Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

24.3.16

ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ & ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Η νουβέλα "Θάνατος στην Βενετία", γραμμένη το 1912 από τον Τόμας Μαν, τον σημαντικότερο ίσως Γερμανό συγγραφέα του 20ου αιώνα, δεν είναι ένα κοινότυπο, συνηθισμένο αφήγημα, ένα ηθικοπλαστικό έργο με κρυμμένα αοριστολογικά μηνύματα που σαγηνεύουν. Είναι η καθ' εαυτή αντανάκλαση και κραυγή του ίδιου του συγγραφέα, εικόνα του ραγισμένου καθρέφτη κάθε Δημιουργού που θυσιάζει τις απολαύσεις της ζωής για την Τέχνη. Έργο, που αν και δεν αγγίζει καν τις 130 σελίδες, προσφέρει έναν ωκεανό δηλώσεων, υποδηλώσεων και ερμηνειών, απτών και αφηρημένων νοημάτων της φιλοσοφικής και της αισθητικής σφαίρας. Η απαράμιλλη χρήση ύφους και γλώσσας, συμβολισμών και αισθήσεων πίσω από την πλοκή, λειτουργούν ως διάφανο τζάμι, που αν και προστατεύουν τον δημιουργό -και κάθε δημιουργό- προβάλλουν καθαρά τον πόνο, τη γύμνια, όσο και τον εξαγνισμό και τη λύτρωση. Οι ριπές της βροχής δακρύων για τα σιωπηρά, ασίγαστα πάθη, εφορμούν στην καρδιά του αναγνώστη… Ένα από τα αγαπημένα μου έργα (αν και άργησα να το καταλάβω)τέχνης ανώτατου επιπέδου, που μελετώντας (σκάβοντας πίσω από τον μύθο) συναντά κανείς την αέναη, προαιώνια μάχη του Απόλλωνα και του Διονύσου. Οι Αρχαιοελληνικοί Θεοί συγκρούονται και φιλιώνουν στην αρένα της ψυχής των ανθρώπων, και δη του συγγραφέα. Ενώ, στον αντίθετο πόλο θα βρούμε τον αιθέριο Έρωτα του Συμποσίου και του Φαίδρου, που ως άσβεστη φλόγα πυροδοτεί τον αγώνα για το κυνήγι του Τέλειου και του Απείρου. Για τους λόγους αυτούς το παρόν κείμενο προσφέρεται και για όσους δεν διάβασαν το βιβλίο ακόμα.

Αφού πήραμε μια γεύση, ας βάλουμε πλώρη για τη δική μας "Βενετία". Πρωταγωνιστής της ιστορίας ο 50χρονος συγγραφέας Γκουστάβ φον Άχενμπαχ (ή Άσενμπαχ - το έχω συναντήσει και με τις δυο εκδοχές), γόνος πλούσιας οικογένειας ανώτερων δικαστικών υπαλλήλων, "ανθρώπων καθωσπρέπει που δεν ξέφευγαν από τις επιταγές της νομιμοφροσύνης και αξιοπρέπειας". Σε αντίθετο μήκος, η μητέρα του, κόρη Βοημού αρχιμουσικού, ήταν εκείνη που εμφύσησε στον νεαρό την αγάπη για την Τέχνη. Ο επιτυχημένος συγγραφέας, μετά από μια δύσκολη μέρα εργασίας και έναν νωθρό περίπατο στη Δύση της μέρας, αποφασίζει να ταξιδέψει στο άγνωστο, ψάχνοντας την ψυχική του πληρότητα. Θρυαλλίδα της απόφασης του στάθηκε ένα διονυσιακό όραμα σε μια αχανή τροπική ζούγκλα που αφύπνισε το ένστικτο της φυγής από το αποπνικτικό περιβάλλον της ρουτίνας. Προορισμός του Ταξιδιού του ο ευρωπαϊκός παράδεισος, η Βενετία, η πόλη των χαμένων ποιητών, του Καρναβαλιού, του κρασιού, της γιορτής, του έρωτα, όμως και του θανάτου (βλ παρακάτω). Εκεί θα συναντήσει την προσωποποίηση της Απόλυτης Ομορφιάς -όμοια αρχαιοελληνικού αγάλματος- στο πρόσωπο του Τάτζιο, ενός Πολωνού 14-15 ετών, που παραθερίζει μαζί με την οικογένεια του. Όπως αποκαλύπτει η γυναίκα του Τόμας Μαν, πράγματι υπήρξε κατά τις διακοπές τους στην Βενετία μια οικογένεια Πολωνών με ένα 14χρονο αγοράκι, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος ο "Τάτζιο" θα αναγνωρίσει τον εαυτό τους στις σελίδες του βιβλίου. Ο Τάτζιο γίνεται έμμονη ιδέα στον Άσενμπαχ. Τον κατασκοπεύει όταν παίζει με τους φίλους του στην παραλία ή όταν κολυμπάει στη Θάλασσα, σαν αιώνιος θεός που χάνεται στην απεραντοσύνη του Απολύτου, του Τίποτα και του Θανάτου. Τον ακολουθεί στους στενούς πέτρινους δρόμους της Βενετίας, στις χαμηλοτάβανες στοές και στα αξιοθέατα της. Μέχρι που οδηγείται σε εκούσιο θάνατο επειδή δεν μπορεί να αγγίξει τον ανικανοποίητο πόθο του. Η πλοκή είναι αργή και υποτυπώδης. Κινείται βάσει των ψυχολογικών μεταπτώσεων του πρωταγωνιστή. Με λίγα λόγια, το βιβλίο είναι ένας ποιητικός παιάνας για την ενατένιση του άπιαστου, αφηρημένου και ονειρικού ωραίου. Του κάλλους που τροφοδοτεί το όραμα του Καλλιτέχνη.
"Γιατί πόλεμος είναι και η τέχνη, αγώνας σκληρός και μέχρι εσχάτων, που στις μέρες μας κανείς δεν μπορεί να αντέξει και πολύ. Μια ζωή όλο αυταπάρνηση και πείσμα, μια ζωή λιτή, καρτερική, συγκρατημένη, που ο ίδιος είχε αναδείξει σε σύμβολο ενός ταπεινού, κατάλληλου για την εποχή συμβολισμού".
Μέσω του Άσενμπαχ, του alter ego του συγγραφέα, ο Μαν παρουσιάζει την θεώρηση του για την Τέχνη, τον δύσκολο αγώνα να κατακτήσει το Αιώνιο. Το έργο του καλλιτέχνη, δεν είναι μονάχα αποτύπωση φευγαλέων συλλήψεων, αλλά ένας μαραθώνιος σκληρός, κοπιαστικός. Ο καλλιτέχνης μοχθεί μπροστά στα όρια της κατάρρευσης και της τελικής πτώσης. Είναι πρωταθλητής στο ήθος και στην εγκαρτέρηση. Κλίνει το γόνυ στο ανώτερο και δέχεται την εθιμοτυπία της μοναξιάς του. "Φαίνεται ότι χάνει ολοκληρωτικά την ικανότητα να ανταποκρίνεται στην εκτυφλωτική και πικρή γοητεία της εμπειρίας και την γνώσης".

Η Τέχνη είναι ένας Ιανός θεός. "Η μορφή της ηθική και ανήθικη. Ηθική επειδή είναι ο καρπός και η έκφραση της πειθαρχίας. Ανήθικη και μάλιστα αντίθετη σε κάθε σχέση ηθικής, αφού η φύση αδιαφορεί για την ηθική, την οποία προσπαθεί να υποτάξει στην αγέρωχη και απεριόριστη εξουσία της". Επομένως, δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε την επιλογή θέματος του συγγραφέα -που εδώ είναι ανοίκειο- επειδή κρίσεις και υποκειμενικοί ηθικισμοί συγκρούονται με τον σκοπό της Τέχνης. Αυτή είναι η ζωή του Άσενμπαχ, ενός υπηρέτης της. Του χαρίζει βαθιές συγκινήσεις, χαρές βαθύτατες. Η Θεά "σκάβει στο πρόσωπο του Καλλιτέχνη και αφήνει τα ανεξίτηλα αχνάρια της φανταστικής και πνευματικής περιπέτειας.(…) Γιατί η τέχνη φθείρει περισσότερο από τις άσωτες διασκεδάσεις, περισσότερο από τα ασίγαστα πάθη".
Κατά κόρον φιλοσοφική νουβέλα, το "Θάνατος στην Βενετία" βρίθει πλάγιων συμβολισμών που προωθούν την πλοκή και λειτουργούν ως προοικονομία. Το έργο ακροβατεί μεταξύ Έρωτα και Θανάτου. Ο ήρωας σαν εκκρεμές, ταλαντεύεται ανάμεσα στις δυο ορμέμφυτες δυνάμεις. Στο βιβλίο θα βρούμε αρκετά σύμβολα που το αποδεικνύουν.
Η ιστορία ξεκινάει με τον περίπατο του Άσενμπαχ, μετά από μια μέρα σχολαστικής δουλειάς, όταν "ο ήλιος έγερνε στην δύση του". Καταλήγει σ'ένα παλαιό νεκροταφείο: "Οι χρυσές ακτίνες του Ηλίου έπεφταν στο σιωπηρό παρεκκλήσι του νεκροταφείου, που ήταν χτισμένο σαν μικρή βυζαντινή εκκλησία". Χώρος και φύση αντανακλούν το Θάνατο. Επίσης, λίγο πριν επιστρέψει αποφασισμένος -μετά από την έκσταση ενός οράματος που πήγαζε από το υποσυνείδητο- να ταξιδέψει στο εξωτερικό, συναντά στη στάση του τραμ μια μορφή καθοριστική της απόφασης του, η οποία σαν σκιά χάνεται όταν ο ίδιος επιβιβαστεί.
Ο Άσενμπαχ, στο καράβι για την Βενετία θα δει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο με φτιασιδώματα, βαμμένα μαλλιά και μουστάκι, εξεζητημένο, εκκεντρικό κοστούμι, αντιαισθητική μορφή, να πίνει και να χορεύει μαζί με νεαρούς συνεπιβάτες. Ακόμα μια μορφή Θανάτου, που δεν θα γίνει αντιληπτή από τους νέους. Οι τελευταίοι, ζώντας στην ακμή της ζωής τους δεν συνειδητοποιούν τη φθαρτότητα, νιώθοντας ρωμαλέοι και αθάνατοι. Περιστατικό που θυμίζει εν πολλοίς τη φράση του Σοπενχάουερ: "Η ευθυμία και η ελαφράδα της νεότητάς μας οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι ανηφορίζουμε το βουνό της ζωής και δε βλέπουμε το θάνατο που βρίσκεται στη βάση της άλλης μεριάς".
Φθάνοντας στη Βενετία, το πρώτο πράγμα που αντικρίζει είναι μια γόνδολα, της οποίας ο οδηγός μόλις τον αφήνει εξαφανίζεται δίχως να ζητήσει αμοιβή. Θυμίζει, σαφώς το ψυχοπομπό Χάρο, που μεταφέρει τους νεκρούς στο Άδη. Ναύλα του, η ψυχή του συγγραφέα. "Το αλλόκοτο τούτο πλεούμενο δεν έχει αλλάξει καθόλου απ΄τα χρόνια του Μεσαίωνα. Είναι κατάμαυρο σαν τα φέρετρα - φέρνει στο νου αθόρυβες, κρυφές, ύποπτες περιπέτειες μες στη σιγαλιά της νύχτας".

Τα σύμβολα του Έρωτα, καθρεφτίζονται στην μορφή του Τάτζιο. Στο πρόσωπο του, ο Ασενμπαχ βλέπει έναν Ελληνικό θεό. Νάρκισσο, που χαμογελά λίγο πριν πέσει στον νερό. Υάκινθο, λουλούδι "γεννημένο από αίμα που χάρασσε το δικό του αιώνιο παράπονο", έναν Θεό της θάλασσας που αντικατοπτρίζει το αιώνιο, το απέραντο, το μηδέν και το άπειρο. Αποκτά μεταφυσική οντότητα, που είναι χαρά, πόθος και βάσανο κάθε καλλιτέχνη. Οι πιο ειδυλλιακές και ποιητικές εικόνες δίνονται όταν τον αντικρίζει στα καταγάλανα νερά ως νεαρό Φαίακα που θέλει να δαμάσει την αήττητη φύση.Ένα δείγμα της απαράμιλλης αφηγηματικής του δύναμης: "Έμοιαζε βγαλμένος μέσα από εκστατικά οράματα, θρύλος και ποίημα αρχέγονο καμωμένο πριν την γέννηση της ποίησης, πριν την γέννηση των θεών"
Τέλος, η Βενετία. Η πόλη των μουσικών, του έρωτα, της γιορτής αλλά και του μοιραίου τέλους. Η πόλη που ο Μαύρος Οθέλος έκλεψε από το πατρικό της, την Δυσιδαίμονα, θα γίνει ο τόπος γέννησης του πάθους του Ασενμπαχ, όπως και του θανάτου του, όταν την χτυπά επιδημία χολέρας. "Το σαλόνι της Ευρώπης" όπως το αποκάλεσε ο Ναπολέων, με την πλατεία του Αγίου Μάρκου, τη γέφυρα του Ριάλτο το γεφύρι των Στεναγμών, το Παλάτσιο των Δόγηδων, το μεγάλο κανάλι, ήταν ανέκαθεν το κόσμημα του πνεύματος, της κουλτούρας, του πολιτισμού, της τέχνης. Πατρίδα του Απόλλωνα.
Όμως είναι και η πόλη, που θα την καταπιεί η Φύση για το αμάρτημα της ύβρεως. Μουχλιάζει, σαπίζει, βρωμάει, χάνεται. Η πόλη δεν θα υπάρχει σε λίγα χρόνια. Η στάθμη του νερού ανεβαίνει επικίνδυνα, τα κτίρια διαβρώνονται. Είναι στα πρόθυρα της αναπόδραστης εξαφάνισης. Αποπνέει θάνατο και Τέλος. Πατρίδα του Διόνυσου. Συμβολική παράσταση σε κάθε άνθρωπο, η Βενετία είναι η ονειρική πόλη του Έρωτα και του Θανάτου! Θα αναστήσει τον Άσενμπάχ, πλημμυρίζοντας τον με μεθυστική φλόγα πόθου που μέλλει να τον κάψει!
"Γιατί ο σοβαρός και ακέραιος άνθρωπος που έγινε μάρτυρας έντονου πάθους, προτιμάει να κρύψει τις παρατηρήσεις του και από τον ίδιο του τον εαυτό"
Με φρουδικούς όρους, ο Άσενμπαχ είχε αποκτήσει ισχυρότατο Υπερ-εγώ. Μετατόπισε την σεξουαλική λίμπιντο στην Τέχνη, για να καλύψει τα ορμέμφυτα πάθη του. Σ'αυτό, επέδρασε αρνητικά ο αρτηριοσκληρωτικός περίγυρος του. Στην αρχή, ο αδυσώπητος αγώνας στο κυνήγι του Απολύτου στάθηκε δυνατός για να κατευνάσει τις ορέξεις του. Το καταπιεσμένο Εγώ του, προκαλεί νευρωτικά συμπτώματα, όταν δεν μπορεί να βρει πάτημα. Οι επιθυμίες του, έβγαιναν στο φως με τη μορφή ονείρων ή εκστατικών οραμάτων, όπως το Βακχικό όργιο, με βορά τον ίδιο. Ο Έρωτας γι'αυτόν, είχε τη μορφή του Απόλυτου, παραγνωρίζοντας την απτή και αρχέγονη ηδονή της ίδιας της σάρκας που διψά. Ο Τάτζιο έσπασε τις αλυσίδες, άνοιξε τις θύρες, βγάζοντας το κοιμώμενο τέρας, τον μεγαλύτερο εχθρό του Άσενμπαχ, που προκαλεί Φόβο και τρόμο, αλλά συνάμα γοητεία και έλξη. Μια άγρια ομορφιά απείρου, χίμαιρα. Η ψυχή του γεύεται την τελική στάλα της ασέλγειας και τον ίλιγγο της καταστροφής στο a priori χαμένο παιχνίδι!
Ένας αντίλαλος του Νίτσε: Η ζωή των ανθρώπων, όπως διατύπωσε ο Νίτσε στο πρωτόλειο έργο του "Η Γένεση της Τραγωδίας", προσδιορίζεται και νοηματοδοτείται μεταξύ της πάλης δύο Θεών: του Απόλλωνα που βρίσκεται στην εξατομίκευση, στο όνειρο, στη φαντασία, στην λογική, στην ενατένιση και διορατικότητα του πνεύματος, και του Διόνυσου, που πηγάζει από τον σώμα, το αίμα, τη σάρκα, τη ρώμη, τη ζωική δύναμη, τη συλλογικότητα, την ανάγκη σχέσης κι άσκησης εξουσίας. Ο σημερινός άνθρωπος "πασχίζει" να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη φυσική του υπόσταση, μια τάση στην οποία θεμελιώνεται ο νεωτερικός πολιτισμός. Ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων θα μείνει αιώνιος χάρη στον συγκερασμό των δυο δυνάμεων που βρήκε εστία στην τραγωδία. Αυτή, έγινε η παλαίστρα όπου ενώνονται οι Θεοί. Παρήγαγε καθολικό έργο, γιατί εμπεριέχει χαρακτηριστικά αρχέγονα, προαιώνια, εκστατικά, που δεν μπορεί ουδείς να απαγκιστρώσει.

Η αέναη πάλη που δεν έχει νικητή, καθορίζει την ισορροπία και τον βαθμό ευτυχίας και πλήρωσης της ζωής μας. Αν παραγκωνίσουμε τον ένα εκ των δύο, θα πληρώσουμε το τίμημα. Ο Άσενμπαχ, αποτίνοντας φόρο τιμής στο πρώτο, ξέχασε την αμέτρητη δύναμη του Διονύσου. Δεν άκουσε τα κύμβαλα και τα τύμπανα, τον ήχο του λικνίσματος της φλόγας των πυρσών, την ανήλεη κραυγή των μαινάδων, τους αλαλαγμούς των τράγων, τη φωνή της φύσης. Η τελευταία εκδικείται...
Πλατωνικός Έρωτας: Κλείνοντας, θα αναφερθούμε στην έννοια του Έρωτα κατά την πλατωνική ερμηνεία στον Φαίδρο. Ό Πλατωνικός Έρωτας, είναι η ανάγκη θέασης του Αιώνια Ωραίου που γεμίζει τον ποιητή, τον ρίχνει στον στίβο της δημιουργίας, στη μετουσίωση του Ωραίου σε θείο Πνεύμα. Δεν μπορεί να υπάρξει Τέχνη, αν δεν υπάρχει Έρωτας, Αυτός βρίσκεται σε αυτόν που αγαπά και όχι στο αντικείμενο του πόθου. Η απαθανάτιση του κάλλους, η αισθητική, γίνεται η μόνη επιτρεπτή ηθική, που όμως μεθά και καταστρέφει τον ποιητή… Ο Άσενμπαχ εκλαμβάνει τον Έρωτα ως άυλη, αφαιρετική, αιθέρια μορφή. Είναι ο Έρωτας του Σωκράτη του Συμποσίου προς τον Αλκιβιάδη, δηλαδή, κάθε δασκάλου, προς τον νεαρό αμύητο μαθητή του. Μην μας σοκάρει και τόσο, αφού στην Αρχαία Ελλάδα και δη στις στρατιωτικές μονάδες, η ομοφυλοφιλία θεωρείτο μια φυσική κατάσταση. Γι'αυτό ας ακούσουμε την διδασκαλία του Σωκράτη, στις όχθες του Ιλισού, προς τον μαθητή του Φαίδρο:
"Γιατί μόνο η ομορφιά Φαίδρε, και να το θυμάσαι, είναι ορατή και θεική συνάμα. Είναι ο δρόμος ο αισθητός, ο χειροπιαστός προς το Πνεύμα, ο δρόμος που παίρνουν οι καλλιτέχνες. Και θαρρείς καλέ μου, πως θα μπορέσει ποτέ να κατακτήσει την αληθινή σοφία και την ηθική ρώμη εκείνος που οδεύει προς το Πνεύμα μέσω των αισθήσεων; Ή μήπως αντίθετα νομίζεις πως ο δρόμος αυτός είναι επικίνδυνος και σφαλερός, δρόμος της αμαρτίας που καταλήγει στην πλάνη και στον χαμό; Ή απόφαση είναι δική σου. Γιατί πρέπει να ξέρεις ότι εμείς οι ποιητές δεν είμαστε σε θέση να βαδίσουμε τον δρόμο της Ομορφιάς χωρίς την συντροφιά του Θεού Έρωτα που γίνεται συνοδοιπόρος και οδηγός μας… γιατί το πάθος είναι που μας εξευγενίζει και μας ανυψώνει. Αυτή είναι η Λαχτάρα και η ντροπή μας (…)"
Αλλά το κάλλος και ο αυθορμητισμός οδηγούν στην μέθη και στην ηδονή. Οδηγούν τον ευγενικό άνδρα στα πιο επικίνδυνα παραστρατήματα. Τον παρασέρνουν ν'απορρίψει και την ίδια του την όμορφη σοβαρότητα και τον ρίχνουν στον γκρεμό.
Εμάς τους ποιητές μας ρίχνουν στον γκρεμό.
Γιατί δεν μπορούμε να πετάξουμε ψηλά.
Μόνο στα χαμηλά μπορούμε να πεταρίζουμε.
Αυτό είναι το δίλημμα, δίχως επιλογή, του Καλλιτέχνη. Βαρύ, μολυβένιο ασήκωτο φορτίο. Όπως το δίστιχο του Μπωντλαίρ που χορεύει και γελά σαρδόνια ανέκαθεν μπροστά τους. Απεικόνιση της ίδιας της αβύσσου τους:
Να υποφέρεις αιώνια. Ή να αποφεύγεις αιώνια το ωραίο.
Πηγή:http://philipposphilios.com  
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: