«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.»
«Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου.»
Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ᾿ εμένα.»
«Μου χρειάζεται πριν απ' το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.»
«Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει.»
«Το μακρινό και τ' απιαστο καλά το μοιραζόμαστε.
Να 'τανε και το κοντινό μας έτσι.»
«Θα φύγει θα ξανάρθει, θα μάθει να λέει ευχαριστώ, όταν ο άλλος δε θα το χρειάζεται.»
«Το ξέρεις -ψιθύρισε- εκείνο που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.»
«Με την ελπίδα μιας στιγμής, μας χρέωσαν όλο το μέλλον.»
«Η ποίηση, γυμνή, σεμνή κι αγέρωχη, δεν είναι παρά η εξαίσια πράξη του ανεξήγητου.»
«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.»
ΣΕ ΤΟΥΤΑ ΕΔΩ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ.
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρακακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού
και στ’ αγεριού το πόδι
Εδώ το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε.
Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Κι ό,τι πιο όμορφο,
Κι ό,τι πιο όμορφο θα `θελα να σου πω,
Δε στο `πα ακόμα, δε στο `πα ακόμα.
==================
Άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε ντε
άιντε και ντε
Άιντε το τραίνο πήγαινε
όρθιος ο μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά
μες στη βραδιά
με μπλούζα σαν λυκοπροβιά
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε...
Κι όλο στον ουρανό το τραίνο πήγαινε
άιντε και νύχτωνε
πίσω του δάσος ορφανό
άφηνε μιαν ουρά καπνό
στο ματωμένο δειληνό
άιντε ντε
Άιντε και ντε...
μες στην πετσέτα το ψωμί και το κρομμύδι
ώρα για σχόλασμα παιδιά
ένας σπουργίτης μοναχά
τα ψίχουλα τσιμπολογά
άιντε και ντε...
Άιντε και ντε...
άιντε τα τραίνα βούλιαξαν
ένα μονάχο καταμόναχο
έξω απ’ τις ράγες πήγαινε
με τους νεκρούς του θερμαστές
και τους νεκρούς εισπράκτορες
μια μαλακιάν ουρά καπνό
άφηνε μες στον ουρανό
μεγάλο δάσος ορφανό
μια μαλακιάν ουρά καπνό
στο μαραμένο δειληνό
άιντε και ντε...
Άιντε και ντε...
κάψα και σίδερο
Να μια, να δυο, να κι άλλη μια
λοστοί ξηνάρια και σφυριά
κι ο δυναμίτης στη βραχόπετρα
στα μάτια σου πέτρα μουγκή
στα μάτια σου πέτρα σκληρή
σπίτι δεν έχτισες εσύ
με τη δουλειά σου τη βαριά
χτίσ’ το λοιπόν με την βαρυά
να δυο, να τρεις να κι άλλη μια
κι ο κόκορας λαλεί μακριά
άιντε και ντε...
===================
ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως.
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
===================
ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΣΗΜΑΔΙΑ
Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να `ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να `ναι κι απ’ το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.
Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.
====================
ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ' ΡΘΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ
Άφησε με να`ρθω μαζί σου
άφησε με να`ρθω μαζί σου.
Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι.
Δε θα φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μου
Είναι καλό το φεγγάρι
δε θα φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Τι φεγγάρι απόψε!
Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου.
Δε θα καταλάβει
Άφησε με να`ρθω μαζί σου.
Άφησε με να`ρθω μαζί σου!
====================
ΒΑΘΥ ΒΑΘΥ ΤΟ ΠΕΣΙΜΟ
Βαθύ βαθύ το πέσιμο
βαθύ βαθύ το ανέβασμα
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ`ανοιχτά φτερά του
Βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα
ανάσα ωκεανού, ανάσα ωκεανού, ανάσα ωκεανού.
Βαθύ βαθύ το πέσιμο
Βαθύ βαθύ το ανέβασμα.
====================
ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ
Βασίλεψες αστέρι μου,
βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο,
το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά,
στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά
ουδέ σε παρατάει.
Την άχνα απ’ την ανάσα σου
νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως
στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα
μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου
στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα,
το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου
μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Σημαίες τώρα σε ντύσανε,
παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου
και παίρνω τη φωνή σου.
===================
ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,2
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω.
Σώπα.
=================
ΟΤΑΝ ΣΦΙΓΓΟΥΝ ΤΟ ΧΕΡΙΌταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ' απ' τα άγρια
γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε —
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
====================
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
Το εκπληκτικό αποτέλεσμα και η απολαβή του κόσμου κάνουν τον Γιάννη Ρίτσο να δηλώσει: "Ήμουν λάθος! Ακριβώς εκεί ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους. Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους. Κατάλαβαν το ποίημα. Το έκαναν δικό τους!".
Ο Γιάννης Ρίτσος δηλώνει στον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη: "Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ".
Ο Επιτάφιος αποτελεί έργο ξεχωριστό που συνδυάζει μοναδικά το λαϊκό στοιχείο, την έντεχνη μουσική και την ποίηση. Ήταν η αρχή, το πρώτο βήμα για να έρθει ο Έλληνας κοντά στην ποίηση.
====================
H ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟ ΠΕΠΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου