Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

14.2.20

ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΚΑΙ Η ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ… του Ηλία Γιαννακόπουλου





1.       «Πάλιν δε του Ξέρξου γράψαντος «Πέμψον τα όπλα», αντέγραψε «μολών λαβέ». (Πλούταρχος).

2.                  «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών». (Αισχύλος).
Υπάρχουν ιστορικά γεγονότα που είχαν την τύχη να καταγραφούν στη μνήμη μας με μία αποφθεγματική φράση. Αυτό βοήθησε πολύ να διατηρηθεί στο εθνικό μας υποσυνείδητο το μεγαλείο της θυσίας των Ελλήνων και ο ηρωισμός τους όταν απειλήθηκε η ελευθερία τους. Ωστόσο οι αποφθεγματικές αυτές φράσεις σκίασαν τα ίδια τα γεγονότα, αφού οι «αναγνώστες» της ιστορίας αρκούνται στην επιφάνεια των γεγονότων και αρέσκονται στις ηχηρές φράσεις.

Τα 2.500 χρόνια από τη μάχη των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) εκτός από τον πανηγυρικό χαρακτήρα των επετειακών εκδηλώσεων που μάς προτρέπουν να στοχαστούμε το μέγεθος της προσφοράς τους όχι μόνο για τον Ελληνισμό αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο. Οι Θερμοπύλες, η ναυμαχία της Σαλαμίνας και φυσικά η μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) κρίνονται από τους ιστορικούς όχι για αυτό που πέτυχαν αλλά από το ποια θα ήταν η μορφή του ελεύθερου κόσμου, αν είχαν κερδίσει οι Πέρσες.

Νίκες - προσφορά στην ανθρωπότητα

«Η μάχη του Μαραθώνα (και φυσικά οι Θερμοπύλες και η ναυμαχία της Σαλαμίνας) αποτελεί μία συνολική ανατροπή της παγκόσμιας ιστορίας, αποτελεί μία νίκη έξω από το μέτρο του εφικτού και σε ένα από τα ζωντανότερα ανά τους αιώνες παραδείγματα επικράτησης του ιδανικού της ελευθερίας ενάντια στην ισχύ των όπλων και της λογικής» (Δημοσίευμα)

Η αξία, δηλαδή, των παραπάνω μαχών απορρέει από το γεγονός της διαφύλαξης του δικαιώματος των Ελλήνων να ορίζουν αυτοί μέσα σε κλίμα προσωπικής και Εθνικής Ελευθερίας την πορεία τους. Οι Έλληνες υπεράσπισαν το δικαίωμα στην αυτονομίααυτάρκεια και ελευθερία που ιστορικά αποτέλεσαν τις κυρίαρχες επιδιώξεις της αρχαίας πόλης – κράτους. Τα αγαθά αυτά λειτούργησαν ως θερμοκήπιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν η φιλοσοφία, η δημοκρατία και άνθισαν οι Τέχνες και τα γράμματα.

Τυχόν νίκη των Περσών θα ακύρωνε όλα τα παραπάνω και θα βύθιζε την Ελλάδα αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη στο σκότος του ασιατικού δεσποτισμούΗ ελευθεροφροσύνη των Ελλήνων κατέδειξε την ανωτερότητα του πνεύματος απέναντι στην ύλη αλλά και την υπεροχή και το μεγαλείο της γενναιότητας και του ατομικού ηρωισμού απέναντι στη δύναμη των όπλων.


«Τίποτα από αυτά που είμαστε, είναι δυνατά χωρίς τους Έλληνες, που ήταν, και σε ένα βαθμό όπως είναι τώρα και οι άλλοι δεν το καταλάβαιναν αυτό. Δεν ξέρω γιατί. Μια μέρα, κάποιος που δεν θαυμάζω πολύ, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν είπε ότι η θέση του Πλάτωνα δεν είναι στη δεύτερη εθνική. Πιστεύω για μια φορά είχε δίκαιο» (Γιούνκερ, πρώην πρόεδρος της Κομισιόν)

Η ανθρωπότητα διδάχτηκε και γαλουχήθηκε μέσα στην πνευματική και πολιτική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων που μέσα από το δικαίωμα του «ελευθέρως ζην» παρήγαγαν πολιτισμό με διαχρονικές αντοχές και πανανθρώπινο περιεχόμενο: Πολιτισμό που πρόβαλλε ως αξία όχι το μεμονωμένο και εγωπαθές άτομο αλλά τον κοινωνικό άνθρωπο που γνώριζε να διαφυλάττει τη μοναδικότητά του διακονώντας το γενικό συμφέρον. Για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν κατανοητό και επιτρεπτό ο άνθρωπος να βρίσκεται έξω και πάνω από την πόλη.

Ο ηρωισμός στη μάχη και η πολιτική παιδεία

Ωστόσο θα αδικούσε την ιστορική μνήμη των γεγονότων αυτών αν έλειπε η αναφορά σε εκείνο το στοιχείο που όπλιζε με θάρρος τους αρχαίους Έλληνες όταν κάποιος απειλούσε την ελευθερία του και την πόλη του. Κι αυτό το στοιχείο δεν είναι άλλο παρά ο στενός δεσμός του Πολίτη προς την πόλη του. Αυτός ο δεσμός προσέδιδε περιεχόμενο και νόημα στην πολιτική ως μια διαδικασία που το «ίδιον» (προσωπικό) βρισκόταν σε μία διαλεκτική σχέση (αλληλοτροφοδότηση) με το «κοινό» (γενικό).

«Ου γαρ ωλιγώρουν των κοινών, ουδ’ απέλαυον μεν ως ιδίων, ημέλουν δ’ ως αλλοτρίων, αλλ’ εκήδοντο μεν ως οικείων» (γιατί δεν έδειχναν αδιαφορία για τα κοινά, δεν τα εκμεταλλεύονταν σαν να ήταν προσωπικό τους βιός αδιαφορώντας σύγκαιρα για αυτά, σαν να ήταν ξένα. Αντίθετα τα νοιάζονταν πολύ, σαν να ήταν δικό τους χτήμα) (Ισοκράτης, «Πανηγυρικός»).

Ο ατομικός ηρωισμός και η θυσία για την πατρίδα πήγαζαν από αυτήν την πολιτική παιδεία που διαπαιδαγωγούσε τον πολίτη καθημερινά στην κατεύθυνση πως η ευτυχία δεν βρίσκεται στα πλούτη αλλά σε εκείνα που θα του χάριζαν υστεροφημία και «τοις παισί μεγίστην δόξαν καταλείψειν». Για τους αρχαίους Έλληνες το αίσθημα της ντροπής είχε συνδεθεί με το κακό προς την πόλη τους «μάλλον δ’ ησχύνοντ’ επί τοις κοινοίς αμαρτήμασιν».

Τα παραπάνω δεν καταδεικνύουν μόνον την ηθική γυμνότητα κάποιων σημερινών πολιτικών ταγών αλλά ερμηνεύουν με ενάργεια και την εμμονή του Λεωνίδα να σκοτωθεί στο πεδίον της μάχης παρά να ντροπιαστεί για φυγομαχία «αυτώ δε και Σπαρτιητέων τοίσι παρέουσι ουκ έχειν ευπρεπέως εκλιπείν την τάξιν ες την ήλθον φυλάξοντες αρχήν» ή «αυτώ δε απιέναι ου καλώς έχειν» (αλλά γι αυτόν και τους Σπαρτιάτες που ήσαν εκεί θα ήταν ατιμωτικό να εγκαταλείψουν τη θέση, που είχαν έρθει να φρουρήσουν» / έκρινε πως ήταν ατιμωτικό να φύγει ο ίδιος) (Ηρόδοτος).

Η πολιτική ως διακονία του κοινού καλού

Ο ηρωισμός, λοιπόν, στο Πεδίο της μάχης ήταν η αντανάκλαση της καθημερινότητας του πολίτη αλλά και του περιεχομένου της πολιτικής. Σίγουρα και τότε υπήρχαν οι λαϊκιστές και πολλές φορές οι έντονες πολιτικές συγκρούσεις. Θα ήταν λάθος στο όνομα των επετειακών εκδηλώσεων να αποσιωπηθούν κάποια γεγονότα. Ωστόσο η κανονικότητα της πολιτικής κουλτούρας ήταν η υπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Σχετικά ο Ισοκράτης επισημαίνει στον «Πανηγυρικό» του ( §§ 79-80).

«Ούτω δε πολιτικής είχον, ώστε και τας στάσεις εποιούντο προς αλλήλους, ουχ οπότεροι τους ετέρους απολέσαντες των λοιπών άρξουσιν, αλλ’ οπότεροι φθήσονται την πόλιν αγαθόν τι ποιήσαντες και τας εταιρείας συνήγον ουχ υπέρ των ιδία συμφερόντων αλλ΄επί τη του πλήθους ωφελείαν». (και είχαν τέτοια πολιτική συνείδηση, ώστε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα στόχευε όχι βέβαια στην εξόντωση του άλλου……. αλλά ποιος θα πρωτοπροσφέρει τις υπηρεσίες του στην πόλη. Και τα πολιτικά τους κόμματα δεν απέβλεπαν σε κομματικά οφέλη αλλά εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα του συνόλου.

Όσο κι αν η παραπάνω περιγραφή εξιδανικεύει κάπως την πολιτική ζωή της αρχαίας πόλης - κράτους (και ιδιαίτερα της Αθήνας), δεν παύει να αποτελεί μέτρο σύγκρισης με την πολιτική του σήμερα. Για αυτό τις μεγάλες νίκες στο Πεδίο των μαχών δεν πρέπει να τις ερμηνεύουμε μόνο με κριτήρια ανθρωπογεωγραφίας των πρωταγωνιστών (Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Θεμιστοκλής) αλλά εντάσσοντας αυτές στη μεγάλη εικόνα της οργανωμένης πόλης-κράτους.

Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι κομματικές αντιπαλότητες και οι ιδεολογικές διενέξεις θα πρέπει να εντάσσονται σε ένα πλαίσιο προσφοράς στο κοινό καλό και όχι στη λογική του προσπορισμού κομματικού ή υλικού κέρδους. Άλλο πολιτικός αντίλογος και άλλο εξόντωση του αντιπάλου στο όνομα του λαού (Λαϊκισμός). Πλήρης αντίθεση με αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν πολιτική «ου γαρ εμπορίαν αλλά λειτουργίαν ενόμιζον είναι την των κοινών επιμέλειαν» (Ισοκράτης).

Ο πατριωτισμός του Αριστείδη

Εκείνο, όμως, το γεγονός που φωτίζει και ερμηνεύει τη δόξα και το αδούλωτο φρόνημα των Ελλήνων στον αγώνα κατά των «βαρβάρων» είναι η συνάντηση του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή λίγο πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και σε όσα είπε ο Αριστείδης στον πολιτικό του αντίπαλο.


«Ημέας στασιάζειν χρεόν εστι εν τω άλλω καιρώ και δη και εν τώδε περί του οκότερος ημέων πλέω την πατρίδα εργάσεται» (εμείς έχουμε χρέος να συγκρουόμαστε και σε κάθε άλλη κρίσιμη ώρα και περισσότερο τώρα για το ποιος από τους δυό μας θα προσφέρει τις πολυτιμότερες υπηρεσίες στην πατρίδα). (Ηρόδοτος).

Χρήσιμα άρθρα


1.       «Πολιτικοί και εθνικό συμφέρον» Ηλίας Γιαννακόπουλος (Διαδικτυακό άρθρο)
2.       «Οι εθνικές ιαχές: Λέξεις σαλπίσματα» Ηλίας Γιαννακόπουλος (Διαδικτυακό άρθρο)


3.       «Πόλη είναι οι πολίτες της» Ηλίας Γιαννακόπουλος. (Διαδικτυακό άρθρο)

11.2.20

«ΤΙ ‘Ν’ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΤΟ ΛΈΜΕ ΑΓΑΠΗ» Ηλίας Γιαννακόπουλος.

«Αγάπη δεν είναι να κοιτάζει ο ένας τον άλλο˙ αγάπη είναι να κοιτάζουν και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση» (Μπουσκάλια).

             Κάθε προσπάθεια ορισμού ή έστω μιας εννοιολογικής προσέγγισης της έννοιας αγάπη προσκρούει πάντα στις πολλαπλές αποχρώσεις της που αφορούν το βαθύτερο περιεχόμενό της, τη διάρκειά της, την έντασή της και το αντικείμενο. Η δυσκολία του ορισμού δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι συνιστά μια αφηρημένη έννοια αλλά κι από τη διαπίστωση ότι είναι ένα συναίσθημα που από τη φύση του είναι υποκειμενικό, και γι’ αυτό επιδέχεται πολλές κι αντιτιθέμενες ερμηνείες.

Η έννοια

            Διαφορετικά την προσεγγίζουν οι βιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες….. υπάρχουν κι εκείνοι που αδυνατούν να διακρίνουν τις διαφορές και τα όρια ανάμεσα στην αγάπη και στον έρωτα. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από τα θυελλώδη συναισθήματα, ενώ η αγάπη από τον ειρηνικό της χαρακτήρα. Στον έρωτα κυριαρχεί ένας παραλογισμός κι ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα που πυροδοτεί τον ψυχικό κόσμο. Στόχος του η ένωση δύο ατόμων με προορισμό την ερωτική ικανοποίηση. Αντίθετα, στην αγάπη κυριαρχεί η σωφροσύνη που αποτελεί και το βάθρο μιας υγιούς ανθρώπινης σχέσης με εσωτερικό περιεχόμενο και διάρκεια.

             Έτσι, έχουμε την μητρική αγάπη, την ερωτική, την υπερβατική αγάπη προς το θείο, τη φιλική, αδελφική, πατριωτική, την αγνή, την άδολη, τη φλογερή ή την αρρωστημένη. Κάποιοι πολιτισμοί έχουν δέκα ή και περισσότερες λέξεις για να αποδώσουν τις διάφορες μορφές της αγάπης. Γιατί, όμως, να ορίσουμε την έννοια της αγάπης όταν μπορούμε να τη νιώσουμε«Μήπως όλες οι μορφές αγάπης είναι βασικά ένα πράγμα, οπότε η αγάπη, στις πάμπολλες και πολυποίκιλες εκδηλώσεις της, είναι τελικά η μοναδική πραγματικότητα;» (Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’).

            Σχετικά με το αντικείμενο της αγάπης μας από τον Φρόιντ αρχικά κι από άλλους αργότερα επισημάνθηκαν τα εξής: α. Συνήθως αγαπάμε εκείνο το πρόσωπο, την ιδιότητα ή συμπεριφορά που ομοιάζει με τη δική μας. Στο πρόσωπο του άλλου βλέπουμε το δικό μας Εγώ. Άρα, στην περίπτωση αυτή στην ουσία δεν «αγαπάμε» τον άλλο αλλά ασυνείδητα το δικό μας Εγώ. Εδώ υπολανθάνει μια μορφή «αθώου» ναρκισσισμούβ. Ο άνθρωπος αρέσκεται να πλάθει την ιδανική μορφή – εικόνα του Εγώ του. Αυτή η εξιδανικευμένη μορφή εμπεριέχει όλα τα θετικά και επιθυμητά στοιχεία του Εγώ. Όταν αυτό το εξιδανικευμένο πρότυπο το βλέπουμε σε ένα άλλο πρόσωπο – Εγώ τότε αμέσως το πρόσωπο αυτό καθίσταται αντικείμενο αγάπης.

Οι προϋποθέσεις τις αγάπης

            «Αγαπά κανείς το αντικείμενό του γιατί βρίσκει σ’ αυτό την τελειότητα που επεδίωκε για το δικό του Εγώ, και προσπαθεί να την εξασφαλίσει με αυτόν τον πλάγιο τρόπο για να ικανοποιήσει το ναρκισσισμό του» (Φρόιντ «Ψυχολογία των μαζών κι ανάλυση του Εγώ»).

            Κατά καιρούς πολλοί μελετητές του κορυφαίου αυτού συναισθήματος, της αγάπης, αναλώθηκαν στην καταγραφή των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη βίωσή της. Προϋποθέσεις που υπερβαίνουν τις απλές συνταγές και εισχωρούν στη βαθύτερη δομή του ανθρώπινου ψυχισμού. Κάθε πρόταση – προϋπόθεση, όμως, της αγάπης πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την ελευθερία ως του κατεξοχήν στοιχείου που διέπει το βαθύτερο πυρήνα της. «Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται˙ γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη» (Χαλίλ Γκιμπράν, «Ο προφήτης»).

            Ο Έριχ Φρομ στο εμβληματικό του έργο «Η Τέχνη της Αγάπης θεωρεί πως «να αγαπάς προϋποθέτει το άτομο να έχει ξεπεράσει τη ναρκισσιστική παντοδυναμία». Αυτή η πρόταση υποδηλώνει και αισθητοποιεί πως η προσφορά αγάπης προϋποθέτει τον απεγκλωβισμό του υποκειμένου από τα δεσμά του ναρκισσισμού. Κι αυτό γιατί η αυτάρκεια και η δύναμη που γεννά ο ναρκισσισμός αναστέλλει κάθε εκδήλωση αγάπης προς τους άλλους. Ο ναρκισσιστής θαμπώνεται από το φωτεινό είδωλο του Εγώ του και αρκείται στην επιβεβαίωσή του μέσα από τον αυτοθαυμασμό του.

            Επιπρόσθετα, η «ναρκισσιστική παντοδυναμία» κάνει το άτομο εγωιστικό και το υποχρεώνει να αναζητά την ευτυχία του όχι στην προσφορά προς τους άλλους αλλά στην αποδοχή του θαυμασμού από τους άλλους. Η προσφορά αγάπης, όμως, προϋποθέτει μετριοφροσύνη, αλτρουισμό και εσωτερική σεμνότητα. Αυτός που αγαπά νιώθει λίγο αδύναμος κι ανασφαλής γι’ αυτό και προσφέρει αγάπη με την ελπίδα της ανταπόκρισης. Η ταπεινοφροσύνη καθιστά το υποκείμενο της αγάπης συγκαταβατικό και ανεκτικό.

            Επομένως, η αγάπη προϋποθέτει την απεξάρτηση του ατόμου από την οίηση της παντοδυναμίας του Εγώ και την αναζήτηση της χαράς και της εσωτερικής πληρότητας στην ταπεινότητα και στην ομολογία της αδυναμίας.

            Σε ένα άλλο επίπεδο ο Έριχ Φρομ θέτει ως προϋπόθεση της αγάπης το σεβασμό, που «δεν είναι φόβος ή δέος, αλλά σημαίνει την ικανότητα να βλέπεις ένα άτομο όπως είναι και να έχεις επίγνωση της μοναδικής του ατομικότητας». Αυτό σημαίνει πως το υποκείμενο της αγάπης έχει την ικανότητα να βλέπει το πρόσωπο – αντικείμενο της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι όπως αυτό (υποκείμενο) θα ήθελε να είναι. Ο σεβασμός, δηλαδή, απομακρύνει κάθε υποκειμενική θεώρηση του άλλου και θρυμματίζει κάθε εγωιστική συμπεριφορά.

            Ο σεβασμός, επίσης, βοηθά να αναγνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες του διπλανού μας και να τον αντιμετωπίζουμε ως μια μοναδική κι ανεπανάληπτη οντότητα. Η αποδοχή του άλλου ως μιας αυτόβουλης ατομικότητας συντελεί στην καλλιέργεια κι ανάδειξη θετικών στοιχείων και κυρίως του ανθρωπισμού και της αρετής της ανεκτικότητας. Έτσι, περιορίζεται η έμφυτη τάση του ανθρώπου να βλέπει αλλά και να θέλει όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν ή στην καλύτερη περίπτωση να «συμμορφώνονται» προς τις δικές του ιδιαιτερότητες.

Αγάπη χωρίς ανταλλάγματα

            Συναφές προς τα παραπάνω είναι και η αποδοχή της ατομικότητας του άλλου ως αφετηρία για την οικοδόμηση σχέσεων πάνω στην αρχή της αμοιβαιότητας και της δημιουργικής συμβίωσης. Προκειμένου δε για την αγάπη ο σεβασμός διασώζει το υποκείμενο από την τάση για απόλυτη κτήση – εξουσία πάνω σε εκείνο το πρόσωπο που διεκδικεί μερίδιο από τα αισθήματά μας. Όσο κι αν η αγάπη είναι εν μέρει δεσποτική και κτητική, ο σεβασμός ισορροπεί τις αντιφατικές διαθέσεις των υποκειμένων της αγάπης (επιθυμία να κυριαρχούν και να εξουσιάζονται) και διασώζει τελικά την αξιοπρέπεια αλλά και την ελευθερία τους.

            Από μια άλλη σκοπιά ο Μπουσκάλια τονίζει πως η πραγματική αγάπη είναι αυτή που δεν αναμένει ανταλλάγματα «Είναι αγάπη μόνον όταν προσφέρεται χωρίς προσμονή ανταλλαγμάτων… Δεν μπορείς να επιμένεις να σ’ αγαπήσει κάποιος, να σου ανταποδώσει την αγάπη». Αυτό σημαίνει απαλλαγή από την προσδοκία της ανταπόδοσης, γιατί κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται τα συναισθήματα των άλλων. Η μόνη εγγύηση για την αληθινή αγάπη είναι η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας (αυτογνωσία).

            Η απελευθέρωση, λοιπόν, από την επιθυμία – απαίτηση έναντι των άλλων συνιστά μια ακόμη προϋπόθεση της αληθινής αγάπης, γιατί οι άλλοι μπορούν να δώσουν μόνο όσα αυτοί νιώθουν και όχι όσα εμείς έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό, λοιπόν, χωρίς ιδιοτέλεια και υστεροβουλία «την αγάπη τη μοιραζόμαστε με τους άλλους. Ποιο σκοπό θα είχε η γνώση αν δεν την προσφέραμε στους σπουδαστές; Ποιο νόημα θα είχε η ομορφιά που δεν θα γινόταν εμπειρία και βίωμα όλων;» (Μπουσκάλια).

Ο Φρόιντ για την χριστιανική αγάπη

            Θα ήταν, ωστόσο, παράλειψη αν σε όλα τα παραπάνω δεν παρουσιάζαμε την αιρετική άποψη του Φρόιντ σχετικά με τη Χριστιανική επιταγή «να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Θεωρεί μια τέτοια αγάπη αθέμιτη κι ανώφελη και ίσως – ίσως «αδικία» προς αυτούς που πραγματικά αξίζουν την αγάπη του υποκειμένου «Γιατί να το κάνουμε αυτό; Σε τι θα μας βοηθήσει; Πώς μας είναι δυνατό; Η αγάπη μου είναι κάτι πολύτιμο για μένα που δεν μπορώ να το σκορπάω χωρίς να δίνω λόγο…. Για να αγαπώ κάποιον άλλο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να το αξίζει…. Κάνω μάλιστα αδικία, γιατί η αγάπη μου θα κριθεί από όλους τους δικούς μου σαν προτίμηση˙ είναι αδικία απέναντί τους που τοποθετώ τον ξένο στην ίδια θέση με αυτούς…. Προς τι μια τόσο επίσημα εμφανιζόμενη εντολή, αφού η εκτέλεσή της δεν μπορεί να συστηθεί σα λογική;» (Φρόιντ, «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).

            Την πλήρη αντίθεση του προς τη Χριστιανική αγάπη ο Φρόιντ την θεμελιώνει στον παραλογισμό που αυτή κρύβει «Υπάρχει μια δεύτερη εντολή που μου φαίνεται πιο ακατάληπτη και ξεσηκώνει μέσα μου ισχυρότερη αντίσταση. Αυτή λέει: Αγάπα τους εχθρούς σου… Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό είναι μια περίπτωση παρόμοια με το Gredo quia absurdum». Υπέρμαχος της θέσης του Χομπς «Homo homini lupus» ο Φρόιντ είναι αντίθετος στο κάλεσμα για αγάπη – ιδιαίτερα προς τον εχθρό μας - , αφού κάτι τέτοιο είναι μη εφικτό αλλά και αθέμιτο.

            Ωστόσο, ο φιλόσοφος – ποιητής Σίλλερ επισημαίνει με έμφαση πως «η πείνα και η αγάπη στηρίζουν το μηχανισμό του κόσμου». Η πείνα αφορά την ικανοποίηση αναγκών για την υλική επιβίωση και συντήρηση του ατόμου. Η αγάπη στρέφεται στο αντικείμενο και διευκολύνει τη συνύπαρξη των ανθρώπων με στόχο τη διατήρηση του είδους.
Ο Ύμνος της Αγάπης


            Την απάντηση στις ενστάσεις του Φρόιντ δίνει ο Απ. Παύλος με τον Ύμνο της Αγάπης που συνιστά την ουσία της Χριστιανικής Θρησκείας και της διδασκαλίας του Ναζωραίου. «Εαν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον…..αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι….. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, ….. ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν… πάντα στέγει… πάντα υπομένει… νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα˙ μείζων δε τούτων η αγάπη» (Απ. Παύλου, Επιστολή Α’ Προς Κορινθίους, ιγ).

             Αγάπη, επομένως, χωρίς «όρους και όρια» προς όλους και προς τον εαυτό μας, γιατί μόνον έτσι θα εξανθρωπίσουμε τον κόσμο και θα λυτρώσουμε τον ψυχισμό μας κόσμο από το φθόνο και το φόβο των άλλων.

            «Εκείνη η αγάπη είναι μεγάλη, όταν φέρνει μέσα μας, τέτοιες αλλαγές όσες δεν έφεραν όλες οι επαναστάσεις του κόσμου».
Κοινή χρήση  

6.2.20

''Λάθε Βιώσας'' ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ένας Τρικαλινός φιλόσοφος του σήμερα μας μιλάει για έναν φιλόσοφο του χθες, για τον Επίκουρο και την Επικούρεια φιλοσοφία. Απολαύστε τον.

«Είναι ορθό, λοιπόν, για έναν άνθρωπο να μελετά εκείνα που αποφέρουν ευτυχία, αφού, όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, κι όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε» (Επίκουρος)
Στις μέρες μας και στον αστερισμό του Facebook, του Istangram και του Twitter η ευτυχία και η αυτοεπιβεβαίωση είναι συνάρτηση των Like και των Followers.
Η υπερέκθεση της προσωπικής μας ζωής και η δημοσιοποίηση πτυχών της καθημερινότητάς μας υπόρρητα δηλώνει την αγωνία μας για ευτυχία μέσα από την αναγνωρισιμότητα. Όσοι περισσότεροι μας γνωρίζουν και όσα περισσότερα γνωρίζουν από τη ζωή μας τόσο περισσότεροι δρόμοι ανοίγουν για την ευτυχία μας.
Μοιραία αυτή η τάση μάς οδηγεί σε γενικότερες απόψεις για τη φύση και το περιεχόμενο της ευτυχίας, αλλά και τον τρόπο κατάκτησή της όπως αυτή καταγράφηκε ιστορικά και μέσα από τις θέσεις αρχαίων φιλοσόφων.
Η αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και το πεπερασμένο αυτής στιγμάτισε την πορεία του ανθρώπου και χρωμάτισε με έντονο τρόπο τον πολιτισμό του. Το άτομο, μοναχικός διαβάτης δίπλα σε ένα πλήθος συνανθρώπων, στην αέναη προσπάθειά του να ξεπεράσει την ατέλειά του και το φόβο του θανάτου αναζητά στιγμές αποφόρτισης όλων των βασανιστικών αισθημάτων του.
Νιώθει, δηλαδή, βαθιά την ανάγκη να δώσει πειστικές απαντήσεις στα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα και να βιώσει μέσα από αυτές το αίσθημα του κυρίαρχου. Η αναζήτηση, λοιπόν, της δύναμης και της σιγουριάς τον οδηγεί ενίοτε σε μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας και ευεξίας. Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και φαντάζει ως κινούμενος στόχος. Εννοιολογικά ορίζεται ως ευτυχία και ο νοηματικός της προσδιορισμός από τη φύση του είναι δυσχερής.
Εκείνο, όμως, που διαχρονικά προβλημάτισε τους φιλοσόφους ήταν ο τρόπος κατάκτησής της. Πρώτος ο Αριστοτέλης διακήρυξε πως απώτατος στόχος κάθε ανθρώπινης πράξης είναι η ευδαιμονία. Για το Σταγειρίτη φιλόσοφο η «ευδαιμονία» συνίσταται στην ομορφιά και την τελειότητα της ύπαρξης καθεαυτήν. Η καθεαυτή, δηλαδή, ευδαιμονία του ανθρώπου είναι η αρετή. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, αφού ο άνθρωπος ωθείται από τη φυσική ορμή του να σχηματίσει κοινωνίες («άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον»).
Ο ενάρετος, επομένως, άνθρωπος μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην τέλεια κοινωνία, την πόλη – κράτος. Ο Αριστοτέλης, δηλαδή, έδωσε στην Ευτυχία κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η ευδαιμονία και η αυτοεκπλήρωση δεν μπορούν να βιωθούν έξω από την κοινωνία και μόνο με την προσωπική απομόνωση. Σε κάθε βίωμα ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης ανιχνεύει κοινωνικό και πολιτικό χρώμα. Γι’ αυτό και βασικό στοιχείο της πολιτικής του φιλοσοφίας είναι η ιδέα ότι η αποστολή του κράτους είναι να καθιστά δυνατή την ανάπτυξη και την ευδαιμονία του πολίτη.
Στην αριστοτελική, όμως, θεώρηση της ευδαιμονίας – ευτυχίας αντιτάχτηκαν οι φιλόσοφοι των Ελληνιστικών χρόνων (Κυνικοί, Σκεπτικοί, Επικούρειος, Στωϊκοί). Οι παραπάνω φιλόσοφοι ανέδειξαν τον προσωπικό χαρακτήρα της ευτυχίας που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από διαδικασίες αποφυγής των δοκιμασιών της ζωής. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.). Οι αιτίες αυτής της διαφοροποίησης βρίσκονται στην κατάρρευση της πόλης – κράτους και στην αδυναμία του πολίτη να αντλήσει την ευδαιμονία του από την ασφάλεια που παραδοσιακά του παρείχε η πολιτεία με τους θεσμούς και τους νόμους της.
Αυτήν την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας των πόλεων – κρατών την ακολούθησε ο προσωπικός δρόμος της επιβίωσης και της νοηματοδότησης της ύπαρξης. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο φυσικό ήταν να αναδειχθεί ως πρότυπο ζωής και ατομική αξία ο άνθρωπος – ιδιώτης. Η ανεξαρτησία και η ευτυχία συναρτάται πλέον από την απομάκρυνση από την πολιτική δράση. Στην θέση της πολιτικής μπαίνει πλέον ο κοσμοπολιτισμός, αφού και οι γενικότερες συνθήκες ευνοούσαν κάτι τέτοιο.
«Πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής» (Επικούρος).
Σε μια εποχή, λοιπόν, κατά την οποία η δημόσια ζωή ήταν απρόβλεπτη και ρευστή ο Επίκουρος πρότεινε την αναζήτηση της ευδαιμονίας στην προσωπική τους ζωή. Για τον Επίκουρο η ηδονή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πράξης κάθε ανθρώπου. Τελικός σκοπός δεν είναι η θετική ηδονή, αλλά η αποφυγή του πόνου (άλγος). Κατεξοχήν, όμως, εκείνο που πρότεινε ο Επίκουρος ως αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ευδαιμονίας ήταν η αποχή από την πολιτική. Η συμπύκνωση αυτής της θέσης βρήκε έκφραση στο γνωστό «Λάθε βιώσας» (ζήσε απαρατήρητος).
Η εμβληματική αυτή θέση – φράση εμπεριέχει την αποδέσμευση του ατόμου από προγενέστερα ιδανικά και αξίες, όπως η επιδίωξη της υστεροφημίας. Για τον Επίκουρο η ευτυχία καθίσταται εφικτή όχι μόνο μέσα από την απελευθέρωση του ανθρώπου από το φόβο του θανάτου αλλά κι από την εκούσια διαφυγή του στον προσωπικό χώρο. Με άλλα λόγια το «Λάθε βιώσας» προκρίνει μια απόδραση από την πολιτική και την πόλη.
«Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος» (Επίκουρος).
Η θέση του Επίκουρου «Λάθε βιώσας» βρήκε δικαίωση σε μια άλλη εμβληματική φράση του Ζαν Πωλ Σαρτρ «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Η κοινωνία και οι «άλλοι» στενεύουν την ελευθερία του ανθρώπου, περιορίζουν την αυτονομία του και υποσκάπτουν την αυτοβουλία και το αυτεξούσιό του. Η καθημερινότητα και ο κοινωνικός συγχρωτισμός δημιουργούν ανελεύθερες συμβάσεις που αποδομούν τα βάθρα της εσωτερικής πληρότητας, δηλαδή, της ευτυχίας «πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής» (Επίκουρος).
Ο «άνθρωπος» σύμφωνα με το Επικούρειο σύνθημα «Λάθε βιώσας» προηγείται οντολογικά και αξιολογικά του «πολίτη». Γιατί δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος, άρα και ευτυχισμένος όταν η ζωή σου εξαρτάται από τη γνώμη των πολλών και από την εξουσία του ενός (πολιτικού ηγεμόνα). Βέβαια, ο Επίκουρος δεν πρόβαλε ως κοινωνική αρετή τον ατομικισμό, όπως λανθασμένα υποστηρίχθηκε, αλλά διεκδίκησε το δικαίωμα να υπάρχει ο άνθρωπος ανεξάρτητος από το άγχος να αρέσει στους πολλούς κι από το φόβο της εξουσίας των πολιτικών.
«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφενός δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς κι αφετέρου, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη».( Επίκουρος)
Η επικούρεια ευδαιμονία αρνείται την ευτυχία και την ασφάλεια της αγέλης που επιβάλλουν οι κοινωνικές συμβάσεις μέσα από τους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς της ομοιομορφίας. Για τον Επίκουρο το πρόσωπο του ανθρώπου στην πόλη χάνεται και εκείνο που κυριαρχεί είναι η ανωνυμία και η επιθυμία για υποταγή. Τα ομοιόμορφα ανθρωπάκια του Γαϊτη και το σκηνικό που κατέγραψε ο Όργουελ («1984») δικαιώνουν πανηγυρικά το «λάθε βιώσας». Γιατί ο μαζάνθρωπος δεν είναι ούτε πολίτης, ούτε άνθρωπος.
Βέβαια η Επικούρεια Ηθική του βίου, όπως εκφράστηκε από το «Λάθε βιώσας», συνιστούσε πράγμα αδιανόητο για τους Έλληνες της κλασικής εποχής, όπου η συμμετοχή στα κοινά αποτελούσε κοινωνική αξία και ατομική αρετή. Το «Λάθε βιώσας» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Περικλή για τον «απράγμονα». Ειδικότερα, ο Περικλής στον Επιτάφιό του θεωρούσε επιβεβλημένη τη συμμετοχή του ατόμου στα κοινά και αποδοκίμαζε εμφαντικά την πολιτική απάθεια «Ένι τε τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια….˙ μόνοι γαρ τον τε μηδέν των δε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Για τον κλασικό άνθρωπο η πολιτική συμμετοχή συνιστούσε χρέος και όχι μόνο δικαίωμα. Η ιδιώτευση και η αποχή από τα κοινά ήταν κατακριτέα ως στάση ζωής και επέφερε τιμωρία «άτιμον είναι».
Δυο κόσμοι, λοιπόν, διαφορετικοί, αφού εξέφρασαν νέες ανάγκες ζωής που επέβαλαν τα νέα πολιτικά δεδομένα της Ελληνιστικής περιόδου. Εξάλλου, τα ερωτήματα για την ευτυχία, την πολιτική, την κοινωνία και την Ηθική τίθενται καθημερινά και χρήζουν απαντήσεων που να αποτυπώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Μπορεί η ζωή μας να είναι μέσα στο πλήθος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αυτοκαταργηθούμε ως ατομικές οντότητες που αναζητούν μέσα από προσωπικές στρατηγικές και διαδρομές την ευδαιμονία.
«Το ευδαίμον και το μακάριον ου χρημάτων πλήθος ουδέ πραγμάτων όγκος, ουδ’ αρχαί τινες έχουσιν, ουδέ δυνάμεις, αλλά αλυπία και πραότης παθών και διάθεσις ψυχής το κατά φύσιν ορίζουσα». (Επίκουρος) 
* Το άρθρο αποτελεί διασκευή από κείμενο του βιβλίου μου “ΙΔΕΟπολις”
ΥΓ. Επικούρειου Πέπου, αριστερά στην φωτογραφία ο Επίκουρος με τον Επικούρειο Πέπο στο Βρετανικό Μουσείο. Ηλία Γιαννακόπουλε ως Επικούρειος οφείλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για το επίμαχο άρθρο που διάβασα πριν λίγο και που θα το κοινοποιήσω σε όλους τους φίλους του ιστολογίου και όχι μόνο. Ελπίζω σε κάποιο επόμενο συμπόσιο των Επικούρειων να είσαι κι εσύ ένας από τους κεντρικούς ομιλητές της της Επικούρειας φιλοσοφίας για τη ζωή, άλλωστε ένας φιλόσοφος προσεγγίζει καλύτερα έναν συνάδελφό του έστω και αν υπάρχει αυτή η απόσταση των 2.500 χρόνων. Φίλες και φίλοι σας χαιρετώ και σας περιμένω στο δέκατο συμπόσιο που θα γίνει στον Γέρακα στις 8 και 9 Φεβρουαρίου.

28.1.20

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ Ένας σημαντικός Έλληνας καλλιτέχνης που δυστυχώς αρκετοί Έλληνες δεν γνωρίζουμε.

Προσθήκη λεζάντας
Φίλες και φίλοι αγαπητοί επισκέπτες του ιστολογίου της Λογοτεχνικής Ομάδας Γοργογυρίου σας χαιρετώ.
Η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε έναν ακόμη κορυφαίο Έλληνα καλλιτέχνη.
Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες, κάποιοι επιστήμονες, κάποιοι λογοτέχνες και κάποιοι άλλοι Έλληνες όπως π.χ. ο Φώτης Ραπακούσης -δυστυχώς ουδείς πολιτικός ανάμεσα τους- που μας κάνουν να αισθανόμαστε πως δεν έχει χαθεί η ελπίδα για την Ελλάδα.
Σήμερα, μετά από πρόταση του Αστροτόμ μαζί με την Δολέντσια αποφασίσαμε να πάμε στο Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος για να δούμε την έκθεση του Γιώργου Ψυχοπαίδη.
Θα σας παρουσιάσω πιο κάτω ένα μικρό μέρος από τα έργα του.
Είναι απίστευτο το πόσα έργα φιλοτέχνησε ο εν λόγω καλλιτέχνης με θέμα τους ποιητές, την ποίηση και το πώς κατάφερε να συνομιλήσει η ποίηση με την ζωγραφική και οι ποιητές με τον καλλιτέχνη. Φίλες και φίλοι όσοι από σας διαβάσετε αυτό το άρθρο και έχετε λίγο χρόνο στην διάθεση σας αποφασίστε να κάνετε στον εαυτό σας το καλύτερο δώρο.

Η επίσκεψη στο Σταύρος Νιάρχος από μόνη της είναι μια επίσκεψη πολιτισμού, στις αίθουσες της μοναδικής ομορφιάς βιβλιοθήκης απολαύστε την ανάγνωση με συνοδεία υπέροχης απαλής μουσικής.
Περιπλανηθείτε στους χώρους και αφήστε την ματιά σας να ταξιδέψει πότε αγγίζοντας τα κύματα της θάλασσας και πότε τις κορφές των βουνών που περικλείουν την Αθήνα.
Κάποια στιγμή καθίστε στο καφέ και απολαύστε είτε έναν καφέ, είτε ένα σάντουιτς, είτε μια σαλάτα, είτε ένα πιάτο με πένες antente!!
Κάποια στιγμή συναντήσαμε και τον Αστροτόμ και η μαγεία συνεχίστηκε.
Παρεμπιπτόντως να πω πως η είσοδος είναι δωρεάν σε όλους τους χώρους και φυσικά και στην έκθεση.
Η κακή είδηση είναι πως η έκθεση θα διαρκέσει έως και την 31 Ιανουαρίου.
Σας αφήνω τώρα να διαβάσετε λίγα λόγια για τον καλλιτέχνη και αυτά που λέει ο καλλιτέχνης για την έκθεση.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.

Το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος παρουσιάζει μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη με ζωγραφικές ενότητες του καλλιτέχνη οι οποίες αναφέρονται, εμπνέονται και συνομιλούν με τους ποιητές και τον ποιητικό τους λόγο.
Η βαθύτερη σχέση του Γιάννη Ψυχοπαίδη με την ποίηση είναι μακρά, συστηματική, συνεχής και δοκιμασμένη μέσα στα χρόνια, και αποτελεί ένα βασικό τμήμα στο ευρύτερο πλαίσιο του δημιουργικού του έργου.
Η έκθεση περιλαμβάνει έργα διαφορετικών τεχνικών, όπως χαρακτικά, ακουαρέλες και ελαιογραφίες, καθώς και μία σειρά με πορτρέτα των ποιητών.
Μια εικαστική συνομιλία με την Οδύσσεια του Ομήρου, τον Παρμενίδη, τον Ηρώνδα, τον Κάλβο, τον Μπάυρον, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Λόρκα, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Εμπειρίκο, τον Σαχτούρη, την Δημουλά, μέχρι και τον Κοντό, τον Φωστιέρη, τον Βλαβιανό, τον Κυπαρίσση, τον Μεταξά, τον Σιώτη.
«Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έχει ξεκινήσει και συνεχίζεται μέχρι σήμερα αυτός ο ζωντανός εικαστικός/ποιητικός διάλογος, ο οποίος φέρνει κοντά δυο αυτόνομες εκφραστικές γλώσσες που η καθεμιά ζητά να χαθεί μέσα στην άλλη, αλλά μαζί διαφυλάττει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθεμιάς.
Η ζωγραφική αντλεί εδώ τους χυμούς της δικής της έμπνευσης από τους ρυθμούς, τις εντάσεις και τις σιωπές, το ξεχωριστό αίσθημα και την ψυχική ατμόσφαιρα του ποιητικού λόγου. Αναζητώντας τη βαθύτερη επικοινωνία με τον στίχο κάθε ποιητή, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης αφήνεται μέσα στο δικό του ποιητικό κλίμα, στη δική του εικόνα και βίωμα του κόσμου, ώστε ισότιμα η εικόνα του λόγου και ο λόγος της εικόνας να γεννήσουν μια νέα αλήθεια.
Έτσι αλλάζει κάθε φορά το ζωγραφικό λεξιλόγιο και σε κάθε νέα προσέγγιση της ζωγραφικής με την ποίηση χαράσσεται ένας νέος εικαστικός δρόμος, μια νέα μορφολογική εκδοχή, μια νέα συνάντηση των αισθημάτων και των ψυχικών κραδασμών, τόσο διαφορετικών αλλά και τόσο συγγενών στον πυρήνα των μορφών της έκφρασης, όπως είναι το σχέδιο, το χρώμα και ο λόγος.»
Λίλη Πεζανού: επιμελήτρια της έκθεσης
«Στη συγκεκριμένη σειρά έργων που βλέπουμε στην έκθεση του ΚΠΙΣΝ παρουσιάζεται η συνεχής σχέση του Ψυχοπαίδη με μια σειρά ποιητών που χαράσσουν τον δρόμο του στον κόσμο. Τα έργα του περνούν, από τα χειρόγραφα σε στίχους που δεν εικονογραφεί, αλλά αφήνει να διαγράφονται μέσα στα έργα του ως υπόνοιες, προτάσεις, πλάγιες απόψεις ή στιγμές που σε υποβάλουν χωρίς αποχρώντα λόγο, σχόλιο ή επεξήγηση. Αν δεν ξέραμε λόγω του τίτλου της έκθεσης και έργων, το θέμα, θα βλέπαμε τα έργα να ξεδιπλώνονται μπροστά μας μέσα από τις διαφορετικές χειρονομίες και μεταμορφώσεις της εικόνας και του χρώματος που πρώτα από όλα δημιουργούν την αίσθηση μιας απόστασης ή μιας απουσίας».
Ντένης Ζαχαρόπουλος: Ιστορικός Τέχνης
Βιογραφικό
Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Από το 1963 μέχρι το 1968 σπούδασε χαρακτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στη συνέχεια ζωγραφική, με υποτροφία του γερμανικού κράτους, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (1970-1976).
Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Α» τη δεκαετία του 1960 και μέλος της εικαστικής ομάδας του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης· ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1971-1973)· ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών (Αθήνα 1974-1976)· μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «10/9» του Μονάχου (1975)· προσκεκλημένος του Καλλιτεχνικού Προγράμματος του Δυτικού Βερολίνου DAAD (1977).
Από το 1977 μέχρι και το 1986 έζησε και εργάστηκε στο Βερολίνο. Από το 1986 μέχρι το 1992 έζησε και εργάστηκε στις Βρυξέλλες. Το 1994 εκλέχθηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου δίδαξε έως το 2012. Το 2013 εκλέχθηκε ομότιμος καθηγητής.
Από το 1966 μέχρι σήμερα έχει κάνει πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης, έχει λάβει μέρος σε πολλές σημαντικές ομαδικές εκθέσεις σε γκαλερί, πινακοθήκες και μουσεία στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, όπως Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Ιρλανδία, Αλβανία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Αλγερία, Κύπρο, Σουηδία, Ισραήλ, Ιράν, Τουρκία, Αγγλία, Καναδά, Ρουμανία, Αίγυπτο, Πολωνία, Ολλανδία, Ιταλία, Αμερική και Κίνα.

























Οι φωτογραφίες ανήκουν στον κορυφαίου φωτογράφο Fuji Tomo Kazu και μας τις παραχώρησε τιμής ένεκεν για το ιστολόγιο μας. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς. Και κάτι ακόμα που αφορά το δέκατο συνέδριο των Επικούρειων που θα γίνει στο πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Παλλήνης στον ΓΕΡΑΚΑ στις 8 και 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ με πληθώρα σημαντικών ομιλητών μεταξύ αυτών οι: ΧΡΟΥΣΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ,   ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ και αρκετούς ακόμα που αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Θα σας ενημερώσω σύντομα στο viber.