Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

29.11.24

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ Ή τεράστια Κοινωνική Σημασία των Βλακών εν τω Συγχρόνω βίω.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί οραματιστές και καλοπροαίρετοι καλησπέρα, είχα μία συζήτηση με τον Αρκά ο οποίος επέστρεψε προχθές από το Λονδίνο όπου είχε πάει να δει την Καρυάτιδα που υπάρχει στο Βρετανικό Μουσείο και κατά την επιστροφή του με ρώτησε: Mr Pepo μήπως είμαστε βλάκες; Τον κοίταξα καλά και αναρωτήθηκα αν τον είχε πειράξει η πτήση γιατί το αεροπλάνο κάποια στιγμή αναγκάστηκε να πάει λίγο πιο ψηλά και αυτό ίσως να του είχε δημιουργήσει αυτή την απορία. Για να βεβαιωθώ τον ρώτησα: τι εννοείς Παναγιώτη; Έχω την εντύπωση Mr Pepos πως ζούμε σε μία κοινωνία όπου την πλειοψηφία σε όλους τους τομείς την έχουν κάποιοι βλάκες τους οποίους εμείς με την ψήφο μας τους επιλέγουμε και τους προσδίδουμε το τίτλο του ηγέτη, όπως θα καταλάβατε αναφέρομαι στις διάφορες παρεμβάσεις συνταξιούχων πρωθυπουργών οι οποίοι λές και έχουν πάθει μαλάκυνση εγκεφάλου βγαίνουν και λένε πολλά και διάφορα αλλά τίποτα για τις δικές τους ευθύνες, καμία απολύτως αυτοκριτική. Τα ίδια συμβαίνουν και με πολλούς βολευτές που το παίζουν βουλευτές, αλλάζουν κόμμα και ομάδες όπως αλλάζουν οι ποδοσφαιριστές τις φανέλες τους και παίρνουν και φαγητό [έδρα] για το σπίτι. Όλα αυτά Mr Pepo με κάνουν να σκεφτώ το εξής: Μήπως τελικά είμαστε βλάκες; Εγώ απλά του είπα, αν βγάλεις το ''Μήπως'' συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Μήπως Mr Pepo ήταν λάθος μου τελικά που επέστρεψα στην Ελλάδα ενώ θα μπορούσα να παραμείνω στο LSI και να είχα κάνει εκεί μία αξιόλογη καριέρα; Ήρθα στην Ελλάδα γιατί θεωρούσα πως έπρεπε να προσφέρω στον τόπο μου και όχι στην Αγγλία και διαπιστώνω πως αυτό, για πολλούς και διάφορους λόγους -κυρίως έλλειψης αξιολογικών κριτηρίων - είναι ανέφικτο. Τι να του πω του 35χρονου Αρκά; Να του πω πως έχει δίκιο; να του πω πως έχει άδικο; Απλά του πρότεινα να διαβάσει το βιβλίο του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΛΥΜΠΕΣΗ που αναφέρετε στην τεράστια κοινωνία των Βλακών. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επικουρος ο Γοργογυραίος. Υ.Γ. Εύχομαι περαστικά στον φίλο μου τον Βασίλη Κ. και να ευχαριστήσω τον Ευκλείδη για την τηλεφωνική επικοινωνία, κάθε φορά που μιλάω μαζί του νιώθω πως γίνομαι λιγουλάκι πιο σοφός. Έρρωσθε.

Ο Ευάγγελος Λεμπέσης (1906-1968) έγραψε το διάσημο έργο του Ἡ Τεράστια Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ, το 1941. Ξεχώρισε δε τους βλάκες σε δύο κατηγορίες : τους γεννημένους βλάκες και τους αποβλακωμένους, δηλαδή όσους έγιναν βλάκες για λόγους κοινωνικούς, για να βολευτούν μέσα στην ισοπεδωτική μετριότητα και ασήμαντοτητα.

Δεν πρέπει να τα βάζεις με τους βλάκες για δύο λόγους:
α). Γιατί αν τα βάλεις με τους βλάκες πρέπει να πέσεις στο επίπεδό τους…β). Γιατί ακόμα κι αν πέσεις στο επίπεδό τους, οι βλάκες έχουν τόση προϋπηρεσία στη βλακεία που πάλι θα σε νικήσουν στον τομέα της βλακείας…

Τούτοι οι βλάκες κατέχουν αναγκαστικά σπουδαίες θέσεις μέσα στην κοινωνία. Πώς καταφέρνουν και αναρριχώνται, όντας παντελώς ή σχεδόν παντελώς ανίκανοι; Βάσει της μαθηματικής αρχής της ισοδυναμίας: Δέκα βλάκες εναντίον ενός ευφυούς, δέκα ανίκανοι εναντίον ενός ικανού, δέκα αδύνατοι εναντίον ενός ισχυρού κ.ο.κ.

Οι βλάκες έχουν την τάση να συνασπίζονται. Πρόκειται για τις γνωστές "κλίκες". Έχουμε εδώ ένα συνασπισμό μηχανικής τάξης, βασισμένο στην αρχή της "ελάχιστης προσπάθειας", ώστε να αντιμετωπιστεί μια ισχυρότερη αλλά ολιγαριθμότερη δύναμη και επί του προκειμένου οι έξυπνοι.

Οι βλάκες συνασπίζονται γιατί ξέρουν πως κινδυνεύουν συνεχώς να περιέλθουν στην κατάσταση του παντός είδους προλεταριάτου, πράγμα που αποτελεί αναμφισβήτητο τεκμήριο για το βαθμό της πνευματικής-τους αναπηρίας. Τούτη η τάση για συσπείρωση των βλακών είναι η αιτία που τα παντός είδους σωματεία και κυρίως τα "πνευματικά" με τον καιρό περιέρχονται σε κατάσταση απόλυτης βλακοκρατίας.

Ένα πνευματικό σωματείο υπό καθεστώς βλακοκρατίας είναι φυσικό να μη νοιάζεται για την ελευθερία της σκέψης: Η ελευθερία της σκέψης είναι χρήσιμη μόνο σ’ εκείνους που διαθέτουν σκέψη. Για τον Ευάγγελο Λεμπέση, οι Μασονικές Στοές, οι Ροταριανοί Όμιλοι, ακόμα και η Κοινωνία των Εθνών είναι οργανώσεις που βλακοκρατούνται απολύτως. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι άλλο ένα τυπικό παράδειγμα βλακοκρατίας.

Από πού αντλεί τη δύναμή της η βλακική αγέλη; Από τη φύσει κατώτερη θέση της στην κοινωνική πυραμίδα, λέει ο Λεμπέσης. Άπαξ και συνασπιστούν οι βλάκες στη βάση της πυραμίδας μπορούν ευχερώς να ταράξουν ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα και να επιβάλουν όποιον βλάκα θέλουν στην κορυφή. Και δεδομένου ότι "ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται", ο κάθε βλάξ που θα προωθηθεί στην κορυφή θα σύρει πίσω του μόνο πρόσωπα κατώτερό του, δηλαδή ακόμα πιο βλάκες απ’ αυτόν. Μια βίαιη ανατροπή της βλακοκρατικής πυραμίδας με μια επανάσταση θα επαναφέρει τα πράγματα στη φυσική τους τάξη, αλλά μόνο προσωρινά, διότι το προτσές της βλακοποίησης θα επαναληφτεί και σε λίγο οι βλάκες θα κυριαρχήσουν και πάλι.

Κατά τον Λεμπέση ο κόσμος είναι αδύνατον να γλιτώσει από τους βλάκες. Όμως υπάρχουν και βλάκες που προωθούνται στην κορυφή χωρίς τη βοήθεια της "κλίκας", μόνοι τους, με την "αξία" τους, δηλαδή με την έλλειψη πραγματικής αξίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο βλαξ θα γκρεμιστεί από τη θέση-του με την πρώτη δυσκολία που θα συναντήσει, εκτός και αν ενταχτεί σε μια βλακοκρατική κλίκα που θα τον στηρίξει με τη δύναμή-της. Απαραίτητο "προσόν" του βλακός που επιδιώκει την κατάληψη ενός πόστου είναι η παντελής έλλειψη προσωπικότητας, που εκδηλώνεται με τη χρόνια απουσία γνώμης επί παντός ζητήματος.

Υπάρχουν δυο τύποι σοβαροφανών βλακών: Ο "ψωνίζων" και ο "κοζέρ (κενολόγος φλύαρος)".

Ο "ψωνίζων" ακούει (ψωνίζει) "προσεχτικά" τη γνώμη των άλλων και συνοδεύει τα λόγια-τους μ’ ένα εξυπνώδες ηλίθιο μειδίαμα, χωρίς ποτέ να εκφράζει κατηγορηματική άποψη για τίποτα και για κανένα: Δεν είναι, δα "ηλίθιος" για να εκτίθεται φανερώνοντας τη σκέψη του όση υπάρχει! Ο ψωνίζων "έχει έκδηλον στίγμα την βλακώδη πονηριά εις το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος ένθα – παρά τοις ανθρώποις – κείται συνήθως το πρόσωπον".

Και είναι πεισματικά προσκολλημένος στην άποψη ότι είναι "ηλίθιοι" όλοι οι έχοντες άποψη.

Ο "κοζέρ", (ο κενολόγος φλύαρος), είναι μια πραγματική κοινωνική μάστιγα. Ο "κοζέρ" μιλάει όσο περισσότερο μπορεί, αλλά λέει πάντα σοφίες του τύπου: "κατά την νύκτα, αναμφιβόλως επικρατεί σκότος" ή "αφού έβρεξε θα έχουμε οπωσδήποτε υγρασία". Ο κενολόγος "κοζέρ" έχει πάντα μια προστατευτική στάση απέναντι στους πνευματικώς ανωτέρους-του, πράγμα που του χαρίζει εύκολα τον χαρακτηρισμό του "συμπαθούς", που οι πραγματικά έξυπνοι άνθρωποι δε θα τον ήθελαν ποτέ για τον εαυτό-τους, θεωρώντας τον συνώνυμο του "κόπανος".

Ο βλαξ είναι ζώον μόνιμα πανικόβλητο.Έχοντας σαν μόνο οδηγό το ένστικτο και καθόλου τη νόηση αδυνατεί να αμυνθεί με λογικά μέσα. Έτσι καταφεύγει σταθερά στο χαφιεδισμό, το ξεσκόνισμα, το "ποιείν τον καραγκιόζην", τη συρραφή κολακευτικών στίχων, την εκφώνηση πατριωτικών λόγων, ακόμα και τη μεταφορά από την αγορά των λαχανικών της κυρίας του κυρίου-του.

"Δύο κεφαλαί δια να συνεννοηθούν πρέπει να είναι ή εξίσου κεναί ή εξίσου πλήρεις". Έτσι, ενώ η συνεννόηση μεταξύ ηλιθίων είναι δυνατή, η συνεννόηση μεταξύ ηλιθίων και ευφυών είναι απολύτως αδύνατη. Αυτό σημαίνει ότι οι έξυπνοι δεν έχουν καμιά δυνατότητα να καθοδηγήσουν και να διδάξουν τους ανοήτους. Ο βλαξ αδυνατεί να καταφύγει σε έντιμα μέσα για να πετύχει το σκοπό-του. Διότι τα έντιμα μέσα είναι δύσκολα και προϋποθέτουν νου για να καταλήξουν σε αποτέλεσμα.

Ο βλαξ λοιπόν είναι αναγκαστικά ένας απατεών, που βασίζεται μόνο στο ένστικτό του, όπως ακριβώς και τα ζώα που, φυσικά, δεν έχουν "ηθικόν βίον". Η βλακεία δεν έχει ταξική καταγωγή, λέει ο Λεμπέσης. Όμως οι "αριστοκρατικοί και πλούσιοι βλάκες" είναι μυριάκις πιο επικίνδυνοι ηθικά από τους φτωχούς και προλετάριους βλάκες. Ένα "καλό παιδί καλής οικογένειας", δηλαδή ένας "ευπρεπής βλαξ" παραμένει ασύδοτος από μικρός. Έχει ταξική ασυλία, που δεν την έχει ο σταθερά ελεγχόμενος από νήπιο φτωχός βλαξ. Ο λαϊκός βλαξ είναι συμπαθέστερος και λιγότερο γελοίος διότι είναι σεμνότερος και στερημένος της αυτοπεποιθήσεως και επάρσεως του βλακός των άνω τάξεων.

Πάντως απ’ όποια τάξη κι αν προέρχεται, ο βλαξ που θα υποχρεωθεί να δώσει μάχη —που ωστόσο την αποφεύγει όσο μπορεί— θα τη δώσει με τα πνευματικά ευκολότερα και συνεπώς ανηθικότερα όπλα: το ψεύδος, τη διαστροφή, τη ραδιουργία, τη συκοφαντία. Εξ’ ού έπεται το ακλόνητο δόγμα: η ανηθικότης είναι αποκλειστικόν προϊόν των βλακών !!!

Απόσπασμα από το βιβλίο "Κείμενα στο Έθνος" του Β. Ραφαηλίδη

"Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω"

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ η επιλογή έγινε από την Σαπφώ των Τρικάλων.

Φίλες και Φίλοι Καλημέρα, πως να μην εκστασιαστείς όταν συναντάς στα ποιήματα του ΒΑΡΝΑΛΗ αυτή την στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία; [μάργαρος], σε συναρπάζει η πλησμονή των νοημάτων, και μένεις ενεός από το ταλέντο του ποιητή. Εναργής λόγος, με ερείσματα στην ελληνική γλώσσα, κασίγνητος, γνήσιος αδερφός όλων των μεγάλων ποιητών του τόπου μας που τον ποιητικό του λόγο κάθε άλλο παρά σκαλάθυρμα θα μπορούσε να το πει κάποιος, αντίθετα, ίμερος, πόθος, λαχτάρα, έρωτας διατρέχουν τον κάθε στίχο του ποιητή. Άποπτος μεν αρχικά αλλά στην πορεία ορατός και ελκυστικός  ο λόγος του σε ταξιδεύει στα ίδια μονοπάτια των αρχαίων ποιητών. Εμένα πάντως μ' αρέσουν ιδιαίτερα 
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, και το ΟΡΕΣΤΗΣ. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος.

Κώστας Βάρναλης «Ορέστης»
Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1914 και είναι ένα σονέτο που διέπεται από το πνεύμα του παρνασσισμού, μιας τεχνοτροπίας που επηρέασε την πρώτη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη. O ποιητής, που ήταν κλασικός φιλόλογος, καθώς και μεταφραστής του αρχαίου δράματος, καταπιάστηκε με τον κόσμο και τα σύμβολα της αρχαιότητας με δημιουργικό και τολμηρό τρόπο.

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.

Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.


Ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει την ιστορία του Ορέστη με ευνοϊκή διάθεση απέναντι στον νεαρό ήρωα, αφού στο πρόσωπό του αναγνωρίζει τη μοίρα του απλού ανθρώπου που συνθλίβεται υπό το βάρος γεγονότων και περιστάσεων που δεν αποτελούν δική του ευθύνη. Το αίτημα του Απόλλωνα στον Ορέστη να φονεύσει τη μητέρα του και τον εραστή της, προκειμένου να λάβει εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα του, Αγαμέμνονα, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο μ’ ένα οδυνηρό δίλημμα, καθώς το να τιμωρήσει εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα του, σημαίνει πως θα πρέπει να αφαιρέσει τη ζωή της ίδιας του της μητέρας. Ο Ορέστης, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έφτανε ποτέ στη μητροκτονία, δεν μπορεί, ωστόσο, να αφήσει δίχως τιμωρία την άδικη θανάτωση του πατέρα του.
-----------------------------------------------
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Το ποίημα ανήκει στο πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης Σκλάβοι Πολιορκημένοι, η οποία εκδόθηκε το 1927. Ο ποιητής, ακολουθώντας τη δημοτική μας παράδοση, χρησιμοποιεί τη μορφή της Παναγιάς, για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο της μάνας· η Παναγιά κατέχεται από τα τρυφερότερα συναισθήματα για το παιδί που πρόκειται να γεννήσει, αλλά και από κακά προαισθήματα για την τύχη που το περιμένει.

Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Τα στοιχεία του ποιητικού μονολόγου της Παναγίας υποδηλώνουν πως βρισκόμαστε λίγο προτού γεννήσει, πως γνωρίζει ήδη ότι πρόκειται να φέρει στον κόσμο γιο, αλλά και το φρικτό του τέλος. Ακούμε, έτσι, την Παναγία να εκφράζει όλη της την τρυφερότητα απέναντι στο αγέννητο ακόμη παιδί της, μα και τις προθέσεις της να κάνει ό,τι μπορεί για να το προστατεύσει από το δεινό του μέλλον.
Τα εισαγωγικά ερωτήματα του ποιήματος υποδηλώνουν πως η Παναγία δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπο το παιδί της με τη φονική κακία των ανθρώπων, γι’ αυτό και αναρωτιέται που θα μπορούσε να κρύψει τον γιο της προκειμένου να τον γλιτώσει. Τοποθετεί, μάλιστα, τις πιθανές κρυψώνες είτε σε κάποιο νησί του Ωκεανού, μακριά από τους ανθρώπους, είτε αντιστοίχως σε κάποια ερημική κορυφή βουνού, καλύπτοντας κατά αυτό τον τρόπο τα συνήθη δυσπρόσιτα μέρη∙ τον ωκεανό και τα ψηλά βουνά.
Είναι εμφανές πως η Παναγία δεν μιλά εδώ ως το ιερό πρόσωπο που γνωρίζει καλά την άφευκτη μοίρα του θεϊκού γιου που θα φέρει στον κόσμο, αλλά ως μητέρα που θέλει με κάθε τρόπο να προφυλάξει το παιδί της από κάθε πιθανό κακό.
---------------------------------------

Κώστας Βάρναλης «Οι μοιραίοι»

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.

Ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η δράση του αφηγηματικού αυτού ποιήματος είναι μια υπόγεια ταβέρνα γεμάτη καπνούς απ’ τα τσιγάρα και βρισιές απ’ τους θαμώνες. Ενώ, ως στοιχείο εξωτερικού χώρου τίθεται παρενθετικά η σημείωση για τον ενοχλητικό ήχο της λατέρνας. Συντίθεται, έτσι, το σκηνικό μιας φτωχογειτονιάς, της οποίας οι άνθρωποι βρίσκουν ως μόνη διαφυγή απ’ τη δυστυχία τους το πιοτό (να πάνε κάτου τα φαρμάκια).
Ο αφηγητής αποτελεί μέλος της παρέας (πίναμε, α΄ πληθυντικό), που χθες το βράδυ -όπως και κάθε βράδυ άλλωστε- συναντήθηκε στην υπόγεια αυτή ταβέρνα, για να πνίξει τα φαρμάκια της δύσκολης ζωής στο ποτό. Το σχόλιο «σαν όλα τα βραδάκια» καθιστά σαφές πως η καταφυγή στο ποτό, αλλά και η συνάντηση των φίλων, συνιστά μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία∙ έναν τρόπο ζωής, που φανερώνει παραστατικά την ένταση της δυστυχίας που βιώνουν, και τη συνεπαγόμενη ανάγκη να αποζητούν την παρηγοριά της συντροφικότητας.
---------------------------------------------

Κώστας Βάρναλης [Πάλι μεθυσμένος είσαι]

Το ποίημα που ακολουθεί είναι ο πρόλογος της ποιητικής συλλογής Σκλάβοι πολιορκημένοι. Τιτλοφόρησε έτσι τη συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Οι σκλάβοι πολιορκημένοι του είναι όλοι οι άνθρωποι που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»

- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-

έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

Ο Κώστας Βάρναλης συνθέτει ένα πικρό πορτρέτο του εαυτού του, στον οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο σαν να θέλει να αντικρίσει με αποστασιοποίηση την τραγική του κατάσταση, αλλά και για να μην περιορίσει την ιστορία του Κωνσταντή στα στενά όρια του προσωπικού βιώματος. Η κατάσταση, άλλωστε, του Κωνσταντή δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για την εποχή του (1927), όπως και για τις περιόδους που ακολούθησαν. Η παραίτηση, η μίζερη διαβίωση κι η φτώχεια συνοδεύουν -ατυχώς- τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Το ποίημα έχει συντεθεί με ποικιλία μέτρων και οι στίχοι του έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, μιας και πρόκειται για έργο της παραδοσιακής ποίησης.
ΠΗΓΗ:https://latistor.blogspot.com/
=========================

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,

ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο αυξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τι ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τι λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

=====================
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ


Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό

Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ.

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα, η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
====================
Η ΘΑΛΑΣΣΑ


Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω
Απ’ το βουνό ψηλά.
Στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
Απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους ..

28.11.24

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ, ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ,

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, μετά από πρόταση της Ίριδας αποφάσισα να συγκεντρώσω κάποιους από τους ποιητές μας και τους συγγραφείς μας, σε λίγες αναρτήσεις ώστε όσοι επισκέπτονται το ιστολόγιο να μπορούν να μάθουν λίγα πράγματα για το έργο και τη ζωή των αυτών των σημαντικών ανθρώπων. Στη συνέχεια όποιος θέλει μετά θα μπορεί να αναζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. Ξεκινάμε με τον ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς. Υ.Γ. Και μην ξεχνάτε να εμπλουτίζετε τις γνώσεις σας με τα άρθρα και τα βιβλία του Ηλία Γιαννακόπουλου.

Ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) ενσωμάτωσε στα λογοτεχνικά του κείμενα την προσωπική και οικογενειακή προσφυγική διαδρομή, καθώς η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετοικήσει από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας αρχικά στη Λέσβο και κατόπιν στην Αθήνα, ο ίδιος δε είχε υποχρεωθεί μέχρι το 1923 να υπηρετήσει στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το 1931 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα "Το νούμερο 31328", εμπνευσμένο από την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας της Ανατολής. Το 1939 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του "Γαλήνη".

Στο παρακάτω απόσπασμα από τη "Γαλήνη" ο Βενέζης περιγράφει τις αγωνιώδεις προσπάθειες μίας ομάδας προσφύγων να εκχερσώσουν και να μετατρέψουν τις γαίες που τους παραχωρήθηκαν στην Ανάβυσσο της Αττικής σε κατάλληλες για καλλιέργεια. Στην περίπτωση της Αναβύσσου, οι γαίες που παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες αποτελούνταν από αλυκές και έλη, με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να χρειαστεί να παλέψουν σκληρά προκειμένου να τις καταστήσουν κατάλληλες για την αγροτική παραγωγή.
Τεκμήριο
Η ζωή άρχισε τον κανονικό δρόμο της στην Ανάβυσσο. Δώσανε στους πρόσφυγες σκηνές, εργαλεία και λίγα μέσα για να σηκώσουν από ένα καλύβι και να τραφούν, ως ότου να τους δώσει καρπό η γη που θα καλλιεργούσαν.
Από πολύ πρωί, απ’ τα χαράματα, όλος ο πληθυσμός του κοπαδιού έπαιρνε το δρόμο για τα χωράφια. Μονάχα οι άρρωστοι και οι γέροι μέναν να φυλάγουν στον καταυλισμό. Φοβόντανε ακόμα τους βλάχους, αυτοί όμως δεν είχαν δώσει κανένα σημείο ζωής από κείνην την πρώτη μέρα, που είχαν στείλει την πρεσβεία τους. Μένανε ακόμα στον καταυλισμό και οι χτίστες που χτίζαν τα καλύβια του συνοικισμού με πηλό.
Στη διαλεγμένη γη, πλάι στο ξωκλήσι, δούλευε κι ο Γλάρος με τη φαμίλια του. Από καιρό σε καιρό πήγαινε και σ’ ένα άλλο χωράφι, στο “Θυμάρι”, που έπεσε στον κλήρο του.
Η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη, το χέρσο χώμα πολύ σκληρό κι ο τόπος γεμάτος από πέτρα και σκοίνα. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γυναίκα του Γλάρου φοβόταν πιο πολύ πως η εκλογή του κλήρου δεν ήταν καλή.
- Θα είναι ακόμα σε πολύ βάθος, φαίνεται, πέτρα, έλεγε μόνο στον άντρα της.
Ο Γλάρος σταματούσε το σκάψιμο μια στιγμή, καταλαβαίνοντας που πάει η κουβέντα της.
- Μια φορά εδώ φαίνεται πως μείναν άνθρωποι, της απαντούσε με πείσμα. Ξέρω εγώ τι κάνω! Θ’ ακολουθήσουμε τ’ αχνάρια τους.
Η Ελένη δεν έλεγε τίποτα άλλο και πάλι άρχιζε να σκάβει. Ίσως να είχε δίκιο ο άντρας της. Σίγουρη δεν μπορούσε να ήταν πως το χώμα εδώ θα ήταν πολύ χειρότερο από άλλα μέρη που πήγαν οι πατριώτες τους. Αλλά το ότι πατούσαν σε χώμα που ίσως, κάποτε, το δουλέψαν κι άλλοι άνθρωποι, η αναζήτηση των αχναριών που θ’ άφησαν, έδινε παρηγοριά.

Κι οι μέρες περνούσαν ως που ένα πρωινό η αξίνα του Γλάρου έβγαλε στην επιφάνεια ένα πιο βέβαιο μήνυμα αυτών των ανθρώπων. Ένας θαμμένος τοίχος, καμωμένος με τεράστιες πέτρες, φάνηκε σε λίγο βάθος.
- Έλα δω να δεις! Φώναξε στη γυναίκα του. Τούτο, δεν είναι τοίχος;
Βέβαια ήταν τοίχος. Τον περιεργαζόνταν κι οι δυό, τη γερή δεσιά του.
Τι να ήταν; Τι να ήταν ο κόσμος που έβγαιναν τ’ αχνάρια του;
- Οι άνθρωποι της αλυκής, που ξέρουν τον τόπο, λένε παράξενα πράματα, είπε ο Γλάρος. Λένε πως κάποτε εδώ ήταν μεγάλη πολιτεία και πως ένα μέρος της βούλιαξε μες τη θάλασσα.
Έτσι λένε. Όταν δε φυσά το αγέρι και είναι μπουνάτσα, στο βυθό του κόρφου μπορούν να δουν τοίχους και μεγάλα πυθάρια κι άλλα έργα από χέρι ανθρώπου.

Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Αθήνα 1939.
=======================

Ἡ Πατρίδα μας ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ


«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»

«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.

Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.

Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.

Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.

Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.

Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.

Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.

Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.

Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.

Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».

«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».
=====================

Χῶμα ἑλληνικό

Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα

καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.

Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.

Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-
μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.
=====================
Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια

Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πᾶνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.
====================
Ἡ μυγδαλιά

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.
====================
Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας

Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!

Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.

Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.

Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!
=======================

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ.

Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του


Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.

Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.

Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἄρματα νὰ κρεμᾶνε.
Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.

Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἄρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου.
Ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου. Παιδιά μου μὴ μὲ κλάψτε.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωὴ στὴ νιότη.
Σταθεῖτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,
τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.

Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη,
ἂς πάρει τὸ τουφέκι μου, τ᾿ ἄξο μου καρυοφύλλι
κι ἂς μοῦ τὸ ρίξει τρεῖς φορὲς καὶ τρεῖς φορὲς ἂς σκούξει.
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Θ᾿ ἀναστενάξ᾿ ἡ λαγκαδιά, θὲ νὰ βογκήξει ὁ βράχος
θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν
καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ περνᾶ δροσᾶτο,
θὰ ξεψυχήσει, θὰ σβηστεῖ, θὰ ρίξει τὰ φτερά του,
γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρει
καὶ τήνε μάθει ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσει ἡ Πίνδος
καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.

Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη
καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω
θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του.

Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι,
ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια
ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιὰ κι ἔπειτα δευτερώνει.
Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο του καρυοφύλλι
βροντᾶ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει
φεύγει ἀπ᾿ τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο
πέφτει ἀπ᾿ τοῦ βράχου τὸ γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.

Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,
τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...
Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.

Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη
μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ ἀπαντιέται
ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.
=====================

Εἰς τὴν μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμοῦ

Κοιμήσου... ἐγὼ τὸν ὕπνο σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω
δεν ἦλθα ἐδῶ στο μνῆμά σου οὔτ᾿ ἕνα λουλουδάκι
ἀπ᾿ ὅσα τὸ στολίζουνε κρυφὰ νὰ ξερριζώσω.
Κοιμήσου... χάρου, ποιητά, τὴν ἄφθαρτη γλυκάδα,
ποὺ ζῶντας ἐπεθύμησες καὶ ποὺ νεκρὸς χορταίνεις.

Ἄφες κ᾿ ἐμένα νὰ χαρῶ, ἄφες με νὰ πιστεύσω
ὅτ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ ποιητοῦ στην εὐμορφία τοῦ κόσμου,
εἰς τὴ μεγάλη τοῦ Παντὸς ἀθάνατη ἁρμονία
εἶναι γλυκὺ κελάδισμα, εἶναι παλμὸς ἀγάπης,
ποὺ φεύγει ἐδῶθε νὰ κρυφθῇ μὲς στὴν καρδία τοῦ Πλάστου.

Κοιμήσου... οἱ χρόνοι φεύγουνε δυστυχισμένοι, μαῦροι...
Ἀπ᾿ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ σ᾿ ἔχει ἀγκαλιασμένον,
σταλάζουνε σιγά, σιγά... καὶ πᾶσα των ῥανίδα
πνίγει χιλιάδες γενεαῖς. Στοῦ τάφου σου τὸ χῶμα
χύνει δροσούλα καὶ ζωή, ῥόδα σκορπᾷ καὶ δάφναις.

Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν... ἦλθα νὰ γονατίσω
στο μνῆμά σου καὶ νὰ σοῦ πῶ νὰ μὴ καταφρονέσῃς
τὸ χάρισμά μου τὸ φτωχό... Γιὰ τὸ μνημόσυνό σου
σὤφερα νεκρολίβανο, σὤφερα κι᾿ ἁγιοκέρι.
=====================

Ἡ Ξανθούλα

«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή,
τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου
τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά,
τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου,
στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης - Βιογραφικὰ στοιχεῖα

Ὁ ποιητῆς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὸ 1824, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο στὴ Λευκάδα, φοίτησε στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας, κοντὰ σ᾿ ἐπιφανεῖς δασκάλους, ὅπως ὁ Ἀσώπιος καὶ ὁ Ἰωάννης Οἰκονομίδης.

Ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἀκαδημία, σὲ ἡλικία δεκαεφτὰ χρονῶν, σπούδασε νομικὰ στὰ πανεπιστήμια τοῦ Παρισιοῦ, τῆς Γενεύης καὶ τῆς Πίζας. Ὕστερα ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴ Λευκάδα, ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι πολλὲς ἀπὸ τὶς γνωστὲς τότε εὐρωπαϊκὲς χῶρες, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια.

Τὸ 1853 ὅμως ἐπέστρεψε ὁριστικὰ στὴ Λευκάδα καὶ ἀναμείχτηκε στὴν πολιτική. Ἐκλέχτηκε βουλευτὴς τῆς «Ἰονίου Πολιτείας» καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ μία ἑπταετία γιὰ τὰ δίκαια τῶν Ἐφτανήσων. Ἡ ἐνσωμάτωση τῶν Ἐπτανήσων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητάς της μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ὑπῆρξαν ὄνειρά του. Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐπτανήσων ἐκλέχτηκε πρῶτος ἀντιπρόσωπός τους στὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἀθήνας.

Στὴ συνέχεια ἔδρασε ὡς βουλευτὴς στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τὸ 1868. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιτικῆς του δράσης, οἱ ἀγορεύσεις του ἦταν σωστὰ ποιήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ρητορική του ἱκανότητα ἔμεινε ἀλησμόνητη. Ὁ Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας ριζοσπάστης ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ θεωρητικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας του. Προσπάθησε νὰ ἀποτινάξει κάθε ἴχνος ξενομανίας καὶ νὰ διώξει τὴν κακὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Ἄγγλοι στὰ Ἐπτάνησα καὶ οἱ Βαυαροὶ στὸ νεοσύστατο κράτος.

Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δὲ δείλιαζε καὶ δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ τίποτα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τοὺς στόχους του. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν εἶχε νὰ κάνει μὲ ὑψηλὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν πατρίδα, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρει σὲ καλὸ τέλος. Ὅταν τὸ 1868 ἐγκατέλειψε τὸν πολιτικὸ στίβο, δὲν ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸ πολιτικὰ πράγματα μία καὶ οἱ στόχοι του δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀκπληρωθεῖ ὁλοκληρωτικά.

Ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ταξίδια, ἂν καὶ ἔλαβε δυτικὴ μόρφωση, παρέμεινε ὡς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἕνας πραγματικὸς Ἕλληνας. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαιτοῦσε καὶ ἡ ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο θαυμαστῆς τῶν παλικαριῶν, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος λαμπρὸ παλικάρι.

Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε τὸ 1879 ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή.
======================

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ

Ν' ΑΚΟΥΣ

Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει

Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί

Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.
=======================
[ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ III]

Γιατί ἔχω μέσα μου ἕνα νεκρό πουλί κι ἐσύ τό λυπᾶσαι
Γιατί μοῦ κρατάς τά χέρια καί τά δικά σου χέρια τά ‘χω κρυμμένα στόν ὕπνο μου
Γιατί τό σῶμα σου μοιάζει μέ ὄνειρο πού ἀκολουθεῖ τις πράξεις μου ὅλη τή μέρα
Καί λίγο λίγο μοῦ ἔρχεται στή μνήμη
Γιατί μοῦ λές γιά τήν ἀγάπη
Μοῦ λές πῶς ἀποχαιρετιόνται δυό κι ἀφἠνουν τήν ἀγάπη μόνη
Σάν το μαργαριτάρι ἔξω ἀπ’ τό στρείδι του
Γιατί μοῦ λές πολλές φορές γιά τήν ἀγάπη ὅτι εἶναι σύμπτωση
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπώ

Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω καί σέ μυρίζω ὅπως ἀρνί πού ὀσφραίνεται τό χόρτο
Γιατί δέχομαι τή φωνή σου σά νά ‘ναι σπόρος
Κι ἐγώ σά νά ‘μαι φρέσκο χώμα

Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω πάντα κι ἀπέναντί μας μιά μέρα σημαδεύει τήν ἀγάπη μας
Ὅπως ἐμένα κάποτε πού με πρυροβολοῦσε ἡ νύχτα
Γιατί σέ βλέπω σάν πηλό καί θέλω νά σοῦ δώσω τό σχῆμα τῆς ἀγωνίας μου
Κι ὕστερα πάλι νά σέ ξαναπλάσω
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπῶ
Γιατί εἶσαι ἡ ἀγωνία μου

Γιατί μές στόν καιρό εἶσαι ἡ ἐλπίδα ὅπως ἡ γλύκα στοῦ καρποῦ τά βάθη
Ὅπως τά δακρυσμένα μάτια τήν ὥρα πού φεύγουμε
Γιατί εἶσαι ἡ καρδιά μου πού χτυπάει μουσικά ὅταν ἐγγίζω καί τα νύχια σου
Πού εἶναι στό δέρμα μου σά σκορπισμένα λουλούδια σέ νερό
Γιατί εἶσαι τό τραγούδι μου πού λέω τ’ ἀπογεύματα
Γι’ αὐτό σ’ αγαπῶ.
======================
ΑΝ

Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον

Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά

Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά

Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.
======================

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ

Έμαθα τώρα να ταξιδεύω
Έμαθα να ταξιδεύω σε δύσκολες
Θάλασσες.
Να βαδίζω γυμνός κι αλησμόνητος
και να γεμίζω τους δρόμους.
Ν’ ανοίγω ευθείες να περάσει το φως
να σταματώ, ξαφνικά, στο Νησί σου
με τα μάτια μου στ’ άνοιχτά
και στ’απέραντα

Εκεί που η ποίηση
τινάζεται σαν απρόσμενη αστραπή
και καρφώνεται
σαν πυράκανθος
στα μαλλιά σου.
======================
ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ

Σε περιμένω μην αργείς
κάτω στην παραλία
Της μαύρης μου παλιοζωής
να κλείσω τα βιβλία

Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη

Πάρε και τον αυγερινό
δικό σου καμαρότο
και το φεγγάρι τ’ αργυρό
για τιμονιέρη πρώτο

Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη

Κι εγώ θα φέρω Τηνιακό
μάστορα στα σκαλιά σου
για να σου κτίσει μια χρυσή
φωλιά μες τη φωλιά σου

Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη.
======================

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΕΣ

Όλα τα μεσημέρια μας,
τα φωτεινά μας βράδια,
σαν έφυγες γεμίσανε
τα μάτια μου σκοτάδια.

Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;

Έπινες απ’ το χέρι μου
κρασί, νερό κι αγάπη,
τώρα τις νύχτες τριγυρνώ
χωρίς να κλείνω μάτι.

Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;

======================

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Ἆσμα ᾀσμάτων


Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά.
Ἔχω τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι,
Τώρα ποὺ δὲ σὲ νανουρίζουν τὰ πουλιά.
Ἡ νύχτα, ἰδές, γυρνᾷ μαυροντυμένη,
Ὅλα σιωπηλὰ κοιμοῦνται γύρω,
Ἔλα, ἀκριβή μου, ὀνειροπλανεμένη,
Νὰ μὲ μεθύσεις μὲ τ᾿ ἀπόκρυφό σου μύρο.
Ἔλα τραγούδι νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι·
Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά·
Τώρα ποὺ δὲ λαλοῦνε τὰ πουλιά,
Ἔλα τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι.
======================
Στὸ κοχύλι

Μέσα στὸ κοχύλι κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά·
Τὴν ψυχή μου παραδίνω
Σ᾿ ἄυλη ἀγκαλιά.

Ὤ! δὲν ξάνοιξαν τὰ μάτια,
Μήτ᾿ ὁ πλάνος νοῦς,
Τ᾿ ἀθεμελίωτα παλάτια
Στοὺς ὠκεανούς!

Ρίχνω σίδερα, ἁλυσίδες
Τρίγυρες, βαρειές,
Τὶς παλιές μου τὶς φροντίδες,
Τὶς ἀπελπισιές.

Κι ὅπως ζῶ στιγμὲς τὶς ὦρες,
Ὧρες τοὺς καιρούς,
Δρέπω καὶ στὶς ἄγριες μπόρες,
Ρόδα τοὺς ἀφρούς.

Ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐμένα,
Πρώτη μου φορά,
Μὲ τοῦ γλάρου τ᾿ ἀνοιγμένα
Πέτομαι φτερά.

Καὶ βυθῶ μὲ τὸ δελφίνι
Ποὺ ἄστραψε μὲ μιᾶς,
Μὲς στὴν ἀπεραντοσύνη
Τῆς ἀλησμονιᾶς...

Στὸ κοχύλι μέσα κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά.
====================
Αὐγερινός (παραλλαγή)

Πῶς, αὐγερινὲ τοῦ πόθου, παραδίνεσαι στὴ μέρα,
Στὴν πλημμύρα τοῦ φωτός,
Πρὶν καλὰ-καλά, διαλύσεις, δροσερὸς μὲς στὴν ἀέρα,
Τὰ πλεμάτια τῆς νυχτός!
Κι ὅμως πιὸ κι ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι γαληνεύεις τὸ σκοτάδι,
Καθὼς λάμπεις μυστικά,
Σὰν ἐλπίδα ποὺ προφταίνει κάποτε, μ᾿ ἕνα της χάδι,
Μαύρη σκέψη νὰ νικᾷ.
Ὤ! μὲ τ᾿ ὄνειρο πῶς μοιάζεις, διπλοχτυπημένε, ὡς σβύνεις
Ἔτσι ἀνάτρεμος, ἀλιά!
Προδομένος κι ἀπ᾿ τὴ νύχτα κι ἀπ᾿ τῆς μέρας, πάλι ἐκείνης,
Τὴ σκληρὴ φεγγοβολιά..
=====================
Δάκρυα καὶ θυμοί

Ζοφερὸ ἕνα γνέφος στέκει
Μὲς στὰ μάτια σου τὰ δυό,
Κλεῖ βροχή, γι᾿ ἀστροπελέκι;
Σκιάζομαι ποὺ τὰ θωρῶ.

Κι ἂν τὸ δεύτερο, ἂς μὲ κάψει
Τοῦ θυμοῦ σου ὁ κεραυνός,
Μ᾿ ἂν τὸ πρῶτο, ποιὰ θὰ κλάψει
Σὰν ἐσένανε, καὶ ποιὸς

Ὁ σκληρόκαρδος ἐκεῖνος
Ποὺ ὅ,τι κι ἂν τὸν τυραννᾷ,
Σὰν ξεσπᾷ παρόμοιος θρῆνος,
Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ξεχνᾷ;...
======================

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΥΡΗΣ, ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ. Έλληνες ποιητές και λογοτέχνες.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί Λευτεριστές καλημέρα, το ξεκίνημα σήμερα των ποιητών, των στιχουργών και των Ελλήνων συγγραφέων αρχίζει με ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ, είχα τη τύχη και τη χαρά να συναντήσω τον Πρόεδρο των Λευτεριστών δύο φορές στο σπίτι του με την Άλκηστη και την Μυρτώ, ό, τι και να πω θα είναι λίγο για τις όμορφες στιγμές που περάσαμε κατά την διάρκεια των δύο συνεντεύξεων, ένας υπέροχος άνθρωπος , ένα υπέροχος οικοδεσπότης, απολαύστε τον. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς που λέει και ο σοφός Διδάσκαλος από την Πιάλεια.

Δημοσιογράφος, συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα στιχουργός, ένας από τους κορυφαίους του λαϊκού μας τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο που ο Μάνος Χατζιδάκις, παρότι δεν συνεργάστηκαν ποτέ, έγραψε για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, εκείνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο στίχο και είναι πρωτογενείς φυσιογνωμίες, είναι τρεις: Στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Στο έντεχνο ο Νίκος Γκάτσος. Και στη νεότερη γενιά, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν είναι απλά ένας στιχουργός. Γράφει ποίηση γεμάτη λυρισμό για την Ελλάδα των μοναχικών ανθρώπων, του έρωτα, της χαράς και της βιοπάλης.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 1935, από γονείς πρόσφυγες. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης με καταγωγή από την Προύσα και η μητέρα του καθαρίστρια με καταγωγή από το Νοβοροσίσκ της Ρωσίας. Μεγάλωσε φτωχικά σε μία «Καμαρούλα μια σταλιά», που λέει και το τραγούδι του, και σε δύσκολα χρόνια στην Πλατεία Βικτωρίας. Τελείωσε το Β’ Γυμνάσιο της οδού Χέυδεν (στεγαζόταν στη «Βίλα Αμαλία»), με συμμαθητές τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον ζωγράφο Αλέκο Φασιανό και τον καθηγητή φιλοσοφίας Χρήστο Γιανναρά. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στο τρίτο έτος εγκατέλειψε τις σπουδές του γιατί τον κέρδισε η δημοσιογραφία.
Ξεκίνημα ως δημοσιογράφος

Ξεκίνησε ως ρεπόρτερ στην αθλητική εφημερίδα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη «Ομάδα» και στη συνέχεια μεταπήδησε στην απογευματινή εφημερίδα του ΔΟΛ «Τα Νέα», όπου εργάστηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ και συνέχισε ως βοηθός αρχισυντάκτη, αρχισυντάκτης και χρονογράφος από το 1977 με τη στήλη «Ματιές».
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα στιχουργός, ένας από τους κορυφαίους του λαϊκού μας τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο που ο Μάνος Χατζιδάκις, παρότι δεν συνεργάστηκαν ποτέ, έγραψε για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, εκείνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο στίχο και είναι πρωτογενείς φυσιογνωμίες, είναι τρεις: Στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Στο έντεχνο ο Νίκος Γκάτσος. Και στη νεότερη γενιά, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν είναι απλά ένας στιχουργός. Γράφει ποίηση γεμάτη λυρισμό για την Ελλάδα των μοναχικών ανθρώπων, του έρωτα, της χαράς και της βιοπάλης.
Το 1963 καταπιάστηκε με το τραγούδι, όταν ο Σταύρος Ξαρχάκος μελοποίησε την «Άπονη Ζωή» και τη «Φτωχολογιά», που αποτελούν δύο διαχρονικές επιτυχίες του ελληνικού τραγουδιού. Στιχουργός από τους πολυγραφότερους έχει γράψει πάνω από 1.200 τραγούδια («Αχ χελιδόνι μου», «Καισαριανή», «Οδός Αριστοτέλους», «Άγαλμα», «Γέλαγε η Μαρία», «Καμαρούλα μια σταλιά», «Δε θα ξαναγαπήσω», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Όλες του κόσμου οι Κυριακές», «Ήλιε μου σε παρακαλώ», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», κ.α) και πολλά ακόμη που περιμένουν στο συρτάρι του για μελοποίηση.

Οι συνεργασίες με τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες

Έχει συνεργαστεί με τους σπουδαιότερους έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές. Από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Μάνο Λοΐζο έως τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Απόστολο Καλδάρα και τον Χρήστο Νικολόπουλο και από τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Στράτο Διονυσίου και τη Βίκυ Μοσχολιού έως τον Σταμάτη Κόκοτα, τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Γιώργο Νταλάρα. Ο δίσκος «Ο Δρόμος» σε δικούς του στίχους και μουσική Μίμη Πλέσσα, που κυκλοφόρησε το 1969, είναι ο πιο εμπορικός δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας με πωλήσεις που ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο αντίτυπα.


Το συγγραφικό έργο του Λευτέρη Παπαδόπουλου περιλαμβάνει κυρίως βιβλία για τον κόσμο της μουσικής, αλλά και πολιτικές έρευνες («Το βρώμικο ‘89») κι ένα βιβλίο για την αγαπημένη του ΑΕΚ. Έχει γράψει τα θεατρικά «Δρόμος», «Εν βρασμώ ψυχής» και «Ο γολγοθάς μιας ορφανής ανύπαντρης μητέρας», τα οποία έχει ανεβάσει η σύζυγός του, η σκηνοθέτιδα Ράια Μουζενίδου. Στην τηλεόραση έχει παρουσιάσει τις εκπομπές «Ώρα για τραγούδι», «Εν αρχή ην ο λόγος», «Η άλλη μεριά του φεγγαριού» και «Μακρινές φιλίες».

Στις 7 Ιουνίου 2024, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου τίμησε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής. 
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2494#goog_rewarded

Γιέ μου.

Γιε μου, είν’ ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου

που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς

Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς

Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ’ έναν δρόμο λασπωμένο
θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό

Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ

Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά

Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά.

ΕΠΕΙΔΗ Σ' ΑΓΑΠΩ

Επειδή σ’ αγαπώ
ως και οι πέτρες ανθίζουν στη γλάστρα
επειδή σ’ αγαπώ
το φεγγάρι φιλιέται με τ’ άστρα
επειδή σ’ αγαπώ
σ’ αγαπώ γράφω σ’ όλους τους στίχους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαγρυπνώ στης καρδιάς σου τους ήχους

Επειδή σ’ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ’ αγαπώ

Επειδή σ’ αγαπώ
τα λαμπιόνια του ο ήλιος ανάβει
επειδή σ’ αγαπώ
το κρεβάτι μας είναι καράβι
επειδή σ’ αγαπώ
το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει
επειδή σ’ αγαπώ
τούτη η λέξη ποτέ δε παλιώνει

Επειδή σ’ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ’ αγαπώ.

ΑΠΟΝΗ ΖΩΗ

Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη μας αδίκησες/
ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ μας κυνήγησες/
το κρίμα μας βαρύ μας γέννησες φτωχούς με την καρδιά πικρή γεμάτη/ στεναγμούς.
Άπονη ζωή δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια να μας χάριζες/ 
μια μπουκιά ψωμί για μας τα ορφανά περιστέρια ας χαλάλιζες/ 
μας έδειρε ο βοριάς μας ήπιε η βροχή το αίμα της καρδιάς γιατί είμαστε φτωχοί.

Ο ΔΡΟΜΟΣ

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά

Κι ύστερα πέρασε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
Ο τοίχος έγραφε «μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά»

Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο, στοιχήματα, καβγάς
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά.
========================

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

Έλληνας σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα Ο Ρωμηός, την οποία εξέδιδε από το 1883 έως το 1918.

Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά.

Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.

Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους.



Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918. Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού ως εξής:

Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,
πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,
πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..

Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε, σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας. Οι δυο ήρωές του εκπροσωπούσαν την κοινή γνώμη και το αναγνωστικό κοινό του Ρωμηού χαιρόταν το κέφι, την εξυπνάδα και τον πατριωτισμό τους. Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά.

Εκτός από το Ρωμηό, ο Σουρής έγραψε κι άλλα ποιήματα, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900. Έγραψε τόσους στίχους, που απορούσε και ο ίδιος για την ποιητική του γονιμότητα:

Τους στίχους που τους έγραψα, φτου να μην τους βασκάνω
και τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη,
αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνω
θάχα κι αμπέλια στην Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.

Είχε εξαιρετική ευκολία στη στιχουργία, ιδιοφυΐα στην εύρεση του κωμικού, αδιάπτωτο κέφι και καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση. Χτυπώντας τη φαυλότητα όπου την έβρισκε και στο λαό και στους άρχοντες νουθετούσε και δίδασκε, χωρίς να υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς.
Να πώς σατιρίζει το ρωμηό σ' ένα ποίημά του:

Στον καφενέ απέξω σα μπέης, ξαπλωμένος
Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
Κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.

Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
Το άλλο σε μιάν άλλη, κι ολίγο παρεκεί,
Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνο
Τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική!

Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι Ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές
Κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
Και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του.

Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/594

Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;

Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο....
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει, στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;...
«Ο Έλλην δύο δίκαια ασκεί φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι, εις όποιο θέλει μέρος»...

ΠΗΓΗ: https://www.mixanitouxronou.gr/
=================

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Το ποίημα είναι γραμμένο το 1945, τότε που η χώρα μας μόλις είχε βγει από τη δοκιμασία του πολέμου και της κατοχής. Ο λόγος του ποιητή, έκφραση της μεγάλης έγνοιας του για τη μοίρα του τόπου και του λαού, αποτελεί σάλπισμα αγωνιστικό για την ανόρθωση της Ελλάδας.

«Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα...
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα,
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!...

Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!...
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι...
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου...
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη...
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης...

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»

Ο Άγγελος Σικελιανός δίνει το δικό του μήνυμα στους συγκαιρινούς του, μόλις τελειώνει η σκληρή δοκιμασία του πολέμου, θέλοντας να τους στηρίξει στην προσπάθειά τους να επουλώσουν τις πλείστες πληγές που τους άφησε η θηριωδία των Γερμανών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τίτλος του ποιήματος, ο οποίος ενώ με τη λέξη εμβατήριο -ρυθμικό μουσικό κομμάτι, κατάλληλο για τον συγχρονισμό του βηματισμού ομάδας ανθρώπων στον ίδιο ρυθμό- παραπέμπει σε στρατιωτική δράση, με τον επιθετικό προσδιορισμό «πνευματικό» αποσαφηνίζει την πρόθεση του ποιητή να συνθέσει ένα κάλεσμα για συλλογική πνευματική δράση, προκειμένου οι πολίτες να βρουν την κατάλληλη καθοδήγηση και στήριξη.

Ομπρός∙ βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα∙
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Το κάλεσμα του ποιητή, που δίνεται με έντονα παραινετικό τρόπο, έχει ως πρώτο σημείο αναφοράς τον ήλιο, ο οποίος λαμβάνει εδώ τις διαστάσεις ενός πολυδύναμου συμβόλου. Ο ήλιος έρχεται να αποτελέσει την αντίθεση σε ό,τι συνιστούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή το κυρίαρχο κλίμα στον εμπόλεμο κόσμο∙ αποτελεί το αντίβαρο στο σκοτάδι της βίας, των εκτελέσεων και δολοφονιών, των συγκρούσεων και της πείνας. Ο ήλιος είναι το σύμβολο της πνευματικότητας εκείνης που επιτρέπει στους ανθρώπους να κατανοήσουν τη ματαιότητα των βιαιοτήτων και να βρουν έναν πιο ουσιαστικό προσανατολισμό στη ζωή τους. Ο ήλιος είναι το σύμβολο της ειρήνης, μα και της διάθεσης για ένα νέο ξεκίνημα, σε βάσεις, βέβαια, ηθικότερες και αγνότερες.
Ο ποιητής, λοιπόν, καλεί τους ανθρώπους γύρω του, και ιδίως τους ανθρώπους του πνεύματος, να βοηθήσουν ώστε ο ήλιος, το σύμβολο της ειρήνης και της αναγεννητικής διάθεσης, να σηκωθεί πάνω από την Ελλάδα, αλλά και πάνω απ’ όλο τον κόσμο, μιας και στον πόλεμο που μόλις τελείωσε είχαν εμπλακεί πάρα πολλές χώρες. Το ενδιαφέρον του ποιητή στρέφεται, εύλογα, πρωτίστως στην Ελλάδα και στους Έλληνες, που γνώρισαν ανείπωτες απώλειες εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Εντούτοις, ο ποιητής δε λησμονεί πως το πνεύμα της ειρήνευσης, αλλά και η ριζική αλλαγή στον τρόπο θέασης των πραγμάτων αφορούν κι όλες τις υπόλοιπες χώρες, αφού ο πόλεμος αυτός είχε γεμίσει μίσος, διάθεση φονικού ανταγωνισμού, μα και πλήθος τραυμάτων, το σύνολο των ανθρώπων.
Η αλλαγή που πρέπει να προκύψει στον τρόπο που σκέφτονται και δρουν οι άνθρωποι αφορά όλους τους συμμετέχοντες στον πόλεμο είτε ανήκαν στην πλευρά των επιτιθέμενων είτε στην πλευρά των αμυνόμενων.
Ο ποιητής επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον πιο λαϊκό τύπο του επιρρήματος «εμπρός» (ομπρός), μιας και οι άνθρωποι στους οποίους κυρίως απευθύνεται είναι απλοί πολίτες, που έχουν και την πραγματική δύναμη να αλλάξουν με την εργατικότητά τους το κλίμα στην Ελλάδα και να επιτύχουν την ανοικοδόμησή της.
Αξιοπρόσεχτη είναι και η χρήση του α΄ προσώπου (α΄ πληθυντικό), που αποσκοπεί στο να μεταδώσει την αίσθηση πως αυτή η προσπάθεια είναι συλλογική και τους αφορά όλους, όπως και τον ίδιο τον ποιητή που είναι μέλος κι αυτός της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ, με το β΄ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής, εκφράζεται το έντονα προτρεπτικό ύφος του εμβατηρίου.

=================

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ

Για τη ζωή του ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά και δεν έχουμε πληροφορίες για το πατρώνυμό του, ώστε να επιτευχθεί με βεβαιότητα η ταύτισή του με βάση τις αρχειακές πηγές. Φαίνεται πως ανήκε σε παλιά, και πιθανόν αρχοντική οικογένεια της Κρήτης. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε έζησε, αλλά πιθανότατα γεννήθηκε στα μέσα του 16ου και πέθανε στις αρχές του 17ου αιώνα.

Πολύτιμη μαρτυρία για το έργο του Χορτάτση είναι οι ακόλουθοι στίχοι του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, από το ποίημά του Φιλονικία του Χάνδακος και του Ρεθέμνου:Ένα παιδί μου παλαιόν, οπού 'θελα γεννήση
κ' εκείνο με πολλή τιμήν ήθελε με στολίση•
Γεώργιον Χορτάκιον εκράζαν τ' όνομά του
και κάμε την πανώργιαν του με ζαχαρένια χείλη
μαζί με τον Κατζάροπον την άξιαν Ερωφίλη.

Από το έργο του Χορτάτση αλλά και από μαρτυρίες της εποχής συμπεραίνει κανείς ότι είχε ευρεία μόρφωση. Δεν μπορεί να αποκλειστεί και η πιθανότητα να είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Είναι βέβαιο πως παρακολουθούσε το σύγχρονο με αυτόν ιταλικό θέατρο και γνώριζε τους κλασικούς Λατίνους συγγραφείς. Φαίνεται ότι είχε και επαφές με βενετούς ευγενείς, αφού δύο από τα έργα του, η "Πανώρια" και η "Ερωφίλη", είναι αφιερωμένα στον ευγενή από τα Χανιά Μαρκαντώνιο Βιάρο, σημαντικό προστάτη των γραμμάτων, και τον δικηγόρο από τα Χανιά Ιωάννη Μουρμούρη. Εξίσου πιθανό είναι να συμμετείχε και σε κάποια από τις Ακαδημίες που είχαν ιδρυθεί στις μεγάλες κρητικές πόλεις και πρωταγωνιστούσαν στην πνευματική ζωή.
Στο παρακάτω απόσπασμα από την τραγωδία του Γεωργίου Χορτάτση Ερωφίλη συνομιλούν οι δύο πρωταγωνιστές και δίνουν υπόσχεση παντοτινής αγάπης. Μια σύντομη αναδρομή στην ερωτική τους ιστορία θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε τη συναισθηματική τους ένταση: O Πανάρετος και η βασιλοπούλα Ερωφίλη ήταν φίλοι από παιδιά. Καθώς μεγάλωναν, το αίσθημά τους εξελίχθηκε σε έρωτα, χωρίς να γνωρίζει και να εγκρίνει ο βασιλιάς τη σχέση τους. Ύστερα από νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Περσών εισβολέων, στον οποίο διακρίθηκε ο Πανάρετος, ο δεσμός των δύο νέων ολοκληρώθηκε «με όρκους και δαχτυλίδι», όπως εξομολογείται μυστικά ο Πανάρετος στο φίλο του Καρπόφορο, στην πρώτη πράξη του έργου. Στο μεταξύ ο βασιλιάς δέχεται προξενιές από τους βασιλιάδες της Μικράς Ασίας και της Περσίας και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον ισχυρότερο. Η Ερωφίλη αρνείται το γάμο, με την πρόφαση ότι δε θέλει να φύγει μακριά του. Η αγωνία της για το μέλλον κυριαρχεί στη δεύτερη πράξη, γι’ αυτό εμπιστεύεται τον πόνο της στην παραμάνα της. Στην τρίτη πράξη, στο απόσπασμα που επιλέγουμε, ο ίδιος ο Πανάρετος, σταλμένος από το βασιλιά, μεταφέρει στην Ερωφίλη το μήνυμα του βασιλιά για τις προξενιές, ενώ παράλληλα της μιλά με θέρμη για τον έρωτά του αλλά και για το φόβο του μήπως τη χάσει.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή ‘μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ’ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα, νά ‘βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ‘δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.

1η στροφή: Η Ερωφίλη αποκρινόμενη σε σχόλιο του Πανάρετου που έχει προηγηθεί, πως τα κάλλη της είναι αναρίθμητα, επισημαίνει πως οι ομορφιές και τα κάλλη της δεν είναι στην πραγματικότητα τόσα πολλά, μα είναι από το μέγεθος της αγάπης του που του δημιουργείται αυτή η εντύπωση. Στα μάτια του Πανάρετου, που τόσο την αγαπά, η Ερωφίλη μοιάζει να είναι γεμάτη θελκτικές ομορφιές. Ωστόσο, εκείνο που έχει περισσότερη σημασία δεν είναι η εξωτερική της εμφάνιση, αλλά η απόλυτη αφοσίωση που έχει σ’ εκείνον. Έτσι, η Ερωφίλη τονίζει πως είτε είναι όμορφη είτε άσχημη, το σώμα της έχει γεννηθεί μόνο για εκείνον. Μια διαπίστωση ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αποκαλύπτει πως η Ερωφίλη είναι τόσο πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο, ώστε αισθάνεται πως η ύπαρξή της καταξιώνεται μόνο χάρη στη δική του αγάπη.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/