«Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι. Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.»
Από το δοκίμιο «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (1979)
«Πάρε τη λέξη μου, λέει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, δώσε μου το χέρι σου. Μεσα σ’αυτή τη διπλή κίνηση βρίσκεται διατυπωμένη, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία, η αντίληψη που βγάζει από τον άνθρωπο τον ποιητή. Μια συναλλαγή, επιτέλους εκτός εμπορίου. Δίνεις και παίρνεις, χωρίς ούτε να πουλάς ούτε ν’ αγοράζεις. Αν υπάρχει κάτι που να περνάει από χέρι σε χέρι αυτό είναι η ανθρωπιά.»Γειά σου κύριε μενεξέ.
Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε μενεξέ.
Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο.
Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε.
Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά.
Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά.
Το `να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη
τ’ άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει
====================
Ε σεις στεριές και θάλασσες.
Ε σεις στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
"Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!"
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του άλλου πελάγου
"Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!"
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του
με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές
Είναι νωρίς ακόμα μες τον κόσμο αυτό
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτό, μ’ ακούς;
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς;
το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς;
σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς;
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;
σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς;
που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς;
σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς.
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες,
θα `ρθει μέρα, μ’ ακούς;
να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς;
Να γυαλίσει απάνω τους η απονιά, μ’ ακούς;
των ανθρώπων και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει,
στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς;
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς;
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς;
όπου κάποτε οι φιγούρες των αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς;
οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς;
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω,
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά
και νεκρώσιμους ψαλμούς,
πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
ή κανείς ή κι οι δυο μαζί.
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς; της αγάπης,
μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς;
και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας,
που αγγίξαμε ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς.
Από τόσο χειμώνα κι από τόσους βοριάδες μ’ ακούς;
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς;
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς;
με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς,
άκου, άκου.
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει, ακούς;
Είμ εγώ που κλαίω, είμ’ εγώ που φωνάζω, μ’ ακούς;
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς;
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς;
όπου κάποτε οι φιγούρες των αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς;
οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς;
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω,
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά
και νεκρώσιμους ψαλμούς,
πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
ή κανείς ή κι οι δυο μαζί.
===================
ΚΑΤΩ ΣΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ
Κάτω στης μαργαρίτας
τ’ αλωνάκι, στήσαν χορό
τρελό τα μελισσόπουλα.
Ιδρώνει ο ήλιος, τρέμει το
νερό. Στάχυα ψηλά λυγίζουνε
το μελαμψό ουρανό.
Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά
κοιμούνται αγοροκόριτσα.
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά.
Στα δόντια τους
ο ήλιος σπαρταράει.
Κάτω στης μαργαρίτας
τ’ αλωνάκι.
====================
ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.
Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση.
Σάλεψε σαν το σπέρμα σε μήτρα σκοτεινή
Το φοβερό της μνήμης έντομο μες στη γη
Κι όπως δαγκώνει αράχνη δάγκωσε το φως
Έλαμψαν οι γιαλοί κι όλο το πέλαγος.
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έζωσες τις ακρογιαλιές
Θε μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες
===================
Η πορτοκαλένια
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Eτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
τη λέει κ' η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:
-Σήκω μικρή, μικρή, μικρή πορτοκαλένια!
Oπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!
==================
Ὁ μικρὸς Ναυτίλος
Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.
Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.
μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.
====================
Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ
Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!
Απόσπασμα από το ποίημα «Η Ισόβια Στιγμή»
«Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε·
δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου,
από την πύρα του ήλιου πάνω στον ασβέστη,
από το ατέρμονο φιλί,
να βγάλεις έναν αιώνα·»
Από την ποιητική συλλογή «Ήλιος Ο Ηλιάτορας» (1971)
«[…]«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνον ετούτον αγαπώ!» Με τα μικρά χαμίνια του, καβάλα στα δελφίνια του, με τις κοπέλες τις γυμνές, που καίγονται στις αμμουδιές, με τους λοξάτους πετεινούς, και με τα κουκουρίκου τους!» «Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε, μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε, κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!»
=====================
Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος.
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να `ν’ ήμερος να `ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ήρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βιος
κι από το στόμα τη μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
χαρά στους που `ναι οι δυνατοί!
Χαρά στους που `ναι οι Δυνατοί
γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση.
Όμορφη και παράξενη πατρίδα.
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια - πιάνει φτερωτά
στήνει στη γη καράβι - κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα - ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους - αντρειεύεται
στήνει στη γη καράβι - κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα - ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους - αντρειεύεται
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα
Κάνει να πάρει πέτρα - τηνε παρατά
κάνει να τη σκαλίσει - βγάνει θάματα
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι - πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει - θέλει τύραννους
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα
=====================
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα.
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
===================
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό
Άγγελοι μ’ έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ’ όνομά σου
σκίζοντας τ’ ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι
Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
===================
Ο Αύγουστος
Ο Αύγουστος ελούζονταν
λούζοντας την αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.
Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.
Ο Αύγουστος ελούζονταν
λούζοντας την αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.
Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν’ ανάψουμε.
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα
Κάνει να πάρει πέτρα - τηνε παρατά
κάνει να τη σκαλίσει - βγάνει θάματα
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι - πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει - θέλει τύραννους
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα
=====================
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα.
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
===================
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό
Άγγελοι μ’ έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ’ όνομά σου
σκίζοντας τ’ ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι
Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
===================
Ο Αύγουστος
Ο Αύγουστος ελούζονταν
λούζοντας την αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.
Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.
Ο Αύγουστος ελούζονταν
λούζοντας την αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.
Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν’ ανάψουμε.
====================
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού.
Ναοί στο σχήμα του ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε φύγανε
και βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά των βράχων τ’ αγάλματα.
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού.
Ναοί στο σχήμα του ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε φύγανε
και βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά των βράχων τ’ αγάλματα.
=====================
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
Θά πενθώ πάντα μ’ ακούς; γιά σένα,
μόνος, στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος
Μια στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μια στόν αέρα μια στή μουσική
Τα δυο μικρά ζωα, τα χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ το δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τα κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’ τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί το τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τη Γοργόνα μέ τα ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ το λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’ αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γιά το μικρό το πόδι σού μες στ’ αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το "τί" καί το "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα Εσύ το νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα καί το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μες στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς καί ποιος, μ’ ακούς
Σού κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά `ρθει μέρα, μ’ ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα, μ’ ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μια γιά πάντα το κόψαμε
Καί δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στά νερά καί ποιος κλαίει ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει
ακους;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι νά `ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά `ρθω
Πού δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στά μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κεί, προσεχτικά σ’ όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τα μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι μέ το σκρίνιο το παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί το κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’ άλογο του Αγίου καί το αυγό της Ανάστασης
Σάν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τη στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μην έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μες στίς ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ, μπορεί, καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μες στό σώμα καί πού τρυπάει τη θύμηση
Καί νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μες απ’ το νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μες στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μες στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά `χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’ άσπρο καί το κυανό η ψυχή μου !
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τη ρολογιά καί το γκιούλ μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, καί ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...
====================
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής.
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι,
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές,
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως,
πριν απ’ τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα.
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός;
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
πριν απ’ τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα.
=====================
ΜΑΡΙΝΑ
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
λουίζα και βασιλικό,
μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί,
το περιβόλι με τ’ αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού
και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού
Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού.
=====================
ΕΛΥΤΗΣ ΞΑΝΑΤΗ γλωσσα μού δωσαν ελληνικη·
το σπιτι φτωχικο στις αμμουδιες του Ομηρου.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου στις αμμουδιες του Ομηρου.
Εκει σπαροι και περκες
ανεμοδαρτα ρηματα20
ρευματα πρασινα μες τα γαλαζια
οσα ειδα στα σπλαχνα μου ν' αναβουνε
σφουγγαρια, μεδουσες
με τα πρωτα λογια των Σειρηνων
οστρακα ροδινα με τα πρωτα μαυρα ριγη.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου με τα πρωτα μαυρα ριγη.
Εκει ρόδια, κυδωνια
θεοι μελαχρινοι, θειοι και εξάδελφοι
το λαδι αδειαζοντας μες στα πελωρια κιουπια·
και πνοες απο τη ρεματια ευωδιαζοντας
λυγαρια και σχινο
σπαρτο και πιπεροριζα
με τα πρωτα πιπισματα των σπινων,
ψαλμωδιες γλυκες με τα πρωτα-πρωτα Δοξα Σοι !
Εκει δαφνες και βαγια
θυμιατο και λιβανισμα
τις πάλες ευλογωντας και τα καριοφιλια.
Στο χωμα το στρωμενο με τ' αμπελομαντιλα
κνισες21, τσουγκρισματα
και Χριστος Ανεστη
με τα πρωτα σμπαρα των Ελληνων.
Αγαπες μυστικες με τα πρωτα λογια του ΥΜΝΟΥ22.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου, με τα πρωτα λογια του Υμνου !
ΕΛΥΤΗΣ ΞΑΝΑ
ΕΝΑ το χελιδονι * κι η Ανοιξη ακριβη
Για να γυρισει ο ηλιος * θελει δουλεια πολλη
Θελει νεκρους χιλιαδες * να 'ναι στους Τροχους
Θελει κι οι ζωντανοι * να δινουν το αιμα τους.
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εχτισες μεσα στα βουνα
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εκλεισες μες στη θαλασσα!
Παρθηκεν απο Μαγους * το σωμα του Μαγιου
Το 'χουνε θαψει σ' ενα * μνημα του πελαγου
Σ' ενα βαθυ πηγαδι * το 'χουνε κλειστο
Μυρισε το σκοτα * δι κι ολη η Αβυσσο.
Θε μου Πρωτομαστορα * μεσα στις πασχαλιες και Συ
Θε μου Πρωτομαστορα * μυρισες την Ανασταση!
Σαλεψε σαν το σπερμα * σε μητρα σκοτεινη
Το φοβερο της μνημης * εντομο μες στη γη
Κι οπως δαγκωνει αραχνη * δαγκωσε το φως
Ελαμψαν οι γιαλοι * κι ολο το πελαγος.
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εζωσες τις ακρογιαλιες
Θε μου Πρωτομαστορα * στα βουνα με θεμελιωσες!
ΕΛΥΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ηλιε νοητε * και μυρσινη συ δοξαστικη
μη παρακαλω σας μη * λησμοναται τη χωρα μου!
Αετομορφα εχει τα ψηλα βουνα * στα ηφαιστεια κληματα σειρα
και τα σπιτια πιο λευκα * στου γλαυκου το γειτονεμα!
Της Ασιας αν αγγιζει απο τη μια * της Ευρωπης λιγο αν ακουμπα
στον αιθερα στεκει να * και στη θαλασσα μονη της!
Και δεν ειναι μητε ξενου λογισμος * και δικου της μητε αγαπη μια
μονο πενθος αχ παντου * και το φως ανελεητο!
Τα πικρα μου χερια με τον Κεραυνο * τα γυριζω πισω απ' τον Καιρο
τους παλιους φιλους καλω * με φοβερες και μ' αιματα!
Μα 'χουν ολα τα αιματα ξαντιμεθει * κι οι φοβερες αχ λατομηθει
και στον εναν ο αλλος μπαι * νουν εναντιον οι ανεμοι!
Της Δικαιοσυνης ηλιε νοητε * και μυρσινη συ δοξαστικη
μη παρακαλω σας μη * λησμονατε τη χωρα μου !
ΕΛΥΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αιματα * με πορφυρωσαν
Και χαρες ανειδωτες * με σκιασανε
Οξειδωθηκα μες στην * νιοτια
των ανθρωπων
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
Στ' ανοιχτα του πελαγου * με καρτερεσαν
Με μπομπαρδες τρικαταρτες * και μου ριξανε
Αμαρτια μου νά 'χα * κι εγω
μιαν αγαπη
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
Τον Ιουλιο καποτε * μισανοιξανε
Τα μεγαλα ματια της * μες στα σπλαχνα μου
Την παρθενα ζωη μια * στιγμη
να φωτισουν
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
Κι απο τοτε γυρισαν * καταπανω μου
Των αιωνων οργητες * ξεφωνιζοντας
"Ο πού σ' ειδε, στο αιμα * ζει
και στην πετρα"
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
Της πατριδας μου παλι * ομοιωθηκα
Μες στις πετρες ανθισα * και μεγαλωσα
Των φονιαδων το αιμα * με φως
ξεπληρωνω
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
ΕΛΥΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρωτη
χαραγμενη στην πετρα ευχη του ανθρωπου
η αλκη32 μες στο ζωο που οδηγει τον ηλιο
το φυτο που κελαηδησε και βγηκε η μερα
Η στερια που βουτα και υψωνει αυχενα
ενα λιθινο αλογο που ιππευει ο ποντος
οι μικρες κυανες φωνες μυριαδες
η μεγαλη λευκη κεφαλη Ποσειδωνος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι της Γοργονας
που κρατα το τρικαταρτο σα να το σωζει
σα να το κανει ταμα στους ανεμους
σα να λεει να τ' αφησει και παλι οχι
Ο μικρος ερωδιος33 της εκκλησιας
η εννια το πρωι σαν περγαμοντο
ενα βοτσαλο απεφθο μεσα στο βαθος
τ' ουρανου του γλαυκου φυτειες και στεγες
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργουνε
που σηκωνουν το πελαγος σα Θεοτοκο
που φυσουν και αναβουνε τα πορτοκαλια
που σφυριζουν στα ορη κι ερχονται
Οι αγενειοι δοκιμοι της τρικυμιας
οι δρομεις που διανυσαν τα ουρανια μιλια
οι Ερμηδες με το μυτερο σκιαδι
και του μαυρου καπνου το κηρυκειο
Ο Μαϊστρος, ο Λεβαντες, ο Γαρμπης
ο Πουνεντες, ο Γραιγος, ο Σιροκος
η Τραμουντανα, η Οστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξυλινο τραπεζι
το κρασι το ξανθο με την κηλιδα του ηλιου
του νερου τα παιχνιδια στο ταβανι
στη γωνια το φυλλοδεντρο που εφημερευει
Οι λιθιες και τα κυματα χερι με χερι
μια πατουσα που συναξε σοφια στην αμμο
ενας τζιτζικας που επεισε χιλιαδες αλλους
η συνειδηση παμφωτη σαν καλοκαιρι.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το καμα που κλωτσαει
στο γιοφυρι απο κατω τα ωραια κοτρονια
τα σκατα των παιδιων με την πρασινη μυγα
ενα πελαγος βραζοντας και διχως τελος
Οι δεκαεξι νοματοι που τραβουν την τρατα
ο ακαθιστος γλαρος ο αργοπλευστης
οι φωνες οι αδεσποτες της ερημιας
ενος ισκιου μεσα στον τειχο
ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μινιο και με το φουμο
τα νησια με το σπονδυλο καποιανου Δια
τα νησια με τους ερημους ταρσαναδες
τα νησια με τα ποσιμα γαλαζια ηφαιστεια
Στο μελτεμι τα ορτσαροντας με κοντρα-φλοκο
Στο γαρμπη τ' αρμενιζοντας ποντζα-λαμπαντα
εως ολο το μακρος τους τ' αφρισμενα
με λιτριδια μαβια και με ηλιοτροπια
Η Σιφνος, η Αμοργος, η Αλοννησος
η Θασος, η Ιθακη, η Σαντορινη
η Κως, η Ιος, η Σικινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πετρινο πεζουλι
αντικρυ του πελαγους η Μυρτω να στεκει
σαν ωραιο οκτω ή σαν κανατι
με την ψαθα του ηλιου στο ενα χερι
Το πορωδες και ασπρο μεσημερι
ενα πουπουλο υπνου που ανεβαινει
το σβησμενο χρυσαφι μες στους πυλωνες
και το κοκκινο αλογο που δραπετευει
Του κορμου του αρχαιου του δεντρου η Ηρα
ο δαφνωνας ο απεραντος ο φωτοφαγος
ενα σπιτι σαν αγκυρα κατω στο βαθος
η Κυρα-Πηνελοπη με την ηλακατη
Της αντιπερα οχθης των πουλιων ο βοσπορος
ενα κτιριο απ' οπου ο ουρανος εχυθηκε
η γλαυκη ακοη μιση κατω απ' το πελαγος
μακροσυσκιοι ψιθυροι νυμφών και σφένταμων
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορταζοντας τη μνημη
των αγιων Κηρυκου και Ιουλιτης
ενα θαυμα να καιει στους ουρανους τ' αλωνια
ιερεις και πουλια να τραγουδουν το χαιρε :
ΧΑΙΡΕ η Καιομενη και χαιρε η Χλωρη
Χαιρε η Αμεταμελητη με το πρωραιο σπαθι
Χαιρε η που πατεις και τα σημαδια σβηνονται
Χαιρε η που ξυπνας και τα θαυματα γινονται
Χαιρε του παραδεισου των βυθων η Αγρια
Χαιρε της ερημίας των νησων η Αγια
Χαιρε η Ονειροτοκος χαιρε η Πελαγινη
Χαιρε η Αγκυροφορος και η Πενταστέρινη
Χαιρε με τα λυτα μαλλια η χρυσιζοντας τον ανεμο
Χαιρε με την ωραια λαλια η δαμαζοντας τον δαιμονα
Χαιρε που καταρτιζεις τα Μηναια των κηπων
Χαιρε που αρμοζεις τη ζωνη του Οφιουχου
Χαιρε η ακριβοσπαθιστη και σεμνη
Χαιρε η προφητικια και δαιδαλικη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χωμα που ανεβαζει
μιαν οσμη κεραυνου σαν θειαφι
του βουνου ο πυθμενας οπου θαλλουν
οι νεκροι ανθη της αυριον
Ο χωρις δισταγμους ενστικτος νομος
ο σφυγμος ο ταχυς παικτης του βιου
ο αιματινος θρομβος ο σωσιας του ηλιου
κι ο κισσος ο αλτης των χειμωνων
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο ροπτρο-σκαραβαιος34
το παρατολμο δοντι μες στο ψυχος του ηλιου
ο Απριλης που ενιωσε ν' αλλαζει φυλο
της πηγης το μπουμπουκι ο,τι που ανοιγει
Το χειραμαξο γερνοντας με τό 'να πλάι
μια χρυσομυγα που αναψε φωτια στο μελλον
του νερου η αορατη αορτη που παλλει
και γι ' αυτο ζωντανη κρατα η γαρδενια
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τα οικοσιτα της Νοσταλγιας
τα λουλουδια τα νηπια της βροχης που τρεμουν
τα μικρα και τετραποδα στο μονοπατι
Τ' αψηλα στους ηλιους και τα ρεμβοκινητα
Τα σεμνα με την κοκκινη αρρεβωνα
τα κομπαζοντας εφιππα μες στους λειμωνες
τα σε καθαρο ουρανο εργασμενα
τα στοχαστικα και τα χιμαιροποικιλτα
Το κρινο, το Τριανταφυλλο, το Γιασεμι
ο Μενεξες, η Πασχαλια, ο Υακινθος
το Γιουλι, το Ζαμπακι, το Αστρολουλουδο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το συννεφο στη χλοη
στο βρεμενο αστραγαλο το "φρτ" της σαυρας
το βαθυ της Μνησαρετης βλεμμα
που δεν ειναι αρνιου και αφεση δινει
Της καμπανας ο ανεμος ο χρυσεγερτης
ο ιππεας που παει ν' αναληφτει στη δυση
και ο αλλος ιππεας ο νοητος που παει
της φθορας τον καιρο ν' ανασκολισει
Μιας νυχτος Ιουνιου η νηνεμια
γιασεμια και φουστανια στοπεριβολι
το ζωακι των αστρων που ανεβαινει
της χαρας η στιγμη λιγο πριν κλαψει
Ενας κομπος ψυχης κι ουτε πια λεξη
σαν παραθυρο αδειο η Αρετουσα
και ο ερωτας ελθοντ' εξ' οράνω
πορφυριαν παρθεμενον χλαμυν35
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπιας
τα κοριτσια οι παραπλανημενες Πλειαδες
τα κοριτσια τ' Αγγεια των Μυστηριων
τα γεματα ωσ πανω και τ' απυθμενα
Τα στυφα στο σκοταδι και ομως θαυμα
τα γραμμενα στο φως και ομως μαυριλα
τα στραμμενα επανω τους οπως οι φαροι
τα ηλιοβορα και τα σεληνοβαμονα
Η Ερση, η Μυρτω, η Μαρινα
η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη
η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια
Των ψιθυρων η επωαση μες στα κοχυλια
μια χαμενη σαν ονειρο : η Αριγνώτα36
ενα φως μακρινο που λεει : κοιμησου
σαστισμενα φιλια σαν πληθος δεντρα
Το λιγακι πουκαμισο που τρωει ο αερας
το χνουδακι το χλόινο πανω στην κνημη
του αιδοιου το μενεξεδενιο αλατι
και το κρυο νερο της Πανσεληνου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινο τραγουδι
ο μυχός της Ελενης με το κυματακι
τα φραγκοσυκα φεγγοντας μες στη μασχαλη
ερειπιωνες37 του μελλοντος και της αραχνης
Τα νυχτερια τ' ατελειωτα μεσα στα σπλαχνα
το ρολόι το άυπνο που δεν φελαει
ενα μαυρο κρεβατι που ολο πλεει
στα τραχια τα παραλια του Γαλαξια
ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα ορθια με το μαυρο ποδι
τα καραβια οι αιγες των Υπερβορειων38
τα βια οι πεσσοι39 του Πολικου και του Υπνου
τα καραβια οι Νικοθοες κι οι Ευαδνες
Τα γεματα βοριαδες και φουντουκι του Ορους
τα μυριζοντας μουργα και χαρουπι αρχαιο
τα γραμμενα στη μασκα τους καθως οι Αγιοι
τα την ιδια στιγμη λοξα και ακινητα
Η Αγγελικα, ο Πολικος, οι Τρεις Ιεραρχαι
Ο Ατρομητος, η Αλκυων, η Ναυκρατουσα
το Μαρακι, το Εχει ο Θεος, η Ευαγγελιστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κυμα που αγριευει
και σηκωνεται πεντα οργιες επανω
τα χυμενα μαλλια στο ορνεο που γυριζει
και χτυπιεται στα τζαμια με την καταιγιδα
Η Μαρινα καθως προτου να υπαρξει
με του σκυλου το καυκαλο και τα δαιμονια
η Μαρινα το κερας της Σεληνης
η Μαρινα ο χαλασμος του κοσμου
Τα μουραγια ξεσκεπαστα στη σοροκαδα
ο παπας των νεφων που αλλαζει γνωμη
τα καημενα τα σπιτια που το ενα στο αλλο
ακουμπουνε γλυκα και αποκοιμιουνται
Της μικρης βροχης το λυπημενο προσωπο
η παρθενα ελια το λοφο ανηφοριζοντας
ουτε μια φωνη στα κουρασμενα συννεφα
της πολιχνης το σαλιγγαρακι που εσπασε
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρος και μονος
ο απο πριν χαμενος εσυ νά 'σαι
Ποιητης που δουλευει το μαχαιρι
στο ανεξιτηλο τριτο του χερι:
ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θανατος και αυτος η Ζωη
Αυτος το Απροβλεπτο και αυτος οι Θεσμοι
Αυτος η ευθεια του φυτου η το σωμα τεμνοντας
Αυτος η εστια του φακου η το πνευμα καιγοντας
Αυτος η διψα η μετα την κρηνη
Αυτος ο πολεμος ο μετα την ειρηνη
Αυτος ο θεωρος των κυματων ο Ιων
Αυτος ο Πυγμαλιων40 πυρος και τερατων
Αυτος η θρυαλλιδα41 που απο τα χειλη αναβει
Αυτος η αορατη σηραγγα που υπερκερα42 τον Αδη
Αυτος ο Ληστης της ηδονης που δε σταυρωνεται
Αυτος ο Οφις που με το Σταχυ ενωνεται
Αυτος το σκοτος και αυτος η ομορφη αφροσυνη
Αυτος των ομβρων του φωτος η εαροσυνη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γυρισμα του Λυκου
στο ρυγχος του ανθρωπου και αυτο στου αγγελου
τα εννεα σκαλια που ανεβηκε ο Πλωτινος43
το χασμα του σεισμου που εγιομισε ανθη
Το λιγακι που αγγιζοντας αφηνει ο γλαρος
και φωτιζει τα βοτσαλα σαν αθωοτης
η γραμμη που χαραζεται μες στην ψυχη σου
και το πενθος μηνα του Παραδεισου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασιας
αχερουσιο σαλπισμα και πυρινη ωχρα
το καιουμενο ποιημα και ηχειο θανατου
οι δορυαιχμες λεξεις και αυτοκτονες
Το ενδομυχο φως που ασπρογαλιαζει
κατ' εικονα και ομοιωση του απειρου
τα χωρις εκμαγειο44 βουνα που βγαζουν
απαραλλαχτες οψεις οψεις του αιωνιου
ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οιηση45 των ερειπιων
τα βουνα τα βαρυθυμα, τα μαστοφορα
τα βουνα τα σαν υφαλα μιας οπτασιας
τα κλεισμενα ολουθε και τα σαρανταπορα
Τα γεματα ψιλοβροχο σαν μοναστηρια
τα χωμενα στο πουσι46 των προβατων
τα ηρεμα πηγαινοντας καθως βουκολοι
με το μαυρο ζιμπουνι και με το πανωμαντιλο
Η Πινδος, η Ροδοπη, ο Παρνασσος
ο Ολυμπος, η Τυμφρηστος, ο Ταϋγετος
η Διρφυς, ο Αθως, ο Αινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διασελο που ανοιγει
αιωνιου γαλαζιο οδο στα νεφη
μια φωνη που παραπεσε μες στην κοιλαδα
μια ηχω που σαν βαλσαμο την ηπιε η μερα
Των βοδιων η προσπαθεια που σερνουν
τους ελαιωνες προς τη δυση
ο καπνος ο αταραχος που παει
των ανθρωπων τα εργα να διαλυσει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το περασμα του λυχνου
το γεματο χαλασματα και μαυρους ισκιους
η σελιδα που γραφτηκε κατω απ' το χωμα
το τραγουδι που ειπε η Λυγερη στον Αδη
Τα ξυλογλυπτα τερατα πανω σρο τεμπλο
οι αρχαιες οι λευκες οι ιχθυοφορες
οι ερασμιες Κορες με το πετρινο χερι
ο λαιμος της Ελενης ωσαν παραλια
Τ' ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δεντρα με την ευδοκια
η παρασηματικη ενος αλλου κοσμου
η παλια δοξασια οτι υπαρχει παντα
το πολυ σιμα και ομως αορατο
Η σκια που τα γερνει με το πλάι στο χωμα
ενα κατι του κιτρινου στη θυμηση τους
η αρχαια τους ορχηση πανω απο τους ταφους
η σοφια τους η αδιατιμητη
Η Ελια, η Ροδια, η Ροδακινια
το Πευκο, η Λευκα, ο Πλατανος
ο Δρυς, η Οξυα, το Κυπαρισσι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναιτιο δακρυ
ανατελλοντας αργα στα ωραια ματια
των παιδιων που κρατιουνται χερι-χερι
των παιδιων που κοιταζουνται και δε μιλιουνται
Των ερωτων το τραυλισμα πανω στα βραχια
ενας φαρος που εκτονωσεν αιωνων θλιψη
το τριζονι το επιμονο καθως η τυψη
και το μαλλινο ερημο μεσα στ' αγιαζι
Ο στυφος μες στα δοντια επιορκος δυοσμος
δυο χειλη που αδυνατο να στερξουν - και ομως
το "αντιο" στα τσινορα που λιγο λαμπει
και μετα ο για παντοτε θολος κοσμος
Το αργο και βαρυ των καταιγιδων οργανο
στην καταστραμμενη του φωνη ο Ηρακλειτος
των φονιαδων η αλλη πλευρα η αθεατη
το μικρο "γιατι" που εμεινε αναπαντητο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι που επιστρεφει
απο φονο φριχτον και τωρα ξερει
ποιος αληθεια ο κοσμος που υπερεχει
ποιο το "νυν" και ποιο το "αιεν" του κοσμου :
ΝΥΝ το αγριμι της μυρτιας Νυν η κραυγη του Μαη
ΑΙΕΝ η ακρα συνειδηση Αιεν η πλησιφαη
Νυν νυν η παραισθηση και του υπνου η μιμική
Αιεν αιεν ο λογος και Τροπις η αστρικη
Νυν των λεπιδοπτερων το νεφος το κινουμενο
Αιεν των μυστηριων το φως το περιιπταμενο
Νυν το περιβλημα της Γης και η Εξουσια
Αιεν η βρωση της Ψυχης και η Πεμπτουσια
Νυν της Σεληνης το μελαγχρωμα το ανιατο
Αιεν το χρυσοκυανο του Γαλαξια σελαγισμα47
Νυν των λαων το αμαλγαμα και ο μαυρος Αριθμος
Αιεν της Δικης το αγαλμα και ο μεγας Οφθαλμος
Νυν η ταπεινωση των Θεων η σποδος του Ανθρωπου
Νυν Νυν το μηδεν
και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου