Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

19.3.20

«ΠΟΙΗΣΗ: ΈΝΑΣ ΔΕΣΜΌΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΌΣΜΟ»... του Ηλία Γιαννακόπουλου.

«Ο σύγχρονος κόσμος, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχεις τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης» (Γ. Σεφέρης)

Ο άνθρωπος ιστορικά υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα σε τρεις εξουσίες: Στην εξουσία του αληθινού (Λογική), στην εξουσία του καλού (Ηθική) και στην εξουσία του ωραίου (Αισθητική). Η τελευταία είναι ταυτισμένη με την τέχνη και γι’ αυτό είναι η πιο αποδεκτή. Ο πιο αυθεντικός και ο πιο διαχρονικός πρεσβευτής της τέχνης είναι η ποίηση που εξακολουθεί να συγκινεί, να ενθουσιάζει και να πείθει.

Ορισμός της ποίησης

Το εγχείρημα ορισμού της ποίησης είναι πάντα δύσκολο και πάντα ενδιαφέρον «Γενικά ποίηση είναι εκείνο το είδος της τέχνης που στηρίζεται στην εκφραστική δυνατότητα της γλώσσας, η οποία σε αντιδιαστολή προς τον πεζό λόγο έχει κύριο χαρακτηριστικό το ρυθμό. Η ποίηση είναι μουσική σκέψη, η οποία εκφράζεται από το πνεύμα που εισχωρεί στα μύχια των πραγμάτων, αλλά και υπέρτατη μορφή συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας. Αν συνδυάσουμε τα παραπάνω, θα διαπιστώσουμε ότι η ποίηση προσπαθεί να αποδώσει το «ένθεο» στοιχείο, αλλά και την επικοινωνιακή σχέση του δημιουργού με τον κόσμο. Ως δημιουργική έκφραση η ποίηση, προφορική αρχικά, γραπτή στη συνέχεια, προηγείται του πεζού λόγου. Αποτελεί τον πιο αρχέγονο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσπάθησε, μέσω της γλώσσας, να προσεγγίσει τον κόσμο και να διεισδύσει στο μυστήριό του» (Δημοσίευμα).

Ο Γ. Μπαμπινιώτης ακολουθώντας έναν διαφορετικό δρόμο εννοιολογικής προσέγγισης της ποίησης γράφει: «Αν μου ζητούσαν να ορίσω το πιο ουσιώδες και ουσιαστικό στοιχείο της ποίησης, τον κύριο χαρακτήρα της, θα διάλεγα να την ορίσω ως δημιουργία. Θα επέλεγα αυτή την ετυμολογική – πρωταρχική της σημασία, τη σημασία του «ποιείν». Η έννοια του «ποιείν» ήταν εκείνη που δήλωσε εξαρχής την παραγωγή έντεχνου λόγου…. που ξεχωρίζει από άλλα συναφή ρήματα, όπως το πράττω, το δρω ή το ενεργώ. Υποστηρίζω πως η ποίηση είναι κατεξοχήν δημιουργία, η δημιουργία ενός νέου κόσμου, του κόσμου που αποκαλούμε «ποιητικό κείμενο».

Ο Ζαν – Πιερ Σιμεόν, ο άνθρωπος που έδωσε πνοή στην «Άνοιξη των ποιητών» ορίζει με ένα διαφορετικό τρόπο την ποίηση. «Η ποίηση…. είναι ο χώρος της αυτογνωσίας, εκεί όπου αντιπαρατίθεται κανείς με τους προσωπικούς ίσκιους του και με όσα δεν κατανοεί. Είναι επίσης ένας δεσμός με τον κόσμο, μια σχέση με τα γεγονότα και με την εποχή σου».

«Άλλωστε, τι / θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; / Είναι η γύρη / των πραγμάτων του σύμπαντος. Η γύρη σε πράξεις, / η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές, / σε πορεία, σε κίνηση» (Νικ. Βρεττάκος).


Η λειτουργία της Ποίησης

Όσο, όμως, ενδιαφέρον κι αν παρουσιάζουν οι προσπάθειες ορισμού της ποίησης, εκείνο που προέχει είναι η καταγραφή του ρόλου και της χρησιμότητάς της στην εποχή μας.

Ειδικότερα η ποίηση μας οδηγεί στο βασίλειο της γλώσσας, αν δεν την προϋποθέτει και μας βοηθά να βλέπουμε και να ακούμε τη λάμψη του πολύβοου κόσμου. Σε εποχές πεζές, επίπεδες και ασήμαντες οι στίχοι ενός ποιήματος στοχεύουν στο να δώσουν ένα νόημα και περιεχόμενο στη ζωή μας που ακροβατεί ανάμεσα στη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να ανιχνεύσει το κρυφό μήνυμα της ζωής και του κόσμου και στην υποχρέωση να διακονεί το υλικό, το γήινο και το παροδικό.

Επιπρόσθετα η ποίηση δεν επιχειρηματολογεί αλλά συγκινεί και συγκλονίζει. Δεν συνθηματολογεί, δεν προπαγανδίζει, δεν λαϊκίζει αλλά διδάσκει την αφαίρεση και τη δωρικότητα. Η ποίηση αναταράσσει τόσο το νου όσο και την καρδιά. Δεν επιβάλλει τίποτα με τη βία. Υποβάλλει, όμως, το μέτρο, την αρμονία και τη μουσικότητα. Και τα τρία αυτά στοιχεία συνθέτουν και ορίζουν την έννοια του Ωραίου.


Ποίηση και Γνώση

Στις ιδιαιτερότητες της ποίησης ανήκει και ο τρόπος με τον οποίο ο αναγνώστης φθάνει στη γνώση και στη βίωση μιας άλλης πραγματικότητας. Το ποιητικό, δηλαδή, κείμενο διαμορφώνει ένα διαφορετικό πλαίσιο γνωστικής διαδικασίας μέσα στο οποίο ο αναγνώστης καθίσταται ενεργό υποκείμενο. Οι παραδοσιακοί κανόνες μάθησης και προσέγγισης του γνωστικού αντικειμένου ατονούν, αφού το ποίημα δεν παρέχει τη γνώση μόνο με τις λέξεις – έννοιες αλλά και με τις εικόνες που διεγείρουν τη φαντασία και το συναίσθημα.

Έτσι πραγματώνεται η βιωματική μάθηση, αφού κατά την ανάγνωση διεγείρονται και αφυπνίζονται όλες οι νοητικές και συναισθηματικές δυνατότητες του αναγνώστη – δέκτη. Ο δημιουργικός αυτός τρόπος πρόσληψης της γνώσης διευρύνει τους ορίζοντες αμφισβήτησης, ανοίγει νέους δρόμους σκέψης και ανακινεί ερωτήματα. Σε αυτό συντείνει και το γεγονός ότι στην κατανόηση και ερμηνεία του ποιητικού κειμένου δεν υπάρχουν δογματισμοί και καμία αλήθεια δεν επιβάλλεται αξιωματικά ως ορθή και απόλυτη.

Απόρροια αυτών η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και της δημιουργικής αναζήτησης που βοηθούν στην υπέρβαση της χρησιμοθηρικής και τεχνοκρατικής αντίληψης της πραγματικότητας. Κι αυτό επιτυγχάνεται στο βαθμό που ο λόγος της ποίησης διεισδύει στα άβατα της πραγματικότητας, την ανατέμνει και την αναπλάθει. Έτσι επιτυγχάνεται μια μέθεξη του αναγνώστη με την άλλη «πραγματικότητα» που προσλαμβάνεται, κατανοείται και ερμηνεύεται με τη διαίσθηση και τη φαντασία.

Σε αυτό επίπεδο η ποιητική γλώσσα δρα απελευθερωτικά για τον αναγνώστη και τον οδηγεί σε υπερ-νοητές διαδρομές όπου συνυπάρχουν το ιδεατό με το πραγματικό, το γήινο με το άυλο. Σε τελευταία ανάλυση η ανάγνωση συνιστά μια τελετουργία, αφού η ποίηση σε όλες τις εκφράσεις της αποτελεί τον πιο αυθεντικό και πιο αρχέγονο τρόπο προσέγγισης του κόσμου αλλά και δημιουργίας μιας άλλης πραγματικότητας και ζωής με στόχο μια θετική αλλαγή.

«Θεωρώ πως η ποίηση δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Αλλά μπορεί ν’ αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, που φτιάχνουν τον κόσμο. Επομένως, έμμεσα είναι δυνατόν η ποίηση να επηρεάσει τον κόσμο για μια θετική αλλαγή» (Οδ. Ελύτης)

Η οικουμενικότητα της Ποίησης

Στη θετική λειτουργία και συνεισφορά της ποίησης ανήκει και ο οικουμενικός και πανανθρώπινος χαρακτήρας της. Κι αυτό γιατί ο ποιητικός λόγος μορφοποιεί και προβάλλει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου ανεξάρτητα από εθνικότητα, χρώμα, φυλή, θρησκεία και πολιτισμό. Η αγωνία της ζωής, ο φόβος του θανάτου, ο έρωτας, η ευτυχία, η ανάγκη για έναν θεό και πολλά άλλα είναι οι διαφορετικές εκφράσεις της πανανθρώπινης ταυτότητας. Όλα αυτά τα συμπυκνώνει με επιτυχία το ποιητικό κείμενο που αναπτύσσει στους αναγνώστες το σεβασμό της διαφορετικότητας.

Μας νουθετεί και μας εισάγει στο βασίλειο της ανεκτικότητας προάγοντας και προβάλλοντας την αξία της ετερότητας και της ποικιλίας. Έτσι με όλες αυτές τις λειτουργίες επωάζεται και αναπτύσσεται μια οικουμενική – πανανθρώπινη συνείδηση.

Σχετικά ο ποιητής Ντίνος Σιώτης γράφει: «Γιατί η ποίηση έχει τη δύναμη να γκρεμίζει τα τείχη που χωρίζουν τον κόσμο με βάση το φύλο, τη θρησκεία, το χρώμα, την προέλευση, την ηλικία, την κοινωνική τάξη, την εθνικότητα…. Γιατί μόνο αν φύγουμε από τον τυφλό αυτισμό, την ιδιοτέλεια και κάθε μορφής ιδεολογήματα μπορούμε να μοιραστούμε τα αγαθά της ζωής και ν’ ανακαλύψουμε την ποίηση που λυτρώνει, εξανθρωπίζει, γαληνεύει» (ΤΑ ΝΕΑ, 9-3-2019)

Τον οικουμενικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα της ποίησης την αποδίδει με ενάργεια και ο Νικηφόρος Βρεττάκος μέσα από μια ποιητική εικόνα που αναδεικνύει ως αξία το συναίσθημα και την τρυφερότητα ενάντια στην ψυχρή λογική και στη σκληρότητα των ανθρώπινων σχέσεων.

«Άλλωστε, τι / θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; είναι η ζωή και η ψυχή / σ’ ένα αιώνιο καθρέπτισμα μέσα στο χρόνο. / Τι νομίζεις, λοιπόν, κατά βάθος η ποίηση / είναι μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη / όλο τον κόσμο».

«ΠΟΙΗΣΗ: ΣΤΊΧΟΙ ΠΟΥ ΈΓΙΝΑΝ ΛΌΓΙΑ» του Ηλία Γιαννακόπουλου στίχοι που έγιναν λόγια, ποίηση για πάσα νόσο.

«Ποίηση είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη του και η σκέψη έχει βρει τις λέξεις» (Robert Frost, Αμερικανός ποιητής).

Ο βασικός ιστός της ποίησης πλέκεται από το συναίσθημα, τη σκέψη και τη λέξη. Άλλοι θεωρούν πως το πρωτογενές υλικό είναι το συναίσθημα που αναζητά την κατάλληλη λέξη να εκφραστεί. Χωρίς τη λέξη ποίημα δεν παράγεται. Όλοι έχουμε συναισθήματα, αλλά οι ποιητές είναι ελάχιστοι. Γι’ αυτό κάποιοι άλλοι πρεσβεύουν πως για να παραχθεί ποίηση χρειάζεται η νίκη του λόγου – της λέξης πάνω στο «κράτος των αισθήσεων».

Ποίηση και Λαός

Η σχέση, ωστόσο, της Ποίησης με τη Λέξη αναδεικνύει και το ρόλο του απλού λαού ως φορέα Λόγου και Λέξης. Γιατί ο καθημερινός άνθρωπος δεν λειτουργεί μόνον ως «αναγνώστης» ή καταναλωτής του ποιητικού λόγου αλλά και ως φορέας – «διδάσκαλος» λέξεων. Ο Πλάτων στο έργο του «Αλκιβιάδης» μέσα από το διάλογο του Αλκιβιάδη με τον Σωκράτη καταγράφει τη συμβολή των πολλών (λαός) στη σωστή γνώση της Ελληνικής «Ελληνίζειν». Χαρακτηρίζονται, επίσης, οι πολλοί ως «αγαθοί διδάσκαλοι» και γι’ αυτό κρίνονται «δικαίως επαινοίντ’» (άξιοι επαίνου).

Ο ποιητικός λόγος αντλεί την πρώτη ύλη (λέξεις) από το λαό κι αυτός με τη σειρά του διδάσκεται και διαπαιδαγωγείται από το λόγο (στίχοι) των Ποιητών. Επομένως, η Ποίηση και οι Ποιητές λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στο Λαό και τη Γλώσσα (Λέξεις). Η ποίηση αποτέλεσε τον πιο αρχέγονο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσπάθησε με την αρωγή της γλώσσας – λέξης να προσεγγίσει τον κόσμο και να αποκωδικοποιήσει τα μυστήριά του. Η ποίηση διαχρονικά δεν στόχευε μόνο στην τέρψη και στην ψυχαγωγία του λαού αλλά και στη διαπαιδαγώγησή του.

Την πρακτική ωφελιμότητα της ποίησης την ομολογεί ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» (607d) «ηδεία αλλά και ωφελίμη προς τας πολιτείας και τον βίον τον ανθρώπινον». Μπορεί, δηλαδή, η ποίηση να αποβλέπει – με όπλο τις λέξεις – στη βελτίωση του ανθρώπου και της καθημερινότητάς του. Αυτό συμβαίνει όταν οι στίχοι ενός ποιήματος, απαλλαγμένοι από το διδακτισμό, λειτουργούν ως απόσταξη της ζύμωσης του ανθρώπου με τις λέξεις που συνιστούν το βασικότερο φορέα – εργαλείο σκέψης.

Η σχέση του Ποιητικού λόγου με τον απλό άνθρωπο αποτελούσε πάντα το ζητούμενο. Πώς μπορεί, δηλαδή, η αισθητική των λέξεων και το νοηματικό φορτίο τους να ενσωματωθούν στο γλωσσικό και αξιακό σύστημα του απλού ανθρώπου και να προκαλέσουν μέσα του μια συναισθηματική και διανοητική δόνηση; Ζητούμενο οι ανατροπές τόσο της καθημερινότητας όσο και της καθεστηκυίας τάξης των πραγμάτων.

Στίχοι – Γνωμικά

Μπορεί το πολιτικό μας σύστημα και οι καθεστωτικές αντιλήψεις να μην κινδυνεύουν από τους στίχους των ποιητών, όμως η χρηστικότητα και λειτουργικότητά τους στην εξωτερίκευση και αποτύπωση κάποιων σκέψεων και στον εμπλουτισμό της διαπροσωπικής επικοινωνίας είναι ολοφάνερη. Στίχοι που έχουν γίνει ρητά, γνωμικά και ενέχουν στοιχεία αφορισμών και αξιωμάτων. Έτσι δικαιώνεται η θέση του Πλάτωνα πως ο κοινός άνθρωπος και ο ποιητής «αλληλοδιδάσκονται» και το «Ελληνίζειν» δεν είναι προνόμιο μόνον των «σοφιολογιώτατων».

Ο καθημερινός μας λόγος είναι έμπλεος τέτοιων στίχων που καθιστούν την επικοινωνία μας αποτελεσματικότερη και ευχάριστη δικαιώνοντας τη θέση του Πλάτωνα για την ποίηση «ηδεία αλλά και ωφελίμη προς τας πολιτείας και τον βίον των ανθρώπινον».

Στίχοι του Ομήρου και των αρχαίων τραγωδών επιβιώνουν στον καθημερινό λόγο (γραπτό και προφορικό) των ανθρώπων, αν και μερικές φορές αγνοούμε τόσο το δημιουργό τους (ποιητή) όσο και το ακριβές περιεχόμενό τους. «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (η φιλοπατρία), «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» (η αριστεία, η φιλοπρωτία). «Ω, παίδες Ελλήνων ίτε ελευθερούτε Πατρίδ’, ελευθερούτε δε Παίδας γυναικών….Νυν υπέρ πάντων αγών» (προσταγή για αγώνα), «Έρως ανίκατε μάχαν» (η δύναμη του Έρωτα).

Ωστόσο, εμφανής είναι και η παρουσία στίχων του Ερωτόκριτου και του Δημοτικού τραγουδιού στην καθημερινή μας ομιλία, όπως: α. «Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν/ και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου» (η συνεχής μεταβολή των πραγμάτων), β. «Έμεινε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο» (η απόλυτη δυστυχία ως απόρροια της σκληρής μοίρας).

Είναι ενδιαφέρουσα, επομένως, η καταγραφή εκείνων των στίχων της νεοελληνικής ποίησης που αποτελούν μέσο έκφρασης και αποτύπωσης της σκέψης του απλού ανθρώπου. Η παράθεση των στίχων και των ποιητών που ακολουθούν δεν έχουν κατ’ ανάγκην και αξιολογικό χαρακτήρα.

Ποιητές και Στίχοι


1.      ΚΑΛΒΟΣ: «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Με το στίχο αυτό υποδηλώνεται πως κάθε τι υψηλό στη ζωή μας (ελευθερία…) προϋποθέτει ηθικές και ψυχικές αρετές. Χρησιμοποιείται ως υπόμνηση ή προτροπή προς κάποιους που αναλαμβάνουν κάποια σπουδαία αποστολή ή προς κάποιους δειλούς ή σκεπτικιστές στην ανάληψη ευθυνών για την πραγμάτωση υψηλών στόχων.

2.      ΣΟΛΩΜΟΣ: α. «Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος». Η καταγγελία της επιφανειακά θετικής εικόνας της κοινωνίας μας. Υποκρύπτει μια ειρωνική διάθεση. β. «Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Η ανάγκη της συνεχούς εγρήγορσης κι επαγρύπνησης. γ. «Με λογισμό και μ’ όνειρο». Η ισορροπία – συνύφανση της λογικής και της φαντασίας. Ο ρεαλισμός σε παράλληλη πορεία με το ουτοπικό.

3.      ΠΑΛΑΜΑΣ: «Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν πέρασαν,/ θα ‘ρθουν, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν/ οι αγέννητοι, οι νεκροί». Προβάλλεται εμφαντικά το χρέος – καθήκον προς τους προγόνους αλλά και τους απογόνους. Όλοι υποκείμεθα στην κριτική των περασμένων αλλά και των μελλούμενων γενιών. Ίσως, υπόρρητα, διαφαίνεται και μια προτροπή για δράση, αντίσταση και αγώνα.

4.      ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ«Πως μας θωρείς ακίνητος;…. Που τρέχει ο λογισμός σου;»: Το νόημα που λαμβάνει σήμερα ο στίχος δεν σχετίζεται με τα πραγματικά δεδομένα (ύμνος στον ανδριάντα του Πατριάρχου, Γρηγορίου του Ε’). Σήμερα μάλλον εκφράζει μια περιπαικτική αναφορά σε κάποιον που είναι «αφηρημένος» και κοιτάζει στο κενό με απλανές βλέμμα.

5.      ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα…». Συνιστά μια προτροπή, ένα σάλπισμα αγωνιστικό για την ανόρθωση της χώρας μας. Εμπεριέχει έναν παραινετικό τόνο με κυρίαρχο σύμβολο τον ήλιο (πνευματικότητα, ελευθερία….). Το α’ πληθυντικό πρόσωπο φανερώνει πως ο αγώνας προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια. Έγινε και ύμνος κόμματος (ΠΑΣΟΚ).

6.      ΒΑΡΝΑΛΗΣ: α. «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα». Συνιστά μια κριτική – μομφή σε όσους βρίσκονται σε μια κατάσταση αδράνειας, τεμπελιάς και παραίτησης. Εγκαλούνται ως αρνητική στάση ζωής η δειλία και ο φαταλισμός (μοιρολατρία), β«Αχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα/ γινόμουν άλλος!». Λέγεται ως πικρή διαπίστωση όταν η εικόνα – θέση ενός ανθρώπου (αρνητική) είναι σε δυσαρμονία με την αντίστοιχη της νιότης, που υποσχόταν πολλά. Υποδηλώνεται η απογοήτευση…

7.      ΚΑΒΑΦΗΣ: α. «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;/ Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια/λύσις». Ο εμβληματικός αυτός στίχος καταγράφει την κλιμάκωση της αγωνίας και αναμονής που τελικά οδηγείται στη διάψευση και στην απογοήτευση. Οι βάρβαροι (η προσμονή της λύσης) δηλωτικό της παρακμής μιας κοινωνίας εν «υπνώσει» προβάλλονται ως λύση. Ωστόσο, η απουσία των βαρβάρων προκαλεί λύπη και απογοήτευση. Ο στίχος ως διαπίστωση βρίσκει εφαρμογή τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. β. «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,/ αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις». Οι στίχοι εκφράζουν ένα στοιχείο ηθικής προτροπής για ανθρώπους που χάνουν κάτι πολύτιμο (εξουσία, δόξα….). Συνιστούν την ετοιμότητα και την αξιοπρέπεια σε αυτό που φαίνεται πως χάνουμε και για το οποίο πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε ως νομοτέλεια.

8.      ΣΕΦΕΡΗΣ: α. «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Από τις πιο γνωστές και χιλιοειπωμένες προτροπές για συνεχή προσπάθεια προς κάτι υψηλότερο.  Έχει εφαρμογή – ως προτροπή τόσο για ατομική εξέλιξη όσο και εθνική ανάταση. β. «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Μεταφορικά υποδηλώνεται ο αβάσταχτος πόνος για τη χώρα μας που αδυνατεί να προοδεύσει. Η συνειδητοποίηση μιας «πληγής» που μας επέφερε η Ελλάδα που μένει προσδεμένη στο χθες με όλα τα αρνητικά της.

9.      ΕΛΥΤΗΣ: α. «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας». Λέγεται όταν θέλουμε να δηλώσουμε την απεραντοσύνη του κόσμου μέσα στη μικρότητα – περατότητά του. Συνιστά ένα οξύμωρο σχήμα και προφέρεται ως διαπίστωση όταν βρισκόμαστε μπροστά στη συρρίκνωση των αποστάσεων που όμως δεν αναιρεί την απεραντοσύνη του σύμπαντος. β. «Ο καθείς και τα όπλα του». Δηλώνεται ως υπόμνηση για την υποχρέωση κάποιου να χρησιμοποιήσει τα μέσα και τις μεθόδους που αρμόζουν στη θέση και τις δυνάμεις του. Η συνειδητοποίηση εκείνης της δύναμης (όπλου) που μπορεί να μας συνοδεύει σε κάθε αγώνα μας για την πρόοδο και την άρνηση υποταγής στις δυνάμεις της παρακμής.

10.  ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Στρατηγέ/ τι ζητούσες στη Λάρισα/ συ/ ένας/ Υδραίος». Η φράση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την παραδοξότητα ή έκπληξή μας για την παρουσία ή εμπλοκή κάποιου σε χώρο και θέματα άσχετα με την ιδιότητά του. Είναι λίγο ασαφές αν πρόκειται για έκπληξη – έπαινο ή ψόγο.

11.  ΚΑΤΣΑΡΟΣ: «Μην αμελήσετε./ Πάρτε μαζί σας νερό/ Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Ένας στίχος καταγγελτικός και προτρεπτικός. Υπενθυμίζει σε όλους πως η μελλοντική κατάσταση βρίθει προβλημάτων γι’ αυτό και είναι αναγκαία η εξασφάλιση νερού – εφοδίων για την επιβίωση και τη νίκη. Η αξία της προνοητικότητας και η συνειδητοποίηση – πρόβλεψη(;) των προβλημάτων (αδιεξόδων).

12.  ΡΙΤΣΟΣ«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό». Με το στίχο αυτό εκφράζεται το αδούλωτο πνεύμα ενός ανθρώπου ή λαού. Το ανυπότακτο και ελεύθερο φρόνημα χωρίς περιορισμούς και καταπιέσεις. Λέγεται για πρόσωπα και έθνη με τη μορφή επαίνου ή και υπενθύμισης για τους αγώνες ενάντια στη σκλαβιά.

13.  ΔΡΟΣΙΝΗΣ: «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα / σε ξένα αναστυλώματα δεμένο. / Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο, / μα όσο να ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω». Με τους στίχους αυτούς προβάλλεται εμφαντικά ως μια μορφή εξομολόγησης ή μαρτυρίας η αξία της αυτονομίας για την κατάληψη μιας θέσης. Καταγγέλλεται έμμεσα η τακτική κάποιων να στηρίζονται σε άλλους για την αναρρίχησή τους σε ένα αξίωμα. Η αντίθεση του κισσού και του καλαμιού προβάλλει την αξία να στηρίζεται κάποιος στις δικές του δυνάμεις. Να είμαστε «όρθιοι» και όχι «ορθούμενοι».

14.  ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: α. «Νάσαι τόσο πρόσκαιρος, / και να κάνεις όνειρα / τόσο αιώνια!». Η αποθέωση της ματαιοδοξίας και της κενοδοξίας. Ύβρις απέναντι στην αναγκαιότητα του θανάτου. β. «Και όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε ήδη νεκροί». Η προτροπή για αλληλεγγύη και αλτρουισμό. Ο ηρωισμός για το κοινό καλό. Η υπέρβαση του ατομικισμού και η διάχυση του ενδιαφέροντός μας για τους άλλους. Εξάλλου «ο κόσμος υπάρχει μόνο όταν τον μοιράζεσαι».

15.  ΚΑΒΒΑΔΙΑΣα. «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής». Ο στίχος αυτός αποκομμένος από τους υπόλοιπους χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει τη βαθιά απογοήτευση και μια μεμψιμοιρία. Ένα κρυφό παράπονο για να υπερβούμε ή να γεφυρώσουμε την αντινομία ανάμεσα στο «ιδανικός» και το «ανάξιος», β. «και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες». Άλλη μια κραυγή – παράπονο για τη ματαιότητα ή τη ματαίωση αυτών που πολύ επιθυμήσαμε. Παραίτηση, οικτρή διαπίστωση ή και ομολογία αποτυχίας; Μια διαδρομή από το «ιδανικός» στο «σαν των πολλών ανθρώπων».

16.  ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ: α. «Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, / Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα». Αυτοσαρκασμός, ειρωνεία ή απαξίωση των υλικών αγαθών. Η αποτύπωση της ψυχικής αλλοτρίωσης και έκπτωσης μπροστά στην ασημαντότητα και την έλλειψη προοπτικών του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, που δεν μας εμπνέει. β. «Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, / μπορούνε με χίλιους τρόπους / ή του δίνουν όψη ν’ αρέσει». Το κακό έχει πολλούς δρόμους και είναι εύκολο να το κάνεις. Η κακότητα του κόσμου και η χαιρεκακία. Στον πόνο θα βρούμε πολλούς δίπλα μας στη χαρά κανέναν.

17.  ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: α«Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές/ άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε». Μια καταδίκη όλων εκείνων που μένουν αμέτοχοι – θεατές στα σπουδαία και τρομερά που συμβαίνουν, ενώ κάποιοι άλλοι θυσιάζονται και υποφέρουν για το κοινό καλό. Μια θλιβερή διαπίστωση για τη διαχρονική αυτή στάση ζωής κάποιων (θεατές – χειροκροτητές vs αγωνιστές – δραστήριοι). β. «Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν». Μια υπόμνηση για να απέχουμε από πράγματα και υποθέσεις που δεν μας αφορούν. Με μια άλλη ματιά ο στίχος χρησιμοποιείται ειρωνικά για να καταγγείλει την αδιαφορία κάποιων για τις κοινές υποθέσεις που για πολλούς θεωρούνται «ξένες».

18.  ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ: «Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!». Λέγεται ως κραυγή από εκείνους που δεν μπορούν να ζήσουν στο αφιλόξενο περιβάλλον των πόλεων με τις συμβάσεις της αστικής ζωής. Ένας ύμνος στην αυθεντικότητα της ζωής στο φυσικό τοπίο. Ο ομολογημένος κρυφός πόθος για μια ζωή φυσική και ανθρώπινη κοντά στη φύση.

19.  ΠΟΛΕΜΗΣ: «Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; / ….. / Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα». Μια απάντηση στο επίμονο και διαχρονικό ερώτημα για το περιεχόμενο της έννοιας Πατρίδα. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει με ένα ρητορικό ερώτημα ότι την πατρίδα την συνθέτουν τόσο οι άνθρωποι όσο και τα άψυχα αντικείμενα – τοπία που μας περιβάλλουν. Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με το ερώτημα αυτό.

20.  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: α. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. / Να μην τις παίρνει ο άνεμος». Η δύναμη των λέξεων. Η εξουσία των λέξεων και η σκληρότητά τους όταν κρύβουν αλήθειες. Η ανάγκη όταν θέλουμε να πούμε αλήθειες, να χρησιμοποιούμε λέξεις που να αποκαλύπτουν και όχι να κρύβουν ή να ωραιοποιούν την πραγματικότητα. β. «Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε». Ο στίχος ενέχει στοιχεία ειρωνείας και απαξίωσης για τη μετριότητα κάποιου. Μια σκληρή φράση για την ανικανότητα κάποιου με υποτιμητικό και απαξιωτικό χαρακτήρα.

21.  ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του». Ο αφορισμός αυτός του ποιητή είναι ίσως από τους καλύτερους ορισμούς του ανθρώπου, αφού συνυφαίνει τα δυο βασικά του στοιχεία: Τη λογική και το συναίσθημα.

Ποίηση και Εξουσία

Η σταχυολόγηση των παραπάνω στίχων και ποιητών καθιστά εναργέστατη τη βιωματική σχέση του απλού ανθρώπου με την ποίηση. Όταν, δηλαδή, η ποίηση καθίσταται εκφραστικό μέσο ή εργαλείο αποτύπωσης των σκέψεων, συναισθημάτων ή και προθέσεων του κάθε ανθρώπου.

Γιατί μεγάλη ποίηση – ποιητές δεν είναι αυτή που διαβάζεται στα ποιητικά Συμπόσια ή αναλύεται στις περισπούδαστες βιβλιοκριτικές, αλλά αυτή που συντροφεύει τον καθημερινό άνθρωπο σε όλες τις στιγμές της ζωής του.

Βέβαια θα μπορούσε κάποιος – καταφεύγοντας στη θέση του Αναγνωστάκη να πει – πως ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με την ποίηση «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα».

Ωστόσο, η μεγάλη ποίηση είναι παρούσα και αντέχει στο χρησιμοθηρικό και πνευματοκτόνο πνεύμα της εποχής μας. Μάς γαλουχεί, μάς διαπαιδαγωγεί και μάς ολοκληρώνει προστατεύοντάς μας από κάθε παράγωγο εξουσίας. Γιατί η εξουσία της Ποίησης είναι η μόνη αποδεκτή από όλες τις εξουσίες.

«Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες»
(Τίτος Πατρίκιος)

13.3.20

ΜΑΖΑΝΘΡΩΠΟΣ: Ο ΑΓΕΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ του Ηλία Γιαννακόπουλου.



‘’Η κοινωνία θα σου δώσει το κάθε τι, αν της δώσεις την ελευθερία σου. Θα σου δώσει σεβασμό, θα σου δώσει μεγάλες  θέσεις στην ιεραρχία, στην γραφειοκρατία, πρέπει όμως να παρατήσεις ένα πράγμα: την ελευθερία σου, την ατομικότητά σου. Πρέπει να γίνεις ένας αριθμός στο πλήθος’’ ( Μπουκάϊ ).
            Είναι ικανή η εξουσία που ασκεί στη συνείδησή μας η κοινωνία να μας καταστήσει αριθμούς; Μπορεί να αναστείλει την έμφυτη τάση του ανθρώπου να είναι και να φαίνεται διαφορετικός; Η τάση να εκδηλώνουμε την ατομικότητα-διαφορετικότητά μας υποχώρησε τόσο εύκολα κάτω από το βάρος των κοινωνικών κανόνων; Είναι που η κοινωνία απέκτησε τόση δύναμη ή ο άνθρωπος κατέστη τόσο αδύναμος;
            Ερωτήματα διαχρονικά που ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι προσπαθούν να απαντήσουν. Οι απαντήσεις τους δεν συγκλίνουν υποχρεωτικά, αφού ο άνθρωπος εξετάζεται από διαφορετική σκοπιά και με διαφορετικά εργαλεία ανίχνευσης της βαθύτερης ουσίας του ανθρώπινου ‘’είναι’’. Όποιες, όμως, κι αν είναι οι απαντήσεις σε ένα στοιχείο συγκλίνουν. Πως οι σύγχρονες, μαζικές κοινωνίες διαμορφώνουν ένα νέο τύπο ανθρώπου, το μαζάνθρωπο.
Ο κονφορμίστας
            Πρώτος ο Φρόϋντ κατέγραψε τα γνωρίσματα του μαζάνθρωπου στο έργο του «Η ψυχολογία των μαζών και η ανάλυση του Εγώ» : «Τα βασικά χαρακτηριστικά του μέλους της μάζας είναι τα ακόλουθα : Εξαφάνιση της συνειδητής και κυριαρχία της  ασυνείδητης προσωπικότητας, προσανατολισμός σκέψεων και συναισθημάτων προς την ίδια κατεύθυνση μέσω της υποβολής και της μετάδοσης και τάση για άμεση υλοποίηση των ιδεών που του έχουν υποβληθεί. Το άτομο δεν είναι πια ο εαυτός του, αλλά ένα άβουλο αυτόματο». (πηγή Λε Μπον , ‘’ Η ψυχολογία των όχλων’’).
            Οι έννοιες κομφορμισμός και ‘’κονφορμίστας’’ εννοιολογικά γειτνιάζουν με την ομοιομορφία και τη μαζοποίηση. Όλες υποδηλώνουν την απώλεια κάθε στοιχείου ιδιαιτερότητας και αυτοβουλίας που νομοτελειακά οδηγεί στην πλήρη υποταγή στους κανόνες και αξίες της κοινωνίας και του πλήθους. Ο μαζάνθρωπος – κομφορμίστας δεν δρα αυτόβουλα αλλά ποδηγετείται από τις εντολές και τα πιστεύω της μάζας. Αποκτά μία αγελαία συνείδηση που ακυρώνει κάθε στοιχείο ιδιοπροσωπίας και κριτικής σκέψης. Ο κομφορμιστής γνωρίζει πολύ καλά να συμμορφώνεται και να αποδέχεται ό,τι του επιβάλλει η αγέλη. Ο κομφορμιστής γνωρίζει και επιθυμεί μόνο να ακολουθεί.  Αδυνατεί να αισθανθεί ως φορέας αλλαγής και υποκείμενο ανανέωσης κι αυτό γιατί οι μηχανισμοί σκέψης και του ορθολογισμού είναι απενεργοποιημένοι.
            Ο Έριχ Φρομ στο εμβληματικό του έργο ‘’Η υγιής κοινωνία’’ περιγράφει με ενάργεια το μηχανισμό του κομφορμισμού : ‘’Ο μηχανισμός με τον οποίο ασκείται η ανώνυμη εξουσία είναι ο κομφορμισμός. Οφείλω να κάνω ό,τι κάνει ο καθένας , πρέπει δηλαδή να συμμορφώνομαι, να μην είμαι διαφορετικός, να μην ‘’ξεχωρίζω’’. Πρέπει να είμαι πρόθυμος και να επιθυμώ να αλλάξω ανάλογα με τις αλλαγές που επιβάλλονται. Δεν πρέπει να ρωτάω κατά πόσο έχω δίκιο ή άδικο, αλλά κατά πόσο είμαι προσαρμοσμένος, κατά πόσο δεν είμαι ‘’ιδιόρρυθμος’’ , δεν είμαι διαφορετικός…. Κανένας δεν έχει εξουσία απάνω μου, εκτός από το κοπάδι του οποίου αποτελώ μέρος, αλλά και στο οποίο είμαι υποταγμένος’’.
Μορφές μαζοποίησης
            Τα φαινόμενα κομφορμισμού και μαζοποίησης πληθαίνουν και αισθητοποιούνται σε πολλούς τομείς της προσωπικής και κοινωνικής ζωής. Κι αυτή η ομοιομορφία δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής – χωρίς αυτό να αποκλείεται – αλλά προϊόν εξωτερικών πιέσεων που οδηγούν στην απώλεια της ταυτότητας – ατομικότητας.
            Αρχικά η μαζοποίηση είναι εμφανής στο χώρο της σκέψης. Πολλοί άνθρωποι χαρακτηρίζονται από την εξαφάνιση της συνειδητής προσωπικότητας, της κρίσης και της βούλησης.  Το μαζικό άτομο αδυνατεί να σκεφθεί λογικά, δεν ανέχεται τον αντίλογο και δεν καλλιεργεί στο εσωτερικό του τις διαλεκτικές συζητήσεις. Είναι ετεροκίνητο, ασταθές, εύπιστο, μισαλλόδοξο και συντηρητικό. Τα συναισθήματα του μαζοποιημένου ατόμου είναι ακραία, η συμπάθεια εύκολα εξελίσσεται σε λατρεία και η αντιπάθεια σε μίσος. Και να μην ξεχνάμε πως οι ταγοί της κοινής γνώμης προσφέρουν έτοιμη τροφή, την ετοιμοπαράδοτη σκέψη.
            Σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο ο μαζοποιημένος μετασχηματίζεται από πολίτης σε άβουλο ψηφοφόρο. Αρέσκεται στις θωπείες των πολιτικών και απεχθάνεται τα επιχειρήματα. Αναζητεί το μεσσία. Οι μαζοποιημένοι ‘’πολίτες’’ είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν ενάντια σε μία αδύναμη εξουσία αλλά εύκολα υποτάσσονται με δουλοπρέπεια μπροστά σε μία εξουσία ισχυρή : Οι  μάζες θέλουν ‘’άρτον και θεάματα’’ και σκέφτονται μόνο με εικόνες. Εύκολα εντυπωσιάζονται και γρήγορα απογοητεύονται. Οι μαζοποιημένοι λειτουργούν ως αγέλη κι έχουν ανάγκη από ένα αρχηγό. ‘’Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος’’. Ο αρχηγός – ηγέτης που επευφημεί η μάζα είναι ένα υποκατάστατο του θεού και γι’ αυτό η πίστη στον πολιτικό ηγέτη ή σε μια πολιτική ιδέα είναι ένα αίσθημα θρησκευτικό.
            Εξίσου, όμως, έντονα είναι τα φαινόμενα της μαζοποίησης και στο χώρο της γλώσσας ως βασικού εργαλείου επικοινωνίας. Ειδικότερα ολοένα και περισσότερο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις στην καθημερινή τους επικοινωνία. Κυριαρχεί ένα φτωχό, τυποποιημένο, απλοϊκό και συνθηματικό απόθεμα λέξεων. Ο αφυδατωμένος από υψηλά νοήματα γλωσσικός πλούτος αποδυναμώνει και απονευρώνει την εκφραστική δεινότητα. Φτωχό λεξιλόγιο σημαίνει και φτωχή σκέψη. Άτομα, όμως, με φτωχό λόγο, απονευρωμένη σκέψη και αλλοτριωμένη συνείδηση βιάζονται να ενταχθούν σε ομάδες-αγέλη, όπου κυριαρχεί το φθηνό ένστικτο, το ανεξέλεγκτο συναίσθημα, οι κραυγές και η αγωνία να ομοιάσουν τους άλλους για να γίνουν αποδεκτοί.
Η μαζοποίηση δίπλα μας
            Σε ένα άλλο επίπεδο που η μαζοποίηση είναι έντονη είναι και ο χώρος της Εργασίας. Ειδικότερα στην εποχή του τεχνολογικού γιγαντισμού και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας οι εργαζόμενοι καθίστανται γρανάζια μιας μηχανής που άλλοι ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας της. Οι εργαζόμενοι διεκπεραιώνουν τις εντολές άλλων κι έτσι εκλείπει κάθε στοιχείο πρωτοβουλίας και φαντασίας. Κυριαρχεί η τυποποίηση και η επανάληψη των ίδιων κινήσεων. Οι εργαζόμενοι αποξενώνονται από το αντικείμενο εργασίας και στο τέλος από τον ίδιο τον εαυτό τους (Μαρξιστική ερμηνεία). Η αλλοτρίωση διαποτίζει κάθε στάδιο της παραγωγικής δραστηριότητας , η δημιουργικότητα αποφλοιώνεται κι όλα θυμίζουν το κλίμα της ταινίας ‘’Μοντέρνοι Καιροί’’ του Τσάρλι Τσάπλιν.
            Φαινόμενα, όμως, μαζοποίησης ανιχνεύονται και στο χώρο της Μόδας. Σε έναν κόσμο ασύνορο οι διεθνείς οίκοι μόδας επιβάλλουν μία αισθητική ομοιομορφία στο σύνολο των καταναλωτών. Οι καταναλωτές χωρίς ίχνος  αντίστασης ακολουθούν πιστά τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης  αισθητικής στο όνομα της αποδοχής μέσα από τη συμμόρφωση.Ο μιμητισμός οδηγεί σε μία ισοπέδωση κάθε στοιχείου ιδιαιτερότητας και ατομικότητας.

            Τέλος φαινόμενα μαζοποίησης εμφανίζονται και στην Ψυχαγωγία. Μουσική και θεάματα διοχετεύονται από διεθνή κέντρα που επιβάλλουν έναν πανομοιότυπο τρόπο ψυχαγωγίας. Έτσι επέρχεται ένας αφανής κομφορμισμός ακόμη και σε πράξεις – εκδηλώσεις όπου κατά τεκμήριο θα έπρεπε να ανθοφορεί η ιδιαιτερότητα και η προσωπική επιλογή – ελευθερία. Ο μαζικός τρόπος ψυχαγωγίας αποφλοιώνει τις προσωπικές ιδιαιτερότητες και διαβρώνει κάθε τι τοπικό ή εθνικό.
Ο «απροσάρμοστος»
            Αυτή, λοιπόν, η γενικευμένη μαζοποίηση μόνο θλίψη προκαλεί. Όσο κι αν η κοινωνία μας  διδάσκει να ακολουθούμε την ‘’πεπατημένη, που περπατιέται μόνο από τη μάζα, τους μέτριους…’’ εμείς πρέπει να διεκδικήσουμε την ταυτότητά μας και να υπερασπιστούμε τη διαφορετικότητά μας. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να δικαιώσουμε τη θέση του Έρμαν Έσσε.
            ‘’Αυτός που είναι ‘’απροσάρμοστος’’ στον κόσμο βρίσκεται πάντα στο σημείο που είναι δυνατόν να ανακαλύψει τον εαυτό του. Αυτός που έχει προσαρμοστεί δεν βρίσκει ποτέ τον εαυτό του, απλώς καταλήγει στο να γίνει υπουργός’’.