Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.3.17

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ μια ζωή σαν μυθιστότημα.

Ο Λευκάδιος Χερν (Λευκάδα 27 Ιουνίου 1850 - Τόκιο 26 Σεπτεμβρίου 1904) ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Αγγλικά: Patrick Lafcadio Hearn), γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι (ιαπωνικά: 小泉八雲‎) [σημ. 1], ήταν διεθνής συγγραφέας[4] ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα το 1896, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία[5], ιδιαίτερα για τις συλλογές του για τους ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων[6], όπως το Καϊντάν: Ιστορίες και μελέτες παράξενων πραγμάτων[7][8]. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Χερν είναι επίσης γνωστός για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, βασισμένα στη δεκαετή διαμονή του στην πόλη[9]. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας[10].Bίος
Η σχετικά σύντομη ζωή του Λευκάδιου Χερν μπορεί να χωριστεί σε τρεις μεγάλες περιόδους, περίπου ισόχρονες: την «ευρωπαϊκή» (1850-1869), την «αμερικανική» (1869-1890) και την «ιαπωνική» (1890-1904)[11].
Ευρώπη (1850-1869) Γέννηση στην ΕλλάδαΟ Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου του 1850[12]. Ήταν γιος του χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα[13] από τον πατέρα της Αντώνιο Κασιμάτη. Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων, όπου ήταν ο πιο υψηλόβαθμος χειρουργός στο σύνταγμά του. Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα[14], αλλά φαίνεται ότι στα Αγγλικά ονομαζόταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn[15]. Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνικό ορθόδοξο γάμο στις 25 Νοεμβρίου 1849, μερικούς μήνες αφού η μητέρα του είχε γεννήσει το πρώτο παιδί του ζευγαριού και μεγαλύτερο αδελφό του Χερν, Τζορτζ Ρόμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλίου 1849. Ο Τζορτζ Χερν πέθανε στις 17 Αυγούστου 1850, δύο μήνες μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στη Λευκάδα υπάρχει ακόμα[16].
Μετανάστευση στην Ιρλανδία· εγκατάλειψηΜία πολύπλοκη σειρά διενέξεων και γεγονότων κατέληξαν να μετακομίσει ο Λευκάδιος Χερν, σε ηλικία δύο ετών, από την Ελλάδα στην Ιρλανδία, όπου εγκαταλείφθηκε πρώτα από τη μητέρα του (που τον άφησε στη φροντίδα της θείας του συζύγου της), στη συνέχεια από τον πατέρα του και τελικά από τη θεία του πατέρα του, η οποία είχε οριστεί κηδεμόνας του.
Το 1850 ο πατέρας του Χερν προήχθη σε Υπηρεσιακό Χειρουργό Δεύτερης Τάξης και μετατέθηκε από τη Λευκάδα στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες (στην Καραϊβική). Καθώς η οικογένειά του δεν ενέκρινε τον γάμο και ανησυχούσε ότι η σχέση του θα μπορούσε να βλάψει τις προοπτικές για τη σταδιοδρομία του, ο Τσαρλς Χερν δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του για το γιο του ή την έγκυο σύζυγό του και άφησε πίσω του την οικογένειά του. Το 1852 ο Τσαρλς Χερν κανόνισε να στείλει το γιο και τη σύζυγό του να ζήσουν μαζί με την οικογένειά του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής. Η μητέρα του Τσαρλς Χερν, Ελίζαμπεθ Χολμς Χερν, δυσκολευόταν να αποδεχθεί τον καθολικισμό της Ρόζας Χερν και την έλλειψη παιδείας της (ήταν αναλφάβητη και δε μιλούσε καθόλου Αγγλικά). Και η Ρόζα δυσκολευόταν να υιοθετήσει μια ξένη κουλτούρα και τον προτεσταντισμό της οικογένειας του συζύγου της και τελικά περιήλθε υπό την προστασία της αδερφής της Ελίζαμπεθ, Σάρας Χολμς Μπρέναν, χήρας που είχε προσηλυτισθεί στον καθολικισμό.
Παρά τις προσπάθειες της Σάρας Μπρέναν, η Ρόζα υπέφερε από νοσταλγία για την πατρίδα της. Όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στην Ιρλανδία με αναρρωτική άδεια το 1853, κατέστη σαφές ότι το ζευγάρι είχε αποξενωθεί. Ο Τσαρλς Χερν μετατέθηκε στην Κριμαία, αφήνοντας πάλι έγκυο γυναίκα και παιδί στην Ιρλανδία. Όταν επέστρεψε το 1856, σοβαρά τραυματισμένος, η Ρόζα είχε επιστρέψει στην πατρίδα της στα Κύθηρα, στην Ελλάδα, όπου γέννησε τον τρίτο γιο τους, Ντάνιελ Τζέιμς Χερν[17][σημ. 2]. Ο Λευκάδιος είχε αφεθεί στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν.
Ο Τσαρλς Χερν υπέβαλε αίτηση να ακυρωθεί ο γάμος με τη Ρόζα, στηριζόμενος στην απουσία της υπογραφής της από το γαμήλιο συμβόλαιο, πράγμα που τον καθιστούσε άκυρο, σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο. Όταν πληροφορήθηκε την ακύρωση η Ρόζα παντρεύτηκε αμέσως τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, Έλληνα πολίτη ιταλικής καταγωγής, που αργότερα διορίστηκε από τους Βρετανούς κυβερνήτης των Αντικυθήρων. Ο Καβαλίνι έθεσε ως προϋπόθεση του γάμου να παραδώσει την επιμέλεια και του Λευκάδιου και του Τζέιμς. Έτσι ο Τζέιμς στάλθηκε στον πατέρα του στο Δουβλίνο και ο Λευκάδιος παρέμεινε υπό τη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν (η Μπρέναν είχε αποκληρώσει τον Τσαρλς λόγω της ακύρωσης του γάμου). Ούτε ο Λευκάδιος ούτε ο Τζέιμς ξαναείδαν ποτέ τη μητέρα τους, που απέκτησε τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο σύζυγό της. Η Ρόζα τελικά εισήχθη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο-Άσυλο στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1882[18].
Ο Τσαρλς Χερν, που είχε αφήσει τον Λευκάδιο στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, την όρισε τώρα μόνιμη κηδεμόνα του. Παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη Αλίσια Γκόσλιν, τον Ιούλιο του 1857, και έφυγε με τη νέα του σύζυγο για απόσπαση στο Σεκουντεραμπάντ της Ινδίας, όπου απέκτησαν τρεις κόρες πριν τον θάνατο της Αλίσια το 1861. Ο Λευκάδιος δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα του: o Tσαρλς Χερν πέθανε από ελονοσία στον Κόλπο του Σουέζ το 1866[19].
Το 1857, σε ηλικία επτά ετών, και παρά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ζούσαν ακόμη, ο Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της γιαγιάς-θείας του Σάρας Μπρέναν που μοίραζε τη διαμονή της μεταξύ του Δουβλίνου τους χειμερινούς μήνες, του κτήματος του συζύγου της στο Τράμορ στις ακτές της Νότιας Ιρλανδίας και μιας κατοικίας στο Μπάνγκορ της Βόρειας Ουαλλίας. Η Μπρέναν απασχολούσε επίσης ένα δάσκαλο κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, για να παρέχει τη βασική εκπαίδευση και τα βασικά στοιχεία του καθολικού δόγματος. Ο Χερν άρχισε να εξερευνά τη βιβλιοθήκη της Μπρέναν και να διαβάζει πολύ ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα μυθολογία[20].
Καθολική εκπαίδευση στη Γαλλία και την Αγγλία· εγκατάλειψηΤο 1861 η θεία του Χερν, γνωρίζοντας ότι ο Χερν απομακρυνόταν από τον καθολικισμό και με την παρότρυνση του Χένρι Χερν Μολινέ, συγγενούς του τελευταίου συζύγου της και μακρινού ξάδερφου του Χερν, τον ενέγραψε στο Εκκλησιαστικό Ινστιτούτο, καθολική εκκλησιαστική σχολή στο Υβετό της Γαλλίας. Οι εμπειρίες του Χερν στη σχολή επιβεβαίωσαν την ισόβια πεποίθησή του ότι η χριστιανική εκπαίδευση αποτελείτο από «συμβατική βαρεμάρα και ασχήμια και βρώμικη αυστηρότητα και μούτρα και ιησουιτισμό και φοβερή στρέβλωση των παιδικών εγκεφάλων»[21]. Ο Χερν έμαθε άπταιστα Γαλλικά και θα μετέφραζε αργότερα στα Αγγλικά τα έργα του Γκυ ντε Μωπασσάν, που συμπτωματικά φοίτησε στη σχολή αμέσως μετά την αποχώρηση του Χερν.
Το 1863, πάλι με υπόδειξη του Μολινέ, ο Χερν ενεγράφη στο Σεντ Κάθμπερτς Κόλετζ στο Άσοου, καθολική θεολογική σχολή, το σημερινό Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη βορειοανατολική Αγγλία. Στο περιβάλλον αυτό ο Χερν υιοθέτησε το παρατσούκλι Πάντι, για να προσαρμοσθεί καλύτερα, και ήταν ο πρώτος μαθητής στην αγγλική έκθεση επί τρία χρόνια[22]. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, στο Άσοου, ο Χερν τραυμάτισε το αριστερό του μάτι από ατύχημα στην αυλή του σχολείου. Το μάτι μολύνθηκε και, παρά τις επισκέψεις σε ειδικούς στο Δουβλίνο και στο Λονδίνο και ένα χρόνο αναρρωτικής απουσίας από το σχολείο, τυφλώθηκε. Ο Χερν είχε επίσης αυξημένη μυωπία, έτσι ο τραυματισμός του τον άφησε με μόνιμα μειωμένη όραση, αναγκάζοντάς τον να μεταφέρει ένα μεγεθυντικό φακό για κοντινή εργασία και ένα τηλεσκόπιο τσέπης για να βλέπει οτιδήποτε σε μη κοντινή απόσταση (ο Χερν απέφευγε τα γυαλιά, πιστεύοντας ότι σταδιακά θα αδυνάτιζαν περισσότερο την όρασή του). Η ίριδα ήταν μόνιμα ξεθωριασμένη και έκανε τον Χερν νευρικό για την εμφάνισή του για το υπόλοιπο της ζωής του, κάνοντάς τον να καλύπτει το αριστερό του μάτι όταν συνομιλούσε και να ποζάρει για φωτογραφίες προφίλ, ώστε να μη φαίνεται το αριστερό του μάτι[23].
Το 1867 ο Χένρι Μολινέ, που είχε γίνει οικονομικός διαχειριστής της Σάρας Μπρέναν, χρεοκόπησε μαζί της. Δεν υπήρχαν χρήματα για δίδακτρα και ο Χερν εστάλη στο Ηστ Εντ του Λονδίνου να ζήσει με την πρώην υπηρέτρια της Μπρέναν. Αυτή και ο σύζυγός της δεν είχαν χρόνο ή χρήματα για τον Χερν, που περιφερόταν στους δρόμους, περνούσε την ώρα του σε πτωχοκομεία και γενικά ζούσε ξεριζωμένος άσκοπα. Κυριότερες πνευματικές του δραστηριότητες αποτελούσαν επισκέψεις σε βιβλιοθήκες και στο Βρετανικό Μουσείο[24].
Αμερική (1869-1890)Μετανάστευση στο ΣινσινάτιΤο 1869 ο Χένρι Μολινέ είχε ανακτήσει κάποια οικονομική σταθερότητα και η Μπρέναν, στα 75 της, ήταν ανάπηρη. Αποφασίζοντας να σταματήσει να ξοδεύει για τον δεκαεννιάχρονο Χερν, αγόρασε ένα μονής κατεύθυνσης εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη και έδωσε οδηγίες στον Χερν να πάει στο Σινσινάτι, να βρει την αδελφή του Μολινέ και τον σύζυγό της, Τόμας Κάλιναν, και να έχει τη βοήθειά τους για να ζήσει. Οταν συναντήθηκε με τον Χερν στο Σινσινάτι, η οικογένεια δεν είχε πολλά να του δώσει. Ο Κάλιναν του έδωσε 5 δολάρια και του ευχήθηκε καλή τύχη. Όπως θα έγραφε αργότερα ο Χερν «Πετάχτηκα για να αρχίσω τη ζωή μου άφραγκος στο πεζοδρόμιο μιας αμερικανικής πόλης».
Για κάποιο διάστημα ήταν εξαθλιωμένος, ζούσε σε στάβλους ή αποθήκες σε αντάλλαγμα για χαμαλοδουλειές. Τελικά έγινε φίλος με τον Άγγλο τυπογράφο και κοινοτιστή Χένρι Γουότκιν, που τον απασχόλησε στο τυπογραφείο του, τον βοήθησε να βρει διάφορες δουλειές του ποδαριού, του δάνειζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του, περιλαμβανομένων των ουτοπιστών Φουριέ, Ντίξον και Νόις, και του έδωσε ένα παρατσούκλι, που του κόλλησε για το υπόλοιπο της ζωής του, Το Κοράκι, από το ποίημα του Πόε. Ο Χερν σύχναζε επίσης στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι, που εκείνη την εποχή είχε περίπου 50.000 τόμους. Την άνοιξη του 1871 μια επιστολή από τον Χένρι Μολινέ τον πληροφόρησε για το θάνατο της Σάρας Μπρέναν και τον ορισμό του Μολινέ ως μοναδικού εκτελεστή της διαθήκης. Αν και η Μπρέναν τον είχε ορίσει ως δικαιούχο μιας ετήσιας προσόδου όταν έγινε κηδεμόνας του, ο Χερν δεν πήρε τίποτα από την περιουσία και δεν ξαναείχε ποτέ νέα από τον Μολινέ[26].
Δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό έργοΜε τη δύναμη του ταλέντου του ως συγγραφέα, ο Χερν έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος στο The Cincinnati Enquirer, εργαζόμενος για την εφημερίδα από το 1872 ως το 1875[27]. Γράφοντας με δημιουργική ελευθερία σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Σινσινάτι, έγινε γνωστός για τις μακάβριες περιγραφές τοπικών φόνων, καλλιεργώντας τη φήμη του κορυφαίου συγκλονιστικού δημοσιογράφου της εφημερίδας, καθώς και του συγγραφέα των ευαίσθητων περιγραφών μερικών από τα μειονεκτούντα άτομα του Σινσινάτι[28]. Αφότου μία από τις ιστορίες του φόνων, ο Φόνος του Τάνιαρντ, είχε διαρκέσει επί μήνες το 1874, ο Χερν εδραίωσε τη φήμη του ως ο τολμηρότερος δημοσιογράφος του Σινσινάτι και το Enquirer αύξησε το μισθό του από 10 σε 25 δολάρια τη βδομάδα[29].
Η Βιβλιοθήκη της Αμερικής (μη κερδοσκοπικός εκδότης αμερικάνικης λογοτεχνίας) επέλεξε μία από αυτές τις περιγραφές φόνων, το Gibbeted, για να τη συμπεριλάβει στην ανασκόπηση δύο αιώνων Αμερικανικού Αληθινού Εγκλήματος, το 2008.
Το 1874 ο Χερν και ο νεαρός Χένρι Φάρνι (1847-1916, γεννημένος στη Γαλλία, ζωγράφος και εικονογράφος), αργότερα διάσημος ζωγράφος της Αμερικάνικης Δύσης[30], έγραψαν, εικονογράφησαν και εξέδωσαν ένα οχτασέλιδο εβδομαδιαίο περιοδικό τέχνης, λογοτεχνίας και σάτιρας με τον τίτλο Ye Giglampz. Το έργο θεωρήθηκε από ένα κριτικό του εικοστού αιώνα «Ίσως το συναρπαστικότερο έργο διαρκείας που ανέλαβε ο Χερν»[30].
Η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι ανατύπωσε ένα αντίγραφο των εννέα συνολικά τευχών το 1983[31].
Πρώτος γάμος, διαζύγιο και απόλυση από το EnquirerΣτις 14 Ιουνίου 1874 ο Χερν, 24 ετών, παντρεύτηκε την Αλίθια (Μάτι) Φόλεϊ, μια εικοσάχρονη Αφροαμερικανίδα, πράξη που παραβίαζε τον νόμο του Οχάιο κατά της επιμειξίας, την εποχή εκείνη. Τον Αύγουστο του 1875, ανταποκρινόμενο σε παράπονα του τοπικού κλήρου για τις αντιθρησκευτικές του απόψεις και σε πίεση πολιτικών του τόπου, προσβεβλημένων από μερικά σατιρικά του κείμενα στο Ye Giglampz, το Enquirer τον απέλυσε, επικαλούμενο ως αιτία τον παράνομο γάμο του. Έπιασε δουλειά στην αντίπαλη εφημερίδα The Cincinnati Commercial[32]. Το Enquirer προσφέρθηκε να τον ξαναπροσλάβει όταν οι ιστορίες του άρχισαν να εμφανίζονται στο Commercial και η κυκλοφορία του άρχισε να αυξάνεται, αλλά ο Χερν, εξοργισμένος από τη συμπεριφορά της εφημερίδας, αρνήθηκε. Ο Χερν και η Φόλεϊ χώρισαν, αλλά προσπάθησαν αρκετές φορές να τα ξαναβρούν πριν πάρουν διαζύγιο το 1877. Η Φόλεϊ ξαναπαντρεύτηκε το 1880.
Ενώ εργαζόταν για το Commercial ο Χερν δέχθηκε να μεταφερθεί στην κορυφή του ψηλότερου κτιρίου του Σινσινάτι, στην πλάτη ενός επισκευαστή καμπαναριών, του Τζόζεφ Ροντρίγκεζ Γουέστον, και έγραψε μια μισοτρομακτική, μισοκωμική περιγραφή της εμπειρίας του. Την ίδια επίσης εποχή ο Χερν έγραψε μια σειρά περιγραφές των συνοικιών Μπακτάουν και Λίβι του Σινσινάτι «... μια από τις λίγες εικόνες που έχουμε της ζωής των μαύρων σε μια μεθοριακή πόλη την περίοδο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο»[33]. Κατέγραψε επίσης αμέτρητους στίχους τραγουδιών που άκουσε να τραγουδούν μαύροι μουσικοί της εποχής[34].
Νέα ΟρλεάνηΤο φθινόπωρο του 1877, πρόσφατα διαζευγμένος από τη Μάτι Φόλεϊ και ανήσυχος, ο Χερν είχε αρχίσει να παραμελεί τη δουλειά του στην εφημερίδα για να μεταφράζει στα Αγγλικά έργα του Γάλλου συγγραφέα Γκωτιέ. Απογοητευόταν επίσης όλο και περισσότερο από το Σινσινάτι, γράφοντας στο Χένρι Γουότκιν, «Είναι ώρα να φεύγεις από το Σινσινάτι, όταν αρχίζουν να το αποκαλούν Παρίσι της Αμερικής». Με την υποστήριξη του Γουότκιν και του εκδότη του Cincinnati Commercial Μίρατ Χάλστεντ ο Χερν έφυγε από το Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου αρχικά έγραψε ανταποκρίσεις για το Commercial στη στήλη Gateway to the Tropics[35].
Ο Χερν έζησε στη Νέα Ορλεάνη για μια σχεδόν δεκαετία, γράφοντας πρώτα για την εφημερίδα Daily City Item, αρχίζοντας τον Ιούνιο του 1878 και αργότερα για τον Times Democrat. Καθώς το Item ήταν μια τετρασέλιδη έκδοση, το συντακτικό έργο του Χερν άλλαξε θεαματικά τον χαρακτήρα της εφημερίδας. Ξεκίνησε στο Item ως συντάκτης ειδήσεων και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε κριτικές βιβλίων του Φράνσις Μπρετ Χαρτ και του Εμίλ Ζολά, περιλήψεις κομματιών σε εθνικά περιοδικά όπως το Harper’s και δημοσιογραφικά άρθρα εισαγωγικά βουδιστικών και σανσκριτικών κειμένων. Ως συντάκτης ο Χερν δημιούργησε και δημοσίευσε σχεδόν διακόσια χαρακτικά από την καθημερινή ζωή και τους ανθρώπους της Νέας Ορλεάνης, καθιστώντας το Item την πρώτη εφημερίδα του Νότου που εισήγαγε σκίτσα και της έδωσε άμεση κυκλοφοριακή ώθηση[36]. Ο Χερν σταμάτησε να σκαλίζει τις ξυλογραφίες μετά από έξι μήνες, όταν διαπίστωσε ότι η καταπόνηση ήταν πολύ μεγάλη για το μάτι του[37].
Στα τέλη του 1881 ο Χερν πήρε μια θέση συντάκτη στον Times Democrat της Νέας Ορλεάνης και εργαζόταν μεταφράζοντας άρθρα από γαλλικές και ισπανικές εφημερίδες, καθώς και γράφοντας άρθρα και κριτικές για θέματα της επιλογής του. Συνέχισε επίσης το μεταφραστικό έργο του Γάλλων συγγραφέων στα Αγγλικά: του Ζεράρ ντε Νερβάλ, του Ανατόλ Φρανς και ιδιαίτερα του Πιέρ Λοτί, συγγραφέα που επηρέασε το συγγραφικό ύφος του ίδιου του Χερν[38][39].
Ο Χερν δημοσίευσε επίσης στο Harper's Weekly το πρώτο γνωστο άρθρο (1883) για τους Φιλιππινέζους στις Ηνωμένες Πολιτείες, τους Μανίλαμεν ή Ταγκάλογκ, ένα από τα χωριά των οποίων είχε επισκεφθεί στο Σαιν Μαλό της Λουϊζιάνα[40].
Ο τεράστιος αριθμός των κειμένων του για τη Νέα Ορλεάνη και τα περίχωρά της, πολλά από τα οποία δεν έχουν συγκεντρωθεί, αφορούν, μεταξύ άλλων, τον κρεολικό πληθυσμό της πόλης και την ιδιαίτερη κουζίνα του, τη Γαλλική Όπερα, το Βουντού της Λουϊζιάνα και τη Μαύρη Μουσική[41].
Τα κείμενα του Χερν για εθνικές εκδόσεις, όπως τα Harper's Weekly και Scribner's Magazine, βοήθησαν στη δημιουργία της φήμης της Νέας Ορλεάνης ως μιας πόλης με ξεχωριστή κουλτούρα, που έμοιαζε περισσότερο με εκείνη της Ευρώπης και της Καραϊβικής παρά με εκείνη της Βόρειας Αμερικής.
Ο Χερν έγραφε ενθουσιωδώς για τη Νέα Ορλεάνη, αλλά έγραφε επίσης και για την παρακμή της πόλης, «μια νεκρή νύφη στεφανωμένη με άνθη πορτοκαλιάς»[42].
Τα κείμενα του Χερν για τις εφημερίδες της Νέας Ορλεάνης περιελάμβαναν ιμπρεσσιονιστικές περιγραφές τόπων και χαρακτήρων και πολλά άρθρα που κατήγγειλλαν την πολιτική διαφθορά, την εγκληματικότητα στους δρόμους, τη βία, τη μισαλλοδοξία και τις αποτυχίες των υπεύθυνων της δημόσιας παιδείας και υγείας[28]. Παρά το γεγονός ότι πιστώνεται με την «εφεύρεση» της Νέας Ορλεάνης ως τόπου εξωτικού και μυστηριώδους, οι νεκρολογίες του των ηγετών του βουντού Μαρί Λεβό και Δρ. Τζον Μοντενέ ήταν πραγματιστικές και απομυθοποιητικές. Συλλογές κειμένων του Χερν για τη Νέα Ορλεάνη έχουν συγκεντρωθεί και δημοσιευθεί σε πολλά έργα, αρχίζοντας με τα Κρεολικά Σκίτσα το 1924[8] και πιο πρόσφατα (2001) στο Εφευρίσκοντας τη Νέα Ορλεάνη: Κείμενα του Λευκάδιου Χερν[9].
Τα γνωστότερα βιβλία του Χερν στη Λουϊζιάνα είναι[44]:
  • Gombo zhèbes: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών (1885).
  • Η Κρεολική Κουζίνα (1885), συλλογή συνταγών μαγειρικής από κορυφαίους σεφ και διάσημες Κρεολές νοικοκυρές, που συνέβαλαν να γίνει η Νέα Ορλεάνη διάσημη για την κουζίνα της.
  • Τσίτα: Μια Ανάμνηση του Χαμένου Νησιού (1889), μια νουβέλα βασισμένη στον τυφώνα του 1856, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Harper's Monthly το 1888.
Την εποχή που ζούσε εκεί ο Χερν ήταν ελάχιστα γνωστός, όπως ακόμη και σήμερα για τα γραπτά του για τη Νέα Ορλεάνη, εκτός από τους ντόπιους θιασώτες του πολιτισμού. Εντούτοις, από όσους έχουν ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, μόνο για τον Λούις Άρμστρονγκ έχουν γραφτεί περισσότερα βιβλία από όσα για τον Χερν[45].
Δύο χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές ΙνδίεςΤο Harper's έστειλε τον Χερν στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτή το 1887[σημ. 3]. Πέρασε δύο χρόνια στη Μαρτινίκα και, εκτός από τα κείμενά του για το περιοδικό, έγραψε δύο βιβλία: Δυο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες και Γιούμα, η Ιστορία μιας Σκλάβας των Δυτικών Ινδιών[6], που δημοσιεύθηκαν το 1890[8].
Ιαπωνία (1890-1904)
Καμιάς άλλης χώρας το πρόσωπο δε μοιάζει τόσο με την Ελλάδα όσο το πρόσωπο της Ιαπωνίας[σημ. 4]. — Νίκος ΚαζαντζάκηςΤαξιδεύοντας: Ιαπωνία - Κίνα[49]
Το 1890 ο Χερν πήγε στην Ιαπωνία σε μια αποστολή ως ανταποκριτής εφημερίδας, που γρήγορα τερματίστηκε. Στην Ιαπωνία βρήκε όμως μια εστία και τη μεγαλύτερή του έμπνευση[50]. Με τη βοήθεια του Μπάζιλ Χολ Τσάμπερλεν (Άγγλου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο) ο Χερν απέκτησε μια θέση καθηγητή το καλοκαίρι του 1890 στη Νομαρχιακή Σχολή του Σιμάνε στο Ματσούε, πόλη της δυτικής Ιαπωνίας, στις ακτές της Ιαπωνικής Θάλασσας.
Κατά τη δεκαπεντάμηνη διαμονή του στο Ματσούε ο Χερν παντρεύτηκε την Σέτσου Κοϊζούμι (1868-1932), κόρη μιας τοπικής οικογένειας σαμουράι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Κάζουο (1893-1965), τον Ιβάο (1897-1937), τον Κιγιόσι (1900-1962) και την Σουτζούκο (1903-1944)[51].
Το Μουσείο Μνήμης Λευκάδιου Χερν και η παλιά του κατοικία είναι ακόμη δύο από τα δημοφιλέστερα τουριστικά αξιοθέατα του Ματσούε[48][52].
Κουμαμότο και ΚόμπεΣτα τέλη του 1891 ο Χερν μετακόμισε στο Κουμαμότο του Κιούσου, όπου, με τη βοήθεια του Τσάμπερλεν, εξασφάλισε θέση καθηγητή στην Πέμπτη Ανώτερη Σχολή. Στο Κουμαμότο έζησε τα επόμενα τρία χρόνια και ολοκλήρωσε το πρώτο του βιβλίο για την Ιαπωνία, Ματιές στην Άγνωστη Ιαπωνία (1894)[8].
Τον Οκτώβριο του 1894 προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος στην αγγλόφωνη εφημερίδα The Kobe Chronicle[28] και μετακόμισε στο Κόμπε[53].
ΤόκιοΤον Ιανουάριο του 1896 ο Λευκάδιος Χερν πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας, παίρνοντας το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, και τον Αύγουστο, με κάποια βοήθεια από τον Τσάμπερλεν, άρχισε να διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, εργασία που είχε μέχρι το 1903[53][54].
Το 1904 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο[50].
Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σορό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελέυθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για τον νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο:
Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο[55].
Πηγή: Βικιπαίδεια

14.3.17

ΕΘΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΛΑΝΔΙΑΣ

To Κρατικό Μουσείο (ολλανδικά: Rijksmuseum, ˈrɛi̯ks myˈzeːʏm) είναι εθνικό μουσείο της Ολλανδίας. Βρίσκεται στην πρωτεύουσα της χώρας, Άμστερνταμ, στην Πλατεία (του) Μουσείου (Het Museumplein). Είναι αφιερωμένο στις τέχνες και την ιστορία. Είναι φημισμένο για τη μεγάλη συλλογή πινάκων από τον Ολλανδικό Χρυσό Αιώνα (17ος αι.), που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο γνωστά έργα ολλανδικής ζωγραφικής δημιουργών όπως ο Ρέμπραντ, ο Γιαν Στέεν, ο Βέρμεερ, καθώς και την εκτεταμένη του συλλογή ασιατικής τέχνης. Το μουσείο διαθέτει γύρω στο ένα εκατομμύριο αντικείμενα στη συλλογή του, δέχεται δε περίπου ισάριθμους επισκέπτες το χρόνο. Η είσοδος στο Μουσείο κοστίζει 15 € το άτομο (Μάιος 2013). 
Ίδρυση
Το μουσείο ιδρύθηκε στα 1800 στη Χάγη προκειμένου να στεγάσει τις συλλογές των Ολλανδών κυβερνητών (stadhouder), ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας. Εκείνη την εποχή ήταν γνωστό σαν Εθνική Πινακοθήκη (στα ολλανδικά Nationale Kunst-Gallerij). Στα 1808 το μουσείο μεταφέρθηκε στο Άμστερνταμ, κατ' εντολήν του βασιλιά Λουδοβίκου Βοναπάρτη, αδελφού του Ναπολέοντα. Οι πίνακες των οποίων ήταν ιδιοκτήτης η πόλη, όπως η Νυχτερινή Περίπολος του Ρέμπραντ που είχε φιλοτεχνηθεί για το Δημαρχείο του Άμστερνταμ, έγιναν μερος της συλλογής του μουσείου.
Κτίριο Κάιπερς
Το 1863 έγινε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός προκειμένου να σχεδιαστεί ένα νέο κτίριο για το Ρέικσμουζέουμ. Μεταξύ άλλων συμμετείχε και ο μετέπειτα γνωστός αρχιτέκτονας Πιέρ Κάιπερς και το σχέδιό του κατέκτησε τη δεύτερη θέση, όμως τελικά καμία από τις συμμετοχές δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική. Το 1876 έγινε νέος διαγωνισμός και αυτή τη φορά ο Κάιπερς κέρδισε. Το σχέδιο ήταν ένας συνδυασμός γοτθικής αρχιτεκτονικής και αναγεννησιακών στοιχείων. Το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με το Δημαρχείο του Παρισιού, σε "Γαλλικό Νεο-Αναγεννησιακό" στυλ. Όμως στο Ρέικσμουζεουμ τα γοτθικά στοιχεία φαίνονται να υπερισχύουν των αναγεννησιακών και το κτίριο, παρά τους αγγλικού στυλ Αναγεννησιακούς γωνιόλιθους και τις γαλλικού στυλ σκεπές τύπου σατώ (δηλ. των γαλλικών πύργων), θεωρείται συνήθως γοτθικό.[2]
Η κατασκευή ξεκίνησε στις 1 Οκτωβρίου 1876. Για την πλούσια διακόσμηση του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού του κτιρίου, που θα ήταν αφιερωμένη στην ιστορία της Ολλανδικής τέχνης και περιελάμβανε γλυπτά, κεραμικά ταμπλώ, βιτρώ και ζωγραφική, έγινε ξεχωριστός διαγωνισμός. Το νέο κτίριο άνοιξε τις πόρτες του στις 13 Ιουλίου 1885.[3]
Η μπροστινή όψη του κτιρίου βλέπει στη λεωφόρο Stadhouderskade και το παρακείμενο κανάλι, η άλλη του πλευρά όμως δεσπόζει στην Πλατεία των Μουσείων, απέναντι από το Μουσείο Βαν Γκογκ, το Δημοτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και την Αίθουσα Συναυλιών του Άμστερνταμ.
Προσθήκες και ανακαινίσειςΤο 1890 προστέθηκε ένα κτίριο κατασκευασμένο από τμήματα κατεδαφισμένων κτιρίων, αντιπροσωπευτικών της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του Άμστερνταμ, που σήμερα είναι γνωστό σαν Νότια Πτέρυγα ή Πτέρυγα Φίλιπς. Το 1906 η αίθουσα της "Νυχτερινής Περιπόλου" ξαναχτίστηκε. Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 έγιναν αλλαγές στη διακόσμηση, και οι περισσότερες έγχρωμες διακοσμήσεις των τοίχων καλύφθηκαν με μπογιά. Επίσης τη δεκαετία του 1960 οι δυο αυλές του κτιρίου μετασκευάστηκαν σε επιπλέον εκθεσιακούς ορόφους και αίθουσες. Μικρότερες ανακαινίσεις και επισκευές έγιναν το 1984, 1995-96 και 2000.[4]
Το "Νέο" ΡέικσμουζέουμΑπό το 2003 έως το 2013[5] το Ρέικσμουζέουμ θα αποκαταστάθηκε και ανακαινίστηκε σύμφωνα με σχέδια των Ισπανών αρχιτεκτόνων Αντόνιο Κρουζ και Αντόνιο Ορτίζ. Πολλές από τις παλιές διακοσμήσεις του εσωτερικού, καθώς και οι αυλές αποκαταστάθηκαν. Οι εργασίες υπολογίζεται ότι θα κοστίσουν συνολικά 322 εκατομμύρια ευρώ. Μετά την ανακαίνιση στο μουσείο εκτίθενται αντικείμενα της τέχνης και του πολιτισμού της Ολλανδίας που χρονολογούνται από το 1100 έως το 2000.
Για τους σκοπούς των εργασιών το μεγαλύτερο μέρος του μουσείου είχε κλείσει για το κοινό από τον Δεκέμβριο του 2003. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης μόνο τετρακόσια από τα πιο γνωστά από τα έργα της συλλογής του μουσείου ήταν προσβάσιμα από το κοινό, σε μια έκθεση με τίτλο Τα Αριστουργήματα, στην Πτέρυγα Φίλιπς που ανακαινίστηκε νωρίτερα, το 1996.[6]
Αν και η ανακαίνιση αρχικά ήταν προγραμματισμένη να διαρκέσει λίγα μόνο χρόνια, λόγω διάφορων καθυστερήσεων η διάρκειά της παρατάθηκε σε περίπου μια δεκαετία: τον Φεβρουάριο του 2008 ανακοινώθηκε ότι θα ολοκληρωθεί το πρώτο μισό του 2013. Οι εργασίες τελείωσαν στις 16 Ιουλίου του 2012, και το μουσείο άνοιξε ξανά στις 13 Απριλίου του 2013, ενώ τα εγκαίνια έκανε η τότε βασίλισσα Βεατρίκη. Δυο εβδομάδες πριν, τα κύρια εκθέματα μετακινήθηκαν από την Πτέρυγα Φίλιπς στο κυρίως κτίριο. Ο πίνακας του Ρέμπραντ Νυχτερινή Περίπολος είναι το μόνο από τα εκθέματα που επέστρεψε στην αρχική του θέση, στη δική της αίθουσα στο κέντρο του κτιρίου.
Συλλογή
Η συλλογή του μουσείου το 2011 αριθμούσε περίπου ένα εκατομμύριο αντικείμενα. Είναι χωρισμένη σε τρεις μικρότερες συλλογές: Συλλογή Τέχνης (έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, εφαρμοσμένων τεχνών και ασιατικής τέχνης), Συλλογή Ιστορίας (τέχνεργα και έργα τέχνης, ένδυση, όπλα, φωτογραφίες) και Συλλογή Σχεδίων, Τυπογραφίας και Φωτογραφιών (χαρακτική, τυπογραφία, εικονογραφία, πορτρέτα).
Ανάμεσα στα εκθέματα βρίσκονται επίσης η πρύμνη του πλοίου HMS Royal Charles, λάφυρο από την επιδρομή στο Μέντγουεϊ κατά τον δεύτερο Αγγλο-Ολλανδικό πόλεμο καθώς και ο δίσκος του Χάρτογκ, παλαιότερο τεκμήριο της άφιξης Ευρωπαίων στα παράλια της Αυστραλίας.
ΠΗΓΉ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

Οικία - Μουσείο Ρέμπραντ

Η Οικία - Μουσείο Ρέμπραντ (ολλαν. Museum het Rembrandthuis) βρίσκεται στην Jodenbreestraat αριθ. 4-6 στο Άμστερνταμ. Εδώ έζησε ο διάσημος Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης Ρέμπραντ Χάρμενσζον φαν Ράιν (Rembrandt Harmenszoon van Rijn, 1606 - 1669). 
To Σπίτι του Ρέμπραντ
Ο Ρέμπραντ, γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίαw, αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του ως ζωγράφος το 1625, άνοιξε εργαστήρι ζωγραφικής και εργάστηκε στη γενέτειρα πόλη του μέχρι το 1631. Στα τέλη του 1631 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, πρωτεύουσα της χώρας που αριθμούσε τότε 120.000 κατοίκους.
Ο Ρέμπραντ, αναγνωρισμένος ήδη ζωγράφος, αγόρασε το 1639 το σπίτι στη σημερινή Jodenbreestraat για 13.000 φλορίνια, υπέρογκο ποσό για την εποχή του, όταν οι ετήσιες αποδοχές ενός μισθωτού κυμαίνονταν γύρω στα 200 φλορίνια. Το διώροφο αυτό σπίτι οικοδομήθηκε το 1606, όπου ο Ρέμπραντ ζωγράφισε τα αριστουργήματά του. Εδώ έζησε ο Ρέμπραντ για είκοσι περίπου χρόνια, από το 1639 ως το 1658, με τη σύζυγό του Σάσκια φαν Ούλενμπουρχ (Saskia van Uylenburgh, 1612 - 1642), ανιψιά εμπόρου έργων τέχνης και κόρη εύπορης οικογένειας, την οποία νυμφεύτηκε στις 22 Ιουνίου 1634, η οποία όμως πέθανε πρόωρα από φυματίωση το 1642.
Το 1658, ο Ρέμπραντ χρεωκόπησε και κήρυξε πτώχευση, αναγκαζόμενος να δημοπρατήσει το σπίτι και τις συλλογές του έργων τέχνης και να μετακομίσει σ' ένα νοικιασμένο μικρό σπίτι στο Rozengracht, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του.
Ο Ρέμπραντ πέθανε στις 4 Οκτωβρίου του 1669 και ενταφιάστηκε στην Εκκλησία Βέστερκερκ (Westerkerk) σε άγνωστο σημείο.
Το Μουσείο ΡέμπραντΤο Σπίτι του Ρέμπραντ αγοράστηκε από το Δήμο του 'Αμστερνταμ το 1906. Ακολούθησε ριζική ανακαίνιση του κτηρίου από τον αρχιτέκτονα K.P.C. de Basel (1869 - 1923), που ολοκληρώθηκε το 1911, οπότε και εγκαινιάστηκε στις 10 Ιουνίου 1911 ως Μουσείο Ρέμπραντ από τη βασίλισσα της Ολλανδίας Βιλελμίνη (Wilhelmina).
Στο Μουσείο διατηρούνται το Εργαστήριο (studio) του Ρέμπραντ, όπου ζωγράφισε τα αριστουργηματικά έργα τέχνης του από το 1639 μέχρι το 1658, η Αίθουσα με τις πλούσιες συλλογές αντικειμένων τέχνης (objects of art), τα οποία χρησιμοποιούσε συχνά στους πίνακές του, η Αίθουσα με έργα ζωγράφων που εργάζονταν στο Άμστερνταμ πριν από την εποχή του και που ήταν γνωστοί ως "προ-ρεμπρανιστές" (pre-Rembrandtists), καθώς και η Κουζίνα του σπιτιού με τα σκεύη μαγειρικής και το θολωτό κρεβάτι της υπηρέτριας.
Το Μουσείο φημίζεται κυρίως για τα 290 περίπου χαρακτικά (eaux-fortes) του Ρέμπραντ. Ανάμεσα σ' αυτά είναι "Αυτοπροσωπογραφία δίπλα στο παράθυρο" (1648), "Αυτοπροσωπογραφία με έκπληκτα μάτια" (1630), "Αυτοπροσωπογραφία με τη Σάσκια" (1636), "Αυτοπροσωπογραφία ακουμπισμένος σε τοίχο" (1639), " Η μητέρα του Ρέμπραντ" (1633), "Η Σάσκια με πέρλες στα μαλλιά" (1634), "Γιαν Σιξ" (1647), "Οικογένεια ζητιάνων στην πόρτα ενός σπιτιού" (1648), "Ζητιάνος με ξύλινο πόδι" (περ. 1630), "Άνδρας που ουρεί" (1631), "Γυναίκα που ουρεί" (1631), "Τα τρία δέντρα" (1643), "Άποψη του Omual" (1645), "Δίας και Αντιόπη" (1659), "Γυναίκα γυμνή" (περ. 1631), "Η Πτώση" (1638), "Οι τρεις σταυροί" (1653), "Μισόγυμνη γυναίκα καθισμένη πλάι σε θερμάστρα" (1658) και άλλα.
Οι αίθουσες του μουσείου διακοσμούνται ακόμη με πίνακες του Πίτερ Λάστμαν (Pieter Lastman, 1583 - 1633), δασκάλου του Ρέμπραντ, όπως "Η Σταύρωση" (1616) και "Ο θρήνος για τον Άβελ" (1623), καθώς και με τον πίνακα "Ο αναστημένος Χριστός εμφανιζόμενος στη Μαρία Μαγδαληνή" (1638) του Φέρντιναντ Μπολ (Ferdinand Bol, 1616 - 1680), μαθητή του Ρέμπραντ.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΡΣΕ (orsay) στο Παρίσι

Το Μουσείο Ορσέ (γαλλ. Musée d'Orsay) είναι Γαλλικό εθνικό μουσείο στο 7ο διαμέρισμα (VIIe arrondissement) της πόλης του Παρισιού, στην αριστερή όχθη (rive gauche) του ποταμού Σηκουάνα (la Seine) και κατά μήκος της ομώνυμης αποβάθρας. Σε αυτό εκτίθενται έργα ζωγραφικής και γλυπτικής δημιουργημένα από το 1848 έως το 1914, ενώ παράλληλα φιλοξενεί και περιοδικές εκθέσεις. 
Ιστορία
Το κτήριο του μουσείου σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βικτόρ Λαλού (Victor Laloux) και κατασκευάσθηκε με την επίβλεψή του καθώς και των αρχιτεκτόνων Λυσιέ Μάν(ι) (Lucien Magne) και Εμίλ Μπενάρ (Émile Bénard). Άρχισε να κατασκευάζεται το 1898 και χρησιμοποιήθηκε, από το 1900[1] έως το 1939, ως κτήριο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της σιδηροδρομικής εταιρείας Παρισιού - Ορλεάνης (Chemin de fer de Paris à Orléans) επί 39 χρόνια. Το μήκος που είχαν οι πλατφόρμες του, όμως, κατέστησαν το σταθμό ακατάλληλο για τα μεγάλου μήκους τρένα της εποχής. Έτσι, ο σταθμός άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο από τους συρμούς του προαστιακού, ενώ ένα τμήμα του, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως ταχυδρομικό γραφείο αλλά και ως σταθμός μεταφοράς κρατουμένων στη Γερμανία. Ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε, επίσης, για τη μεταφορά των επαναπατριζόμενων Γάλλων από τα Στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μετά τον Πόλεμο χρησίμευσε ως στούντιο για το γύρισμα αρκετών ταινιών (όπως η Δίκη του Φραντς Κάφκα σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς)[2] και ως κέντρο δημοπρασιών, καθώς το κτήριο των δημοπρασιών (Hôtel Drouot) ανακατασκευαζόταν. Το κτήριο σταμάτησε οριστικά να χρησιμοποιείται το 1973.
Το 1977 η Γαλλική Κυβέρνηση αποφάσισε τη μετατροπή του κτηρίου σε μουσείο αφιερωμένου αρχικά στην τέχνη του 19ου αιώνα, ενώ το 1978 χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο. Την αναμόρφωση ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Ρενό Μπαρντόν, Πιέρ Κολμπόκ και Ζαν-Κλώντ Φιλιππόν, ενώ την αναμόρφωση των εσωτερικών χώρων η Ιταλίδα αρχιτέκτονας Γκαέ Αουλέντι (Gae (Gaetana) Aulenti). Οι εργασίες άρχισαν το 1983 και ολοκληρώθηκαν το 1986. Κατασκευάστρια εταιρεία ήταν η Γαλλική Bouygues[3]. Η αναμόρφωση περιλάμβανε, ουσιαστικά, την ανακατασκευή των δαπέδων και των τεσσάρων ορόφων του κτίσματος και, φυσικά, τη συντήρηση των διακοσμητικών στοιχείων του. Το νέο μουσείο εγκαινιάσθηκε από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν την 1η Δεκεμβρίου 1986 και άνοιξε για το κοινό στις 9 του ίδιου μήνα.
Το κτήριο έχει συνολικό μήκος 173 μ. και πλάτος 75 μ. Η συνολική επιφάνεια των αιθουσών του φθάνει τις 57.000 τ.μ., ενώ οι επιφάνειες των εκθεσιακών χώρων καταλαμβάνουν 16.900 τμ. περίπου, (κατανεμημένων σε 80 ξεχωριστές αίθουσες). 1.200 τ.μ καταλαμβάνουν το εστιατόριο και η καφετέρια, 570 τ.μ/ η αίθουσα διαλέξεων και 1.850 τ.μ περίπου οι αίθουσες των περιστασιακών εκθέσεων.
Οργάνωση του Μουσείου
Στο μουσείο υπάρχουν τρία επίπεδα. Στο ισόγειο οι αίθουσες εκθέσεων είναι κατανεμημένες αμφίπλευρα της κεντρικής αίθουσας, στην οποία εκτίθενται κυρίως έργα γλυπτικής, ενώ οι πλαϊνές αίθουσες περιλαμβάνουν κυρίως εκθέματα πινάκων ζωγραφικής. Στο μεσαίο επίπεδο υπάρχουν εξώστες, οι οποίοι δίνουν πρόσβαση στις αίθουσες εκθεμάτων, και στον τρίτο (τελευταίο) όροφο, ο οποίος εκτείνεται κατά μήκος της όχθης του Σηκουάνα με την ομώνυμη αποβάθρα (Quai d' Orsay)[4]. Από τον τρίτο όροφο υπάρχει η δυνατότητα εξόδου στον εξώστη, απ' όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει το ποτάμι, το Μουσείο του Λούβρου διαγωνίως απέναντι και, σε μεγαλύτερη απόσταση, αντικριστά τη Βασιλική της Ιερής Καρδιάς (Basilique de Sacre-Coeur), το Ναό που βρίσκεται κτισμένος στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης.
Στο Μουσείο στεγάζονται εκθέματα γλυπτικής, ζωγραφικής, αντικειμένων έργων τέχνης (Objets d' Art), αρχιτεκτονικής, φωτογραφίας και γραφικών τεχνών. Οι Συλλογές του προέρχονται από:
Στο Μουσείο στεγάζονται, επίσης, σε ειδικές αίθουσες, και περιστασιακές και ειδικές εκθέσεις έργων τέχνης, φωτογραφίας, γραφικών τεχνών και ειδών διακοσμητικών τεχνών (Arts décoratifs). Υπάρχουν, ακόμη, εστιατόριο, καφετέρια, (Café des Hauteurs), αίθουσα διαλέξεων και βιβλιοπωλείο.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε

Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε (ιταλικά: Museo Nazionale di Capodimonte) στεγάζεται στο ομώνυμο ανάκτορο στη Νάπολη. Περιλαμβάνει συλλογές αρχαίας τέχνης, σύγχρονης τέχνης και ένα τμήμα ιστορίας.
Επίσημα εγκαινιάστηκε το 1957, αν και οι αίθουσες του ανακτόρου στέγαζαν αντικείμενα τέχνης από το 1758. Εκτίθενται κυρίως πίνακες ζωγραφικής, κατανεμημένοι στις δύο μεγάλες συλλογές του, στη Συλλογή Φαρνέζε, στην οποία περιλαμβάνονται έργα από μεγάλα ονόματα της ιταλικής αλλά και της παγκόσμιας ζωγραφικής, όπως Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Παρμιτζανίνο, Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ελ Γκρέκο, Λουντοβίκο Καρράτσι, Γκουίντο Ρένι) και στη Συλλογή της Νάπολης, η οποία περιλαμβάνει έργα που έχουν συλλεγεί από εκκλησίες της πόλης και της γύρω περιοχής, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο υπό τον φόβο καταστροφής τους. Εδώ υπάρχουν έργα των Σιμόνε Μαρτίνι, Κολαντόνιο, Καραβάτζιο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο, Φραντσέσκο Σολιμένα. Σημαντική είναι, επίσης, η συλλογή μοντέρνας τέχνης του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει και τον Βεζούβιο του Άντι Γουόρχολ. 
Ιστορία 18ος αιώνας
Ο μετέπειτα Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας έγινε βασιλιάς της Νεάπολης και της Σικελίας το 1734. Έθεσε το ερώτημα αν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγαση των έργων τέχνης που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, Ελιζαμπέττα Φαρνέζε,[3] τμήμα της οικογενειακής συλλογής που είχε εκκινήσει από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Αλεσσάντρο Φαρνέζε) τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του.[4] Διαμοιρασμένα μεταξύ Ρώμης και Πάρμας, μερικά έργα τέχνης, ιδιαίτερα όσων η αξία υπερέβαινε το κόστος μεταφοράς, μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό ανάκτορο της Νάπολης (μεταξύ αυτών και πίνακες των Ραφαήλ, Αννιμπάλε Καρράτσι, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Παρμιτζανίνο),[5] αλλά εκεί έλειπε μια αίθουσα εκθέσεων. Προϊόντος του χρόνου, η υπόλοιπη συλλογή μεταφέρθηκε και φυλάχτηκε στις αποθήκες, γεγονός που απειλούσε την ακεραιότητά της, ακόμη και από τα στοιχεία της φύσης, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα.[6] Το 1738 ο βασιλιάς ξεκίνησε την κατασκευή ενός κτιρίου στον λόφο του Καποντιμόντε, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μουσείο,[7] ενώ παράλληλα κάλεσε μια ομάδα ειδικών για να διαμορφώσει το εσωτερικό, ώστε να δεχτεί τη συλλογή: Το σχέδιο προέβλεπε ότι τα έργα θα στεγάζονταν σε δωμάτια που έβλεπαν προς τον νότο, προς τη θάλασσα.[8] Ενώ η κατασκευή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι πρώτοι πίνακες άρχισαν να τοποθετούνται το 1758 σε δώδεκα δωμάτια, διαχωρισμένοι κατά καλλιτέχνη και κατά σχολή ζωγραφικής. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποιοι πίνακες είχαν τοποθετηθεί πού, γιατί οι επετηρίδες της εποχής καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επόμενο στάδιο ήταν ο εξοπλισμός του Μουσείου, που άρχισε ήδη από το 1755 υπό τη διεύθυνση του ζωγράφου Τζουζέππε Μπονίτο (Giuseppe Bonito) από το Καστελλαμάρε ντι Σταμπία (Castellammare di Stabia), κοντά στη Νάπολη.[9]
Το 1759 μεταφέρθηκε και το υπόλοιπο της συλλογής: Τα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τοιχογραφίες της Cappella Paolina (παρεκκλήσιο των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο Αποστολικό Ανάκτορο του Βατικανού), που είχε δημιουργήσει ο Μιχαήλ Άγγελος και τα αντίστοιχα για την αίθουσα του Ηλιοδώρου, δημιουργίες του Ραφαήλ,[10] πίνακες των Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Μαντένια και Μαζολίνο ντα Πανικάλε.
Μεταξύ των επισκεπτών εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται οι Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Τζόζεφ Ράιτ, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, και ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν.[11] Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1770, ύστερα από τη μεταφορά και των άλλων τμημάτων της Συλλογής Φαρνέζε, το Μουσείο έφτασε να καταλαμβάνει εικοσιτέσσερις αίθουσες: Έγινε, εν τω μεταξύ, προμήθεια και νέων πινάκων, των πρώτων των ζωγράφων του ιταλικού νότου, όπως των Πολίντορο ντα Καραβάτζιο, Τσέζαρε ντα Σέστο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο εκτός των ήδη υπαρχόντων πινάκων των Αντόν Ράφαελ Μενγκς, Αντζέλικα Κάουφμαν, Ελιζαμπέτ Βιζέ-λε Μπρεν και Φραντσέσκο Λιάνι, ενώ το 1783 το Μουσείο αγόρασε τη συλλογή του κόμητος Καρλ Γιόζεφ φον Φίρμιαν, που περιείχε περίπου 20.000 χαρακτικά και σχέδια καλλιτεχνών όπως οι Φρα Μπαρτολομέο, Περίν ντε Βάγκα, Άλμπρεχτ Ντύρερ και Ρέμπραντ.[12] Την ίδια περίπου εποχή δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο αποκατάστασης, το οποίο αρχικά ανέλαβε ο Κλεμέντε Ρούτα και στη συνέχεια ο Φεντερίκο Αντρές, ύστερα από σύσταση του ζωγράφου της Αυλής Γιάκομπ Φίλιπ Χάκερτ.[12]
Επί Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών, το 1785, δημιουργήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου και ορίστηκαν το ωράριο για τους επισκέπτες, τα καθήκοντα των φυλάκων, οι αρμοδιότητες του εφόρου, η πρόσβαση στους αντιγραφείς, ενώ δεν απελευθερώθηκε πλήρως η πρόσβαση του απλού λαού, όπως συνέβαινε σε άλλα Μουσεία των Βουρβώνων, εκτός αν υπήρχε άδεια από τον αρμόδιο υπουργό.[13] Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν πλέον το Μουσείο στέγαζε περίπου 1800 πίνακες, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα μουσείων στην πόλη: Επιλέχτηκε το Palazzo degli Studi ("Ανάκτορο των Σπουδών"), το μελλοντικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, όπου οι εργασίες για νέα, δημόσια χρήση είχαν ήδη ξεκινήσει το 1777 από τον Φερντινάντο Φούγκα, με την πρόθεση να στεγαστούν εκεί, εκτός από τη Συλλογή Φαρνέζε, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ερκολάνουμ, την Πομπηία και τη Σταβία, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε την έδρα της βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας.[14]
19ος αιώνας Πλήγμα για το Μουσείο αποτέλεσε η άφιξη των Γάλλων στη Νάπολη και η εγκαθίδρυση μιας σύντομης "Δημοκρατίας της Νάπολης": Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Φερδινάνδος, το προηγούμενο έτος, είχε μεταφέρει στο Παλέρμο δεκατέσσερα αριστουργήματα της συλλογής. Οι Γάλλοι στρατιώτες όντως λεηλάτησαν το Μουσείο και πολυάριθμοι πίνακες που αποτελούσαν τμήμα της συλλογής του μουσείου διαρπάχτηκαν, 339 από τη Συλλογή Φαρνέζε, πολλοί από τα αποκτήματα των Βουρβώνων, τριάντα στάλθηκαν στη Δημοκρατία και περίπου άλλοι τριακόσιοι πωλήθηκαν, ιδιαίτερα στη Ρώμη.[12]
Όταν επέστρεψε στη Νάπολη, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Ντομένικο Βενούτι να βρει όσα έργα μπορούσε από τα αρπαγμένα. Αυτός κατόρθωσε να βρει ορισμένα, αλλά αυτά δεν επιστράφηκαν στο Καποντιμόντε, παρά στάλθηκαν στο Ανάκτορο Φρανκαβίλλα (Palazzo Francavilla),[15] που είχε επιλεγεί ως νέα έδρα του μουσείου της πόλης.
Η αρχή της δεκαετίας του 1800 σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη του ρόλου του Καποντιμόντε ως Μουσείου, υπέρ της στέγασης των εκθεμάτων στο "Ανάκτορο των Σπουδών":[16] Όλα μεταφέρθηκαν σε αυτό και, για να γεμίσουν οι νέες αίθουσες του ανακτόρου, χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που πάρθηκαν από καταργημένα μοναστήρια όπως αυτά της Αγίας Αικατερίνης του Φορμιέλλο, του Μόντε Ολιβέτο και του Σαν Λορέντσο[17] σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ζοακίμ Μυρά πρότεινε τη δημιουργία πινακοθήκης στο Καποντιμόντε, με πρόθεση, όπως ο ίδιος λέγει, "να εξαφθεί η ιδιοφυΐα της νεολαίας με το παράδειγμα των παλαιότερων Διδασκάλων"[18]
Ακόμη και με την παλινόρθωση των Βουρβώνων το 1815, το ανάκτορο στο Καποντιμόντε συνέχισε να παίζει τον ρόλο του ως Μουσείου: Οι τοίχοι των αιθουσών διακοσμήθηκαν με πίνακες που δημιουργούσαν νέοι καλλιτέχνες, που είχαν σταλεί στη Ρώμη για σπουδές με δαπάνη του Στέμματος και έδειχναν την πρόοδό τους.[19] Το 1817 έφθασε στο ανάκτορο η συλλογή του Καρδιναλίου Βοργία, την οποία διακαώς επιθυμούσε ο Μυρά όσο ζούσε, αλλά την ολοκλήρωσε ο Φερδινάνδος.[20] Παρ' όλα αυτά, δεν έλειψε η διασπορά έργων που ανήκαν στο Μουσείο, όπως αυτών που δωρήθηκαν στο Μουσείο του Παλέρμο το 1838 ή αυτών της συλλογής του Λεοπόλδου των Βουρβώνων, αδελφού του Φραγκίσκου Α΄ των Δύο Σικελιών, που πουλήθηκαν στον γαμπρό του πρώτου Ερρίκο της Ορλεάνης, ώστε να πληρωθούν χρέη από τη χαρτοπαιξία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο ανάκτορο του Σαντιγί[18]
Με την ενοποίηση της Ιταλίας και τον διορισμό ως διευθυντή του Βασιλικού Οίκου του Αννιμπάλε Σάκκο (Annibale Sacco), το ανάκτορο του Καποντιμόντε, εκτός από το ότι συνέχισε να παίζει το ρόλο του ως χώρος στέγασης καλλιτεχνημάτων, επέστρεψε, αν και όχι επίσημα, στον ρόλο του ως Μουσείου. Ύστερα από την πώληση περίπου εννιακοσίων πινάκων, ο Σάκκο και οι συνεργάτες του Ντομένικο Μορέλλι και Φεντερίκο Μαλνταρέλλι μετέφεραν στις αίθουσές του είδη από πορσελάνη και πορσελάνη "bisque" (είδος πορσελάνης χωρίς γυαλιστερή επικάλυψη), τα οποία τοποθέτησαν στη βορειοδυτική πτέρυγα, πίνακες από Ναπολιτάνους δημιουργούς, που μέσα σε μια εικοσαετία ξεπέρασαν τους εξακόσιους και περισσότερα από εκατό γλυπτά: Όλα τα έργα διευθετήθηκαν με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με τα πρότυπα των σύγχρονων μουσείων, σε χώρους του βορεινού εσωτερικού περιβόλου, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πινακοθήκης στο ισόγειο. Το 1864 μεταφέρθηκαν εκεί η συλλογή όπλων Φαρνέζε και πανοπλιών των Βουρβώνων. Το 1866 ήλθε η σειρά της δημιουργίας ενός μικρού "σαλονιού" για τη στέγαση των κινέζικων πορσελανών της Μαρίας Αμαλίας της Σαξωνίας, που αρχικά στεγάζονταν σε μια αίθουσα του ανακτόρου Πόρτιτσι και το 1880 μεταφέρθηκαν ταπισερί από το Βασιλικό Εργαστήριο και ζώα από αναπαραστάσεις της Φάτνης ναπολιτάνικης κατασκευής (presepe).[21] Το ανάκτορο Καποντιμόντε έγινε ξανά πολιτιστικό κέντρο της Νάπολης τόσο, ώστε το 1877 έγινε σε αυτό η Εθνική Έκθεση Καλών Τεχνών.[22]
20ός και 21ος αιώναςΗ αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου: Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,[23] ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο Μαζάτσο το 1901 και Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:[24] Αυτό έγινε ή για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η Πάρμα και η Πιατσέντσα, εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας, ή για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του εξωτερικού και πανεπιστήμια.[25] Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni) και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η μεραρχία Γκέρινγκ κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του Παρμιτζανίνο, του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και του Φιλιππίνο Λίππι: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο Ζάλτσμπουργκ και επανήλθαν στη Νάπολη το 1947.[26]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα μουσεία στη Νάπολη. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.[7] Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο Μπενεντέτο Κρότσε, ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925 στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).[27] Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,[28] οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.[7] Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.[29]
Πηγή: Βικιπαίδεια.
Ανιχνευτής ο Poof