«Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος/ δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή, που είναι μικρή».
Οι παραπάνω στίχοι του γνωστού τραγουδιού αποτυπώνουν με ενάργεια το άγχος του ανθρώπου απέναντι στη βέβαιη προοπτική πως ο χρόνος που απομένει να ζήσουμε είναι μικρότερος από αυτόν που ζήσαμε.
Το άγχος και η αγωνία επιτείνεται κάθε φορά που συνειδητοποιούμε πως η πρωτογενής αιτία της γήρανσής μας είναι κάτι που δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επιστήμη δεν μπόρεσε ακόμη να ορίσει με βεβαιότητα τη φύση και το περιεχόμενό του. Ο χρόνος ως έννοια και περιεχόμενο γεννά προβληματισμό στους ειδικούς και ερωτήματα στους απλούς ανθρώπους.
Όσο κι αν ο Αϊνστάιν προσπάθησε να τον ορίσει με τη θεωρία της «σχετικότητας», αυτός – ο χρόνος – βρίσκει τρόπους να ξεγλιστρά, γιατί θέλει να είναι ο πρωταγωνιστής σε όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν. Μόνον μέσα από την κίνηση, τη μεταβολή και την αλλαγή τον αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους.
Συχνά ο καθένας διερωτάται αν ο Χρόνος υφίσταται αντικειμενικά ή συνιστά μια θεωρητική διάσταση, ένα νοητικό κατασκεύασμα, μια μύχια σύλληψη που αποκρυπτογραφεί την αβεβαιότητα και περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο ίδιος ο Καντ αναγκάστηκε να ομολογήσει μπροστά στην αδυναμία να ορίσει ακριβώς την έννοια του χρόνου: «Ο χρόνος δεν είναι κάτι αντικειμενικό. Δεν είναι ούτε ουσία, ούτε τυχαίο, ούτε σχέση, αλλά μια υποκειμενική συνθήκη που οφείλεται αναγκαστικά στη φύση του ανθρώπινου μυαλού».
Η ημέρα και η νύχτα ήταν τα πρώτα στοιχεία που κίνησαν την περιέργεια του πρωτόγονου ανθρώπου για να δώσει μια μυθική ή λογική αργότερα ερμηνεία του χρόνου. Ύστερα οι εναλλαγές των εποχών αλλά και η συνειδητοποίηση πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει. Όλα αυτά τροφοδότησαν ως στοιχεία τόσο τη Μυθολογία όσο και την Επιστήμη.
Οι αρχαίοι Έλληνες στο πρόσωπο του Κρόνου < ρέω διείδαν την έννοια του Χρόνου που αναδύθηκε μέσα από το Χάος (απουσία χρόνου). Δίπλα σε αυτόν πλάστηκαν θεοί και θεότητες που αντανακλούν την αγωνία των ανθρώπων να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα: Γιατί πεθαίνουμε;
Στο σημείο αυτό, εμβόλιμα, βρήκε ευκαιρία και αναπτύχθηκε η φιλοσοφία που διεύρυνε τον προβληματισμό και πολλαπλασίασε τα ερωτήματα, χωρίς να δίνει πειστικές απαντήσεις. Εξάλλου αποτελεί αξίωμα, πως «Η φιλοσοφία δεν αποδεικνύει, δεν δίνει απαντήσεις, αλλά ανακινεί ερωτήματα».
Αλλά ούτε και ο διαφωτισμός με τον ορθολογισμό και τη γέννηση της επιστήμης μπόρεσε να πείσει τον άνθρωπο να μη φοβάται το χρόνο, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει ως οντότητα, όπως ο χώρος. Ο χωροχρόνος του Αϊνστάιν φώτισε κάπως το πρόσωπο του χρόνου, αλλά ακόμη η μορφή του είναι θολή, ενώ τα έργα του απτά και αντικειμενικά.
Ο θάνατος βιώνεται ως το τέλος της ζωής και του χρόνου. Ο άνθρωπος, αιώνες τώρα παλεύει, για την αθανασία του. Η σκέψη και μόνο πως μια μέρα θα χαθούμε για πάντα, μας συγκλονίζει και χαρακώνει με αίμα το μυαλό μας. Γι’ αυτό ερμηνεύει την ελπίδα για αθανασία ως μια υπέρβαση του χρόνου ή ως μια νίκη ενάντια στο χρόνο. Όσες θεωρίες κι αν αναπτύχθηκαν, όσες ερμηνείες ή διδαχές κι αν δόθηκαν ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να νικήσει το χρόνο και να απαλλαγεί από το υπαρξιακό του άγχος. Φανερά ή υπόρρητα επιδιώκει την αθανασία ή την αιωνιότητα.
Από τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε ο Θουκυδίδης που με έναν τόνο εξομολογητικό τόνισε: «κτήμα τε ες αιεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται». Η προφητική αυτή ομολογία φανερώνει τη μύχια επιθυμία του ανθρώπου να αφήσει το αποτύπωμά του έξω και πάνω από το χρόνο με το έργο του (υλικό – πνευματικό).
Αλλά και ο Ηρόδοτος από μία άλλη οπτική γωνία στόχευε στην υπέρβαση του χρόνου με το έργο του «ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται».
Η έννοια του χρόνου είναι παρούσα και στους δυο ιστορικούς που καθαρά διέβλεπαν πως η μνήμη των ανθρώπων αδυνατίζει με την πάροδο του χρόνου και διαβρώνεται η συνείδησή τους. Ασυνείδητα, δηλαδή, τριχοτόμησαν το σώμα του χρόνου σε: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον τονίζοντας τον καταλυτικό του ρόλο στην πορεία του ανθρώπου και του πολιτισμού (αιεί – παραχρήμα – χρόνω).
Το φόβο απέναντι στο θάνατο – ως το τέλος του χρόνου – έμμεσα εξέφρασε και ο Ιησούς τη μεγάλη εκείνη στιγμή στον κήπο της Γεσθημανής με το εμβληματικό «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Όταν ο θάνατος έγινε συνείδηση από το Χριστό, θέλησε να τον αποφεύγει, να ζήσει. Κι ενώ γνώριζε πως είναι ή θα είναι αιώνια ζωντανός, το βάρος του θανάτου τον λυπεί βαθύτατα. Ωστόσο, «αν ο Χριστός ζούσε μια ίδια ζωή χωρίς το θάνατο που δέχθηκε, θα ήταν ένας ακόμη απλός προφήτης. Ένας από τους πολλούς». (Φοίβος Καρακίτσος «Η αρχή της αντίθεσης»).
Ανεξάρτητα από τις μυθολογικές περιγραφές, τις επιστημονικές αποδείξεις και τις φιλοσοφικές θεωρήσεις ο χρόνος «ως σώμα» παραμένει ασύλληπτος και ακανόνιστος. Δεν έχει αρχή και τέλος, όσο κι αν προσπάθησε ο άνθρωπος με τις υποδιαιρέσεις και τα χρονόμετρα να τον εγκλωβίσει (Κλεψύδρα, αμμόμετρο, ηλιακό ρολόι, αστρολάβος…). Ο χρόνος είναι ενιαίος και η τριχοτόμησή του απέβλεπε μόνο στο να δώσει ο άνθρωπος μια ταυτότητα στη ζωή του. Ο χρόνος δεν έχει αρχή ούτε τέλος. Τα γεγονότα και ο άνθρωπος έχουν αρχή και τέλος.
Ο χρόνος κυλάει, τρέχει, φεύγει, μένει ανέπαφος από τις υποκειμενικές μας εμπειρίες. Ο χρόνος κυλά για κάθε άνθρωπο διαφορετικά ανάλογα με τις ανάγκες, τα συναισθήματα, τα κίνητρα και τις σκέψεις του. Άλλοι βλέπουν το χρόνο ως φίλο κι άλλοι ως εχθρό. Άλλοτε ευχόμαστε να μην τρέχει κι άλλοτε παρακαλούμε να περάσει γρήγορα. Κι ενώ ο χρόνος είναι «άμετρος» από πολλούς εκφράζεται το παράπονο πως «δεν έχω χρόνο» ή «μου λείπει χρόνος» ή «θέλω το χρόνο μου».
Ίσως ο χρόνος να είναι από τα λίγα στοιχεία – αν όχι το μοναδικό – που αποκαλύπτουν τη γύμνια του ανθρώπου. Από το φως μπορούμε να προφυλαχτούμε ή να κατασκευάσουμε πηγές φωτός. Από το χρόνο πώς να ξεφύγουμε;
Εξάλλου το «βέλος του χρόνου» έχει κατεύθυνση προς το μέλλον και πως δεν γυρίζει πίσω (άσχετα αν η σύγχρονη φυσική δεν διακρίνει την κατεύθυνση προς το μέλλον). Τελικά βρισκόμαστε σε μια διανοητική πλάνη ή σε μια ή σε μια ψυχολογική σύγχυση; Για τον Αυστριακό φυσικό Μπόλτζμαν το βέλος του χρόνου (παρελθόν → μέλλον) είναι μια ανθρώπινη επινόηση αναγκαία για να εξηγήσει τη διαδικασία της βιολογικής μας γήρανσης. Για κάποιους άλλους το γήρας δεν προκαλείται από τη φθορά του χρόνου αλλά είναι προγραμματισμένο στο DNA μας.
«Δεν υπάρχει ανάστημα στο ανθρώπινο γένος που να μην το συνέτριψε ο χρόνος και ο φθόνος» (Απολλόδωρος).
Η διαπίστωση αυτή μας προκαλεί να ανιχνεύσουμε αν κάτι στον κόσμο αυτό διασώθηκε από τη φθορά του Χρόνου. Αξίες, ιδέες, αλήθειες, δημιουργήματα και άλλα πολλά μπόρεσαν να αντέξουν την επέλαση του Χρόνου. Για πολλούς μόνο οι μαθηματικές αλήθειες είναι διαχρονικές.
Στην πάλη του ανθρώπου με το Χρόνο το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Και αφού η ελπίδα μας να βρούμε τη μηχανή του χρόνου δεν τελεσφόρησε, το μόνο που μας μένει είναι να ζήσουμε, όσο πιο έντονα μπορούμε, το μόνο χρόνο που γνωρίζουμε, το παρόν (αν και γι’ αυτό οι φυσικοί αμφιβάλλουν, αφού η κάθε παροντική στιγμή αυτόματα γίνεται παρελθόν).
«Carpe diem, quam minimum credula postero» (Άδραξε τη μέρα και μην εμπιστεύεσαι το μέλλον) (Οράτιος, Ωδή Ι.ΧΙ 8) κι αυτό γιατί «dum loquimur, Fugerit invida aetas» (ενώ μιλάμε ο ζηλιάρης χρόνος έχει ήδη πετάξει).
Αν, όμως, στο σύμπαν υπάρχουν μόνο άτομα και μόρια που κινούνται στο κενό και όλα υπόκεινται στη φθοροποιό εξουσία του χρόνου, τότε δεν υπάρχει ελπίδα, ούτε ευθύνη, ούτε βούληση, άρα ούτε και ελευθερία. Άρα ούτε και άνθρωπος με τη ριζική έννοια του όρου (άνω – θρώσκω).
Αν όλα τα παραπάνω είναι η μόνη πραγματικότητα και χρησιμοποιώντας την επαγωγική μέθοδο ως εργαλείο, τότε νομοτελειακά οδηγούμαστε σε μια απαισιόδοξη στάση ζωής, ακόμη και στις ώρες που ο χρόνος αλλάζει. Γιατί αυτός είναι φθονερός και άτεγκτος. Δεν συμπονά, δεν συμπάσχει. Τρέχει, κυλάει και μας προσπερνά. Γι’ αυτό είναι και πολύτιμος και ιδιαίτερα για τους ώριμους.
«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος από ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…. Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται καταστατικά, νόρμες…. Γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά… Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες… Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…. Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα… που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους…. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια…. Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει…..» (Mario de Andrade, «Ο πολύτιμος χρόνος των ώριμων ανθρώπων»).