Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

1.1.19

«Επαρήλθεν…… και ο χρόνος: Μία ιστορία χρόνου». ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ


ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ
ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
«Επαρήλθεν…… και ο χρόνος: Μία ιστορία χρόνου».
α. «Νόημα ή μέτρον τον χρόνον, ουχ υπόστασιν» (Ο χρόνος είναι επινόηση ή τρόπος μέτρησης και δεν υπάρχει κανονικά. Αντιφών ο Ραμνούσιος, Αρχαίος Αθηναίος πολιτικός).
β. «Ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι μία ανθρώπινη επινόηση και εξυπηρετεί ανθρώπινες ανάγκες» (Αϊνστάιν).
Καλοκαίρι και διακοπές σε ένα από τα πολλά ελληνικά νησιά. Μία παρέα ηλικιωμένων συζητά για τα περασμένα και σχεδιάζει τις καθημερινές συναντήσεις στην παραλία. Ήταν όλοι γνωστοί και κάθε χρόνο - μία παλιά συνήθεια - είχαν υποσχεθεί να βρίσκονται όλοι εκεί: Στο ίδιο νησί (τόπος καταγωγής), στην ίδια παραλία. Κανείς δεν έλειπε. Άφηναν τις έγνοιες στην Αθήνα (τόπος μόνιμης διαμονής) και προσπαθούσαν μέσα από την παρέα και τις ατελείωτες συζητήσεις να απαλλαγούν από το βάρος του χρόνου, που εμφανώς πια άρχισε να αφήνει το στίγμα του.
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Στη φετινή, όμως, συνάντηση έλειπε ο πέμπτος της παρέας. Κάποιος από τους υπόλοιπους σχολίασε αυτήν την απουσία λέγοντας: «Επαρήλθεν, βέβαια, και ο καιρός – χρόνος». Το σχόλιό του εμπεριείχε και μία λαϊκή θυμοσοφία για την ιδιότητα του χρόνου να φθείρει και να δαμάζει εξουσιαστικά τον άνθρωπο. Το γραμματικό λάθος (παρήλθε….) δεν υποβάθμισε και το περιεχόμενο της «γνωμάτευσής» του.
Για λίγη ώρα η παρέα των υπολοίπων τεσσάρων ανδρών μελαγχόλησε και άρχισε να διερωτάται για την ευρηματικότητα των ανθρώπων να βρίσκουν λέξεις για να αποτυπώσουν μία αρνητική πραγματικότητα ή να ερμηνεύσουν ένα φαινόμενο χωρίς την αρωγή των επιστημονικών όρων.
Για το θάνατο, που ως έννοια τρομάζει, επινοήθηκαν τα: «ετελεύτησεν τον βίον», «έζησε τα χρόνια του», «ξόδεψε το χρόνο του», «συμπλήρωσε τον κύκλο του», «ήρθε η ώρα του» κι άλλα.
Όποια φράση, όμως, και αν απομονώσουμε στον πυρήνα της θα ανιχνεύσουμε την έννοια του χρόνου. Υπόρρητα, δηλαδή, δηλώνεται πως ο άνθρωπος ως υλική ύπαρξη υπόκειται απόλυτα στην φθοροποιό εξουσία του χρόνου που τα δαμάζει όλα (πανδαμάτωρ).
Αν και ο χρόνος δεν έχει αντικειμενική υπόσταση και είναι επινόηση του ανθρώπου, εν τούτοις η κίνησή του ούτε ελέγχεται αλλά και ούτε μπορούμε ως όντα να αμυνθούμε στην επέλασή του.
Χαρούκι Μουρακάμι.
«Δυστυχώς το ρολόι δουλεύει, οι ώρες περνούν .Το παρελθόν αυξάνεται, το μέλλον υποχωρεί. Οι δυνατότητες μειώνονται, οι τύψεις συσσωρεύονται» (Haruki Murakami, Γιαπωνέζος συγγραφέας).
Κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα που ζούμε δεν μπορούμε να τα ξαναζήσουμε. Ο χρόνος είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος, όπως και το ιστορικό γεγονός. Γι αυτό και είναι λάθος η άποψη πως «η ιστορία επαναλαμβάνεται» Ο Ηράκλειτος ήταν κατηγορηματικός και απόλυτος σε αυτό. Στο αποφθεγματικό «τα πάντα ρει» ενυπάρχει και η έννοια του χρόνου. Τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως πριν.
Στο σημείο αυτό έγκειται και η διαφορά του χώρου με το χρόνο. Στον ίδιο χώρο μπορείς να υπάρχεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, στον ίδιο χρόνο, όμως, αυτό είναι ανέφικτο. 
Το χώρο μπορείς να τον ξαναχρησιμοποιήσεις, όχι όμως και το χρόνο. Ο χώρος καθίσταται αντιληπτός με τη βοήθεια των αισθήσεων (όραση, αφή …..). Το χρόνο αδυνατούμε να τον συλλάβουμε - αισθανθούμε ως υλικές υπάρξεις, αν και υφιστάμεθα τις συνέπειες από το «πέρασμά» του. Στο χώρο μπορούμε να επέμβουμε, να τον διαμορφώσουμε, να τον αλλάξουμε ή να τον προσαρμόσουμε στις ανάγκες μας. Στο χρόνο κάθε σκέψη ή και προσπάθεια για αντίσταση χαρακτηρίζεται ως παραλογισμός. Ο χρόνος έχει μία αυτονομία και καμία εξωγενής δύναμη δεν μπορεί να τον διευθετήσει. Ούτε να τον επιβραδύνουμε, ούτε να τον επιταχύνουμε μπορούμε.
Στην αέναη πάλη με το Χρόνο ο άνθρωπος μετρά μόνο ήττες. Το μόνο που πέτυχε είναι ο τεμαχισμός του χρόνου σε υποδιαιρέσεις του τύπου: Δευτερόλεπτα, ώρες, ημέρες, μήνες…… Κι αυτό γιατί νόμιζε πως θα μπορούσε έτσι να τον δαμάσει. Ο χρόνος, όμως, είναι ενιαίος και ο «τεμαχισμός» του είναι μία φενάκη.
Merrick Furst
«Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ χρόνου και χώρου είναι ότι δεν μπορείς να ξαναχρησιμοποιήσεις το χρόνο» ( Merrick Furst).
Εν τω μεταξύ η παρέα των τεσσάρων ηλικιωμένων μετά τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του χρόνου επέστρεψε στην καθημερινότητα της ζωής. Μια ζωή που άλλοι παραπονούνται για την απουσία ελεύθερου χρόνου, άλλοι για την έλλειψη εργάσιμου χρόνου (άνεργοι) και πολλοί άλλοι αναζητούν τρόπους χρήσης του χρόνου. Κι αυτό γιατί η διαχείρισή του προκαλεί αμηχανία στον άνθρωπο, αφού δεν γνωρίζει πώς να αποθηκεύσει ένα αγαθό που του δίνεται δωρεάν αλλά ταυτόχρονα και δεν του ανήκει.

Όσο είμαστε μικροί αναζητούμε την επιτάχυνση του χρόνου, όταν μεγαλώσουμε την επιβράδυνσή του. Ο χρόνος, όμως, είναι σκληρός και δίκαιος απέναντί μας. Έτσι πολλές φορές το δώρο του χρόνου καταντά βάρος, αφού με το πέρασμά του μάς αδυνατίζει και στο τέλος μάς λυγίζει. Γι αυτό κάποιοι θεώρησαν πως ο χρόνος και ο θάνατος είναι συγκάτοικοι και ορίζουν τα ανθρώπινα.

«Ο χρόνος είναι δωρεάν, αλλά είναι ανεκτίμητος. Δεν σου ανήκει, αλλά μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις. Δεν μπορείς να τον αποταμιεύσεις, αλλά μπορείς να τον ξοδέψεις. Και από τη στιγμή που τον χάσεις, δεν μπορείς να τον πάρεις πίσω» (
Harvey Mackay Αμερικανός συγγραφέας)
Ένας από την παρέα των τεσσάρων ηλικιωμένων για να βοηθήσει και τους άλλους να απελευθερωθούν από την λύπη και την κατάθλιψη - εξαιτίας της απουσίας του πέμπτου – πρότεινε να χαρούν την παρούσα στιγμή γιατί όπως είπε «Αυτό που μας ανήκει είναι το τώρα και το εδώ». Βέβαια δεν γνώριζε τη σχετική θεωρία του Αϊνστάιν, αλλά ένιωθε πως ο άνθρωπος ορίζεται απόλυτα από το χώρο και το χρόνο.
Και πριν ανανεώσουν το ραντεβού τους στο σεργιάνι του χρόνου μετά το «επαρήλθεν και ο χρόνος» ο πιο νέος της παρέας τούς θύμισε την προτροπή του Βούδα: 
«Να μη βυθίζεσαι στο παρελθόν, να μην κάνεις όνειρα για το μέλλον, να επικεντρώνεις τη σκέψη σου στην παρούσα στιγμή».
Η αποθέωση του «παροντισμού» (presentism) ως βιοθεωρία ή η αποδοχή μιας πραγματικότητας; Tο παρελθόν και το μέλλον είναι φανταστικές έννοιες. Tο παρελθόν επιβιώνει μέσα από τη μνήμη, ενώ το μέλλον κατανοείται ως μέγεθος μέσα από την ελπίδα. Ο παρoντισμός ως θεωρία αντιμάχεται τη θεωρία της αιωνιότητας “eternalism”.
H παρέα ανανέωσε το ραντεβού για την άλλη ημέρα, αλλά ακόμα στο χώρο δίπλα στο θόρυβο των κυμάτων ηχούσε ακόμα το
«Επαρήλθεν….. και ο χρόνος».
Η παραπάνω ιστορία της παρέας των ενηλίκων είναι πραγματική. Η λογοτεχνική παρέμβαση κρίθηκε αναγκαία για να καταστεί η ιστορία δημοσιεύσιμη.
ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΛΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

27.12.18

Έρωτας και Εργασία = Ευτυχία (Μία δύσκολη εξίσωση) του φιλόλογου Ηλία Γιαννακόπουλου.

Τζων Στιούαρτ Μιλ

«Οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να μεγιστοποιούν την ευτυχία και εσφαλμένες στο βαθμό που τείνουν να προκαλούν ό,τι αντίκειται σε αυτή». (Τζων Στιούαρτ Μιλ) 
Απώτατος στόχος του ανθρώπου – και σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητος – είναι η Ευτυχία. Ως ευτυχία ορίζεται ένα αίσθημα εσωτερικής πληρότητας. Μία πληρότητα που απορρέει από μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας. Είναι, δηλαδή, το αίσθημα της ψυχικής ευφορίας που βιώνει το άτομο στο βαθμό που ικανοποιεί κάποιες βασικές του επιθυμίες και πραγματώνει τους στόχους του. Από ψυχολογικής πλευράς (Φρόϋντ) αισθητοποιεί την ικανότητα του ατόμου να εναρμονίζει τις πιέσεις του ασυνείδητου με τις δεσμεύσεις της συνείδησης (Υπερεγώ) και του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Βέβαια η ευτυχία ως αίσθημα «περισσότερο βιώνεται και λιγότερο ορίζεται». Γι’ αυτό δεν είναι μία μόνιμη κατάσταση αλλά ένα αίσθημα εφήμερο. Όσο κι αν η ευτυχία συνιστά μία υποκειμενική εμπειρία, δεν παύει να διαμορφώνεται κι από εξωτερικούς παράγοντες. Η αναζήτηση εκείνων των παραγόντων που επηρεάζουν την ευτυχία είναι δύσκολη και η επισήμανσή τους προκαλεί αντιτιθέμενες κρίσεις.
 Άλλοι προβάλλουν ως προϋπόθεση της ευτυχίας την υγεία, τον υλικό πλούτο, την αρμονία με τη φύση, την εργασία, την ειρήνη, τη  δημοκρατία ή τις υγιείς ανθρώπινες σχέσεις. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Έρωτας συνιστά μία ακαταμάχητη προϋπόθεση ευτυχίας.


«Ο έρωτας και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο». (Κικέρων)

Καθένας από τη φύση του νιώθει την ανάγκη της αγάπης και της αφοσίωσης είτε ως υποκείμενο είτε ως αντικείμενο. Η συναισθηματική πληρότητα και η ψυχική ευφορία που προκαλούνται από μία συναισθηματική σχέση δημιουργούν μία ψευδαίσθηση ευτυχίας. Κι αυτό γιατί το άτομο, όσο κι αν αισθάνεται ότι αποτελεί το απόλυτο κέντρο του ενδιαφέροντος ενός άλλου εγώ, δεν ορίζει ούτε τα δικά του συναισθήματα ούτε του “άλλου”. Υπόκειται σε μία συναισθηματική εξάρτηση, αφού η αιτία όλων των τυχόν συναισθημάτων με θετικό φορτίο απορρέουν από κάτι εξωγενές. 
Ο άλλος–η συνιστά έναν αστάθμευτο και μη ελέγξιμο παράγοντα. 
O έρωτας κι η ζωγράφος Νικόλαος Γύζης 1868 Δεν μπορούμε, δηλαδή, να ορίσουμε ούτε τη διάρκεια αλλά ούτε και την πρόθεσή του. Ο ερωτευμένος βυθισμένος στην εξουσία των έντονων συναισθημάτων αδυνατεί να προσλάβει ορθολογικά την πραγματικότητα κι αρέσκεται στην “ηδονή” της τυφλής υποταγής στην εξουσία του άλλου. Ενός άλλου–ης που κατά τεκμήριο αποτελεί έναν απροσδιόριστο παράγοντα δημιουργίας ενός μόνιμου συναισθηματικού τοπίου μέσα στο οποίο οι τρόφιμοί του θα γεύονται τους καρπούς της ειλικρινούς αγάπης και της ερωτικής αμοιβαιότητας. 

«Έρως… λυσιμελής….δάμναται νόον και επίφρονα βουλήν» (Ησίοδος) 

Επιπρόσθετα ο ερωτευμένος βιώνει – ασυνείδητα βέβαια – μία
 «τύφλωση» που μπορεί να διεγείρει και να απελευθερώνει τα πιο μύχια κι αυθόρμητα συναισθήματα, ωστόσο ακυρώνει και κάθε λογική επεξεργασία και έλεγχο αυτών. Εξάλλου αποτελεί αξίωμα για την ψυχολογία του ατόμου πως κάθε τι – συναίσθημα, οργή, συμπεριφορά – που δεν συνθέτει αρμονικά τη λογική και το συναίσθημα είναι  προορισμένο να υπακούει στην αρχή της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας (Χάϊζενμπεργκ). 
Με αυτό το δεδομένο, όμως, η ευτυχία δύσκολα μπορεί να πραγματωθεί, αφού από τη φύση της προϋποθέτει κι ένα ελάχιστο πεδίο – όριο σταθερότητας και βεβαιότητας. Το ακανόνιστο (έρωτας) μπορεί να αρέσει αλλά δεν έχει διάρκεια. 
Έρωτας, λοιπόν, και ευτυχία φαίνεται να βαδίζουν παράλληλα αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν μία σχέση εξάρτησης πάνω στην οποία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η ευτυχία. Αυτή μόνο σε καθεστώς ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού ανθοφορεί.  
Ωστόσο οι ερευνητές διατείνονται πως ο καλύτερος τρόπος να μεγιστοποιηθεί η ανθρώπινη ευτυχία είναι να μεγιστοποιηθεί η ανθρώπινη ελευθερία. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει απόλυτη ελευθερία ανάπτυξης της ανθρώπινης φύσης προς πολλές κατευθύνσεις έτσι ώστε το άτομο να ολοκληρώνεται σε όλες του τις υποστάσεις. Ο παράγοντας που συντείνει σε αυτό είναι η εργασία. 
«Διάλεξε ένα επάγγελμα που σου αρέσει και δεν θα ξαναχρειαστεί να δουλέψεις στη ζωή σου» (Κομφούκιος) 
Αυτό συμβαίνει γιατί αυτή, όταν είναι σύμφωνη με τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου, οδηγεί στην τελείωσή του. Ειδικότερα η εργασία επιδρά θετικά σε όλες τις υποστάσεις βοηθώντας έτσι κάθε προσπάθεια για βίωση της ευτυχίας. 
Σε υλικό επίπεδο εξασφαλίζει τους αναγκαίους πόρους για τη βιολογική επιβίωση και την κατάκτηση των προϋποθέσεων για μια ποιότητα ζωής. Αυτό συνιστά την υλική βάση της ευτυχίας γιατί αξιολογικά η επιβίωση – βιολογική ανάπτυξη υπερέχει όλων των άλλων σύμφωνα και με το Λατινικό primum vivere. 
Σε πνευματικό επίπεδο η εργασία απελευθερώνει τη σκέψη, διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες και ενεργοποιεί όλους τους  νοητικούς μηχανισμούς (κρίση, φαντασία, μνήμη, αντίληψη). Και η πιο απλή εργασία προϋποθέτει μία στοιχειώδη πνευματική κατάθεση και εγρήγορση. 
Επιπρόσθετα η εργασία συνιστά τον ουσιαστικότερο παράγοντα κοινωνικοποίησης και με τη συνδρομή της καλλιεργούνται θετικά κοινωνικά συναισθήματα και αξίες, όπως η συλλογικότητα, η συνεργασία, η αλληλοβοήθεια και η συντροφικότητα. Μέσα από την εργασία το άτομο βιώνει το αίσθημα του «ανήκειν», μέσα από αυτό εξασφαλίζεται η κοινωνική αποδοχή και επιβεβαίωση, στοιχεία που τρέφουν και μεγιστοποιούν την ευτυχία σε όλες τις εκφάνσεις της. 
Σημαντική, ωστόσο, είναι η συνεισφορά της εργασίας και στον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης ενός έργου εκδηλώνονται όλες οι δημιουργικές δυνάμεις του κι αυτή η αβίαστη εξωτερίκευση της δημιουργικότητας γεμίζει τον ψυχικό κόσμο με αισθήματα ανακούφισης, αγαλλίασης και πληρότητας. Η διοχέτευση της περίσσειας ενέργειας συνοδεύεται από μία εσωτερική ικανοποίηση που συνιστά τον αναγκαίο όρο της ψυχικής ισορροπίας, ως βασικής προϋπόθεσης της ευτυχίας.
Συμπληρωματικά η εργασία διαπαιδαγωγεί ηθικά το άτομο, το εξανθρωπίζει και το καθιστά ηθικά ελεύθερο, γιατί το θωρακίζει με υπομονή, σεβασμό, ευθύνη και ευσυνειδησία. Το γυμνάζει στην εγκράτεια και στην κοινωνική προσφορά χωρίς τα στοιχεία της ιδιοτέλειας και της υστεροβουλίας. 
Έτσι το άτομο μέσα από την εργασία με υψηλό δείκτη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης πραγματώνει την εσωτερική πληρότητα – αρμονία που συνιστούν και τα σταθερά βάθρα της ευτυχίας. Αισθάνεται ως ένα ελεύθερο και “δρων” υποκείμενο και όχι ως ένα παθητικό εξάρτημα και αντικείμενο εντολών. Στο έργο του ανιχνεύει τη δική του σκέψη και θέληση και επιβεβαιώνεται ως ελεύθερη και αυτόβουλη οντότητα. 
Η συνεξέταση, λοιπόν, του Έρωτα και της Εργασίας ως παραγόντων που ακυρώνουν ή τροφοδοτούν την ευτυχία καταδεικνύει τη δυσκολία του εγχειρήματος για την κατάκτηση – βίωσή της. 

«Οι δυο θεμέλιοι λίθοι της ευτυχίας είναι η αγάπη και η δουλειά» (Φρόιντ) 

Η Ευτυχία του ανθρώπου είναι σαν τους 
ορίζοντες. Απομακρύνεται πάντα, όταν προσπαθούμε να την πλησιάσουμε – κατακτήσουμε. Βρίσκεται πολύ κοντά μας κι εμείς την αναζητούμε σε «τόπους μακρινούς». Ενώ είναι προσωπικό βίωμα την ταυτίζουμε – αναζητούμε στην υποταγή μας στις επιταγές του πλήρους – μάζας. Η ευτυχία είναι ο πλούτος των θετικών συναισθημάτων – σκέψεων και ο άνθρωπος αναλώνεται στη συσσώρευση υλικού πλούτου. Είναι ένας δρόμος που ο καθένας θα διαβεί μόνος του και ας βρίσκονται δίπλα του χιλιάδες άλλοι συνοδοιπόροι. Αυτή, λοιπόν, η ιδιότυπη σχέση ανθρώπου και ευτυχίας επιβάλλει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσπάθεια. Εξάλλου η ευτυχία δεν βρίσκεται υποχρεωτικά στο τέλος του ταξιδιού αλλά είναι το ίδιο το ταξίδι. ΄

«Η ευτυχία είναι πάντα ένας δρόμος αθροιστικός. 
Αθροίζω πνευματικότητα και επιστήμη. 
Αθροίζω διαλογισμό και δράση.             
Αθροίζω λογική και συναίσθημα.             
Αθροίζω αγώνα και αποδοχή.             
Αθροίζω ηθική και κατανόηση».  
(Μπουκάι - Δρόμος της ευτυχίας)
ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ Κ.Ο.Μ.

24.12.18

«Σωκράτης, Χριστός, Γκάντι: Η συνάντηση» Ηλίας Γιαννακόπουλος Φιλόλογος-Συγγραφέας κ.ο.μ.

α. «Κρείττον αδικείσθαι του αδικείν» / «Ει αναγκαίον είη αδικείν ή αδικείσθαι ελοίμην αν αδικείσθαι» (ΣΩΚΡΑΤΗΣ). β. «Εγώ δε λέγω υμίν…. αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα στέψον αυτώ και την άλλην» (ΙΗΣΟΥΣ). γ. «Ο οφθαλμός αντί οφθαλμού, καταλήγει να κάνει όλο τον κόσμον τυφλό»/ «Το να πολεμάς το κακό με κακό δεν βοηθά κανέναν» (ΓΚΑΝΤΙ). Πηγή: pagasitikosnews.com
Σε μια εποχή που η βία και η εκδίκηση – αντεκδίκηση είτε σε διαπροσωπικό – κοινωνικό, είτε σε διεθνές επίπεδο τείνει να λάβει επιδημικές διαστάσεις οι παραπάνω θέσεις φαντάζουν ουτοπικές ή και «συντηρητικές» για κάποιους. Μπορεί σύμφωνα με τον Έριχ Φρομ «η ανθρώπινη ιστορία να άρχισε με μια πράξη βίας» (ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ), αυτό, όμως, δεν καταδίκασε την ανθρωπότητα να υμνολογεί τη βία και τη δύναμη. Μπορεί και η θέση του Μαρξ ως διαπίστωση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» να βοήθησε στην ερμηνεία του ανθρώπινου πολιτισμού (η πάλη των τάξεων), αυτό, όμως, δεν εμπόδισε κάποιους να αντιτάξουν την αγάπη και τη συγχώρεση στο κακό και τη βεβαιότητα. Στην ομάδα αυτών που αρνήθηκαν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και το αρχαίο «αντιπεπονθός» (Ζάλευκος) ανήκουν ο Σωκράτης, ο Χριστός και ο Γκάντι. Και οι τρεις με τη διδασκαλία και τη συμπεριφορά – πράξεις τους διαμόρφωσαν ως ένα βαθμό την ταυτότητα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο δύσμορφος φιλόσοφος, ο ξυλουργός από τη Ναζαρέτ και ο ξυπόλητος Ινδός έμελλε με τις θέσεις τους απέναντι στα «μικρά και μεγάλα» της ανθρώπινης διαδρομής να θεμελιώσουν μια άλλη αντίληψη για τις ανθρώπινες σχέσεις, το δίκαιο, την ηθική, τη δύναμη, την εξουσία, το νόμο και το θείο. Διαφορετικοί άνθρωποι, σε διαφορετικές εποχές βρέθηκαν τόσο κοντά σε κάποια διαχρονικά και θεμελιώδη ζητήματα – ερωτήματα του ανθρώπου και της τέχνης του «συν-κοινωνείν».
α. Οι ομοιότητες 
Η ανίχνευση των κοινών θέσεων των τριών «μεγάλων» της ανθρωπότητας, πέρα από τα μεθοδολογικά προβλήματα που εμπεριέχει, ίσως «σκανδαλίσει» κάποιους στο βαθμό που ο Χριστός ως θεάνθρωπος κρίνεται και συγκρίνεται με δύο ανθρώπους θνητούς. Για λόγους δεοντολογικούς και μεθοδολογικούς ο Χριστός θα λαμβάνεται ως άνθρωπος, αφού με αυτήν την ιδιότητα ήλθε στον κόσμο, γεννήθηκε στη φτωχική φάτνη, δίδαξε, υπέφερε και σταυρώθηκε ως «πάσχων». Βέβαια η εξέταση των κοινών στοιχείων μεταξύ των τριών είναι ευκολότερη και πιο εμφανής μεταξύ του Σωκράτη και του Χριστού. Επειδή το εύρος των κοινών σημείων είναι μεγάλο, η έρευνα θα εστιάσει σε συγκεκριμένες θέσεις. 
Η άρνηση της Βίας 
1. Ο Σωκράτης   
Και οι τρεις ρητά αποκήρυξαν τη βία ως συμπεριφορά και ως τρόπο επίλυσης των διαφορών. Πρώτος χρονολογικά – και όχι κατ’ ανάγκην και αξιολογικά – ο Σωκράτης επέλεξε το «αδικείσθαι» αντί του «αδικείν». Αν και αδικήθηκε από τους δικαστές, δεν δραπέτευσε. Δεν θέλησε στην αδικία να αντιτάξει τη δική του αδικία. Ευθαρσώς διακήρυξε: «Ούτε άρα ανταδικείν δει ούτε κακώς ποιείν ουδένα ανθρώπων, ουδ’ αν οτιούν πάσχη υπ’ αυτών». Ήταν απολύτως ενάντια στην εκδίκηση και σε αυτήν τη θέση έμεινε συνεπής μέχρι το τέλος της ζωής του, διακηρύσσοντας με θάρρος, αυτό που μέχρι σήμερα ακούγεται περίεργο: «Ουδέ αδικούμενον άρα δει ανταδικείν, ως πολλοί οίονται, επειδή γε ουδαμώς δει ανταδικείν» (Ούτε όταν αδικείται κανείς πρέπει να ανταποδίδει το άδικον, όπως πολλοί νομίζουν αφού βέβαια απολύτως δεν πρέπει να αδικεί κανείς). Μέχρι τότε δεν είχε διατυπωθεί τέτοια θέση με τόσο καθαρό τρόπο. Θέση που τρόμαξε τους παραδοσιακούς ηθικολόγους και τη συστημική λογική περί της φύσεως του δικαίου. Κάτι παρόμοιο, βέβαια, εξέφρασε και ο Ισοκράτης «α πάσχοντες υφ’ ετέρων οργίζεσθε, ταύτα τοις άλλοις μη ποιείτε» (Μην κάνετε στους άλλους εκείνα για τα οποία εσείς θυμώνετε όταν τα κάνουν άλλοι σε σας). 
2. Ο Ιησούς 
Σε ανάλογο επίπεδο κινείται και η διδασκαλία του Ιησού που η αγάπη και η άρνηση ανταπόδοσης του κακού και της αδικίας αποτέλεσαν τα βάθρα της ρηξικέλευθης βιοθεωρίας του. Ο Μωσαϊκός νόμος της αντεκδίκησης «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» σωριάστηκε κάτω από το βάρος μιας «ακατανόητης» μέχρι σήμερα για πολλούς θέσης – πρότασης του Χριστού «όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Η ανεξικακία του Ναζωραίου θρυμμάτισε την υποκρισία και την «ανήθικη ηθική» των Φαρισαίων και προβίβασε την αγάπη και τη συγχώρεση σε απόλυτες αξίες.   Ωστόσο η απόλυτη πρόταση του Χριστού ως τρόπος ειρήνευσης των ανθρώπων και κώδικας συμβίωσης είναι το εμβληματικό «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». 
Συνιστά το χρυσό κανόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς με στόχο την αλληλοκατανόηση και την ειρηνική συνύπαρξη. Πάνω σε αυτόν τον χρυσό κανόνα του Ιησού θεμελιώθηκε αιώνες αργότερα από τον Καντ η «κατηγορική προσταγή» (Η Καντιανή ηθική), η οποία ορίζεται ως η ενιαία υποχρέωση που πηγάζει από το αίσθημα και την έννοια του καθήκοντος. Για τον Καντ, δηλαδή, μια συμπεριφορά είναι ηθική στο βαθμό που αν αυτή γινόταν ηθικός νόμος για όλα την ανθρωπότητα (παγκόσμιος) θα είχε θετικά αποτελέσματα. 
3. Ο Γκάντι 
Ο τρίτος της ομάδας, ο Μαχάτμα Γκάντι, είναι αυτός που στον αγώνα του για την ανεξαρτησία της Ινδίας εισήγαγε την πολιτική της μη – βίαιης αντίστασης. Η πολιτική της μη – βίας ή της παθητικής αντίστασης εκφράστηκε ως θέση τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Δέχτηκε επιδράσεις τόσο από το Χριστό όσο κι από τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό. Ο ίδιος ο Ινδός επαναστάτης – φιλόσοφος – διανοούμενος διέγραψε τον όρο παθητική αντίσταση από το λεξιλόγιό του και εισήγαγε το “Satyagraha”. Είναι η φιλοσοφία της μη – βίας. Η λέξη είναι σύνθεση του Satva (αλήθεια) και Agraha (σταθερότητα). Θεωρούσε, δηλαδή, ότι ακόμη και στις επιθέσεις – βία των κατακτητών δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί βία. Αυτό απέβλεπε στο να αναγκάσει τον αντίπαλο να αλλάξει συμπεριφορά και να συνεργαστεί. Τόνιζε πως «αν χρησιμοποιείται βία, αναγκαστικά, ενσωματώνεται μέσα σε αυτή και η αδικία». Βέβαια η Satyagraha βρήκε εφαρμογή τόσο στην πολιτική όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις – διαμάχες. Με τον καιρό η πρόταση της μη – βίας κατέστη κινητήρια δύναμη και ενέπνευσε πολλούς, όπως τον Martin Luther King, τον Μαντέλα κι άλλους «Ξεκίνησα να αποκαλώ το Ινδικό κίνημα Satyagraha, γιατί η Δύναμη γεννιέται από την Αλήθεια και την Αγάπη, τη μη – βία. Έτσι εγκατέλειψα τον όρο ‘’παθητική αντίσταση’’»
β. Ο θάνατος των μεγάλων διανοητών 
Αποτελεί αντιφατικότητα και ιστορική παραδοξότητα οι κήρυκες της μη – βίας και οι υπέρμαχοι της αγάπης και της ειρήνης να πεθαίνουν από μεθόδους βίας. Είναι ένα άλλο κοινό στοιχείο και των τριών ανδρών. Εκείνο, όμως, που ξαφνιάζει – και ίσως διαφοροποιεί κάπως τον Γκάντι από το Σωκράτη και το Χριστό – είναι ο τρόπος που αντιμετώπισαν το τέλος τους, τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Χριστός. Ωστόσο τα κίνητρα όλων αυτών που σχεδίασαν και επέφεραν το θάνατο και των τριών ήταν κοινά. Η αδυναμία των ανθρώπων να βιώσουν την εσωτερική ειρήνη˙ κι όταν αυτή απουσιάζει τότε εξωτερικεύεται ως μίσος και βία προς το συνάνθρωπό μας. Ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο μετά την καταδίκη του σε θάνατο. Η κατηγορία οδήγησε σε μια δίκη, που με τους δικονομικούς όρους της εποχής ερμηνευόταν ως «γραφή ασεβείας». Κατηγορήθηκε, δηλαδή, για αθε'ί'α, για διαφθορά της νεολαίας και για εισαγωγή «καινών δαιμονίων». «Αδικεί Σωκράτης, ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε δαιμόνια καινά εισηγούμενος˙ αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος». 
Βέβαια τους κατήγορους ενόχλησε ο λόγος του φιλοσόφου που λειτουργούσε ως αλογόμυγα στις συντηρητικές και κοιμισμένες συνειδήσεις των Αθηναίων. Παρόμοιους λόγους επικαλέστηκαν και οι εχθροί του Χριστού που στο πρόσωπο του διέβλεψαν τον κίνδυνο της αποκάλυψης της υποκρισίας τους και του ψευδούς προσωπείου τους. 
Φοβήθηκαν έναν ξυλουργό που μέσα από την απλότητα και το κήρυγμα της αγάπης αναδομούσε το αξιακό σύστημα και τους ηθικούς κώδικες της κοινωνίας. Το κατηγορητήριο θεμελιώθηκε πάνω στη φράση του Χριστού «λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν». Επειδή, όμως, αυτό δεν αρκούσε ως κατηγορία, τότε εφεύραν τη ρήση του Χριστού που τον εμφάνιζε ως
«υιόν Θεού» συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας…», ενώ ο όχλος κατευθυνόμενος από τους επιτήδειους έκραζε: «Ημείς νόμον έχομεν και κατά νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι θεού υιόν εαυτόν εποίησε». Το αποτέλεσμα της δίκης γνωστό: «Ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίου ΚΣΤ, 67). Βέβαια, η αιτία ήταν διαφορετική, όπως και της καταδίκης του Σωκράτη. Ο φόβος και η ανασφάλεια απέναντι στον εμπρηστή του Φαρισαϊσμού. «…Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί;…. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται» (Ιωάννη ΙΑ’, 48-50). 
Ωστόσο θύμα της μισαλλοδοξίας και της απουσίας θρησκευτικής ανεκτικότητας έπεσε και ο Ινδός ηγέτης Γκάντι.
Έχασε τη ζωή του από έναν ομόθρησκό του Ινδουιστή, που δεν συγχωρούσε την αναγνώριση των δικαιωμάτων προς τους μουσουλμάνουν. Ο φανατικός ομόθρησκός του Ναθουράμ Γκόντσε πυροβολώντας τον Γκάντι πυροβολούσε την πολιτική του θρησκευτικού κατευνασμού και της μη – βίας. Ο Γκάντι υπήρξε το θύμα ενός μέσου (ΒΙΑ) που το απέρριπτε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ως μέσο επίτευξης πολιτικών στόχων. Ο Σωκράτης και ο Χριστός μπορούσαν να αποφύγουν το θάνατο. Ωστόσο έμειναν πιστοί σε αυτά που δίδασκαν. Υπήρξαν δάσκαλοι με τη ριζική έννοια του όρου. Ο Γκάντι, αν και απέφυγε το θάνατο από τους Άγγλους κατακτητές, έπεσε θύμα ενός ομογενούς – ομόθρησκου στο όνομα της εθνικής και θρησκευτικής καθαρότητας. Αν μπορούσε να αποφύγει τη βία ή την αντι- βία του δολοφόνου του, είναι ένα θεωρητικό πρόβλημα. Ωστόσο πριν δεχτεί τη σφαίρα του Ινδού εθνικιστή είπε «Μερικές φορές μπορεί να χρειαστεί να υποστείς την οργή του αντιπάλου. Με τον τρόπο αυτό θα αποδεχθείς τις επιθέσεις από τον αντίπαλο, ποτέ όμως δε θα προβείς σε αντίποινα». 
γ. Η αμφισβήτηση του Νίτσε 
Ο βίαιος θάνατος είναι η κοινή μοίρα όλων των μεγάλων που τόλμησαν να συγκρουστούν με παραδοσιακές αντιλήψεις και απολιθωμένες ιδεολογίες. Ωστόσο η νίκη στο τέλος τους στεφανώνει με αθάνατη δόξα. «Πρώτα θα σε αγνοήσουν , μετά θα γελάσουν με σένα, μετά θα σε πολεμήσουν, και τότε κέρδισες» (Γκάντι). Ο Σωκράτης, ο Χριστός και ο Γκάντι εμπλούτισαν την ανθρωπότητα με εκείνα τα στοιχεία που είναι συμβατά με θετικές αξίες, όπως: αγάπη, ανεκτικότητα, ειρήνη, συγχώρηση, ανθρωπιά, ηθική…. Αν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές και βάδισαν σε ξεχωριστές διαδρομές, ωστόσο κάπου νοητά συναντήθηκαν. 
Πολεμήθηκαν σφοδρά όσο ζούσαν (γι’ αυτό και θανατώθηκαν) αλλά και μετά το θάνατό τους. Ιδιαίτερα αντικείμενο σφοδρής κριτικής αποτέλεσαν ο Σωκράτης και ο Ιησούς στο βαθμό που η διδασκαλία τους στόχευε στην υπεράσπιση των αδυνάτων. Κύριος εκφραστής αυτής της πολεμικής ο Νίτσε, ο υπέρμαχος της δύναμης, ως βασικού στοιχείου που πυροδοτεί τις διαδικασίες για την εξέλιξη και τον πολιτισμό. Κατηγόρησε σφοδρά και τους δυο για την ακατάσχετη ηθικολογία τους. Κηρύσσοντας τη «θέληση για δύναμη» πίστευε ότι θα απελευθέρωνε το δημιουργικό στοιχείο του ανθρώπινου είδους και ο πολιτισμός θα αποκτούσε άλλη ταχύτητα. Θεωρούσε πως οι άξιοι, δημιουργικοί και οι φυσικοί ηγέτες πρέπει να αισθάνονται ελεύθεροι και αποκομμένοι από τους «δουλικούς ηθικούς κώδικες». Κάπως έτσι προανήγγειλε τον Υπεράνθρωπό του. («Το λυκόφως των ειδώλων»). 
Η βασική κριτική του Νίτσε στο Σωκράτη και στο Χριστιανισμό συμπυκνώνονται στα παρακάτω: α. «Ο Σωκράτης ήταν ο παλιάτσος που κατάφερε να τον πάρουν στα σοβαρά», 
β. «Οι αδύναμοι και οι αποτυχημένοι πρέπει να εκλείψουν. Είναι η πρώτη αρχή της δικής μας αγάπης για τον άνθρωπο», 
γ. «Οι Χριστιανοί κηρύττουν την υπακοή, μα εγώ κηρύττω τη θέληση του λιονταριού. Η θέληση σπάει τα δεσμά, γιατί το θέλω είναι δημιουργώ. Αυτή είναι η διδασκαλία μου». 
Όποιες, όμως, κι αν ήταν οι φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πολιτικές, ηθικές και κοινωνικές αιτιάσεις κατά του ηθικού και κοινωνικού κώδικα αξιών που θεμελίωσαν οι Σωκράτης, Χριστός και Γκάντι, δεν στάθηκαν ικανές να αποδομήσουν το αξιακό οικοδόμημα των τριών μεγάλων ανδρών. Το έργο τους εξακολουθεί να φωτίζει, να εμπνέει, να προβληματίζει και να προκαλεί αμφισβητήσεις. Έζησαν λιτά και δεν επιδίωξαν τον πλούτο. Δίδαξαν τη σεμνότητα και την αληλοκατανόηση και στιγμάτισαν την έπαρση και το φαρισαϊσμό. Λοιδορήθηκαν, θανατώθηκαν αλλά το έργο τους εξακολουθεί να ζει. Παραμένουν ακόμη ενοχλητικοί γιατί οι εχθροί τους πέτυχαν να τους θανατώσουν, όχι όμως και να τους βλάψουν. «Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ου» (Σωκράτης). Πηγή: pagasitikosnews.com
Ένα ακόμη άρθρο του Ηλία Γιαννακόπουλου.

14.12.18

Ζαρατούστρα : Προσταγή δύναμης (Ξαναδιαβάζοντας το Νίτσε) του Ηλία Γιαννακόπουλου φιλόλογου εκ Τρικάλων Θεσσαλίας.

“Μόνος φεύγω τώρα, μαθητές μου! Κι εσείς φύγετε τώρα και να είστε μόνοι. Έτσι θέλω να γίνει. Φύγετε μακριά από μένα και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπείτε γι αυτόν! Ίσως σας εξαπάτησε. Ο άνθρωπος της γνώσης πρέπει όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, πρέπει και να μισεί τους φίλους του. Ντροπιάζει κανείς τον δάσκαλό του όταν μένει για πάντα μόνο μαθητής . . .” (Νίτσε “Τάδε έφη Ζαρατούστρα”).

 Ο Ζαρατούστρα σε μια αποστροφή προς τους μαθητές του χαράζει τα όρια και τους όρους της σχέσης του δασκάλου με τους μαθητές του. Θεωρεί πως η μοναξιά συνιστά το αναγκαίο στοιχείο για την αυτογνωσία και την ανύψωση – τελείωση του ανθρώπου.

“Ολόκληρος ο Ζαρατούστρα είναι ένας διθύραμβος στη Μοναξιά ή, αν έχω γίνει κατανοητός, στην καθαροσύνη . . .”.

Ίσως αυτή η επιθυμία του Ζαρατούστρα για μοναξιά να θυμίζει ανάλογη επιθυμία του Χριστού πριν τη Σταύρωσή του (“Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 13:36 και 16:32”,

 “Ιδού έρχεται ώρα . . . ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε”).


 Όσο κι αν ο Νίτσε διακήρυξε το Θάνατο του Θεού, δεν παύει ωστόσο να επηρεάζεται από κάποιες πτυχές της διδασκαλίας του Ναζωραίου. Φαίνεται πως οι μεγάλοι δάσκαλοι και οι “λυτρωτές” του κόσμου καταφεύγουν στη μοναξιά, γιατί μόνον έτσι μπορούν να νιώσουν τη μοναδικότητά τους μακριά από την πεζότητα και τη ρηχότητα του πλήθους και των μαθητών τους που στο δάσκαλό τους αναζητούν το πρότυπο για να θεμελιώσουν την πίστη τους. 
Γι αυτό ο Ζαρατούστρα εντοπίζοντας τη βασική αιτία που ωθεί τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους στην αναζήτηση – μίμηση προτύπου, τους απομακρύνει. Γνωρίζει πολύ καλά πως η ανάγκη δόμησης προσωπικής ταυτότητας σε συνδυασμό με την αίσθηση μιας εσωτερικής κενότητας – αδυναμίας, συνιστά την κατεξοχήν αιτία προσκόλλησης σε ένα πρόσωπο – πρότυπο. Συμπληρωματικά προς αυτό ο χαμηλός δείκτης αυτοεκτίμησης και η ανάγκη κοινωνικής αποδοχής συνυφαίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο επωάζεται η άκριτη μίμηση των προτύπων.


“Ψάχνεις οπαδούς; - ψάξε μηδενικά!”. 

Πιστός σε αυτή του τη θέση ο Ζαρατούστρα (Νίτσε) διώχνει από κοντά του τους μαθητές του. Δεν θέλει, δηλαδή, να γίνει αντικείμενο άγονης μίμησης και μιας αδιέξοδης λατρείας. Κι αυτό γιατί πιστεύει πως η άγονη ταύτιση και η προσήλωση στο πρόσωπο – πρότυπο αλλοτριώνει το υποκείμενο, εξοστρακίζει την αυθεντικότητά του, αλλοιώνει τα συναισθήματά του και απενεργοποιεί κάθε μηχανισμό δόμησης μια αυτεξούσιας και ελεύθερης προσωπικότητας. Η μίμηση – προσωπολατρία δημιουργεί πνευματικά ανδράποδα και εξαρτημένες συμπεριφορές. Παθητικοποιεί, ποδηγετεί και διαβρώνει κάθε στοιχείο διαφορετικότητας. 
Συνάμα η άγονη μίμηση κτίζει “πιστούς” και όχι σκεπτόμενους δημιουργούς. Θρυμματίζει την ατομικότητα και ευνοεί τον άγονο ομοιομορφισμό που χαρακτηρίζει άτομα δειλά που αναζητούν την ασφάλειά τους στην αγέλη και στην υπακοή στο πρόσωπο – δύναμη. “Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος”. 


“Είστε οι πιστοί μου, αλλά πόση σημασία έχουν γενικά οι πιστοί! Δεν είχατε αναζητήσει ακόμα τον εαυτό σας . . . ”.

 Ιδού, λοιπόν, η αιτία της εθελοδουλείας και της απότοκης ηθικής εξαχρείωσης – χειραγώγησης του ανθρώπου. Η απουσία θέλησης, η έλλειψη δύναμης, ο φόβος της ευθύνης και η άρνηση του εαυτού μας. Η υπέρβαση όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θέλησή μας να είμαστε ο εαυτός μας:

“Το να μη θέλεις να είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι, ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν ούτε στον αιώνα τον άπαντα . . . Όχι απλώς να υπομένεις το αναγκαίο . . . αλλά να το αγαπάς” (Νίτσε). 

Η ανακάλυψη του εαυτού μας και η εμπιστοσύνη στη δύναμή μας αποτελεί την αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την αυτοπραγμάτωσή μας αλλά και για γόνιμη και δημιουργική σχέση με τους συνανθρώπους, τους ηγέτες και τους δασκάλους μας. Γιατί μόνον έτσι θα βοηθήσουμε τον εαυτό μας και θα μπορούμε να διακρίνουμε την αιτία από το αποτέλεσμα.


 “Τώρα σας καλώ να με εγκαταλείψετε και να βρείτε τον εαυτό σας και μόνον όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ΄ εσάς . . .” (Ζαρατούστρα)

 Αλήθεια, πόση δύναμη χρειάζεται ο μαθητής να απαρνηθεί το δάσκαλό του και ο πιστός το σωτήρα του; Πόσο αναγκαίο κρίνεται και για το άτομο – μαθητή και για το δάσκαλο – πρότυπο; Βέβαια την “απάρνηση” του Ζαρατούστρα δεν πρέπει να τη συγχέουμε με αυτήν του Πέτρου, το μαθητή του Ιησού για τον οποίο είπε:

 “Αμήν, αμήν λέγω σοι, ου μη αλέκτωρ φωνήσει έως ου απαρνήση με τρις”. 

Η απαίτηση του Ζαρατούστρα για αποκαθήλωσή του εδράζεται στη θέση του πως η αποκόλληση του μαθητή από το δάσκαλο – πρότυπό του συνιστά μία αναγκαία διαδικασία για την ωρίμανση και τη βίωση της δύναμής του:

“κάθε δάσκαλος δεν έχει πάνω από έναν μαθητή, κι αυτός ο μαθητής γίνεται άπιστος στο δάσκαλό του, αφού είναι προορισμένος να γίνει κι ο ίδιος δάσκαλος”. 

Η πρώτη “απάρνηση” (Πέτρος) συμβολίζει την ανθρώπινη δειλία – αδυναμία, ενώ η δεύτερη (μαθητή Ζαρατούστρα) μία φυσική αναγκαιότητα. Κάθε άρνηση, λοιπόν, του δασκάλου – αυθεντία προετοιμάζει το δρόμο για την αυτογνωσία και την εσωτερική ελευθερία. Γιατί όσο ο μαθητής – άνθρωπος είναι προσκολλημένος στο δάσκαλο – ηγέτη πρότυπό του τόσο απομακρύνεται από τη δυνατότητα να γνωρίσει τα όριά του και να σμιλεύσει τη δύναμή του για δημιουργία. Το “Γνώθι σαυτόν” και το “εδιζησάμην εμεωυτόν” (Ηράκλειτος) συναντά την προσταγή του Ζαρατούστρα “να βρείτε τον εαυτό σας”. κι αυτό θα επιτευχθεί όχι για λόγους εγωκεντρισμού ή μιας αδιέξοδης οίησης, αλλά για να καταστεί δυνατή η γνώση των ικανοτήτων μας και η χάραξη μιας άλλης προοπτικής για τον κόσμο. Διαφορετικά θα δικαιωθεί η θέση της βίβλου πως 

“αν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, θα ακολουθήσεις το δρόμο του κοπαδιού”. 

Στην τυφλή υπακοή και στην άγονη συμμόρφωση στις παραδοσιακές αξίες (ηθικές . . .) ο Νίτσε αντιτείνει τον Υπεράνθρωπο, το σύμβολο της δύναμης που καταφάσκει τη ζωή και οδεύει σε απάτητους δρόμους για την πραγμάτωση των δυνατοτήτων που πολλές φορές δεν τις γνωρίζουμε. Ο Υπεράνθρωπος συνθέτει το “Είναι” με το “Γίγνεσθαι”, το Διονυσιακό πνεύμα με το Απολλώνειο. Η σύνθεση του πραγματικού με το μεταφυσικό. Η δικαίωση του Ηράκλειτου για την αφανή “παλύντροπο αρμονία” του κόσμου. 
Αν οι εξουσίες της κάθε εποχής (πολιτικοί, αυθεντίες . . .) ερμηνεύουν ως αλήθεια ό,τι τους κάνει δυνατούς, τότε και εμείς πρέπει να αντιτάξουμε τη δική μας δύναμη που θα ανατρέψει την υποκρισία και τα ψεύδη των αιώνων. 
“Διότι, όταν η αλήθεια έρθει σε σύγκρουση με τα ψεύδη των χιλιετιών, θα προκληθούν δονήσεις, έξαρση σεισμών, μετατόπιση των βουνών και των κοιλάδων, που όμοιές της δεν έχουμε φανταστεί ποτέ” (Νίτσε)
Αντικλείδι, Ζαρατούστρα : Προσταγή δύναμης (Ξαναδιαβάζοντας το Νίτσε)