Σωκρατική Ειρωνεία
"Ειρωνεία", λέει ο Quintilianus, είναι το σχήμα εκείνο του λόγου
"που πρέπει να εννοηθεί το αντίθετο απ' αυτό που λέγεται". Η
διατύπωση του αυτή, έχει αντέξει στον χρόνο. Έχει περάσει αναλλοίωτη στο λεξικό
του Dr. Johnson και επιζεί, άθικτη σχεδόν, στα δικά μας: "Ειρωνεία
είναι η χρήση της λέξεως για να εκφράσουμε το αντίθετο της". Να ένα
παράδειγμα, όσο πιο απλό και κοινότοπο μπορώ να το κάνω: ένας Βρετανός
επισκέπτης καταφθάνει αεροπορικώς στο Los Angeles μέσα σε καταιγίδα
και ακούγεται να λέει: "Τι ωραίο καιρό που έχετε εδώ!". Ο καιρός έχει
τα χάλια του, αυτός τον αποκαλεί "ωραίο", και χωρίς δυσκολία καθιστά
αντιληπτό ότι εννοεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό που λέει. Για ποιο λόγο όμως
να θέλουμε να διαστρέψουμε τις λέξεις, να τις κάνουμε να σημαίνουν κάτι τόσο
διαφορετικό από την "κυριολεκτική", "καθιερωμένη",
"κοινά αντιληπτή" σημασία τους; Πρώτα απ' όλα, από διάθεση
χιούμορ. Δεύτερον, για χλευασμό. Και τρίτον, και για τα δύο μαζί. Η Mae
West έδωσε την εξής εξήγηση γιατί αρνήθηκε την εκ μέρους του προέδρου Gerald
Ford πρόσκληση σ' ένα επίσημο δείπνο στον Λευκό Οίκο: "Είναι
φοβερά μακριά να πάει κανείς για ένα μόνον γεύμα".
Ο αστεϊσμός γίνεται εις
βάρος κάποιου, αποτελεί μια ταπείνωση που καθίσταται κοινωνικά αποδεκτή με το
να διανθίζεται μ' ένα μειδίαμα. Μία τέταρτη δυνατή χρήση της ειρωνείας έχει
προσεχθεί τόσο λίγο, ώστε να μην υπάρχει ξεχωριστή μνεία για αυτήν. Ας την
καταδείξω με ένα παράδειγμα: Ο Παύλος, ένας καλός μαθητής, σήμερα δεν τα
πάει καλά στο μάθημα. Κομπιάζει στην εξέταση, εξοργίζοντας έτσι τον καθηγητή
του, ο οποίος αναφωνεί: "Τι να σου πω Παύλο, σήμερα είσαι
σπουδαίος!". Ο Παύλος όμως εκείνη την στιγμή, νιώθει να τον καταπίνει το
σκοτάδι. Για ποιο λόγο όμως; Τι του έκανε και ένιωσε τόσο άσχημα; Υπήρξε
ασύνδετος, ανοργάνωτος, ασαφής, απρόσεκτος στην διατύπωση του, αντιγραμματικός,
ασύντακτος, απαρασκεύαστος, απληροφόρητος, συγκεχυμένος, ασυνεπής ή ασυνάρτητος; Ποια
ήταν η κατηγορία; Τίποτε δεν ειπώθηκε, κατ' ουσίαν. Απλώς του παραδόθηκε
ένα διαισθητικό αίνιγμα και αφέθηκε μόνος του να το λύσει. Αυτό το είδος
ειρωνείας, που είναι και το πιο σπάνιο, είναι πάντα και το πιο παρεξηγήσιμο,
αφού λειτουργεί ως διαισθητικό αίνιγμα, και δεν είναι λίγες οι φορές που δεν
γίνεται αντιληπτό. Αν ο Παύλος, ήταν σε ανόητο βαθμό ματαιόδοξος και
αξιοθρήνητα ελλιπής σε αυτόκριτική, κάλλιστα θα πιανόταν από την εν λόγω
παρατήρηση για να κοκορευτεί, θεωρώντας ότι όντως έκανε κάτι σπουδαίο. Αν
συνέβαινε αυτό, τότε θα μιλάγαμε για παρανόηση της πρόθεσης του ομιλητή
(ειρωνευτή), αφού η ειρωνεία έγινε, όπως όλες οι επικοινωνιακές εκφράσεις, με
σκοπό την κατανόηση της. Δεν είναι σκοπός της ειρωνείας, σε καμία της έκφανση,
να εξαπατήσει. Αυτό ωστόσο, αποτελεί αντίφαση εξ ορισμού: στον βαθμό που
πραγματοποιείται η πρώτη, δεν μπορεί να ισχύει και η δεύτερη. Με άλλα λόγια,
αφού δεν ήθελε να εξαπατήσει ο ομιλητής, τότε γιατί να χρησιμοποιήσει ενα σχήμα
του λόγου αντίθετο (ειρωνεία) από αυτό που ήθελε πραγματικά να πει;
Αν επιστρέψουμε
τώρα στους αρχαίους Έλληνες, θα ανακαλύψουμε με έκπληξη, πως η πρόθεση για
εξαπάτηση που ξενίζει τόσο πολύ στις δικές μας ειρωνείες, είναι για αυτούς
φυσιολογική. Ο Αριστοφάνης, στους "Σφήκες" 174, το "ως
ειρωνικώς", αναφέρεται σε ψέμμα του Φιλοκλέων. Στους "Όρνιθες"
1211, το χρησιμοποιεί στην Ίριδα που λέει ψέμματα. Στις "Νεφέλες"
449, η λέξη "είρων", χρησιμοποιείται για να πει
"κατεργάρης". Ο Δημοσθένης, την χρησιμοποιεί την λέξη για αυτούς που
παραποιούν την αλήθεια. Ο Πλάτωνας, απευθύνεται με αυτήν, στους Νόμους, στους
αιρετικούς που τους αξίζουν ποινές καθώς και στους υποκριτές. Στον Σοφιστή, ο
Πλάτωνας πάλι, ονοματίζει την σωκρατική διαλεκτική, ως το ανώτατο επίπεδο της
σοφιστικής και την εντάσσει στο "ειρωνικόν" είδος της τέχνης. Δεν
απευθύνεται, ο Πλάτωνας, ωστόσο στον Σωκράτη ως "είρωνας", αλλά στους
κατ' εξοχήν αντιπάλους του, τους Σοφιστές-τους οποίους θεωρεί απατεώνες. Ο
Θεόφραστος έχει μία παρόμοια εικόνα για τον "είρωνα": τον ορίζει
ως μοχθηρό, ενώ ο δάσκαλος του, ο Αριστοτέλης, τον αντιπαραβάλλει με το
αντίθετο του, τον "αλαζόνα", και τον βρίσκει ασυγκρίτως προτιμότερο.
Να τώρα πως βλέπει
τον Σωκράτη ο Θρασύμμαχος στην περίφημη εκείνη περικοπή της Πολιτείας 377Α,
όπου αναφέρεται στην συνηθισμένη ειρωνεία του Σωκράτη:
"Μα τον
Ηρακλή!", είπε, "Τούτη είναι η συνηθισμένη προσποίηση (ειρωνεία) του
Σωκράτη! Είχα προειπεί σε τούτους εδώ τους ανθρώπους, ότι θα αρνιόσουν ν'
απαντήσεις, ότι θα προσποιόσουν (ειρωνεύσοιο) και ότι θα έκανες ό,τιδήποτε
άλλο, από το να απαντήσεις, αν κάποιος έθετε το ερώτημα σε σένα."
Ο Θρασύμμαχος
κατηγορεί ευθέως τον Σωκράτη ότι ψεύδεται, όταν λέει ότι δεν κατέχει τις
απαντήσεις των ερωτημάτων που θέτει στους άλλους: "Ασφαλώς και τις
έχει", διαμαρτύρεται ο Θρασύμμαχος, "αλλά καμώνεται ότι δεν τις έχει,
για να τις κρατήσει συγκαλυμένες, έτσι ώστε να έχει ελεύθερο πεδίο να εφορμήσει
στις δικές μας και να τις κομματιάσει, ενώ οι δικές του είναι προστατευμένες από
κάθε επίθεση". Άρα, δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να μεταφράσουμε
εδώ την λέξη "ειρωνείαν", ως "ειρωνεία" (irony), διότι σε
αυτήν την περίπτωση η σωστή μετάφραση θα ήταν ότι το ψεύδος αποτελεί την
καθιερωμένη μορφή ειρωνείας.
Μπορούμε να
βγάλουμε νόημα από αυτήν την κατάσταση; Στην συντριπτική πλειοψηφία των
αττικών χωρίων, συναντάμε την ειρωνεία με την έννοια του ψεύδους, οι ορισμοί
που μας δίνονται ωστόσο από την ίδια περίοδο, ταιριάζουν απόλυτα με τον ορισμό
της ειρωνείας από τον Quintilianus, που ισχύει μέχρι και σήμερα. Είναι
αυτό το γλωσσικό φαινόμενο κατανοητό; Απολύτως, αν αναλογιστούμε την
συμπεριφορά της λέξης "προσποιούμαι". Το να πούμε πχ, ότι ένας
ψέυτο-ασθενής προσποιείται ότι είναι άρρωστος, ή ένας μαφιόζος προσποιείται ότι
δεν έχει σχέσεις με την μαφία, σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι εξαπατούν
λέγοντας ψέμματα. Υπάρχουν όμως συμφράσεις, που η λέξη "προσποίηση",
ξεφεύγει από το ψέμμα, όπως πχ όταν λέμε ότι τα παιδιά που παίζουν χαρτιά,
προσποιούνται ότι οι μάρκες τους είναι χρήματα (τις αποκαλούν pretend-money) ή
ότι οι κούκλες τους είναι άρρωστες, ή ότι πεθαίνουν κ.ο.κ. Με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μαφιόζος στο παραπάνω παράδειγμα
"προσποιείται" ότι η πέτρα στο δαχτυλίδι είναι διαμάντι, όταν το
προσφέρει στην κόρη του, πράγμα ολωσδιόλου διαφορετικό από την προσποίηση του
ότι είναι διαμάντι όταν πάει να το πουλήσει σε ανθρώπους που προσπαθεί να
εξαπατήσει. Το γεγονός, ότι η δεύτερη σημασία είναι και η πιο συνηθισμένη (και
από λογική άποψη, η πρωταρχική), δεν εμποδίζει την ύπαρξη μιας δευτερεύουσας
σημασίας της λέξης, διάφορης από την εσκεμμένη εξαπάτηση, βασισμένη πάνω στην
"εκούσια άρση της δυσπιστίας", μέσω της οποίας εισερχόμαστε στον
κόσμο της φαντασίας, της τέχνης και του παιχνιδιού. Αυτή είναι η σημασία του
"προσποιούμαι", που θα επικαλεστούμε για να διασηφηνίσουμε την
περίφημη "Σωκρατική Ειρωνεία" και που ταιριάζει περισσότερο στον
χαρακτήρα του Σωκράτη, όπως αυτός παρουσιάζεται μέσα από τα διασωθέντα αρχαία
κείμενα.
Όταν ο Σωκράτης,
ερωτάται, στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, ποια είναι η τέχνη του, εκείνη για την
οποία είναι ιδιαίτερα περήφανος, απαντάει ότι είναι η τέχνη του προαγωγού
(μαστρωπός). Όταν ο Σωκράτης προκαλείται να λάβει μέρος σε έναν
διαγωνισμό καλλονής με τον ωραίο Κριτόβουλο, υποστηρίζει την υπεροχή της ομορφιάς
των δικών του άσχημων χαρακτηριστικών-της σιμής του μύτης, των υπερμεγέθων
φουσκωτών ρουθουνιών του κτλ-με το επιχείρημα, ότι το χρήσιμο, είναι ωραίο.
Εδώ, συναντάμε μία ιδιάζουσα ειρωνεία, που παρόμοια δεν έχει συναντηθεί ποτέ
ξανά, μία ειρωνεία που δεν συμβαδίζει με τα παραδείγματα των παραπάνω ειρωνειών
που παραθέσαμε. Ενώ το τέταρτο είδος ειρωνείας, που ορίσαμε ότι χρησιμοποιεί ο
Σωκράτης, παρουσιάζει μία σαφή νύξη-και για αυτό θα την διαχωρίσουμε,
ονομάζοντας την "απλή ειρωνεία"-εδώ συναντάμε μία "σύνθετη
ειρωνεία". Στην "απλή ειρωνεία", εννοείται, το ακριβώς αντίθετο
από αυτό που λέγεται. Στην σύνθετη ειρωνεία, εννοείται και δεν εννοείται αυτό
που λέγεται. Έτσι, όταν ο Σωκράτης λέει ότι είναι "προαγωγός", δεν το
εννοεί κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά. Με άλλα λόγια, δεν χρησιμοποιεί τη λέξη
"προαγωγός", με την κοινή, χυδαία σημασία της, αλλά με μία άλλη, που
της δίνει ad hoc, κάνοντας την να δηλώνει κάποιον "ο οποίος κάνει
αυτόν που προάγεται θελκτικό σε αυτούς που πρόκειται να συναναστραφεί". Ο Σωκράτης,
έτσι όπως μας τον παρουσιάζει ο Ξενοφώντας στο συμπόσιο, μπορεί να ισχυριστεί
ότι κάνει ακριβώς αυτό. Επίσης, όταν λέει ότι η πλακουτσωτή, πιεσμένη μύτη του,
τα προεξέχοντα μάτια του και τα μεγάλα φουσκωτά ρουθούνια του είναι ωραία, δεν
εννοεί, αλλά ταυτόχρονα εννοεί, αυτό που λέει. Με την συνηθισμένη σημασία της
λέξης, θα ήταν ο πρώτος που θα αρνιόταν ότι είναι ωραία. Αν όμως το
"ωραίο", το ορίσουμε με την έννοια "καλά καμωμένο για την
συγκεκριμένη λειτουργία" (χρήσιμο), τότε θα μας έκανε να αντιληφθούμε ότι
τα χαρακτηριστικά του είναι όντως "ωραία", αφού τα δικά του πεταχτά
μάτια μπορούν να βλέπουν καλύτερα από ότι τα βαθουλωτά των μοντέλων, η φαρδιά
πλακουτσωτή μύτη του είναι καλύτερος αεραγωγός από εκείνη του κοινά
θαυμαζόμενου προφίλ κ.ο.κ. Η σύνθετη αυτή ειρωνεία, είναι και ο τρόπος
διδασκαλίας του Σωκράτη, αφού σε αντιδιαστολλή με την απλή ειρωνεία, η σύνθετη
μεταβιβάζει γνώση με την μορφή μηνύματος. Είναι γνωστή, στους πλατωνικούς
διαλόγους, η άρνηση του Σωκράτη ότι γνωρίζει κάτι ή ότι διδάσκει, όποτε τον
ρωτάνε. Και τα δύο αυτά ωστόσο, μόνον μεσω της σύνθετης ειρωνείας μπορούν να
γίνουν κατανοητά. Όταν ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι δεν έχει γνώση, και εννοεί
αλλά και δεν εννοεί αυτό που λέει. Αφενώς μεν, θέλει να διαβεβαιώσει τους
ακροατές του ότι στην περιοχή της ηθικής δεν υφίσταται ούτε μία απόφανση, με
την έννοια της "γνώσης", που να παρέχει απόλυτη βεβαιότητα δηλαδή,
και αφετέρου, ότι στην περιοχή της ηθικής, μπορούν να υπάρξουν πολλές
αποφάνσεις με την μορφή της δικαιολογημένης αληθής πεποίθησης. Αντιστοίχως και
στην περίπτωση της λέξης "διδασκαλία": με την συμβατική έννοια,
της μεταβίβασης γνώσης από τον δάσκαλο στον μαθητή, ο Σωκράτης δεν ασκεί
διδασκαλία, ενώ ταυτόχρονα ασκεί, άλλου είδους ωστόσο, μέσω της εμπλοκής των
επίδοξων μαθητών στην διαλεκτική ελεγκτική επιχειρηματολογία ώστε να
συνειδητοποιούν οι ίδιοι την δική τους άγνοια και να παρακινηθούν από
μόνοι τους να βρουν την αλήθεια.
Η
σωκρατική
ειρωνεία είναι μοναδική κατά το ότι παίζει
τούτο το παιχνίδι με αντικείμενα πολύ σπουδαιότερα απ' ό,τι - και ο
Σωκράτης παίζει με αυτά όπως δεν έπαιξε κανείς άλλος στη παγκόσμια
ιστορία. Αυτό που λέει ο Σωκράτης, στην ουσία, με το "παιχνίδι" του,
είναι ότι η γνώση μέσω της
οποίας εκείνος κι εμείς πρέπει να ζήσουμε δεν είναι διαφορετική από
ό,τιδήποτε έχει κανείς αντιληφθεί ή έχει φανταστεί ότι θα μπορούσε να
είναι η
ηθική γνώση.
Οι Δέκα διαφορές μεταξύ του πρώιμου και του ώριμου πλατωνικού Σωκράτη
Α: πρώιμος
πλατωνικός Σωκράτης
Β: ώριμος πλατωνικός Σωκράτης
1.
Α) Ο Σωκράτης είναι
αποκλειστικά και μόνον ηθικός φιλόσοφος.
Β) Ο Σωκράτης είναι ηθικός φιλόσοφος, μεταφυσικός, γνωσιολόγος, φιλόσοφος των
επιστημών, της θρησκείας, της γλώσσας κτλ.
2.
Α) Ο Σωκράτης δεν
κατέχει καμία μεταφυσική θεωρία περί Ειδών και Ψυχών.
Β) Ο Σωκράτης διαθέτει μία μεγαλεπίβολη μεταφυσική θεωρία των
"χωριστών" Ειδών και μιας αποχωρίσιμης ψυχής, η οποία μαθαίνει μέσω
της "ανάμνησης" τμήματα του προγεννετικού αποθέματος γνώσεων.
3.
Α) Ο Σωκράτης, ενώ
επιζητεί διαλεκτικά-ελεγκτικά την γνώση, επιμένει να αρνείται ότι ο ίδιος την
κατέχει.
Β) Ο Σωκράτης, επιζητεί αποδεικτική γνώση και είναι πεπεισμένος ότι την
βρίσκει.
4.
Α) Ο Σωκράτης, δεν
γνωρίζει τίποτα για τον τριμερή διαχωρισμό της ψυχής που μάλιστα, υπονομεύει το
δόγμα του περί αδυνατότητας της "ακρασίας".
Β) Ο Σωκράτης, παρουσιάζει ένα περίπλοκο, τριμερές πρότυπο για την ψυχή και τις
λειτουργίες της.
5.
Α) Ο Σωκράτης, δεν
έχει καμία γνώση μαθηματικών.
Β) Ο Σωκράτης, είναι κάτοχος της μαθηματικής επιστήμης της εποχής του.
6.
Α) Η άποψη του
Σωκράτη για την φιλοσοφία, είναι φιλολαϊκή.
Β) Η άποψη του Σωκράτη για την φιλοσοφία, είναι ελιτιστική.
7.
Α) Ο Σωκράτης,
επικρίνει την Αθηναϊκή Δημοκρατία και την πολιτική ζωή των Αθηναίων, δίχως όμως
να αποκαλύπτει τις δικές του πολιτικές πεποιθήσεις και προτιμήσεις ως προς τα
πολιτεύματα.
Β) Ο Σωκράτης, παρουσιάζει μία περίπλοκη και λεπτομερή πολιτική θεωρία, σύμφωνα
με την οποία, στην αξιολογική σειρά των πολιτευμάτων, η Δημοκρατία
συμπεριλαμβάνεται στα χειρότερα πολιτεύματα της εποχής του, μετά την άνομη
τυραννία.
8.
Α) Οι ομοερωτικοί
δεσμοί, παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στην αντίληψη για τον έρωτα στον πρώιμο
Σωκράτη.
Β) Οι ομοερωτικοί δεσμοί, παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στην αντίληψη για τον
έρωτα, αλλά μέσω μεταφυσικής θεμελίωσης, στον ώριμο Σωκράτη.
9.
Α) Για τον Σωκράτη,
η ευσέβεια συνιστά υπηρεσία σε μια υπερβατική θεότητα η οποία είναι αυστηρά
ηθική.
Β) Η προσωπική θρησκεία του Σωκράτη, επικεντρώνεται στην κοινωνία με θεϊκά και
απρόσωπα είδη-έχει χαρακτήρα καθαρά μυστικιστικό που πραγματώνεται μέσω της
θέασης.
10.
Α) Στους
ελεγκτικούς διαλόγους, η μέθοδος που ακολουθεί ο Σωκράτης, είναι ανασκευαστική:
προσεγγίζει την ηθική αλήθεια ανασκευάζοντας τις θέσεις του στην πορεία του
διαλόγου.
Β) Από τον Μένωνα ως τον Φαίδρο, ο Σωκράτης παρουσιάζεται ως ένας καθαρά
διδακτικός φιλόσοφος: εκθέτει την αλήθεια (την οποία κατέχει μετά βεβαιότητας)
σε συμφωνούντες συνομιλητές.
Γρηγόρης Βλαστός,
"Σωκράτης: Ειρωνευτής και Ηθικός Φιλόσοφος"