Σε προηγούμενο ἄρθρο μας μιλήσαμε γιά
τά θέλγητρα τῶν Ἀθηνῶν, τή γλύκα τῆς ἀθηναϊκῆς νύχτας, τά ἐξαίσια
χρώματα τοῦ δειλινοῦ, ὅταν εἰδικά ὁ Ὑμηττός παίρνει ἐκεῖνο τό μή
ζωγραφιζόμενο μενεξεδένιο χρῶμα. Μιλήσαμε γιά τούς ἀρχαίους Ἀθηναίους
πού ἔδωσαν στόν ἑαυτό τους πρῶτα, καί σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα
ἀκολούθως, ἄν ὄχι τό ἰδανικώτερο, τουλάχιστον τό ἀξιοπρεπέστερο
πολίτευμα. «Δοῦλος εἶναι ἐκεῖνος πού δέν μπορεῖ νά πεῖ τή σκέψη του»,
γράφει κάπου ὁ Εὐριπίδης.
Κι ἐκεῖνο τό φαινομενικά ἀσήμαντο, καί τό ὁποῖο ἔφθασε ὡς παροιμιακός λόγος σ’ ἐμᾶς, τό «Τίς ἀγορεύειν βούλεται;» πού φώναζαν οἱ κήρυκες στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, δέν ἦταν ἕνα ἁπλό δικαίωμα «ἰσηγορίας»
(ὅρος τοῦ Ἡροδότου), ἦταν ἡ πεμπτουσία τῆς δημοκρατίας. Ἡ «ἰσηγορία»
δίδαξε τούς Ἀθηναίους νά σκέπτονται ὑπεύθυνα. Καί γι’ αὐτό κάθε ἄρχοντας
μετά τό τέλος τῆς ἀρχῆς του, πού ἦταν ἐνιαύσια, ἦταν ὑποχρεωμένος νά
λογοδοτήσει: «Διδόναι εὔθυνα».
Ἀλλ’ ἡ ἄσκηση εὐθύνης προαπαιτεῖ τήν
προαγωγή τοῦ Νοῦ. Ὁ νοῦς, ὡς κυρίαρχο στοιχεῖο κάθε ἐκφράσεως ζωῆς,
εἶναι αὐτό πού διαφοροποιεῖ τόν Ἕλληνα ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς Ἀνατολῆς. «Ὅλα ἦσαν χαώδη, ὥσπου σπίθισε ὁ νοῦς κι ἔβαλε τάξη στά πάντα», λέει ὁ Ἀναξαγόρας, ὁ καί «Νοῦς» ἀποκαλούμενος. Ἔτσι, μπόρεσαν οἱ Ἀθηναῖοι νά δημιουργήσουν κάτι ἐντελῶς νέο καί πρωτόφαντο. «Ἦταν οἱ πρῶτοι Δυτικοί, οἱ δημιουργοί μιᾶς νέας νοοτροπίας πού εἶναι σήμερα δική μας», ἔγραψε πρό πολλῶν δεκαετιῶν μιά διακεκριμένη Ἀμερικανίδα φιλόλογος, ἡ Edith Hamilton στό βιβλίο της «Ἀθάνατη Ἑλλάδα».
Ἡ ἴδια συγγραφεύς, κάνοντας μιά σύγκριση ἀνάμεσα στούς Αἰγυπτίους καί στούς Ἕλληνες, γράφει πώς οἱ πρῶτοι ἔκαναν πολιτισμό θανάτου, ἐνῶ οἱ δεύτεροι πολιτισμό ζωῆς, παρ’ ὅλο πού κατοικοῦσαν σέ μιά κακοτράχαλη γῆ. Τί μπορεῖ νά βρεῖ στούς πολιτισμούς τῶν λαῶν αὐτῶν ὁ ἐρευνητής; «Στήν Αἴγυπτο: ἕνα μνῆμα! Στήν Ἑλλάδα: ἕνα θέατρο»!
Τό θέατρο ἦταν, εἰδικά γιά τούς Ἀθηναίους, ὄχι μόνο χῶρος ψυχαγωγίας
ἀλλά καί χῶρος διδασκαλίας. Ἄλλωστε, «διδασκαλία» λεγόταν τό στήσιμο τῶν
τραγωδιῶν. Ὅλα αὐτά, ἀκόμη καί τά παιχνίδια (οἱ Ἀθηναῖοι ἦσαν οἱ πιό
«παιχνιδιάρηδες» ἄνθρωποι τῆς ἱστορίας) ἀνέβαζαν τόπνεῦμα καί προωθοῦσαν
τή δημοκρατία.
Ὅταν εἶχα τή χαρά νά διδάσκω Ἑλληνόπουλα παλιά (κι ὄχι κακέκτυπα Ἑλληνοπαίδων), τούς τόνιζα ἐμφαντικά ὅτι ἡ δημοκρατία εἶναι γνώση· καί κάτι περισσότερο: ἐπίγνωση.
Ἄν, λοιπόν, τό πολίτευμα τῆς δημοκρατίας γεννήθηκε καί εὐδοκίμησε μόνον
στήν ἀρχαία Ἀθήνα, τοῦτο δέν ὀφείλεται σέ γεωγραφικούς καί
κλιματολογικούς ὅρους, ὅπως ἔγραφε ὁ Μοντεσκιέ, ὀφείλεται στό γεγονός
ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν μέση μόρφωση ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλον λαό τῆς ἐποχῆς
τους.
Καί ἡ μόρφωσή τους δέν ἦταν μόνον πνευματική, ἦταν καί αἰσθητική.
Γι’ αὐτό ἔφεραν στό παγκόσμιο πνευματικό καί καλλιτεχνικό στερέωμα ἕνα
νέο ἀστραποβόλημα, ἕνα ρίγος καινούργιο. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἐξακολουθοῦν
νά εἶναι οἱ πάντα νέοι της ἱστορίας, οἱ «αἰώνιοι ἔφηβοι», κατά τόν
Μάρξ, «οἱ ἀεί παῖδες», καθώς εἶπε ὁ Αἰγύπτιος ἱερέας στόν Σόλωνα, κατά τή μαρτυρία τοῦ Πλάτωνος.
Ἀπ’
ὅλους αὐτούς τούς ὑπέροχους ἀνθρώπους, πού ἔκαναν τήν Ἀθήνα ὄχι μόνον
τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί τῆς οἰκουμένης «παίδευσιν», πόσους γνωρίζουμε ἐμεῖς
σήμερα;
Οἱ ἀναγνῶστες θά ἔχουν ἀκούσει συχνά τή
φράση: οἱ ἄνθρωποι γράφουν τήν ἱστορία. Φρικτή πλάνη! Ἡ ἱστορία γράφει
τούς ἀνθρώπους. Διερωτῶμαι: χωρίς τόν Ἡρόδοτο, τί θά ξέραμε γιά τόν
Μιλτιάδη, τόν Θεμιστοκλῆ, τόν Ἀριστείδη; Χωρίς τόν Θουκυδίδη, τί θά
ξέραμε γιά τόν Περικλῆ, τόν Κλέωνα, τόν Βρασίδα, τόν Ἀλκιβιάδη; Ἀλλ’
ἐπειδή ἡ ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν εἶναι τόσο ἀπέραντη καί τρικυμιώδης ὅσο καί ὁ
εὐφημιστικά λεγόμενος Εἰρηνικός ὠκεανός, μοιραῖα ὁ ἱστορικός –παλαιός ἤ
νέος, ἀδιάφορα– εἶναι ὑποχρεωμένος νά γίνεται ἐκλεκτικός, ἐπιλεκτικός.
Κι αὐτό μπορεῖ νά συνιστᾶ ἀδικία. Νά ἀγνοοῦνται μορφές πού συνέβαλαν
στήν ἀνάπτυξη τοῦ χώρου αὐτοῦ καί τή δόξα νά μονοπωλοῦν κάποιοι τυχεροί,
ἐπειδή ἔτυχε νά πέσουν πάνω τους οἱ προβολεῖς ἑνός ἱστορικοῦ. Ἔτσι, ἐνῶ
δοξάζεται –καί δικαίως– ὁ Περικλῆς, ἀγνοεῖται ὁ Κλεισθένης πού
θεμελίωσε τή δημοκρατία. Μά πιό πολύ ἀγνοεῖται ὁ Ἐφιάλτης, ὁ γυιός τοῦ
Σοφωνίδη, πού ἔστρωσε τόν δρόμο γιά τόν Περικλῆ καί ὁ ὁποῖος –ποτέ ἡ
συνωμοσία δέν ἀπουσιάζει ἀπό τήν ἱστορία– ἔπεσε θύμα δολοφονίας. Κάποτε,
ὅμως οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες πρέπει νά τιμηθοῦν πρεπόντως ἀπό τόν Δῆμο
Ἀθηναίων.
Σαράντος Καργάκος – Ἐφημερὶς Ἑστία,