Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

10.10.24

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Η επιλογή έγινε από τον Όμηρο.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, το μενού σήμερα του ιστολογίου της ΛΟΓ έχει ποιήματα του Καβάφη, απλά να σας ενημερώσω πως το πρώτο ποίημα το έχω επιλέξει να είναι αυτό που θα με αποχαιρετήσουν οι συγγενείς και οι φίλοι μου στην αυλή των θαυμάτων. Το ποιος ή ποια θα διαβάσει το ποίημα εξαρτάτε από το πότε θα συμβεί. 
Διδάσκαλος Διοτίμα, Αρκάς είναι οι πρώτες επιλογές. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς που λέει και ο σοφός διδάσκαλος της ιστορικής και πνευματικής Πιάλειας.

Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.


Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.


Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.


Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
================

Το πρώτο σκαλί
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

================

Τείχη
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
=============
Τα άλογα του Αχιλλέως


Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ' την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ' έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ' εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.
=============
Δέησις


Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη.--
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί --

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.
==============
Κεριά


Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

=================

Che fece... il gran rifiuto


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.
=============
Φωνές


Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας -
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
=============
Μονοτονία


Την μιά μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι -
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
=============
Η πόλις


Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.
==============
Μάρτιαι Ειδοί


Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Και όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ' ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν' αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ' η Σύγκλητος αυτή, κ' ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.
=================

Θερμοπύλες


Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
=================
Περιμένοντας τους Βαρβάρους


-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
================

Πλάτων, Πολιτείας, II


Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα
σηκώθηκε ο Απόλλων στο λαμπρό τραπέζι
του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους
για τον βλαστό που θάβγαινε απ' την ένωσί των.
Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει
και θάχει μακρυνή ζωή. -Αυτά σαν είπε, η Θέτις
χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια
του Απόλλωνος που γνώριζε από προφητείες
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.

Κι όταν μεγάλωνεν ο Αχιλλεύς, και ήταν
της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,
η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.
Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,
κ' είπαν τον σκοτωμό του Αχιλλέως στην Τροία.
Κ' η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,
κ' έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.
Και μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη·
και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Απόλλων,
που γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια
έξοχα ομιλεί, που γύριζε ο προφήτης
όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα.
Κ' οι γέροι την απήντησαν πως ο Απόλλων
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,
και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα.

=================
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
===============
Ιωνικόν


Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ' την ζωή των·
και κάποτ' αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
===============
Φιλέλλην


Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
οχ' υπερβολική, όχι πομπώδης-
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στη Ρώμη-
αλλ' όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ' το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστείνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά;
πίσω απ' τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ' εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ' από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
=================
Όσο μπορείς


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.


Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.
Όταν διεγείρονται

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ' τα, μισοκρυμμένα, μες τες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες το μυαλό σου
την νύχτα, ή μες την λάμψι του μεσημεριού.
=================
Μέρες του 1903


Δεν τα ηύρα πιά ξανά - τα τόσο γρήγορα χαμένα...
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο... στο νύχτωμα του δρόμου...

Δεν τα ηύρα πιά - τ' αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα
και που κατόπιν με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πιά.
=================
Απ' τες εννιά


Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή - τι τολμηρή ηδονή!
Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ' έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.
=================
Η διορία του Νέρωνος


Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται».
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν' η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.

Τώρα στη Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως-
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια...
Των πόλεων της Αχαϊας εσπέρες...
Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων...

Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.
Την επιμέλεια της ανάρτησης έκανε ο Επικούρειος Πέπος.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 10/10/2024 [εκ μεταφοράς].

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, το μενού σήμερα έχει Κωστή Παλαμά, αυτές τις μέρες λόγω της περιπέτειας του Καπτάν Φατούργου και όχι μόνο βιώνουμε δύσκολες καταστάσεις. Μακάρι όλα αυτά τα ανοιχτά μέτωπα να κλείσουν με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Το πρώτο ποίημα είναι επίκαιρο γιατί έχει να κάνει με το σημερινό γκρέμισμα των θεσμών στην Ελλάδα μας. Προσοχή δεν γκρεμίζουν για να κτίσουν κάτι καλύτερο, απλά γκρεμίζουν χωρίς να υπάρχει πλάνο για κάτι καινούριο. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος.

Ο ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΣ.

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.

Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης*
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι*
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.

Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.

Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.

Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς* ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι* μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω*, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!

*απελάτης= βυζαντινός φρουρός των συνόρων - ζωοκλέφτης.
*απελατίκι= σιδερένιο ρόπαλο
*πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
*νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
*γρικάω= ακούω

Το ποίημα "Ο γκρεμιστής" γράφτηκε το 1907 και ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) το αφιέρωσε στον 'Ιωνα Δραγούμη. (Από τη συλλογή : Δειλοί και κρυφοί στίχοι,1928)

=================
Δεύτερο.
Άκουσε, βαριόμοιρη,
τι κελαηδούν τ’ αηδόνια
Πήγαν και παλέψανε
στα μαρμαρένια αλώνια.

Πόλεμος δε στάθηκεν
ωσάν και τούτον άλλος
ο μικρός ο Έρωτας,
κι ο Χάρος ο μεγάλος.

Και χωρίστηκε σε δυο,
στριμώχτηκεν η πλάση
για να ιδεί ποιός απ’ τους δυο
τον άλλο θα χαλάσει.

===================

Ανατολή.

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά

Πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας.
Είναι χυμένη απ’ τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι·
κι όλα σας, κι η χαρά σας, μοιρολόι·
πικρό κι αργό.

Μαύρος, φτωχός και σκλάβος κι ακαμάτης
στενόκαρδος κι αδούλευτος, διαβάτης
μαζί με σας κι εγώ
μαζί με σας κι εγώ.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαρειά μοσχοβολάει
η λαγγεμένη Ανατολή

Και μια φυλή ζει μέσα σας και λιώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μαυρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.

===================

Αστόλιστο.

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του χάρου δε σε δίνω
στάσου με το ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω

Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσα τα χτένια
πάρ’ τε απ’ τη μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια

Μήπως και τον χάροντα
καθώς θα σε κοιτάξει
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει

Κι αν διψάσεις μην το πιεις
από τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς
φτωχο κομμένο δυόσμο

Μην το πιεις και ολότελα
και αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μην χάσεις

Και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας ω ακριβέ μας
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας

===============

Τριαντάφυλλα.

Γεια σας, τριαντάφυλλα
και γιασεμιά
στου βράχου φέρτε με
την κυκλαμιά

Πάει της καλύβας μου
το χελιδόνι
Του κάμπου δώστε μου την
την ανεμώνη

Πάει κι η λιογέννητη
Καλοκαιριά
Καλό στα σύννεφα
με το βοριά

Αϊ Γιώργης έφυγε
τ’ Απρίλη η χάρη
δόξα στ’ αδέρφι του
στον καβαλάρη

Χινοπωριάτικος
με τα’ άλογό του
περνά και είν’ έρωτας
το πρόσωπό του.
================

Δόξα στις πατρίδες.

Κι έκραζες βραχνά – το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω –
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»

Όσο ανάμεσα στους τόπους
είναι τόποι πιο ακριβοί,
και σα χέρια και σα μάτια
παίρνουν την ψυχή.

Όσο γίνεται απ’ το μέλι
στην κυψέλη το κερί
κι όσο ζούνε μες τους φράχτες
τους στενούς τρανοί λαοί.

Κι όσο αφέντες νόμοι δένουν
με δεσίματα λογής
και τ’ ανθρώπου τα φτερούγια
και τα πόδια της φυλής΄.

Και στα κακοτόπια τ’ άνανθα
και στους βράχους τους γυμνούς,
σάμπως μες σε περιβόλια,
σάμπως πέρα σε ουρανούς

Όσο θρέφουνε τους έρωτες
μίση, πόλεμοι, θυμοί,
και φυλάνε τους παράδεισους
η φωτιά και το σπαθί.

Όσο του ήλιου και οι αχτίδες
δε ζεσταίνουν όμοια και μαζί
πολυπρόσωπη, πολύψυχη τη Γη –
δόξα, δόξα στις πατρίδες!

=================

Τα μάτια της μάνας.

Του λυγμού μου το λάδι
σώθηκε και ξαγρυπνώ
τη νύχτα, άστρο κανένα.

Στην άκρια το κρεβάτι μου,
ένα φάντασμα κι απάνω μου
δυο μάτια καρφωμένα.

Ο κόσμος δεν υπάρχει,
από τις άβυσσους ρουφίχτηκε,
τα στόματα σκοτάδια.

Μόνο δυο μάτια υπάρχουνε
στα ανύπαρκτα, δυο μάτια
μοναχά, γιομίζουν τ’ άδεια,
μόνο δυο μάτια στα σκοτάδια
φέγγουνε, όλα κοιμούνται,
χάνονται, όλα σβούνε.

Μόνο τα μάτια της μάνας.
με κοιτάζουν άγρυπνα,
δεν κλείσανε ποτέ,
δε θα κλειστούνε.
==================
Η ελιά

Είμαι του ήλιου θυγατέρα*
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή,
χρόνια η αγάπη του πατέρα
σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να γείρω νεκρωμένη,
αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι,
τη γη τη θάψαν μια φορά.
Εμέ ζωής φέρνει σημάδι
στο Νώε η περιστερά.
Όλης της γης είχα γραμμένη
την ομορφάδα και χαρά.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Όπου κι αν λάχω* κατοικία,
δεν μου απολείπουν οι καρποί.
Ως τα βαθιά μου γερατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτου
ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί
κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά Του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ Του,

================

ΥΜΝΟΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Αρχαίον Πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά, και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίον Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.
================
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
Όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.


Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.

Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.

Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, (γίνε) διαφεντευτής.

Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά ! τσεκούρι !τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.

Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
R
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα
==================

Η ΝΙΚΗ
Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλλει
με φορεσιά ολοφωτεινή.

Ασύγκριτη σαν την ιδέα,
σαν όνειρο λαχταριστή,
είδα τη Νίκη την αρχαία,
τη Νίκη την κυματιστή!

Την είδα. Με το πέταμά της
δεν έφευγε στους ουρανούς,
εκεί που δύσκολα σιμά της
μπορεί να κρατηθεί κι ο νους.

Δεν έτρεχε να φτάσει πρώτη,
να στεφανώσει φτερωτή
το λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τον εμπνευσμένο τον ποιητή.

Την είδα να περνά μπροστά μου
με φορεσιά ολοφωτεινή
και λύγισα στη γη εκεί χάμου
κι έκραξα με τρανή φωνή,

Εσύ που δείχνεις πώς ανθούνε
εδώ μ’ αθάνατη ζωή,
πώς μας εμπνέουν και μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!»

Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!
===================

Ο ΔΙΓΕΝΗΣ

Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια.

Και σαν να μη τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη,
«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;

Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».

Καβάλα πάει ο Χάροντας, τον Διγενή στον Άδη!
=================

Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο


Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ;
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,

γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;

Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχῃ
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ...

Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;

Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα

Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι.
Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ - γοργὰ τρεχάτη
καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη
σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι.
Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω
καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.
=================
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ.
Ἓν ἄνθος

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ἓν ἄνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρὸ χλωρό.

Ἓν ἄνθος ὅμοιο μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ἀθώρητο σ᾿ ὅποιον σιμώνει
στὰ ὕψη ἐκεῖ.

Τὰ μάτια ἀνοίγοντ᾿ ἐκεῖ πέρα
καθὼς βρεθοῦν,
καὶ μὲ τὸν ξάστερον αἰθέρα
σμίγουν, μεθοῦν.

Ἐκεῖ θαμπώνουνε τὰ μάτια
σκόρπια μπροστὰ
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.

Κ᾿ ἡ φαντασία ἀμέσως βλέπει
ἡ μαγικὴ
γυμνὴ καὶ δίχως καμιὰ σκέπη
ἀπάνου ἐκεῖ

τὴν Ὀμορφιά, ποὺ τρισμεγάλη,
παντοτεινή,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ μάρμαρο προβάλλει
καὶ δὲν πονεῖ.

Καὶ κάθεται σὲ δόξας θρόνο,
καὶ δὲ γελᾶ,
δὲν κλαίει καὶ δὲν πλανᾶ καὶ μόνο
φεγγοβολᾶ!

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ξανοίγω τἄνθος τὸ μοναχὸ
καὶ τὸ ρωτῶ:
- Ἄνθος, ποὺ μοιάζεις μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ποιὰ μοίρα σ᾿ ἔρριξε ἐδῶ, μόνη
καὶ φτωχική;

Ἐδῶ ἀπὸ τἄστρα ἡ Τέχνη φτάνει,
καὶ λάμπει ἡ γῆ,
κ᾿ ἔπλασε ἡ Φύση ἐσὲ βοτάνι
γιὰ μίαν αὐγή.

Ἐδῶ δὲν ἔρχεται ἡ παρθένα
ἡ γελαστὴ
γιὰ νὰ σὲ κόψη καὶ μ᾿ ἐσένα
νὰ στολιστῆ.

Ἐδῶ μ᾿ εὐλάβεια καὶ τὸ ἀγέρι
μόλις φυσᾶ
ποτὲ σ᾿ ἐσὲ δὲν ἔχει φέρει
λόγια χρυσά,

γλυκὰ φιλιὰ ἀπὸ τὰ ταιράκια
κι ἀπὸ Ὀμορφιὲς
δὲν ἔχεις ἄλλα λουλουδάκια
γιὰ συντροφιές.

Ὁ Παρθενώνας μὲ φεγγάρι
τὴ νύχτα ἐδῶ
νικάει στὴ δόξα καὶ στὴ χάρη
τὸν οὐρανό.

Κ᾿ οἱ ἕξι ἀλύγιστες Παρθένες
στέκουν κι αὐτὲς
λαμπρόστηθες καὶ λαβωμένες
καὶ λατρευτές.

Κι ἀγάλματα, πέτρες, κολῶνες
χωρὶς χαρὰ
σκόρπια τὰ βλέπουν οἱ αἰῶνες
καὶ παγερά.

Σμίγουν ἐδῶ θεοὶ καὶ χρόνοι
παλιοί, χρυσοί.
Ἐδῶ, φτωχή, κρυφὴ ἀνεμώνη,
τί θὲς ἐσύ; -

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
δειλὰ δειλὰ
μὲ βλέπει τἄνθος τὸ μονάχο
καὶ μοῦ μιλᾶ:

- Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος τὸ παρθένο
καὶ τὸ κρυφὸ
ἀπὸ τὸν κόσμο μακρυσμένο
τὸ φῶς ρουφῶ.

Κι ἀνθῶ καὶ χαίρομαι τὰ κάλλη
ποὺ ἔχ᾿ ἡ ζωὴ
μακριὰ ἀπ᾿ τὰ πλήθη κι ἀπ᾿ τὴ ζάλη
κι ἀπ᾿ τὴ βοή.

Κι ἀπὸ τοῦ κάμπου τἄνθη τἄλλα
στέκω μακριά,
δειλό, λογόζωο, μιὰ στάλα,
μέσ᾿ στὴ σκιά.

Μέσ᾿ στὴ σκιὰ ποὺ ρίχνει ἐμπρός μου
μιὰ πέτρα ἁπλὴ
ξεχνῶ τὴν ψεύτική του κόσμου
φεγγοβολή.

Κι ἀγνώριστο, κι ἀχνό, μιὰ στάλα,
ζῶ ταιριαστὰ
μὲ τὰ λαμπρά, μὲ τὰ μεγάλα,
μὲ τἀκουστά.

Γιατί στὸν κόσμο εἶναι ζευγάρι
χαρὰ τοῦ νοῦ
καὶ ἡ δόξα τοῦ τρανοῦ κ᾿ ἡ χάρη
τοῦ ταπεινοῦ.

Γιατί στὸν κόσμο - ἄκου καὶ τάλλο -
καὶ στὸν καιρὸ
δὲν εἶναι τίποτα μεγάλο,
οὔτε μικρό.

Γιατί σὰν τἄστρο φῶς ἀφίνει
καὶ τὸ ξανθὸ
τἄνθος, γιατί καὶ τἄστρο σβύνει
σὰν τὸν ἀνθό.

Κι ὁ Παρθενώνας φεγγοβόλος
ποὺ ἐδῶ θωρῶ
ἐρείπιον εἶναι, ἐρείπιον ὅλος
λυπητερό.

Ἐνῶ σ᾿ ἐμένα φτωχὰ νιάτα,
διαβατικά,
ὅλα εἶν᾿ ἀπείραχτα, δροσάτα,
κι ἁρμονικά.

Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος ποὺ κρυμμένο,
τρεμουλιαστό,
μὲ δροσοδάκρυα ραντισμένο
καὶ γελαστό,

μέσα στὰ κάλλη, στὴ γαλήνη
τὴ ζωντανὴ
ποὺ ἡ Τέχνη ἁπλώνει καὶ ποὺ ἀφίνει
παντοτεινή,

σκορπίζω μίαν ἀνατριχίλα,
μιὰ νέα ζωή,
σά μου χαιδεύει τἀχνᾶ φύλλα
αὔρας πνοή.

Καὶ τὰ λιθάρια τἀκουσμένα
καὶ τὰ παλιὰ
νομίζεις παίρνουν κι ἀπὸ μένα
φεγγοβολιά.

Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις
ποὺ καρτερεῖ
καὶ στέκει μὲ τὴν ὀμορφιά της
τὴ λαμπερὴ

καὶ τίποτε δὲν ἔχει πλάνο
κι ἀνθρωπινό,
μοῦ φανερώνει, πρὶν πεθάνω
τὸν οὐρανό.

Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις
γλυκὰ γλυκὰ
θαρρῶ μὲ βλέπει στὰ ὄνειρά της
τὰ μυστικά.

Ἐδῶ στὴ δόξα τῶν αἰώνων,
στὸ φῶς τοῦ νοῦ,
ποὺ στέκεις ἡ Ὀμορφιὰ σὲ θρόνον,
ἄστρο οὐρανοῦ,

ἐδῶ στὴν ἔρμη ἀθανασία,
εἶμαι ἡ καρδιά,
ἡ νιοτ᾿ ἡ ἀγάπη κ᾿ ἡ θυσία,
καὶ ἡ μυρουδιὰ

κάποιας παράδεισος, μαζί σου
μὲ δένει τί;
τί ἄλλο ἀκόμα; - Εἶμαι ἡ ψυχή σου,
Ποιητή!
=================
Ὁμηρικὸς Ὕμνος
A´. Ἡ Δήμητρα


Ὡς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν,
Δημοφώονθ᾿ ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾿ ἀέξατο δαίμονι ἴσος
οὔτ᾿ οὖν σίτον ἔδων, οὗ θησάμενος Δημήτηρ
χρίεσκ᾿ ἀμβροσίη ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαώτα.

Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητραν

Εἶμαι τὸ φύτρωμα κ᾿ εἶμαι τὸ φούντωμα, ἡ Δήμητρα, ἡ χλόη.
K᾿ εἶμαι τὸ δέντρο κι ὁ ἀνθὸς κι ὁ καρπός, εἶμαι ἡ γῆ ποὺ ἀνασταίνει
κ᾿ ἢ ποὺ ἀνασταίνεται κ᾿ εἶμαι ἡ μητέρα πανάγια της κόρης
ποὺ μοῦ τὴν ἅρπαξε ποιός; κάποιο χέρι θεοῦ θὰ τὴν πῆρε,
μὰ ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἀπ᾿ τὸν κόσμο κι ἀπ᾿ ὅπου, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ἐμὲ τινάζει ὁ θυμὸς ὅση δύναμη δίνει μου ὁ πόνος,
κ᾿ ἔμεινε ἡ γῆ καθὼς εἴταν, ὁλόγυμνη, ξέρα, νεκρίλα·
θὰ μὲ φωτίσουν τοῦ ἡλιοῦ κ᾿ ἡ ματιὰ κι ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης,
ὁδηγητές, νὰ τὴ βρῶ κι ὅπου ἂν εἶναι καὶ σ᾿ ὅποιον, τὸ χέρι
πάει τὸ δικό μου καὶ παίρνει κι ἀδράζει, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ὁ Ἥλιος τῶν ὅλων θεωρὸς καὶ μαντεύτρα τῶν ὅλων ἡ Ἑκάτη.

K᾿ ἔψαξα, κοίταξα, γύρισα κι ὅλα βουβά, κρυφὰ πάντα.
K᾿ ἦρθα λιγόχρονη ἀνάπαψη νὰ βρῶ στὴ χώρα σας μέσα
ποὺ βασιλεύει ὁ καλὸς Κελεὸς μὲ τὴν ἄξια γυναίκα,
καὶ μὲ τὶς τέσσερες κόρες, ἡ μιὰ πιὸ καλὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
καὶ σὰ γελᾶν καὶ σὰ στέκουν καὶ σὰν περπατοῦν, ρηγοποῦλες
τ᾿ Ἀπριλομάη, Κλεισιδίκη, Δημώ, Κυμοθόη, Καλλινίκη,
καὶ τὸ στερνό σας μ᾿ ἐσᾶς τὸ νιογέννητο βυζασταρούδι
ποὺ παραμάνα του θέλω, σᾶς εἶπα, νὰ πάω νὰ τὸ ζήσω·
ἡ μοίρα θέλησε καὶ σὰ νὰ πρόσταξε θεὸς νὰ τρανέψῃ
δίχως τὰ χρόνια, νέος πάντα χωρὶς γερασιά, χωρὶς μνῆμα,
δίχως τὸ θάνατο, ἀθάνατος μέσ᾿ στοὺς μακάριους, ἀπάνου
κι ἀπὸ καιροὺς κι ἀπ᾿ τὶς ὦρες, τὶς μπόρες κι ἀπ᾿ τὰ θνητὰ πάντα.

Στὰ γόνατά μου τὸ κάθησα, στὴν ἀγκαλιά μου τὸ πῆρα,
μὲ τὰ φιλιά μου τ᾿ ἀνάθρεψα καὶ μὲ τὰ χάδια, καμάρι
θεοῦ κηπουρὸς ποὺ τὸ πότιζε, θεοῦ ποὺ τὸ ζοῦσε ὀργοτόμος.
Ὅταν ἡ νύχτα κρυφὰ καὶ βαθιά μου τ᾿ ὁρμήνευε, στάλα,
στάλα, στ᾿ ἁβρό του κορμὶ καὶ μὲ τὰ χέρια μου τὴν ἀμβροσία
τοῦ τὴν περίχυνα χρίσμα, νὰ βρῇ τὴ θεράπαψη ἀπ᾿ ὅσες ἀρρώστιες
θὰ τοῦ κιντύνευ᾿ ἢ ζωή, δυστυχίες, κακίες, ἀνημπόριες.
Κι ὅταν ἡ νύχτα στερνὴ κι ἀπ᾿ τὰ μάτια μακριὰ τ᾿ ἄλλου κόσμου
μὲ ξεμονάχιαζε, τ᾿ ἄναβα τότε τὸ οὐράνιο, τὸ μέγα
στοιχειὸ τὴ φλόγα, οὐρανέ! τὴ φωτιὰ τὴν ὑπέρτατη, ἐντός της
νά ῾βρῃ μιὰ ἐντέλεια θεοῦ νὰ τὴν τρέφῃ τὴ σάρκα του πάντα,
σῶμα, ψυχή, νοῦς του, ἐντέλειες κ᾿ οἱ τρεῖς, μιὰ τριάδα, μιὰ ἰδέα,
καὶ τίποτ᾿ ἄλλο, ψωμί, πείνα, δίψα, τροφή, τίποτ᾿ ἄλλο,
καὶ τὴν πνοή μου, γιὰ γάλα, θεϊκὴ τοῦ φυσοῦσα στὰ χείλη.

K᾿ ἔτσι, Μετάνειρα, μάνα φιλόστοργη, τῆς Ἐλευσίνας
ἄνασσα καὶ καύχημ᾿, ἀλόγιστη πάντα γυναίκα,
ἦρθες, μίαν ὥρα τῆς μοίρας κακὴ καὶ χαλάστρα, καὶ ξάφνου,
τὸ εἶδες τὸ νέο τὸ κορμὶ σὰν τὸ σίδερο στὴ φωτιὰ μέσα
γιὰ τὴν αἰώνια τὴ ζήση νὰ δένη νὰ δένεται, Ὀλύμπιος,
μὲ τοῦ χεριοῦ μου τὸ θάμα, τῶν πάντων γιατρειὰ ποὺ θεριεύει,
κι ἀντὶ νὰ μείνῃς μπροστά μου στὰ γόνατα δεόμενη, βγάνεις
τρόμου φωνὴ καὶ λαχτάρα κατάρα γιὰ μένα σου φεύγει,
«τρέχτε, γλυτῶστε τό, πάρτε τό, ἡ ξένη μου καίει τὸ παιδί μου!»
κ᾿ ηὗρ᾿ ἡ ἀποθέωση τὸ ἔμποδο ἀπέραστο τῆς κακιᾶς ὥρας
ποὺ θὰ βαστᾶ τὸ θνητὸ γιὰ τὰ ἐγκόσμια στὸ πρόσκαιρο διάβα.
Μήτε Ἡρακλῆς μὲ τὴν Ἥβη, Ἀπολλώνια καὶ μήτε κ᾿ ἡ δόξα,
τρανὴ ὅση ἡ τιμή του κ᾿ ἡ λάμψη του, ἡ δόξα του βαριὰ καὶ τώρα
βρέφος πὼς βρῆκε τὸν ὕπνο στὸν κόρφο μου, στὰ γόνατά μου.
Μὰ καὶ τὸ γέρασμ᾿ ἀλύπητο θὰ ῾ρθῇ καὶ ὁ τάφος καὶ πάντα θ᾿ ἀνοίξῃ.

Ὅμως ἐγώ σας πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχάνω,
χτίστε μου ναὸ καὶ βωμὸ στὴν κορφή, στὸ Καλλίχορο ἀπάνου.
Ξεχωριστή μου ἡ θωριὰ κ᾿ ἡ ματιά της φαντάζει σὰ χέρι,
θέλω μ᾿ αὐτὴ σαρκικὰ κι ὅ,τι ἰδῶ νὰ κρατήσω νὰ πάρω,
κ᾿ ἐσᾶς ποὺ ἦρθα ἐδῶ μὲ σᾶς πεθυμιά, ῾χω καὶ μίαν εὐχὴ δίνω
νὰ μὲ γιορτάζετε πάντα στὴ ζωὴ ποὺ θὰ εἶν᾿ ἄλλη ἀπὸ τούτη·
θὰ εἶν᾿ ἀγαθή, διαλεχτή, γαληνὴ καὶ λευκὴ καὶ μακάρια.
Καὶ κυβερνῆτες μ᾿ αὐτὴ καὶ λαοὶ κι ὅσοι προστάζουν ἢ ἀκοῦνε
θὰ τοὺς ταιριάζω στοῦ χρόνου τὸ πέρασμ᾿ ἀπέραστη μέσα
στῆς Ἐλευσίνας λιτῆς καὶ φτωχῆς τὰ μυστήρια τὰ πάντα
πλούσια κι ἀλάλητα καὶ πολυνόητα σὲ καρδιὲς θρῆσκες
ποὺ βλέποντάς τὰς ἀπὸ τ᾿ ὄραμ᾿ ἁγιάζουν τῆς ὅποιας θρησκείας·
ἦρθε ἢ θὰ ῾ρθῇ, κρυφὴ ξέσκεπη, μέσα της πάντα ἡ ἀλήθεια.

Ὅμως ἐγὼ σᾶς πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχνάω
καὶ τὴ μοσκόβολη χώρα σας, πρόσωπα, πράματ᾿, ἀγέρα,
καὶ τοὺς ἀνθρώπους λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὶς πανώριες
ποὺ νερὸ φέρναν καὶ ὑδρεύοντας μέσ᾿ στὰ χαλκένια λαγήνια,
στὴ βρυσομάνα ἡ ἐλιὰ ποὺ τὴν ἴσκιωνε, καὶ μοῦ τὸ δῶσαν
καὶ τὸ ἤπια κ᾿ οἱ τέσσερες τρέξαν νὰ ποῦν τῆς μητέρας πὼς ἦρθα
ξένη κι ἀγνώριστη γριὰ γλυτωμένη ἀπὸ χέρια κουρσάρων,
τῶν ἀλαφιῶν τὸ περπάτημα ἰσόθεες κ᾿ οἱ τέσσερες εἶχαν
καὶ τῶν ἀνθῶν ποὺ σαλεῦαν τὴ χάρη κροκόπεπλες δείχναν.
Ὅταν φανοῦν, τοὺς θεοὺς δὲ μποροῦν οἱ θνητοὶ νὰ μαντέψουν.
Μὰ καὶ ἡ μητέρα καὶ οἱ κόρες μπροστά τους κι ἂς εἴμουν γριὰ ξένη
κάπως μυρίζαν θαμπὰ καὶ δειλὰ τὴν ἀφάνταστη ὀλύμπια θεότη,
καὶ σὲ προσκύνημα εὐλάβειας χωρὶς νὰ τὸ θέλουν σταθῆκαν,
κ᾿ ἕνα χαμόγελο πῆρε ν᾿ ἀνθίσῃ στ᾿ ἀχνά μου τὰ χείλη.
Ἄμποτε, κόρες, μητέρα, τὴ ζήση σας ὅμοια σὰ νόημα
στὰ ροδοχείλια σας τὸ χαμογέλιο μου νὰ τὴ φωτίζῃ.
=======================

Αποτίοντας τιμή στον Κωστή Παλαμά, που γεννήθηκε τέτοιες μέρες το 1859, υπενθυμίζω ορισμένα από τα πάντα επίκαιρα «Σατιρικά γυμνάσματα», στα οποία καυτηριάζει με προφητική οξυδέρκεια τις αιώνιες παθογένειες του λαού και του τόπου:

Στ' ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου, και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι/ κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου./ Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,/ ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,/ οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,/ κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες/ και της γραμματικής οι μανταρίνοι/ και της πολιτικής οι φασουλήδες,/ ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!/ –Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου!–/ Βυζαντινοί - Γασμούλοι - Λεβαντίνοι./ Ρωμαίικο, νά! Με γεια σου, με χαρά σου.

Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους. Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν/ όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους./ Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν./ Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,/ τ’ άρματά τους. Με κείνα μάς χαλάσαν./ Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα./ Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος./ Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα./ Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος/ κάθε λογής τζουτζέδων και πιερότων/ κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος/ μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.

Προγόνους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,/ όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,/ όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,/ όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,/ του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,/ τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,/ Ομηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,/ καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,/ Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες./ Ολα φκιάσ’ τα γκιουβέτσι και σαλάτα,/ νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,/ και τα βιολιά, και ρίξου τους και φάτα./ Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.

Ιδεολόγοι και νιτερεσολόγοι/ κι όσους μεθάνε της ζωής οι χάρες/ κι εσείς με του ασκητή το κομπολόγι/ κι εσείς, τραγουδιστές με τις κιθάρες/ κι εσείς που τη ζωή κατάρα κλαίτε/ κι εσείς με των παθών τις λιγωμάρες/ κι εσείς που σε νερά γαλήνης πλέτε/ των «όλα αλλάζουν» οι διαλαλητάδες/ κι όσοι στο γυρισμό των ίδιων καίτε/ λιβάνι, κι όσοι καταφρονητάδες/ των όχλων κι εσείς οι άθεοι κι όσοι θρήσκοι/ κι εσείς, των προλετάριων οι λαμπάδες/ κι όλοι, υπεράνθρωποι, άνθρωποι, ανθρωπίσκοι!

Γυναίκα, αν θες αντρίκεια να δουλέψεις/ για τον ξεσκλαβωμό σου, δε σε φτάνει/ να κάψεις, να σκορπίσεις, να ξοδέψεις/ το χρυσάφι, τη σμύρνα, το λιβάνι/ στο νέο βωμό. Μέσα σου πρώτα κάψε/ το τριπλό ξόανο που τους δούλους κάνει:/ Συνήθεια, Κέρδος, Πρόληψη. Και σκάψε/ και του παλιού καιρού τα παραμύθια/ κι ας είν’ όμορφα, μια για πάντα θάψε./ Α! τα μεστά καμαρωτά σου στήθια/ βραχνάς τα πνίγει, πνίχ’ τον, πολεμίστρα/ για την Αγάπη και για την Αλήθεια./ Πάντα μαζί σου κι η Ομορφιά η μεθύστρα.

Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι./ Ο λαός είναι τίποτε και είν’ όλα/ είναι του εκδικητή το γιαταγάνι/ κι είν’ η μαϊμού η ξαδιάντροπη, η μαριόλα/ και η ρίζα και η κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος/ κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα/ κι ο αρχαίος Αθηναίος κι ο Οτεντότος./ Στο τραγούδι του αηδόνι αναστενάζει,/ στο θυμό του της αστραπής ο κρότος./ Σαν τρώει τα σπλάχνα του λαού μαράζι,/ κανείς πλαστουργός ήρωας, κανείς θεός./ Η δόξα, όπου κι αρχόντοι και βαστάζοι/ με μια σφραγίδα σφραγισμένοι: Λαός.

Πηγή: meteoros@efsyn.gr


Επιμέλεια ανάρτησης Επικούρειος Πέπος.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ο Εθνικός μας ποιητής. του Κωνσταντίνου Μάντη. Η επιλογή έγινε από τον Ορέστη.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, το μενού του ιστολογίου μας σήμερα έχει τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Σαν σήμερα 10/10/ του μακρινού 1990 είχα επισκεφτεί την δεύτερη πατρίδα μου την Ιαπωνία. 34 χρόνια, μα πότε πέρασαν; Πάμε λοιπόν στο θέμα μας. Καπτάν Φατούργο κράτα γερά.
Ο κόμης Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798. Οι ρίζες της οικογένειάς του βρίσκονται στη Βενετία, αλλά το όνομα Σολωμός συναντάται για πρώτη φορά σε ένα διάταγμα του Δόγη στο οποίο αναφέρεται ότι ο Ιωάννης Αρσένιος Σολωμός έφυγε από την Κρήτη μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους και έφτασε στον Μοριά. Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός ήταν γιος του κόντε Νικολάου και της Αγγελικής Νίκλη, παραδουλεύτρας στο σπίτι των Σολωμών. Είχε και ένα μικρότερο αδερφό, τον Δημήτριο, ενώ από τον πρώτο γάμο του πατέρα του και από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του είχε και ετεροθαλή αδέρφια. Η κοινωνική θέση του πατέρα του και η οικονομική άνεση που του εξασφάλισε ο γάμος της μητέρας του με τον πατέρα του την παραμονή μόλις του θανάτου του τελευταίου, βοήθησαν τον νεαρό Σολωμό να πάρει μόρφωση αντάξια του ονόματός του. Ως πρώτος δάσκαλός του αναφέρεται ο Ιταλός Don Santo Rossi, ο οποίος, το 1808, συνόδευσε τον μικρό Διονύσιο στην πόλη Κρεμόνα της Ιταλίας, στο Λύκειο της οποίας άρχισε σπουδές σε ηλικία δέκα ετών. Ακολούθως έκαμε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, όπου γνώρισε και σχετίσθηκε με τον Μόντι, περίφημο μεταφραστή του Ομήρου, καθώς και τον Μαντσόνι. Επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818 χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αλλά πλούσιος σε εμπειρίες, σοφία και ποιητικές ιδέες. Στη Ζάκυνθο δημιούργησε έναν κύκλο φίλων και συνομιλητών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ιταλοθρεμένοι διανοούμενοι (Τερτσέτης, Μάτεσης, Ταγιαπιέρας, κ.ά.).

Το 1828 ο Σολωμός εγκαταλείπει τη Ζάκυνθο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα. Τα πρώτα χρόνια στο νησί είναι από τα πιο ευτυχισμένα και δημιουργικά του ποιητή, ο οποίος, απερίσπαστος, αφοσιώνεται στις δύο μεγάλες αγάπες του, τη μελέτη και την ποιητική δημιουργία. Όπως ο ίδιος σημειώνει σε γράμμα που στέλνει στον πατέρα του ποιητή Μαρκορά: «Είναι γλυκό μέσα στην ησυχία του μικρού δωματίου να καταστρώνει κανείς ό,τι μέσα λέγει η καρδιά». Η ευτυχισμένη και δημιουργική αυτή φάση όμως δεν θα κρατήσει πολύ. Το 1833 θα αρχίσει για τον ποιητή μια οδυνηρή περίοδος, όταν θα εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα με τον Νικόλαο Λεονταράκη, γιο της μητέρας του από τον δεύτερο γάμο της, για τη διεκδίκηση του ονόματος και της περιουσίας του κόντε Σολωμού. Στη διαμάχη αυτή, η οποία θα λήξει το 1838 με δικαίωση του Σολωμού, η μητέρα του πήρε στάση κατά του ποιητή, γεγονός το οποίο θα συγκλονίσει ανεπανόρθωτα την ψυχή του. Το 1857 πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία μόλις 59 ετών και το 1865 το λείψανό του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στη Ζάκυνθο.

Τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες τις έκανε ο Σολωμός στην ιταλική γλώσσα, που ήταν η γλώσσα των σπουδών του. Γρήγορα όμως την εγκατέλειψε για να αναζητήσει στη μητρική του γλώσσα τα εκφραστικά μέσα τα οποία θα υπηρετούσαν τις υψηλές ιδέες του. Ο Χριστόπουλος με τα Λυρικά του, τα ποιήματα του Βηλαρά, τα δημοτικά τραγούδια, ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, η συναναστροφή με τον Πολυλά και τον Σπ. Τρικούπη θα είναι οι πρώτοι «δάσκαλοι» του ποιητή, ο οποίος έμελλε να αναδείξει την ελληνική γλώσσα σε αξία ισότιμη της πατρίδας. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» είναι η αποστροφή που συνοψίζει το δημιουργικό του σύμπαν. Το ποιητικό έργο του Σολωμού μπορεί να ενταχθεί σε χρονικές περιόδους οι οποίες σχετίζονται τόσο με το γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιεί όσο και με τη μορφή και τη θεματολογία των ποιημάτων του.

'Ετσι, μετά τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες στα ιταλικά, αρχίζει η πρώτη ουσιαστικά φάση της ποίησής του, η ζακυνθινή λεγόμενη περίοδος, η οποία περιλαμβάνει τα μικρής έκτασης ποιήματα, Ξανθούλα, Αγνώριστη, Τρελή Μάνα. Η γόνιμη δεκαετία του ποιητή θα ξεκινήσει το 1823 με το πρώτο εκτεταμένο (158 στροφές) ποίημά του, Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, το οποίο του χάρισε τον τίτλο του εθνικού ποιητή, και θα συνεχιστεί με την ωδή Εις τον θάνατον του Λορδ Μπάιρον, το επίγραμμα των «Ψαρών» (1825), το ποίημα Η Φαρμακωμένη (1826). Στην παραγωγή αυτών των χρόνων ανήκει και το δοκίμιο για τη γλώσσα, Διάλογος (1824), καθώς και το παράξενα γκροτέσκο πεζογράφημα Η γυναίκα της Ζάκυθος. Στην περίοδο της ωριμότητας, η οποία συμπίπτει με τη δημιουργική παραμονή του ποιητή στην Κέρκυρα, ανήκουν οι μεγάλες συνθέσεις, Ο Κρητικός (1833), Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (1833-1844) και Ο Πόρφυρας (1849). Πρόκειται για το περίφημο «είδος μικτό αλλά νόμιμο», όπου ο ποιητής —συνειδητά, για ορισμένους μελετητές, από αδυναμία, για άλλους— δημιουργεί ημιτελή σχεδιάσματα, αποδεσμευόμενος από τα κυρίαρχα ανταγωνιστικά ρεύματα του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Ο γνήσιος εθνικός δεκαπεντασύλλαβος είναι η ποιητική φόρμα στην οποία επεξεργάζεται πλέον ο ποιητής τα μεγάλα θέματα της ποιητικής του: πατρίδα, ελευθερία, φύση, έρωτας. Στην τελευταία φάση της δημιουργίας του δουλεύει ξανά και ξανά τα μεγάλα έργα του και τέλος επιστρέφει στην ιταλική γλώσσα, για να δώσει λίγα ακόμα σονέτα, επιγράμματα και πεζά σχεδιάσματα.

Το 1815 θα περάσει στο πανεπιστήμιο της Παβίας και θα επιστρέψει στη Ζάκυνθο μετά τρία χρόνια, είκοσι χρονών. Είχε γεννηθεί εκεί τον Απρίλιο του 1798. Ο πατέρας του είναι πλούσιος άρχοντας, η μητέρα του η Αγγελική Νίκλη, είναι γυναίκα του λαού, δουλεύτρα στο πατρικό σπίτι. Όταν γεννιέται ο Διονύσιος, η Αγγελική δεν είναι δεκαέξι χρονών. Αποφασιστική θα είναι από την άλλη μεριά στο νεαρό Διονύσιο και η επίδραση του Ιταλού δασκάλου του ιερωμένου Don Santo Rossi. Δέκα χρονών, το 1808, κι αφού ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει ο πατέρας του, ο Σολωμός συνοδευμένος από τον Rossi, έρχεται στην Ιταλία να σπουδάσει, στο Λύκειο της Κρεμόνας, στο Πανεπιστήμιο της Παβίας ύστερα.

Από την εποχή της Ιταλίας τα πρώτα του ποιητικά γραψίματα – φυσικά όλα ιταλικά. «Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ», «Ωδή για πρώτη λειτουργία». Μερικά από τα αυτοσχέδια αυτά σονέτα του Σολωμού τυπώθηκαν στην Κέρκυρα το 1822, με τον τίτλο Rime Imrovisate. Όσα έγραψε υστερότερα ως το 1827 ξεχωρίζουν για τη θεματική σοβαρότητα. Στο λόρδο Γκίλφορντ, για το θάνατο του πάπα Πίου Ζ΄, για το θάνατο του Ugo Foscolo. Αυτά είναι και τα τελευταία του ιταλικά γραψίματα. Κρίσιμη στάθηκε στο τέλος του 1822 η συνάντησή του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος ζήτησε να δει το Σολωμό και του είπε πως αυτό που χρειάζεται η πατρίδα είναι μια ποίηση ελληνική.

Τα νεανικά του ποιήματα (της πενταετίας 1818-1823) είναι γραμμένα τα περισσότερα σε μικρούς ευλύγιστους στίχους: Ο θάνατος του βοσκού, Ο θάνατος της ορφανής, Η Ευρυκόμη, Τρελή μάνα, το ποίημα έχει και υπότιτλο Το κοιμητήριο, Αγνώριστη, Ξανθούλα. Το ξέσπασμα του 1821 συγκλονίζει τον Έλληνα ποιητή. Το 1824 στο Διάλογο, θα πει: Μήπως έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Το Μάιο του 1823 σ’ ένα μήνα μέσα και σε συνεχή διάθεση λυρικού ενθουσιασμού θα γράψει τις 158 στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερία. Ποίημα της επιτυχίας που καθιερώνει αμέσως τον εικοσιπεντάχρονο ποιητή. Ο Ύμνος είχε μεγάλη απήχηση, μεταφράστηκε στις περισσότερες ξένες γλώσσες και η λυρική του φωνή ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού. Δέκα χρόνια υστερότερα έγραψε τον Κρητικό. Το επίγραμμα για την καταστροφή των Ψαρών (1825). Η δυσκολία που νιώθει ένας συγγραφέας δεν είναι να δείξει φαντασία και πάθος, αλλά να υποτάξει τα δύο αυτά, με καιρό και με κόπο, εις το νόημα της τέχνης. Η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό αλλά είναι ξεχείλισμα της ψυχής.

Στο τέλος του 1828 αφήνει το μικρό επαρχιακό περιβάλλον της Ζακύνθου και πάει να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα ζητώντας απομόνωση και περισυλλογή. Μια ξεχωριστή προσωπικότητα εκεί, ο μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος που θα τους δέσει μια διαρκής και ειλικρινή φιλία. Εις μοναχήν 2829. Ο Λάμπρος 1834, μάλιστα δίνει και δημοσιεύεται ένα μεγάλο απόσπασμα στην Ιόνιο Ανθολογία. Τα δύο μοναδικά πεζά του Σολωμού. Το πρώτο είναι ο Διάλογος του 1824, το πιστεύω του Σολωμού για τη δημοτική γλώσσα, σαν συνέχεια του Ονείρου και του Λογιότατου ταξιδιώτη του Βηλαρά. Το δεύτερο πεζό έργο Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Ξεκινημένο ίσως ως σάτιρα εναντίον μιας συγκεκριμένης γυναίκας, παίρνει προεκτάσεις καθολικότερες και γίνεται θρήνος και προφητεία ή όνειρο εφιαλτικό. Η πρόζα είναι έξοχη, καθαρή, στιβαρή δημοτική, η έκφραση πυκνή, ο τόνος πολλές φορές αποκαλυπτικός.


Το 1883, από τη μια μεριά μια οικογενειακή δίκη θα έρθει να του ταράξει την ευτυχισμένη ζωή στην Κέρκυρα, κι από την άλλη με τον Κρητικό θα μπει σε μια νέα περίοδο απόλυτης ωριμότητας. Τη δίκη την υποκίνησε ο ετεροθαλής αδελφός του Ιωάννης Λεονταράκης, πρώτος γιος από το δεύτερο γάμο της μητέρας του, που ήθελε να αποδείξει πως γεννήθηκε μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες και επομένως είναι γιος του γέρου Σολωμού. Έξι χρόνια κράτησε η δίκη.

Αλλά το 1883 είναι και η χρονιά που γράφει τον Κρητικό. Μας έχει παραδοθεί σαν απόσπασμα, αλλά αυτό είναι φαινομενικό μονάχα. Ο Κρητικός θα ήταν ένα επεισόδιο, το επεισόδιο όμως αυτό αποτελεί ένα ποίημα αυτοτελές και πέρα ως πέρα ολοκληρωμένο. Το ποίημα αποτελεί, πολύ περισσότερο από τα προηγούμενα, μια διείσδυση προς τις ρίζες της εθνότητας, προς μια βαθύτερη συνείδηση του νεοελληνικού λυρικού λόγου. Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα.

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Ελεύθεροι είναι οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου κατά τη δεύτερη, μεγάλη πολιορκία από το 1825 ως την απεγνωσμένη και ηρωική έξοδο την παραμονή των Βαΐων του 1826. Έχουμε το πρώτο σχεδίασμα, γύρω στα 1830. Τι σημαντικότερο είναι το Β΄ σχεδίασμα, στον ίδιο στίχο με τον Κρητικό, που το δουλεύει δέκα και παραπάνω χρόνια, από το 1833 ως το 1844. Τότε και ενώ ήταν αρκετά προχωρημένος στη σύνθεση, άρχισε να το ξαναχύνει σε άλλη στιχουργική μορφή, σε δεκαπεντασύλλαβους πάλι, χωρίς όμως το εξωτερικό στολίδι της ομοιοκαταληξίας. Ο Σολωμός δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση, δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σ’ ένα σύνολο αφηγηματικό ή «επικολυρικό». Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για τη μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας προς μια κατάκτηση ενός καθαρού λυρικού χώρου, πολύ πριν από την εποχή του. Σωστότερο θα ήταν τα κομμάτια αυτά να τα πούμε λυρικές ενότητες ή επεισόδια λυρικά. Οι πολιορκημένοι ξεπερνούν τη μία μετά την άλλη τις δυσκολίες με τις οποίες έχουν να παλέψουν, φυσικές πρώτα (όπως την πείνα), ψυχικές ύστερα, ώσπου να φτάσουν στην υπέρτατη στιγμή της θυσίας. Η φύση την άνοιξη, στην πιο γλυκιά της ώρα, σαν μια δύναμη που έρχεται να φέρει τη δειλία και το δισταγμό στις ψυχές των πολιορκημένων – ένα θέμα ιδιαίτερα αγαπητό στο Σολωμό.

Στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του (1847-1857) ξαναγυρίζει στην ιταλική ποίηση. Το σημαντικότερο από τα ελληνικά ποιήματα είναι ο Πόρφυρας του 1849. Πόρφυρα λένε στην Κέρκυρα τον καρχαρία. Ο Σολωμός πέθανε το Φεβρουάριο του 1857, ήταν μόλις 59 χρονών.

Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,
Και της ομορφιάς θεά∙
Μου εφαινότουν οπώς ήμουν
Μετ’ εσένα μία νυχτιά.

Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι
Περπατούσαμε μαζί,
Όλα ελάμπανε τ’ αστέρια
Και τα κοίταζες εσύ.

Εγώ τ’ σο’ ’λεα: «Πέστε, αστέρια,
Είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,
Που να λάμπει από κει απάνου
Σαν τα μάτια της κυράς;

Πέστε αν είδετε ποτέ σας
Σ’ άλλη, τέτοια ωραία μαλλιά,
Τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
Τέτοια αγγελική θωριά;

[…]

Εσύ έκαμες ετότες
Γέλιο τόσο αγγελικό,
Που μου φάνηκε πως είδα
Ανοιχτό τον ουρανό.

Και παράμερα σ’ επήρα
Εισέ μια τρανταφυλλιά
Κι έπεσά σου αγάλι αγάλι
Στην ολόλευκη αγκαλιά.

Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
Όπου μο’ ’δινες γλυκά,
Εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
Από την τρανταφυλλιά.

Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν,
Ως οπού ’λαμψεν η αυγή,
Που μας ηύρε και τους δυο μας
Με την όψη μας χλωμή.

Τούτο είν’ τ’ όνειρο, ψυχή μου∙
Τώρα στέκεται εις εσέ,
να το κάμεις ν’ αληθέψει
και να θυμηθείς για με.

========================

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Β΄
1

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».


[Στο πρώτο απόσπασμα του ποιήματος ο Σολωμός παρουσιάζει τις δραματικές επιπτώσεις της πείνας στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Οι κάτοικοι έχουν εξασθενίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε η περιοχή αντί να σφύζει από ζωή και να ακούγονται παντού ανθρώπινες φωνές και ήχοι από τις διάφορες ασχολίες τους, επικρατεί απόλυτη σιωπή σα να πρόκειται για ένα μεγάλο νεκροταφείο. Οι άνθρωποι του Μεσολογγίου, αν και ζωντανοί ακόμη, έχουν ωστόσο περιέλθει σε μια κατάσταση πλήρους αδράνειας.
Οι ακόλουθες εικόνες του αποσπάσματος με τη μητέρα και τον Σουλιώτη, βρίσκονται και στο Ά Σχεδίασμα του ποιήματος, και παρουσιάζουν με παραστατικό τρόπο το μέγεθος της εξάντλησης των Μεσολογγιτών, καθώς και την απόλυτη απουσία τροφής.
Την ώρα που ένα πουλάκι κελαηδάει, έχοντας βρει ένα σπυρί για να φάει, η μητέρα το κοιτάζει με φθόνο, μιας κι εκείνη δεν έχει τίποτε για να τραφεί η ίδια και το κυριότερο για να θρέψει τα παιδιά της. Από την έλλειψη τροφής μάλιστα και την εξάντληση τα μάτια της μητέρας έχουν μαυρίσει –το δέρμα του προσώπου ακριβώς κάτω απ’ τα μάτια όντας ιδιαίτερα ευαίσθητο «μαυρίζει» από την εξάντληση και την κούραση-, η μάνα όμως δεν λυγίζει και δίνει όρκο στα μάτια της, στο φως της, πως θα αντέξει και την πείνα και την τραγική μοίρα που αναμένει την ίδια και τα παιδιά της. Παρά την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί οι πολιορκημένοι, παραμένουν ψυχικά ελεύθεροι και ξεπερνούν κάθε δύναμη που τους αντιπαλεύει και τους καταπονεί.
Σε αντίστοιχη κατάσταση με τη μητέρα, που με πόνο βρίσκει τον εαυτό της να μην μπορεί να εξασφαλίσει τροφή για τα παιδιά της, βρίσκεται ο Σουλιώτης πολεμιστής που κλαίει, σ’ ένα απόμερο σημείο, γιατί δεν έχει πια τη δύναμη να σηκώνει το τουφέκι του. Ο πολεμιστής αυτός που έχει τη θέληση και τη γενναιότητα να αντισταθεί στους εχθρούς, έχει εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό από την πείνα, ώστε του είναι δύσκολο ακόμη και να κρατά του όπλο του. Η αναίρεση αυτή της πολεμικής του υπόστασης, πικραίνει τον Σουλιώτη, όπως άλλωστε και το γεγονός ότι οι εχθροί γνωρίζουν πολύ καλά σε τι κατάσταση έχουν περιέλθει οι Μεσολογγίτες.
Η πείνα που έχει εξαντλήσει τους κατοίκους και τους φέρνει αντιμέτωπους με την προοπτική ενός φρικτού θανάτου αποτελεί μία από τις σημαντικές δυσκολίες που οι Μεσολογγίτες θα ξεπεράσουν, έχοντας στη σκέψη τους την επιθυμία να μην υποταχτούν για κανένα λόγο στους εχθρούς τους. Η ψυχική δύναμη των πολιορκημένων είναι ισχυρότερη από κάθε σωματική ταλαιπωρία, κάθε πόνο, αλλά και κάθε πειρασμό, όπως θα ειπωθεί στη συνέχεια.]

2
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει τη Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:

Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

[Πρόθεση του ποιητή σ’ αυτό το απόσπασμα είναι να αναδείξει το βαθμό στον οποίο δοκιμάζονται οι πολιορκημένοι καθώς η ανοιξιάτικη φύση γύρω τους αποκαλύπτει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ζωής. Απ’ άκρη σ’ άκρη η φύση αναγεννιέται δημιουργώντας εικόνες τόσο θελκτικές, ώστε η απόφαση των πολιορκημένων να θυσιάσουν τη ζωή τους τίθεται σε τρομερή δοκιμασία.
Το κάλλος της φύσης και η υπόσχεση ευδαιμονίας που μεταδίδεται από κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, διαπερνά τους Έλληνες μέχρι το βάθος της ψυχής τους, καθιστώντας τον αγώνα τους πολλαπλά δυσκολότερο. Η ομορφιά του τοπίου, άλλωστε, δεν είναι απλώς μια αισθητική απόλαυση, είναι πολύ περισσότερο μια υπενθύμιση της ασύγκριτης δύναμης που χαρακτηρίζει τη ζωή. Οι πολιορκημένοι αντιλαμβάνονται πως ό,τι σκοπεύουν να θυσιάσουν είναι ένα θείο δώρο, ικανό να προσφέρει ατέρμονο ευδαιμονισμό. Έτσι, το παραδείσιο τοπίο γύρω τους λειτουργεί ως μέσο για την πλήρη συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να εγκαταλείπει κάποιος το δικαίωμά του στη ζωή.
Ο ποιητής δίνει μ’ έναν πολύ παραστατικό τρόπο την ένταση με την οποία συντελείται η αναγέννηση του τοπίου, παρουσιάζοντας τον Απρίλη και τον Έρωτα να χορεύουν και να γελούν. Η υπέροχη αυτή εικόνα συνδυάζει την αναγέννηση της φύσης, που συνοδεύει τον ερχομό της άνοιξης, με τη ζωοποιό δύναμη του έρωτα. Ο έρωτας, ως ανθρώπινο συναίσθημα, βρίσκει πρόσφορο έδαφος με τον ερχομό της άνοιξης και με το ξύπνημα των αισθήσεων που συνοδεύει τη συνολική ευφορία τις φύσης. Το συναίσθημα αυτό αποδίδεται βέβαια σε όλη τη φύση κι όχι μόνο στους ανθρώπους, θέλοντας να εκφράσει την ευδαιμονική διάθεση που μοιάζει να κυριαρχεί σ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα, καθώς ο γλυκός καιρός και οι ευωδιές των λουλουδιών δημιουργούν μια ατμόσφαιρα βαθύτατης χαράς και απόλαυσης.
Η κυρίαρχη ευδαιμονία του τοπίου με τα ανθισμένα λουλούδια και τα καρπισμένα δέντρα, βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι βιώνουν όλο αυτό το γιόρτασμα της φύσης σαν μια σκληρή πολιορκία. Κάθε άνθος και καρπός μοιάζει μ’ ένα ακόμη όπλο που στρέφεται εναντίον τους, καθώς δημιουργεί έναν ισχυρότατο αντίλογο στην απόφασή τους να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Την ομορφιά της φύσης και το θελκτικό της κάλεσμα για ζωή, παρουσιάζει στη συνέχεια ο ποιητής με μια σειρά θεσπέσιων εικόνων.
Ένα κοπάδι από ολόλευκα πρόβατα που κινείται στην άκρη της λιμνοθάλασσας, καθρεφτίζεται στην επιφάνεια του γαλήνιου νερού και σμίγει με τα αφράτα σύννεφα τ’ ουρανού που κι αυτά με τη σειρά τους καθρεφτίζονται στο ήσυχο νερό. Με την εικόνα αυτή ο ποιητής αποδίδει την άρρηκτη αρμονία που υπάρχει σε όλα τα στοιχεία της φύσης, καθώς γη, ουρανός και θάλασσα μετέχουν στην ομορφιά της ανοιξιάτικης ζωής, προσφέροντας εξίσου στη δημιουργία του γαλήνιου και εξαίσιου τοπίου.
Σε πλήρη αντίθεση με την ένταση και τον πόνο που χαρακτηρίζει τη ζωή των πολιορκημένων, η φύση βρίσκεται στις πιο όμορφες και ειρηνικές στιγμές της.
Μαγευτική είναι και η επόμενη εικόνα με την πεταλούδα που φτάνει με βιασύνη πάνω απ’ τα νερά της θάλασσας και παίζει με τον ίσκιο της, Η πεταλούδα που κοιμήθηκε μέσα στα ευωδιαστά πέταλα ενός κρίνου, συμμετέχει τώρα κι αυτή στην παιχνιδιάρικη και χαρούμενη διάθεση όλη της φύσης. Εντυπωσιακή είναι η όλη τρυφερότητα που μεταδίδει αυτή η εικόνα με το πανέμορφο αυτό πλάσμα που έχει περάσει τη νύχτα του στα φιλόξενα πέταλα ενός λουλουδιού.
Η ομορφιά και η μαγεία της φύσης εντοπίζεται σε όλα τα πλάσματα, ακόμη και στα πιο ταπεινά, όπως μας επισημαίνει ο ποιητής που τονίζει πως ακόμη και το σκουληκάκι βρίσκεται σε γλυκιά ώρα, μετέχοντας κι εκείνο στην αρμονική συνύπαρξη και στον ευδαιμονισμό της φύσης. Δεν υπάρχει τίποτε στη φύση αυτή την εποχή που να μην είναι όμορφο. Η μαύρη πέτρα, που μετρά αιώνες παρουσίας στη γη, λαμποκοπά και μεταδίδει ομορφιά, το ξερό χορτάρι έχει κι αυτό το δικό του μερίδιο στην γοητεία της ανοιξιάτικης φύσης.
Από τα ευρύτερα και μεγαλειώδη στοιχεία της φύσης, όπως είναι ο ουρανός, η λιμνοθάλασσα και η γη, μέχρι και το πιο μικρό της πλάσμα, όλα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας μαγευτικής και ασυναγώνιστης ομορφιάς, που καθιστά τη ζωή περισσότερο θελκτική και πιο ποθητή από ποτέ. Με κάθε πιθανή της έκφανση –με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει-, με κάθε πιθανό τρόπο η ζωή μεταδίδει στους ανθρώπους το μήνυμα πως όποιος πεθάνει σήμερα, είναι σα να πεθαίνει χίλιες φορές. Όποιος θυσιάσει τη ζωή του τώρα που όλα είναι τόσο όμορφα, τώρα που επικρατεί μια εξαίσια αρμονία και χαρά, είναι σα να θυσιάζει όχι μία, αλλά χίλιες ζωές.
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτή την απόλυτη ευδαιμονία και σ’ αυτό το αξεπέραστο κάλλος, η ψυχή των πολιορκημένων τρέμει, δοκιμάζεται και ξεχνά με τρόπο ανεπαίσθητο, με τρόπο γλυκό τον εαυτό της και τη γενναία της απόφαση να προχωρήσει στην ύστατη θυσία.
Οι πολιορκημένοι έρχονται αντιμέτωποι με μια δοκιμασία ακόμη πιο δύσκολη κι από την πείνα και τον φόβο, καθώς η φύση ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια τους όλη της την ομορφιά της και τους δείχνει πόσα θα χάσουν, πόση ευτυχία θα στερηθούν, αν προχωρήσουν στη θυσία που σχεδιάζουν. Έτσι, μαγεμένοι από μια τελειότητα που αντανακλά τη θεϊκή υπόσταση της φύσης, κάμπτονται και χάνουν προσωρινά την πρότερη αποφασιστικότητά τους.]
=====================
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Διονύσιος Σολωμός «Ο Πόρφυρας» [ανάλυση]

Νέος άγγλος στρατιώτης εκατασπαράχτηκε από έναν πόρφυρα, ενώ εκολυμπούσε μέσα εις το λιμάνι της Κέρκυρας, και την ακόλουθην ημέρα τα κύματα έβγαλαν εις τ’ ακρογιάλι του Κάστρου ένα απομεινάρι από το σώμα. Το πραγματικό αυτό συμβεβηκός είναι η υπόθεση τούτου του ποιήματος.

I
Η Κόλαση πάντ’ άγρυπνη σού στήθηκε τριγύρου·
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα
Μακριά ‘πο την Παράδεισο, και συ σ’ εσέ ‘χεις μέρος·
Μέσα στα στήθια σου τ’ ακούς, Καλέ, να λαχταρίζη;

II
Κοιτάς του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου,
Ναι πρώτη, αλλ’ όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου!

III
«Χιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!»

IV
«Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο».

V
«Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη,
Και κεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ’ άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει
Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα.
Aλλ’ αχ! να δώσω μια πλεξιά και να ‘μαι και φτασμένος,
Ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος,
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου !».

VI
«Φιλώ τα χέρια μ’ και γλυκά το στήθος μ’ αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

VII
Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του∙
Eλπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις∙
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί..............
Kοντά ‘ναι εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι !
Αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε.................
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος.............
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου.

VIII
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει∙
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
........................................................................
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.


Ένας Άγγλος στρατιώτης κατασπαράχτηκε το 1847 από έναν πόρφυρα (σκυλόψαρο, καρχαρία), ενώ κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας. Το πραγματικό αυτό γεγονός αξιοποίησε ο Σολωμός για τη δημιουργία ενός εξαιρετικού ποιήματος, όπου η θεματική της δοκιμασίας κυριαρχεί.
Ο Σολωμός παρουσιάζει εδώ τη φύση σε διττό ρόλο, καθώς από τη μία προσφέρει μια ανυπέρβλητη εικόνα ομορφιάς κι από την άλλη ενέχει ένα θανάσιμο κίνδυνο, ο οποίος θα σημάνει το πρόωρο τέλος του νεαρού στρατιώτη.
Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους η φύση με την ομορφιά της αντιμάχεται τη θέληση και την αποφασιστικότητα των πολιορκημένων να θυσιάσουν τη ζωή τους σε μια ύστατη προσπάθεια να αντισταθούν στους εχθρούς. Ενώ, στον Πόρφυρα ο νεαρός ήρωας εγκλωβίζεται από την ομορφιά της φύσης και δε συνειδητοποιεί έγκαιρα τον κίνδυνο που καραδοκεί, πέφτοντας θύμα μιας βίαιης έκφανσης της φύσης. Αντιστοίχως, στον Κρητικό ο ήρωας θα έρθει αντιμέτωπος αρχικά με την αρνητική όψης της φύσης, όπως αυτή εκδηλώνεται με την ισχυρή τρικυμία, κι αμέσως μετά θα δοκιμαστεί από τη θετική όψη της φύσης, η οποία με την υπερβατική γοητεία της επιχειρεί να αποτρέψει τον ήρωα από τη διάσωση της αγαπημένης του. Οι ήρωες του Σολωμού, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, δοκιμάζονται, όχι απέναντι σε αρνητικές δυνάμεις, αλλά απέναντι στη θετική και όμορφη εικόνα της φύσης, η οποία επιχειρεί να κάμψει τις αντιστάσεις τους και να θέσει σε δοκιμασία την αφοσίωσή τους στον αρχικό τους στόχο. Στον Πόρφυρα, ωστόσο, όπως άλλωστε και στον Κρητικό, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος παράλληλα με τη θετική και την αρνητική πλευρά της φύσης, και καλείται να αποδεσμευτεί τόσο από τη μαγεία που του ασκεί η ομορφιά της φύσης όσο και από το φόβο που του προκαλεί η άλογη βία της.

«Η Κόλαση πάντ’ άγρυπνη σού στήθηκε τριγύρου·
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα
Μακριά ‘πο την Παράδεισο, και συ σ’ εσέ ‘χεις μέρος·
Μέσα στα στήθια σου τ’ ακούς, Καλέ, να λαχταρίζη;»

Ο νεαρός ήρωας του ποιήματος βρίσκεται περιτριγυρισμένος από τις αρνητικές δυνάμεις της κολάσεως· από την άλογη και βίαιη δύναμη που θα του στοιχίσει τη ζωή. Εντούτοις, το κακό δεν έχει καμία δύναμη πάνω σε αυτόν, όπως ακριβώς δεν έχει καμία ισχύ στον Παράδεισο, μέρος του οποίου ενυπάρχει στην ψυχή του ήρωα. Ο ποιητής φροντίζει να δηλώσει από την αρχή πως ο νεαρός ήρωας είναι ηθικά άρτιος και απόλυτα αγαθός, γι’ αυτό και του απευθύνει το ερώτημα, αν αισθάνεται μέσα στο στήθος του να λαχταρίζει, να «αναστατώνεται» και να «σπαρταρά» το κομμάτι του Παραδείσου που βρίσκεται εντός του. Πρόκειται, το δίχως άλλο, για την επικοινωνία του ήρωα με το θεϊκό στοιχείο που διακρίνει κάθε αγαθό πλάσμα της φύσης.
Η υπόσταση του ήρωα ανταποκρίνεται, λοιπόν, στο πρότυπο του καλού καγαθού (καλὸς κἀγαθός) των αρχαίων Ελλήνων, υπό την έννοια πως είναι ψυχικά αγαθός -γι’ αυτό κι έχει μέσα του μέρος του Παραδείσου-, αλλά και σωματικά ωραίος, γι’ αυτό κι ο ποιητής τον προσφωνεί Καλό. Ενώ, συνάμα, φροντίζει να παρουσιάσει το κάλλος του, με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση, στο επόμενο απόσπασμα.

«Κοιτάς του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου,
Ναι πρώτη, αλλ’ όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου!»

Το όμορφο ρόδο που λαμποκοπά στο φως του ήλιου και σκορπίζει ολόγυρά του την αψεγάδιαστη ομορφιά του, έρχεται δεύτερο ιεραρχικά, αν συγκριθεί με την ομορφιά που έχει το πρόσωπο του νεαρού ήρωα.
Ο ηθικά άρτιος ήρωας είναι παράλληλα πρότυπο σωματικού κάλλους, γεγονός που του επιτρέπει να συνυπάρχει αρμονικά και να επικοινωνεί με την ομορφιά κάθε άλλου στοιχείου της φύσης (του ρόδου, των αστεριών). Ενώ, το ενάρετο της ψυχής του τού επιτρέπει να έχει μια αδιάκοπη επαφή με το θείο, όπως υποδηλώνει η παρουσία παραδείσιου μέρους μέσα του, αλλά και όπως θα φανεί στη συνέχεια του ποιήματος με την υπέρβαση τόσο της έλξης που του ασκεί το φυσικό κάλλος όσο και του φόβου που του προκαλεί ο επικείμενος -σωματικός- του θάνατος.

«Χιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!»

Εμφανής εδώ η επαφή και η επικοινωνία του ήρωα με τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης, καθώς με το εκστατικό του κάλεσμα επιζητεί να βρεθεί ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια που θα καθρεφτιστούν πάνω στο γαλήνιο νερό της θάλασσας.
Η έξοχη αυτή εικόνα ομορφιάς επανέρχεται συχνά στο έργο του Σολωμού και αποδίδει το απόλυτο γαλήνεμα της φύσης· που προηγείται, ωστόσο, μιας έντονης αλλαγής, η οποία και συνιστά το πεδίο δοκιμασίας του εκάστοτε ήρωα.

«Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο».

Το απόσπασμα αυτό (IV), το οποίο ο Στυλιανός Αλεξίου έχει απομακρύνει από τη δική του έκδοση, φανερώνει την αντίθεση ανάμεσα στη θετική όψη της φύσης και στη βίαιη -αρνητική- όψη της, που καραδοκεί. Το μαύρο χάσμα του βράχου αποτελεί ενδεχομένως το χώρο στον οποίο βρίσκεται και περιμένει το θύμα του ο φονικός πόρφυρας.

«Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη,
Και κεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ’ άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει
Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα.
Aλλ’ αχ! να δώσω μια πλεξιά και να ‘μαι και φτασμένος,
Ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος,
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου !».

Ένα χρυσόφτερο πουλί αφήνει το κλαδί του δέντρου όπου καθόταν και πετά κοντά στο γιαλό, απολαμβάνει την ομορφιά του ουρανού και της θάλασσας και συνοδεύει την ομορφιά αυτή με το μαγευτικό τραγούδι του. Υπό τον ήχο του κελαϊδίσματος του, που αντηχεί από τη θάλασσα μέχρι το βράχο, όλη η φύση συνενώνεται σε μια αρμονική εικόνα ομορφιάς κι ευδαιμονίας και το πουλί καλεί τον Αποσπερίτη, το πρώτο άστρο που εμφανίζεται στον ουρανό να προβάλει νωρίτερα απ’ ό,τι συνηθίζει, για να συμπληρώσει με την παρουσία του την ομορφιά της φύσης.
Ο νεαρός μαγεμένος από το κελάιδισμα του πουλιού, του μιλά, λέγοντάς του πως αν δεν είναι ο ήχος της φωνής του η απόλυτη ευτυχία τότε τίποτε καλό δεν έχει γίνει στη γη και στον ουρανό. Ο ήρωας του ποιήματος βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους ευδαιμονίας, καθώς απολαμβάνει το κολύμπι του περιτριγυρισμένος από την εκστατική ομορφιά της φύσης κι εύχεται να μπορούσε πολύ γρήγορα, προτού καν διαλυθεί ο αφρός του κύματος, να φτάσει στη χώρα του και να γυρίσει έχοντας πάρει δυο φιλιά από τη μητέρα του και μια φούχτα χώμα από την πατρίδα του. Ο νεαρός Άγγλος αισθάνεται πως η ευτυχία του θα ήταν πληρέστερη αν είχε και την ευλογημένη στοργή της μητέρας του, καθώς και λίγο έστω χώμα από την πατρική του γη.

«Φιλώ τα χέρια μ’ και γλυκά το στήθος μ’ αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

Η ευδαιμονία που αισθάνεται ο νεαρός αγγίζει τα όρια της έκστασης και του διονυσιασμού, ωθώντας το νεαρό να φιλήσει τα χέρια του και να αγκαλιάσει το στήθος του. Αισθάνεται τις αισθήσεις του, τα μάτια της ψυχής του, να βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση κι απορεί ποια είναι η πηγή όλη αυτής της ομορφιάς που έχει κατακλύσει τη φύση γύρω του.

Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του∙
Eλπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις∙
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί..............
Kοντά ‘ναι εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι !
Αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε.................
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος.............
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου.

Η προσωποποιημένη φύση μοιάζει να χαμογελά στο νεαρό και να του παραδίνεται, καθώς ο νεαρός βιώνει την ευδαιμονική της ομορφιά με κάθε του αίσθηση, μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Η χαρά αυτή που αισθάνεται του γεννά μια απρόσμενη ελπίδα, πως η ζωή είναι απόλυτα όμορφη κι αυτός θα μπορέσει να τη βιώσει στο έπακρο. Η ελπίδα της ζωής και της χαράς κυριεύει το νου του νεαρού με όλα τα μάγια που έχει, υπό την έννοια πως η ελπίδα όντας ουσιαστικά ένα συναίσθημα, κατορθώνει να επηρεάσει καταλυτικά την ψυχή του νεαρού, δίνοντας την υπόσχεση μιας ευτυχίας πρωτόγνωρης. Ο νεαρός στην αποκορύφωση της χαράς που αισθάνεται και παρασυρμένος από την αίσθηση της ελπίδας που τον έχει κατακλύσει βλέπει γύρω του τον κόσμο αναγεννημένο και δομημένο με υλικά ομορφιάς, χαράς και καλοσύνης.
Κοντά στο νεαρό, όμως βρίσκεται ο τίγρης του πελάγους, ο καρχαρίας, τον οποίο ο νεαρός δεν αντιλήφθηκε νωρίτερα, καθώς βρισκόταν σε μια κατάσταση διονυσιακής απόλαυσης της ομορφιάς της φύσης. Η θετική έκφανση της φύσης παγίδευσε το νεαρό και τον άφησε εκτεθειμένο στην επίθεση του καρχαρία, στην επίθεση της βίαιης και αρνητικής έκφανσής της. Ο νεαρός είναι άοπλος, καθώς το σπαθί και το όπλο του βρίσκονται στην ακτή.
Ο καρχαρίας με μεγάλη ταχύτητα προβάλλει από το βάθος της θάλασσας και ορμά στο νεαρό. Ο ποιητής εδώ μας παρουσιάζει σταδιακά το σώμα του νεαρού, ξεκινώντας από το λευκό λαιμό του, προχωρώντας στο πλατύ στήθος και το ξανθό του κεφάλι και καταλήγοντας στην έδρα της ζωής του, στη γλυκιά πνοή της νιότης του. Ο καρχαρίας επιτίθεται για να σκοτώσει.
Ο νεαρός, βέβαια, δεν παραμένει άπραγος απέναντι στη φονική επίθεση που δέχεται. Αποδεσμεύεται αμέσως από τη μαγεία που τόση ώρα του ασκούσε η ομορφιά της φύσης και τον είχε παγιδεύσει και ξυπνά μέσα του η τέχνη του κολυμβητή και του πολεμιστή. Ο νεαρός είναι έτοιμος να κολυμπήσει μακριά από τον καρχαρία, αλλά και να παλέψει για τη ζωή του. Ξυπνά μέσα του μια αγωνιστική διάθεση, που όσο κι αν είναι μάταιη σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα, σηματοδοτεί τη δυναμική αντίσταση του νεαρού τόσο απέναντι στην ομορφιά της φύσης που τον είχε κρατήσει δέσμιό της, όσο κι απέναντι στο φόβο που του προκαλεί ο φονικός καρχαρίας.

Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει∙
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
........................................................................
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.

Την ύστατη στιγμή προτού ο νεαρός ξεψυχήσει, αισθάνεται να τον κυριεύει ένα αίσθημα χαράς και με μια ξαφνική λάμψη φωτός∙ με μια διαδικασία τάχιστη, ο νεαρός φτάνει στην αυτογνωσία, στο απόλυτο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης. Ο νεαρός αντιλαμβάνεται πως βρίσκεται πολύ πέρα από την ομορφιά της φύσης, αλλά και πέρα πια από το φόβο του θανάτου. Τίποτα δεν τον δεσμεύει και σε τίποτα δεν είναι υποταγμένος, είναι ο ίδιος ένα αυτόνομο δημιούργημα τέλειο και απόλυτα ολοκληρωμένο που δεν έχει ανάγκη ούτε τα κάλλη της φύσης, ούτε κι επηρεάζεται από την κατάσταση του θανάτου. Έχει κι ο ίδιος μια θεϊκή υπόσταση, όπως και κάθε άλλο δημιούργημα και δεν βρίσκεται σε θέση εξάρτησης απέναντι στις δυνάμεις της φύσης.
Ο ηθικά αγαθός και σωματικά άρτιος νέος περνά πέρα από τα δεσμά της γήινης υπόστασής του, αφού είναι πια έτοιμος να πεθάνει χωρίς αυτό να του προκαλεί μήτε πόνο απ’ την πρόωρη και βίαιη απομάκρυνσή του από το κάλλος της φύσης, μήτε όμως και φόβο μπροστά στο φονικό πλάσμα της φύσης που θα τον κατασπαράξει. Η ζωή του έφτασε στην πλήρωσή της με τη συνειδητοποίηση και την αποδοχή της πραγματικής του υπόστασης που μπορεί να υπάρξει και πέρα από το γήινο πλαίσιο του χώρου και του χρόνου.
«Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν»: Το νόημα του στίχου δεν είναι ολοκληρωμένο, αλλά από ένα ιταλικό σχεδίασμα του Σολωμού γνωρίζουμε τι σκόπευε να γράψει ο ποιητής: «Ν’ άνοιγαν γύρου οι κρυφοί κόσμοι να του ρίξουν κορόνες, θα τον έβρισκαν αδιάφορον, όπως και η ιδέα πως την πράξη του κανείς ποτέ δε θα τη μάθει.» Ο νεαρός δεν ενδιαφέρεται ούτε για την επιβράβευση του θάρρους του, ούτε τον απασχολεί αν το κουράγιο και η δύναμη που επέδειξε τη στιγμή του θανάτου του περάσουν απαρατήρητα.

Το ποίημα κλείνει με τα λόγια θρήνου του ποιητή, ο οποίος υπενθυμίζει την ομορφιά, την καλοσύνη και φυσικά τη νεότητα του στρατιώτη που πέθανε τόσο πρόωρα. Ό,τι έχει απομείνει από το σώμα του το έφεραν τα κύματα στην ακτή, όπου και ο νεαρός θα γίνει αποδέκτης του θρήνου των ανθρώπων που τον αγαπούσαν.
=====================


Ο Κρητικός του Διονυσίου Σολωμού (Ζάκυνθος 1798 – Κέρκυρα 1857), αφηγηματικό ποίημα σε πέντε μέρη, γράφεται κατά τη διετία 1833 έως 1834 και θεωρείται «σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, το πρώτο από τα μεγάλα και σημαντικά ποιήματα της εντελώς ώριμης περιόδου του. Μολονότι χαρακτηρισμένο απόσπασμα, μπορεί να θεωρηθεί ποίημα απόλυτα ολοκληρωμένο, με εσωτερική ενότητα και συνοχή».

Πηγή έμπνευσης του ποιητή στάθηκαν πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη: «κατάληψη της Μεσαράς και έπειτα των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823-24 και φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο».
Το κείμενο του ποιήματος αναπαράγει το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του αναπολεί τα περασμένα, πλεγμένα γύρω στο περιστατικό που καθόρισε τη ζωή του. Περιληπτικά η υπόθεση των πέντε μερών: «[1-2] Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία· [3-4] Η τρικυμία παύει απότομα και μπροστά του φανερώνεται μια "φεγγαροντυμένη" θεϊκή μορφή· [5] όταν η οπτασία χαθεί, θ’ ακουστεί ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος που θα συνεπάρει την ψυχή του ναυαγού· κι όταν ο ήχος σωπάσει, θα φτάσει αυτός στην ακρογιαλιά, θ’ αποθέσει εκεί την αγαπημένη του, αλλά θα είναι πεθαμένη».


Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»


Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ' ἀκρογιάλι·
«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ' ἄλλο
Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·
Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,
Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ' ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν.

Πιστέψετε π' ὅ,τι θά πῶ εἶν' ἀκριβή ἀλήθεια,
Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια,
Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας,
Μά τήν ψυχή πού μ' ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένος κράζω:
«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνός δέ μένει ἀπό τη γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·7

Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ' αὐτήνη.
— Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια
Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια·
Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά 'μπει στό κορμί της·

Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
Καί τώρα ὀμπρός τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).

Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή...............................
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει,
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,
Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ' ἄστρα·

Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν' ἀφήσει.
Δέν εἶν' πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας
Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,
Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ' ἔσφιξε κι ἐχάρη,

Ἐσειότουν τ' ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι·
Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε το δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.

Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·
Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει,

Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ' ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,
Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ' ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,

Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ' ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει·
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,

Κάν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη,
Πού ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τή δύναμη προβαίνει·
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν' ἀναβρύζει

Ξάφνου ὀχ τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει.
Βρύση ἔγινε το μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου,
Πού ἐτρέμαν καί δέ μ' ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου·

Ὅμως αὐτοί εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ' ὅπου
Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ' ἀνθρώπου,
Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου
Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
«Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι

Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ' ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ' ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.

Στήν Κρήτη......................................................
Μακριά 'πό κεῖθ' ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά 'χω·
Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».

Ἐχαμογέλασε γλυκά στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κι ἐδάκρυσαν τά μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ' ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
Στό χέρι, πού 'χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —

Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι,
Π' ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ 'ναι ὁ πόλεμος· τ' ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι·
Κι ὅταν χορτάτα δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν,

Ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν,
Καί μέσα στ' ἄγριο πέλαγο τ' ἀστροπελέκι σκάει,
Κι ἡ θάλασσα νά καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει,
Ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει.
Καί βάνω τήν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —

Τά κύματα ἔσχιζα μ' αὐτό, τ' ἄγρια καί μυρωδάτα,
Μέ δύναμη πού δέν εἶχα μήτε στά πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τά θηκάρια,
Μάχη στενή μέ τούς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια.
Μήτε ὅταν τόν μπομπο-Ἰσούφ καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα

Σύρριζα στή Λαβύρινθο π' ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στό πλέξιμο τό δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(Κι αὐτό μοῦ τ' αὔξαιν') ἔκρουζε στήν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
...............................................................................................
...............................................................................................
Ἀλλά τό πλέξιμ' ἄργουνε καί μοῦ τ' ἀποκοιμοῦσε
Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε.

Δέν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση που φουντώνουν,
Καί βγαίνει τ' ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καί τά νερά θολώνουν,
Καί τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
Τοῦ δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει·

Δέν εἶν' ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει τή λαλιά του

Σέ ψηλούς βράχους κι ἄγριους ὅπ' ἔχει τή φωλιά του,
Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα
Ἡ θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα,
Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή καί ἔλιωσαν τ' ἀστέρια,
Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια·

Δέν εἶν' φιαμπόλι τό γλυκό, ὁπού τ' ἀγρίκαα μόνος
Στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ' ἐτράβουνεν ὁ πόνος
Κι ἔβλεπα τ' ἄστρο τ' οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει
Καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι·
Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα

Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!»
Κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ' αὐτή τά χέρια μέ καμάρι·
Καλή 'ν' ἡ μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο,67 πουλί, φωνή, δέν εἶναι νά ταιριάζει,
Ἴσως δέ σώζεται στή γῆ ἦχος πού νά τοῦ μοιάζει·68

Δέν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός......................

Δέν ἤθελε τόν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἄν εἶν' δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχονται ἀπό πέρα·
Σάν τοῦ Μαϊοῦ τές εὐωδιές γιομίζαν τόν ἀέρα,

Γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι ........................

Μόλις εἶν' ἔτσι δυνατός ὁ Ἔρωτας καί ὁ Χάρος.
Μ' ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, καί νά 'μπει δέν ἠμπόρει
Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
Μέ ἄδραχνε, καί μ' ἔκανε συχνά ν' ἀναζητήσω
Τή σάρκα μου νά χωριστῶ γιά νά τόν ἀκλουθήσω.

Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου·
Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη,
Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.


Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος, με τον χρονικό προσδιορισμό «τέλος» ακολουθείται η τεχνική περίληψης του χρόνου που εντείνει τη δραματικότητα της αφήγησης, καθώς σημαντικά γεγονότα δίνονται με ταχύ ρυθμό και επιγραμματικότητα. Ο αφηγητής δεν μας δίνει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με την εμπειρία του γλυκύτατου ήχου, όπως το πόσο διήρκησε αυτή, ούτε άλλα στοιχεία σχετικά με την προσπάθειά του να φτάσει στο ακρογιάλι, εφόσον τα σημαντικότερα στοιχεία έχουν ήδη καλυφθεί.
Η αίσθηση εκπλήρωσης του αρχικού στόχου, με το φτάσιμο στο ακρογιάλι, και η χαρά του 1ου ημιστιχίου στον τελευταίο στίχο, ανατρέπεται αιφνιδίως στο καταληκτικό ημιστίχιο του ποιήματος (κι ήτανε πεθαμένη). Η θλίψη του ήρωα, αν και δεδομένη, δεν παρουσιάζεται, καθώς ο ποιητής επιλέγει να αποφύγει τη συναισθηματική ένταση ενός θρήνου, που έχει ήδη βρει την παραμυθία του στην 2η ενότητα, και στην εκεί υπονοούμενη συνάντηση των δύο ηρώων. Ο ποιητής, άλλωστε, πιστεύει απόλυτα στην ανάσταση των νεκρών και στη συνέχεια της ύπαρξης, σ’ ένα πνευματικό επίπεδο, μετά το τέλος της εφήμερης θνητότητας.
Ο χαμός της κόρης δίνεται με τρόπο λιτό και αφήνεται να επιδράσει στη σκέψη του αναγνώστη, με όλη την τραγικότητα που ενέχει η απώλεια ενός βαθύτατα αγαπημένου προσώπου.
Οι δραματικοί ενεστώτες (φθάνω, απιθώνω) που προσδίδουν παραστατικότητα, ενέργεια και ζωντάνια στην αφήγηση, ακολουθούνται από το παρελθοντικό και αμετάκλητο της τελικής διαπίστωσης «ήτανε πεθαμένη».
Η αναφορά στο ακρογιάλι δημιουργεί σχήμα κύκλου με την αρχή του ποιήματος και προσφέρει έτσι την αίσθηση της ολοκλήρωσης και της πληρότητας στην αφηγούμενη ιστορία.


Ο αιφνίδιος τερματισμός του ήχου, που συνδέεται πιθανώς με την πραγμάτωση του σκοπού του ν’ αποτρέψει τον ήρωα απ’ τη διάσωση της αγαπημένης του, δημιουργεί μιαν αίσθηση κενότητας τόσο στη φύση, όσο και στην ψυχή του ήρωα, που είχε βιώσει μια διονυσιακή έκσταση υπό την επίδραση του ήχου. Πολύ γοργά, ωστόσο, και μ’ έναν στεναγμό που φανερώνει την ένταση στην οποία βρισκόταν για ώρα ο ήρωας, επιστρέφει εκ νέου στην ψυχή του (και στην σκέψη του) η αγαπημένη κόρη. Είναι εύλογα η πρώτη του σκέψη και η βασική του ανησυχία, αφού για τη δική της σωτηρία αγωνίζεται, έστω κι αν προσωρινά τη λησμόνησε.
Με την ολοκλήρωση της προσπάθειας «και τέλος», χωρίς να δίνονται λεπτομέρειες για το πόσο χρειάστηκε να φτάσει στο ακρογιάλι απ’ τη στιγμή που απελευθερώθηκε απ’ την επίδραση του ήχου, ο Κρητικός ακουμπά με χαρά την αρραβωνιαστικιά του στη στεριά, και άρα στην ασφάλεια, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως εκείνη έχει ήδη πεθάνει.
Ο ήρωας βρίσκεται στο τέλος των δοκιμασιών του να έχει αποτύχει για μια ακόμη φορά. Μη έχοντας κατορθώσει να γλιτώσει την οικογένειά του και την πατρίδα του απ’ τη μανία των Τούρκων, αποτυγχάνει και στη διάσωση της αγαπημένης τους. Η ηθική συντριβή του ήρωα είναι απόλυτη, καθώς απομένει ολομόναχος χάνοντας πια και το τελευταίο του πιθανό στήριγμα.
Το ποίημα κλείνει με τη λέξη «πεθαμένη» που αποκαλύπτει την αποτυχία του ήρωα και αιτιολογεί την πλήρη μεταστροφή της προσωπικότητάς του. Ο ήρωας εξαγνίζεται και αναβαπτίζεται μέσα απ’ τον πόνο της σημαντικής αυτής απώλειας. Σαφής εδώ η τεχνική της απόκρυψης, που δημιουργεί στον ήρωα την πλανερή εντύπωση μέχρι και την τελευταία στιγμή πως έχει καταφέρει να σώσει την αγαπημένη του.
Το απότομο και χωρίς στοιχεία θρήνου ή λυρισμού τέλος του ποιήματος μας παραπέμπει στη δημοτική ποίηση. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να λεχθεί, καθώς με τη βοήθεια των αναδρομών και των προλήψεων έχουν όλα ήδη καλυφθεί κατά τη διάρκεια της αφήγησης.

Πηγή: https://latistor.blogspot.com/