Δημοσιογράφος, συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα στιχουργός, ένας από τους κορυφαίους του λαϊκού μας τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο που ο Μάνος Χατζιδάκις, παρότι δεν συνεργάστηκαν ποτέ, έγραψε για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, εκείνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο στίχο και είναι πρωτογενείς φυσιογνωμίες, είναι τρεις: Στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Στο έντεχνο ο Νίκος Γκάτσος. Και στη νεότερη γενιά, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν είναι απλά ένας στιχουργός. Γράφει ποίηση γεμάτη λυρισμό για την Ελλάδα των μοναχικών ανθρώπων, του έρωτα, της χαράς και της βιοπάλης.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 1935, από γονείς πρόσφυγες. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης με καταγωγή από την Προύσα και η μητέρα του καθαρίστρια με καταγωγή από το Νοβοροσίσκ της Ρωσίας. Μεγάλωσε φτωχικά σε μία «Καμαρούλα μια σταλιά», που λέει και το τραγούδι του, και σε δύσκολα χρόνια στην Πλατεία Βικτωρίας. Τελείωσε το Β’ Γυμνάσιο της οδού Χέυδεν (στεγαζόταν στη «Βίλα Αμαλία»), με συμμαθητές τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον ζωγράφο Αλέκο Φασιανό και τον καθηγητή φιλοσοφίας Χρήστο Γιανναρά. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στο τρίτο έτος εγκατέλειψε τις σπουδές του γιατί τον κέρδισε η δημοσιογραφία.
Ξεκίνημα ως δημοσιογράφος
Ξεκίνησε ως ρεπόρτερ στην αθλητική εφημερίδα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη «Ομάδα» και στη συνέχεια μεταπήδησε στην απογευματινή εφημερίδα του ΔΟΛ «Τα Νέα», όπου εργάστηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ και συνέχισε ως βοηθός αρχισυντάκτη, αρχισυντάκτης και χρονογράφος από το 1977 με τη στήλη «Ματιές».
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα στιχουργός, ένας από τους κορυφαίους του λαϊκού μας τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο που ο Μάνος Χατζιδάκις, παρότι δεν συνεργάστηκαν ποτέ, έγραψε για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, εκείνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο στίχο και είναι πρωτογενείς φυσιογνωμίες, είναι τρεις: Στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Στο έντεχνο ο Νίκος Γκάτσος. Και στη νεότερη γενιά, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν είναι απλά ένας στιχουργός. Γράφει ποίηση γεμάτη λυρισμό για την Ελλάδα των μοναχικών ανθρώπων, του έρωτα, της χαράς και της βιοπάλης.
Το 1963 καταπιάστηκε με το τραγούδι, όταν ο Σταύρος Ξαρχάκος μελοποίησε την «Άπονη Ζωή» και τη «Φτωχολογιά», που αποτελούν δύο διαχρονικές επιτυχίες του ελληνικού τραγουδιού. Στιχουργός από τους πολυγραφότερους έχει γράψει πάνω από 1.200 τραγούδια («Αχ χελιδόνι μου», «Καισαριανή», «Οδός Αριστοτέλους», «Άγαλμα», «Γέλαγε η Μαρία», «Καμαρούλα μια σταλιά», «Δε θα ξαναγαπήσω», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Όλες του κόσμου οι Κυριακές», «Ήλιε μου σε παρακαλώ», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», κ.α) και πολλά ακόμη που περιμένουν στο συρτάρι του για μελοποίηση.
Οι συνεργασίες με τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες
Έχει συνεργαστεί με τους σπουδαιότερους έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές. Από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Μάνο Λοΐζο έως τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Απόστολο Καλδάρα και τον Χρήστο Νικολόπουλο και από τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Στράτο Διονυσίου και τη Βίκυ Μοσχολιού έως τον Σταμάτη Κόκοτα, τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Γιώργο Νταλάρα. Ο δίσκος «Ο Δρόμος» σε δικούς του στίχους και μουσική Μίμη Πλέσσα, που κυκλοφόρησε το 1969, είναι ο πιο εμπορικός δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας με πωλήσεις που ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο αντίτυπα.
Το συγγραφικό έργο του Λευτέρη Παπαδόπουλου περιλαμβάνει κυρίως βιβλία για τον κόσμο της μουσικής, αλλά και πολιτικές έρευνες («Το βρώμικο ‘89») κι ένα βιβλίο για την αγαπημένη του ΑΕΚ. Έχει γράψει τα θεατρικά «Δρόμος», «Εν βρασμώ ψυχής» και «Ο γολγοθάς μιας ορφανής ανύπαντρης μητέρας», τα οποία έχει ανεβάσει η σύζυγός του, η σκηνοθέτιδα Ράια Μουζενίδου. Στην τηλεόραση έχει παρουσιάσει τις εκπομπές «Ώρα για τραγούδι», «Εν αρχή ην ο λόγος», «Η άλλη μεριά του φεγγαριού» και «Μακρινές φιλίες».
Στις 7 Ιουνίου 2024, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου τίμησε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2494#goog_rewarded
Γιέ μου.
Γιε μου, είν’ ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου
που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς
Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς
Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ’ έναν δρόμο λασπωμένο
θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό
Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ
Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά
Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά.
ΕΠΕΙΔΗ Σ' ΑΓΑΠΩ
Επειδή σ’ αγαπώ
ως και οι πέτρες ανθίζουν στη γλάστρα
επειδή σ’ αγαπώ
το φεγγάρι φιλιέται με τ’ άστρα
επειδή σ’ αγαπώ
σ’ αγαπώ γράφω σ’ όλους τους στίχους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαγρυπνώ στης καρδιάς σου τους ήχους
Επειδή σ’ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ’ αγαπώ
Επειδή σ’ αγαπώ
τα λαμπιόνια του ο ήλιος ανάβει
επειδή σ’ αγαπώ
το κρεβάτι μας είναι καράβι
επειδή σ’ αγαπώ
το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει
επειδή σ’ αγαπώ
τούτη η λέξη ποτέ δε παλιώνει
Επειδή σ’ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ’ αγαπώ.
ΑΠΟΝΗ ΖΩΗ
Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη μας αδίκησες/
ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ μας κυνήγησες/
το κρίμα μας βαρύ μας γέννησες φτωχούς με την καρδιά πικρή γεμάτη/ στεναγμούς.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 1935, από γονείς πρόσφυγες. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης με καταγωγή από την Προύσα και η μητέρα του καθαρίστρια με καταγωγή από το Νοβοροσίσκ της Ρωσίας. Μεγάλωσε φτωχικά σε μία «Καμαρούλα μια σταλιά», που λέει και το τραγούδι του, και σε δύσκολα χρόνια στην Πλατεία Βικτωρίας. Τελείωσε το Β’ Γυμνάσιο της οδού Χέυδεν (στεγαζόταν στη «Βίλα Αμαλία»), με συμμαθητές τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον ζωγράφο Αλέκο Φασιανό και τον καθηγητή φιλοσοφίας Χρήστο Γιανναρά. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στο τρίτο έτος εγκατέλειψε τις σπουδές του γιατί τον κέρδισε η δημοσιογραφία.
Ξεκίνημα ως δημοσιογράφος
Ξεκίνησε ως ρεπόρτερ στην αθλητική εφημερίδα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη «Ομάδα» και στη συνέχεια μεταπήδησε στην απογευματινή εφημερίδα του ΔΟΛ «Τα Νέα», όπου εργάστηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ και συνέχισε ως βοηθός αρχισυντάκτη, αρχισυντάκτης και χρονογράφος από το 1977 με τη στήλη «Ματιές».
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα στιχουργός, ένας από τους κορυφαίους του λαϊκού μας τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο που ο Μάνος Χατζιδάκις, παρότι δεν συνεργάστηκαν ποτέ, έγραψε για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, εκείνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο στίχο και είναι πρωτογενείς φυσιογνωμίες, είναι τρεις: Στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Στο έντεχνο ο Νίκος Γκάτσος. Και στη νεότερη γενιά, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν είναι απλά ένας στιχουργός. Γράφει ποίηση γεμάτη λυρισμό για την Ελλάδα των μοναχικών ανθρώπων, του έρωτα, της χαράς και της βιοπάλης.
Το 1963 καταπιάστηκε με το τραγούδι, όταν ο Σταύρος Ξαρχάκος μελοποίησε την «Άπονη Ζωή» και τη «Φτωχολογιά», που αποτελούν δύο διαχρονικές επιτυχίες του ελληνικού τραγουδιού. Στιχουργός από τους πολυγραφότερους έχει γράψει πάνω από 1.200 τραγούδια («Αχ χελιδόνι μου», «Καισαριανή», «Οδός Αριστοτέλους», «Άγαλμα», «Γέλαγε η Μαρία», «Καμαρούλα μια σταλιά», «Δε θα ξαναγαπήσω», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Όλες του κόσμου οι Κυριακές», «Ήλιε μου σε παρακαλώ», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», κ.α) και πολλά ακόμη που περιμένουν στο συρτάρι του για μελοποίηση.
Οι συνεργασίες με τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες
Έχει συνεργαστεί με τους σπουδαιότερους έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές. Από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Μάνο Λοΐζο έως τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Απόστολο Καλδάρα και τον Χρήστο Νικολόπουλο και από τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Στράτο Διονυσίου και τη Βίκυ Μοσχολιού έως τον Σταμάτη Κόκοτα, τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Γιώργο Νταλάρα. Ο δίσκος «Ο Δρόμος» σε δικούς του στίχους και μουσική Μίμη Πλέσσα, που κυκλοφόρησε το 1969, είναι ο πιο εμπορικός δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας με πωλήσεις που ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο αντίτυπα.
Το συγγραφικό έργο του Λευτέρη Παπαδόπουλου περιλαμβάνει κυρίως βιβλία για τον κόσμο της μουσικής, αλλά και πολιτικές έρευνες («Το βρώμικο ‘89») κι ένα βιβλίο για την αγαπημένη του ΑΕΚ. Έχει γράψει τα θεατρικά «Δρόμος», «Εν βρασμώ ψυχής» και «Ο γολγοθάς μιας ορφανής ανύπαντρης μητέρας», τα οποία έχει ανεβάσει η σύζυγός του, η σκηνοθέτιδα Ράια Μουζενίδου. Στην τηλεόραση έχει παρουσιάσει τις εκπομπές «Ώρα για τραγούδι», «Εν αρχή ην ο λόγος», «Η άλλη μεριά του φεγγαριού» και «Μακρινές φιλίες».
Στις 7 Ιουνίου 2024, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου τίμησε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2494#goog_rewarded
Γιέ μου.
Γιε μου, είν’ ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου
που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς
Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς
Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ’ έναν δρόμο λασπωμένο
θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό
Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ
Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά
Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά.
ΕΠΕΙΔΗ Σ' ΑΓΑΠΩ
Επειδή σ’ αγαπώ
ως και οι πέτρες ανθίζουν στη γλάστρα
επειδή σ’ αγαπώ
το φεγγάρι φιλιέται με τ’ άστρα
επειδή σ’ αγαπώ
σ’ αγαπώ γράφω σ’ όλους τους στίχους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαγρυπνώ στης καρδιάς σου τους ήχους
Επειδή σ’ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ’ αγαπώ
Επειδή σ’ αγαπώ
τα λαμπιόνια του ο ήλιος ανάβει
επειδή σ’ αγαπώ
το κρεβάτι μας είναι καράβι
επειδή σ’ αγαπώ
το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει
επειδή σ’ αγαπώ
τούτη η λέξη ποτέ δε παλιώνει
Επειδή σ’ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ’ αγαπώ.
ΑΠΟΝΗ ΖΩΗ
Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη μας αδίκησες/
ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ μας κυνήγησες/
το κρίμα μας βαρύ μας γέννησες φτωχούς με την καρδιά πικρή γεμάτη/ στεναγμούς.
Άπονη ζωή δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια να μας χάριζες/
μια μπουκιά ψωμί για μας τα ορφανά περιστέρια ας χαλάλιζες/
μας έδειρε ο βοριάς μας ήπιε η βροχή το αίμα της καρδιάς γιατί είμαστε φτωχοί.
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Κι ύστερα πέρασε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
Ο τοίχος έγραφε «μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά»
Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο, στοιχήματα, καβγάς
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά.
========================
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣΟ ΔΡΟΜΟΣ
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Κι ύστερα πέρασε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
Ο τοίχος έγραφε «μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά»
Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο, στοιχήματα, καβγάς
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά.
========================
Έλληνας σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα Ο Ρωμηός, την οποία εξέδιδε από το 1883 έως το 1918.
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.
Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους.
Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918. Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού ως εξής:
Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,
πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,
πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..
Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε, σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας. Οι δυο ήρωές του εκπροσωπούσαν την κοινή γνώμη και το αναγνωστικό κοινό του Ρωμηού χαιρόταν το κέφι, την εξυπνάδα και τον πατριωτισμό τους. Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά.
Εκτός από το Ρωμηό, ο Σουρής έγραψε κι άλλα ποιήματα, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900. Έγραψε τόσους στίχους, που απορούσε και ο ίδιος για την ποιητική του γονιμότητα:
Τους στίχους που τους έγραψα, φτου να μην τους βασκάνω
και τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη,
αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνω
θάχα κι αμπέλια στην Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.
Είχε εξαιρετική ευκολία στη στιχουργία, ιδιοφυΐα στην εύρεση του κωμικού, αδιάπτωτο κέφι και καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση. Χτυπώντας τη φαυλότητα όπου την έβρισκε και στο λαό και στους άρχοντες νουθετούσε και δίδασκε, χωρίς να υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς.
Να πώς σατιρίζει το ρωμηό σ' ένα ποίημά του:
Στον καφενέ απέξω σα μπέης, ξαπλωμένος
Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
Κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
Το άλλο σε μιάν άλλη, κι ολίγο παρεκεί,
Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνο
Τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική!
Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι Ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές
Κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
Και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του.
Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/594
Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο....
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει, στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;...
«Ο Έλλην δύο δίκαια ασκεί φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι, εις όποιο θέλει μέρος»...
ΠΗΓΗ: https://www.mixanitouxronou.gr/
=================
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Το ποίημα είναι γραμμένο το 1945, τότε που η χώρα μας μόλις είχε βγει από τη δοκιμασία του πολέμου και της κατοχής. Ο λόγος του ποιητή, έκφραση της μεγάλης έγνοιας του για τη μοίρα του τόπου και του λαού, αποτελεί σάλπισμα αγωνιστικό για την ανόρθωση της Ελλάδας.
«Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα...
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα,
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!...
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!...
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι...
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου...
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη...
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης...
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»
Ο Άγγελος Σικελιανός δίνει το δικό του μήνυμα στους συγκαιρινούς του, μόλις τελειώνει η σκληρή δοκιμασία του πολέμου, θέλοντας να τους στηρίξει στην προσπάθειά τους να επουλώσουν τις πλείστες πληγές που τους άφησε η θηριωδία των Γερμανών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τίτλος του ποιήματος, ο οποίος ενώ με τη λέξη εμβατήριο -ρυθμικό μουσικό κομμάτι, κατάλληλο για τον συγχρονισμό του βηματισμού ομάδας ανθρώπων στον ίδιο ρυθμό- παραπέμπει σε στρατιωτική δράση, με τον επιθετικό προσδιορισμό «πνευματικό» αποσαφηνίζει την πρόθεση του ποιητή να συνθέσει ένα κάλεσμα για συλλογική πνευματική δράση, προκειμένου οι πολίτες να βρουν την κατάλληλη καθοδήγηση και στήριξη.
Ομπρός∙ βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα∙
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Το κάλεσμα του ποιητή, που δίνεται με έντονα παραινετικό τρόπο, έχει ως πρώτο σημείο αναφοράς τον ήλιο, ο οποίος λαμβάνει εδώ τις διαστάσεις ενός πολυδύναμου συμβόλου. Ο ήλιος έρχεται να αποτελέσει την αντίθεση σε ό,τι συνιστούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή το κυρίαρχο κλίμα στον εμπόλεμο κόσμο∙ αποτελεί το αντίβαρο στο σκοτάδι της βίας, των εκτελέσεων και δολοφονιών, των συγκρούσεων και της πείνας. Ο ήλιος είναι το σύμβολο της πνευματικότητας εκείνης που επιτρέπει στους ανθρώπους να κατανοήσουν τη ματαιότητα των βιαιοτήτων και να βρουν έναν πιο ουσιαστικό προσανατολισμό στη ζωή τους. Ο ήλιος είναι το σύμβολο της ειρήνης, μα και της διάθεσης για ένα νέο ξεκίνημα, σε βάσεις, βέβαια, ηθικότερες και αγνότερες.
Ο ποιητής, λοιπόν, καλεί τους ανθρώπους γύρω του, και ιδίως τους ανθρώπους του πνεύματος, να βοηθήσουν ώστε ο ήλιος, το σύμβολο της ειρήνης και της αναγεννητικής διάθεσης, να σηκωθεί πάνω από την Ελλάδα, αλλά και πάνω απ’ όλο τον κόσμο, μιας και στον πόλεμο που μόλις τελείωσε είχαν εμπλακεί πάρα πολλές χώρες. Το ενδιαφέρον του ποιητή στρέφεται, εύλογα, πρωτίστως στην Ελλάδα και στους Έλληνες, που γνώρισαν ανείπωτες απώλειες εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Εντούτοις, ο ποιητής δε λησμονεί πως το πνεύμα της ειρήνευσης, αλλά και η ριζική αλλαγή στον τρόπο θέασης των πραγμάτων αφορούν κι όλες τις υπόλοιπες χώρες, αφού ο πόλεμος αυτός είχε γεμίσει μίσος, διάθεση φονικού ανταγωνισμού, μα και πλήθος τραυμάτων, το σύνολο των ανθρώπων.
Η αλλαγή που πρέπει να προκύψει στον τρόπο που σκέφτονται και δρουν οι άνθρωποι αφορά όλους τους συμμετέχοντες στον πόλεμο είτε ανήκαν στην πλευρά των επιτιθέμενων είτε στην πλευρά των αμυνόμενων.
Ο ποιητής επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον πιο λαϊκό τύπο του επιρρήματος «εμπρός» (ομπρός), μιας και οι άνθρωποι στους οποίους κυρίως απευθύνεται είναι απλοί πολίτες, που έχουν και την πραγματική δύναμη να αλλάξουν με την εργατικότητά τους το κλίμα στην Ελλάδα και να επιτύχουν την ανοικοδόμησή της.
Αξιοπρόσεχτη είναι και η χρήση του α΄ προσώπου (α΄ πληθυντικό), που αποσκοπεί στο να μεταδώσει την αίσθηση πως αυτή η προσπάθεια είναι συλλογική και τους αφορά όλους, όπως και τον ίδιο τον ποιητή που είναι μέλος κι αυτός της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ, με το β΄ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής, εκφράζεται το έντονα προτρεπτικό ύφος του εμβατηρίου.
=================
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ
Για τη ζωή του ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά και δεν έχουμε πληροφορίες για το πατρώνυμό του, ώστε να επιτευχθεί με βεβαιότητα η ταύτισή του με βάση τις αρχειακές πηγές. Φαίνεται πως ανήκε σε παλιά, και πιθανόν αρχοντική οικογένεια της Κρήτης. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε έζησε, αλλά πιθανότατα γεννήθηκε στα μέσα του 16ου και πέθανε στις αρχές του 17ου αιώνα.
Πολύτιμη μαρτυρία για το έργο του Χορτάτση είναι οι ακόλουθοι στίχοι του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, από το ποίημά του Φιλονικία του Χάνδακος και του Ρεθέμνου:Ένα παιδί μου παλαιόν, οπού 'θελα γεννήση
κ' εκείνο με πολλή τιμήν ήθελε με στολίση•
Γεώργιον Χορτάκιον εκράζαν τ' όνομά του
και κάμε την πανώργιαν του με ζαχαρένια χείλη
μαζί με τον Κατζάροπον την άξιαν Ερωφίλη.
Από το έργο του Χορτάτση αλλά και από μαρτυρίες της εποχής συμπεραίνει κανείς ότι είχε ευρεία μόρφωση. Δεν μπορεί να αποκλειστεί και η πιθανότητα να είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Είναι βέβαιο πως παρακολουθούσε το σύγχρονο με αυτόν ιταλικό θέατρο και γνώριζε τους κλασικούς Λατίνους συγγραφείς. Φαίνεται ότι είχε και επαφές με βενετούς ευγενείς, αφού δύο από τα έργα του, η "Πανώρια" και η "Ερωφίλη", είναι αφιερωμένα στον ευγενή από τα Χανιά Μαρκαντώνιο Βιάρο, σημαντικό προστάτη των γραμμάτων, και τον δικηγόρο από τα Χανιά Ιωάννη Μουρμούρη. Εξίσου πιθανό είναι να συμμετείχε και σε κάποια από τις Ακαδημίες που είχαν ιδρυθεί στις μεγάλες κρητικές πόλεις και πρωταγωνιστούσαν στην πνευματική ζωή.
Στο παρακάτω απόσπασμα από την τραγωδία του Γεωργίου Χορτάτση Ερωφίλη συνομιλούν οι δύο πρωταγωνιστές και δίνουν υπόσχεση παντοτινής αγάπης. Μια σύντομη αναδρομή στην ερωτική τους ιστορία θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε τη συναισθηματική τους ένταση: O Πανάρετος και η βασιλοπούλα Ερωφίλη ήταν φίλοι από παιδιά. Καθώς μεγάλωναν, το αίσθημά τους εξελίχθηκε σε έρωτα, χωρίς να γνωρίζει και να εγκρίνει ο βασιλιάς τη σχέση τους. Ύστερα από νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Περσών εισβολέων, στον οποίο διακρίθηκε ο Πανάρετος, ο δεσμός των δύο νέων ολοκληρώθηκε «με όρκους και δαχτυλίδι», όπως εξομολογείται μυστικά ο Πανάρετος στο φίλο του Καρπόφορο, στην πρώτη πράξη του έργου. Στο μεταξύ ο βασιλιάς δέχεται προξενιές από τους βασιλιάδες της Μικράς Ασίας και της Περσίας και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον ισχυρότερο. Η Ερωφίλη αρνείται το γάμο, με την πρόφαση ότι δε θέλει να φύγει μακριά του. Η αγωνία της για το μέλλον κυριαρχεί στη δεύτερη πράξη, γι’ αυτό εμπιστεύεται τον πόνο της στην παραμάνα της. Στην τρίτη πράξη, στο απόσπασμα που επιλέγουμε, ο ίδιος ο Πανάρετος, σταλμένος από το βασιλιά, μεταφέρει στην Ερωφίλη το μήνυμα του βασιλιά για τις προξενιές, ενώ παράλληλα της μιλά με θέρμη για τον έρωτά του αλλά και για το φόβο του μήπως τη χάσει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή ‘μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ’ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα, νά ‘βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ‘δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.
1η στροφή: Η Ερωφίλη αποκρινόμενη σε σχόλιο του Πανάρετου που έχει προηγηθεί, πως τα κάλλη της είναι αναρίθμητα, επισημαίνει πως οι ομορφιές και τα κάλλη της δεν είναι στην πραγματικότητα τόσα πολλά, μα είναι από το μέγεθος της αγάπης του που του δημιουργείται αυτή η εντύπωση. Στα μάτια του Πανάρετου, που τόσο την αγαπά, η Ερωφίλη μοιάζει να είναι γεμάτη θελκτικές ομορφιές. Ωστόσο, εκείνο που έχει περισσότερη σημασία δεν είναι η εξωτερική της εμφάνιση, αλλά η απόλυτη αφοσίωση που έχει σ’ εκείνον. Έτσι, η Ερωφίλη τονίζει πως είτε είναι όμορφη είτε άσχημη, το σώμα της έχει γεννηθεί μόνο για εκείνον. Μια διαπίστωση ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αποκαλύπτει πως η Ερωφίλη είναι τόσο πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο, ώστε αισθάνεται πως η ύπαρξή της καταξιώνεται μόνο χάρη στη δική του αγάπη.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή ‘μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ’ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα, νά ‘βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ‘δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.
1η στροφή: Η Ερωφίλη αποκρινόμενη σε σχόλιο του Πανάρετου που έχει προηγηθεί, πως τα κάλλη της είναι αναρίθμητα, επισημαίνει πως οι ομορφιές και τα κάλλη της δεν είναι στην πραγματικότητα τόσα πολλά, μα είναι από το μέγεθος της αγάπης του που του δημιουργείται αυτή η εντύπωση. Στα μάτια του Πανάρετου, που τόσο την αγαπά, η Ερωφίλη μοιάζει να είναι γεμάτη θελκτικές ομορφιές. Ωστόσο, εκείνο που έχει περισσότερη σημασία δεν είναι η εξωτερική της εμφάνιση, αλλά η απόλυτη αφοσίωση που έχει σ’ εκείνον. Έτσι, η Ερωφίλη τονίζει πως είτε είναι όμορφη είτε άσχημη, το σώμα της έχει γεννηθεί μόνο για εκείνον. Μια διαπίστωση ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αποκαλύπτει πως η Ερωφίλη είναι τόσο πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο, ώστε αισθάνεται πως η ύπαρξή της καταξιώνεται μόνο χάρη στη δική του αγάπη.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/