Οι δυο ψυχές μας σαν σταθούν αντικριστά
όρθιες, σιωπηλές, και πιο κοντά πλησιάσουν
ολοένα, ώσπου στα φτερά τους να ξεσπάσουν
φλόγες, η γη ποιά πίκρα να μας δώσει πια
μπορεί, ώστε η καρδιά μας να μη λαχταρά
να μείνει εδώ; Για σκέψου. Άν μας ανεβάσουν
οι άγγελοι ψηλά, θα θέλουν να ταιριάσουν
του έρωτά μας τη βαθειά τη σιγαλιά
σε τέλειου τραγουδιού τη χρυσαφένια σφαίρα.
Κάλλιο για μας, Αγαπημένε, ας ξημερώνει
εδώ, που των ανθρώπων οι διαθέσεις πέρα
τα πνεύματα σπρώχνουν τ’ αγνά. Θα βρούμε μόνη
μια άκρη στη γη ν’ αγαπηθούμε για μια μέρα,
με του θανάτου τη σκιά να την κυκλώνει.
όρθιες, σιωπηλές, και πιο κοντά πλησιάσουν
ολοένα, ώσπου στα φτερά τους να ξεσπάσουν
φλόγες, η γη ποιά πίκρα να μας δώσει πια
μπορεί, ώστε η καρδιά μας να μη λαχταρά
να μείνει εδώ; Για σκέψου. Άν μας ανεβάσουν
οι άγγελοι ψηλά, θα θέλουν να ταιριάσουν
του έρωτά μας τη βαθειά τη σιγαλιά
σε τέλειου τραγουδιού τη χρυσαφένια σφαίρα.
Κάλλιο για μας, Αγαπημένε, ας ξημερώνει
εδώ, που των ανθρώπων οι διαθέσεις πέρα
τα πνεύματα σπρώχνουν τ’ αγνά. Θα βρούμε μόνη
μια άκρη στη γη ν’ αγαπηθούμε για μια μέρα,
με του θανάτου τη σκιά να την κυκλώνει.
Η ιστορία της Ελισάβετ Μπάρρετ και του Ρόμπερτ Μπράουνιγκ
είναι μια απο τις πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης. Για πολλά
χρόνια το ειδύλλιό τους στάθηκε κυρίαρχο γεγονός στα αγγλικά
φιλολογικά χρονικά.
Προσωπικότητες του πνεύματος και της
ποίησης διαλεχτές και οι δυό, ένωσαν τη ζωή, τη σκέψη και το
έργο τους, χωρίς ωστόσο να χάσουν την ατομικότητά τους.
Το θεατρικό "Οι Μπάρρετ της Γουίμπολ Στρητ", το βιβλίο της
Βιργινίας Γούλφ "'Εξαψη" κλπ. βοήθησαν να γίνει η ιστορία τους
θρύλος και να περάσουν στην αθανασία, πλάι στους μεγάλους
ερωτευμένους. Μα θα έφταναν γι αυτό και μόνα τα περίφημα
"Σονέτα απο την Πορτογαλία" της Ελισάβετ Μπάρρετ.
Ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ πρωτογνώρισε την Ελισάβετ απο τους
στίχους της. Το όνομά της σαν ποιήτρια ήταν πασίγνωστο στην
Αγγλία στις αρχές του προπερασμένου αιώνα. Πρώτα αγάπησε
τα ποιήματά της, αλλά δεν άργησε να αγαπήσει και τη γυναίκα
που με τόσο αίσθημα και τέχνη τα έγραφε. Σπρωγμένος απο
μιάν ακατανίκητη δύναμη, έγραψε ένα γράμμα στο ίνδαλμά του
και της ζητούσε να συναντηθούν.
Η Ελισάβετ, που κόντευε τα σαράντα και ήταν ανάπηρη, έμενε
κλεισμένη στον εαυτό της και στο σπίτι της και δεν έδειξε
προθυμία ν΄ανταποκριθεί στην παράκληση του θαυμαστή της.
Αλλά τα γράμματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο, σαν επίμονα
χτυπήματα στην κλειστή της πόρτα. "Αγαπώ τους στίχους σας
με όλη μου την ψυχή, αγαπητή δεσποινίς Μπάρρετ", άρχιζαν
οι επιστολές και τελείωναν πάντα: "Αγαπώ και σας το ίδιο".
Πώς λοιπόν ήταν δυνατό ν΄αντισταθεί μια γυναικεία καρδιά
σ΄ένα τόσο φλογερό αίσθημα; 'Οταν μάλιστα η καρδιά αυτή
ανήκει σε μια ποιήτρια και απο πάνω πονεμένη; Δέχτηκε
τελικά τη συνάντηση κι έτσι άρχισε μια μεγάλη αγάπη, που
όμοιά της δύσκολα βρίσκει κανείς ακόμα και στα πιο
παθητικά μυθιστορήματα.
'Ομως τα πράγματα δεν ήταν απο την αρχή τόσο εύκολα. Ο πατέρας
της Ελισάβετ, μόλις το έμαθε αρνήθηκε κατηγορηματικά να επιτρέψει
στην κόρη του να ριχτεί σε μια περιπέτεια που, καθώς πίστευε, θα την
έκανε, αργά ή γρήγορα, δυστυχισμένη. Και ασφαλώς η λογική
βρισκόταν με το μέρος του πατέρα: η Ελισάβετ ήταν ανάπηρη- είχε πάθει
στρέβλωση της σπονδυλικής στήλης, με αποτέλεσμα να πειραχτούν τα
πνευμόνια της και να είναι διαρκώς μισοάρρωστη - και απο πάνω ήταν
έξη χρόνια μεγαλύτερη απο τον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ.
Αλλά το αίσθημα της ποιήτριας ήταν δυνατότερο απο όλες τις πατρικές
νουθεσίες και απειλές, και οι δυό ερωτευμένοι παντρεύτηκαν κρυφά.
Ο Μπράουνινγκ πήρε την αγαπημένη του απο το ομιχλώδες Λονδίνο και
την πήγε στην ηλιόλουστη Φλωρεντία της Ιταλίας.
Εκεί η Ελισάβετ βρήκε μια ζωή που ποτέ δεν είχε τολμήσει να
φανταστεί πως θα μπορούσε να υπάρξει γι αυτήν.
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια έμειναν οι Μπράουνινγκ
στην ηλιόχαρη πολιτεία με την ευγενική ομορφιά.
Εδώ η Ελισάβετ εμπνεύστηκε μερικά απο τα πιο ωραία ποιήματά
της και ειδικά τα "Σονέτα απο την Πορτογαλία" γραμμένα το 1847.
Σ΄αυτά εκφράζεται όλη η απέραντη λατρεία της στον σύζυγό της.
Μάλιστα τον τίτλο τους τον διάλεξε ο ίδιος ο ποιητής για να
καμουφλάρει το αυτοβιογραφικό περιεχόμενο των στίχων.
Μέσα απο τα "Σονέτα" ξεπηδάει όλη η ευαισθησία και η δίψα για
ζωή που φώλιαζαν και σιγόκαιαν στο ανάπηρο κορμί της ποιήτριας
τον καιρό που ζούσε κλεισμένη στο σπίτι της, πριν ακόμα γνωρίσει
τον Μπράουνινγκ. Ο αναγνώστης πληροφορείται με συγκίνηση τη
δραματική αλλαγή που έφερε στη ζωή της η αγάπη, και πως ο κόσμος
των ονείρων της έγινε πραγματικότητα.
Η Ελισάβετ γεννήθηκε στις 6 του Μάρτη 1809, στην κομητεία
του Ντέρχαμ της Αγγλίας απο γονείς πολύ πλούσιους. Τα
παιδικά της χρόνια τα πέρασε στην εξοχή και κυρίως στο Χοπ 'Εντ.
Εκεί άρχισε, πριν ακόμα γίνει δέκα χρονών, να γράφει στίχους,
εμπνευσμένους απο την όμορφη φύση, τα δάση και τους κήπους
του τόπου. 'Ηταν η μεγαλύτερη απο τα οχτώ αδέρφια της και
αγαπούσε τον πατέρα της σχεδόν παθολογικά. Αλλά κι εκείνος την
αγαπούσε και ήταν περήφανος για την προικισμένη κόρη του.
Στα δεκαεφτά της έδωσε στη δημοσιότητα το πρώτο βιβλίο,
με τίτλο "'Ενα δοκίμιο και άλλα ποιήματα", αφιερωμένο
στον πατέρα της.
Σε ηλικία εικοσιέξη χρονών, δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο της
"Προμηθέας δεσμώτης" και διάφορα ποιήματα. Πρόκειται για
μια ελεύθερη μετάφραση της γνωστής Αισχύλειας τραγωδίας.
Αλλά το γεγονός ότι μια γυναίκα είχε αποτολμήσει να μεταφράσει
'Ελληνες κλασσικούς, για κείνα τα χρόνια αποτελούσε φαινόμενο
δίχως προηγούμενο. Στους φιλολογικούς κύκλους δημιουργήθηκε
μεγάλος θόρυβος και πολλοί κριτικοί κατάκριναν και τη μετάφραση
και την ίδια.
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου