Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

3.1.21

ΔΈΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ της πιο αληθινής ιστορίας του κόσμου. ΔΙΟΝΥΣΙΑ και ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Μέρος Δέκατο Τρίτο, σύνδεση με το προηγούμενο. 

Η Δανάη αποδέχθηκε την πρόταση με μεγάλη χαρά και σε 30 μέρες αναχωρούσαν για το Παρίσι. Ο Αριστοτέλης ένιωσε απέραντη θλίψη που έχανε τους πολύτιμους φίλους του, ήταν όμως διπλωμάτες καριέρας και αυτή η μετάθεση σαφώς και ήταν γι' αυτούς σημαντική. Η δική τους χαρά ήταν και δική του χαρά.

Η Μυρτώ μετά την μεγάλη βόλτα στη συνοικία των θεών πρότεινε στην μητέρα της να καθίσουν για φαγητό στο Pepos Restaurant. Στην είσοδό τους υποδέχθηκε ένας μικρός που τους ενημέρωσε πως δεν υπάρχει ελεύθερο τραπέζι και γι' αυτό θα έπρεπε να περιμένουν λίγο μήπως και κάποια παρέα αναχωρήσει. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται ένας νεαρός τον οποίο ο μικρός τον αποκάλεσε δάσκαλο και τον ενημέρωσε πως οι κυρίες ήθελαν να καθίσουν για φαγητό. Η Μυρτώ ενημερώνεται από τον νεαρό πως σύντομα θα υπάρξει τραπέζι γιατί μία παρέα είχε πληρώσει και ήταν σχεδόν έτοιμοι να αναχωρήσουν. Η Μυρτώ αυθόρμητα είπε: ευχαριστούμε δάσκαλε! Ο νεαρός εξεπλάγης από την συγκεκριμένη προσφώνηση της κοπέλας και μ' ένα χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπο γύρισε προς τον μικρό Κωστάκη γιατί κατάλαβε πως από αυτόν το είχε ακούσει η κοπέλα, πάντα του άρεσε αυτή η προσφώνηση, και ειδικά τώρα που το άκουσε να το προφέρει αυτή η κοπέλα του άρεσε ακόμα πιο πολύ. Η Μυρτώ δεν ήταν σίγουρη αν ήταν αυτός ο νεαρός, κάτι όμως μέσα της της έλεγε πως είχε μπροστά της τον νεαρό που έψαχνε. Ο νεαρός όπως καταλάβατε δεν ήταν άλλος από τον Πέπο, ακόμα δεν έχει μάθει την ιστορία του ονόματός του και γι' αυτό τον αναφέρω εδώ ως Πέπο και όχι ως Επίκουρο, το Επίκουρος ήρθε αργότερα. Ο Πέπος κατάλαβε πως είχε να κάνει με μάνα και κόρη και πως τα μαύρα που φορούσαν δεν ήταν λόγω της μόδας αλλά το πιθανότερο να ήταν λόγω κάποιου πένθους.


Σε λίγο το τραπέζι ήταν ελεύθερο και οδήγησε τις δύο κυρίες στον μικρό κήπο. Στα λίγα λεπτά που μεσολάβησαν, έως ότου διαβάσουν τον κατάλογο, η Μυρτώ παρατηρούσε τον χώρο και τους ανθρώπους. Της έκανε εντύπωση ένας κύριος 60 χρονών περίπου που καθόταν σ' ένα μικρό τραπεζάκι το οποίο οι νεαροί που σερβίριζαν χρησιμοποιούσαν ως πάσο, τον εν λόγω κύριο οι νεαροί τον αποκαλούσαν με σεβασμό Μάστορα, αναρωτήθηκε η Μυρτώ αν όλοι αυτοί οι νεαροί ήταν παιδιά του. το παράξενο ήταν πως δεν είχε διακρίνει κάποιο θηλυκό ανάμεσα στο προσωπικό. Όταν ο μικρός Κωστάκης τους πήγε τον οίνο και τη σόδα βρήκε την ευκαιρία να τον ρωτήσει αν όλοι οι νεαροί ήταν παιδιά του Μάστορα. Ο μικρός Κωστάκης που του άρεσε η κουβεντούλα, εξήγησε στις δύο κυρίες πως τα παιδιά του Μάστορα ήταν τα δύο, ο Βασίλης και ο Πέπος, αυτός ήταν ανιψιός και τα υπόλοιπα παιδιά ήταν φίλοι του Πέπου που βοηθούσαν. Ευκαιρίας δοθείσης η Μυρτώ τον ρώτησε γιατί τον νεαρό Πέπο τον αποκαλούσε δάσκαλο; ήταν εκπαιδευτικός; Ο Κωστάκης εξήγησε στην κοπέλα πως τον αποκαλεί δάσκαλο γιατί τον διδάσκει πολλά και διάφορα για την ζωή και για τις γυναίκες!! Μάνα και κόρη στο άκουσμα αυτής της φράσης δεν άντεξαν στο να μην χαμογελάσουν με την αθωότητα του μικρού παιδιού. Επίσης κάτι ακόμα που τις έκανε εντύπωση ήταν ποιοτική μουσική που ακουγόταν, ρώτησαν τον Κωστάκη ποιος ήταν αυτός που έκανε τις μουσικές επιλογές και της απάντησε πολύ απλά, μα ποιος άλλος, ο δάσκαλος φυσικά.

Σε λίγο του έφεραν τα φαγητά, είχαν πάρει κοκορομεζέ, τυροπιτάκια της γιαγιάς, μοσχαράκι στάμνας και μουσακά, όλα ήταν γευστικά και γι' αυτό ρώτησαν τον Πέπο ποιος ήταν ο Chef ώστε να τον συγχαρούν, ο Πέπος έδειξε στις κυρίες τον Μάστορα, η μητέρα της Μυρτούς σηκώθηκε και πήγε κοντά στον Μάστορα για να τον συγχαρεί για την ποιότητα των εδεσμάτων. Ο Μάστορας ταπεινά δέχθηκε τα εύγε της κυρίας και έδωσε εντολή στον μικρό Κωστάκη να μην χρεώσουν τα ποτά γιατί ήταν κερασμένα από αυτόν. Οι κυρίες τον ευχαρίστησαν και ήπιαν στην υγειά του. Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, ο Πέπος από σεβασμό στο πένθος των γυναικών, [ήταν σίγουρος πως πενθούσαν το παρατηρούσε κάποιος στο θλιμμένο του πρόσωπο] ρώτησε αν θα μπορούσε να τους προσφέρει λίγα φρούτα, οι κυρίες αποδέχθηκαν την πρότασή του και σε λίγο τους έφερε μία πιατέλα με διάφορα φρούτα εποχής, μη ξεχνάτε πως βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά του Ιουλίου και υπήρχε πληθώρα από φρούτα. Στη συζήτηση που ακολούθησε έμαθαν πως υπήρχε ακόμα ένας μικρότερος αδερφός και πως ο ίδιος είχε τελειώσει την στρατιωτική του θητεία πριν ενάμιση μήνα. Η Μυρτώ δήθεν αθώα, είπε, άρα έχετε γεννηθεί το 1955; Ναι, απάντησε ο Πέπος, γεννήθηκα τον Μάιο του 1955 και είμαι δίδυμος!!! Προς στιγμήν η καρδιά της κοπέλας σταμάτησε, έχασε το χρώμα της, επανήλθε συνήλθε αμέσως όταν άκουσε τον νεαρό να λέει συνεχίζοντας την κουβέντα πως ήταν δίδυμος στο ζώδιο. Η Μυρτώ μετά το πρώτο σοκ κατάφερε να βρει την αυτοκυριαρχία της, τώρα πια δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποιος ήταν ο νεαρός.


Την ώρα που η Μυρτώ έκανε αυτές τις σκέψεις εισήλθε στον κήπο που ήταν γεμάτος από τουρίστες, μία πολύ όμορφη κοπέλα με μακριά κατσαρά μαλλιά και ιδανικά εκφραστικά μάτια. Χαιρέτησε με σεβασμό τον Μάστορα και τους υπόλοιπους νεαρούς και κάθισε στο ίδιο τραπέζι που καθόταν ο Μάστορας ο οποίος την υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά. Ο Πέπος έχοντας την πλάτη του προς την είσοδο, άρα και προς το τραπέζι που κάθισε η μαυρομαλλούσα δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της. Η Μυρτώ άδραξε την ευκαιρία την ευκαιρία και ρώτησε όσο πιο ευγενικά και αδιάκριτα μπορούσε αν η κοπέλα που μπήκε πριν λίγο ήταν αδερφή του. Ο Πέπος γύρισε και αντίκρισε την Σούλα, ζήτησε συγγνώμη από τις κυρίες και κατευθύνθηκε προς την μελαχρινή κοπέλα, η Μυρτώ κατάλαβε από τον τρόπο που την αγκάλιασε πως δεν ήταν αδερφή του, ήταν πασιφανές, φαινόταν άλλωστε και από τον τρόπο που τον κοίταζε η χαμογελαστή κοπέλα. Σε λίγα λεπτά επέστρεψε πάλι κοντά τους, ξαναζήτησε συγγνώμη που διέκοψε τη συζήτηση και είπε, με ρωτήσατε αν είναι αδερφή μου, όχι, δεν είναι, μακάρι να ήταν, δυστυχώς δεν έχω αδερφή, για να είμαι ειλικρινής αυτό το κενό, λέω κενό γιατί έτσι ένιωθα πάντα, αυτό λοιπόν το κενό το έχω συμπληρώσει με την παρουσία μιας πρώτης μου ξαδέρφης την οποία αγαπώ σαν αδερφή μου. Αν και παρατηρητικός ο Πέπος, αυτή τη φορά δεν παρατήρησε για δεύτερη φορά την ταραχή της κοπέλας η οποία ήταν έτοιμη να καταρρεύσει ψυχολογικά. Βρήκε τις απαραίτητες δυνάμεις για να ελέγξει τα συναισθήματα της και ζήτησε τον λογαριασμό. Πλήρωσαν, και αφού χαιρέτησαν τον Μάστορα και την υπόλοιπη παρέα κατευθύνθηκαν προς τη έξοδο με την συνοδεία του Πέπου, στην έξοδο τις αποχαιρέτησε λέγοντας, ελπίζω να σας ξαναδούμε. Τον λόγο πήρε η Μυρτώ λέγοντας, θα τα ξαναπούμε σίγουρα δάσκαλε!!

Για ειδικούς λόγους θα σταματήσω εδώ την αφήγηση του δέκατου τρίτου μέρους, ελπίζω να συνεχίσω χωρίς προβλήματα την αφήγηση του δέκατου τέταρτου μέρους. Σας χαιρετώ, ο αφηγητής Πεπέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: