Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την
ιστορία των λαών της Βαλκανικής, αν ήδη δεν έχει κατανοήσει την ιστορία
των Μακεδόνων, του σπουδαιότερου λαού των Βαλκανίων. Άλλωστε, χωρίς τους
Δωριείς Μακεδόνες είναι βέβαιο πως σήμερα δεν θα υπήρχε ίχνος ελληνικού
πολιτισμού στη γεωγραφική περιοχή που λέγεται Ελλάδα. Διότι ο ελληνικός
πολιτισμός, αφού έκανε το γύρο του τότε γνωστού κόσμου με τους
επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επέστρεψε στην κοιτίδα του όχι ακριβώς
ως ελληνικός, δηλαδή ιωνικός, αλλά ως ελληνιστικός.
Ήδη η γραμματολογική διαφορά ανάμεσα στις
καταλήξεις -ικός (ελληνικός) και -ιστικός (ελληνιστικός) δηλώνει από
μόνη της τη σημαντική διαφοροποίηση που υπέστη ο ελληνικός πολιτισμός
της κλασικής περιόδου, αυτός δηλαδή που διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο απ’
το ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, τους Ίωνες της Μικράς Ασίας και
τους ομοφύλους τους της Αττικής. Αν, λοιπόν, ο ελληνικός πολιτισμός διά
των Μακεδόνων «περιόδευσε» τουλάχιστον στο μισό του τότε γνωστού κόσμου
και επηρέασε ένα μεγάλο πλήθος λαών πολύ απομακρυσμένων απ’ τη
Μακεδονία, είναι φυσικό να επηρέασε ακόμα περισσότερο λαούς βαρβαρικούς,
εγκαταστημένους κοντά στη Μακεδονία.
Όπως και νάναι πάντως, ο ελληνικός και ο
ελληνιστικός πολιτισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα. Για να γίνει κατανοητή
η διαφορά ανάμεσα στον ελληνικό και τον ελληνιστικό πολιτισμό, πρέπει
κατ’ αρχήν να επισημάνουμε τη γραμματολογική διαφορά ανάμεσα στις
καταλήξεις -ικός και -ιστικός, που και οι δυο αφορούν επίθετα. Όμως, τα
επίθετα με κατάληξη σε -ιστικός, παράγονται από ρήματα σε -ίζω, και τα
ρήματα σε -ίζω δηλώνουν πράξη επηρεασμού. Αντίθετα, στην ελληνική γλώσσα
η κατάληξη -ικός (ανδρικός, παιδικός, στρατιωτικός κ.λπ.) δηλώνει
ιδιότητα. Έτσι, ελληνικό είναι αυτό που προσιδιάζει στους Έλληνες, που
είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Ελλήνων, που είναι ίδιον των Ελλήνων
και κανενός άλλου λαού. Ενώ η κατάληξη -ιστικός, που υπάρχει σε επίθετα
παραγόμενα από ρήματα σε -ίζω δηλώνει σχέση.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ελληνιστικό είναι
κάτι που έχει καταγωγική σχέση με την Ελλάδα, το άμεσα εξαρτώμενο απ’
την Ελλάδα, χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει. Που, όμως,
δεν είναι ευθέως εξαρτημένο απ’ την Ελλάδα, δεν είναι, θα λέγαμε,
πρωτογενώς ελληνικό.
Η σχέση ημών των Νεοελλήνων με το (αρχαίο)
ελληνικό ήθος και τον (αρχαίο) ελληνικό πολιτισμό δεν είναι ευθέως
ελληνική, είναι ελληνιστική. Όχι μόνο γιατί ο ελληνικός πολιτισμός
επέστρεψε στην κοιτίδα του (παραλλαγμένος) διά του χριστιανισμού, που
δεν είναι τυπικά ελληνική αλλά ανατολίτικη πολιτιστική παράμετρος, αλλά
και διότι ο χρόνος και οι αλλαγές που αυτός συνεπάγεται μας απομάκρυναν
κατ’ ανάγκην απ’ την αρχική έννοια Έλλην.
Ο
σημερινός νεοελληνικός πολιτισμός, λοιπόν, είναι ελληνιστικός με μια
έννοια πολλαπλή: Εξαιτίας μιας θρησκείας που εισήχθη στην Ελλάδα και
τροποποίησε τα ήθη και την ηθική της, εξαιτίας μιας γλώσσας που δεν
είναι η (αρχική) ελληνική, αλλά μια απλοποιημένη παραλλαγή της, αυτή που
δημιούργησαν οι Αλεξανδρινοί γραμματοδιδάσκαλοι με τρόπον τέτοιο, που
να γίνεται εύκολα κατανοητή και από βαρβάρους, και κυρίως εξαιτίας της
δυναμικής της ιστορίας, που συνεχώς τροποποιεί τις κοινωνικές
παραμέτρους και τα πολιτιστικά δεδομένα.
Άλλωστε, κανένας απόγονος δεν είναι κατ’
ανάγκην όμοιος με τον πρόγονο. Ο γιος ενός έξυπνου και πολιτισμένου
πατέρα μπορεί κάλλιστα να είναι και βλαξ και απολίτιστος. Γιατί, λοιπόν,
να μη συμβαίνει το ίδιο και με τους λαούς, όπου τα πράγματα είναι απ’
τη φύση τους ακόμα πιο χαοτικά και ακατάστατα, ακόμα πιο τυχαία απ’ όσο
στη μείξη των χρωμοσωμάτων; Πάλι καλά, να λες, που διατηρούμε κάποια
ελληνιστικά ίχνη, πράγμα που το οφείλουμε στους Μακεδόνες. Που σήμερα
είναι το ένα πέμπτο του συνόλου των Ελλήνων. Και τούτο χάρη στους
πρόσφυγες που αποτελούν το 45% του σημερινού πληθυσμού της Μακεδονίας.
Πράγμα που σημαίνει πως χωρίς τους Έλληνες που ήρθαν απ’ τη Μικρά Ασία
και τον Πόντο ανάμεσα στο 1910 και 1925 (σύνολο 1.221.849 ψυχές) ιδέα
δεν έχω αν η Μακεδονία θα ήταν δυνατό να είναι σήμερα ελληνική. Είπαμε,
τις εθνότητες και συνεπώς τα στηριγμένα σ’ αυτές εθνικά αλλά και
πολυεθνικά κράτη τα δημιουργούν οι άνθρωποι και όχι τα εδάφη.
Ας δούμε, λοιπόν, τους Μακεδόνες από πιο
κοντά. Το αξίζουν και με το παραπάνω. Και οπωσδήποτε παραπάνω απ’ ότι θα
το άξιζαν, ας πούμε οι Πελοποννήσιοι, οι μόνιμοι δυνάστες των υπολοίπων
Ελλήνων απ’ το 1830 που υπάρχει νεοελληνικό κράτος και μέχρι σήμερα
αδιαλείπτως. Άλλωστε, το είπαμε ήδη, η ιστορία των λαών της Βαλκανικής
χωρίς τους Μακεδόνες δεν θα είχε το νόημα που έχει σήμερα. Από δω, και
συγκεκριμένα από την πόλη του Φιλίππου, τη Φιλιππούπολη, ξεκινάει εκείνη
η τρομερή χριστιανική αίρεση των βογόμιλων, που για πέντε αιώνες θα
φέρει τα πάνω κάτω στη Βαλκανική κυρίως αλλά και σ’ ολόκληρη τη
βυζαντινή επικράτεια. Μιλήσαμε ήδη για τους βογόμιλους και το ρόλο τους
στον κάρα πολύ ιδιόρρυθμο εξισλαμισμό, κυρίως των κατοίκων της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αλλά και των Ελλήνων της νότιας Μακεδονίας, των
Βαλαάδων (ή Βαλαλάδων), που τους χαρακτηρίζουν ελληνόφωνους Τούρκους,
ενώ είναι μάλλον εξισλαμισθέντες Έλληνες, μερικοί μόνο απ’ τις πολλές
χιλιάδες εξισλαμισθέντων Ελλήνων, που μόνο η ελληνική μωρία θα ήταν
δυνατό να τους χαρίσει στους Τούρκους, για μόνο το λόγο πως
εξισλαμίστηκαν.
Τα πρώτα έγκυρα ντοκουμέντα για την
ιστορία των Μακεδόνων χρονολογούνται από τον 7ο π.Χ. αιώνα, τότε που ο
πρώτος Μακεδόνας βασιλιάς, ο Περδίκκας Α', ιδρύει το κράτος των
Μακεδόνων υποτάσσοντας τους Παίονες, τους Βοττιαίους, τους Ηδώνες, τους
Εορδαίους, τους Ιλλυριούς και πάρα πολλούς άλλους μικρότερους
προμακεδονικούς, ας τους πούμε έτσι, λαούς, που θα αφομοιωθούν με τους
Μακεδόνες για να δώσουν το πρώτο υπολογίσιμο εθνολογικό κράμα σε μια
περιοχή που δε σταμάτησε ποτέ να αναμειγνύει τις πάμπολλες λαότητες που
έζησαν στο πλούσιο έδαφος της.
Όμως,
η κυρίως ιστορική περίοδος των Μακεδόνων αρχίζει τον 4ο π.Χ. αιώνα με
τον βασιλιά Αλέξανδρο Α' τον Φιλέλληνα (498-454 π.Χ.). Πολύ απασχόλησε
τους ιστορικούς ο χαρακτηρισμός Φιλέλλην. Αλλά μπέρδεψε μόνο όσους
αντιλαμβάνονται την ιστορία σαν μια διαδοχή υιών καταγομένων από τον
ίδιο πατέρα, και όχι σαν μια διαδοχή πολιτισμών. Το γεγονός πως οι
Μακεδόνες είναι Δωριείς, δε σημαίνει απολύτως τίποτα από πολιτιστικής
απόψεως. Σε σχέση με τους πρωτοπόρους Ίωνες, οι Δωριείς Μακεδόνες, όπως
και όλοι οι Δωριείς, εκπολιτίζονται πάρα πολύ πιο αργά. Όχι μόνο γιατί
τους χωρίζουν χίλια χρόνια από την λεγάμενη «κάθοδο των Αχαιών» και των
Ιώνων που κατεβαίνουν σχεδόν μαζί με τους Αιολείς και τους Αχαιούς απ’
το Βορρά, αλλά και διότι βρίσκονται αρκετά μακριά απ’ το λίκνο του
ελληνικού πολιτισμού, την Ιωνία (τα παράλια της Μικράς Ασίας) καθώς και
απ’ την απέναντι Αττική, που κατοικείται από Ίωνες.
Άλλωστε, πολλοί Αθηναίοι, με προεξάρχοντα
τον φανατικό αντιμακεδόνα Δημοσθένη, δεν αναγνωρίζουν τους Μακεδόνες σαν
Έλληνες. Όχι γιατί δεν είναι Έλληνες εκ καταγωγής (οι αρχαίοι Έλληνες
μισούν θανάσιμα την καταγωγική αιματολογία και θα έσκαγαν στα γέλια αν
μας άκουγαν να αιματολογούμε εθνολογικά) αλλά διότι δεν είναι ακόμα τόσο
πολιτισμένοι, όσο οι νότιοι Έλληνες.
Ας μη μας διαφεύγει πως για τους αρχαίους
Έλληνες, Έλληνες είναι οι της ελληνικής παιδείας μετέχοντες. Για τους
Νεοέλληνες όμως, κυρίως Έλληνες είναι, πρώτον αυτοί που δεν υπήρξαν ποτέ
κομμουνιστές ή φιλοκομμουνιστές, δεύτερον αυτοί που παν συχνά στην
εκκλησία, τρίτον αυτοί που αγαπούν τα στρατιωτικά θούρια, τέταρτον αυτοί
που αγαπούν τους εκ στρατιωτικών δικτάτορες, πέμπτον αυτοί που έχουν
κουμπάρο βουλευτή, έκτον αυτοί που κλέβουν συχνά το δημόσιο ταμείο,
έβδομον αυτοί που φωνάζουν «ζήτω η Ελλάς» τρεις φορές την ημέρα, όγδοον
αυτοί που δεν κοιμούνται όταν ακούν τους ρήτορες κατά τις δυο εθνικές
επετείους, ένατον αυτοί που έχουν πιστοποιητικό από τον αιματολόγο που
βεβαιώνει πως το αίμα τους είναι γνησίως ελληνικό, και δέκατον και
τελευταίον αυτοί που πιστεύουν πως το «όνομά μας είναι η ψυχή μας» τη
στιγμή που όλοι μας ξέρουμε πως το καλό κρασί δεν το κάνει η ετικέτα,
αλλά τ’ αμπέλι.
Η Μακεδονία επί Φιλίππου Β' του Μακεδόνος
Όπως και νάναι, οι εξ αίματος Έλληνες
Μακεδόνες (άντε, να σας κάνουμε το χατίρι, εσάς τους αιμοβόρους, που αν
δε δείτε αίματα δεν ηρεμείτε) ολοκληρώνουν τον σταδιακό (πολιτιστικό)
εξελληνισμό τους κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.. Επί Περδίκκα Β' (438-413) και
επί Αρχελάου (413-399) αρχίζει πλέον να μη γίνεται διάκριση, από
πολιτιστικής απόψεως, ανάμεσα στους βόρειους και τους νότιους Έλληνες.
Πάντως, ο εξαιρετικά φιλόδοξος Φίλιππος Β' (359-336), αφού τσαλαπάτησε
όλους τους μνηστήρες του θρόνου, κατέβηκε κατά κάτω και υπέταξε στην
εξουσία του όλους τους νότιους Έλληνες. Για να τους ενώσει, λεν οι
εθνοκάπηλοι. Τρίχες. Απλώς τους κατάχτησε, έτσι απλά και καθαρά,
αδιαφορώντας πλήρως για το αν είναι αδέρφια ή ξαδέρφια ή ό,τι άλλο εν
πάση περιπτώσει. Καινούργια εδάφη για την επικράτειά του ήθελε ο
άνθρωπος, και τα πήρε. Και στρατιώτες για την εκστρατεία του κατά των
Περσών που ετοίμαζε. Και τους πήρε (ο γιος του Αλέξανδρος).
Κι έτσι αρχίζουν από τότε τα διλήμματα: Να
πάρεις το μέρος των βορείων ή των νοτίων; Σκέτος αμερικανικός εμφύλιος
πόλεμος μοιάζει το πράγμα. Πάντως εγώ, αν και βόρειος (Μακεδών) παίρνω
σταθερά το μέρος των νοτίων Ιώνων, γιατί αυτοί είναι οι δημιουργοί του
ελληνικού πολιτισμού της κλασικής περιόδου. Πάντως, ο γιος του Φίλιππου
Β', Αλέξανδρος, ο επονομασθείς ορθότατα Μέγας (356-323), δίνει μια γερή
σπρωξιά στον ελληνικό πολιτισμό (των Ιώνων, το ξαναλέω) και τον
μετατρέπει σε ελληνιστικό.
Όμως,
το 148 π.Χ., μόνο 175 χρόνια μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, όλα
καταρρέουν και η Μακεδονία γίνεται ρωμαϊκή επαρχία. Το 395 μ.Χ., με το
χωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Δυτική (Ρώμη) και Ανατολική
(Βυζάντιο), μετά από 543 χρόνια ρωμαϊκής κυριαρχίας που αφήνει ανεξίτηλα
ίχνη, η Μακεδονία περιέρχεται στη δικαιοδοσία του ανατολικού
αυτοκράτορα Αρκάδιου, και σύντομα γίνεται το σημαντικότερο τμήμα της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει λαμπρές ημέρες δόξης
ως συμπρωτεύουσα δίπλα στην πρωτεύουσα. Την Κωνσταντινούπολη, να
εξηγούμαστε. Γιατί η Θεσσαλονίκη ως συμπρωτεύουσα δίπλα στην πρωτεύουσα
Αθήνα είναι μια συμπρωτεύουσα της πλάκας, όπως ακριβώς και η πρωτεύουσα
(πόλη) της Ελλάδας, που σίγουρα είναι δευτερεύουσα κοντά στην πάντα
όμορφη και πάντα «θηλυκιά» Θεσσαλονίκη.
Η Μακεδονία ανήκει στο θέμα (βυζαντινή
διοικητική περιφέρεια) του Ιλλυρικού μαζί με την Ιλλυρία και την Δακία
(αντιστοιχεί προς τη σημερινή Ρουμανία αλλά περιλαμβάνει και τμήμα της
νότιας Ρωσίας). Οι Βυζαντινοί όπως και οι Ρωμαίοι, απ’ την Ιλλυρία
(παράλια της σημερινής Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας) πηδούν κατ’ ευθείαν
στη Δακία και δεν κάνουν λόγο για τη μεσολαβούσα Μοισία (σημερινή
Βουλγαρία αλλά και μέρος της Σερβίας προς τα Σκόπια) που ορθότατα την
αντιμετωπίζουν ως Μακεδονία τώρα πλέον.
Ήδη πριν απ’ την εμφάνιση της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, στην περιοχή του κατοπινού θέματος του Ιλλυρικού έχουν
εγκατασταθεί από πολύ παλιά και Γότθοι (αρχαίοι Γερμανοί, ας τους πούμε
έτσι), αλλά και θύννοι (Μογγόλοι) τον 5ο και τον 6ο αιώνα, και Άβαροι
(πάλι Μογγόλοι) τον 6ο και τον 7ο αιώνα. Όλοι αυτοί θ’ αφήσουν τα χνάρια
τους στην περιοχή. Όλοι αυτοί θα ανακατωθούν με τους Σλάβους, που τον
6ο αιώνα ολοκληρώνουν την μακραίωνη διείσδυσή τους στην περιοχή όπου
γυροφέρνουν ως νομάδες από πολύ νωρίτερα, για να συναποτελέσουν τελικά
όλοι μαζί τους νοτιότερους απ’ τους Νότιους Σλάβους. Που κατά ένα
σημαντικό ποσοστό, εκτός από Σλάβοι είναι Γερμανοί και Μογγόλοι. Και
Έλληνες. Και Βλάχοι. Και Αλβανοί. Στα Βαλκάνια είναι αδύνατο να
ξεχωρίσουν οι εθνότητες και οι πολιτισμοί. Το μόνο ενοποιητικό
εθνολογικό δεδομένο των βαλκανικών λαών είναι η ορθοδοξία.
Τον 7ο αιώνα εμφανίζονται στην περιοχή και
οι Βούλγαροι και τα πράγματα μπλέκουν ακόμα περισσότερο. Επί ενάμιση
αιώνα οι δυναμικοί Βούλγαροι θα κάνουν τα πάντα άνω κάτω στη περιοχή του
Ιλλυρικού και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι που να γνωρίσουν την
πρώτη τους σοβαρή ήττα από τον Λέοντα Ε' τον Αρμένιο (είναι πράγματι
Αρμένιος) το 814.
Το 891 αρχίζουν οι επιδρομές των Αράβων
στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 911 οι πανίσχυροι αυτή την εποχή Άραβες
μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη και τη ρημάζουν. Ακολουθούν οι εισβολές των
Πετσενέγων (Μογγόλοι κι αυτοί) των Κουμάνων (Μογγόλοι κι αυτοί), των
Φράγκων και των Νορμανδών (Βίκινγκς). Στο μεταξύ, τον 8ο αιώνα έχουν ήδη
προωθηθεί και έχουν ήδη εγκατασταθεί στη Μακεδονία οι Βλάχοι, δηλαδή η
εθνολογική πανσπερμία των εκλατινισθέντων επαγγελματιών στρατιωτών της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι εγκαταστημένοι κάποτε ως φρουροί στα σύνορα
της αυτοκρατορίας. Τώρα που δεν έχουν να φυλάξουν τίποτα, αρχίζουν να
περιφέρονται δώθε κείθε για να φτιάξουν τελικά κράτος στη Ρουμανία μαζί
με τους αρχαίους Λάκες, ενώ άλλες ομάδες Βλάχων προωθούνται απ’ τη
Μακεδονία στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία.
Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Οι λαοί των Βαλκανίων»