυθέρειαν ἀείσομαι, ἥτε βροτοῖσι
μείλιχα δῶρα δίδωσιν, ἐφ’ ἱμερτῷ δὲ προσώπῳ
αἰεὶ μειδιάει καὶ ἐφ’ ἱμερτὸν θέει ἄνθος.
χαῖρε, θεά, Σαλαμῖνος ἐυκτιμένης μεδέουσα
εἰναλίης τε Κύπρου: δὸς δ’ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν.
αὐτὰρ ἐγὼ καὶ σεῖο καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς.
πάντα χαμογελάει και λάμψη ερωτική το τριγυρίζει...
Χαίρε βασίλισσα της ομορφοχτισμένης Σαλαμίνος
και της θάλασσας Κύπρου, δος μου το περιπόθητο άσμα.
Όμως εγώ και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.
κυπρογενῆ Κυθέρειαν ἀείσομαι, ἥτε βροτοῖσι
μείλιχα δῶρα δίδωσιν, ἐφ’ ἱμερτῷ δὲ προσώπῳ
αἰεὶ μειδιάει καὶ ἐφ’ ἱμερτὸν θέει ἄνθος.
χαῖρε, θεά, Σαλαμῖνος ἐυκτιμένης μεδέουσα
εἰναλίης τε Κύπρου: δὸς δ’ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν.
αὐτὰρ ἐγὼ καὶ σεῖο καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς.
Ομηρικός ύμνος Αθηνάς
Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ
την τρομερή, που με τον Άρη έργα πολεμικά σχεδιάζει...
και λεηλασίες πόλεων, πολέμους κι αλαλάγματα,
και προστατεύει το στρατό κι όταν υποχωρεί κι όταν ορμάει.
Χαίρε θεά, δος μου καλοτυχία κι ευδαιμονία.`
δεινήν, ᾗ σὺν Ἄρηι μέλει πολεμήια ἔργα
περθόμεναί τε πόληες ἀϋτή τε πτόλεμοί τε,
καί τ’ ἐῤῥύσατο λαὸν ἰόντα τε νισσόμενόν τε.
χαῖρε, θεά, δὸς δ’ ἄμμι τύχην εὐδαιμονίην τε.
Ομηρικός ύμνος στην Άρτεμη
Την Άρτεμη την αδερφή του Εκάτου ύμνησε Μούσα
την τοξότρια παρθένα, ομογάλακτη του Απόλλωνα,
αυτή που τ’ άλογα του βουρλοσκεπασμένου Μέλητος ποτίζει..
και γρήγορα το άρμα τ’ ολόχρυσο απ’ τη Σμύρνη το πηγαίνει
στην αμπελόφυτη την Κλάρο, εκεί που ο αργυρότοξος Απόλλων
κάθεται την τηλεύστοχη τοξότρια περιμένοντας.
Έτσι κι εσύ κι όλες οι θεές μαζί σου ας χαίρεσαι με το άσμα μου,
όμως εγώ εσένα πρώτα κι από σένα αρχίζω να υμνώ,
κι αφού από σένα αρχίσω θα περάσω σ’ άλλον ύμνο.
Ἄρτεμιν ὕμνει, Μοῦσα, κασιγνήτην Ἑκάτοιο.
παρθένον ἰοχέαιραν, ὁμότροφον Ἀπόλλωνος,
ἥθ’ ἵππους ἄρσασα βαθυσχοίνοιο Μέλητος
ῥίμφα διὰ Σμύρνης παγχρύσεον ἅρμα διώκει
ἐς Κλάρον ἀμπελόεσσαν, ὅθ’ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν.
καὶ σὺ μὲν οὕτω χαῖρε θεαί θ’ ἅμα πᾶσαι ἀοιδῇ:
αὐτὰρ ἐγώ σε πρῶτα καὶ ἐκ σέθεν ἄρχομ’ ἀείδειν,
σεῦ δ’ ἐγὼ ἀρξάμενος μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον.
Ορφικός Ύμνος Περσεφόνης
έλα ώ μακαριά, συ η μονογενής θεά, και δέξου την θυσίαν την ευάρεστη πολύτιμε σύζυγε του Πλούτωνος, ένδοξε, πού δίδεις ζωήν...
πού κατέχεις τάς πύλας του Άδου εις τα υποχθόνια της γης.
Πραξιδίκη με τα επέραστα πλοκάμια, της Δηούς αγνό βλαστάρι (τέκνον). μητέρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των καταχθόνιων (των νεκρών), την κόρην πού εγέννησεν ό Ζευς με ανέκφραστον τοκετό ώ μητέρα του πολύβροντου και πολύμορφου Ευβουλέως πού παίζεις μαζί με τις εποχές και φέρεις το φως εσύ με την ωραίαν μορφήν σεμνή, παντοδύναμος κόρη που είσαι γεμάτη από καρπούς, και φέγγεις λαμπρά έχεις κέρατα, και εσύ μόνον είσαι περιπόθητη εις τους ανθρώπους διότι είσαι εαρινή και χαίρεσαι με τις πνοές των λιβαδιών, και φανερώνεις το ιερόν σώμα σου τους βλαστούς, που παράγουν χλωρούς καρπούς ενυμφεύθης το φθινόπωρον κατόπιν αρπαγής μόνη εσύ είσαι η ζωή και ο θάνατος εις τους ανθρώπους τους πολυβασανισμένους, διότι συ ή Φερσεφόνη (η Περσεφόνη) φέρεις πάντοτε την ζωήν (την άνοιξιν) και τα πάντα φονεύεις (τον χειμώνα). Άκουσε με μακαρία θεά και φέρε καρπούς εις την γην, δίδε ειρήνη και εύχάριστον υγείαν και βίον ευτυχή, πού οδηγεί ώ βασίλισσα, τα ήσυχα γηρατειά κάτω προς τον ιδικόν σου χώρον και προς τον δυνατόν Πλούτωνα.
Φερσεφόνη, θύγατερ μεγάλου Διός, ἐλθέ, μάκαιρα, μουνογένεια θεά, κεχαρισμένα δ᾽ ἱερὰ δέξαι, Πλούτωνος πολύτιμε δάμαρ, κεδνή, βιοδῶτι, ἣ κατέχεις Ἀίδαο πύλας ὑπὸ κεύθεα γαίης, Πραξιδίκη, ἐρατοπλόκαμε, Δηοῦς θάλος ἁγνόν, Εὐμενίδων γενέτειρα, ὑποχθονίων βασίλεια, ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην, μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος, Ὡρῶν συμπαίκτειρα, φαεσφόρε, ἀγλαόμορφε, σεμνή, παντοκράτειρα, κόρη καρποῖσι βρύουσα, εὐφεγγής, κερόεσσα, μόνη θνητοῖσι ποθεινή, εἰαρινή, λειμωνιάσιν χαίρουσα πνοῆισιν, ἱερὸν ἐκφαίνουσα δέμας βλαστοῖς χλοοκάρποις, ἁρπαγιμαῖα λέχη μετοπωρινὰ νυμφευθεῖσα, ζωὴ καὶ θάνατος μούνη θνητοῖς πολυμόχθοις, Φερσεφόνη· φέρβεις γὰρ ἀεὶ καὶ πάντα φονεύεις. κλῦθι, μάκαιρα θεά, καρποὺς δ᾽ ἀνάπεμπ᾽ ἀπὸ γαίης εἰρήνηι θάλλουσα καὶ ἠπιοχείρωι ὑγείαι καὶ βίωι εὐόλβωι λιπαρὸν γῆρας κατάγοντι πρὸς σὸν χῶρον, ἄνασσα, καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα.
ΠΗΓΗ: http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr
ANIXNEYTHS ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
ANIXNEYTHS ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
Νύμφη Κυανή: Η μόνη που αντιστάθηκε στην αρπαγή της Περσεφόνης
Νύμφη Κυανή: Η μόνη που αντιστάθηκε στην αρπαγή της Περσεφόνης
Μέσα στην πλούσια βλάστηση οι κοπέλες μαζεύαν λουλούδια. Το δάσος αντηχούσε χαρούμενα τραγούδια, και ο ήχος από τα νερά των πηγών γινόταν ένα με τα γέλια των κοριτσιών.
Η Περσεφόνη είδε μακριά έναν λευκοκίτρινο νάρκισσο.
«Τι όμορφος!» είπε στην Κυανή. «Θα τον πλέξω στο στεφάνι μου!»
Οι κοπέλες πλησίασαν το άνθος με χορευτικά παιχνιδίσματα, μεθυσμένες από την ομορφιά της φύσεως.
Μα, αλίμονο, προτού προλάβει η Περσεφόνη να κόψει το άνθος άνοιξε η γη, κι αναπήδησε ο Πλούτων, ο θεός του Κάτω Κόσμου. Άρπαξε την Κόρη, παρά τις προσπάθειες της Κυανής να την κρατήσει.
Στο δάσος τα γέλια των Νυμφών γινήκαν θρήνοι, που με την ηχώ τους τρόμαζαν τα ζώα του δάσους και διώχνανε τα πουλιά. Η Κυάνη δεν έχασε καιρό. Όσο έβλεπε τον Πλούτωνα με την Περσεφόνη να απομακρύνονται, τόσο γοργότερα έτρεχε, μην τούς χάσει από τα μάτια της.
Καθώς το Άρμα ξεμάκρυνε βιαστικά, σχημάτιζε πάνω στο χώμα ένα χάσμα. «Κουράγιο», μονολόγησε η Κυάνη. «Τουλάχιστον δεν θα χάσω τα αχνάρια τους ». κι όλο έτρεχε, ως που φτάσανε στις Συρακούσες! Εκεί ο Πλούτων σχίζοντας την γη κατέβηκε στο βασίλειό του, παίρνοντας μαζί την Περσεφόνη.
Η αφοσιωμένη Κυάνη, παρέμεινε έξω από τις Πύλες του Άδη, κλαίγοντας που δεν μπόρεσε να βοηθήσει την φίλη της. Τα δάκρυά της σχημάτισαν πηγή που έρεε μέσα στο χάσμα που είχε σχηματίσει το Άρμα του Πλούτωνα. Τόση ήτανε η θλίψη που απέτυχε να σταματήσει το Θεό, διαλύθηκε μέσα στα δάκρυα λόγω του πόνου της. Οι Θεοί την λυπήθηκαν, και την μετέτρεψαν σε πηγή και χάθηκε μέσα στα νερά της.
Αργότερα, όταν ήρθε η Δήμητρα στην πηγή ψάχνοντας την κόρη της, δεν υπήρχε καμιά νεράιδα για να της πει τι είχε συμβεί αλλά η θεά μπορούσε ακόμα να δει την εικόνα της Περσεφόνης στη επιφάνεια της λίμνης..
Αυτή η λίμνη θεωρούνταν είσοδος του Κάτω Κόσμου.
Η πηγή «Κυάνη» στην Σικελία λατρεύτηκε για πολλούς αιώνες. Ο θρυλικός Ηρακλής, μετά τους άθλους του επισκέφτηκε την Σικελία και καθιέρωσε την λατρεία της. Δίδαξε τους κατοίκους πως να τελούν λαμπρές τελετές προς την Κόρη και εορτές με θυσία στα νερά της Κυανής.
Και οι Νύμφες για να ξεκουράζουν τον Ηρακλή από το πολύκοπο ταξίδι του γέμισαν την Σικελία ιαματικές πηγές.
Κατά άλλους, Κυάνη ονομαζόταν απλώς η πηγή που έκανε ο Πλούτωνας να αναβλύσει στο σημείο της αρπαγής και στην οποία ο Ηρακλής εξάγνισε ταύρο, τον ωραιότερο της αγέλης, και τον αφιέρωσε στη Δήμητρα και την Κόρη των Συρακουσών. Γύρω από αυτή την πηγή ο Ηρακλής "..πρόσταξε τους ντόπιους κάθε χρόνο να θυσιάζουν στην Κόρη και να τελούν πανήγυρη στην Κυάνη με όλη τη λαμπρότητα και να βυθίζουν ταύρους μέσα στη λίμνη."(Διόδωρος Σ. 4.24.4)
Η εορτή γινόταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας, της Περσεφόνης και της Κυανής.
"Μα ακόμη, η Κυάνη, θρηνεί την αρπαγή και με τις συμφορές της θεάς θρηνεί τις δικές της,
για την κλεμμένη κόρη, και την πληγωμένη της άνοιξη, ο χρόνος το βάσανό της ν’ανακουφίσει δεν μπορεί, στη λυπημένη της καρδιά φορτίο βαρύ φέρνει, μέχρι που η βουβή θλίψη την κάνει να παραδοθεί στα δάκρυα, το ανήσυχο νερό της με την πηγή ανακατεύεται, της οποίας ήταν πρώτα αθάνατη θεά, τα μέλη της σε ρευστό διαλύονται ευλύγιστα και απαλά τα κόκαλά της νιώθει πρώτα τα κυματιστά της μαλλιά χάνονται σε δροσιά κι έπειτα τα λεπτά της δάχτυλα γίνονται υγρά η αλλαγή του σώματος σύντομα φτάνει στο απόγειο, τα πόδια της διαλύονται, κυλούν με το ρεύμα, τα χέρια της, η μέση, οι ώμοι, τα πλευρά τα φουσκωμένα στήθη της σε ρεύματα μικρά γλιστρούν, ασημένιο υγρό μόνο τώρα απομένει μέσα στους δρόμους των μαβιών φλεβών της τίποτε να γεμίσει την αρπαγή της αγάπης της ο άνδρας της, αγνός, λούζεται στον ίδιο κόρφο που πρωτύτερα αγκάλιαζε."
ΠΗΓΗ: http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
ΟΒΙΔΙΟΥ ''ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ'' ΚΕΦΑΛΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΡΙΔΑ
Κέφαλος και Πρόκριδα: Ο έρωτας μέσα από το πέπλο της αμφιβολίας
Δύο μήνες μετά το
γάμο του Κέφαλου με την Προκρίδα, ο Κέφαλος ξύπνησε προτού ανατείλει ο
ήλιος για να στήσει παγίδες με σκοπό να πιάσει ελάφια. Καθώς, λοιπόν,
έστηνε τις παγίδες του, ανέτειλε απ’ το βουνό του Υμηττού η Ηώ, μόλις τον αντίκρισε τον ερωτεύτηκε αμέσως και του ζήτησε να πάει μαζί
του. Αυτός όμως αρνήθηκε, όντας ερωτευμένος με τη γυναίκα του. O Οβίδιος, αν και Λατίνος, διαπραγματεύτηκε το θέμα του Κέφαλου και της Πρόκριδας.
Ας παρακολουθήσουμε τη διήγησή του, που αναφέρεται στις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η συνάντηση με την Ηώ:
{ Αυτό έγινε τον δεύτερο μήνα από το γάμο μας· άπλωνα δίχτυα για ελάφια, για ελάφια περήφανα για τα κέρατά τους, όταν, επάνω από τον Υμηττό, όπως πάντα στολισμένο με λουλούδια, η Αυγή με τα ρόδινα δάχτυλα παρουσιάστηκε διώχνοντας τα σκοτάδια και μα απήγαγε παρά τη θέλησή μου.Αγαπούσα την Πρόκριδα, η Πρόκρις εγέμιζε την καρδιά μου, το όνομά της ήταν διαρκώς στο στόμα μου. Μίλησα στη Ηώ για τα δικαιώματα του υμεναίου, για την τόσο πρόσφατη ερωτική μέθη μου, για το νυφικό κρεβάτι του οποίου μόλις είχα γνωρίσει τη γλύκα…Η θεά θύμωσε για τις αντιρρήσεις μου:
« Πάψε τα παράπονα, αχάριστε. Κράτα την Πρόκριδά σου. Αν είναι αλήθεια πως μπορώ να βλέπω στο μέλλον, σου λέγω πως θα έλθει μέρα που θα πεις να μη την είχες κάμει ποτέ γυναίκα σου »... και ξαφνικά με έδιωξε θυμωμένη.}
Με ζήλια αφόρητη και μίσος για την Προκρίδα, η Ηώ σπέρνει την αμφιβολία στον Κέφαλο για την αρετή και την τιμιότητα της γυναίκας του. Τον βάζει να προσποιηθεί ότι θα έλειπε από το παλάτι και έπειτα τον μεταμφίεσε με τέτοιο τρόπο που η γυναίκα του δεν τον αναγνώρισε σε κάποιον άντρα που τον έλεγαν Πτελέοντα. Έτσι ως ξένος πήγε στη γυναίκα του. Την πίεσε με δώρα να του δοθεί, κέρδισε την εύνοιά της με ένα χρυσό στεφάνι. Οι ισχυρές αντιστάσεις της νέας γυναίκας κάμφθηκαν. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του μεταμφιεσμένου άνδρα προκάλεσαν στη νέα γυναίκα ντροπή και θυμό.
Για να γλυτώσει από την εκδίκηση του άνδρα της η Πρόκρις κατέφυγε στην Κρήτη, στον βασιλιά Μίνωα. Στην αρχή της βασιλείας του ο Μίνωας δεν έκαμνε παιδιά, γιατί υπέφερε από κάποιο νόσημα. Τον θεράπευσε η Προκρίδα με ένα βότανο, το λεγόμενο «ρίζα της Κίρκης» (Κιρκαία ρίζα). Άλλες μαρτυρίες θέλουν την Πρόκριδα να χρησιμοποιεί δέρμα ή κύστη από αίγα, με το οποία έφτιαξε μια κύστη. http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr/2015/04/blog-post_6.html
Μας λέει ο Απολλόδωρος (3.15)
" Εκείνος πάλι την ερωτεύτηκε και την έπεισε να σμίξουν. Όμως αν μια γυναίκα κοιμόταν με τον Μίνωα, ήταν αδύνατο να σωθεί· γιατί η Πασιφάη, καθώς ο Μίνωας πλάγιαζε με πολλές γυναίκες, του έκανε μαγικά και κάθε φορά που εκείνος έσμιγε με άλλη γυναίκα, έβγαιναν ερπετά από τα γεννητικά του όργανα· με αυτόν τον τρόπο εκείνες χάνονταν. Αυτός λοιπόν είχε ένα γρήγορο σκύλο και ακόντιο που δεν έχανε ποτέ τον στόχο· με αυτά ως αντάλλαγμα η Πρόκρις του έδωσε να πιει την Κιρκαία ρίζα, ώστε να μην τη βλάψει, και έσμιξε μαζί του. Επειδή όμως εξακολουθούσε να νιώθει φόβο για τη γυναίκα του Μίνωα, επέστρεψε στην Αθήνα ".
Ο Μίνωας την ερωτεύτηκε και την έπεισε να κοιμηθεί μαζί του. Την εξαγόρασε με ένα κυνηγόσκυλο την Λαίλαψ, που ουδέποτε του ξέφευγε το θήραμα του και με ένα βέλος που που ουδέποτε έχανε τον στόχο του. Και τα δυο αυτά δώρα του τα είχε χαρίσει η Άρτεμις. Αφού το φάρμακο έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα πήρε πλούσια δώρα από τον Μίνωα, ο οποίος ενώθηκε με την Πασιφάη και απέκτησαν παιδιά, ενώ η Πρόκρις, από φόβο για τη γυναίκα του Μίνωα μήπως της κάνει μάγια, επέστρεψε στην Αθήνα μεταμφιεσμένη σε όμορφο αγόρι αφού πρώτα άλλαξε το όνομα της και το έκανε Πτερέλας. Τον Μίνωα δεν τον ξαναείδε.
Έτσι η Πρόκρις γύρισε πίσω στην Αθήνα, στο δήμο Θορικό όπου βασίλευε ο Κέφαλος, και έχοντας κόψει τα μαλλιά της, του παρουσιάστηκε ως άνδρας προτείνοντας του να παραβγούν σ’ έναν κυνηγετικό αγώνα.Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν το δήμο Θορικό, που άνηκε στην Δωδεκάπολη τότε Αθήνα που ‘χε ιδρύσει ο Κέκροπας και άλλοι την Φωκίδα.
Όταν η Πρόκρις πήγε τώρα και τον αντάμωσε ο Κέφαλος δεν την αναγνώρισε, αλλά του άρεσαν τόσο πολύ το κυνηγόσκυλό της η Λαίλαψ και το αλάνθαστο βέλος της, ώστε προσφέρθηκε να τα αγοράσει με αντάλλαγμα τεράστια ποσότητα ασήμι ή κατά μία άλλη εκδοχή μ’ αντάλλαγμα ένα μέρος απ’ το βασίλειό του.
Η Πρόκρις όμως αρνήθηκε να τα αποχωριστεί παρεκτός με αντάλλαγμα τον έρωτα, και όταν ο Κέφαλος συναίνεσε να την πάρει στο κρεβάτι του, αυτή του φανέρωσε με δάκρυα στα μάτια ότι είναι η σύζυγός του. Έτσι οι δυο τους συμφιλιώθηκαν. Αλλά η Άρτεμις έγινε έξω φρενών που η αυτή η παραδόπιστοι μοιχοί άλλαζαν έτσι τα πολύτιμα δώρα της από χέρι σε χέρι, και σκαρφίστηκε εκδίκηση.
Έβαλε στο κεφάλι της Πρόκριδας την υποψία ότι ο Κέφαλος εξακολουθούσε να επισκέπτετε την Ηώ όταν σηκωνόταν μετά τα μεσάνυχτα και πήγαινε για κυνήγι. Ερχόταν πια και η
σειρά της Πρόκριδας να ζηλέψει τον άνδρα της για τα συχνά του κυνήγια.
Την κατέλαβε η υποψία ότι τον δελέαζαν Νύμφες του βουνού που ενισχύθηκε
από τη μαρτυρία ενός δούλου του Κέφαλου ότι συχνά ο άνδρας της, στη
διάρκεια των κυνηγιών του, επικαλούνταν την «Αύρα» ή κατά μία άλλη εκδοχή τη λέξη «Νεφέλη». Ο Κέφαλος επικαλέσθηκε τη «Νεφέλη» ή «Αύρα» αλλά εννοούσε το σύννεφο ή
τον δροσερό άνεμο που θα τον ανακούφιζε από τη ζέστη.
Κάποια νύχτα η Πρόκρις, θέλοντας να τον πιάσει επ' αυτοφώρω, τον ακολούθησε στο κυνήγι φορώντας σκούρο ρούχο, μέσα στο μισόφωτο. Σε λίγο ο Κέφαλος άκουσε έναν θόρυβο, η Λαίλαψ γρύλισε και και θεωρώντας ότι πίσω από τη συστάδα των πυκνών θάμνων ήταν κάποιο θήραμα, ο Κέφαλος αμόλησε το αλάνθαστο βέλος του και διαπέρασε την Πρόκριδα. Τα τελευταία λόγια της, κατά τον Οβίδιο, ήτανε τα εξής: «στις υποσχέσεις των γάμων μας, στους θεούς του σπιτιού και του ουρανού, στην ερημιά μου, αν την αξίζω, στον σκοπό του θανάτου μου, αγαπημένε μου, σου ζητώ, σε ικετεύω μην πάρεις για γυναίκα σου την Ηώ».
Ο Άρειος Πάγος τον καταδίκασε σε αιώνια εξορία για φόνο στη Θήβα και η πρώτη του μόλις έφτασε εκεί ήταν να τον εξαγνίσουν. Βοήθησε τον Αμφιτρύωνα σε επιτυχή πόλεμο εναντίον των Τηλεβόων και των Ταφίων.
Στα χρόνια της εξορίας του στην Θήβα, ουδέποτε συγχώρεσε τον Μίνωα που είχε αποπλανήσει την Πρόκριδα και της είχε χαρίσει το μοιραίο βέλος, αλλά ούτε και τον εαυτό του μπορούσε να απαλλάξει από την ευθύνη. Μολονότι είχε εξαγνιστεί για την ενοχή του, το φάντασμα της Πρόκριδας τον κυνηγούσε, και φοβούμενος μήπως φέρει κακοτυχία στους συντρόφους του, πήγε στο ακρωτήριο Λευκάς όπου είχε χτίσει ναό στον Απόλλωνα του άσπρου βράχου, και ρίχτηκε στην θάλασσα από τον απότομο γκρεμό. Καθώς έπεφτε, φώναξε δυνατά το όνομα Πτερέλας γιατί με αυτό το όνομα είχε αγαπήσει πιο πολύ την Πρόκριδα.
Η ιστορία του Μίνωα και της Προκρίδας συνδέεται με τον πόλεμο του Μίνωα εναντίον της Αθήνας, και με την τελική πτώση της Κνωσού.
Ο μύθος καταγράφει ίσως την απαίτηση του βασιλιά της Κρήτης να τελέσει τελετουργικό γάμο με την αρχιέρια της Αθήνας, πράγμα που έκανε τους Αθηναίους να δυσανασχετήσουν.
Το όνομα Πτελέων (συστάδα από φτελιές) του ξελογιαστή της Πρόκριδας, μπορεί να αναφέρεται στην αμπελολατρεία, που διαδόθηκε από την Κρήτη την εποχή του Μίνωα, δεδομένου ότι τα κλήματα τα στερέωναν σε φτελιές. Μπορεί όμως επίσης να προέρχεται από την λέξη πτέλας (αγριόχοιρος). Σ' αυτή την περίπτωση, ο Κέφαλος και ο Πτελέων θα ήταν αρχικά ο ιερός βασιλιάς μεταμφιεσμένος σε αγριόχοιρο.
Το πήδημα του Κέφαλου από τον άσπρο βράχο στην Λευκάδα πέτρα δίκαια θυμίζει στον Στράβωνα ότι οι Λευκάδιοι έριχναν κάθε χρόνο από τον γκρεμό στην θάλασσα έναν άνθρωπο εφοδιασμένο με φτερά για να ανακόπτεται η πτώση του, ή ακόμη και με ζωντανά πουλιά δεμένα από το σώμα του. Το θύμα που ήταν φαρμακός δηλαδή εξιλαστήριο και η αποπομπή του σήμαινε απαλλαγή του νησιού από την ενοχή, αν γλίτωνε τον περιμάζευαν πλεούμενα που τον περίμεναν και τον μετάφεραν σε κάποιο άλλο νησί. Το όνομα Πτερέλαος υποδηλώνει ότι ο φτερωτός φαρμακός που τον έριχναν από τον γκρεμό ήταν αρχικά ο βασιλιάς.
Οβιδίου «Μεταμορφώσεις»/ Ελληνική μυθολογία- Ρόμπερτ Γκρέιβς/ Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας της Δήμητρας Μήττα/ Απολλόδωρος/Υγίνος/Στράβων.
Ας παρακολουθήσουμε τη διήγησή του, που αναφέρεται στις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η συνάντηση με την Ηώ:
{ Αυτό έγινε τον δεύτερο μήνα από το γάμο μας· άπλωνα δίχτυα για ελάφια, για ελάφια περήφανα για τα κέρατά τους, όταν, επάνω από τον Υμηττό, όπως πάντα στολισμένο με λουλούδια, η Αυγή με τα ρόδινα δάχτυλα παρουσιάστηκε διώχνοντας τα σκοτάδια και μα απήγαγε παρά τη θέλησή μου.Αγαπούσα την Πρόκριδα, η Πρόκρις εγέμιζε την καρδιά μου, το όνομά της ήταν διαρκώς στο στόμα μου. Μίλησα στη Ηώ για τα δικαιώματα του υμεναίου, για την τόσο πρόσφατη ερωτική μέθη μου, για το νυφικό κρεβάτι του οποίου μόλις είχα γνωρίσει τη γλύκα…Η θεά θύμωσε για τις αντιρρήσεις μου:
« Πάψε τα παράπονα, αχάριστε. Κράτα την Πρόκριδά σου. Αν είναι αλήθεια πως μπορώ να βλέπω στο μέλλον, σου λέγω πως θα έλθει μέρα που θα πεις να μη την είχες κάμει ποτέ γυναίκα σου »... και ξαφνικά με έδιωξε θυμωμένη.}
Με ζήλια αφόρητη και μίσος για την Προκρίδα, η Ηώ σπέρνει την αμφιβολία στον Κέφαλο για την αρετή και την τιμιότητα της γυναίκας του. Τον βάζει να προσποιηθεί ότι θα έλειπε από το παλάτι και έπειτα τον μεταμφίεσε με τέτοιο τρόπο που η γυναίκα του δεν τον αναγνώρισε σε κάποιον άντρα που τον έλεγαν Πτελέοντα. Έτσι ως ξένος πήγε στη γυναίκα του. Την πίεσε με δώρα να του δοθεί, κέρδισε την εύνοιά της με ένα χρυσό στεφάνι. Οι ισχυρές αντιστάσεις της νέας γυναίκας κάμφθηκαν. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του μεταμφιεσμένου άνδρα προκάλεσαν στη νέα γυναίκα ντροπή και θυμό.
Για να γλυτώσει από την εκδίκηση του άνδρα της η Πρόκρις κατέφυγε στην Κρήτη, στον βασιλιά Μίνωα. Στην αρχή της βασιλείας του ο Μίνωας δεν έκαμνε παιδιά, γιατί υπέφερε από κάποιο νόσημα. Τον θεράπευσε η Προκρίδα με ένα βότανο, το λεγόμενο «ρίζα της Κίρκης» (Κιρκαία ρίζα). Άλλες μαρτυρίες θέλουν την Πρόκριδα να χρησιμοποιεί δέρμα ή κύστη από αίγα, με το οποία έφτιαξε μια κύστη. http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr/2015/04/blog-post_6.html
Μας λέει ο Απολλόδωρος (3.15)
" Εκείνος πάλι την ερωτεύτηκε και την έπεισε να σμίξουν. Όμως αν μια γυναίκα κοιμόταν με τον Μίνωα, ήταν αδύνατο να σωθεί· γιατί η Πασιφάη, καθώς ο Μίνωας πλάγιαζε με πολλές γυναίκες, του έκανε μαγικά και κάθε φορά που εκείνος έσμιγε με άλλη γυναίκα, έβγαιναν ερπετά από τα γεννητικά του όργανα· με αυτόν τον τρόπο εκείνες χάνονταν. Αυτός λοιπόν είχε ένα γρήγορο σκύλο και ακόντιο που δεν έχανε ποτέ τον στόχο· με αυτά ως αντάλλαγμα η Πρόκρις του έδωσε να πιει την Κιρκαία ρίζα, ώστε να μην τη βλάψει, και έσμιξε μαζί του. Επειδή όμως εξακολουθούσε να νιώθει φόβο για τη γυναίκα του Μίνωα, επέστρεψε στην Αθήνα ".
Ο Μίνωας την ερωτεύτηκε και την έπεισε να κοιμηθεί μαζί του. Την εξαγόρασε με ένα κυνηγόσκυλο την Λαίλαψ, που ουδέποτε του ξέφευγε το θήραμα του και με ένα βέλος που που ουδέποτε έχανε τον στόχο του. Και τα δυο αυτά δώρα του τα είχε χαρίσει η Άρτεμις. Αφού το φάρμακο έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα πήρε πλούσια δώρα από τον Μίνωα, ο οποίος ενώθηκε με την Πασιφάη και απέκτησαν παιδιά, ενώ η Πρόκρις, από φόβο για τη γυναίκα του Μίνωα μήπως της κάνει μάγια, επέστρεψε στην Αθήνα μεταμφιεσμένη σε όμορφο αγόρι αφού πρώτα άλλαξε το όνομα της και το έκανε Πτερέλας. Τον Μίνωα δεν τον ξαναείδε.
Έτσι η Πρόκρις γύρισε πίσω στην Αθήνα, στο δήμο Θορικό όπου βασίλευε ο Κέφαλος, και έχοντας κόψει τα μαλλιά της, του παρουσιάστηκε ως άνδρας προτείνοντας του να παραβγούν σ’ έναν κυνηγετικό αγώνα.Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν το δήμο Θορικό, που άνηκε στην Δωδεκάπολη τότε Αθήνα που ‘χε ιδρύσει ο Κέκροπας και άλλοι την Φωκίδα.
Όταν η Πρόκρις πήγε τώρα και τον αντάμωσε ο Κέφαλος δεν την αναγνώρισε, αλλά του άρεσαν τόσο πολύ το κυνηγόσκυλό της η Λαίλαψ και το αλάνθαστο βέλος της, ώστε προσφέρθηκε να τα αγοράσει με αντάλλαγμα τεράστια ποσότητα ασήμι ή κατά μία άλλη εκδοχή μ’ αντάλλαγμα ένα μέρος απ’ το βασίλειό του.
Η Πρόκρις όμως αρνήθηκε να τα αποχωριστεί παρεκτός με αντάλλαγμα τον έρωτα, και όταν ο Κέφαλος συναίνεσε να την πάρει στο κρεβάτι του, αυτή του φανέρωσε με δάκρυα στα μάτια ότι είναι η σύζυγός του. Έτσι οι δυο τους συμφιλιώθηκαν. Αλλά η Άρτεμις έγινε έξω φρενών που η αυτή η παραδόπιστοι μοιχοί άλλαζαν έτσι τα πολύτιμα δώρα της από χέρι σε χέρι, και σκαρφίστηκε εκδίκηση.
Κάποια νύχτα η Πρόκρις, θέλοντας να τον πιάσει επ' αυτοφώρω, τον ακολούθησε στο κυνήγι φορώντας σκούρο ρούχο, μέσα στο μισόφωτο. Σε λίγο ο Κέφαλος άκουσε έναν θόρυβο, η Λαίλαψ γρύλισε και και θεωρώντας ότι πίσω από τη συστάδα των πυκνών θάμνων ήταν κάποιο θήραμα, ο Κέφαλος αμόλησε το αλάνθαστο βέλος του και διαπέρασε την Πρόκριδα. Τα τελευταία λόγια της, κατά τον Οβίδιο, ήτανε τα εξής: «στις υποσχέσεις των γάμων μας, στους θεούς του σπιτιού και του ουρανού, στην ερημιά μου, αν την αξίζω, στον σκοπό του θανάτου μου, αγαπημένε μου, σου ζητώ, σε ικετεύω μην πάρεις για γυναίκα σου την Ηώ».
Ο Άρειος Πάγος τον καταδίκασε σε αιώνια εξορία για φόνο στη Θήβα και η πρώτη του μόλις έφτασε εκεί ήταν να τον εξαγνίσουν. Βοήθησε τον Αμφιτρύωνα σε επιτυχή πόλεμο εναντίον των Τηλεβόων και των Ταφίων.
Στα χρόνια της εξορίας του στην Θήβα, ουδέποτε συγχώρεσε τον Μίνωα που είχε αποπλανήσει την Πρόκριδα και της είχε χαρίσει το μοιραίο βέλος, αλλά ούτε και τον εαυτό του μπορούσε να απαλλάξει από την ευθύνη. Μολονότι είχε εξαγνιστεί για την ενοχή του, το φάντασμα της Πρόκριδας τον κυνηγούσε, και φοβούμενος μήπως φέρει κακοτυχία στους συντρόφους του, πήγε στο ακρωτήριο Λευκάς όπου είχε χτίσει ναό στον Απόλλωνα του άσπρου βράχου, και ρίχτηκε στην θάλασσα από τον απότομο γκρεμό. Καθώς έπεφτε, φώναξε δυνατά το όνομα Πτερέλας γιατί με αυτό το όνομα είχε αγαπήσει πιο πολύ την Πρόκριδα.
Η ιστορία του Μίνωα και της Προκρίδας συνδέεται με τον πόλεμο του Μίνωα εναντίον της Αθήνας, και με την τελική πτώση της Κνωσού.
Ο μύθος καταγράφει ίσως την απαίτηση του βασιλιά της Κρήτης να τελέσει τελετουργικό γάμο με την αρχιέρια της Αθήνας, πράγμα που έκανε τους Αθηναίους να δυσανασχετήσουν.
Το όνομα Πτελέων (συστάδα από φτελιές) του ξελογιαστή της Πρόκριδας, μπορεί να αναφέρεται στην αμπελολατρεία, που διαδόθηκε από την Κρήτη την εποχή του Μίνωα, δεδομένου ότι τα κλήματα τα στερέωναν σε φτελιές. Μπορεί όμως επίσης να προέρχεται από την λέξη πτέλας (αγριόχοιρος). Σ' αυτή την περίπτωση, ο Κέφαλος και ο Πτελέων θα ήταν αρχικά ο ιερός βασιλιάς μεταμφιεσμένος σε αγριόχοιρο.
Το πήδημα του Κέφαλου από τον άσπρο βράχο στην Λευκάδα πέτρα δίκαια θυμίζει στον Στράβωνα ότι οι Λευκάδιοι έριχναν κάθε χρόνο από τον γκρεμό στην θάλασσα έναν άνθρωπο εφοδιασμένο με φτερά για να ανακόπτεται η πτώση του, ή ακόμη και με ζωντανά πουλιά δεμένα από το σώμα του. Το θύμα που ήταν φαρμακός δηλαδή εξιλαστήριο και η αποπομπή του σήμαινε απαλλαγή του νησιού από την ενοχή, αν γλίτωνε τον περιμάζευαν πλεούμενα που τον περίμεναν και τον μετάφεραν σε κάποιο άλλο νησί. Το όνομα Πτερέλαος υποδηλώνει ότι ο φτερωτός φαρμακός που τον έριχναν από τον γκρεμό ήταν αρχικά ο βασιλιάς.
Οβιδίου «Μεταμορφώσεις»/ Ελληνική μυθολογία- Ρόμπερτ Γκρέιβς/ Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας της Δήμητρας Μήττα/ Απολλόδωρος/Υγίνος/Στράβων.
Οινώ, Σπερμώ και Ελαϊς: Οινότροπες της αρχαιότητας
Οινώ, Σπερμώ και Ελαϊς:Οινότροπες της αρχαιότητας
Οινότρες ή Οινότροφες κατά τον Απολλόδωρο (Επιτ. ΙΙΙ, 10) ήταν οι κόρες του βασιλιά της Δήλου Ανία και της Δωρίππης που άκουγαν στα ονόματα Οινώ, Σπερμώ και Ελαϊς. ..
Ο Άνιος σύμφωνα με την μυθολογία ήταν υιός του Απόλλωνα και της Ροιώς που αυτή είχε με την σειρά της πατέρα τον Στάφυλο και παππού τον ίδιο τον Διόνυσο.
Από τον έρωτά της με τον θεό απέκτησε έναν υιό, τον Αίνιο, όσο όμως ήταν έγκυος ο πατέρας της ο Στάφυλος ο οποίος δεν γνώριζε πως ο εγγονός του είχε πατέρα θεό έβαλε την κόρη του μέσα σε μια λάρνακα και την άφησε στην θάλασσα.
Η λάρνακα με την Ροιώ κατά την παράδοση έφτασε στην Εύβοια (ή ακόμη και στην Δήλο) όπου εκεί γεννήθηκε ο Αίνιος, όταν αυτός μεγάλωσε ο θεός τον έφερε στην Δήλο όπου τον έκανε βασιλιά της.
Κάποια στιγμή περνώντας πειρατές από το νησί κουβάλησαν μαζί τους την Δωρίππη, αυτήν την είχαν απαγάγει από την Θράκη και την πούλησαν στον Άνιο αντί ενός ίππου. Μαζί έκαναν τις τρεις κόρες, που τις είπαν Οινοτρόπους ή Οινοφόρους και τις οποίες ο παππούς τους ο Διόνυσος τις χάρισε κάποιες μαγικές ιδιότητες, στην Οινώ να παράγει από την γη οίνο, στην Σπερμώ καρπούς και στην Ελαϊδα λάδι. Σ` αυτές ο παππούς τους ο Διόνυσος έδωσε ένα μοναδικό χάρισμα:"ποιείν εκ γης έλαιον, σίτον και οίνον". Οι Οινοτρόποι παρείχαν άφθονους καρπούς και τροφές σ` όσους έφταναν για χρησμό στο μαντείο της Δήλου.
H Ελαΐς ήταν προστάτιδα του ελαιόλαδου, η Οινώ προστάτευε την άμπελο και η Σπερμώ, που προστάτευε το σιτάρι.
να ξεκινήσουν θα κρατούσε δέκα χρόνια. Για να μην ταλαιπωρούνται τους πρότεινε να μείνουν εννιά χρόνια κοντά του και τον δέκατο να πολεμήσουν με τους Τρώες μια και τότε θα έπεφτε η Τροία.
Κι όσο για τη διατροφή τους δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Θα την ανελάμβαναν οι τρεις κόρες του.
Η Σπερμώ θα πρόσφερε άφθονους καρπούς (δημητριακά), η Ελαϊς όσο λάδι θα ήθελαν και η Οινώ θα τους τροφοδοτούσε με κρασί.
Οι Αχαιοί αρνήθηκαν και συνέχισαν το ταξίδι τους. Η περιπέτεια των Οινοτρόπων άρχισε όταν αργότερα μετά από χρόνια αποφάσισαν να τις πάρουν κοντά τους. Άλλοι λένε ότι αρνήθηκαν να πάνε κι άλλοι ότι τις πήραν μαζί τους.
Πάντως κινδύνεψαν να θανατωθούν και τις προστάτεψε ο παππούς τους Διόνυσος.Ο Οβίδιος έγραψε, πως ο Διόνυσος μεταμόρφωσε τις τρεις κοπέλες σε περιστέρια.
Αιδώς: Η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών. Αφιερωμένο στους σημερινούς κυβερνώντες
Αιδώς: Η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών.
Γενικά εκφράζει το συναίσθημα της ντροπής την οποία νιώθει ο άνθρωπος για κάθε πράξη του που αντιβαίνει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού του περιβάλλοντος . Αυτή η ντροπή πλησιάζει περισσότερο προς την έννοια του σεβασμού και της σεμνότητας και δεν έχει σχέση με τις ενοχές και τις τύψεις.
Η θετική ανταπόκριση στις κρίσεις των άλλων εκφράζεται με τη λέξη αιδώς, στην οποία αντιστοιχεί η νεοελληνική ντροπή, ενώ η πράξη που απορρέει από την αιδώ δηλώνεται με το ρήμα αἰδέομαι: «ντρέπομαι, τιμώ κάποιον, τον σέβομαι ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς για ασθενείς ομάδες πληθυσμού, νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες» ή κατά μία άλλη ερμηνεία προέρχεται από το ρήμα «αίθω», «καίω», είναι δηλαδή μια εσωτερική φλόγα που κάποτε φανερώνεται και στο πρόσωπο σαν κοκκίνισμα.
Η αιδώς έχει αποτρεπτικό κατά βάση χαρακτήρα. Ωστόσο, η λειτουργία της αιδούς δεν είναι μόνο αποτρεπτική αλλά και έμμεσα προτρεπτική, υποδεικνύοντας την εκτέλεση μιας εναλλακτικής πράξης που είναι κοινωνικά αποδεκτή.
Κατά τον Αριστοτέλη η ΑΙΔΩΣ δεν ανήκει στις ΑΡΕΤΕΣ, αλλά στα ΠΑΘΗ.
Η Αρετή κατ’ αυτόν, είναι ενεργητική ιδιότης της ψυχής. Η Αιδώς όμως είναι παθητική διάθεση της ψυχής, αξία επαίνου, κατέχει θέση ντροπαλότητας, όταν ο άνθρωπος τρέμει μη παρεξηγηθεί.
Και ο Πλάτωνας στο έργο του αναφέρει δύο σχετικούς με την αιδώ μύθους. Στον Πρωταγόρα αναφέρει ότι ο Ζευς , όταν θέλησε να προλάβει την εξόντωση του ανθρωπίνου γένους, η οποία επέκειτο να γίνει, έστειλε τον Ερμή να εμφυτεύσει στις ψυχές των ανθρώπων την Αιδώ και την Δίκη.
Στους Νόμους γράφει, πως ο Κρόνος κατά την περίοδο του χρυσού γένους των ανθρώπων έβαλε επόπτες των ανθρώπων τους Δαίμονες, για να εξασφαλίσει την «Ειρήνη, αιδώ, ευνομίαν, και αφθονίαν δίκης».
Η Αιδώς λατρευόταν σ` ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Στην Αθήνα, στην αγορά της Ακρόπολης, υπήρχε βωμός της και έξω από τη Σπάρτη βρισκόταν το άγαλμά της. Σύμφωνα με τη μυθολογία το έστησε εκεί ο Ικάριος, ο πατέρας της Πηνελόπης, γιατί η κόρη του σκέπασε σ` εκείνο το σημείο το πρόσωπό της από ντροπή, επειδή προτίμησε να φύγει από κοντά του, ακολουθώντας τον άνδρα της Οδυσσέα. Μετά τον γάμο του ζεύγους, ο Ικάριος ικέτευε την κόρη του να μείνει με τον άντρα της στη Σπάρτη, αλλά ο τελευταίος της ζήτησε να διαλέξει ανάμεσα στον πατέρα της και σε εκείνον, που θα έφευγε για την Ιθάκη. Η αιδώς ήταν η προσωποποίηση του αισθήματος που ένιωσε η Πηνελόπη. Η έκφραση αυτή εντοπίζεται σε παραινετικά κυρίως συμφραζόμενα της Ιλιάδας και διατυπώνεται με σκοπό να δημιουργήσει στους πολεμιστές το αίσθημα ότι θα μπορούσαν να στιγματιστούν δημόσια, αν υποχωρήσουν και δεν παραμείνουν πολεμώντας στο πεδίο της μάχης. Επειδή οι ήρωες είναι πάνω απ᾽ όλα άνθρωποι, που προτιμούν τα αγαθά της ειρήνης από τον πόλεμο, χρειάζονται στις κρίσιμες στιγμές την αιδώ, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μάχιμης περίστασης.
Σε άλλο σημείο της Ιλιάδας (Θ΄ 146) ο Νέστωρ υποδεικνύει στον Διομήδη ν’ αποφύγει εκείνη τη στιγμή τον Έκτορα, γιατί όλα έδειχναν την θεϊκή υποστήριξη προς αυτόν. Και ο γενναίος Διομήδης μόνο στην ιδέα να χαρακτηρισθεί δειλός, τον πιάνει κρύος ιδρώτας της Αιδούς!
{Καλύτερα να με σκεπάσει η γη παρά να δώσω το δικαίωμα στον Έκτορα να πει πως τον φοβήθηκα κι έφυγα}.
Έτσι, στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδας, καθώς οι Τρώες έχουν εισορμήσει απειλητικά στο στρατόπεδο των πανικοβλημένων Αχαιών και ο Έκτορας απειλεί να κάψει τα καράβια τους, ο Αγαμέμνονας επιχειρεί να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών του επικρίνοντάς τους (Θ 228-235):
Ο Αίας ο Τελαμώνιος απευθυνόμενος στους Αχαιούς λέει:
«Αγαπητοί μου, φανείτε άνδρες και βάλτε την ντροπή μέσα σας, κι ας ντρέπεστε ο ένας τον άλλον στις σκληρές μάχες. Και μεταξύ των ανδρών που νοιώθουν ντροπή, οι περισσότεροι είναι ζωντανοί παρά σκοτωμένοι, όταν όμως φεύγουν, ούτε δόξα ξεφυτρώνει γι’ αυτούς ούτε καμία προστασία».
Στην έκτη ραψωδία της Ιλιάδας ο Έκτορας, υποκινούμενος από το αίσθημα της αιδούς, αρνείται να υπακούσει στις φρόνιμες συμβουλές της γυναίκας του Ανδρομάχης, που τον προτρέπει (Ζ 407-439), στο όνομα του παιδιού τους και της συζυγικής τους σχέσης, να μην αντιμετωπίσει τους Αχαιούς και τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας αλλά μέσα, πάνω στις επάλξεις του κάστρου μαζί με τους συμπολεμιστές του. Όμως, για τον Έκτορα η υπεράσπιση της πόλης του σημαίνει να θυσιαστεί πολεμώντας γενναία στην εμπροσθοφυλακή της μάχης, έξω από τα τείχη της Τροίας, γιατί μόνον έτσι θα κερδίσει μεγάλη δόξα Ο Έκτορας, κατανοώντας τον πόνο της γυναίκας του, υποστηρίζει κατ᾽ αρχάς ότι το συναίσθημα της αιδούς απέναντι στον λαό του, ο οποίος θα μπορούσε να τον θεωρήσει δειλό (κακόν), τον υποχρεώνει να μην υπακούσει στα λόγια της .Όλα τ᾽ άλλα, λέει στη γυναίκα του, είναι για τους κακούς (Ζ 441-446):
{Κι εγώ, γυναίκα, τα συλλογίζομαι όλα τούτα, μα ντρέπομαι [αἰδέομαι] φοβερά τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες με τα συρτά φορέματα, να γυρέψω να φύγω μακριά από τον πόλεμο σαν δειλός, Ούτε η ψυχή μου το λέει, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος και να πολεμώ πάντα μέσα στους πρώτους ανάμεσα στους Τρώες, κερδίζοντας μεγάλη δόξα για τον πατέρα μου και για μένα τον ίδιο.}
Η σχέση αιδούς και νεμέσεως είναι συμπληρωματική, γι᾽ αυτό και συχνά στο έπος εμφανίζονται μαζί.
Ο Ποσειδώνας, όπως προηγουμένως ο Αγαμέμνονας, επιχειρεί να δώσει κουράγιο στους πανικοβλημένους Αχαιούς, καλώντας τους να συναισθανθούν αιδώ και νέμεση (Ν 121-124):
{Μόνο βάλτε καθένας σας ντροπή [αιδώ] και φιλότιμο [νέμεση] μέσα σας, γιατί μεγάλη μάχη έχει σηκωθεί κιόλας. Ο βροντόφωνος Έκτορας πολεμά τώρα πια κοντά στα καράβια μας, όλος δύναμη, και έσπασε πόρτες και το μεγάλο σύρτη. }
Το νεοελληνικό «φιλότιμο» στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι οι πολεμιστές οφείλουν στις κρίσιμες στιγμές να συναισθάνονται ότι θα κατηγορηθούν δειλοί, αν δεν ανταποκριθούν στις επιταγές της μάχης. Εξάλλου, τη νέμεση των συμπολεμιστών του φοβάται σε μια στιγμή αδυναμίας ο Μενέλαος, όταν, πάνω από το σώμα του νεκρού Πάτροκλου και υπό την άμεση απειλή του Έκτορα, διχάζεται ανάμεσα σε δύο επιλογές (Ρ 91-95):
{Αλίμονο σε μένα, αν αφήσω τα όμορφα όπλα και τον Πάτροκλο, που κείτεται εδώ για τη δική μου την τιμή, φοβούμαι μήπως κανένας από τους Δαναούς, αν τύχει και με δει, θυμώσει [νεμεσήσεται] μαζί μου· αν όμως πάλι, έτσι μόνος που είμαι, πολεμήσω με τον Έκτορα και με τους Τρώες από ντροπή [αἰδεσθείς], μήπως με περικυκλώσουν εμένα τον ένα πολλοί.}
Ο ήρωας καλείται στην προκειμένη περίπτωση να διαλέξει ένα από τα δύο: ή να εγκαταλείψει τα όπλα και το σώμα του Πάτροκλου κινδυνεύοντας να δεχθεί την οργή των συμπολεμιστών του (τη νέμεση)· ή από ντροπή προς τους Αχαιούς (αἰδεσθείς) να μείνει στο πεδίο της μάχης, με κίνδυνο όμως να χάσει τη ζωή του. Η αιδώς κατά κάποιον τρόπο επιδιώκει να ματαιώσει τη νέμεση, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι απόλυτα δικαιολογημένη, εφόσον ο νεκρός Πάτροκλος θυσιάστηκε για την τιμή του Μενελάου.
Επομένως, η αιδώς δεν αποτελεί μόνο κίνητρο για να εμπλακεί ο πολεμιστής στη μάχη, αλλά είναι και αφορμή υπεράσπισης της τιμής των φίλων του.
Επειδή η αιδώς μέσω της νεμέσεως λειτουργεί ανασταλτικά στην ανεξέλεγκτη δράση, συνδυάζεται συχνά με αισθήματα, όπως είναι: η έκπληξη, ο θαυμασμός, ο σεβασμός που εμπνέει τον φόβο προς κάποιον ανώτερο, η συμπάθεια ή ο οίκτος, και ο έλεος, κυρίως προς τους «ξένους» και τους ικέτες, που βρίσκονται σε ανίσχυρη θέση και χρειάζονται βοήθεια.
Η αιδώς αποτρέπει τον ισχυρό (οικοδεσπότη ή ικετευόμενο) από το να βλάψει τον ανυπεράσπιστο (ξένο ή ικέτη του)· διαφορετικά ενδέχεται η αφιλόξενη ή ανελέητη συμπεριφορά του να αποκαλυφθεί δημόσια, υποκινώντας την εκδίκηση των θεών. Ο ικέτης από την άλλη μεριά, προκαλεί τον δυνατό να θεωρήσει, συνειδητοποιώντας την αξιοθρήνητη κατάσταση του άλλου (ξένου ή ικέτη), ότι τα ξένα βάσανα θα μπορούσαν να αφορούν και δικούς του, ή να γίνουν και δικά του.
Έτσι, αιδώς και έλεος, στα συμφραζόμενα της ξενίας ή/και της ικεσίας, συνιστούν αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο - σχέση που, με τα παρεπόμενα ενδεχόμενα της προσφοράς φαγητού, των δώρων/λύτρων και του ύπνου, αποτελεί μια μορφή φιλότητος.
Στον πόλεμο της Ιλιάδας όλες οι ικετευτικές εκκλήσεις για αιδώ και έλεος των ανυπεράσπιστων ικετών αντιπάλων (που ανήκουν όλοι στην παράταξη των Τρώων) απορρίπτονται, μαζί με τα προσφερόμενα άποινα, από τους ικετευόμενους, οι οποίοι εξοντώνουν τα ανυπεράσπιστα θύματά τους με ανελέητο τρόπο.
Στην αρχή του έπους, ενώ όλοι οι Αχαιοί ζητούν από τον Αγαμέμνονα να σεβαστεί (αἰδεῖσθαι, Α 23) τον γέροντα ιερέα Χρύση και τα αμέτρητα λύτρα που προσφέρει για να πάρει πίσω την κόρη του, ο βασιλιάς των Αχαιών διώχνει τον σεβάσμιο γέροντα ικέτη απειλώντας τον με θάνατο.
Στον επίλογο της Ιλιάδας το προηγούμενο αρνητικό σκηνικό αντιστρέφεται. Εξάλλου, η απώλεια της αιδούς και του ελέους εκ μέρους του Αχιλλέα υποκινεί τη λύτρωση του ατιμασμένου νεκρού Έκτορα. Πρώτα ο Απόλλωνας, διαμαρτυρόμενος στους ολυμπίους, κατηγορεί τον Αχιλλέα για τον «αναιδή» και ανελέητο τρόπο με τον οποίο προσβάλλει το σώμα του αντιπάλου του, λέγοντας (Ω 44-45):
{Έτσι ο Αχιλλέας την έχασε τη συμπόνια [ἔλεον] μέσα του, και ούτε νιώθει ντροπή [αἰδώς], που πολύ ζημιώνει ή ωφελεί τους ανθρώπους.}
Λίγο μετά, όταν ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα να του επιστρέψει τον μονάκριβο, νεκρό του γιο, τον καλεί να σεβαστεί τους θεούς αλλά και, φέρνοντας στη θύμησή του τον δικό του πατέρα Πηλέα, να λυπηθεί τον γέροντα βασιλιά (Ω 503-506):
{Όμως σεβάσου [αἰδεῖο] τους θεούς, Αχιλλέα· θυμήσου τον πατέρα σου και λυπήσου [ἐλέησον] εμένα· εγώ είμαι πιο αξιολύπητος [ἐλεεινότερος]· βάσταξα πράγματα, που κανένας άλλος θνητός πάνω στη γη δεν τα βάσταξε ως τώρα, να φέρω στο στόμα μου τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τα παιδιά μου.}
Η έλλειψη της αιδούς οδηγεί κάποιο πρόσωπο στην ύβρη αλαζονική συμπεριφορά, που, καθώς υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, προσβάλλει την τιμή των άλλων.
Η αιδώς είναι μια πολύπλευρη ηθική έννοια που νοείται ως αίσθημα ντροπής, ως αίσθημα προφύλαξης της τιμής του ατόμου μέσα από τον σεβασμό για τον εαυτό του, και ως σεβασμός προς τους άλλους ανθρώπους. Η αιδώς ήταν ένας εσωτερικός μηχανισμός που συγκρατούσε τον άνθρωπο ώστε να μην κάνει το κακό, προκαλούσε συναισθήματα φόβου και ντροπής μπροστά στην προοπτική να κάνει κάτι σε βάρος των άλλων.
Το άτομο συναισθανόμενο ντροπή για τις πράξεις του, που παρεκκλίνουν από τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, διαφυλάττει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, ενώ παράλληλα εκφράζει μέσω αυτού του αισθήματος και το σεβασμό για τους συνανθρώπους του. Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει τόσο την εκτίμηση για τη γνώμη που σχηματίζει ο άλλος άνθρωπος, όσο και την αποφυγή προσβολής ή ενόχλησης του άλλου.
Αιδώς - θα λέγαμε τελικά - είναι η ηθική συνείδηση και το ηθικό συναίσθημα, είναι η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών.
Ένας πανάρχαιος άγραφος Νόμος των Ελλήνων, στον οποίον πειθαρχούσαν αγογγύστως όλοι εκείνοι που ένοιωθαν υπεύθυνα άτομα, υπεύθυνοι ηγέτες, άξιοι προς μίμηση.
Πηγές: Λ. Πόλκας (Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών)-Κωνσταντίνος Μάντης-Α. Μπαγιόνας-Πολύβιος Μαργιάς-Live-Pedia
ANIXNEYTHΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)