Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.3.16

ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ Φραντς Λιστ, ο πανέμορφος κλασικός συνθέτης που τρέλαινε τις γυναίκες.


Φραντς Λιστ, ο πανέμορφος κλασικός συνθέτης που τρέλαινε τις γυναίκες. Του πέταγαν εσώρουχα επί σκηνής και προσπαθούσαν να κόψουν μπούκλες από τα μαλλιά του! https://www.youtube.com/watch?v=KpOtuoHL45Y
https://www.youtube.com/watch?v=goeOUTRy2es

 Φραντς Λιστ Franz_Liszt_1858 Άλλο να είσαι καλός μουσικός κι άλλο να είσαι αστέρας. Ο Φραντς Λιστ είχε εκ γενετής την ικανότητα να μαγεύει το κοινό και κυρίως τις γυναίκες. Δύσκολο να είσαι παιδί – θαύμα Ο πατέρας του, Άνταμ, καταγόταν από ένα μικρό χωριό της Ουγγαρίας και ήταν ερασιτέχνης μουσικός. Όταν κατάλαβε ότι ο γιος του Φραντς ήταν μουσική ιδιοφυΐα, τον ανακήρυξε παιδί-θαύμα και εγκατέλειψε τη δουλειά του. Βέβαια ένα ουγγρικό χωριό δεν ήταν μέρος για να εκπαιδευτεί ένας βιρτουόζος κι έτσι η οικογένεια έφυγε για τη Βιέννη. Ο νεαρός Λιστ γνώρισε μάλιστα τον Μπετόβεν, που λέγεται ότι άκουσε το παιδί να παίζει και του φίλησε το μέτωπο, χρίζοντας διάδοχό του. Η ιστορία περιέχει πολλές προβληματικές λεπτομέρειες, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι όταν ο Λιστ βρέθηκε στη Βιέννη, ο Μπετόβεν ήταν εντελώς κουφός… Λιστομάνια Φραντς Λιστ Φραντς Λιστ Ο Λιστ εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1830 ως κοσμική φιγούρα και λαμπρός συζητητής. Ήταν κι εξαιρετικά όμορφος: ψηλός, ξανθός, με γοητευτικά γαλάζια μάτια και πλούσια μαλλιά. Για εννέα χρόνια, ο Λιστ όργωνε την Ευρώπη. Έτσι προέκυψε η «Λιστομάνια»: οι έξαλλες θαυμάστριές του τον κυνηγούσαν στο δρόμο, έκλεβαν τα μαντίλια και προσπαθούσαν να κόψουν μπούκλες από τα μαλλιά του. Οι ερμηνείες του ήταν δραματικές, συναισθηματικές κι εντυπωσιακές. Τίναζε τα μαλλιά, ατένιζε το ταβάνι, έβγαζε βαθείς αναστεναγμούς. Οι γυναίκες τρελαίνονταν και λέγεται ότι πολλές του πετούσαν τα εσώρουχά τους, ελπίζοντας ότι θα τους έριχνε έστω μία φευγαλέα ματιά. Καμιά φορά ζητούσε απ’ το κοινό να του πει θέματα για να αυτοσχεδιάσει και ο κόσμος λιποθυμούσε από έκσταση. Η ζηλιάρα κόμισσα Μια από τις κατακτήσεις του ήταν η Κόμισσα Μαρί ντ’ Αγκού, αριστοκράτισσα με εντυπωσιακό γενεαλογικό δέντρο. Για λίγο, η Μαρί βολεύτηκε με μια αρκετά απροκάλυπτη σχέση στο Παρίσι, αλλά τα φλερτ του Λιστ της προξενούσαν κρίσεις ζήλιας. Τον παρακολουθούσε βλοσυρά απ’ το Παρίσι κι άκουγε φήμες για τις ερωτικές του κατακτήσεις. Κι οι περισσότερες ήταν αλήθεια. Είχε, για παράδειγμα, δεσμό με την εταίρα Λόλα Μόντεζ, που ήταν η ερωμένη του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ και εξαιτίας της ξέσπασε ολόκληρη επανάσταση. Μετά από πολυετείς καβγάδες, η ταλαίπωρη σχέση με τη Μαρί έληξε το 1844. Η πριγκίπισσα και ο πιανίστας Η ρήξη με τη Μαρί ήρθε πάνω στην ώρα. Ο Λιστ είχε γνωρίσει μια άλλη γυναίκα, την πριγκίπισσα Καρολίν ζου Ζάιν-Βιτγκενστάιν. Κόρη βαθύπλουτου Πολωνού αριστοκράτη και σύζυγος ενός σχετικά φτωχού Ρώσου, επίσης αριστοκράτη. Η Κάρολιν δεν ήταν όμορφη, αλλά ήταν πανέξυπνη και εκκεντρική. Δεν ήθελε να παραμείνει η ερωμένη του συνθέτη, αλλά να γίνει η σύζυγός του. Υπήρχαν όμως δύο προβλήματα: ήταν ήδη παντρεμένη και καθολική. Μετά από χρόνια προσπαθειών, πήγε στη Ρώμη για να έχει άμεση πρόσβαση στους κληρικούς και πήρε το διαζύγιο το 1860! Μετά από 15 χρόνια στη Βαϊμάρη, ο Λιστ είχε βαρεθεί τον πνευματικό κόπο της παραγωγής ανοίκειας μουσικής για ένα κοινό που δεν την εκτιμούσε και μετά χαράς πήγε στη Ρώμη για να παντρευτεί και να βρει, έστω και προσωρινά, ένα ήσυχο λιμάνι. Αλλά τη νύχτα πριν από το γάμο εμφανίστηκαν άνθρωποι του Βατικανού που ανακοίνωσαν ότι είχε παρουσιαστεί ένα πρόβλημα στο διαζύγιο: ο γάμος ματαιώθηκε. Οι γυναίκες λιποθυμούν ακούγοντας τη μουσική του Λιστ. Χιουμοριστικό σκίτσο του 1842 Οι γυναίκες λιποθυμούν ακούγοντας τη μουσική του Λιστ. Χιουμοριστικό σκίτσο του 1842 Ο πιανίστας ιερέας Ο Λιστ έμεινε μετέωρος στη Ρώμη, μάλλον η ηρεμία τον παρηγόρησε. Αν εξαιρέσουμε τις σεξουαλικές του περιπέτειες, ήταν πιστός καθολικός και οι εκκλησιαστικές τελετές τον γαλήνευαν. Αυτό που ακολούθησε κατέπληξε τους πάντες: ο Λιστ μπήκε στις κατώτερες βαθμίδες της ιεροσύνης το 1865. Αν και δεν του επιτρεπόταν να λειτουργεί, μπορούσε να φορά εκκλησιαστικό ένδυμα κι έπαιρνε σοβαρά την αποστολή του. Αυτή που αιφνιδιάστηκε περισσότερο ήταν η κόρη του, Κόζιμα, η οποία το 1857 είχε παντρευτεί έναν από τους αγαπημένους μαθητές του Λιστ, αλλά το 1862 ήταν τρελά ερωτευμένη με τον παλιό φίλο του Λιστ, τον Βάγκνερ. Όταν ο Λιστ έμαθε για τη μοιχεία της κόρης του έγινε έξαλλος. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να χωρίσει τους εραστές κι έκανε κηρύγματα στην Κόζιμα για την ιερότητα του γάμου και το καθήκον προς τα παιδιά της. Όταν η Κόζιμα παντρεύτηκε τον Βάγκνερ το 1870, ο Λιστ αποκατέστησε τη σχέση του με την κόρη του, αλλά όχι με τον Βάγκνερ. Ο Λιστ πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1886. Η Κόζιμα αγνόησε τη διαθήκη του που απαιτούσε να ταφεί σε μια σεμνή τελετή φορώντας ράσο μοναχού. Αντ’ αυτού, κηδεύτηκε μεγαλόπρεπα στο Μπαϊρόιτ. Πίσω στη Ρώμη, η Καρολίν εξαγριώθηκε με τον τρόπο ταφής. Στο Μπαϊρόιτ, την περιοχή όπου οργανώνεται το ετήσιο φεστιβάλ προς τιμήν του Βάγκνερ, ο Λιστ θα ήταν πάντα δεύτερο όνομα σε σχέση με τον γαμπρό του.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».... 
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΣΟΠΕΝ ο κορυφαίος του ρομαντισμού. «Κύριοι, αποκαλυφθείτε! Ιδού μια νέα μεγαλοφυΐα!»

Σοπέν, ο κορυφαίος του ρομαντισμού

«Κύριοι, αποκαλυφθείτε! Ιδού μια νέα μεγαλοφυΐα!». Ηταν Δεκέμβριος του 1831 όταν με τις παραπάνω φράσεις ο νεαρός Ρόμπερτ Σούμαν υποκλινόταν στο χάρισμα του συνομηλίκου του Φρειδερίκου Σοπέν. Τρεις μήνες αργότερα, καίτοι θριαμβευτικό, το επίσημο ντεμπούτο του τελευταίου στο Παρίσι στάθηκε αιτία να συνειδητοποιήσει ότι οι μεγάλοι συναυλιακοί χώροι δεν του ταίριαζαν. Τα υπόλοιπα χρόνια της σύντομης ζωής του θα επιλέξει να εμφανίζεται κυρίως σε ιδιωτικές συναθροίσεις προς τέρψιν της οικονομικής και πνευματικής ελίτ της εποχής, και ακόμη συχνότερα στο σαλόνι του σπιτιού του, παίζοντας πιάνο για τους φίλους του: τον Λιστ, τον Μπερλιόζ, τον Μπελίνι, τον Μέντελσον , τον Ντελακρουά.

Ανεξάντλητη ευρηματικότητα https://www.youtube.com/watch?v=wygy721nzRc
Οπως έχει χαρακτηριστικά γραφεί, ως πιανίστας ο Σοπέν «κατόρθωσε να κατακτήσει τη μέγιστη δυνατή αναγνώριση με τις ελάχιστες δυνατές δημόσιες εμφανίσεις:λίγο περισσότερες από τριάντα σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του». Ως συνθέτης- ένας από τους σημαντικότερους της περιόδου του Ρομαντισμού- έχει πλέον απεκδυθεί οριστικά τη «βικτωριανή» ετικέτα του «λυρικού φυματικού καλλιτέχνη των σαλονιών» και έχει εκτιμηθεί για τον ποιητικό και ηρωικό του χαρακτήρα και για τις μεγάλες καινοτομίες τις οποίες επέφερε σε είδη όπως η σονάτα για πιάνο, η μαζούρκα, το βαλς, το νυχτερινό, η πολωνέζα, οι σπουδές, το πρελούδιο. Γραμμένες κυρίως για το πιάνο ως σολιστικό όργανο, οι συνθέσεις του είναι σαφώς απαιτητικές από τεχνικής απόψεως, ωστόσο η έμφαση δίνεται στο ύφος, στις αποχρώσεις και στο εκφραστικό τους βάθος. Ο Σοπέν γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1810 (κάποιο εκκλησιαστικό έγγραφο το οποίο βρέθηκε το 1892 αναφέρει ως ημερομηνία γεννήσεως την 22α Φεβρουαρίου, αλλά ο ίδιος ο συνθέτης χρησιμοποιούσε την πρώτη) στη Ζελάζοβα Βόλα, περίπου 50 χιλιόμετρα δυτικά της Βαρσοβίας, από εξόριστο γάλλο πατέρα και πολωνέζα μητέρα. Ηταν το δεύτερο παιδί της οικογένειάς του και το μοναδικό αγόρι. Καίτοι ο πατέρας του δίδασκε γαλλικά σε παιδιά της αριστοκρατίας, ήταν η πολωνική γλώσσα και κουλτούρα που κυριαρχούσε στο σπίτι του και αυτό τον επηρέασε βαθιά για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι γονείς του ασχολούνταν με τη μουσική: ο πατέρας του έπαιζε φλάουτο και βιολί και η μητέρα του πιάνο. Σε ό,τι αφορά μάλιστα τη δεύτερη, πηγές αναφέρουν ότι ο μικρός συγκινούνταν μέχρι δακρύων ακούγοντάς την να παίζει, ενώ σε ηλικία έξι ετών ήταν κιόλας σε θέση να αναπαράγει ό,τι άκουγε ή να φτιάχνει καινούργιες μελωδίες. Ωστόσο πρώτη του δασκάλα υπήρξε η μεγαλύτερη αδελφή του Λουντβίκα. Αναφορικά με τα παιδικά χρόνια του Σοπέν- ο οποίος γρήγορα ξεχώρισε ως παιδί-θαύμα στο πιάνο, συγκρινόμενος μάλιστα με τον Μότσαρτ στην αντίστοιχη ηλικία- οι βιογραφίες κάνουν λόγο για ένα ώριμο παιδί το οποίο εκμεταλλευόταν κάθε ερέθισμα και εμπειρία για την περαιτέρω βελτίωσή του. Ηταν πνευματώδης, διέθετε οξεία αίσθηση του χιούμορ, ταλέντο στη μιμική αλλά και στο σκίτσο. Χαρακτηριστικός ο ενθουσιασμός ενός δασκάλου του στο σχολείο αντικρίζοντας την επιτυχημένη προσωπογραφία που του είχε φτιάξει ο νεαρός μαθητής του.
Η Γεωργία Σάνδη
Σημαντική ημερομηνία στη ζωή του Σοπέν στάθηκε η 2α Νοεμβρίου 1830, όταν- έχοντας ήδη γνωρίσει επιτυχία ως πιανίστας και συνθέτης- αποφάσισε να φύγει για την Αυστρία με απώτερο προορισμό αρχικά την Ιταλία, παίρνοντας μαζί του ένα ασημένιο κουπάκι με χώμα από την αγαπημένη του Πολωνία. Το ξέσπασμα της Επανάστασης του Νοεμβρίου στη χώρα του λίγες ημέρες αργότερα και η συνακόλουθη κατάπνιξή της από τους Ρώσους τον έκαναν να συνειδητοποιήσει για άλλη μία φορά, εξ αποστάσεως, την αγάπη του για αυτήν. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 1831 έφτασε στο Παρίσι μη γνωρίζοντας ακόμη αν θα εγκατασταθεί οριστικά εκεί.
Στο Παρίσι ο Σοπέν ζούσε άνετα, συνθέτοντας και παραδίδοντας μαθήματα. Το 1836, σε μια κοινωνική εκδήλωση, γνώρισε τη γυναίκα η οποία- ύστερα από κάποιες άτυχες ιστορίες με συμπατριώτισσές του- θα έπαιζε μοιραίο ρόλο στη ζωή του: τη γαλλίδα συγγραφέα και φεμινίστρια Γεωργία Σάνδη. Στην αρχή εκείνος την αντιπάθησε, εν τούτοις ως το καλοκαίρι του 1838 ο δεσμός τους ήταν κοινό μυστικό. Στη Σάνδη οφείλονται ορισμένες πολύ χρήσιμες περιγραφές του Σοπέν. Σχολιάζοντας τον φλογερό πατριωτισμό του, εκείνη τον είχε κάποτε χαρακτηρίσει «πιο Πολωνό κι από την ίδια την Πολωνία», ενώ σε ό,τι αφορά τη δημιουργική διαδικασία είχε αναφερθεί στη γέννηση της έμπνευσης και στην επίπονη επεξεργασία της- ορισμένες φορές μέσα από πραγματική ψυχική ταλαιπωρία, δάκρυα και παράπονα- με αμέτρητες αλλαγές στην αρχική σύλληψη μόνο και μόνο για να επιστρέψει, κάποια στιγμή, στο σημείο εκκίνησης.
Καθώς η- ανέκαθεν εύθραυστηυ γεία του Σοπέν χειροτέρευε, η Σάνδη μεταβαλλόταν σταδιακά από ερωμένη σε νοσοκόμα. Το 1845 η σχέση τους πέρασε μια σοβαρή κρίση η οποία επιδεινώθηκε την επόμενη χρονιά, με αποτέλεσμα το 1847 να χωρίσουν οριστικά. Για τη μεταξύ τους ιστορία έχουν κυριολεκτικά χυθεί τόνοι μελανιού. Εντυπωσιακή είναι πάντως η μαρτυρία μιας κοινής τους φίλης η οποία την έζησε από κοντά από την αρχή ως το τέλος: «Αν δεν είχε γνωρίσει τη Σάνδη, η οποία δηλητηρίασε όλη του την ύπαρξη» έγραφε «ο Σοπέν θα έφτανε ως τα βαθιά γεράματα». Τον Φεβρουάριο του 1848 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο Παρίσι. Ακολούθησαν κάποιες συναυλίες στο Λονδίνο και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου επέστρεψε στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου έζησε στερημένα το τελευταίο διάστημα της ζωής του, έχοντας στο πλευρό του τη μεγαλύτερη αδελφή του. Αφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 17ης Οκτωβρίου 1849, σε ηλικία 39 ετών, από φυματίωση, περιστοιχισμένος από λίγους εκλεκτούς φίλους. Αργότερα, πολλοί ήταν εκείνοι που δήλωναν ότι βρέθηκαν κοντά στον Σοπέν τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, καθώς κάτι τέτοιο θεωρούνταν τεκμήριο κύρους.
Σύμφωνα με επιθυμία του, η καρδιά του αφαιρέθηκε και μεταφέρθηκε στη Βαρσοβία, ενώ το σώμα του αναπαύθηκε στο νεκροταφείο Ρere-Lachaise του Παρισιού, όπου ο τάφος του αποτελεί έκτοτε πόλο έλξης αναρίθμητων επισκεπτών...

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΥΜΠΕΡΤ Μια μυθιστορηματική βιογραφία του συνθέτη του «Χειμωνιάτικου ταξιδιού» που μοιάζει με λανθάνον ποίημα.

Μια μυθιστορηματική βιογραφία του συνθέτη του «Χειμωνιάτικου ταξιδιού» που μοιάζει με λανθάνον ποίημα. Κλείνοντας αυτόν τον «Σούμπερτ» ο αναγνώστης θέλει να ανατρέξει στην ίδια τη μουσική. https://www.youtube.com/watch?v=iiChxN0T2kA

Ο διχασμένος Σούμπερτ

Από όλα τα ­ πολλά ­ παράσημα και τις διακρίσεις που έλαβε στη ζωή του ο Artur Schnabel, ο θρυλικός πιανίστας που μας άφησε αξεπέραστες ερμηνείες στον Μπετόβεν και στον Σούμπερτ και που ως δάσκαλος διαμόρφωσε μερικούς από τους πιο σημαντικούς πιανίστες του 20ού αιώνα, το πιο αξιοζήλευτο πρέπει να είναι εκείνο που πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατό του τού «απένειμε» ο συγγραφέας Πέτερ Χέρτλινγκ. Γράφει στο τέλος του βιβλίου του για τον Σούμπερτ: «Ευχαριστώ... πάνω από όλους τον Artur Schnabel, του οποίου η ερμηνεία της σονάτας για πιάνο σε σι ύφεση μείζονα (D 960) είναι η αφορμή αλλά και η βάση ­ με όλη τη σημασία της λέξης ­ για την επίμονη ενασχόλησή μου με τον Σούμπερτ». Ενασχόληση που βρήκε την πιο μεστή έκφρασή της σε μια μυθιστορηματική βιογραφία του συνθέτη, από τη γέννηση του οποίου γιορτάστηκαν τα 200 χρόνια το 1997. Ενα είδος που έχει εκτενέστατα ­ και συχνά με μεγάλη επιτυχία ­ αξιοποιηθεί από πολλούς συγγραφείς του μουσικού χώρου. Συνήθως πρόκειται για βιογράφους, οι οποίοι όμως επιθυμούν να αποφύγουν τους πολλαπλούς περιορισμούς μιας αυστηρά επιστημονικής εργασίας: περιορισμούς ύφους, εκφραστικών μέσων, αποκλεισμού μη αποδείξιμων υποθέσεων, σχολιασμού των υπερβατικών στοιχείων και, κυρίως, περιορισμούς της ευρύτητας του δυνάμει ενδιαφερόμενου κοινού. Ο Χέρτλινγκ ξέρει καλά τη συνταγή της μυθιστορηματικής βιογραφίας και διαθέτει τα καλύτερα υλικά, το κυριότερο εκ των οποίων είναι η ίδια η ζωή και το έργο του Σούμπερτ.
Ο Σούμπερτ πέθανε νέος. Δημιούργησε όμως τόσο πυκνά που θα ήταν λογικό να είχε ζήσει δύο μεγάλες ζωές, μάλιστα τη μία εντελώς αντίθετη από την άλλη, για να παραγάγει όλο αυτό το έργο, στο οποίο ο ψυχικός διχασμός είναι βαθύς και ολοφάνερος. Ο χαρούμενος, φωτεινός, γεμάτος δύναμη και βεβαιότητα ζωής Σούμπερτ της Πέμπτης ή της Ενατης Συμφωνίας και του κουιντέτου «Η πέστροφα» συγκρούεται διαρκώς κατά μέτωπο και ανελέητα με τον σκοτεινό, τραγικό, πεισιθάνατο Σούμπερτ της Ημιτελούς Συμφωνίας και του κουαρτέτου «Ο θάνατος και η κόρη». Είναι δύο άνθρωποι και δύο συνθέτες ολωσδιόλου διαφορετικοί, που όμως είναι και οι δύο εξίσου ικανοί να υποστηρίξουν ο καθένας τη δική του στάση ζωής με τα πιο πειστικά, απόλυτα σχεδόν μουσικά επιχειρήματα, που κανένας «αντίλογος» δεν είναι επαρκής ώστε να τα καταρρίψει. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να βρεθεί ποιος βγαίνει νικητής. Σίγουρα όμως κάποιος έπρεπε να πληρώσει το κόστος αυτής της τιτάνιας εσωτερικής σύγκρουσης. Και αυτός μάλλον ήταν ο ίδιος ο Σούμπερτ.
Ετσι, στην ουσία, η ζωή του είναι γεμάτη από τα στοιχεία που συνθέτουν το τραγικό, που το Χόλιγουντ θα όφειλε από νωρίς να είχε ανακαλύψει. Ισως κάποτε το κάνει με αφορμή το βιβλίο του Χέρτλινγκ, ο οποίος την ακολουθεί βήμα βήμα, μεταδίδοντάς μας σελίδα σελίδα τις εναλλαγές των αισθημάτων, τις σχέσεις με την οικογένεια και την επιρροή τους στη διαμόρφωση του Σούμπερτ, την περιπέτεια της ανακάλυψης από τον ίδιο του μαγικού του ταλέντου, τις ιδιομορφίες της ένταξής του στο περιβάλλον. Ικανός να παράγει ψυχικές εικόνες αποστασιοποιημένες, μα ταυτόχρονα δυνατές και ειλημμένες από πολύ κοντά, χτίζει με αυτές μια κλίμακα που σχεδόν ύπουλα κρύβει τον σκοπό της, ώσπου ξαφνικά να αποκαλύψει την πλήρη δομή της την κατάλληλη στιγμή. Διαρκείς παύσεις, ανατροπές και επιστροφές στα κύρια μοτίβα αναστέλλουν τη διήγηση, όπως (τυχαία άραγε ή πρόκειται για ένα είδος άδηλης επιρροής στη γραφή;) ακριβώς συμβαίνει και με το πρώτο και το τέταρτο μέρος της συγκλονιστικής Σονάτας D 960 του Σούμπερτ. Και ανάμεσα σε αυτές ο Χέρτλινγκ εισάγει μάλλον ακανόνιστα τις δικές του εσωτερικές απορίες (είναι ενδιαφέρον ότι, ενώ γενικά επιλέγει ως άξονα της αφήγησης τη χρονική ακολουθία, χάνει την πιο ενδιαφέρουσα πυκνότητά της στους τελευταίους δέκα μήνες της ζωής του Σούμπερτ) παρεμβαίνοντας ο ίδιος στη δική του διήγηση, γράφοντας άλλοτε «εις εαυτόν» και άλλοτε σαν ξένος, τρίτος προς τον αφηγητή: ένα τέχνασμα που δίνει βάθος μα και αμεσότητα. Επιπλέον, η δομή της κύριας αφήγησης βρίσκει το ιδιότυπο alter ego της στην εξιστόρηση της πολιτικής συγκυρίας, της οποίας ο βασικός αντίκτυπος προσωποποιείται στον Σούμπερτ και στο περιβάλλον του, δίνοντας έτσι μια άλλη ακόμη διάσταση για την πληρέστερη σκιαγράφηση.
Εν τέλει, το μυθιστόρημα του Χέρτλινγκ μοιάζει περισσότερο με κάτι σαν «λανθάνον ποίημα», πράγμα καθόλου άστοχο ή παράλογο αν σκεφτεί κανείς ότι πηγή έμπνευσής του ήταν η ζωή και το έργο του μεγαλύτερου τραγουδοποιού όλων των εποχών. Δεν είναι μόνο οι «ποιητική αδεία» φιλοσοφικές εκτροπές, που ενώ έμμεσα αποδίδονται στον Σούμπερτ φανερά εκφράζουν τον συγγραφέα, ούτε οι παράξενες, πικρές προβολές στο σήμερα, όπως συμβαίνει με τον (δηλητηριώδη για την Ευρώπη του τέλους του 20ού αιώνα) σχολιασμό της ευστοχίας της πολιτικής του Μέτερνιχ. Είναι κυρίως οι ακροβασίες της γλώσσας, οι ταχύτατες, κοφτές εναλλαγές ψυχικών σχημάτων, η ιδιότυπη αφαίρεση, η διαρκής παρείσφρηση στίχων, οι ξαφνικές προσγειώσεις του μύθου στις παρατιθέμενες ιστορικές πηγές που μπλέκονται ακαθόριστα μαζί του μα και η ρομαντική πλοκή ζωής και έργων - ορόσημων όπως το «Χειμωνιάτικο ταξίδι».
Ολα αυτά είναι που φτιάχνουν ένα παράξενο και ελκυστικό βιβλίο, ο αναγνώστης του οποίου θα νιώσει ένα δυσάρεστο κι επίμονο κενό που δεν θα ξέρει «τι να το κάνει» και που δεν θα απαλλαγεί από αυτό παρά μόνο αν τελικά ανατρέξει στην ίδια τη μουσική του Σούμπερτ. Και αυτή ακριβώς είναι η δύναμη του βιβλίου.

Πηγή: TO BHMA
ANIXNEYTHΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑ'Ι'ΚΟΦΣΚΙ ο Ρώσος μουσουργός. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Τα άπαντα του Τσαϊκόφσκι

Του Ηλια Μαγκλινη
https://www.youtube.com/watch?v=0rZeuI3J2gg
https://www.youtube.com/watch?v=7_WWz2DSnT8 
Πέθανε στην Αγία Πετρούπολη στις 6 Νοεμβρίου του 1893, σε ηλικία 53 ετών. Ισως όμως και να πέθανε δώδεκα ημέρες μετά, στις 18 του ίδιου μήνα. Το βέβαιο είναι ότι ένα πυκνό νέφος μυστηρίου καλύπτει την ημερομηνία (αλλά και την αιτία) θανάτου του Ρώσου μουσουργού Πιοτρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι. Η επίσημη εκδοχή τον θέλει να πεθαίνει από χολέρα, μία εβδομάδα μετά τη βραδιά που διηύθυνε το αριστούργημά του, τη Συμφωνία υπ' αρίθμ. 6, γνωστή ως Παθητική (βλέπε: μελαγχολική).
Ενας ευθυτενής αστός όμως όπως ο Τσαϊκόφσκι δεν είναι δυνατόν να έπαθε χολέρα, λένε οι ειδικοί. Και ο φίλος του, ο συνθέτης Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, θυμάται κηδεία «με ανοιχτό φέρετρο», κάτι που θα απαγορευόταν σε περίπτωση χολέρας. Κατ' άλλους, ο πρόωρος θάνατος του συνθέτη της Συμφωνίας Μάνφρεντ οφείλεται σε αυτοκτονία συνέπεια κάποιου ανομολόγητου «σκανδάλου στην προσωπική του ζωή». Ο χαρισματικός αυτός δημιουργός υπέφερε από βαριές κρίσεις μελαγχολίας, από φοβίες (ήταν υποχόνδριος), ενώ, όπως φημολογείται έντονα πια, σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να καταπιέσει τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις. Οι μουσικολόγοι ερμηνεύουν το πραγματικά συγκλονιστικό του συμφωνικό ποίημα Francesca da Rimini ως έκφραση των δαιμόνων που τον στοίχειωναν, κυρίως του σφοδρού διχασμού του απέναντι στη σεξουαλικότητά του.
Ενας από τους αρχιμουσικούς που έχει ερμηνεύσει υποδειγματικά το συγκεκριμένο συμφωνικό έργο του Τσαϊκόφσκι είναι ο βλοσυρός, αυστηρός συμπατριώτης του Ευγένιος Μραβίνσκι. Στα άπαντα του Τσαϊκόφσκι που μόλις κυκλοφόρησαν πρόσφατα από την εταιρεία Brilliant (The Tchaikovsky Edition), ένα σετ εξήντα δίσκων ακτίνας, περιλαμβάνονται μερικές από τις πλέον ιστορικές ηχογραφήσεις έργων του, μεταξύ αυτών και η ερμηνεία του Μραβίνσκι.
Η έκδοση περιλαμβάνει όμως και μερικά ακόμα μεγάλα ονόματα: τους Ερνέστ Ανσερμέ, Γκενάντι Ροτζεστβένσκι, Γιούρι Σιμόνοβ, Νταβίντ Οϊστραχ, Εμίλ Γκιλέλς κ.ά. Μέσα σε εξήντα CD λοιπόν ολόκληρο το corpus ενός συνθέτη που όσο τυραννίστηκε στην προσωπική του ζωή άλλο τόσο αγαπήθηκε από το κοινό - και μάλιστα το ευρύ κοινό. Ο κύριος λόγος, βέβαια, είναι τα κοσμαγάπητα έργα του για μπαλέτο, το τόσο δημοφιλές πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αλλά και οι έξι συμφωνίες. Οσοι πάντως ενδιαφερθούν για το box set ας ασχοληθούν και με την εξαιρετική σειρά έργων μουσικής δωματίου που περιλαμβάνει.
«Πάλη με τη μοίρα»
Ο Τσαϊκόφσκι συνδύασε στο έργο του τις συμφωνικές φόρμες της δυτικής μουσικής με ρωσικά παραδοσιακά ιδιώματα. Εκρηκτικός στα εκφραστικά του σχήματα, διαπότισε όλο του το έργο με την αγωνία της «πάλης του με τη μοίρα».
Προτού βρει πλήρη, οριστική παρηγοριά στη μουσική, ο Τσαϊκόφσκι προσπάθησε να ξεφύγει από τις εσωτερικές του συγκρούσεις διά της οδού του έγγαμου βίου. Ηταν μια καταστροφή. Χώρισε μετά από δύο μόλις μήνες. Το όνομά του συνδέθηκε όμως και με εκείνο μιας άλλης γυναίκας: της πλούσιας 45χρονης χήρας Μαντάμ φον Μεκ, η οποία του παρέσχε οικονομική στήριξη. Αντάλλαξαν περί τις 3.000 επιστολές αλλά δεν συναντήθηκαν ποτέ. Για κάποιο λόγο, το 1890, η κυρία αυτή διέκοψε αιφνιδιαστικά κάθε επαφή μαζί του. Ηταν και η αρχή του τέλους του.

Πηγή:ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΎΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΑΝΤΟΝΙΟ ΒΙΒΑΛΝΤΙ Ο συνθέτης των «4 Εποχών» Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.


Αντόνιο Βιβάλντι. Ο συνθέτης των «4 Εποχών» ήταν ιερέας που κατηγορήθηκε ότι έκανε ερωτικό τρίο και μόνιμο δεσμό με δύο γυναίκες ταυτόχρονα.
https://www.youtube.com/watch?v=6LAPFM3dgag
 Ο Αντόνιο Βιβάλντι έμαθε βιολί κοντά στον πατέρα του, ο οποίος είχε ξεκινήσει ως κουρέας, αλλά κατέληξε επαγγελματίας μουσικός σε μια τοπική ορχήστρα. Εκείνο τον καιρό όμως, η ζωή του βιολιστή ήταν ακόμη πιο επισφαλής οικονομικά απ’ όσο σήμερα κι η φτωχή οικογένεια αποφάσισε να γίνει ο πρωτότοκος γιος, ιερέας. Το πώς ένιωθε ο Βιβάλντι γι’ αυτή την απόφαση παραμένει άγνωστο, αν και δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό για τα νέα του καθήκοντα. Τα άσκησε για μόλις ένα χρόνο, καθώς μια “στενότητα στο θώρακα” τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τα λειτουργικά του καθήκοντα. Σημειωτέον ότι η “στενότητα” που σήμερα πιστεύεται ότι ήταν άσθμα, δεν του προκαλούσε κανένα πρόβλημα όταν διηύθυνε. 
Κορίτσια, Κορίτσια, Κορίτσια Όταν έγινε 20 ετών, ο Βιβάλντι ήταν ήδη γνωστός ως μουσικός και συνθέτης. Το 1703 έγινε δάσκαλος μουσικής στο Ospedale della Pieta, ένα ορφανοτροφείο κορασίδων, πολλές από τις οποίες ήταν νόθες κόρες πλούσιων και ισχυρών ανδρών της πόλης. Χάρη στις γενναιόδωρες δωρεές, κυρίως από τους γονείς που ένιωθαν τύψεις, το ίδρυμα διατηρούσε μια θαυμάσια χορωδία και ορχήστρα, πολύ γνωστή στη Βενετία. Τουρίστες απ’ όλη την Ευρώπη πήγαιναν να θαυμάσουν τα κορίτσια που, εκτός από λεπτεπίλεπτα όργανα όπως το φλάουτο, έπαιζαν και τύμπανα. Ο Βιβάλντι, ως ιερέας, μάλλον θεωρήθηκε ασφαλής επιλογή για δάσκαλος τόσων κοριτσιών. Στα επόμενα 35 χρόνια, εκτός από την απασχόλησή του ως μουσικού διευθυντή, ο Βιβάλντι έγραψε γύρω στα 400 κονσέρτα για την ορχήστρα του ιδρύματος, μεταξύ αυτών και το γνωστότερο έργο του, “Οι Τέσσερις Εποχές”. Το έργο, βασισμένο σε τέσσερα σονέτα που λέγεται ότι γράφτηκαν από τον ίδιο, αποτελεί την κορυφαία στιγμή του συνθέτη: χαριτωμένο, ευφάνταστο, εφευρετικό και διόλου απαιτητικό. Το κοινό το αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Ο Λουδοβίκος ΙΕ’ της Γαλλίας ενθουσιάστηκε τόσο, που οι αυλικοί του παρουσίασαν την “Άνοιξη” σε ειδική εκτέλεση για να τον ευχαριστήσουν. Καλά και τα κονσέρτα, αλλά… Παρ’ όλη την επιτυχία του όμως, ο Βιβάλντι είχε πιο υψηλό στόχο: να συνθέσει μουσική για όπερα. Το είδος αυτό εφευρέθηκε το 1607 από τον Ιταλό συνθέτη Κλαούντιο Μοντεβέρντι, ο οποίος ήθελε να αναβιώσει το ύφος των αρχαίων Ελλήνων, που ενσωμάτωναν μουσική, χορό και πρόζα στο θέατρο. Η θεαματική αυτή ψυχαγωγία είχε αμέσως απήχηση, ιδίως στην Ιταλία. Ο Βιβάλντι ταξίδεψε σε όλη τη χώρα και ανέβασε τις όπερές του με τεράστια επιτυχία. Η παραγωγή του ήταν εκπληκτική. Μεταξύ 1713 και 1739 έγραψε περίπου πενήντα όπερες, κατά μέσο όρο σχεδόν δύο το χρόνο. Το έργο του “Τίτο Μάνλιο” γράφτηκε μέσα σε πέντε μέρες. Το κοινό έσπευδε να παρακολουθήσει τα έργα του, αν και όχι πάντοτε με τον ίδιο ενθουσιασμό. “Η νέα όπερα στο θέατρο San Grisostomo ήταν πιο επιτυχημένη από την προηγούμενη. Αλλά η σύνθεση είναι τόσο φρικτή και η μουσική τόσο θλιβερή που κοιμήθηκα για μία ολόκληρη πράξη”, έγραφε ένας Βενετός θιασώτης της όπερας το 1727. Η ωραία “Λα Ζιρό” Ο Βιβάλντι βρήκε παρηγοριά στο πρόσωπο της σοπράνο Άννα Τεσιέρι Τζιρό, γνωστή ως “λα Ζιρό”, που έκανε το ντεμπούτο της το 1725. Κάποια στιγμή έμεινε στο σπίτι του Βιβάλντι πατρός, ενώ αργότερα ήλθε και η αδελφή της, η Παολίνα, ως νοσοκόμα του ίδιου του Βιβάλντι, του οποίου η υγεία είχε ταλαιπωρηθεί από το άσθμα. Ο Βιβάλντι στην ταινία του 2006, "Un Prince a Venise" Ο Βιβάλντι στην ταινία του 2006, «Un Prince a Venise» Όλοι έλεγαν ότι η Άννα και ο Βιβάλντι ήταν εραστές, μάλιστα κάποιοι κουτσομπόλευαν ότι έκαναν ερωτικό τρίο με την Παολίνα. Οι περισσότεροι δεν έδειχναν να ενοχλούνται, εκτός από τον καρδινάλιο της Φεράρα. Το 1737 ο Βιβάλντι ετοίμαζε μια όπερα στη Φεράρα, όταν ο καρδινάλιος ξαφνικά απαγόρευσε σ’ αυτόν να διευθύνει και στην Άννα να τραγουδήσει. Έξαλλος ο Βιβάλντι διαμαρτυρήθηκε ότι ο καρδινάλιος “σπίλωσε αυτές τις φτωχές γυναίκες” κι ότι ο ίδιος δεν είχε ποτέ καμία σχέση με σκάνδαλα. Ο καρδινάλιος δεν υποχώρησε κι η όπερα ανέβηκε χωρίς τον Βιβάλντι και την Άννα. Φυσικά εξελίχθηκε σε φιάσκο. Κάθε πράγμα στον καιρό του Στην πραγματικότητα, πολλές όπερες του Βιβάλντι κατέληξαν σε φιάσκο. Ο Βιβάλντι δεν ήταν πλέον της μόδας. Πάντως, το όνομά του είχε ακόμα πέραση βόρεια των Άλπεων, οπότε το 1740 ο 62χρονος συνθέτης έφυγε από την Ιταλία μαζί με την Άννα και την Παολίνα. Προορισμός τους ήταν η Βιέννη, έδρα του αυτοκράτορα Καρόλου Στ’, ο οποίος θαύμαζε τον Βιβάλντι. Μόνο που ο αυτοκράτορας πέθανε εκείνο το φθινόπωρο, αφού έφαγε ένα πιάτο δηλητηριώδη μανιτάρια. Η νέα βασιλική οικογένεια είχε πιο σοβαρά πράγματα στο κεφάλι της, όπως τον πόλεμο με την Πρωσία, από τα προβλήματα ενός Ιταλού συνθέτη κι ο Βιβάλντι αναγκαζόταν να πουλά τα χειρόγραφα των συνθέσεών του για να τα βγάζει πέρα. Το καλοκαίρι του 1741 αρρώστησε και πέθανε στις 28 Ιουλίου. Η κηδεία του έγινε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου ο νεαρός Γιόζεφ Χάιντν τραγουδούσε στην παιδική χορωδία. 
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».... 
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΒΟΛΦΑΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ Η ιδιοφυία της κλασικής μουσικής - 260 χρόνια από τη γέννησή του. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ: Η ιδιοφυία της κλασικής μουσικής - 260 χρόνια από τη γέννησή του.

https://www.youtube.com/watch?v=Rb0UmrCXxVA
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ( Wolfgang Amadeus Mozart) , συνέθεσε περισσότερα από 600 έργα.

Από τους κορυφαίους συνθέτες όλων των εποχών, τα έργα του οποίου αποτελούν μέρος του ρεπερτορίου κάθε ορχήστρας που σέβεται τον εαυτό της.
Το πλήρες όνομά του είναι Γιοχάνες Κρισόστομους Βολφγκάνγκους Τεόφιλους (Αμαντέους) Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart] και γεννήθηκε την 8η πρωινή της 27ης Ιανουαρίου 1756 στο Ζάλτσμπουργκ, τμήμα τότε της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και νυν της Αυστρίας. Ήταν γιος του συνθέτη Λεοπόλδου Μότσαρτ και της Άννας Μαρίας Περτλ.
Ο Μότσαρτ έζησε μόνο 35 χρόνια, πρόλαβε όμως να συνθέσει περίπου 600 έργα (συμφωνικά, δωματίου, κονσέρτα, όπερες και χορωδιακά), τα περισσότερα από τα οποία είναι αριστουργήματα. Σε ηλικία τριών χρονών έπαιζε πιάνο, στα πέντε του συνέθετε και στα έξι έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο. Μιλάμε για τον ορισμό της ιδιοφυΐας.
Ο Μότσαρτ, αν και συνθέτης, είναι ένας μύθος, ένα λαϊκό είδωλο. Είχε το χάρισμα να γράφει απλές και ευκολομνημόνευτες μελωδίες, μέσα στη συνθετότητά τους. Έργα του ακούγονται όχι μόνο στις αίθουσες συναυλιών, αλλά και σε ασανσέρ, εμπορικά κέντρα, αίθουσες χειρουργείων και ως ηχητικά σήματα από κινητά τηλέφωνα.
Η μουσική του έχει και «μαγικές» ιδιότητες. Κτηνοτρόφοι παίζουν Μότσαρτ στις αγελάδες για να αυξήσουν την παραγωγή τους σε γάλα ή να μας δώσουν πιο τρυφερό κρέας. Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι η ακρόαση της μουσικής του βοηθά στην ανάπτυξη της νοημοσύνης των βρεφών και των παιδιών. Η μορφή του απεικονίζεται σε σοκολατάκια, σουβενίρ και άλλα είδη διακόσμησης.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου λέγεται ότι αν υπήρχε δυνατότητα ο Μότσαρτ να διεκδικήσει τα δικαιώματα για τη χρήση της μουσικής και του ονόματός του θα μπορούσε να αγοράσει όλη την Αυστρία. Άλλωστε, η γενέτειρά του Ζάλτσμπουργκ ζει και αναπτύσσεται μέχρι σήμερα χάρις στον Μότσαρτ. Και όμως, ο συνθέτης της «Μικρής Νυχτερινής Μουσικής», του «Ντον Τζιοβάνι», του «Μαγικού Αυλού» και άλλων αριστουργημάτων πάλευε για να τα φέρει βόλτα με τα οικονομικά του στον σύντομο βίο του.
Πέθανε στη μία τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου 1791, επί των επάλξεων, γράφοντας το «Ρέκβιεμ» της ζωής και της καριέρας του.ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr

Οι ερωτικές περιπέτειες του Μότσαρτ.
Ο γάμος με την αδελφή της πρώην αγαπημένης του! 27/05/2014 Κατηγορίες: ΣΥΝΕΒΗ ΣΗΜΕΡΑ Ετικέτες: Αλοΐσια Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Μότσαρτ, Κονστάντζα Μότσαρτ, Λέοπολντ Μότσαρτ Mozart Το 1778, ο 21χρονος Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ερωτεύτηκε για πρώτη φορά. Η εκλεκτή της καρδιά του ήταν η Αλοΐσια Γουέμπερ, κόρης της οικογένειες που φιλοξενούσε τον νεαρό μουσικό στο Μάνχαϊμ. Η οικογένεια Γουέμπερ ήταν εξαιρετικά μουσικόφιλη και η Αλοΐσια ήταν καταπληκτική σοπράνο. Ήταν όμορφη, καλλιεργημένη και με υπέροχη φωνή, που μπορούσε να ακολουθήσει τα πολύπλοκα κομμάτια που συνέθετε ο Μότσαρτ για εκείνη. Ήταν αναμφίβολα ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Ο Βολφγκανγκ έγραψε στον πατέρα του λίγο καιρό μετα τη γνωριμία του με την Αλοΐσια. Τον ενημέρωνε, με περίσσιο ενθουσιασμό, ότι σκόπευε να φύγει στην Ιταλία με τη μελλοντική σύζυγό του, όπου θα ζούσαν από τη μουσική του. Ο Βόλφγκανγκ θα συνέθετε όπερες και η Αλοΐσια θα τραγουδούσε. To σχέδιο, σύμφωνα με τον νεαρό Μόρτσαρτ, ήταν αδύνατο να αποτύχει. Αλοΐσια Γουέμπερ Η Αλοΐσια Γουέμπερ Ο πατέρας του, Λέοπολντ, δεν συμφωνούσε. Ήταν η πρώτη φορά που ο γιος του άφηνε την οικογενειακή "φωλιά" και ο Λέοπολντ ήταν σίγουρος ότι η υπερβολική ελευθερία τον είχε κάνει παράτολμο. Πίστευε ότι η Αλοΐσια τον παρέσυρε στην ακολασία και ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα ήταν καταστροφικό για την καριέρα του γιου του. Ο Λέοπολντ απαιτούσε απ" τον γιο του να ξεχάσει τις ανοησίες και τους έρωτες και να συνεχίσει το ταξίδι του στο Παρίσι, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. Κατά συνέπεια, του απαγόρευε να παντρευτεί την Αλοΐσια. Ο Βόλφγκανγκ υπάκουσε με βαριά καρδιά. Άφησε πίσω την καλλίφωνη αγαπημένη του και πήρε τον δρόμο για το Παρίσι, όπου θα κορύφωνε την καριέρα του. Ο πατέρας του, που λειτουργούσε ακριβώς όπως ένας σύγχρονος μάνατζερ, μπορούσε να ηρεμήσει. Το ασυναγώνιστο ταλέντο του γιου του δεν θα χαραμιζόταν σε μια τυχαία δεσποινίδα. Ο Λέοπολντ Μότσαρτ παίζει βιολί, ενώ ο ταλαντούχος γιος του Βόλφγκανγκ είναι στο πιάνο. Ο Λέοπολντ Μότσαρτ παίζει βιολί, ενώ ο ταλαντούχος γιος του Βόλφγκανγκ είναι στο πιάνο Λίγους μήνες αργότερα, ο Βόλφγκανγκ και η Αλοΐσια συναντήθηκαν τυχαία στο Μόναχο. O Μότσαρτ προσπάθησε να ανανεώσει τη σχέση τους, αλλά η Αλοΐσια τον αγνόησε επιδεικτικά. Σύμφωνα με τη βιογραφία του Μότσαρτ, που έγραψε ο Τζορτζ Νικολάους βον Νίσεν, που παντρεύτηκε τη σύζυγο του Μότσαρτ μετά τον θάνατο του συνθέτη, η Αλοΐσια "παρίστανε ότι δεν τον ήξερε, αυτόν για τον οποίον έκλαιγε γοερά μέχρι πριν λίγο καιρό". Ο Βόλφγκανγκ δεν πτοήθηκε καθόλου. Σύμφωνα με τον Νίσεν, έκατσε στο πιάνο και τραγούδησε με δυνατή φωνή: "Αυτή που δε με θέλει, μπορεί να φιλήσει τον πισινό μου". Έτσι έληξε το ερωτικό ειδύλλιο του νεαρού Μότσαρτ και της Αλοΐσια Γουέμπερ. Σειρά τώρα είχε, η μικρότερη αδερφή της. Μότσαρτ και Κονστάντζα Το 1781 ο Μότσαρτ βρέθηκε στη Βιέννη. Εκεί είχαν μετακομίσει και οι Γουέμπερ και ασφαλώς προσέφεραν φιλοξενία στον συνθέτη. Ο Βόλφγκανγκ βρέθηκε και πάλι ανάμεσα στις αδερφές Γουέμπερ. Η Αλοΐσια ήταν νιόπαντρη και δεν έδωσε καμία σημασία στον παλιό αγαπημένο της. Στο στόχαστρο του συνθέτη βρέθηκε η μικρότερη αδερφή της, η 19χρονη Κονστάντζα. Κωνστάντζα Μότσαρτ Η Κονστάντζα Μότσαρτ. Ο Βόλφγκανγκ περιέγραψε την κοπέλα στον πατέρα του χωρίς φοβερό ενθουσιασμό: "Έχει όμορφα μαύρα μάτια και ένα χαριτωμένο σώμα. Δεν είναι η πιο έξυπνη, ούτε η πιο διαβασμένη. Είναι ώριμη, μετρημένη και έχει την πιο καλή καρδιά στον κόσμο. Με αγαπάει και την αγαπώ". Το ζευγάρι έμενε μαζί ήδη μία εδβομάδα, ενέργεια που είχε προκαλέσει φοβερές αντιδράσεις. Η μητέρα της Κονστάντζα ανάγκασε τον Βόλγκανγκ να υποσχεθεί ότι αν δεν παντρευτεί την κόρη της μέσα σε τρία χρόνια, θα της έδινε 300 χρυσά νομίσματα κάθε χρόνο, μέχρι το τέλος της ζωής της. Ο Λέοπολντ, ο πατέρας του Μότσαρτ, έγινε τόσο έξαλλος, που αρνήθηκε να δώσει την ευχή του για τον γάμο. Τελικά, ο Βόλφγκανγκ νομιμοποίησε τη σχέση του με την Κονστάντζα και ο πατέρας του αναγκάστηκε να το δεχτεί. Έστειλε τις ευχές του σε γράμμα, λίγες μέρες μετά τον γάμο. Πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, στις 28 Μαΐου του 1787 και ο Βόλφγκανγκ δεν κατάφερε να παρευρεθεί στην κηδεία. Παντρεύτηκαν στις 4 Αυγούστου του 1782. Ο Βόλφγκανγκ και η Κονστάντζα απέκτησαν έξι παιδιά, απ" τα οποία έζησαν μόνο δύο. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τα συνεχή ταξίδια του Βόλγκανγκ, το ζευγάρι υπήρξε πολύ ευτυχισμένο. Βόλφγκανγκ Μότσαρτ Ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ. Έχουν σωθεί γράμματα του συνθέτη προς τη γυναίκα του, που δείχνουν εμφανώς την αγάπη του για εκείνη. Ο Μότσαρτ αρρώστησε βαριά στις 20 Νοεμβρίου του 1791. Πέθανε 10 μέρες μετά, στις 5 Δεκεμβρίου. Ήταν μόλις 35 ετών. Η Κονστάντζα ήταν δίπλα του έως την τελευταία στιγμή....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr
ANIXNEYTHΣ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΓΙΟΧΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΠΑΧ ο κορυφαίος μουσουργός. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο κορυφαίος μουσουργός Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ Ο «ποιητής των ήχων», ο σπουδαιότερος συνθέτης του μπαρόκ! https://www.youtube.com/watch?v=6JQm5aSjX6g

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ είναι πέραν αμφιβολίας από τις χαρακτηριστικότερες φυσιογνωμίες της μουσικής ιστορίας: όχι μόνο μας χάρισε ανεπανάληπτα αριστουργήματα, αλλά αποτέλεσε ταυτοχρόνως την πηγή απ' όπου ξεπήδησε η κλασική εποχή των μεγάλων μουσικών συνθέσεων.

Τι να πρωτοπεί άλλωστε κανείς για τον άνθρωπο που πίστευε ότι η μουσική υπάρχει μόνο για να υμνεί τον Θεό και να αγαλλιάζει την ψυχή;
Τον έχουν χαρακτηρίσει «ποιητή των ήχων», «παμμέγιστο», «ασυμβίβαστο», «μυστηριώδη», αυτός ήταν ο κορυφαίος συνθέτης που ήταν σταθερά προσανατολισμένος στη θρησκευτική αποστολή της μουσικής, ένας άνθρωπος που ευγνωμονούσε διαρκώς τον Θεό παρά τις δοκιμασίες στις οποίες θα υποβαλλόταν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Η θρησκευτικότητα, η μουσική και ο θάνατος σημαδεύουν τον Μπαχ από την αρχή ως το τέλος της ζωής και του έργου του, με τη δύναμη της ψυχής, το σθένος και τη δημιουργικότητά του να μην κάμπτονται από τις δυσκολίες, αλλά να χαλυβδώνουν πεισμώνοντας την ψυχή του και να συνεχίζει να παράγει έργο, ευχαριστώντας τον Θεό και συγχωρώντας τους ανθρώπους.
Ο σεβασμός που έτρεφε εξάλλου ο Μπετόβεν προς τον άνθρωπο που μας χάρισε τα «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» συνοψίζεται στο αγαπημένο του λογοπαίγνιο: «Δεν έπρεπε να ονομάζεται Μπαχ («ρυάκι» στα γερμανικά), αλλά Ποταμός!».
Κι αυτό ακριβώς το σχόλιο περιγράφει ιδανικά τόσο τον ήρεμο, ευσεβή και δυναμικό χαρακτήρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ όσο και την ταπεινοφροσύνη του μεγαλοφυούς αυτού συνθέτη, που συνήθιζε να υποσημειώνει σε κάθε έργο του «Soli Deo Gloria» (Μόνο στον Θεό η Δόξα)...
Πρώτα χρόνια

Γεννημένος στο Άιζεναχ της Γερμανίας την 21η Μαρτίου 1685, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μεγαλώνει μέσα σε πολυπληθή οικογένεια (8 παιδιά) με μακρά μουσική παράδοση, που πήγαινε μάλιστα πολλές γενιές πίσω στον χρόνο: ο πατέρας του ήταν διευθυντής στην τοπική ορχήστρα και είναι αυτός που θα μυήσει τον μικρό στο βιολί από πολύ τρυφερή ηλικία.
Όταν έκλεισε τα 7 του χρόνια, ο Μπαχ φοίτησε στα προπαρασκευαστικά σχολεία της εποχής, λαμβάνοντας θρησκευτική εκπαίδευση και μαθαίνοντας λατινικά, κατά τα παιδαγωγικά πρότυπα της εποχής. Η λουθηρανική πίστη της οικογένειας επηρέασε τόσο τη ζωή όσο και το κατοπινό έργο του μεγάλου συνθέτη.
Σε ηλικία 10 ετών, θα γνωρίσει από πρώτο χέρι την τραγικότητα της απώλειας: ο Μπαχ μένει ορφανός και από τους δύο γονείς του (χάνει και τρία ακόμα από τα αδέλφια του), από την επιδημία πανώλης που χτύπησε την Ευρώπη, και ο μεγαλύτερος αδελφός του, εκκλησιαστικός οργανοπαίκτης, τον παίρνει μαζί του. Αφού τον γράψει στο νέο του σχολείο, του παρέχει ακόμα περισσότερη μουσική εκπαίδευση. Ο Μπαχ θα μείνει στο πλευρό της οικογένειας του αδελφού του μέχρι την ηλικία των 15.
Ο ίδιος διέθετε ταυτοχρόνως καταπληκτική φωνή και λάμβανε μέρος στις σχολικές χορωδίες. Κι όταν μεγάλωσε και η χαρακτηριστική υψίφωνη χροιά του τον εγκατέλειψε, ο Μπαχ θα έπαιρνε πλέον μέρος στις ορχήστρες ως σολίστ μουσικών οργάνων!
Κι έτσι, το νέο φυντάνι της μεγάλης μουσικής οικογένειας των Μπαχ εξασφαλίζει το 1703 την πρώτη του επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική: προσλαμβάνεται ως δόκιμος οργανοπαίκτης στην αυλή του δούκα της Βαϊμάρης, Johann Ernst. Εκεί είναι που θα επιδείξει το τρομακτικό του ταλέντο λειτουργώντας ταυτοχρόνως ως άνθρωπος-ορχήστρα για όλες τις μουσικές δουλειές, αντικαθιστώντας επάξια όποιον από τους επαγγελματίες βιολιστές έλειπε...
Πρώιμη καριέρα
Σύντομα η φήμη του ως σολίστ γιγαντώθηκε και ήταν χάρη στην ασύλληπτη δεξιοτεχνία του που θα εξασφάλιζε θέση στη Νέα Εκκλησία του Άρνσταντ. Επιφορτισμένος πια με το έργο της μουσικής επένδυσης των εκκλησιαστικών λειτουργιών, υπηρετεί ταυτοχρόνως και ως δάσκαλος μουσικής, αν και αποδεικνύεται πλημμελής στα εκπαιδευτικά του καθήκοντα, κάνοντας τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους να κατσαδιάζουν συχνά τον 18χρονο νεαρό για το γεγονός ότι δεν έκανε συχνές πρόβες με την παιδική χορωδία του.
Ο Μπαχ δεν βελτίωσε την επαγγελματική του κατάσταση όταν εξαφανίστηκε για αρκετούς μήνες το 1705: έχοντας πάρει άδεια λίγων εβδομάδων, ταξιδεύει σε γειτονική πόλη για να απολαύσει τον φημισμένο μουσικό της εποχής Dietrich Buxtehude και παρατείνει τις διακοπές του χωρίς να ενημερώσει κανέναν για να μαθητεύσει δίπλα του! Κι έτσι το 1707 αναλαμβάνει ανακουφισμένος τη νέα του θέση στην εκκλησία του Μιλχάουζεν, αφήνοντας πίσω του τις περιπέτειες του Άρμσταντ. Την ίδια εποχή αρχίζει να γράφει δικές του συνθέσεις, όπως το πρώιμο αριστούργημά του «Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα» (BWV 565)...
Σύντομα όμως και η νέα του θέση θα διακυβευόταν: το μουσικό στιλ του Μπαχ δεν συμβάδιζε με τις επιλογές του πάστορα και η ρήξη εγκαθιδρύθηκε στις σχέσεις τους. Ο συνθέτης δημιουργούσε περίπλοκες μελωδίες μπλέκοντας διαφορετικά στιλ και μελωδικές γραμμές, την ίδια ώρα που ο πάστορας ήθελε την εκκλησιαστική μουσική απλούστερη.
Παρά τις αψιμαχίες, ο Μπαχ δουλεύει ακούραστα τα δικά του πονήματα, παράγοντας έργο σημαντικό. Από τις συνθέσεις της περιόδου ξεχωρίζει η περίφημη καντάτα του «Gott ist mein König» (BWV 71), ένα πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα μουσικό υπερθέαμα, για το οποίο ο Μπαχ έκανε το αδιανόητο μουσικά: χώρισε τα όργανα και τις φωνές σε ομάδες, δημιουργώντας διακριτά σύνολα εντός της σύνθεσης. Η στιγμή είναι καθοριστική για την εξέλιξη της δυτικής μουσικής!
Και βέβαια της ίδιας εποχής είναι και η άλλη αριστουργηματική καντάτα του «Actus Tragicus» (BWV 106)...
Δουλεύοντας στη βασιλική αυλή
Έπειτα από μόλις έναν χρόνο στο Μιλχάουζεν, με τη φήμη του πια σε νέα δυσθεώρητα επίπεδα, ο Μπαχ εξασφαλίζει θέση τακτικού πια οργανοπαίκτη στην αυλή του δούκα Wilhelm Ernst της Βαϊμάρης. Εκεί θα συγγράψει πολλές εκκλησιαστικές καντάτες και μια σειρά από τις καλύτερες συνθέσεις του για εκκλησιαστικό όργανο.
Κι αν πρέπει να μνημονεύσουμε μία και μόνο μία, αυτή θα ήταν η καντάτα «Herz und Mund und Tat» (BWV 147), που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής ήδη από τον καιρό της...
Πέρα βέβαια από τις μνημειώδεις καντάτες του, ο Μπαχ φιλοτεχνεί τις πρώτες φούγκες και πρελούδια, ενώ ταυτοχρόνως συγγράφει και εκπαιδευτικό βοήθημα εισαγωγής στο εκκλησιαστικό όργανο: το «Μικρό Βιβλίο Για Εκκλησιαστικό Όργανο» αφιερώνεται στον γιο του και γίνεται ανάρπαστο, λόγω του πρωτοποριακού διδακτικού του χαρακτήρα.
Το 1717, ο Μπαχ αποδέχθηκε νέα θέση, αυτή τη φορά κοντά στον πρίγκιπα Λεοπόλδο, ο δούκας όμως δεν το πήρε καθόλου καλά και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για να κρατήσει τον νεαρό μουσικό στη χορωδία του. Ακόμα και αν έπρεπε να τον φυλακίσει για να μη φύγει! Πράγμα που συνέβη φυσικά κι έτσι ο Μπαχ θα πέρασε αρκετές εβδομάδες στα μπουντρούμια του δούκα όταν προσπάθησε να το σκάσει από την πνιγερή αγκαλιά του.
Στις αρχές Δεκεμβρίου ωστόσο ο μουσουργός αποφυλακίζεται και του δίνεται η δυνατότητα να μετακομίσει στην αυλή του πρίγκιπα στο Κέτεν, ο οποίος ήταν μεγάλος λάτρης της μουσικής. Εκεί θα αναλάβει τη θέση του διευθυντή ορχήστρας, όντας πια στο ψηλότερο σκαλί της μουσικής του καριέρας.
Στο Κέτεν (1717-1723) θα γράψει μερικά από τα πλέον μνημειώδη έργα του, που θα θέσουν τις βάσεις της μπαρόκ μουσικής. Εδώ γεννιούνται πλήθος από σονάτες και σουίτες, εδώ οι εκκλησιαστικές καντάτες του αποκτούν κοσμικό χαρακτήρα, εδώ ολοκληρώνει τα αριστουργηματικά «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» (BWV 1046, 1047, 1048, 1049, 1050 και 1051), αφιερωμένα στον δούκα του Βραδεμβούργου (1721).
Ταυτοχρόνως, εξελίσσει το διδακτικό του έργο, αφήνοντας παρακαταθήκη άλλα δύο εγχειρίδια μουσικής εκπαίδευσης, όντας πια στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας. Παρά την «εκκοσμίκευση» των συνθέσεών του, ο Μπαχ δεν παραλείπει να δηλώνει συνεχώς τη βαθιά προσήλωσή του στη θρησκεία και τον Θεό, υπογράφοντας τις παρτιτούρες του με το περίφημο λατινικό «I.N.J.» («Εις το Όνομα του Χριστού»).
Τη χρονιά ωστόσο που ο Μπαχ ολοκλήρωνε τα εμβληματικά «Βραδεμβούργια Κονσέρτα», ο καλός του φίλος πια πρίγκιπας Λεοπόλδος παντρεύτηκε και η νέα του σύζυγος δεν εκτιμούσε καθόλου τη μουσική, απομακρύνοντας τον ευγενή τόσο από το πάθος του όσο και τον στενό του φίλο. Σύντομα ο πάλαι ποτέ φιλόμουσος πρίγκιπας θα διαλύσει την ορχήστρα του (1723) και ο Μπαχ θα αναγκαστεί έτσι να αναζητήσει αλλού δουλειά, χτυπημένος μάλιστα και από την απώλεια της πρώτης του συζύγου.
Πριν εγκαταλείψει βέβαια το Κέτεν, θα ολοκληρώσει τον πρώτο τόμο (από τους δύο) του περίφημου διδακτικού εγχειριδίου του «Το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο», μια τομή για την εκμάθηση των πληκτροφόρων οργάνων...
Η εποχή της Λειψίας
Με τη φήμη του πλέον να προηγείται, ο Μπαχ υπογράφει συμβόλαιο με εκκλησία της Λειψίας ως ο νέος οργανοπαίκτης και δάσκαλος της χορωδίας. Για τις ανάγκες της νέας του θέσης, ρίχνεται για άλλη μια φορά με τα μούτρα στη δουλειά, παράγοντας μια εκκλησιαστική καντάτα κάθε βδομάδα! Το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» (BWV 248), για παράδειγμα, είναι έργο της εποχής που αντικατοπτρίζει το μουσικό όραμα του συνθέτη για τη γέννηση του Χριστού.
Ταυτοχρόνως, δημιουργεί μουσικές μεταφράσεις της Βίβλου, τα περίφημα «Πάθη» του, που αντικατοπτρίζουν αποσπάσματα από τα ευαγγέλια και θεωρούνται κορυφαία στο είδος τους. Πολλά μάλιστα έχουν ενσωματωθεί στη λειτουργία της λουθηρανικής και καθολικής εκκλησίας, όπως τα «Πάθη του Ματθαίου» (BWV 244) που περιλαμβάνονται στη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής...
Κατοπινά χρόνια
Μέχρι το 1740, ο Μπαχ πάλευε πια αμετάκλητα με τα προβλήματα όρασής του. Έχοντας ιστορικό μυωπίας, ο μουσουργός παρουσίασε σημαντική έκπτωση της όρασης (πιθανότατα από γλαύκωμα). Παρά την ταλαιπωρία και τη μάχη με την πάθηση, συνέχισε αγόγγυστα το έργο του, τόσο το συνθετικό όσο και το εκτελεστικό/διδακτικό, ενώ δεν ματαίωσε κανένα από τα ταξίδια του, ένα εκ των οποίων θα τον φέρει στην αυλή του βασιλιά της Πρωσίας το 1747.
Για τη βασιλική αυτή συναυλία, ο Μπαχ σκαρώνει μια νέα σύνθεση επιτόπου, εκτοξεύοντας τη φήμη του σε νέο ιστορικό ρεκόρ! Επιστρέφοντας στη Λειψία, τελειοποιεί τις βασιλικές αυτές φούγκες και τις αποστέλλει με πάσα επισημότητα στην Πολωνία (Musikalisches Opfer - BWV 1079).
Το 1748-1749, με την όρασή του σοβαρά υπονομευμένη, ο Μπαχ αρχίζει να φιλοτεχνεί το σπουδαίο αριστούργημά του «Η Τέχνη της Φούγκας» (BWV 1080), το οποίο θα παραμείνει όμως ημιτελές: η όρασή του έχει επιδεινωθεί τόσο που υποβάλλεται σε διπλή -και ανεπιτυχή- εγχείριση την επόμενη χρονιά, από τις περιπλοκές της οποίας ωστόσο θα παραμείνει τυφλός.
Το 1750 θα ταλαιπωρηθεί και από εγκεφαλικό επεισόδιο, με την επιδεινωμένη υγεία του να τον προδίδει τελικά λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1750. Όπως παραθέτει ένας από τους γιους του, ο κορυφαίος συνθέτης το μόνο που ήθελε ήταν «να απαλλαγεί από την τύφλωση για να εξακολουθεί να υπηρετεί τον Θεό με όλες του τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις».
Παρά τη θέση που καταλαμβάνει σήμερα στο πάνθεο των μεγαλύτερων ευρωπαίων συνθετών, στην εποχή του ο Μπαχ ήταν γνωστότερος ως οργανοπαίκτης και μουσικοδιδάσκαλος παρά ως μουσουργός. Ελάχιστα έργα του μάλιστα είχαν κυκλοφορήσει στη διάρκεια της καριέρας του και ήταν δυο κατοπινοί μουσικοί -που θα ακολουθούσαν τα χνάρια του- που θα τον εγκαθίδρυαν στις μουσικές συνειδήσεις του ευρωπαϊκού κοινού: ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν!
Κι έτσι ο μεγάλος αυτός μαέστρος των μουσικών αισθημάτων, με τις συνθέσεις που προκαλούν αβίαστα διαφορετικά συναισθήματα, ο μουσικός αυτός «παραμυθάς» που χρησιμοποίησε τις μελωδίες για να αφηγηθεί και να υπαινιχθεί γεγονότα και πράξεις, αποκαταστάθηκε στο βάθρο των κορυφαίων συνθετών της ανθρωπότητας.
Η πνευματικότητα και η εσωτερικότητα του έργου του μαρτυρούν τον τρόπο που αντιμετώπιζε τις φοβερές δοκιμασίες που του έθεσε η ζωή, την αφοσίωσή του στον Θεό, την ασταμάτητη εργασία, τη συνεχή διάθεση προσφοράς και την ακούραστη μελέτη, με μοναδικό πάντα στόχο την εξέλιξη της τέχνης του...
Προσωπική ζωή
Από τα ελάχιστα αποσπάσματα που έχουν σωθεί από την προσωπική αλληλογραφία του Μπαχ σκιαγραφείται η προσωπικότητά του και η εκτός μουσικής ζωή του. Ταγμένος οικογενειάρχης και πράος άνθρωπος, ο Μπαχ παντρεύτηκε το 1706 την ξαδέρφη του Maria Barbara, με την οποία απέκτησε εφτά παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν ωστόσο μόνο τα τέσσερα.
Η πρώτη του σύζυγος πέθανε το 1720, όταν ο Μπαχ ταξίδευε στο πλευρό του πρίγκιπα Λεοπόλδου, αφήνοντάς τον σε κατάσταση απελπισίας. Την επόμενη ωστόσο χρονιά θα ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με την αοιδό Anna Magdalena Wülcken, με την οποία θα αποκτήσει άλλα 13 παιδιά.
Παρά το γεγονός ότι έμελλε να χάσει και πάλι τα μισά του τέκνα από τις αρρώστιες που θέριζαν την Ευρώπη (από τα δεκατρία επιβίωσαν μόνο τα εφτά), η περίοδος αυτή θεωρείται η πλέον ευτυχισμένη της ζωής του. Ο συνθέτης μοιράστηκε ξεκάθαρα με τα παιδιά του την αγάπη του για τη μουσική, καθώς δύο από τον πρώτο του γάμο και δύο από τον δεύτερο ακολούθησαν τα βήματά του ως συνθέτες και σολίστ. Ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ μάλιστα έκανε ανεξάρτητη και μεγάλη καριέρα...
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr 

ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

0 Λούντβιχ βαν Μπετόβεν 13 ετών (Ludwig van Beethoven) Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ
https://www.youtube.com/watch?v=_mdyCDpdec4


https://www.youtube.com/watch?v=k_UOuSklNL4


https://www.youtube.com/watch?v=6_y5Q6PDqeI


https://www.youtube.com/watch?v=TVDREzBijRI


https://www.youtube.com/watch?v=tpGSzH0Wlls


https://www.youtube.com/watch?v=jgpJVI3tDbY
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε σε οικογένεια μουσικών στη Βόννη της Γερμανίας. Ο πατέρας του ο Γιόχαν, τενόρος στην τοπική Αυλή και ελαφρώς αλκοολικός, αδιαφόρησε για τη γέννηση του γιου του το 1770 και δεν του έδωσε καμία σημασία, μέχρι που ανακάλυψε ότι το αγοράκι είχε ενστικτώδες μουσικό χάρισμα. Ο Γιόχαν θυμόταν το παράδειγμα της πρώιμης επιτυχίας του Μότσαρτ κι έτσι αποφάσισε ότι και η δική του φήμη μπορούσε να στηριχθεί στους εύθραυστους ώμους του γιου του. Ενώ όμως ο μικρός Λέοπολντ Μότσαρτ ήταν ένας εύθυμος εκμεταλλευτής, ο πιτσιρικάς Γιόχαν Μπετόβεν ήταν ένας σκληρός και βίαιος νταής. Οι γείτονές δεν ξέχασαν ποτέ την εικόνα του μικρού Λούντβιχ να κλαίει πάνω από το πιάνο. Κι όταν δεν έπαιζε πιάνο, μελετούσε Ιστορία της Μουσικής ή μάθαινε βιολί. Λίγες ήταν οι μέρες που ο Λούντβιχ δεν κατέληγε κλειδωμένος στο υπόγειο ή δαρμένος με βούρδουλα. Οι μέθοδοι του πατέρα του Γιόχαν ήταν κτηνώδεις αλλά αποτελεσματικές: από την ηλικία των 10 ετών, ο Λούντβιχ κατείχε εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής θεωρίας και εξαίρετες ικανότητες στον πιάνο. Επειδή όμως δεν είχε πολύ χρόνο για το σχολείο, ήταν φριχτός στην ορθογραφία και κακός στην αριθμητική. Όταν έγινε 11 ετών,

 εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο. Μεγάλοι δάσκαλοι, μικρά μαθήματα Ludwig_van_Beethoven_l Ο Γιόχαν δεν κατάφερε να κάνει το γιο του διάσημο παιδί-θαύμα, αλλά το ταλέντο του Λούντβιχ κέρδισε την προσοχή αριστοκρατών της περιοχής και το 1787 κάποιοι προστάτες των τεχνών τον έστειλαν στη Βιέννη για να μαθητεύσει κοντά στον Μότσαρτ. Ο ντροπαλός 17χρονος γνώρισε τον δάσκαλο, αλλά πριν αρχίσουν τα μαθήματα, έφτασε στη Βιέννη το νέο ότι η μητέρα του Μπετόβεν ήταν βαριά άρρωστη. Ο νεαρός μουσικός έφτασε στο σπίτι του εγκαίρως για να δει τη μητέρα του να πεθαίνει. Δεν επέστρεψε στη Βιέννη: οι δύο νεότεροι αδελφοί του χρειάζονταν φροντίδα κι ο πατέρας τους ήταν εντελώς άχρηστος γι’ αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Γιόχαν Μπετόβεν είχε καταλήξει τόσο αναξιόπιστος στη δουλειά του, που οδηγήθηκε σε πρόωρη σύνταξη και λάμβανε το μισό ποσό, ενώ το άλλο μισό πήγαινε στον Λούντβιχ για να φροντίζει τα αδέλφια του. Μόλις το 1792 κατάφερε ο Μπετόβεν να επιστρέψει στη Βιέννη, όπου, με τη βοήθεια ενός πλούσιου σπόνσορα, έκανε μαθήματα με τον Γιόζεφ Χάιντν. Εδώ όμως απογοητεύτηκε: θεώρησε ότι ο Χάιντν δεν τον εκπαίδευε με τη δέουσα πυγμή, ενώ ο Χάιντν ενοχλήθηκε από την έπαρση του 22χρονου. Όχι ότι ο Μπετόβεν χρειαζόταν πολλή εκπαίδευση. Το 1795 έκανε το ντεμπούτο του με το Δεύτερο κονσέρτο για πιάνο, ενώ το 1800 παίχτηκε η Πρώτη Συμφωνία. Η Βιέννη είχε πια ένα νέο 30χρονο αστέρι. Εξαίσιες συνθέσεις, απαίσιες συνθέσεις Τότε ήταν που οι φίλοι του Μπετόβεν παρατήρησαν ότι απέφευγε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Ο Χάιντν σχολίασε ότι δεν τον επισκεπτόταν καθόλου κι ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του Μπετόβεν παραξενεύτηκε που βρήκε το πιάνο ξεκούρδιστο. Ο Μπετόβεν ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε: είχε χάσει σταδιακά την ακοή του και δεν άκουγε τίποτε απολύτως. Επίσης είχε κι άλλα προβλήματα υγείας, όπως κοιλιακές κράμπες, περιοδική διάρροια και συχνούς πονοκέφαλους. Ήταν τόσο δυστυχισμένος που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το μόνο που τον εμπόδισε ήταν η ένθερμη πίστη στην τέχνη του. Το φθινόπωρο του 1802, ενώ έμενε στην κωμόπολη Χάλιγκενσταντ, περιέγραψε τι τον κράτησε ζωντανό: “Μου φαινόταν αδύνατο να αφήσω τον κόσμο μέχρι να προσφέρω όλα όσα ένιωθα ότι βρίσκονταν μέσα μου”, έγραψε στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, όπως είναι γνωστό το κείμενο, που γράφτηκε ως επιστολή στους αδελφούς του αλλά παρέμεινε κλεισμένο στο γραφείο του για το υπόλοιπο της ζωής του. Ludwig-van-Beethoven-dirigiendo Μετά τη νέα απόφαση, ο Μπετόβεν έσφυζε από ενέργεια και ιδέες. Η Τρίτη, ή “Ηρωική” Συμφωνία ήταν αρχικά αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να εισβάλει στην Αυστρία. Ήταν τόσο επαναστατική που η ορχήστρα συχνά διέκοπτε τις πρόβες από τη σύγχυση, ενώ οι κριτικοί έβρισκαν το έργο “παραξένο”. Το κοινό επίσης διαμαρτυρόταν για τη διάρκεια του έργου. Η “παραξενιά” του Μπετόβεν δεν περιοριζόταν στις μουσικές του εκκεντρικότητες. Συνέθετε καλύτερα ενώ περπατούσε κι έτσι έγινε γνωστός στην πόλη ως κάποιος που έπαιρνε τους δρόμους, κουνώντας τα χέρια και βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές περίεργων παιδιών που τον ακολουθούσαν. Ποτέ δεν έμεινε πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Στη Βιέννη μετακόμισε τουλάχιστον σε σαράντα διαμερίσματα και κάποτε συντηρούσε ταυτόχρονα τέσσερα σπίτια. Ήταν και ακατάστατος: ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του το 1809 τον βρήκε να ζει στο “πιο βρόμικο, πιο ακατάστατο μέρος που μπορεί να φανταστεί κανείς”. Πάνω στις καρέκλες βρίσκονταν πιάτα με αποφάγια και πεταμένα ρούχα. Το πιάνο και το γραφείο δίπλα του ήταν γεμάτα με μισοτελειωμένες παρτιτούρες. Και κάτω από το πιάνο βρισκόταν ένα γεμάτο δοχείο νυχτός. Ούτε εμφανισιακά ήταν ελκυστικός. Τα ρούχα του ήταν τόσο σχισμένα και βρόμικα που οι φίλοι του, αηδιασμένοι, πότε πότε του αγόραζαν καινούρια. Μελαχρινός στα νιάτα του, τώρα είχε γίνει κάτωχρος απ’ την αρρώστια. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυριά και τα γκρίζα μαλλιά του όρθια. Αντονί Μπρεντάνο Αντονί Μπρεντάνο Δεν είναι καθόλου απορίας άξιο που τα μέλη του ωραίου φύλου δεν ανταπέδιδαν το ένθερμο ενδιαφέρον του. Ο Μπετόβεν είχε την κακή συνήθεια να ερωτεύεται μη διαθέσιμες γυναίκες, συνήθως ανώτερης τάξης και κατά κανόνα παντρεμένες. Ο μεγαλύτερος έρωτάς του έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, αφού τον γνωρίζουμε χάρη σ’ ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε, απευθυνόμενο στην “Αθάνατη αγαπημένη”. Η ταυτότητά της αμφισβητείται, αλλά σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν η Αντονί Μπρεντάνο, σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη. Ντελικάτη και κομψή, η Αντολί λάτρευε τον Μπετόβεν. “Περπατά σαν θεός εν μέσω θνητούς,” έγραφε. Αλλά παρέμενε πιστή στον άντρα της. Η όποια οδύνη του Μπετόβεν μετριαζόταν ίσως από τη σκέψη ότι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας είναι κάτι πιο ρομαντικό από μία σύζυγο που τον υποχρέωνε να βάζει τα άπλυτα στο καλάθι. Τελευταίες συμφωνίες και ασυμφωνίες Όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Κασπάρ, έπαθε φυματίωση, ο συνθέτης αποφάσισε να πάρει την κηδεμονία του γιου του, Καρλ, ο οποίος έφτασε στην ενηλικίωση με συναισθηματικά τραύματα. Ο Μπετόβεν δεν τον άφηνε στιγμή και, όταν ο Καρλ ανακοίνωσε ότι θα γινόταν στρατιωτικός, ο κηδεμόνας του ξέσπασε σε τέτοιες άγριες κρίσεις που ο σπιτονοικοκύρης του αναγκάστηκε να τους διώξει. Ο συνθέτης τον ήθελε μουσικό. Το 1826, ο Καρλ δεν άντεξε κι αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Κι όμως γλίτωσε. Η μία σφαίρα αστόχησε και η άλλη μπήκε στο κρανίο χωρίς να πειράξει τον εγκέφαλο. Ο Καρλ βγήκε από το νοσοκομείο αποφασισμένος να τραβήξει το δρόμο του και μπήκε αμέσως στο στρατό. Οι φίλοι του Μπετόβεν τον έβλεπαν να καταρρέει. Υπήρξε μια ανακωχή, όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Γιόχαν, τους κάλεσε να μείνουν στο εξοχικό του μέχρι να αρχίσει η υπηρεσία του καρλ. Όταν μπήκε το φθινόπωρο, ο Γιόχαν ζήτησε από τον αδελφό και τον ανιψιό του να φύγουν από το σπίτι. Οι δύο άνδρες ταξίδεψαν σε ανοιχτή άμαξα και κοιμήθηκαν σ’ ένα πανδοχείο χωρίς θέρμανση, παρ’ όλο το δριμύ κρύο. beethoven460x276 Όταν πια ο Μπετόβεν έφτασε στη Βιέννη, ψηνόταν απ’ τον πυρετό και είχε πνευμονία. Ποτέ δεν ανάρρωσε, απλώς συνέχισε να μαραίνεται για σχεδόν τρεις μήνες. Το τι συνέβη κατόπιν είναι ασαφές. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο συνθέτης βρισκόταν σε κώμα για 48 ώρες όταν, στις 26 Μαρτίου 1827, εν μέσω άγριας καταιγίδας, ξαφνικά άνοιξε τα μάτια, ενώ μια αστραπή φώτιζε το δωμάτιο. Ύψωσε το δεξί χέρι, έκανε γροθιά και έπεσε νεκρός. Πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι συνόδευσαν το φέρετρό του. Ο Μπετόβεν έγινε είδωλο για την επόμενη γενιά ρομαντικών συνθετών, που επικροτούσαν, όχι μόνο την έντονη κι εκφραστική μουσική του, αλλά και την άρνηση του να συμμορφωθεί με τις τάσεις της εποχής. Σήμερα τα θέματα και τα μοτίβα του αναγνωρίζονται αμέσως. ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ»....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/

Αν και η μουσική του βιρτουόζου της κλασσικής μουσικής είναι γνωστή στους περισσότερους από εμάς, υπάρχουν πράγματα σχετικά με τη ζωή του που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό
Με αφορμή την επέτειο συμπλήρωσης 245 ετών από την βάπτιση του Λούντιχ βαν Μπετόβεν, η Google τίμησε τον σπουδαίο συνθέτη με ένα έξυπνο doodle, που προσκαλεί τους χρήστες να συναρμολογήσουν ένα... μουσικό παζλ ώστε να ακούσουν τις πρώτες νότες από τη μεγαλειώδη 9η Συμφωνία του.
Αν και η μουσική του βιρτουόζου της κλασσικής μουσικής είναι γνωστή στους περισσότερους από εμάς, υπάρχουν πράγματα σχετικά με τη ζωή του που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό. Δείτε παρακάτω μερικά από αυτά, που ίσως σας εκπλήξουν.
1. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πότε είναι τα γενέθλιά του
Δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή της γέννησης του Μπετόβεν στην ενορία όπου άνηκε. Η 17η Δεκεμβρίου 1770 είναι η μέρα που βαπτίστηκε, η οποία έχει καθιερωθεί να γιορτάζεται ως επέτειος της γέννησής του ανά τον κόσμο, ωστόσο οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ήρθε στον κόσμο αρκετές μέρες νωρίτερα.
2. Ποτέ δεν έγινε γνωστός ο λόγος που έχασε την ακοή του
Ο Μπετόβεν άρχισε να χάνει την ακοή του από τα 26 του χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του είχε γίνει πλέον τελείως κουφός. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά ποια πάθηση οδήγησε τον συνθέτη στην κώφωση, όμως έχει γίνει γνωστό ότι υπέφερε από σοβαρής μορφής εμβοές, δηλαδή «κουδούνισμα» στα αφτιά.
3. Ήταν ήδη κωφός όταν συνέθεσε μερικά από τα πιο γνωστά του έργα
Το 1811, αποφάσισε να σταματήσει να διευθύνει ορχήστρες και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σύνθεση. Παρόλο που ένιωθε αποκομμένος από την κοινωνία εξαιτίας της κώφωσής του, η οποία όπως έλεγε «τον στοίχειωνε παντού σαν φάντασμα», έγραψε μερικές από τις πιο γνωστές του συμφωνίες χωρίς να έχει την ακοή του.
4. Συνέθεσε τον ύμνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η μελωδία που χρησιμοποιείται για να συμβολίζει την ΕΕ προέρχεται από την Ενάτη Συμφωνία που συνέθεσε ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν το 1823, όταν μελοποίησε τους στίχους του Φρίντριχ Σίλερ «Ωδή στη Χαρά», που είχαν εκδοθεί το 1785.
Το 1972, η Ωδή στη Χαρά του Μπετόβεν έγινε ο ύμνος του Συμβουλίου της Ευρώπης, και το 1985 αναγνωρίστηκε από τους ηγέτες της ΕΕ ως ο ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Ήταν άτυχος στον έρωτα
Η προσωπική ζωή του Μπετόβεν ήταν γεμάτη απογοητεύσεις. Ο πρώτος έρωτας του συνθέτη ήταν μια νεαρή Κόμισσα με την οποία γνωρίστηκε το 1801. Ωστόσο, δεν στάθηκε δυνατό να την παντρευτεί επειδή δεν άνηκε στην τάξη των ευγενών.
Λίγα χρόνια αργότερα, γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ζοζεφίν Μπρούνσγουικ, στην οποία παρέδιδε μαθήματα πιάνου το 1799. Αργότερα, εκείνη παντρεύτηκε έναν Κόμη, ο οποίος πέθανε το 1804. Ωστόσο, ούτε και τότε μπορούσε να παντρευτεί τον καταξιωμένο συνθέτη, αφού θα κινδύνευε να χάσει την κηδεμονία των παιδιών της, που άνηκαν στην αριστοκρατία.
Αυτή η γυναίκα πιστεύεται ότι ήταν και η παραλήπτρια των 15 φλογερών ερωτικών γραμμάτων που έγραψε ο Μπετόβεν κατά τη διάρκεια της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης επιστολής στην «Αθάνατη Αγαπημένη» του, την οποία έγραψε το 1812.